Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Τον φύλαγε προσεκτικά



Όταν η ζωή γεμίζει από μόχθους αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πως βαραίνει πάνω του η κατάρα και η οργή του Θεού. 

Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πως η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ’ όλες τις πτυχές της ζωής του. 

Χιλιόχρονη πείρα, που παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πως όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι’ Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη πού είναι απρόσιτα σ’ άλλους. 

Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο Θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, που μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό. 

Τότε γίνεται ολοφάνερο πως έφτασε στα όρια, που δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.

Όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ
https://inpantanassis.blogspot.com/

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ [Χριστουγεννιάτικο διήγημα]



Του π. Δημητρίου Μπόκου
Πάτησε φρένο καθὼς τελείωνε ἡ μεγάλη ἀνηφορικὴ στροφὴ καὶ πρόβαλε, ἀνάμεσα στὰ χιονισμένα δέντρα, τὸ ὁμαλὸ ἁπλόχωρο ξέφωτο. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο νὰ ξεμουδιάσει καὶ νὰ περπατήσει λίγο στὸ γνώριμο ἀγαπημένο της περιβάλλον. Λιτὸ καὶ ἀπέριττο τὸ ταπεινὸ πάλλευκο ναΰδριο μπροστά της, ἔστεκε ἀνάλαφρο, ἀσάλευτος φρουρὸς στὴν παγωμένη τραχειὰ ἐρημιά.
Πλησίασε τὸ χαμηλὸ καμπαναριό, τράβηξε χαλαρὰ τὸ κοκκαλωμένο σχοινί, ἀκούμπησε τὴ μικρὴ καμπάνα ἐλαφρὰ μιὰ φορά. Ντάν!… Ἁπαλός, γλυκύς, μελωδικὸς ὁ ἦχος της ἁπλώθηκε στὴν πλαγιά, ἔδιωξε τὴ νεκρικὴ σιγαλιὰ τοῦ βουνοῦ. Τὴν ἄγγιξε τόσο ἡ γλυκύτητά του, ποὺ ἀκούμπησε ξανὰ τὴν καμπάνα ἁπαλά. Καὶ πάλι γιὰ μιὰ τρίτη φορά. Εἰς δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔκανε τὸν σταυρό της καὶ μπῆκε στὸ μικρὸ παρεκκλήσι.
Ἄναψε κεράκι, προσκύνησε, ἀσπάστηκε τὶς εἰκόνες. Κατέβασε προσεκτικὰ τὰ τέσσερα καντηλάκια τοῦ τέμπλου, ἄλλαξε φυτιλάκια, πρόσθεσε στὸ λάδι τους, τὰ ἄναψε. Τὸ φῶς τους ἁπλώθηκε ἁπαλό, γλύκανε τὶς ἀσκητικὲς μορφὲς τῶν ἁγίων, ζέστανε τὸν χῶρο καὶ τὴν καρδιά της. Κάθισε στὸ πολυκαιρισμένο ξύλινο στασίδι, ἔμεινε γιὰ λίγο νὰ κοιτάζει τὶς μεγάλες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ τοῦ Προδρόμου ποὺ ἔστεκαν ζερβόδεξα, ἀκοίμητοι φρουροὶ τῶν ἱερῶν βημοθύρων.
Βρισκόταν στὸ μικρὸ μετόχι τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ τῆς Γέννησης, γιὰ τὸ ὁποῖο ταξίδευε κι αὐτὴ σήμερα. Ἔκανε τὸ ταξίδι αὐτὸ κάθε χρόνο, μιὰ βδομάδα πρὶν τὰ Χριστούγεννα. Ἀφότου ἔχασε τὸν ἄντρα της ἡ Θεοπούλα, γιὰ νὰ μὴ μένει μόνη της χρονιάρες μέρες, πήγαινε νὰ περάσει τὶς γιορτὲς στὸ μοναστήρι. Ἡ ἡγουμένη τὴν ἀγαποῦσε πολύ, τὴν εἶχε σὰν ἀδελφή της. Τὸ μοναστήρι γιόρταζε ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων καί, ἂν καὶ ἀπόμακρο, γέμιζε κόσμο στὴ μεγάλη γιορτή. Συνήθως τὸ τιμοῦσε πάντα καὶ ὁ ἐπίσκοπός τους μὲ λαμπρὸ ἀρχιερατικὸ συλλείτουργο. Ἡ Θεοπούλα πήγαινε ἀπὸ μέρες νωρίτερα, νὰ δίνει ἕνα χεράκι στὶς ἀδελφές, ποὺ δὲν ἔπαιρναν ἀνάσα ἀπ’ τὶς ἑτοιμασίες καὶ τὰ τρεχάματα τῆς μεγάλης πανήγυρης.
Σηκώθηκε νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο της, μὰ πρὶν φύγει, ἔκανε τὸν γύρο τῆς μικρῆς ἐκκλησίας, ἦρθε στὴν ἀνατολικὴ πλευρά. Πίσω ἀπὸ τὴν κόγχη ἀκριβῶς τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἕνας παλιὸς σιδερένιος σταυρὸς ποὺ ἐξεῖχε πάνω ἀπὸ τὸ χιόνι, δήλωνε τὴν ὕπαρξη ταπεινοῦ μνήματος. Κάτω ἀπ’ τὸ λευκὸ στρῶμα ἀναπαυόταν κάποιος ἀνώνυμος ἀφανής. Οἱ αἰῶνες ποὺ ἔτρεξαν ἀπὸ τὴν κοίμησή του εἶχαν σβήσει ἐντελῶς τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν σκουριασμένο σταυρὸ καὶ ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Μὰ ἡ ἱστορία του ἦταν γνωστή, κυκλοφοροῦσε σὰν τοὺς θρύλους τῆς παλιᾶς ἐποχῆς. Γνώριζαν ὅλοι γιὰ τὸν φιλόξενο ὅσο καὶ παράξενο «ξενοδόχο». Τὴν εἶχε ἀκούσει καὶ ἡ ἴδια ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σεβαστῆς ἡγουμένης.
Ἦταν θαμμένος ἐκεῖ ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἐργαζόταν σκληρὰ γιὰ τὸν βιοπορισμό του σπάζοντας πέτρες καθημερινὰ στὸ λατομεῖο. Δὲν ἀποταμίευε χρήματα ποτέ. Τὸ πενιχρό του εἰσόδημα ξοδευόταν γιὰ τὸν λιτό του ἐπιούσιο καὶ μὲ ὅ,τι ἀπόμενε φιλοξενοῦσε ταξιδιῶτες καὶ φτωχούς. Ἔβγαινε στὰ δρομάκια τοῦ χωριοῦ του νύχτα μὲ τὸ λυχνάρι, ψάχνοντας γιὰ ὅσους βρίσκονταν σὲ ἀνάγκη καὶ τοὺς περιποιόταν ὁ ἴδιος. Τοὺς ἔφερνε στὸ φτωχικό του, ἔπλενε τὰ πόδια τους, τοὺς ἔδινε φαγητό, τοὺς κοίμιζε κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινὴ στέγη του.
Ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ζῶα φρόντιζε, τὰ νηστικὰ καὶ ἀδέσποτα. Καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅλους φιλοξενοῦσε τοὺς μοναχοὺς ποὺ θὰ περνοῦσαν τυχὸν ἀπὸ τὰ μέρη τους. Ἔτσι ξόδευε ὁ ταπεινὸς αὐτὸς ἄνθρωπος ὅλα ὅσα ἔβγαζε καθημερινά. Ὁ ἴδιος νήστευε πολὺ καὶ συχνά. Καὶ ἐμπιστευόταν τὸν ἑαυτό του ἀπόλυτα στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ἄκουσε γιὰ τὸν ἰδιότυπο «ξενοδόχο» καὶ ἕνας φημισμένος γέροντας στὸ ἀπρόσιτο ἀσκηταριό του καὶ πῆγε κάποτε νὰ τὸν γνωρίσει. Ὁ φτωχὸς λατόμος τὸν δέχτηκε καὶ τὸν περιποιήθηκε ὡς συνήθως. Ὁ γέροντας ἐνθουσιάστηκε μὲ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἁπλοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἔκανε φίλο του.
Βλέποντας τὴ φιλάνθρωπη διάθεσή του ὁ γέροντας, ἔπεσε σὲ συλλογή. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἂν εἶχε περισσότερα χρήματα, πόσα καὶ πόσα δὲν θὰ ἔκανε γιὰ τοὺς φτωχούς! Καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ δώσει στὸν φτωχὸ «ξενοδόχο» πλοῦτο. Νήστευε καὶ παρακαλοῦσε ἐπίμονα. Ἐκτενῶς. Ὥσπου μιὰ νύχτα εἶδε ἕνα ὄνειρο. Ἕνας φωτεινὸς ἄγγελος παρουσιάστηκε μπροστά του καὶ τὸν ρώτησε:
-  Ξεχνᾶς, γέροντα, πὼς ὁ πλοῦτος εἶναι πειρασμὸς καὶ ἀπάτη; Καὶ πόσο εὔκολα ὁ ἄνθρωπος ξεγελιέται καὶ παγιδεύεται ἀπὸ αὐτόν; Ἄφησέ τον λοιπὸν στὴν ἡσυχία του. Μιὰ χαρὰ εἶναι ὅπως τὸν ἔχει τώρα ὁ Θεός.
-  Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἔτσι εἶναι πράγματι, μὰ ὄχι γι’ αὐτὴν τὴν τόσο εὐγενικὴ ψυχή. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀγάπη καὶ ἀνιδιοτέλεια. Τὸν γνωρίζω καὶ εἶμαι βέβαιος γι’ αὐτόν! ἀπάντησε μὲ σιγουριὰ ὁ γέροντας.
-  Ἐντάξει λοιπόν! εἶπε τελικὰ ὁ ἄγγελος. Θὰ γίνει ὅπως ζήτησες. Μὰ ἂν κάτι δὲν πάει καλά, ἡ ψυχή του θὰ ζητηθεῖ ἀπ’ τὰ χέρια σου. Ἐσὺ θὰ εἶσαι ὑπεύθυνος καὶ θὰ δώσεις λόγο γι’ αὐτήν.
-  Δέχομαι! εἶπε ὁ γέροντας. Ἀναλαμβάνω τὴν εὐθύνη. Ἐγγυῶμαι γιὰ τὴν ψυχή του!
Δὲν πέρασαν μέρες πολλὲς καὶ ὁ λατόμος, σπάζοντας τὶς πέτρες, βρῆκε κρυμμένο ἀνάμεσά τους ἕνα μεγάλο θησαυρό. Ὁ φτωχὸς ἐργάτης τὰ ἔχασε. Μιὰ βαθειὰ ἀμηχανία τὸν κατέλαβε. Τί θὰ τὸ ἔκανε τόσο χρυσάφι; Τὸ μετέφερε λοιπὸν κρυφὰ στὸ σπίτι του καὶ ἀμέσως μετακόμισε στὴν πρωτεύουσα, ὅπου δὲν τὸν γνώριζε κανείς. Ἀγόρασε ἕνα μεγάλο ἀρχοντικὸ καὶ πλῆθος ὑπηρετικὸ προσωπικὸ καὶ ἄρχισε νὰ ζεῖ μὲ κάθε χλιδὴ καὶ πολυτέλεια. Ἡ ψυχή του μεταστράφηκε ἐντελῶς. Ξέχασε τὴ φιλανθρωπία του, τὴν ἄσκηση ποὺ ἔκανε πρὶν γιὰ τὸν Χριστό, τὰ πάντα. Σκλήρυνε ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους, ἔγινε ἀναίσθητος στὶς ἀνάγκες τους. Ἄβυσσος πολλή, ἀνεξερεύνητα τὰ βάθη τοῦ ἀνθρώπου!
Ὁ γέροντας τὸν ἀναζήτησε παντοῦ. Ὅταν τὸν ἀνακάλυψε στὴν πρωτεύουσα, ζήτησε νὰ τὸν συναντήσει, μὰ στάθηκε ἀδύνατο. Μέρες περίμενε μπρὸς στὸ ἀρχοντικό του, μὰ ἦταν τόση ἡ πώρωση τοῦ λατόμου, ποὺ ἔβαζε τοὺς ὑπηρέτες του καὶ τὸν ἀπόδιωχναν μὲ βρισιὲς καὶ χτυπήματα. Καταλυπημένος καὶ ἀπογοητευμένος γύρισε στὸ κελλί του. Ἔπεσε στὶς προσευχὲς καὶ τὰ δάκρυα.
Βλέπει τότε σὲ ὄνειρο τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐστηρὸ βλέμμα ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε ἀπολογία γιὰ τὴν ἀπερίσκεπτη ἐγγύηση ποὺ εἶχε δώσει καὶ τὸν διέταξε νὰ πληρώσει τώρα αὐτὸς γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ λατόμου.
Γεμάτος τρόμο ὁ γέροντας ἔπεσε στὰ πόδια τῆς Παναγίας.
-  Πρόφτασε, Παναγία μου! φώναξε μὲ βαθειὰ συντριβή. Μεσίτευσε στὸν Υἱό σου, νὰ μὲ ἐλεήσει τὸν ἁμαρτωλό!
Γεμάτη ἀγάπη ἡ Παναγία τὸν ἀνασήκωσε ἁπαλά.
-  Νὰ μὴν δίνεις, παιδί μου, ἐγγυήσεις ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ δύναμή σου, τοῦ εἶπε γλυκά. Μὴν ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὴ δική σου κρίση ποτέ. Ὁ Υἱός μου εἶναι γεμάτος ἔλεος, μὴ φοβᾶσαι. Μὰ ἔγινε αὐτὸ γιὰ νὰ βάλεις μυαλό. Νὰ μὴ ζητᾶς ἀπ’ τὸν Θεὸ ἐπικίνδυνα πράγματα, οὔτε νὰ δίνεις ἀνόητες ὑποσχέσεις. Θὰ μεσιτεύσω καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ταλαίπωρου λατόμου.
Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ ἄρχοντας-λατόμος παρασύρθηκε σὲ ἀποτυχημένη συνωμοσία κατὰ τοῦ βασιλιᾶ. Οἱ συνωμότες πιάστηκαν καὶ θανατώθηκαν. Ὁ λατόμος, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, κατάφερε νὰ διαφύγει μιὰ νύχτα κρυφὰ καὶ γλύτωσε. Ἔχασε ὅμως τὰ πάντα. Πλούτη καὶ ἀλαζονεία. Γύρισε ξανὰ στὸ χωριό του φτωχός. Δικαιολογήθηκε πὼς εἶχε πάει τάχα στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ προσκύνημα.
Ἡ συμφορὰ τὸν ἔφερε σὲ μετάνοια. Ἔκλαψε πικρὰ στὰ πόδια τοῦ γέροντα γιὰ τὸ παραστράτημά του. Ξανάρχισε ταπεινὰ νὰ ὑπηρετεῖ φτωχοὺς καὶ ξένους μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα. Καὶ ἔφτασε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει ὁ πιὸ ἐλεήμων καὶ ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος στὴν ἐποχή του.
Ἡ ἀναθύμηση τῆς παλιᾶς ἱστορίας πλημμύριζε πάντα τὴν ψυχὴ τῆς Θεοπούλας μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ συγκίνηση βαθειά. Ζήλευε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ ἁγίου «ξενοδόχου». Καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν μιμηθεῖ ὅσο μποροῦσε, ἰδίως τὶς ἅγιες ἡμέρες, ὅπως τώρα. Ἡ θύμησή του ἔβαζε φτερὰ στὰ πόδια της. Ἡ φιλόθεη διάθεσή της ἀνέβαινε κατακόρυφα. Μὲ τὸ μικρό της προσκύνημα στὸν ἀφανῆ ἅγιο ἔνιωθε μεγάλη ἀνάταση μέσα της, ἡ ψυχή της ξαναγεννιόταν. Θέριευε ἡ λαχτάρα της νὰ ζεῖ πνευματικὰ τὰ Χριστούγεννα, βουτηγμένη στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναβάπτισή της τέτοια μέρα ἐδῶ, κάθε χρόνο, ἦταν τὸ πνευματικό της ἐφαλτήριο γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή.
Μὰ τώρα ἔπρεπε νὰ βιαστεῖ. Φίλησε τὸν κρύο σκουριασμένο σταυρὸ καὶ τράβηξε γιὰ τὸ αὐτοκίνητο. Τὸ μοναστήρι τῆς Γέννησης ἦταν πολὺ μακριὰ ἀκόμα. Εἶχε δρόμο μπροστά της καὶ ἡ χειμωνιάτικη μέρα δὲν κρατούσε πολύ. Καὶ οἱ ὀρεινὲς διαδρομές, μὲ δύσκολα περάσματα καὶ χιόνια, ἐπιφύλασσαν ἐκπλήξεις καὶ ἀπρόβλεπτα πολλά.
Στὸ μοναστήρι τὴν ὑποδέχτηκαν μὲ ἔκδηλη χαρά. Οἱ μοναχὲς τὴν ἕσφιξαν στὴν ἀγκαλιά τους σὰν ἀγαπημένη ἀδελφή. Ἡ ἡγουμένη τῆς ἔδωσε ἕνα ἥσυχο ζεστὸ κελλὶ δίπλα στὸ δικό της. Μποροῦσε νὰ ἔχει ὁποιαδήποτε εὐκολία, τὴν εἶχαν σὰν δικό τους ἄνθρωπο. Μὰ καὶ ἡ Θεοπούλα ἦταν γεμάτη φιλότιμο. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἀνασκουμπώθηκε. Ἔτρεχε πρόθυμη νὰ βοηθήσει παντοῦ. Οἱ δουλειὲς ἦταν ἀτέλειωτες. Ὅλα ἔπρεπε νὰ ἀστράφτουν στὴ μεγάλη πανήγυρη τῆς μονῆς.
Ὄχι μόνο οἱ ξενῶνες της θὰ γέμιζαν κόσμο, μὰ θὰ ἑτοίμαζαν φαγητὰ καὶ κεράσματα, εὐλογία γιὰ ὅλους τοὺς προσκυνητὲς ποὺ κατέκλυζαν τὴ μονὴ τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς. Τὰ ζοῦσε ὅλ’ αὐτὰ ἔντονα ἡ Θεοπούλα. Τὴ γέμιζαν ἀγαλλίαση πνευματική. Τὴν ἔκαναν νὰ ἀπολαμβάνει πιὸ πολὺ τὴ μεγάλη γιορτή, τὴν πανευφρόσυνη Λειτουργία τῆς Ἅγιας Νύχτας.
Οἱ μέρες κύλησαν ὁμαλά, στὴ φυσιολογικὴ δίνη τῶν προετοιμασιῶν, ὅμως δὲν ἔλειψαν δυὸ σημαντικὰ γεγονότα, ποὺ ἦρθαν νὰ ταράξουν ἀπρόσμενα τὴν ψυχὴ τῆς καλῆς Θεοπούλας. Ὁ πονηρὸς ἔβαλε στοίχημα νὰ μὴν τὴν ἀφήσει νὰ γιορτάσει Χριστούγεννα. Ζήλεψε τὴν ὄμορφη πνευματική της ὑπόσταση καὶ βάλθηκε νὰ τὴ χαλάσει.
Κόντευε παραμονή, ὅταν ἔγινε, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, αὐτόπτης μάρτυρας σὲ μιὰ πολὺ δυσάρεστη σκηνή. Περνοῦσε κοντὰ ἀπὸ τὸ κελλὶ ὅπου ἔμεναν οἱ δυὸ γηραιότερες μοναχὲς τῆς μονῆς, ὅταν ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τους ἔφτασαν στ’ αὐτιά της φωνές. Μὰ τί συνέβαινε; Οἱ ἀδελφὲς αὐτὲς ἦταν πολὺ ἀγαπημένες. Εἶχαν ζήσει στὸ ἴδιο κελλὶ πάνω ἀπὸ μισὸν αἰώνα. Δὲν εἶχαν μαλώσει ποτέ. Ἀπὸ ποῦ ἐρχόταν αὐτὴ ἡ φασαρία;
Δὲν ἤθελε νὰ φανεῖ ἀδιάκριτη, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ νικήσει τὸν πειρασμὸ νὰ πλησιάσει κοντύτερα. Ναί, οἱ δυὸ ἀχώριστες ἀδελφές, γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή τους, μάλωναν γιὰ τὰ καλά. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ τί ἔλεγαν, μὰ ἡ ἔντασή τους ἦταν μεγάλη. Μὲ τὰ πολλὰ κατάλαβε πὼς κάτι συνέβαινε στὸ παράθυρό τους. Κοιτοῦσαν καὶ οἱ δυὸ πρὸς τὰ ’κεῖ, χειρονομώντας ἔντονα. Μὲς στὴν ἀντιδικία τους ξεχώρισε τὶς λέξεις περιστέρι-κουρούνα. Ὅταν ἡ μιὰ ἔλεγε περιστέρι, ἡ ἄλλη ἀνταπαντοῦσε κουρούνα.
Ἡ Θεοπούλα πρόσεξε ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ τζάμι κάποιο πουλὶ ἀνάδευε τὰ φτερά του. Ἀπὸ ἐκεῖ πήγαζε ἡ διχογνωμία τῶν δυὸ ἀδελφῶν. Ἡ μιὰ ὑποστήριζε πὼς ἔβλεπε ἕνα λευκὸ περιστέρι, ἡ ἄλλη ἰσχυριζόταν πὼς δὲν ἦταν παρὰ μιὰ μαύρη κουρούνα. Ἡ ἀνυποχώρητη διαφωνία τους ἔφτασε στὸ κατακόρυφο. Τὶς ἔφερε μέχρι καὶ τὴ χειροδικία. Καί, πράγμα ἀνήκουστο, οἱ γηραιὲς μοναχὲς σήκωσαν γιὰ πρώτη φορὰ χέρι μεταξύ τους, χτυπήθηκαν ἀνελέητα, ἔτρεξε ἀπὸ τὰ πρόσωπά τους αἷμα.
Ἡ Θεοπούλα πάγωσε. Τί πειρασμὸς ἦταν αὐτός; Κοίταξε πιὸ προσεκτικά, προσπάθησε νὰ διακρίνει τί γινόταν ἔξω ἀπὸ τὸ τζάμι. Ἕνα τεράστιο ἁρπακτικὸ μὲ γαμψὰ νύχια καὶ ἄγριο βλέμμα, ὅπου ἄστραφτε μιὰ τρομερὴ κόκκινη φλόγα, ὑψώθηκε στὸν ἀέρα καὶ χάθηκε μονομιᾶς ἀπὸ τὰ μάτια της. Μιὰ ἀνυπόφορη δυσοσμία πλημμύρισε τὸ κελλί. Ἡ ἄμεση αἴσθηση τῆς δαιμονικῆς παρουσίας γέμισε ρίγος τὴν καρδιά της. Ἡ καλή της διάθεση ἐξανεμίστηκε στὸ λεπτό. Μαῦρο σκοτάδι χύθηκε στὴν ψυχή της. Ἔφυγε γρήγορα τρομαγμένη, ἀλλὰ καὶ κατασκανδαλισμένη ἀπὸ τὶς δυὸ μοναχές.
Τὸ βράδυ ἔγειρε νὰ κοιμηθεῖ μὲ τὴν ψυχή της ἀκόμα ταραγμένη. Μὲς στὸν ἀνήσυχο ὕπνο της ὁ πειραστής, μ’ ἕνα ὄνειρο-ἐφιάλτη, ἀποπειράθηκε νὰ τὴν ταράξει ἀκόμα περισσότερο. Εἶδε πὼς βρισκόταν ξαπλωμένη σὲ μιὰ σπηλιὰ σκοτεινή. Ἕνα τεράστιο φίδι ξεπήδησε ἀπὸ τὰ μαῦρα της ἔγκατα καὶ τὴν πλησίασε ὕπουλα. Τυλίχτηκε γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰ χέρια της. Ἀνατρίχιασε στὸ ἄγγιγμα τοῦ παγωμένου του δέρματος. Τὸ κεφάλι του ὑψώθηκε ὁλόϊσια στὸ πρόσωπό της μπροστά. Τὸ μοχθηρὸ βλέμμα του ἐξακόντιζε λάμψη σκοτεινή, ἡ γλώσσα του τρεμόπαιζε μέσα-ἔξω ἀπαίσια.
Ὁ τρόμος τὴν παρέλυσε. Δὲν τολμοῦσε νὰ κάνει τὴν παραμικρὴ κίνηση. Μὰ ἀπ’ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς της ἐβόησε μυστικὰ πρὸς τὸν Ὕψιστο: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καὶ νά, στὸ ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς φάνηκε ἕνα γλυκὸ οὐράνιο φῶς σχηματίζοντας ἕνα μεγάλο φωτεινὸ κύκλο. Στὴ μέση του στεκόταν μιὰ θεόμορφη κόρη. Στὴν ἀγκαλιά της ἔγερνε τὸ κεφάλι του μὲ μάτια κλειστὰ ἕνα βρέφος. Στὴ μυστικὴ πονεμένη κραυγὴ τῆς Θεοπούλας, τὸ παιδὶ σήκωσε τὸ κεφαλάκι του, ἄνοιξε τὰ μάτια του, τέντωσε τὸ χεράκι του, τὸ ἔστρεψε καταπάνω στὸ φίδι. Σὰν νὰ δέχτηκε ἐκεῖνο φοβερὴ προσταγή, σὰν νά ’πεσαν ἐπάνω του χιλιάδες κεραυνοί, ξετυλίχτηκε στὴ στιγμὴ καὶ χάθηκε σὰν ἀστραπὴ στὰ βάθη τῆς κόλασης. Μιὰ ὑπερκόσμια εὐωδία χύθηκε ὁλόγυρα, γέμισε παντοῦ τὴ σπηλιά.
Ἡ Θεοπούλα ἀνάσανε. Πετάχτηκε ἀνάλαφρη καὶ ἔπεσε γονατιστὴ στὰ πόδια τῆς ὁλόφωτης κόρης μὲ τὸ μικρὸ παιδί, ποὺ εἶχε ἔλθει ἐπὶ γῆς ἀκριβῶς γιὰ νὰ συντρίψει τὴν κεφαλὴ τοῦ ὄφεως. Μὰ καθὼς σήκωσε τὰ μάτια της δὲν εἶδε κανένα. Ἡ εὐωδία ὅμως παρέμενε ἁπλωμένη παντοῦ γύρω της.
Ξύπνησε ἀπ’ τὸ ὄνειρο ἀναπαυμένη, πιὸ ἤρεμη ἀπὸ ὅσο ἔνιωσε ποτέ της. Ὁ πονηρὸς δὲν μπόρεσε τελικὰ νὰ τὴν ἐξουσιάσει. Μὰ πόσο πιὸ πολὺ χάρηκε, ὅταν τὸ πρωὶ ἀντίκρυσε ἀπὸ τὴν ἀνοιχτή τους πόρτα τὶς δυὸ γηραιὲς μοναχὲς νὰ κλαῖνε ἀγκαλιασμένες σφιχτά!
-  Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ πάθαμε; ἔλεγαν μέσα στὸ κλάμα τους. Τί πειρασμὸς ἦταν αὐτός; Πῶς μᾶς τὴν ἔφερε ἔτσι ὁ πονηρός; Μᾶς φθόνησε ποὺ μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη δὲν εἴχαμε μαλώσει ποτέ.
Κατάλαβαν καλὰ πόσο εὔκολα μπορεῖ νὰ τὶς ἐμπαίξει ὁ μισόκαλος δολοπλόκος. Καὶ δείχνοντάς τους τὴν ἴδια εἰκόνα, νὰ τὶς κάνει νὰ βλέπουν δυὸ ἐντελῶς διαφορετικὰ πράγματα. Ἔμαθαν πιὰ νὰ μὴν ἔχουν ἐμπιστοσύνη οὔτε στὰ ἴδια τους τὰ μάτια.
Μὰ ἐνῶ κόντευε τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς, ἕνα δεύτερο ἀπρόοπτο, τελείως διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ πρῶτο, ἦρθε νὰ ταράξει τὴν εὐλογημένη Θεοπούλα. Ἡ γερόντισσα τὴν κάλεσε ἐσπευσμένα στὸ κελλί της καὶ τῆς ζήτησε νὰ βοηθήσει ἐπειγόντως στὸ μαγκιπειὸ τῆς μονῆς. Ἡ μαγκίπισσα ἔπεσε ξαφνικὰ στὸ κρεβάτι μὲ ρίγος καὶ ψηλὸ πυρετό. Τὸ κεφάλι της γύριζε. Ἀδύνατο νὰ σταθεῖ στὰ πόδια της. Ἡ βοηθός της ἦταν ἀκόμα νεαρὴ καὶ ἄπειρη.
Ἡ Θεοπούλα ταράχτηκε. Τά ’χασε τώρα γιὰ τὰ καλά. Πῶς θὰ τά ’βγαζε πέρα; Ὁ φοῦρνος, τὸ μαγκιπεῖο ὅπως τὸν λένε στὰ μοναστήρια, ἦταν τὸ δυσκολότερο διακόνημα τέτοια μέρα. Ἦταν πεπειραμένη στὸ νοικοκυριό, μὰ πῶς, τελευταία στιγμή, θὰ ζύμωνε ψωμὶ γιὰ ἑκατοντάδες ψυχές; Τί νέα δοκιμασία ἦταν αὐτή; Ἔνιωθε πὼς τὴν ξεπερνοῦσαν κατὰ πολὺ ὅλ’ αὐτά. Μεγάλη ταραχὴ πλημμύρισε καὶ πάλι ὁρμητικὰ τὴν ψυχή της. Ὁ πειρασμὸς ἐπέλαυνε ξανὰ μέσα της, ὑφέρποντας ὑπόγεια νὰ τὴν ἁλώσει. Μὰ ὡστόσο δὲν θέλησε νὰ φανεῖ ἀνυπάκουη.
-  Νά ’ναι εὐλογημένο, σεβαστή μου μητέρα! ψιθύρισε μόνο καὶ βρέθηκε στὸ τεράστιο ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς γεμάτη ἀμηχανία.
Ἡ νεαρὴ μοναχὴ δίπλα της, ἡ βοηθός, τὰ εἶχε τὸ ἴδιο χαμένα. Ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουν; Καὶ τότε ξαφνικὰ βλέπουν ἀπέναντί τους, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ μαγκιπείου, μιὰ σεβάσμια ψηλὴ μοναχή. Πρώτη φορὰ τὴν ἔβλεπαν. Πῶς βρέθηκε ἐκεῖ; Ἀπὸ ποιὸ μοναστήρι νὰ ἦρθε;
Ἡ ἄγνωστη μοναχὴ ἀνασκούμπωσε ἀμέσως τὰ μανίκια της, ἔβαλε ἀλεύρι καὶ νερὸ στὴν τεράστια σκάφη καὶ ἄρχισε γρήγορα τὸ ζύμωμα. Μοίρασε τὴ ζύμη σὲ πολλά-πολλὰ ψωμιά, τὰ ἅπλωσε στὴ σειρὰ νὰ φουσκώσουν, ἄναψε τὸν φοῦρνο, τὰ ἔψησε, τὰ ξεφούρνισε, τὰ τακτοποίησε ὅλα στὰ ράφια τους, τὶς εὐλόγησε χαμογελαστὴ καὶ καλωσυνάτη καὶ …ὅπως ἦρθε ἀπὸ τὸ πουθενά, ἔτσι καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους.
Ἡ Θεοπούλα μὲ τὴ βοηθό της παρακολουθοῦσαν σὰν ἀγάλματα, λὲς καὶ κάποια ἀόρατη δύναμη τὶς κρατοῦσε ἀκίνητες. Ὅταν συνῆλθαν ἀπ’ τὴ μεγάλη τους ἔκπληξη, ἔτρεξαν κατ’ εὐθείαν στὴν ἡγουμένη καὶ τῆς ἐξέθεσαν λεπτομερῶς τὰ καθέκαστα. Ἡ γερόντισσα ἔκανε εὐλαβικὰ τὸν σταυρό της.
-  Μεγάλη ἡ χάρη σου, Παναγία μου! μουρμούρισε ἐκστατική. Τὸ ἤξερα πὼς δὲν θὰ μᾶς ἄφηνες ἔτσι στὴ γιορτὴ τοῦ Υἱοῦ σου!
Ἀπὸ τὰ ψωμιὰ τῆς Παναγίας ἔφαγαν ὅλοι οἱ προσκυνητὲς καὶ περίσσεψαν. Καὶ εἶχαν ὅλοι νὰ λένε πὼς τέτοια νοστιμιὰ καὶ εὐωδία δὲν εἶχαν ξαναδοκιμάσει ποτέ.
Ἡ νύχτα ἦταν προχωρημένη βαθιά, ὅταν ἡ ἐκκλησάρισσα μὲ τὸ ξύλινο σήμαντρο ἀνὰ χείρας πέρασε ἀπ’ ὅλους τους διαδρόμους τῆς μονῆς, ἀφυπνίζοντας ἤρεμα μοναχὲς καὶ προσκυνητές. Ἡ Θεοπούλα βρέθηκε μὲ τοὺς ἄλλους στὴ ζεστὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ καθολικοῦ. Μοιρασμένες στοὺς δυὸ χοροὺς οἱ ψάλτριες μοναχὲς κατέβαζαν μὲ τὶς γλυκὲς ἀγγελικές τους φωνὲς τὰ οὐράνια στὴ γῆ. «Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε»! 
Μὲ τὴν ψυχή της ἀνάλαφρη ἡ Θεοπούλα ἀνάσαινε τὴν αὔρα τοῦ Πνεύματος στὴν κατάμεστη ἐκκλησία. Δὲν ξεχώριζε ἂν βρίσκεται στὸν οὐρανὸ ἢ στὴ γῆ. Ἡ γιορτινὴ καλή της διάθεση εἶχε ἐπανέλθει στὸ ἔπακρο. Ἡ καρδιά της πετούσε. Ὁ πειρασμὸς δὲν κατάφερε τελικὰ νὰ τῆς χαλάσει τὰ Χριστούγεννα.
Μὲ κόπο ἡ βηματάρισσα ἄνοιξε δρόμο ἀνάμεσα στὸ πλῆθος γιὰ νὰ βγεῖ στὰ πρόθυρα καὶ νὰ κρούσει τὸ σιδηροῦν. Τὸ καθαρό του μέταλλο σκόρπισε μὲς στὴ νυχτιὰ γιορτινὸ χαρμόσυνο ἦχο. Μὰ ὅταν σὲ λίγο οἱ μεγάλες καμπάνες τῆς μονῆς ἤχησαν πανηγυρικά, οἱ πλαγιὲς καὶ τὰ βαθιὰ φαράγγια τοῦ μεγάλου βουνοῦ ἀντιλάλησαν «ἐν ἀγαλλιάσει». «Τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν ὡσεὶ κριοὶ καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων». Ἡ κτίση σύμπασα ἐπιστρατεύθηκε γιὰ νὰ δοξολογήσει τὸ ἀνερμήνευτο μυστήριο τῆς Γέννησης. «Ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, …ἄνθρωποι ἐπὶ τῆς γῆς, …πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Παντουργέτην». 
Μὲ βαθειὰ κατάνυξη πλησίασε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ἡ Θεοπούλα νὰ κοινωνήσει. Μὰ τῆς ἦρθαν δάκρυα στὰ μάτια καὶ ἡ καρδιά της σκίρτησε ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρά, ὅταν εἶδε νὰ προηγοῦνται μπροστά της οἱ δυὸ γηραιὲς μοναχές. Μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο, βάζοντας μεταξύ τους μετάνοια καὶ φιλώντας τὸ χέρι ἡ μιὰ τῆς ἄλλης ταπεινά, πρὸς μεγάλη καταισχύνη τοῦ ἀρχαίου πειραστῆ, προσῆλθαν στὴ μυστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Ὑπερούσιο, τὸν Ἀπρόσιτο, «τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν». Αὐτὸν ποὺ ὡς «παιδίον νέον», μικρὸ παιδί, γεννήθηκε ξανὰ καὶ στὴ δική τους καρδιά, συντρίβοντας ὁλοσχερῶς τὶς πλεκτάνες τοῦ ὄφεως.
Ἡ εὐλογημένη γυναίκα δὲν θυμόταν νὰ ἔζησε καλύτερα Χριστούγεννα ποτέ!

Χριστούγεννα 2024 
http://www.nyxthimeron.com/

Άγιος Ιωσήφ ο Μνήστωρ



Του ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ, Θεολόγου – Καθηγητού 
Η Θεοτόκος επιτέλεσε την υψηλή Της υπηρεσία ως Μητέρα του Θεού, εν πολλοίς και με τη βοήθεια του Μνήστορα αγίου Ιωσήφ, ο οποίος αποτελεί ένα από τα κύρια πρόσωπα, τα οποία σχετίζονται με το άμεσο περιβάλλον του Κυρίου μας. Συνήθως το ιερό πρόσωπο του Ιωσήφ σκιάζεται από την ιερότατη προσωπικότητα της Παναγίας μας και γι’ αυτό ο βίος του είναι σχετικά ελάχιστα γνωστός.
     Ήταν Ιουδαίος στην καταγωγή και απόγονος του ένδοξου βασιλιά Δαβίδ, απέχοντας χρονικά από αυτόν χίλια περίπου χρόνια. Καταγόταν από την Βηθλεέμ, την «πόλη Δαβίδ» και το όνομά του σημαίνει: «ο τέλειος του Θεού», αλλά κατοικούσε στην Ναζαρέτ, ασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού. Ήταν χήρος, προχωρημένης ηλικίας και μεγάλωνε μόνος του τα επτά παιδιά του (Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων, Ιούδας, Εσθήρ, Θάμαρ ή Μάρθα, και η Σαλώμη). Ζούσε δε με δικαιοσύνη και αγιότητα. 
      Όταν η Θεοτόκος έγινε δώδεκα - δεκατριών ετών, οι ιερείς του Ναού και ιδιαίτερα ο άγιος Ζαχαρίας, πατέρας του Προδρόμου, οδηγημένοι από το Άγιο Πνεύμα, έκριναν ότι έπρεπε να προσκολληθεί σε κάποιο δίκαιο και ενάρετο άνδρα. Βρήκαν τον ευσεβή και δίκαιο Ιωσήφ, με τον οποίο την αρραβώνιασαν, διαβλέποντας ότι ο προχωρημένης ηλικίας ενάρετος Ιωσήφ δεν θα γίνει ποτέ ο σύζυγός της και θα την σεβαστεί καθ’ όλα. Έτσι, σύμφωνα με το δίκαιο της εποχής εκείνης, τον ακολούθησε στην οικία του στη Ναζαρέτ, όπου ζούσαν με προσευχή και φόβο Θεού. Η Μαρία εργάζονταν ως οικονόμος του σπιτιού και ο Ιωσήφ της προσέφερε προστασία και τα αναγκαία να ζήσει. 
       Σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση, εκεί την επισκέφτηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, αναγγέλλοντάς της την θεία βούληση να γίνει Μητέρα του Θεού (Λουκ.1,27-38). Να γίνει, από ανθρωπίνης πλευράς, η πρωταγωνίστρια της σωτηρίας του κόσμου. Απ’ ότι φαίνεται η Παρθένος Μαρία δεν φανέρωσε το υπέρτατο υπερφυσικό γεγονός του Ευαγγελισμού της στον Ιωσήφ και την θεία κυοφορία της. Η μόνη που το γνώρισε ήταν η εξαδέλφη της αγία Ελισάβετ, η μητέρα του Προδρόμου. 
     Την ίδια εποχή οι ρωμαϊκές αρχές αποφάσισαν να κάμουν απογραφή όλων των υπηκόων της αυτοκρατορίας, για φορολογικούς λόγους. Για μεγαλύτερη ακρίβεια, ήταν υποχρεωμένοι οι κάτοικοι να απογραφούν στον τόπο της καταγωγής τους. Έτσι ο Ιωσήφ αναγκάστηκε, μαζί με τη Μαρία, να μεταβούν στην Βηθλεέμ, να απογραφούν, «διά το είναι αυτόν εξ’ οίκου και πατριάς Δαυίδ» (Λουκ. 2,4). Δεν γνωρίζουμε αν είχε μαζί του και τα παιδιά του. Πιθανότατα όχι, διότι αυτά είχαν γεννηθεί στην Ναζαρέτ και έπρεπε να απογραφούν εκεί. 
      Όμως τις μέρες εκείνες έφτασε και η γέννα της Μαρίας. Τότε ήταν που ο Ιωσήφ πληροφορήθηκε για την κυοφορία της και παραξενεύτηκε, διότι ουδέποτε είχε σχέσεις μαζί της. Πέρασε αμέσως από το νου του ότι η εγκυμοσύνη της ήταν καρπός εξωσυζυγικής σχέσης. Ως ευσεβής Ιουδαίος γνώριζε τις συνέπειες του νόμου και της κοινωνικής κατακραυγής που είχαν οι μοιχαλίδες γυναίκες. Γι’ αυτό «δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν» (Ματθ. 1,19). Θέλησε να τη διώξει με κάθε μυστικότητα, για να μην κινδυνέψει και διαπομπευθεί και πιθανότατα να θανατωθεί. Αλλά το ίδιο βράδυ άγγελος Κυρίου ήρθε στο όνειρό του και του γνώρισε την αθωότητα της Μαρίας και την υπερφυσική της κυοφορία. Ότι θα γεννήσει τον αναμενόμενο Μεσσία, τον λυτρωτή του κόσμου. Ότι η μνηστεία έπρεπε να συνεχιστεί προκειμένου να μην αποκαλυφτεί τότε η υπερφυσική γέννηση του Ιησού. Τον παρότρυνε να γίνει ο παντοτινός της προστάτης και βοηθός, και εκείνος δέχτηκε με ταπείνωση και σεβασμό το μήνυμα του Θεού. 
       Η διαμονή τους στην Βηθλεέμ δεν ήταν εύκολη, διότι είχε σωρεύσει εκεί πλήθος κόσμου, για την απογραφή και έτσι δεν υπήρχε κατάλυμα. Δεν υπήρχε χώρος για τη γέννα, και γι’ αυτό αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε κάποιον σπηλαιώδη στάβλο, έξω από την πόλη. Εκεί γέννησε η Παναγία μας τον Σωτήρα του κόσμου, λαμβάνοντας χώρα θαυμαστά και υπερφυσικά γεγονότα (λαμπρός αστέρας, ψαλμωδίες αγγέλων, κλπ). 
     Είναι σίγουρο ότι όλα αυτά συντάραξαν την αγαθή ψυχή του Ιωσήφ, ο οποίος πια συνειδητοποίησε ότι υπήρξε και αυτός όργανο της Θείας Οικονομίας. Φαίνεται ότι για κάποιο άγνωστο λόγο, δεν επέστρεψε η αγία οικογένεια στη Ναζαρέτ, αλλά παρέμεινε στην Βηθλεέμ, όπου οι Μάγοι ήρθαν να προσκυνήσουν το Θείο Βρέφος, προσκομίζοντας τους θησαυρούς τους. Εκεί πληροφορήθηκε πάλι στο όνειρό του ο Ιωσήφ την ανάγκη φυγής στην Αίγυπτο, όταν ο θηριώδης Ηρώδης είχε διατάξει τη γενική σφαγή των νηπίων στη Βηθλεέμ. Μνημεία της παραμονής τους στην Αίγυπτο υπάρχουν μέχρι σήμερα, όπως το σπήλαιο και το πηγάδι, κοντά τον ναό του Αγίου Γεωργίου Καΐρου. 
      Μετά τον θάνατο του Ηρώδη, ξανά ο άγγελος ειδοποίησε τον Ιωσήφ να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη. Ξαναγύρισαν και εγκαταστάθηκαν στη Ναζαρέτ. Αργότερα αναφέρεται ο Ιωσήφ στην Καινή Διαθήκη με την επίσκεψή τους στο Ναό της Ιερουσαλήμ όταν ήταν δωδεκαετής ο Ιησούς. Η παράδοση μας λέει ότι λίγο μετά από αυτό το συμβάν ο Ιωσήφ πέθανε. Η μνήμη του τιμάται την πρώτη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα. 
      Πίστη της Εκκλησίας μας είναι ότι ο άγιος Ιωσήφ υπήρξε ο φύλακας της παρθενίας της Παναγίας μας. Υπήρξε ο άοκνος προστάτης τόσο της Θεοτόκου όσο και του Ιησού. Ουδέποτε έγινε ή λογίστηκε σύζυγός της. Αντίθετα ο αιρετικός προτεσταντισμός διδάσκει ότι μετά τη γέννηση του Κυρίου ο Ιωσήφ και η Μαρία παντρεύτηκαν και έζησαν ως σύζυγοι, κάνοντας πολλά παιδιά! Αυτό αναιρεί την περί αειπαρθενίας της Θεοτόκου αρχέγονη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, η οποία στηρίζεται σε σαφή χωρία της Αγίας Γραφής, στην Παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας μας και έγινε δόγμα από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (431). 

http://www.nyxthimeron.com/

Αγία Μελάνη η Ρωμαία



Του ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ, Θεολόγου – Καθηγητού 
Η Ρώμη, όσο διατηρούσε την αγία ορθόδοξη πίστη, ανάδειξε πάμπολλους αγίους, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι λαμπρύνουν την Εκκλησία του Χριστού. Μια από αυτές τις άγιες μορφές είναι και η αγία Μελάνη, ο οποία αποτελεί λαμπρό παράδειγμα πιστής χριστιανής και αγνότητας.
     Γεννήθηκε στη Ρώμη το έτος 338 από γονείς πλουσίους και ευγενείς, τους οποίους διέκρινε η βαθειά πίστη τους στο Θεό. Η γέννηση της Μελάνιας τους γέμισε χαρά. Από μικρή έδειξε ασυνήθιστη ωριμότητα και σύνεση. Οι ευσεβείς γονείς της της ενέπνευσαν την ευσέβεια και της εδραίωσαν την πίστη στο Θεό.
     Όταν έγινε δεκατεσσάρων ετών, αποφάσισαν να την παντρέψουν με ένα δεκαεπτάχρονο νέο τον Απελλιανό, γόνο ευγενούς οικογένειας. Ας μην μας ξενίζει η μικρή της ηλικία, στα χρόνια εκείνα δεν ήταν σπάνιο να παντρεύουν τα παιδιά τους σε μικρή ηλικία. Την πάντρεψαν, διότι προσδοκούσαν να αποκτήσουν διάδοχο, ο οποίος θα κληρονομούσε και θα διαχειρίζονταν την μεγάλη περιουσία τους. Αλλά η Μελάνη δεν ήθελε να παντρευτεί, διότι ποθούσε την μοναχική ζωή. Όμως, υπέκυψε στη θέληση των γονιών της και δέχτηκε το γάμο.
     Μετά το γάμο της παρακάλεσε τον σύζυγό της Απελλιανό να διατηρήσει την παρθενία της, να ζήσουν με αγνότητα, σαν αδέλφια, χαρίζοντάς του όλα τα πλούτη της, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε, διότι ήθελε διάδοχο και έτσι απέκτησαν ένα χαριτωμένο κορίτσι. Παρ’ όλα αυτά η Μελάνη ζούσε ασκητική ζωή, με αδιάλειπτη προσευχή, εγκράτεια νηστεία και ελεημοσύνη. Με το πέρασμα του χρόνου αποκτούσε όλο και περισσότερες αρετές. 
      Η Μελάνη έμεινε και πάλι έγκυος και παρ’ όλη την προχωρημένη εγκυμοσύνη της συμμετείχε σε αγρυπνία προς τιμήν του αγίου Λαυρεντίου. Σιμά το πρωί αισθάνθηκε τους πόνους της γέννας. Όμως το αγόρι που περίμενε ο Απελλιανός γεννήθηκε νεκρό και ύστερα από καιρό αρρώστησε και το κορίτσι τους και πέθανε. Αφάνταστη λύπη ένοιωσε το νεαρό ζευγάρι. Το διπλό αυτό κτύπημα το θεώρησαν ως σημάδι να ξεκινήσουν πλέον πνευματική ζωή. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν από τη Ρώμη και να πάνε να ζήσουν σε ένα ήσυχο και ήρεμο τόπο, με προσευχή και ελεημοσύνη. Σκορπούσαν αφειδώς τα πλούτη τους σε έργα φιλανθρωπίας. 
      Όμως ο μισόκαλος διάβολος, ο οποίος μισεί θανάσιμα το έργο του Θεού, ενέβαλε πειρασμό στον αδελφό του Απελλιανού, τον Σεβήρο, να αρπάξει με δόλο την περιουσία του αδελφού του. Αφού απήγαγε τους δούλους του Απελλιανού, τους ανάγκασε να ψευδομαρτυρήσουν, βεβαιώνοντας ότι η περιουσία του αδελφού του ανήκε σ’ αυτόν. 
     Το ιερό ζευγάρι αντιμετώπισε με ψυχραιμία και πραότητα αυτή τη δοκιμασία και συνέχιζε το πνευματικό τους αγώνα. Όμως η έλλειψη πόρων τους στέρησε τη δυνατότητα της φιλανθρωπίας. Ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Το γεγονός αυτό έφτασε ως το παλάτι και η βασίλισσα Βερίνα τους κάλεσε για να λύσει το πρόβλημα. Η Μελάνη παρουσιάστηκε στην βασίλισσα με σεμνότητα, την οποία εκτίμησε εκείνη. Εξέτασε την υπόθεση και τους δικαίωσε, αποδίδοντάς τους ένα μεγάλο μέρος από την περιουσία τους. Μετά από αυτό, η Μελάνη και ο Απελλιανός περιόδευσαν σε διάφορα μέρη, όπως τη Σικελία, την Ισπανία, την Βρετανία και αλλού, ευεργετώντας τους ενδεείς.
     Αλλά ο διάβολος ετοίμασε νέα πίκρα γι’ αυτούς. Όταν έφυγαν από τη Ρώμη, ο εκεί φιλάργυρος και άρπαγας έπαρχος, τους κατάσχεσε κι άρπαξε την εναπομείνασα περιουσία τους. Το ιερό ζευγάρι αντιμετώπισε και πάλι με καρτερία και ανεξικακία τη νέα δοκιμασία. Όμως δεν άργησε να ξεσπάσει σ’ αυτόν η θεία δικαιοσύνη. Δεν πρόλαβε να χαρεί το προϊόν της αρπαγής του, διότι ο λαός σε κάποια στάση εναντίον του και την εισβολή βαρβάρων δολοφονήθηκε! 
     Τώρα χωρίς χρήματα ταξίδευαν για την Καρχηδόνα της Βορείου Αφρικής. Όμως αδίστακτοι πειρατές κατέλαβαν το πλοίο και το οδήγησαν σε κάποιο νησί, όπου κρατούσαν αθώους, ζητώντας λύτρα. Το ευσεβές ζευγάρι έδωσαν ό, τι τους είχε απομείνει και απελευθέρωσαν πολλούς κρατουμένους. Τελικά κατέληξαν στην πόλη Θαγαστή, όπου εγκαταστάθηκαν και έκτισαν δύο ονομαστά μοναστήρια, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, όπου οι δυο τους δημιούργησαν αντίστοιχες αδελφότητες, ζώντας ασκητική ζωή και προκόβοντας πνευματικά. 
      Η Μελάνη ασκούσε το διακόνημα της ταχυγραφίας και καλλιγραφίας, αντιγράφοντας πατερικά συγγράμματα. Αυτό τη βοήθησε να εντρυφήσει και να εμβαθύνει περισσότερο στην ορθόδοξη διδασκαλία. Παράλληλά διάβαζε με πάθος τις άγιες Γραφές. Ως συνεπής πνευματική καθοδηγήτρια δίδασκε στις μοναχές την χριστιανική πίστη και τις καθοδηγούσε στον πνευματικό αγώνα τους. Η ίδια ζούσε ως επίγειος άγγελος. Η φήμη της έφτασε μακριά, ως και τη Ρώμη, όπου η μητέρα της πληροφορήθηκε με χαρά και αγαλλίαση τις πνευματικές προόδους της κόρης της. Γι’ αυτό αποφάσισε να πάει να μονάσει μαζί της. Έτσι μητέρα και κόρη ζούσαν στο κοινόβιο πια σαν αδελφές. 
     Ύστερα από επτά χρόνια αποφάσισε με τη μητέρα της να μεταβούν στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν τα άγια χώματα που πάτησε ο Χριστός και τα ιερά σεβάσματα των Αγίων Τόπων. Συγκλονίστηκε όταν προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο, όπου της άρεσε να μένει ώρες, ημέρες, ολόκληρες γονατισμένη να προσεύχεται. Στο όρος των Ελαιών έκτισε, με τα λιγοστά της χρήματά της  ένα μικρό κελί για τη μητέρα της.  Κατόπιν ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια, για να γνωρίσει πνευματικούς και αγίους ανθρώπους. Μετά από λίγο καιρό επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα και έμεινε με τη μητέρα της στο Όρος των Ελαιών, συναντώντας μόνο τον Απελλιανό και μια ανηψιά της. Η σχέση της με τον Απελλιανό ήταν πλέον αδελφική, θεωρούσε ο ένας τον άλλο ως αδελφό και όχι ως σύζυγο.
      Μετά από δεκατέσσερα χρόνια κοιμήθηκε η μητέρα της. Η Μελάνη, με την άσκησή της έφτασε σε μεγάλο ύψος αγιότητας. Η φήμη της διαδόθηκε παντού και έτσι έτρεχαν κοντά της πολλές νέες, άλλες ευσεβείς και άλλες ασεβείς να μονάσουν υπό τη δική της καθοδήγηση. Η ίδια αρνιόταν να δεχτεί τη θέση της ηγουμένης από ταπείνωση. 
    Μετά από καιρό κοιμήθηκε και ο Απελλιανός. Η Μελάνη αποφάσισε να κτίσει ανδρικό μοναστήρι στη μνήμη του. Δεν είχε χρήματα, αλλά αυτά βρέθηκαν, τα κατέβαλε κάποιος πλούσιος άρχοντας της περιοχής.
     Στη Ρώμη είχε αναδειχτεί έπαρχος κάποιος θείος της, ο Βολοσιανός, ο οποίος βρισκόταν για υπηρεσιακούς λόγους στην Κωνσταντινούπολη. Κάλεσε τη Μελάνη στη Βασιλεύουσα για να τη γνωρίσει με την αυτοκράτειρα Ευδοκία. Η πρωτεύουσα συνταράσσονταν από την αίρεση του Νεστορίου. Εκεί η Μελάνη έδωσε μεγάλους αγώνες για την Ορθοδοξία. Αφού κόπασε η αίρεση αποφάσισε να γυρίσει ξανά στους Αγίους Τόπους, να πεθάνει στην Αγία Γη. Ανοικοδόμησε και άλλο μοναστήρι, με χρήματα που της δώρισε η Ευδοκία.
     Μετά από καιρό προείδε το θάνατό της. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ζήτησε από τις μοναχές να την οδηγήσουν στη Βηθλεέμ, όπου προσκύνησε τον τόπο που γεννήθηκε ο Χριστός, μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και κοιμήθηκε ειρηνικά. Ήταν ημέρα Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου. Πλήθος κληρικών και απλών πιστών παρακολούθησαν την εξόδιο ακολουθία της, με επικεφαλής τον Επίσκοπο Ελευρουπόλεως. Η μνήμη της τιμάται στις 31 Δεκεμβρίου. 

http://www.nyxthimeron.com/

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Γ´ 13 - 21
13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν. 14 καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ’ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν 15 καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια· 16 καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον, 17 καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς· 18 καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἁλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην 19 καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν. 20 Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν. 21 καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ’ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη.

Ερμηνευτική απόδοση:
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Γ´ 13 - 21
13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς κάποιο γειτονικὸ βουνὸ τῆς ὀροσειρᾶς, ποὺ κεῖται πρὸς δυσμὰς τῆς Καπερναούμ, καὶ προσεκάλεσεν ἐκείνους ποὺ ἤθελε καὶ ἐπῆγαν πρὸς αὐτόν. 14 Καὶ ἐξέλεξε δώδεκα μαθητάς, διὰ νὰ εἶναι μαζί του καὶ διὰ νὰ τοὺς ἀποστέλλῃ νὰ κηρύττουν, 15 καὶ νὰ ἔχουν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν νὰ θεραπεύουν τὰς ἀσθενείας καὶ νὰ βγάζουν τὰ δαιμόνια. 16 Καὶ ἔβαλεν εἰς τὸν Σίμωνα νέον ὄνομα καὶ τὸν ὠνόμασε Πέτρον, 17 καὶ ἐξέλεξεν ἀκόμη τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου καὶ τοὺς ἔβαλεν ὀνόματα Βοανεργές, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἑλληνικὴν σημαίνει υἱοὶ βροντῆς (λόγῳ τοῦ χαρακτῆρος των, ποὺ ἐνῷ συνήθως ἦτο ἤρεμος, εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις ἐξέσπα ἔξαφνα σὰν βροντή). 18 Ἐξέλεξε καὶ τὸν Ἀνδρέαν καὶ τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Βαρθολομαῖον καὶ τὸν Ματθαῖον καὶ τὸν Θωμᾶν καὶ τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν τοῦ Ἀλφαίου καὶ τὸν Θαδδαῖον, καὶ τὸν Σίμωνα τὸν Κανανίτην, ὄνομα, τὸ ὁποῖον εἰς τὴν ἑλληνικὴν μεταφράζεται Ζηλωτῆς. 19 Καὶ τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐχθρούς του. 20 Καὶ ἔρχονται εἰς κάποιο σπίτι τῆς Καπερναοὺμ καὶ ἐμαζεύθη πάλιν λαὸς πολύς, ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν αὐτοὶ οὔτε ἄρτον νὰ φάγουν, διότι καὶ τὸ σπίτι ὁλόκληρον εἶχε καταλάβει ὁ λαὸς καὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν δὲν ἔδιδαν καιρὸν νὰ φάγῃ. 21 Καὶ ὅταν ἤκουσαν οἱ (δικοί του, ὅτι εἶχεν ἀπορροφηθῆ ἀπὸ τὸ ἔργον τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν θαυμάτων μέχρι σημείου, ποὺ νὰ μὴ τρώγῃ, ἐβγῆκαν νὰ τὸν πιάσουν καὶ νὰ τὸν περιορίσουν, διότι ἐνόμιζαν, ὅτι ἡ τόση προσήλωσις εἰς τὸ ἔργον του ἦτο ἀποτέλεσμα ψυχικῆς ἀσθενείας καὶ ἔλεγον, ὅτι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ διεταράχθη ὁ νοῦς του.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Όταν δεις κάποιον να μετανοεί και πάλι να αμαρτάνει, κατάλαβε, ότι δεν έχει απαλλαγεί από την νοοτροπία του, επειδή υπάρχει μέσα του, όλα τα ερπετά της κακίας. Γνώρισμα όμως εκείνου που μετανοεί σταθερά, είναι η σοβαρή και αυστηρή συμπεριφορά, η οποία είναι το γκρέμισμα της έπαρσης και της υπερηφανείας. 

(Άγιος Εφραίμ ο Σύρος)

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Χρειάζεται μετάνοια σταθερή και επίμονη




Αυτά τα λέω όχι για να σας κάνω πιο αδιάφορους αλλά για να σας κάνω αγωνιστικότερους. Πολλές φορές σας συμβούλευσα να μην πηγαίνετε στο θέατρο∙ με άκουσες, αλλά δεν πείστηκες∙ πήγες στο θέατρο, παράκουσες την συμβουλή μου∙ μη ντραπής να ξανάρθης και να με ακούσης.

Θα μου πης “άκουσα τον λόγο σου, αλλά δεν τον τήρησα∙ πώς μπορώ να ξανάρθω;’. Σημασία έχει ότι συνειδητοποίησες την ανυπακοή σου στον λόγο μου∙ τώρα ντρέπεσαι για ό,τι έκανες, τώρα κοκκινίζεις, τώρα από μόνος σου χαλιναγωγείσαι χωρίς τον έλεγχο κανενός, τώρα κρατάς τον λόγο μου μέσα σου ριζωμένο, τώρα η διδασκαλία μου αφανώς σε καθαρίζει. 

Δεν τήρησες τον λόγο μου, αλλ΄ όμως κατηγόρησες τον εαυτό σου; Αυτό σημαίνει ότι τον τήρησες στο μισό και ας μην τον τήρησες κι ας λες πως “δεν τον τήρησα”∙ γιατί όποιος κατηγορεί τον εαυτό του που δεν τον τήρησε, σημαίνει ότι βαδίζει προς την τήρησή του. Αμάρτησες με το βλέμμα; Παρανόμησες ; Αιχμαλωτίσθηκες από την πόρνη; Έφυγες από το θέατρο; θυμήθηκες τα λόγια μου; ντράπηκες ; Έλα εδώ! Λυπήθηκες; Παρακάλεσε τον Θεό∙ πέτυχες την ανόρθωσί σου μέχρις εδώ. 

“Αλλοίμονό μου, άκουσα και δεν τήρησα! Πώς θα μπω στην εκκλησία; Πώς θα ακούσω ξανά τον λόγο του Θεού;”.

Ακριβώς γι’ αυτό έλα, επειδή δεν τον τήρησες, για να τον ξανακούσης και να τον τηρήσης. Όταν σου βάλη ο γιατρός κάποιο φάρμακο και δεν σε θεραπεύση, δεν σου το ξαναβάζει την άλλη μέρα; Έστω ότι κάποιος είναι ξυλοκόπος κι θέλει να κόψη μια βελανιδιά∙ εάν δώση ένα κτύπημα και δεν πέση το άκαρπο δένδρο, δεν δίνει κι άλλο κτύπημα και τέταρτο και πέμπτο και δέκατο; Έτσι κάνε και συ∙ βελανιδιά είναι η πόρνη, άκαρπο δένδρο, που βγάζει βελανίδια, για να τα τρώνε τα άμυαλα γουρούνια∙ για πολύν χρόνο ριζώθηκε μέσα στον νου σου∙ με το ντύσιμό της σου κυρίευσε την συνείδησι∙ ο λόγος μου είναι τσεκούρι. (Πάρτο και χτύπα). 

Με άκουσες μια φορά∙ πώς είναι δυνατόν να ξεριζωθή σε μια ημέρα, αυτό που είναι ριζωμένο μέσα μου τόσον καιρό; Και δυο φορές και τρεις και εκατό και χιλιάδες να με ακούσης, δεν ωφελείσαι, αν δεν το πάρης απόφασι. Ξερρίζωσε αμέσως αυτό το κακό και δυνατό πράγμα που έχεις μέσα σου, την κακή συνήθεια. 

Οι Ιουδαίοι έτρωγαν μάννα στην έρημο και όμως αναζήτησαν τα κρεμμύδια, που έτρωγαν στην Αίγυπτο. Είπαν στον Μωυσή: «Καλά περνούσαμε στην Αίγυπτο» (Αριθ. 11, 18)∙ τόσο αισχρό πράγμα είναι η συνήθεια και τόσο κακό. Γιατί κι αν για δέκα μέρες καταφέρης να ζήσης ενάρετα, κι αν για είκοσι κι αν για τριάντα, δεν σε αγαπώ, δεν σε χαίρομαι, δεν σε αγκαλιάζω, αν δεν κόψης την συνήθεια για πάντα∙ προσπάθησε, μόνο πρόσεχε μην αποκάμης αλλά να ντρέπεσαι και να κατηγορής τον εαυτό σου.

Από το βιβλίο: «ΜΕΤΑΝΟΙΑ , ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ, ΝΗΣΤΕΙΑ, ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ»
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Χρυσοστομικός Άμβων ΣΤ΄»
2η Έκδοσις, (Επηυξημένη και βελτιωμένη)
Έκδοσις: Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους, 2009

https://inpantanassis.blogspot.com/

Μην ζητάμε να δούμε τον Θεό, απροετοίμαστοι!



Ο Θεός είναι πολυεύσπλαχνος. Δεν έρχεται πρόωρα, παράκαιρα. Μας δίνει την ευκαιρία να κρίνουμε τον εαυτό μας, να καταλάβουμε ορισμένα πράγματα και να μην επιζητούμε να μας εμφανιστεί σε στιγμές που η παρουσία Του θα σήμαινε καταδίκη για μας.
Θα ήθελα να σας πω ένα παράδειγμα πάνω σ’ αυτό.
Πριν πολλά χρονιά ήρθε κάποιος να με δει. Μου ζήτησε να του δείξω το Θεό. Του είπα ότι δεν μπορούσα να το κάνω, αλλά πρόσθεσα ότι, ακόμα και να μπορούσα, αυτός δεν θα ήταν δυνατό να ατενίσει το Θεό. 
Σκέφτηκα πως για να συναντήσει κανείς το Θεό πρέπει να έχει κάτι κοινό μαζί Του, κάτι που δίνει μάτια να δει και νου να κατανοήσει.
Ο άνθρωπος εκείνος με ρώτησε γιατί τα έλεγα αυτά. Του πρότεινα λοιπόν να σκεφτεί λίγα λεπτά και να μου πει αν υπήρχε κάποιο χωρίο του Ευαγγελίου που να τον είχε συγκινήσει ιδιαίτερα, για να δει ποια σχέση υπάρχει μεταξύ του Θεού και του ιδίου.
Μου απάντησε λοιπόν «ναι, είναι στο όγδοο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Ιωάννου, το χωρίο που μιλάει για το λιθοβολισμός της πόρνης». 
«Α ναι!» είπα, «αυτό είναι ένα από τα πιο όμορφα και συγκινητικά κομμάτια στο Ευαγγέλιο». 
«Τώρα» του είπα, «κάθισε και σκέψου ειλικρινά: στη σκηνή που περιγράφεται, ποιος είσαι εσύ: 
Ο Κύριος, ή τουλάχιστον είσαι με το μέρος Του, γεμάτος συγχώρηση, συγκατάβαση και πίστη γι’ αυτή τη γυναίκα που μπορεί να μετανοήσει και να γίνει ένας καινούργιος άνθρωπος; 
Είσαι η γυναίκα που τη συνέλαβαν να μοιχεύει;
Είσαι ένας από κείνους που απομακρύνονται αμέσως γιατί έχουν επίγνωση των αμαρτημάτων του;
Ή τέλος είσαι ένας από κείνους που στέκονται λίγο και περιμένουν»;
Ο άνθρωπός μου σκέφτηκε λίγο και έπειτα είπε: 
«Όχι, νιώθω πως είμαι ο μόνος Εβραίος που δεν θα είχε απομακρυνθεί αλλά θα είχα λιθοβολήσει τη γυναίκα». 
Τον κοίταξα λοιπόν και του απάντησα: «Δόξαζε το Θεό που δεν σου επιτρέπει να Τον συναντήσεις πρόσωπο προς πρόσωπο!».

πηγή: Αρχιεπισκόπου Anthony Bloom ''Μάθε να προσεύχεσαι ''
εκδ.: Η Έλαφος
https://inpantanassis.blogspot.com/

Οι προσευχές και οι δεήσεις από μόνες τους δεν μας οδηγούν στην τελειότητα



Οι προσευχές και οι δεήσεις από μόνες τους δεν μας οδηγούν στην τελειότητα. 
Στην τελείωση οδηγεί ο Κύριος που έρχεται και κατοικεί μέσα μας, όταν εμείς εκτελούμε τις εντολές Του. 
Και μία από τις πρώτες εντολές είναι να γίνεται στη ζωή μας το θέλημα όχι το δικό μας, αλλά του Θεού. Και να γίνεται με την ακρίβεια που γίνεται στον ουρανό από τους αγγέλους. 
Για να μπορούμε κι εμείς να λέμε: «Κύριε, όχι όπως εγώ θέλω, αλλ' όπως Εσύ·
"γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης"».
Χωρίς λοιπόν το Χριστό μέσα μας, οι προσευχές και οι δεήσεις οδηγούν στην πλάνη.

Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως
https://inpantanassis.blogspot.com/

Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή




Όλα τα προβλήματά μας, τα υλικά, τα σωματικά, τα πάντα, να τ΄ αναθέτουμε στον Θεό. Πως λέμε στην Θεία Λειτουργία, “… και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα”.
Όλη τη ζωή μας σ΄ Εσένα, Κύριε, αφήνουμε. Ό,τι θέλεις Εσύ. “Γενηθήτω το θέλημά Σου, ως εν ουρανώ και επί της γης”.
Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ό,τι και να του τύχει, αμέσως αρχίζει: “Κύριε Ιησού Χριστέ…”. 
Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά. Για παράδειγμα, πάσχεις από αϋπνία, να μη σκέφτεσαι τον ύπνο. Να σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέφτεσαι αν θα κοιμηθείς ή όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ…” κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.
Όλα με την προσευχή τακτοποιούνται. Αλλά πρέπει να έχεις αγάπη, φλόγα στην προσευχή. Να μην έχεις άγχος αλλά εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην πρόνοια του Θεού. Όλα είναι μέσα στην πνευματική ζωή. Όλα αγιάζονται, και τα καλά και τα δύσκολα και τα υλικά και τα πνευματικά και όσα αν ποιήτε, προς δόξαν Θεού ποιείτε. Πώς το λέει ο Απόστολος Παύλος; “Είτε ούν εσθίετε, είτε πίνετε, είτε τι ποιείτε, πάντα είς δόξαν Θεού ποιείτε”.
Όταν είσαι εν προσευχή, όλα γίνονται όπως πρέπει.
Παραδείγματος χάριν, πλένεις πιάτα και δεν σπάζεις κανένα, δεν κάνεις ζημιές. Έρχεται μέσα σου η χάρις του Θεού.
Όταν έχεις την χάρι, όλα γίνονται με χαρά, χωρίς κόπο.
Όταν κάνουμε συνέχεια προσευχή, θα μας φωτίζει ο Θεός τι να κάνουμε κάθε φορά και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.
Θα το λέει ο Θεός μέσα μας. Θα βρίσκει τρόπους ο Θεός. Μπορούμε, βέβαια, να συνδυάζουμε την προσευχή και με νηστεία. Δηλαδή, όταν έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα ή δίλημμα, να προηγείται πολλή προσευχή και νηστεία. Κι εγώ έτσι έκανα πολλές φορές.
Όταν πάλι έχουμε αιτήματα για τον κόσμο, να τα λέμε μυστικά, με την προσευχή που γίνεται “εν τω κρυπτώ” και δεν φαίνεται.
Η πολλή περίσπαση δεν διευκολύνει την προσευχή. Αφήστε τα τηλέφωνα, τις επικοινωνίες και τα πολλά λόγια με τους ανθρώπους. Αν ο Κύριος δεν βοηθήσει, τι να κάνουν οι δικές μας προσπάθειες; Άρα προσευχή, προσευχή με αγάπη.
Καλύτερα τους βοηθάμε από μακριά, με την προσευχή. Τους βοηθάμε με τον πιο καλό, με τον πιο τέλειο τρόπο.

από το βιβλίο: Βίος και Λόγοι  Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου
Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2008
https://inpantanassis.blogspot.com/

«Ο Θεός απομακρύνεται από τους εγωιστές, τους ορθολογιστές, τους εξυπνάκηδες, τους ψευτοδιανοούμενους»



Μοναχός Μωυσής ο αγιορείτης.
Πολλές είναι οι φορές, που αναρωτιόμαστε, αν ο Θεός εμφανίζεται σε κάποιους…
Ο Θεός αποκαλύπτεται κυρίως στους γνήσια ταπεινούς. Κρύβεται συνήθως από τους υπερήφανους. Ο Θεός αναπαύεται στην πραότητα και στη ταπείνωση. Η ταπείνωση κοντεύει να καταστεί άγνωστη, αχρείαστη και άχρηστη στον κόσμο μας.
Η έξαρση της έπαρσης σήμερα αποτελεί προσόν, δύναμη, κόσμημα, ισχύ, κύρος. Ο γέροντας Παΐσιος ο αγιορείτης έλεγε: »ο Θεός αποκαλύπτεται στους λεβέντες!». Λείπει δυστυχώς πολύ αυτή η πνευματική λεβεντιά και από ορισμένους χριστιανούς μας.

Η όποια χαρά του κόσμου είναι πολύ μικρή μπροστά στη χαρά που χαρίζει ο Χριστός στους πιστούς μαθητές του. Γι’ αυτό είχε δίκιο ο γέροντας Παΐσιος όταν έλεγε: «έχω μια ζυγαριά και από τη μια μεριά βάζω όλες τις χαρές του κόσμου και από την άλλη βάζω τη μισή χαρά μου, και η ζυγαριά γέρνει προς τα μένα!»
Ο Θεός είναι για τα πιο απαιτητικά πνεύματα και μπορεί άριστα να τα ικανοποιήσει. Ο Θεός δεν είναι για λίγους, αλλά για όλους. Αποκαλύπτεται όπως είπαμε σίγουρα στους ταπεινούς.
Απομακρύνεται από τους εγωιστές, τους ορθολογιστές, τους εξυπνάκηδες, τους ψευτοδιανοούμενους. Μάλλον εκείνοι δεν τον θέλουν στη ζωή τους. Αισθάνονται ότι τους ενοχλεί, τους ελέγχει, τους εμποδίζει.

https://simeiakairwn.wordpress.com/

Άγιος Παΐσιος: «Η δοξολογία αγιάζει τα πάντα»

 


Η δοξολογία αγιάζει τα πάντα. Με την δοξολογία, διαλύεται ο άνθρωπος από ευγνωμοσύνη, παλαβώνει με την καλή έννοια, πανηγυρίζει τα πάντα.
Και όταν ο άνθρωπος ευχαριστεί τον Θεό, ακόμη και για τα λίγα, έρχεται μετά τόσο πλούσια η ευλογία του Θεού, που δεν μπορεί να την αντέξει· και τότε, ο διάβολος δεν μπορεί πια να σταθεί και φεύγει.
*****
Στο χώρο της δοξολογίας υπάρχουν δύο καταστάσεις. Αν ο άνθρωπος δεν περάσει από την πρώτη, δεν μπορεί να φτάσει στην δεύτερη. Στην πρώτη κατάσταση, έχει κανείς πίκρες, αλλά όλα τα παίρνει δεξιά. Βάζει καλό λογισμό, ρίχνει το βάρος στον εαυτόν του, ταπεινώνεται μετανοεί και ευχαριστεί για όλα τον Θεό: »Θεέ μου λέει, Σε ευχαριστώ! Εξ αμαρτιών μου τα περνάω αυτά… Μου χρειάζονται περισσότερα, αλλά δεν αντέχω. Σε παρακακαλώ, δώσε μου υπομονή και δύναμη, για να αντέξω…». Τότε βομβαρδίζεται από την Θεία παρηγοριά και περνάει στην δεύτερη κατάσταση. Στην δεύτερη κατάσταση, βρίσκονται όσοι έχουν περάσει το στάδιο της μετανοίας και ένοιωσαν την Θεία παρηγοριά, που φέρνει η άφεση των αμαρτιών. Πέρασαν δηλ. από το χαροποιό πένθος και έφτασαν στην δοξολογία. Τότε ο άνθρωπος δεν έχει πίκρες, αλλά νοιώθει μια Θεία αγαλλίαση, μια ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, που δεν μπορεί να την αντέξει. Λέει συνέχεια το »Δόξα σοι ο Θεός!», ευχαριστεί τον Θεό για τις μεγάλες Του ευεργεσίες, για την μεγάλη Του αγάπη και μετά μόνη της η ψυχή κινείται στην ευχή, στην δοξολογία του Θεού ή ζητά συγχώρεση από τον Θεό, γιατί δεν ανταποκρίθηκε στις ευλογίες Του.

*****
Πολλοί ούτε καν καταλαβαίνουν από τι μπόρες μας γλυτώνει ο Θεός και ούτε καν το σκέφτονται, για να δοξολογήσουν τον Θεό
*****
Το θυμίαμα που καίμε, το ανάβουμε για δοξολογία στον Θεό. Τον δοξολογούμε και Τον ευγνωμονούμε για τις μεγάλες ευεργεσίες Του σε όλο τον κόσμο. Το θυμίαμα είναι και αυτό μια προσφορά.

https://simeiakairwn.wordpress.com/

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΝΥΣΙΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



«Η αγία έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και οι γονείς της που ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό, είχαν αρκετή περιουσία. Όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, η αγία ζούσε μόνη της, ευαρεστώντας τον Θεό με τον βίο και τις πράξεις της. Κάποια φορά που πήγαινε στην Εκκλησία κατά τη συνήθειά της, την σταμάτησε ένας ειδωλολάτρης στρατιώτης, ο οποίος την τραβούσε με τη βία στους βωμούς των ειδώλων  και την προέτρεπε να προσφέρει θυσίες στους δαίμονες. Επειδή όμως η Ανυσία ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, τότε ο στρατιώτης εξοργίστηκε (διότι η αγία μάρτυς φύσηξε και έφτυσε στο πρόσωπό του) και με το ξίφος του διεπέρασε την πλευρά της. Έτσι η αξιοσέβαστη μάρτυς δέχτηκε το μακάριο τέλος».
Η πόλη  της Θεσσαλονίκης καυχάται όχι μόνον για τον πολιούχο της, μεγαλομάρτυρα και μυροβλήτη άγιο Δημήτριο, όχι μόνον για τον δεύτερο πολιούχο της μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και για την αγία μάρτυρα Ανυσία, της οποίας το σεπτό λείψανο αναπαύεται στον ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά τον άγιο Θεοφάνη μάλιστα τον υμνογράφο, η μεν Θεσσαλονίκη καυχάται για τα σπάργανα και τους άθλους της αγίας, η δε θριαμβεύουσα Εκκλησία έχει το πνεύμα της και χαίρεται γι’ αυτό, που σημαίνει ότι η αγία Ανυσία αποτελεί πηγή χαράς για ολόκληρη την Εκκλησία, και την επί γης και την εν ουρανοίς. «Η πόλη των Θεσσαλονικέων, μάρτυς παρθένε, καυχιέται για τα σπάργανά σου και τους άθλους σου. Η Εκκλησία δε των πρωτοτόκων κατέχει με χαρά το θεϊκό πνεύμα σου».
Αιτία βεβαίως για την καθολική αυτή χαρά της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η αγία με το μαρτύριό της φανέρωσε «τον εγκάρδιον έρωτά» της προς τον Χριστό, τόσο που η έμπνευση του αγίου υμνογράφου την βάζει στη θέση της γυναίκας που προσήγγισε τον Χριστό λίγο πριν από το πάθος Του και εξέφρασε την αγάπη της προς Εκείνον  με το μύρο που έχυσε στα πόδια Του, σπογγίζοντάς Τα με τους πλοκάμους της κεφαλής της. Κι ενώ το γεγονός της Καινής Διαθήκης ενέπνευσε την αγία υμνογράφο Κασσιανή (με το γνωστό μεγαλοφυές άσμα της του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ψαλλόμενο το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης), το ίδιο γίνεται πρότυπο για ανάλογη έμπνευση του αγίου Θεοφάνη, αλλά σε σχέση με την αγία Ανυσία. «Φανερώνοντας τον έρωτα που είχες μέσα στην καρδιά σου, ένδοξε μάρτυς, κατάβρεχες από την κατάνυξή σου με δάκρυα τη γη και σκούπιζες με τις τρίχες της κεφαλής σου τα πόδια του Χριστού».
Η ένσταση βεβαίως εν προκειμένω είναι προφανής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα ιστορικό γεγονός: είναι η γυναίκα που προσήλθε στον Χριστό και προέβη στο ξέσπασμα της καρδιάς της. Στην περίπτωση όμως της αγίας Ανυσίας; Πώς αγκάλιαζε και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού; Ο υμνογράφος μας δεν μας αφήνει μετέωρους. Η αγία Ανυσία μπόρεσε και άντεξε τα μαρτύριά της, βρήκε το κουράγιο να ομολογήσει την πίστη της, έστω και με απώλεια της ζωής της, γιατί η αγάπη της προς τον Χριστό την έκανε με νοερό τρόπο να Τον έχει παρόντα μπροστά της και με τη διάνοιά της να αγγίζει τα ίχνη των ποδών Του. «Σπόγγιζες τα πόδια του Χριστού, εννοώντας Τον και βλέποντάς Τον σαν να ήταν παρών, Αυτός τον Οποίο πόθησες. Και αγγίζοντας τα ίχνη των ποδών Του με τη διάνοιά σου, λάμπρυνες την ψυχή σου με θειότατες θεωρίες». Με άλλα λόγια, η αγία την ώρα του μαρτυρίου της, με τη χάρη του Χριστού, βρισκόταν σε κατάσταση θεοπτίας. Ο Χριστός της έδινε τη δύναμη να Τον βλέπει και να Τον εναγκαλίζεται, όπως παρομοίως είχε δώσει τη χάρη και σε άλλους μάρτυρες, όπως μεταξύ άλλων και στην αγία Ερμιόνη. Η θεωρία του Χριστού την ώρα του μαρτυρίου ή της ετοιμασίας προς αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε συχνά στα συναξάρια των μαρτύρων της πίστεώς μας.
Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος «εκμεταλλεύεται», όπως όλοι οι υμνογράφοι, τον τρόπο που άφησε την τελευταία της πνοή: την διά ξίφους διαπέραση της πλευράς της. Αμέσως ο νους του αγίου Θεοφάνη πηγαίνει στη λογχευμένη πλευρά του Κυρίου, συνεπώς συσχετίζει το μαρτύριο της αγίας με το πάθος Του: «Ακολουθώντας τα ίχνη Σου που φέρουν τη ζωή, πληγώνεται με λόγχη την πλευρά της η αγία». Ο υμνογράφος δηλαδή σαν να μας λέει, ότι όποιος αγαπά τον Χριστό και θέλει να Τον ακολουθεί κατά πόδας – «επακολουθών τοις ίχνεσιν Αυτού» κατά τον απόστολο Πέτρο – δέχεται τη χάρη και να πάθει υπέρ Χριστού με τον ίδιο τρόπο που έπαθε Εκείνος. Τα πάθη του Χριστού γίνονται πάθη και του πιστού, δείγμα της πλημμύρας της χάρης του Χριστού στον πιστό. Ακολουθία του Χριστού και μαρτύριο υπέρ Αυτού τελικώς είναι έννοιες ταυτόσημες.

https://pgdorbas.blogspot.com/2023/12/blog-post_30.html

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



 ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Γ´ 6 - 12
6 καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι εὐθέως μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν συμβούλιον ἐποίουν κατ’ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσι. 7 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν· καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἠκολούθησαν αὐτῷ, 8 καὶ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ οἱ περὶ Τύρον καὶ Σιδῶνα, πλῆθος πολύ, ἀκούσαντες ὅσα ἐποίει, ἦλθον πρὸς αὐτόν. 9 καὶ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἵνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν· 10 πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας· 11 καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ὅταν αὐτὸν ἐθεώρουν, προσέπιπτον αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντα ὅτι Σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 12 καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν αὐτὸν ποιήσωσι.

Ερμηνευτική απόδοση:
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Γ´ 6 - 12
6 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν συναγωγὴν οἱ Φαρισαῖοι, ἀμέσως ἔκαναν ἐναντιόν του συμβούλιον μὲ τοὺς Ἡρῳδιανούς, ποὺ ἦσαν τὸ κόμμα τοῦ βασιλέως Ἡρῴδου, καὶ συνεσκέφθησαν μὲ ποῖον τρόπον θὰ κατώρθωναν νὰ τὸν ἐξοντώσουν. 7 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε μὲ τοὺς μαθητάς του πρὸς τὸ μέρος τῆς θαλάσσης, καὶ τὸν ἠκολούθησε πολὺ πλῆθος ἀπὸ τὴν Γαλιλαῖαν, 8 καὶ ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, καὶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ τὴν Ἰδουμαίαν καὶ ἀπὸ τὴν Περαίαν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν χώραν, ποὺ εἶναι πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην πρὸς ἀνατολὰς αὐτοῦ. Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὰ περίχωρα τῆς Τύρου καὶ Σιδῶνος πλῆθος πολύ, ποὺ ἤκουσαν τὰς θαυματουργίας ὅσας ἔκανεν, ἦλθον πρὸς αὐτόν. 9 Καὶ παρήγγειλεν εἰς τοὺς μαθητάς του λόγῳ τοῦ πλήθους νὰ παραμένῃ ἐκεῖ διαρκῶς δι’ αὐτὸν πλοιάριον διὰ νὰ ἔμβαίνῃ εἰς αὐτό, ὅταν ἡ συρροὴ ἐγίνετο μεγαλυτέρα, ὥστε νὰ μὴ τὸν πιέζουν τὰ πλήθη. 10 Ἐμαζεύετο δὲ πλῆθος πολύ, διότι πολλοὺς ἐθεράπευσε, ὥστε ἔπιπταν ἐπάνω του ὅσοι εἶχαν ἀσθενείας βασανιστικάς, διὰ νὰ τὸν ἐγγίσουν καὶ εὕρουν ἔτσι τὴν θεραπείαν των. 11 Καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα καὶ πονηρά, ὅταν τὸν ἔβλεπαν, ἔπιπταν ἐμπρός του καὶ ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγαν· ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 12 Καὶ πολὺ τὰ ἐπέπληττε, διὰ νὰ μὴ τὸν φανερώσουν, ὅτι αὐτὸς ἦτο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. (Καὶ τοὺς ἀπηγόρευε νὰ φανερώνουν τοῦτο, διότι οὔτε ἦτο ἀκόμη ὁ καιρὸς διὰ νὰ γνωστοποιηθῇ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁλόκληρος ἡ περὶ τοῦ Χριστοῦ ἀλήθεια, καὶ ἐρεθισθοῦν ἀπὸ αὐτὴν περισσότερον οἱ ἄπιστοι ἐχθροί του, οὔτε οἰ πονηροὶ δαίμονες ἦσαν ἄξιοι νὰ γίνουν κήρυκες αὐτῆς).

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Προσέχετε μήπως πει κανείς, ότι έκανα πολλές αμαρτίες και δεν περιμένω συγχώρηση. Εκείνος που λέει αυτό, δεν γνωρίζει ότι ο Θεός, είναι Θεός αυτών που μετανοούν, ο Οποίος ήρθε στη γη για εκείνους που είναι άρρωστοι. Ο Οποίος είπε, ότι ''γίνεται χαρά για έναν αμαρτωλό που μετανοεί''. Ο Οποίος είπε, ότι ''δεν ήρθα να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια''... 

(Άγιος Εφραίμ ο Σύρος)

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Η ΕΞΟΔΟΣ (Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση)




  Οἱ μάγοι, «Περσῶν βασιλεῖς», ἄνθρωποι τῆς σοφίας, ἦλθαν «ἐξ ἀνατολῶν» καὶ προσκύνησαν τὸ νεογέννητο νήπιο τῆς Βηθλεέμ, τὸν Χριστό. Τοῦ πρόσφεραν τρία δῶρα συμβολικά, «χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν», μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἀναγνώριζαν ὡς βασιλέα καὶ Θεὸ ἐνανθρωπήσαντα. Μὲ τὸ χρυσάφι τὸν τίμησαν ὡς βασιλέα. Μὲ τὸ λιβάνι (θυμίαμα) ὡς Θεό. Καὶ μὲ τὴ σμύρνα (μύρο) ὡς ἄνθρωπο, ποὺ θὰ ὑφίστατο ὑπὲρ ἡμῶν θάνατο καὶ θὰ κατέβαινε στὸν τάφο, τυλιγμένος «σινδόνι καθαρᾷ καὶ ἀρώμασιν», καθὼς ἦταν τὸ «ἔθος τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν».
  Καὶ οἱ μὲν μάγοι ἀναχώρησαν γιὰ τὴ χώρα τους, ἐνῶ ὁ Ἡρώδης τοὺς περίμενε ματαίως γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσουν «περὶ τοῦ παιδίου». Καὶ ὅταν εἶδε ὅτι «ἐνεπαίχθη», διέταξε τὴ φοβερὴ σφαγὴ τῶν νηπίων ἀπὸ δύο χρονῶν καὶ κάτω στὴ Βηθλεὲμ καὶ σὲ ὅλα τὰ περίχωρά της. Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, πληροφορημένος ἀπὸ ἄγγελο Κυρίου, διέφυγε μὲ τὸ θεῖο βρέφος καὶ τὴν Παναγία στὴν Αἴγυπτο. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἡρώδη ἐπέστρεψαν ξανὰ καὶ κατοίκησαν στὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Ἔτσι ἐκπληρώθηκε ἡ προφητεία: «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου» (Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν). 
Ἡ Αἴγυπτος νοεῖται πάντα ὡς τόπος πνευματικῆς δουλείας-ἁμαρτίας.
  Ἡ προφητεία αὐτὴ ξεκινάει μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μωυσῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἡγηθεῖ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ποὺ τὰ χρόνια ἐκεῖνα στέναζε κάτω ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ Φαραὼ στὴν Αἴγυπτο. Τοῦ λέει τότε ὁ Θεός: «Υἱὸς πρωτότοκός μου Ἰσραήλ». Εἶχε ἰδιαίτερη ἀγάπη ὁ Θεὸς στὸν λαό του, γιατὶ ἦταν ἀπόγονοι τοῦ ἐκλεκτοῦ του Ἀβραάμ. Ὑπάρχει καὶ μιὰ εἰκόνα στὸν προφήτη Ἡσαΐα, ὅπου ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ παρομοιάζεται μὲ ἀμπελώνα, τὸν ὁποῖο φυτεύει καὶ περιποιεῖται μὲ περισσὴ φροντίδα ὁ Θεός. Ἐκεῖ ὁ λαὸς καὶ εἰδικότερα ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ γεννιόταν ὁ Χριστός, ὀνομάζεται «νεόφυτον ἠγαπημένον» (Ἐξ. 4, 22. Ἡσ. 5, 1-7).
  Ὁ λαὸς αὐτὸς ἐν τῇ γενέσει του, ὀλιγάριθμος, κατέφυγε ἀρχικὰ στὴν Αἴγυπτο γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὸν ἀφανισμὸ τῆς πείνας, ἀλλὰ καταδυναστεύτηκε κατόπιν ἀπὸ τὸν Φαραώ. Ὁ Θεὸς ὀργάνωσε τότε διὰ τοῦ Μωυσέως τὴ μεγάλη ἔξοδο ἀπὸ τὴ γῆ τῆς δουλείας καὶ τὴν ἐπάνοδό του στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, πράγμα ποὺ μνημονεύει καὶ ὁ προφήτης Ὠσηέ: «…νήπιος Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ ἠγάπησα αὐτόν· καὶ ἐξ Αἰγύπτου μετεκάλεσα τὰ τέκνα αὐτοῦ». Ἀπὸ τὴ νηπιακή του ἡλικία ὁ λαὸς αὐτὸς ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ ἀπόγονοί του κλήθηκαν νὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ μεταβοῦν στὴ γῆ ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ ὁ Θεὸς στοὺς πατέρες τους, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ (Ὠσ. 11, 1).
Ἡ ἔξοδος τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο συμβολίζει καὶ προεικονίζει τὴν ἀντίστοιχη πορεία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ὅπου εἶχε καταφύγει γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴ μανία τοῦ Ἡρώδη, καλεῖ τώρα ξανὰ ὁ Θεὸς τὸν Υἱό του τὸν πρωτότοκο, τὸν Μονογενῆ, ὅπως παλιὰ τὸν Ἰσραήλ.
Ἡ Αἴγυπτος δὲν εἶναι ὁ τόπος μας. Μᾶς καλεῖ ὅλους στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας του ὁ Θεός.

π. Δημητρίου Μπόκου
https://proskynitis.blogspot.com/

Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα



 ΕΙ ΜΗ ΙΑΚΩΒΟΝ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ 
«Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου» (Γαλ. 1,19).
"῎Αλλον ἀπόστολο δὲν εἶδα, παρὰ τὸν ᾿Ιάκωβο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου".

Την Κυριακή μετά την Χριστού Γέννηση η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει τρεις ανθρώπους, οι οποίοι διαδραμάτισαν ρόλο στην παρουσία του Χριστού επί γης και αποδεικνύουν την ιστορικότητα του προσώπου Του.
 *Ο πρώτος είναι ο προφητάναξ Δαβίδ, ο οποίος στους Ψαλμούς του είχε προφητέψει τον ερχομό του Μεσσία και, μάλιστα, τον θάνατό Του για τους ανθρώπους (ιδίως στον Ψαλμό 21). 
 Παράλληλα, είναι αυτός που συνδέει τον Χριστό κατά άνθρωπον με τη γενεαλογία των Εβραίων από τη στιγμή που ο Αβραάμ έλαβε την υπόσχεση του Θεού ότι θα τον καταστήσει πατέρων πολλών ανθρώπων, ότι από τη γενιά του θα έρθει ο Λυτρωτής του κόσμου από τον θάνατο, και ότι ο ίδιος θα είναι ευλογημένος στη γη της Παλαιστίνης, στη γη της Επαγγελίας. Ο Δαβίδ είναι ο δέκατος τέταρτος απόγονος του Αβραάμ και ο Χριστός είναι ο εικοστός όγδοος απόγονος του Δαβίδ, πάντοτε κατά άνθρωπον. Ο Δαβίδ γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Το ίδιο και ο Χριστός. Επομένως, για τη χριστιανική πίστη και παράδοση ο Κύριός μας είναι, εκτός από Θεός, και άνθρωπος κατά πάντα και σε ό,τι αφορά στην καταγωγή και στη γενεαλογία Του.

 *Ο δεύτερος είναι ο Ιωσήφ ο μνήστωρ της Παναγίας. Άνδρας δίκαιος και σοφός, επέδειξε αγάπη προς τη νεαρή κόρη, ιδίως όταν διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος χωρίς να έχει συζυγικές σχέσεις μαζί του. Ανέλαβε να προστατέψει την Παναγία. 
Ανέλαβε να δώσει όνομα στον Ιησού, αναγνωρίζοντάς Τον ως παιδί του και προστατεύοντάς Τον από το στίγμα του νόθου, αλλά και δίδοντάς Του τη δυνατότητα να μιλήσει στους ανθρώπους όταν θα ερχόταν η στιγμή, κάτι που θα ήταν δύσκολο έως αδύνατο να συμβεί, αν ο Ιησούς θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως νόθος. Κανείς δεν θα Τον άκουγε. Τον προστάτευσε πηγαίνοντάς Τον μαζί με την Παναγία και πιθανόν και με όλα τα υπόλοιπα παιδιά από τον πρώτο γάμο στην Αίγυπτο, δείχνοντας ότι η αγάπη γίνεται θυσία και παραίτηση από την κανονικότητα της ζωής.
 Ταυτόχρονα, δίδαξε στον Χριστό την τέχνη του ξυλουργού και τον μεγάλωσε ως πατέρας και προστάτης Του κατά άνθρωπον. Κι όλα αυτά με πίστη στον Θεό και το θέλημά Του. Με την στοργική αγάπη και, ταυτόχρονα, τον σεβασμό για ένα πρόσωπο που η ταυτότητά Του ξεπερνούσε τα μέτρα της λογικής διακρίβωσης και κατανόησης. Μεγάλη υπόθεση η αγάπη που γίνεται ελευθερία και φροντίδα.

 *Ο τρίτος είναι ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, γιος του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο, με τον οποίο ο Χριστός μεγάλωσε μαζί. Ο Χριστός, όντας τέλειος Θεός και τέλειος ανθρωπος, μεγάλωσε σε ένα κανονικό οικογενειακό περιβάλλον, με πατέρα τον Ιωσήφ, ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο αυτό παρότι δεν ήταν φυσικός Του πατέρας. 
Η μητέρα Του η Μαρία Τον μεγάλωσε με απέραντη αγάπη και με σεβασμό, κρατώντας στην καρδιά της όλα όσα ειπώθηκαν για το παιδί της είτε από τους βοσκούς και τους Μάγους, είτε από τον Συμεών τον ιερέα κατά την Υπαπαντή, αλλά και όσα το παιδί της έλεγε και έπραττε. Την ίδια στιγμή ο Χριστός μεγάλωσε με την ομορφιά της κοινότητας τού να έχει αδέρφια. Μοιράστηκε. Έπαιξε. Συζήτησε. Χάρηκε και λυπήθηκε. Έζησε δηλαδή τη γνησιότητα της αγάπης που γίνεται κοινωνικότητα, με γνώμονα όχι το «εγώ», αλλά το «εμείς». 
 Γι’ αυτό και ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ο μεγαλύτερος από τα παιδιά του Ιωσήφ, συνόδεψε τον Χριστό στον αγώνα Του για τον ευαγγελισμό του κόσμου και καταστάθηκε πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, καθότι έμεινε εγγυητής της νέας πίστης και παράδοσης, ώστε οι πρώτοι χριστιανοί να αισθάνονται ασφαλείς ότι απευθύνονται σε ένα πρόσωπο που έζησε και εξέφραζε τον Χριστό, όπως διαφαίνεται και από την Καθολική επιστολή που συνέγραψε ο άγιος Ιάκωβος και περιλαμβάνεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης, όπως διαφαίνεται και από την μαρτυρία του αποστόλου Παύλου στους Γαλάτες, ότι δεν γνώρισε άλλον απόστολο εκτός από τον Πέτρο, αλλά και τον Ιάκωβο τον αδελφό του Κυρίου, πριν ξεκινήσει την μεγάλη αποστολή να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Ο άγιος Ιάκωβος διετέλεσε και πρόεδρος της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων, στην οποία ξεκάθαρα αποφασίστηκε ότι ο χριστιανισμός δεν θα ήταν ένα ιουδαϊκό παρακλάδι, αλλά μία νέα πορεία.
Η ιστορικότητα του προσώπου του Χριστού προφανώς και αμφισβητήθηκε και θα αμφισβητείται. Για την Εκκλησία όμως δεν υπάρχει αμφιβολία. Γι’ αυτό και την Κυριακή μετά την Χριστού γέννηση μάς το υπενθυμίζει. Ας είμαστε βέβαιοι ότι ακολουθούμε τον Χριστό κατά πίστιν, αλλά και ότι ο Χριστός δεν αρνήθηκε τη συγγένεια, την ένταξη σε έναν λαό και σε μια πατρίδα, την παράδοση. Είναι ιδιότητες πολύτιμες για μας και σήμερα.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
https://proskynitis.blogspot.com/

ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΝΗΠΙΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΩΝ



«Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και του αναφέρουν τα σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».
Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινή ημέρα, της μνήμης των σφαγιασθέντων νηπίων από τον Ηρώδη, είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας:
Γιατί βρέφη και νήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου Ηρώδη;
Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;
Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθια του, χωρίς να κινδυνεύει να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».
Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί αλλά να έχει εμπιστοσύνη μόνο στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε  να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη  η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.
 Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματα ήταν διαφορετικά -  ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του - ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.
Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, στοιχεί και η υμνογραφία της σημερινής εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας («Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται», δηλαδή: Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική», δηλαδή: ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε στον  Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («ως βότρυες Χριστώ προσήχθησαν, ει και μητρώων μαζών εσπάσθησαν, οι νεομάρτυρες, τον Ηρώδην πλήξαντες», δηλαδή: σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).
Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία και οι άγιοί της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει  την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

https://pgdorbas.blogspot.com/2020/12/blog-post_29.html

Το Αποστολικό και Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής



† Κυριακῇ 29 Δεκεμβρίου 2024 (μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν)
Τὸ Εὐαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
Κεφ. β' : 13-23
Ἀναχωρησάντων τῶν Μάγων, ἰδού, ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσήφ, λέγων΄ Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι΄ μέλλει γὰρ Ἡρώδης ζητεῖν τὸ παιδίον, τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον. Καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρώδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου, λέγοντος, ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. Τότε Ἡρώδης, ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς, ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου, λέγοντος΄ Φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς, Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρώδου, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ’ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ, λέγων΄ Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. Ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρώδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν΄ χρηματισθεὶς δὲ κατ’ ὄναρ, ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας΄ Καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν Προφητῶν΄ ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

Ὁ Ἀπόστολος
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα 
Κεφ. α' : 11-19
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστιν κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾽Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Πολλοί ταυτίζουν την μετάνοια, με την αδυναμία να διαπράξουν την αμαρτία και γι΄αυτό νομίζουν ότι βρίσκονται σε μετάνοια. Έτσι πλανώνται και εξαρτούν την μετάνοια από την πράξη, ενώ είναι αποτέλεσμα προαίρεσης. 

(Άγιος Νεκτάριος)

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024

Ένα Χελιδόνι τα Χριστούγεννα



Ένας παλαιός λαϊκός μύθος διηγείται, πως τα χελιδόνια στις παμπάλαιες εποχές δεν ήξεραν να αποδημούν στα πιο ζεστά μέρη πριν το χειμώνα. Και όταν έπεφτε το χιόνι και έσφυζε η παγωνιά, αυτά υπέφεραν σκληρά και πέθαιναν.

Βλέποντας αυτό κάποιος ελεήμων άνθρωπος τα λυπήθηκε πολύ, και άρχισε να προσπαθεί με ό,τι ήξερε και όπως μπορούσε να κατευθύνει τα χελιδόνια προς το νότο πριν το χειμώνα, στις πιο ζεστές χώρες.

Έδινε σημάδια, τα οποία τα χελιδόνια δεν καταλάβαιναν, τα δελέαζε με την τροφή προς το νότο, αλλά μάταια· τα φόβιζε και τα έδιωχνε, αλλά τίποτα.

Τίποτα δεν κατάφερε. Τότε αυτός προσευχήθηκε στο Θεό να τον μεταμορφώσει σε χελιδόνι.

Και ο Θεός έκανε κατά τη θέλησή του, και τον μεταμόρφωσε σε χελιδόνι, το οποίο μπορούσε να σκέφτεται και να αισθάνεται όπως και ο άνθρωπος.

Τότε ο άνθρωπος-χελιδόνι εύκολα συνεννοήθηκε με τα υπόλοιπα χελιδόνια, και πριν το χειμώνα τα οδήγησε σε πιο ζεστούς τόπους.

Και από τότε όλα τα χελιδόνια συνήθισαν να αποδημούν.

Βέβαια, αυτό είναι μόνο μια ποιητική ιστορία. Όμως, θα σε βοηθήσει, ώστε τουλάχιστον μέχρι κάποιου σημείου να καταλάβεις, πώς η αιώνια Σοφία, γεννημένη από την αιώνια Αγάπη εμφανίστηκε σαν άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, ώστε τους ανθρώπους, παγωμένους από τις γήινες πίκρες, να οδηγήσει σε καινούργιο δρόμο, στη ζεστή χώρα, στο Βασίλειο του Θεού «όπου δεν υπάρχει πόνος, ούτε λύπη, ούτε αναστεναγμοί».

Ενώ και στο μικρό ανθρώπινο σώμα ο μεγάλος Κύριός μας ήταν και παρέμεινε η Ουσία, ο Ίδιος, ο Αιώνιος. Πάντα τέτοιος όπως είναι από πάντα στο άπειρο του πνευματικού βασιλείου Του και της ανείπωτης δόξας Του»

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς – Από το βιβλίο «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται«, εκδόσεις Εν πλω
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Ὑπάρχουν τρεῖς γενικοί τρόποι γιά νά λέμε ψέματα καί νά εἴμαστε ψευδόμενοι (Αββᾶς Δωρόθεος)




  α. Ὁ πρῶτος τρόπος εἶναι νά ψεύδεται κάποιος κατά διάνοια. Χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ὑπόνοια καί ἡ καχυποψία. Αὐτός πού ἔχει καχυποψίες, ἐάν δεῖ κάποιον νά ὁμιλεῖ μέ ἕναν ἄλλο, ὑποπτεύεται πώς μιλοῦν γι' αὐτόν. Ἐάν διακόψουν τήν ὁμιλία, ὑποψιάζεται πώς διέκοψαν γι' αὐτόν. Ἡ καχυποψία, πού εἶναι μία μορφή ψεύδους, τόν κάνει νά μή λέγει τίποτε τό ἀληθινό, ἀλλά νά κατασκευάζει ὅλο ὑποθέσεις. Τά ἀποτελέσματα τῆς περιπτώσεως αὐτῆς εἶναι περιέργειες, κρυφακούσματα, καταλαλιές, κατακρίσεις καί μαλώματα.
  β. Ὁ δεύτερος τρόπος εἶναι νά ψευδόμαστε μέ τόν λόγο. Ἕνας πού εἶναι ψεύτης στά λόγια, προσπαθεῖ νά δικαιολογήσει τίς ἁμαρτίες του, τά πάθη του ἤ προσπαθεῖ νά ἐπιτύχει τοῦ σκοποῦ του μέ ψέματα. Τροποποιεῖ τίς κατηγορίες εἰς βάρος του μέ ψέματα. Λέγει ψέματα γιά νά ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπιθυμίες του. Ψεύδεται γιά νά ἐντυπωσιάσει, νά ἀποφύγει πολλές καταστάσεις ἤ γιά νά κερδίσει χρήματα καί ἀγαθά. Αὐτός πού λέγει ψέματα στά λόγια του, φτάνει στό σημεῖο νά μήν τόν πιστεύουν οἱ ἄλλοι, ἔστω καί ἄν λέγει ἀλήθεια.
γ. Ὁ τρίτος τρόπος εἶναι ὅταν ψεύδεται κάποιος μέ τόν βίο του. Ἄλλη εἶναι ἡ πραγματική ζωή πού κάνει καί ἄλλη δείχνει νά κάνει. Εἶναι ἄσωτος, ἀλλά ἐμφανίζεται ἐγκρατής. Εἶναι πλεονέκτης καί ἐμφανίζεται ἐλεήμονας καί μιλᾶ μέ θέρμη γιά τήν ἐλεημοσύνη. Εἶναι ὑπερήφανος καί θαυμάζει τήν ταπεινοφροσύνη. Προβάλλει τήν ἀρετή ἤ γιά νά σκεπάσει τόν ἑαυτό του ἤ γιά νά τόν θαυμάζουν οἱ ἄλλοι. «Οὗτος οὐκ ἔστιν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλά διπλοῦς». Εἶναι διπλοπρόσωπος. Ἡ κατάσταση τῆς ὑποκρισίας συνδέεται στενά μέ τό ψεῦδος, καί μάλιστα μερικές φορές ἡ ὑποκρισία καί τό ψεῦδος ταυτίζονται.
 Τό πάθος τοῦ ψεύδους ὅλους μας ἔχει ἀκουμπήσει. Ἄλλος ψεύδεται ἐπειδή ἀποσκοπεῖ στό συμφέρον του, ἄλλος γιά τήν καλοπέρασή του, ἄλλος γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας του, ἄλλος γιά νά προξενήσει γέλιο καί εὐτραπελία, ἄλλος γιά νά ἐπιβουλευτεῖ τόν ἀδελφό του καί νά τόν κακοποιήσει· ὑπάρχουν πολλοί λόγοι γιά νά πεῖ κάποιος ψέματα.
Τό ψέμα ὅμως, ὅπως μέ εὐκολία θριαμβεύει, ἔτσι καί μέ εὐκολία καταρρέει. Μπορεῖ κάποιος νά λέγει ἕνα σωρό λόγια πού μέσα σέ αὐτά κρύβεται μέ ἐπιμέλεια τό ψέμα, στό τέλος ὅμως δέν ἐπιτυγχάνει τίποτε. Πολλές φορές λέμε ψέματα γιά νά ἐπικρατήσουμε, ἀλλά τελικά τά ἴδια μας τά ψέματα μᾶς ἐκθέτουν καί μᾶς ρεζιλεύουν.
 Κατά κανόνα ὅσοι λέμε ψέματα ἀποδίδουμε στούς ἄλλους τά ἐλαττώματα τά δικά μας, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καί οἱ ἀνήθικες γυναῖκες, πού κατηγοροῦν τίς τίμιες ἀπό φόβο μήν τυχόν μιλήσουν. Ἐπίσης, γινόμαστε ἰδιαίτερα φορτικοί στούς ἄλλους ἤ ἀκόμη καί βίαιοι. Αὐτό φαίνεται καθαρά στήν περίπτωση τῆς καχυποψίας. Ὅποιος δηλαδή ἔχει ὑπόνοιες καί καχυποψία, βασανίζει τούς ἄλλους. Ἕνας σύζυγος πού ὑποψιάζεται τήν σύντροφό του, τήν βασανίζει, τήν βρίζει, τήν ἐξουθενώνει καί τήν κακοποιεῖ. Συμβαίνουν ὅλα αὐτά, ἐπειδή στό μυαλό του ἔχει πλάσει ψευδεῖς εἰκόνες ἤ ἔχει καταλήξει σέ ψευδῆ συμπεράσματα.
 Ἀκόμη ὑπάρχει καί ὁ μυθομανής. Λέγει ψέματα χωρίς νά ἐξυπηρετοῦν σέ τίποτε. Νομίζει ὅτι τόν καταδιώκουν, προφυλλάσσεται ἀπό ἄλλους χωρίς λόγο κ.ἄ. Ὁ μυθομανής μπορεῖ νά προκαλέσει στούς ἄλλους ἄσχημες καταστάσεις καί ἐνδέχεται ἐξ αἰτίας του, νά ἀποδίδονται σέ ἀνθρώπους ἀθώους κατηγορίες ἐντελῶς ἀνυπόστατες καί μή πραγματικές. Ἡ μυθομανία εἶναι ἕνα εἶδος διαστροφῆς.
Αὐτό τό φοβερότατο πάθος, τό ὁποῖο δέν θεωροῦμε σπουδαῖο, ἀφοῦ μάλιστα βρίσκουμε καί δικαιολογίες πώς τάχα λέμε ψέματα γιά καλό, γιά νά προστατεύσουμε τούς ἄλλους, γιά νά σώσουμε μία οἰκογένεια, γιά νά προλάβουμε τυχόν μεγαλύτερες καταστροφές, ὀφείλουμε νά τό πολεμήσουμε. Ὅσοι συνηθίσαμε νά λέμε ψέματα, δέν σεβόμαστε οὔτε τόν ἑαυτό μας οὔτε τούς ἄλλους καί πολλές φορές τό πάθος αὐτό μᾶς ἐκθέτει στά μάτια τῶν ἄλλων, ἀλλά προπαντός μᾶς στερεῖ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Ἰωήλ Φραγκᾶκος (Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας)
Από την σελίδα Μέγα Γεροντικό
https://proskynitis.blogspot.com/