Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Πώς θα αντισταθείτε στο κακό



(Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης)
– Γέροντα, μερικὲς φορὲς οἱ πειρασμοὶ ἔρχονται ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλον καὶ δὲν ἀντέχω.
– Νὰ σοῦ πῶ μία λύση, γιὰ νὰ τοὺς ἀποφύγεις; Θὰ τὴν δεχθεῖς;

– Ναὶ.
– Ἡ μόνη λύση γιὰ νὰ ἀποφύγεις τοὺς πειρασμούς, εἶναι νὰ … συμμαχήσεις μὲ τὸν διάβολο! Τί γελᾶς; Δὲν σοῦ ἀρέσει αὐτὴ ἡ λύση; Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ. Ὅσο κανεὶς ἀγωνίζεται, θὰ ἔχει πειρασμοὺς καὶ δυσκολίες. Και ὅσο προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγει τὸν πειρασμό, τόσο κόντρα τοῦ πάει ὁ διάβολος. Ἀλλὰ μὲ τοὺς πειρασμοὺς – ἂν τοὺς ἀξιοποιήσουμε σωστὰ -, δίνεται ἡ εὐκαιρία, ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς ἡ ζωή μας εἶναι ἀντιευαγγελική, νὰ γίνει «εὐαγγελική».
– Γέροντα, σκαλώνω σὲ μερικὰ ἀσήμαντα πράγματα καὶ δὲν ἔχω διάθεση μετὰ νὰ ἀγωνισθῶ γιὰ κάτι ἀνώτερο.
– Αὐτὰ εἶναι σὰν τὶς νάρκες ποὺ βάζει ὁ ἐχθρός, γιὰ νὰ ἀχρηστέψει τὸν στρατό. Τὸ ταγκαλάκι (ἔτσι ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας τὸν διάβολο καὶ τὰ δαιμόνια) ὅταν δεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κάνει ἄλλη ζημιὰ στὸν ἀγωνιστὴ, κοιτάει πὼς νὰ τὸν ἀχρηστέψει μὲ ἀσήμαντα πράγματα. Ὕστερα, νὰ ξέρεις ὅτι ὑπάρχουν καὶ μικρὰ ταγκαλάκια, ποὺ κάνουν ὅμως μεγάλη ζημιά. Μία φορᾶ ρώτησαν ἕνα μικρὸ ταγκαλάκι: «Τάχα τί μπορεῖς νὰ κάνεις ἐσύ;». «Ἐγὼ τί μπορῶ νὰ κάνω; Πάω καὶ μπερδεύω τὶς κλωστὲς στὶς μοδίστρες, στοὺς τσαγκάρηδες, ἀπάντησε, καὶ τοὺς κάνω νὰ θυμώνουν». Τὰ μεγαλύτερα σκάνδαλα γίνονται ἀπὸ τιποτένια πράγματα, ὄχι μόνο σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς καὶ στὰ κράτη. Στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους δὲν ὑπάρχουν σοβαρὲς ἀφορμὲς γιὰ σκάνδαλα. Ἀπὸ τὸ μικρὰ παίρνει ὁ διάβολος ἀφορμή. Τσακίζει τὸν ἄνθρωπο ψυχικὰ μὲ κάτι χαζά, παιδικὰ πράγματα, ὀπότε κάνει τὴν καρδιὰ του ὅπως ἐκεῖνος θέλει καὶ μένει μετὰ κανεὶς ἕνα κούτσουρο.
– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ βάζω ἕνα πρόγραμμα, μία σειρὰ στὸν ἀγώνα μου, καὶ ξεκινῶ μὲ διάθεση νὰ ἀγωνισθῶ, σύντομα ξεχνιέμαι;
– Δὲν ξέρεις; Τὸ ταγκαλάκι, ὅταν πάρει εἴδηση ὅτι κάνουμε δουλειὰ πνευματική, τότε γυρίζει τὸ κουμπὶ ἀλλοῦ. Ἐνῶ βάζουμε ἕνα πρόγραμμα, μία ἄλφα σειρά, βρισκόμαστε σὲ ἄλλη καί, ἂν δὲν προσέξουμε, τὸ ἀντιλαμβανόμαστε μετὰ ἀπὸ μέρες. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀγωνιστὴς πρέπει νὰ πηγαίνει ὅλο κόντρα στὸν διάβολο- φυσικὰ μὲ διάκριση- καὶ νὰ τὸν παρακολουθεῖ κάποιος ἔμπειρος Πνευματικός.
– Ἕναν ἄνθρωπο ποὺ δὲν κάνει λεπτὴ ἐργασία στὸν ἑαυτό του, ὁ σατανᾶς τὸν πολεμάει;
– Ὁ σατανᾶς δὲν πάει σὲ ἕναν ἄχρηστο ἄνθρωπο, ἀλλὰ πάει σὲ ἕναν ἀγωνιστή, γιὰ νὰ τὸν πειράξει καὶ νὰ τὸν ἀχρηστέψει. Δὲν χάνει τὸν καιρό του νὰ κάνει λεπτὴ ἐργασία σὲ κάποιον ποὺ δὲν ἔχει κάνει λεπτὴ ἐργασία. Στέλνει σ’ αὐτὸν ποὺ ράβει μὲ σακοράφα, διάβολο μὲ σακοράφα. Σ’ αὐτὸν ποὺ κάνει λεπτὸ ἐργόχειρο, στέλνει διάβολο ποὺ κάνει λεπτὸ ἐργόχειρο. Σ’ αὐτὸν ποὺ κάνει πολὺ ψιλὸ κέντημα, στέλνει διάβολο γιὰ πολὺ ψιλὴ ἐργασία. Σ’ αὐτοὺς ποὺ κάνουν χονδρὴ δουλειὰ στὸν ἑαυτό τους, στέλνει χονδρὸ διάβολο.
Στοὺς ἀρχάριους στέλνει ἀρχάριο διάβολο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν λεπτὴ ψυχή, πολὺ φιλότιμο καὶ εἶναι εὐαίσθητοι, χρειάζεται νὰ προσέξουν, γιατί βάζει καὶ ὁ διάβολος τὴν οὐρά του καὶ τοὺς κάνει πιὸ εὐαίσθητους, καὶ μπορεῖ νὰ φθάσουν στὴν μελαγχολία ἢ ἀκόμη -Θεὸς φυλάξοι- καὶ στὴν αὐτοκτονία. Ὁ διάβολος, ἐνῶ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους μας βάζει νὰ πηγαίνουμε κόντρα στὸν πλησίον μας καὶ νὰ μαλώνουμε, ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν πάει κόντρα.
Τὸν ἀμελὴ τὸν κάνει πιὸ ἀμελὴ. Τὸν ἀναπαύει μὲ τὸν λογισμό: «τὸ κεφάλι σου πονάει, εἶσαι ἀδιάθετος. Δὲν πειράζει καὶ ἂν δὲν σηκωθεῖς γιὰ προσευχή». Τὸν εὐλαβὴ τὸν κάνει πιὸ εὐλαβὴ, γιὰ νὰ τὸν ρίξει στὴν ὑπερηφάνεια, ἢ τὸν σπρώχνει νὰ ἀγωνισθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις του, ὥστε νὰ ἀποκάμει καὶ νὰ ἀφήσει μετὰ ὅλα τὰ πνευματικὰ του ὅπλα καὶ νὰ παραδοθεῖ ὁ πρώην πολὺ ἀγωνιστής. Τὸν σκληρόκαρδο τὸν κάνει πιὸ σκληρόκαρδο, τὸν εὐαίσθητο, ὑπερευαίσθητο.
Καὶ βλέπεις πόσοι ἄνθρωποι, ἄλλοι ἔχουν κάποια εὐαισθησία καὶ ἄλλοι γιατί ἔχουν κλονισθεῖ τὰ νεῦρα τους, ταλαιπωροῦνται μὲ ἀϋπνίες καὶ παίρνουν χάπια ἢ βασανίζονται καὶ χαραμίζονται στὰ νοσοκομεῖα. Σπάνια νὰ δεῖς ἄνθρωπο ἰσορροπημένο. Ἔγιναν μπαταρίες οἱ ἄνθρωποι. Οἱ περισσότεροι σὰν νὰ ἔχουν ἠλεκτρισμό. Ὅσοι μάλιστα δὲν ἐξομολογοῦνται, δέχονται ἐπιδράσεις δαιμονικές. Ἔχουν ἕναν δαιμονικὸ μαγνητισμό, γιατί ὁ διάβολος ἔχει ἐξουσία ἐπάνω τους. Λίγοι ἄνθρωποι, εἴτε ἀγόρια εἴτε κοπέλες εἴτε ἡλικιωμένοι εἶναι, ἔχουν ἕνα βλέμμα γαλήνιο. Δαιμονισμός! Ξέρεις τί θὰ πεῖ δαιμονισμός; Νὰ μὴν μπορεῖς νὰ συνεννοηθεῖς μὲ τὸν κόσμο.
Εἶπα σὲ κάποιους γιατροὺς ποὺ συζητοῦσαν γιὰ τὴν ἀναισθησία ποὺ κάνουν στὶς ἐγχειρήσεις: «Τοῦ πειρασμοῦ ἡ ἀναισθησία ἔχει ἄσχημες ἐπιπτώσεις στὸν ἄνθρωπο, ἐνῶ αὐτὴ ποὺ κάνετε ἐσεῖς βοηθάει». Ἡ ἀναισθησία τοῦ διαβόλου εἶναι σὰν τὸ δηλητήριο ποὺ ρίχνει τὸ φίδι στὰ πουλιὰ ἢ στὰ λαγουδάκια, γιὰ νὰ παραλύσουν καὶ νὰ τὰ καταπιεῖ χωρὶς νὰ ἀντιδράσουν. Ὁ διάβολος, ὅταν θέλει νὰ πολεμήσει ἕναν ἄνθρωπο, στέλνει πρῶτα ἕνα διαβολάκι «ἀναισθησιολόγο», γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πρῶτα ἀναίσθητο, καὶ μετὰ πηγαίνει ὁ ἴδιος καὶ τὸν πελεκάει, τὸν κάνει ὅ,τι θέλει …
Ἀλλὰ προηγεῖται ὁ … «ἀναισθησιολόγος». Μᾶς βάζει ἔνεση ἀναισθησίας καὶ ξεχνοῦμε. Νά, βλέπεις, οἱ μοναχοὶ ὑποσχόμαστε «ὑβρισθῆναι, χλευασθῆναι κ.λπ.», καὶ τελικά, ὁ πειρασμὸς μερικὲς φορές μᾶς μπερδεύει καὶ κάνουμε τὰ ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ὑποσχεθήκαμε. Ἀλλιῶς ξεκινᾶμε κι ἀλλιῶς καταλήγουμε. Γιὰ ἀλλοῦ ξεκινήσαμε νὰ πᾶμε καὶ ἀλλοῦ πηγαίνουμε. Δὲν προσέχουμε. Δὲν σᾶς ἔχω πεῖ παραδείγματα;
Παλαιότερα, στὴν Κόνιτσα δὲν ὑπῆρχε Τράπεζα. Ἀναγκάζονταν οἱ ἄνθρωποι νὰ πᾶνε στὰ Γιάννενα, ὅταν ἤθελαν νὰ πάρουν κανένα δάνειο. Ξεκινοῦσαν, λοιπὸν, μερικοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ καὶ πήγαιναν ἑβδομήντα δυὸ χιλιόμετρα μὲ τὰ πόδια, νὰ πάρουν δάνειο, γιὰ νὰ ἀγοράσουν λ.χ. ἕνα ἄλογο. Τότε, ἂν κανεὶς εἶχε ἕνα ἄλογο, μποροῦσε νὰ συντηρήσει τὴν οἰκογένειά του. Ἔκανε ζευγάρι μὲ τὸ ἄλογο κάποιου ἄλλου καὶ ὄργωνε. Μία φορᾶ ξεκίνησε ἕνας νὰ πάει στὰ Γιάννενα, νὰ πάρει δάνειο, γιὰ νὰ ἀγοράσει ἕνα ἄλογο, νὰ ὀργώνει τὰ χωράφια του καὶ νὰ μὴν παιδεύεται νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα. Πῆγε, λοιπὸν, στὴν Τράπεζα, πῆρε τὸ δάνειο καὶ μετὰ πέρασε καὶ ἀπὸ τὰ ἑβραίικα μαγαζιὰ καὶ χάζευε. Τὸν ἔβλεπε ὁ ἕνας Ἑβραῖος, τὸν τραβοῦσε μέσα. «Πέρνα μέσα, μπάρμπα, ἔχω καλὸ πράγμα!».
Ἔμπαινε ἐκεῖνος μέσα, ἄρχιζε ὁ Ἑβραῖος νὰ κατεβάζει τὰ τόπια ἀπὸ τὰ ράφια. Τὰ ἔπαιρνε, τὰ τίναζε. «Παρ’ τό, τοῦ ἔλεγε, εἶναι καλό, καὶ γιὰ τὰ παιδιά σου θὰ σοῦ τὸ δώσω φθηνό». Ἔφευγε ἀπὸ τὸν ἕναν, προχωροῦσε παραπέρα, χάζευε σὲ ἄλλον. «Ἔλα, μπάρμπα, μέσα, τοῦ ἔλεγε ὁ Ἑβραῖος, θὰ σοῦ δώσω τὸ πιὸ φθηνό». Κατέβαζε τὰ τόπια, τὰ ἄνοιγε, τὰ ἅπλωνε. Ζαλίστηκε στὸ τέλος ὁ καημένος. Εἶχε καὶ λίγο φιλότιμο, σοῦ λέει «τώρα τὰ κατέβασε τὰ τόπια, τὰ ἅπλωσε …;», καὶ δῆθεν «γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ πιὸ φθηνό», ἔδωσε τὰ χρήματα ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τὴν Τράπεζα καὶ ἀγόρασε ἕνα τόπι πανί, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν χωνεμένο! Μὰ καὶ ἕνα τόπι πανὶ τί νὰ τὸ κάνει;
Καὶ ἕνας πλούσιος δὲν ἔπαιρνε ἕνα τόπι πανί, ἔπαιρνε ὅσο τοῦ χρειαζόταν. Τελικὰ γύρισε στὸ σπίτι μὲ ἕνα τόπι σάπιο ὕφασμα! «Ποῦ εἶναι τὸ ἄλογο;», τὸν ρωτᾶν. «Ἔφερα ὕφασμα γιὰ τὰ παιδιά!», λέει. Ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνουν τόσο ὕφασμα; Χρεώθηκε ἐν τῷ μεταξὺ στὴν Τράπεζα, καὶ ἄλογο δὲν πῆρε παρὰ ἕνα τόπι πανὶ χωνεμένο. Ἄντε πάλι νὰ πηγαίνει νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα στὰ χωράφια, νὰ δυσκολεύεται, γιὰ νὰ ξεχρεώσει τὸ δάνειο!
Ἂν ἀγόραζε ἄλογο, θὰ ἐπέστρεφε καὶ καβάλα, θὰ ψώνιζε καὶ λίγα πράγματα γιὰ τὸ σπίτι του καὶ δὲν θὰ σκοτωνόταν νὰ σκάβει μὲ τὴν τσάπα! Ἀλλὰ γιὰ νὰ χαζεύει στὰ μαγαζιὰ τὰ ἑβραίικα, εἴδατε τί ἔπαθε; Ἔτσι κάνει καὶ ὁ διάβολος. Σὰν τὸν πονηρὸ ἔμπορο σὲ τραβάει ἀπὸ ‘δῶ, σὲ τραβάει ἀπὸ ‘κεῖ, σοῦ βάζει τρικλοποδιές, καὶ τελικὰ σὲ καταφέρνει νὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ θέλει ἐκεῖνος. Γιὰ ἀλλοῦ ξεκινᾶς καὶ ἀλλοῦ καταλήγεις, ἂν δὲν προσέξεις. Σὲ ξεγελάει καὶ χάνεις τὰ καλύτερα χρόνια σου.
Ὁ διάβολος κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ μὴ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος
Ὁ διάβολος εἶναι τεχνίτης. Ἂν φέρει λ.χ. τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας σὲ ἕναν πνευματικὸ ἄνθρωπο ἕναν ἐλεεινὸ λογισμό, ἐκεῖνος θὰ τὸν καταλάβει, θὰ τιναχθεῖ καὶ θὰ τὸν διώξει. Γι’ αὐτὸ τοῦ φέρνει ἕναν πνευματικὸ λογισμό. «Τὸ τάδε βιβλίο, τοῦ λέει, γράφει αὐτὸ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία». Μετὰ θὰ τοῦ τραβήξει τὴν προσοχὴ λ.χ. στὸν πολυέλαιο. Θὰ ἀναρωτηθεῖ ποιὸς ἄραγε νὰ τὸν ἐφτίαξε. Ἢ θὰ τοῦ θυμίσει ἕναν ἄρρωστο ποὺ πρέπει νὰ πάει νὰ τὸν δεῖ. «Ἅ ἔμπνευση, λέει, τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας», ἐνῶ εἶναι ὁ διάβολος ποὺ μπαίνει ἐνδιάμεσος καὶ πιάνει ὁ ἄνθρωπος τὴν συζήτηση μὲ τὸν λογισμό του. Ὅποτε ἀκούει τὸν ἱερέα νὰ λέει «Μετὰ φόβου …» καὶ τότε καταλαβαίνει ὅτι τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία καὶ ἐκεῖνος δὲν συμμετεῖχε καθόλου.
Νά, καὶ ἐδῶ στὸν Ναό. Πηγαίνει ἡ ἐκκλησάρισσα νὰ ἀνάψει τὰ κεριὰ στὸν πολυέλαιο καὶ ἔχω παρατηρήσει ὅτι καὶ μεγάλους ἀκόμα τοὺς ἀποσπᾶ ὁ πειρασμὸς ἐκεῖ πέρα καὶ χαζεύουν τὴν ἀδελφὴ πὼς ἀνάβει τὰ κεριά. Αὐτὸ εἶναι τελείως παιδικό. Μόνον τὰ μικρούτσικα παιδάκια χαίρονται μὲ κάτι τέτοια καὶ λένε: «Τὰ ἄναψε!». Δηλαδή, αὐτὸ γιὰ τὰ μικρὰ παιδάκια εἶναι δικαιολογημένο, ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεγάλους; Ἤ, ἐνῶ πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὶς κινήσεις τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, ὁ πειρασμὸς μπορεῖ νὰ βάλει ἐκείνη τὴν ἱερὴ ὥρα μία ἀδελφὴ νὰ γυρίζει στὸ ἀναλόγιο τὰ φύλλα τοῦ βιβλίου, νὰ κάνει θόρυβο καὶ νὰ ἀποσπᾶ τοὺς ἄλλους.
Ἀκοῦνε «κρίτς-κρίτς», «τί γίνεται;» λένε καὶ φεύγει ἔτσι ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ χαίρεται τὸ ταγκαλάκι. Γι’ αὐτὸ νὰ προσέχουμε νὰ μὴ γινόμαστε ἐμεῖς αἰτία νὰ ἀποσπᾶται ἡ προσοχὴ τῶν ἄλλων τὴν ὥρα τῆς θείας λατρείας. Κάνουμε ζημιὰ στὸν κόσμο καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε. Ἢ παρατηρῆστε σὲ καμία ἀνάγνωση. Ὅταν φθάσει ὁ ἀναγνώστης στὸ πιὸ ἱερὸ σημεῖο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ βοηθηθοῦν οἱ ἄνθρωποι, τότε ἢ θὰ χτυπήσει δυνατὰ ἀπὸ τὸ ἀέρα ἡ πόρτα ἢ θὰ βήξει κάποιος καὶ θὰ ἀποσπασθεῖ ἡ προσοχή τους καὶ δὲν θὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἱερὸ σημεῖο. Ἔτσι κάνει τὴν δουλειὰ του τὸ ταγκαλάκι.
Ὤ, ἂν βλέπατε τὸν διάβολο πὼς κινεῖται! Δὲν τὸν ἔχετε δεῖ, γι’ αὐτὸ δὲν καταλαβαίνετε μερικὰ πράγματα! Κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ μὴ βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τὸ ἔχω παρατηρήσει στὸ Καλύβι, ὅταν συζητῶ. Μόλις φθάσω ἀκριβῶς στὸ σημεῖο ποὺ θέλω, στὸ πιὸ εὐαίσθητο, γιὰ νὰ βοηθήσω αὐτοὺς ποὺ μὲ ἀκοῦν, τότε ἢ κάποιος θόρυβος γίνεται ἢ ἔρχονται ἄλλοι καὶ διακόπτω. Τοὺς βάζει προηγουμένως ὁ διάβολος νὰ χαζεύουν ἀπέναντι τὴν Σκήτη ἢ νὰ βλέπουν κάτι, καὶ κανονίζει νὰ ἔρθουν στὸ πιὸ λεπτὸ σημεῖο τῆς συζητήσεως γιὰ νὰ ἀλλάξω θέμα καὶ νὰ μὴν ὠφεληθοῦν. Γιατί, ὅταν ἀρχίσει ἡ συζήτηση, ξέρει ὁ διάβολος ποὺ θὰ καταλήξει καί, ἐπειδὴ βλέπει ὅτι θὰ πάθει ζημιά, στέλνει κάποιον ἀκριβῶς στὸ πιὸ εὐαίσθητο σημεῖο, γιὰ νὰ μὲ διακόψει. «Ἔ, Πάτερ, ἀπὸ ποῦ νὰ μποῦμε;», φωνάζει. «Πάρτε λουκούμια καὶ νερὸ καὶ ἐλᾶτε ἀπὸ ‘κεῖ», τοὺς λέω. Ἄλλοι μπαίνουν ἐκείνη τὴν στιγμὴ μέσα, ὅποτε μὲ διακόπτουν, γιατί πρέπει νὰ σηκωθῶ νὰ χαιρετήσω.
Ἄλλοι ἔρχονται μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ πρέπει πάλι νὰ σηκωθῶ, ἀρχίζουν καὶ τὴν κουβέντα «ἀπὸ ποῦ εἶσαι κ.λπ.» … Ὅποτε εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ ἀρχίσω πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή, νὰ ξαναπῶ φερ’ εἰπεὶν τὸ παράδειγμα ποὺ ἔλεγα. Μόλις προχωρῶ, φωνάζει ἀπὸ κάτω ἄλλος: «Ἔ, Πάτερ Παΐσιε, ποῦ μένεις; Ἀπὸ ‘δῶ εἶναι ἡ πόρτα;». Ἄντε ξανὰ νὰ σηκωθεῖς … Βρὲ τὸν πειρασμό! Ἕξι-ἑπτὰ φορὲς μία μέρα μοῦ ἔκανε τὸ ἴδιο, μέχρι ποὺ ἀναγκάσθηκα καὶ ἔβαλα μερικοὺς … φρουρούς! «Ἐσὺ κάθισε ἐκεῖ καὶ κοίταζε νὰ μὴν ἔρθει κανένας ἀπὸ ‘κεῖ. Ἐσὺ κάθισε ἐδῶ, μέχρι νὰ τελειώσω τὴν δουλειά μου». Ἕξι-ἑπτὰ φορὲς νὰ ἀρχίζεις ὁλόκληρη ἱστορία, νὰ τοὺς φέρνεις στὸ σημεῖο ποὺ θὰ βοηθηθοῦν, καὶ τὰ ταγκαλάκια νὰ δημιουργοῦν σκηνές!
Βρὲ τὸν πειρασμὸ τί κάνει! Γυρίζει τὸ κουμπὶ συνέχεια σὲ ἄλλη συχνότητα. Μόλις ὁ ἀγωνιζόμενος πάει νὰ συγκινηθεῖ λίγο ἀπὸ κάτι, τάκ, τοῦ γυρίζει τὸ κουμπὶ ἀλλοῦ καὶ ξεχνιέται μὲ ἐκεῖνο. Θυμᾶται πάλι κάτι πνευματικό; Τάκ, τοῦ θυμίζει κάτι ἄλλο. Τὸν κάνει ὅλο τοῦμπες. Ὁ ἄνθρωπος, ἂν μάθει πὼς ἐργάζεται ὁ διάβολος, θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ πολλὰ πράγματα.
 
(Λόγοι Β΄ Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, Ἱ. Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος)
http://theomitoros.blogspot.com/

Η προσευχή διαλύει τις συμφορές…



Πως θα ελεηθούμε; Πως θα σωθούμε; Εγώ θα σας το πω˙ ας έχουμε πάντοτε μέσα στην ψυχή μας την προσευχή και τους καρπούς της, εννοώ δηλαδή την ταπεινοφροσύνη και την πραότητα.
Διότι λέγει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρήτε ανάπαυσι στις ψυχές σας» ( Ματθ. 11, 29 )˙
και πάλι ο Δαυίδ λέγει˙ «Θυσία για το Θεό είναι το συντριμμένο πνεύμα˙ καρδιά συντριμμένη και ταπεινωμένη ο Θεός δεν θα την περιφρονήση» ( Ψαλμ. 50, 19 ) .
Διότι ο Θεός τίποτε δεν αποδέχεται και δεν αγαπά τόσο, όσο ψυχή πράη, ταπεινή και ευχάριστη.

Πρόσεχε λοιπόν και συ αδελφέ, και όταν δης κάτι από τα απροσδόκητα να έρχεται και να σε ενοχλή, μην καταφύγης στους ανθρώπους και στηρίξης την ελπίδα σου σε θνητή βοήθεια αλλά αφήνοντας τους όλους κατά μέρος, τρέξε με τη σκέψι σου στο γιατρό των ψυχών.
Διότι μόνον Εκείνος μπορεί να θεραπεύση την καρδιά.
Εκείνος που μόνος έπλασε τις καρδιές και γνωρίζει όλα τα έργα μας (Ψαλμ. 32,15).
Αυτός μπορεί να μπη στη συνείδησί μας, ν’ αγγίξη την διάνοιά μας και να παρηγορήση την ψυχή μας.
Διότι εάν Εκείνος δεν παρηγορήση τις καρδιές μας, περιττά και ανώφελα είναι τα των ανθρώπων˙ όπως πάλι όταν μας παρηγορή και μας ενθαρρύνη ο Θεός, και αν ακόμη μας παρενοχλούν αμέτρητοι άνθρωποι, δεν θα μπορέσουν να μας βλάψουν σε τίποτε˙ διότι όταν Εκείνος στερεώση την καρδιά, κανένας δεν μπορεί να την κλονίση.

Γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά αγαπητοί, ας καταφεύγουμε πάντοτε στο Θεό, ο Οποίος θέλει και μπορεί να μας απαλλάξη από τις συμφορές .
Διότι, όταν χρειάζεται να παρακαλέσουμε ανθρώπους , πρέπει πρώτα να συναντήσουμε και θυρωρούς και παρασίτους και να παρακαλέσουμε και κόλακες και πολύ δρόμο να βαδίσουμε˙ ενώ στην περίπτωσι του Θεού, δε χρειάζεται τίποτε το παρόμοιο, αλλά μπορεί να Τον παρακαλέση κανείς χωρίς να χρησιμοποιήση μεσίτη, χωρίς χρήματα˙ χωρίς δαπάνη αποδέχεται την παράκλησί μας˙ αρκεί μόνο με την καρδιά του να φωνάξη κανείς και να χύση δάκρυα και αμέσως θα τρέξη και θα τον βοηθήση…

Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ Τα νεύρα της ψυχής»
Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους
http://theomitoros.blogspot.com/

Προσθέτουν βάρος στις ψυχές



Λυπηρό πολύ είναι οι άνθρωποι που ζούνε αμαρτωλή ζωή να προσθέτουν συνέχεια βάρος στις ψυχές των κεκοιμημένων της γενιάς τους, διότι αισθάνονται ένοχο τον εαυτό τους, που έγιναν αιτία να γεννηθούν αυτοί οι άνθρωποι και να ζουν απομακρυσμένοι από τον Θεό και να τους περιμένει η αιώνια κόλαση μετά από την μικρή κόλαση ετούτης της ζωής, που ζούνε στην αμαρτία.

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
http://inpantanassis.blogspot.com/

Η μετάνοια είναι εργόχειρο πού δεν τελειώνει ποτέ (από το Γεροντικό)



Οταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό:
“Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ΄ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;”
Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται και να κάνει εργόχειρο. Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν, και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του. Ύστερα πάλι σηκωνόταν για προσευχή.
Ήταν άγγελος Κυρίου που είχε σταλεί για να διορθώσει τον Αντώνιο και να του δώσει σιγουριά και άκουσε τον άγγελο να του λέει:
“Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς”.
Και ο Αντώνιος όταν τ” άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι κάνοντας προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του.
*****
Ζούσε κάποτε στην Αλεξάνδρεια ένας μορφωμένος άνθρωπος που τον έλεγαν Κοσμά. Ήταν αξιοθαύμαστος και πολύ ενάρετος, με ταπεινό φρόνημα, σπλαχνικός, εγκρατής, παρθένος, άνθρωπος της ησυχίας, φιλόξενος, φίλος των φτωχών. Επειδή εγώ του είχα μεγάλη οικειότητα, μια φορά του λέω:
“Κάνε αγάπη, πόσο χρόνο ζεις τη ζωή της ησυχίας; ” Επειδή σώπαινε και δεν μου έδινε κα μια απάντηση, πάλι του λέω: “Για χάρη του Κυρίου πες μου”. Κι εκείνος, αφού για λίγο κρατήθηκε, μου λέει:
“Έχω τριάντα τρία χρόνια”.
Πάλι του λέω: “Κάνε τέλεια την αγάπη, γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι για ωφέλεια της ψυχής σε ρωτώ, πες μου: σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα της ησυχαστικής σου ζωής, τι κατόρθωσες;”
Εκείνος, αφού αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς, μου λέει: “Ένας άνθρωπος κοσμικός τι μπορεί να κατορθώσει και μάλιστα τη στιγμή που κάθεται στο σπίτι του; ”
Όμως εγώ τον παρακαλούσα: “Για χάρη του Κυρίου πες μου και ωφέλησέ με”. Και επειδή τον πίεσα πολύ, είπε:
“Συγχώρεσέ με, αυτά τα τρία ξέρω ότι κατόρθωσα: να μη γελώ, να μην ορκίζομαι και να μη λέω ψέματα”.
*****
Είπε ο αββάς Λογγίνος:
“Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα,
η αγρυπνία καθαρίζει τον νου,
· η ησυχία φέρνει το πένθος,
· το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον απαλλάσσει από την αμαρτία”.
Ο αββάς Λογγίνος είχε μεγάλη κατάνυξη την ώρα της προσευχής και της ψαλμωδίας του, και μια φορά του λέει ένας μαθητής του:
“Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, να κλαίει ο μοναχός, όταν κάνει την ακολουθία του; ”
Και ο Γέροντας του απαντά:
“Ναι, παιδί μου, αυτός είναι ο κανόνας, που επιζητεί ο Θεός. Βέβαια ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά να χαίρεται και να ευφραίνεται και να τον δοξάζει, όπως οι άγγελοι, με την καθαρή και αναμάρτητη ζωή του. Όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία και γι αυτό είναι ανάγκη να κλαίει, ενώ όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν έχει θέση το κλάμα”.

http://inpantanassis.blogspot.com/

Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν (Μάρκ. η' 34 - θ' 1)



«Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήτω μοι» (Μάρκ. η΄ 34). 
Αἴροντες τόν σταυρό, εὐαρεστοῦμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, Τόν ἀκολουθοῦμε. Ἄν ἀκολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε Ἐκεῖνον. Ὅποιος δέν ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά Μέ ἀκολουθήσῃ (Ματθ. ι΄ 38). 
Ἄν ἀκολουθήσῃς τόν δικό σου νοῦ καί ὄχι τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἄν ἀκολουθήσῃς τό θέλημά σου καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἡ ψυχή σου δέν εἶναι καθαρή, δέν εἶναι ἁγιασμένη, εἶναι χαμένη στήν ζούγκλα τῶν ψυχοφθόρων καί φρικτῶν πλανῶν. Διότι ἡ ἁμαρτία, τό κακό, κατόρθωσε νά χτίσῃ μέσα μας, δίπλα σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή πού ἐλάβαμε ἀπό τόν Θεό, τήν δική της ψυχή. 
Ἄν ἡ ἁμαρτία μᾶς γίνῃ ἕξις, δημιουργεῖ μέσα μας τήν δική της ψυχή. Ἄν πράττομε τήν ἁμαρτία, ἐκείνη σταδιακά μορφώνεται στήν ψυχή μας. Κοντά σέ ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός σοῦ ἔδωσε, ἐσύ φέρνεις ἕναν ξένο, ὁ ὁποῖος σέ αἰχμαλωτίζει. Αὐτός διαφεντεύει, ἐνῶ ὅ,τι θεϊκό εἶναι μέσα σου εἶναι σάν κοιμισμένο, σάν μουδιασμένο. Τό ἀπέρριψες, καί ἐκεῖνο δέν ζῆ μέσα σου, πεθαίνει. 
Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ μέσα μας δικό της κόσμο, δημιουργεῖ μέσα μας δική της φιλοσοφία, δική της ἀντίληψι γιά τόν κόσμο. Ἡ ἁμαρτία ἐπιδιώκει νά καταλάβῃ τήν θέσι τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή σου, τήν θέσι τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θέλει νά κάνῃ ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία στήν πραγματικότητα θέλει νά στερήσῃ τόν ἄνθρωπο ἀπό ἐκεῖνες τίς θεϊκές ὡραιότητες πού ἔχει στήν ψυχή του. Ναί, αὐτός ὁ διάβολος ἀγωνίζεται διά μέσου τῆς ἁμαρτίας νά δημιουργήσῃ μέσα σου καί μέσα μου τήν δική του εἰκόνα. 
Διότι ἡ ἁμαρτία πάντοτε ὁμοιάζει στόν διάβολο. Πάντοτε, ὅταν τήν ἐναγκαλιζώμαστε, τυπώνει σιγά-σιγά στήν ψυχή μας τήν δική του σκοτισμένη μορφή. Ἔτσι, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τήν ἕξι στήν ἁμαρτία, μορφώνεται μέσα μας ἕνα ἄλλο ἐγώ, μία ἄλλη ψυχή, ἕνας ἄλλος ἑαυτός, ἐκεῖνος ὁ ἑαυτός, τόν ὁποῖο ζητεῖ ὁ Κύριος νά ἀπαρνηθοῦμε: «οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ΄ 19). 
Τό κακό τό δημιουργήσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἐνῶ τό καλό εἶναι ἀπό τόν Θεό, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α΄ Τιμ. δ΄ 4). Ἐγώ θέλω νά ζῶ σωστά, ἀλλά τήν δύναμι νά τό κάνω δέν τήν ἔχω. Δέν βρίσκω τήν δύναμι γι’ αὐτό, δέν βρίσκω τήν δύναμι μέσα μου. 
Νά, τό σημερινό Εὐαγγέλιο μᾶς ἀποκαλύπτει τόν τρόπο, γιά νά πραγματοποιήσουμε στήν ζωή μας τό καλό πού ἐπιθυμοῦμε. Αὐτός εἶναι ἡ ἀπάρνησι τοῦ ἑαυτοῦ σου, τῆς ἁμαρτίας σου, αὐτῆς τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς πού δημιουργήθηκε, χτίστηκε, μορφώθηκε μέσα σου. Μέ τήν νηστεία στήν πραγματικότητα ἀπωθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα πού εἶναι μέσα μας. 
Ἀντικαθιστοῦμε σταδιακά τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, μέχρις ὅτου φθάσουμε στήν τελειότητα πού ἔφθασε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγῶ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄ 20). Νά τί σημαίνει «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»: Σημαίνει νά ἀπαλείψουμε ὅλες τίς (κακές) μας ἐπιθυμίες, κάθετι ἀνθρώπινο, ἐφάμαρτο, καί νά τά ἀντικαταστήσουμε μέ τόν Χριστό. Νά ἀλλάξουν, νά γίνουν ὅλα Χριστός! 
«Ὅς γάρ ἐάν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι ἀπολέσει αὐτήν· ὅς δ᾽ ἄν ἀπολέσει τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ καί τοῦ εὐαγγελίου, σώσει αὐτήν» (Μάρκ. η΄ 35). Ἐάν, βεβαίως, ἀπαρνηθοῦμε κάθε ἁμαρτία μας, κάθε πάθος μας· καί ἄν ξέρουμε, ἄν αἰσθανόμαστε καί ἄν θέλουμε νά γίνῃ ὁ Χριστός ψυχή μέσα στήν ψυχή μας, καρδιά μέσα στήν καρδιά μας, νά ἀντικαταστήσῃ τόν ἑαυτό μας, τό ἐγώ μας μέ τόν Ἑαυτό Του. 
Αὐτή εἶναι ἡ μόνη ὁδός γιά νά φυλάξουμε ἐγώ καί ἐσύ καί κάθε ἄνθρωπος τήν ψυχή μας ἀπό τήν κόλαση, ἀπό τήν καταστροφή, ἀπό τόν διάβολο, ἀπό κάθε κακό, ἀπό τά αἰώνια βάσανα, νά βροῦμε μέσα μας ἐκείνη τήν θεοειδῆ ψυχή, ἐκείνη τήν θεϊκή ψυχή, τήν ὁποία ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε. 
Θεοειδής ψυχή! –Ποῦ εἶναι ἄραγε; –Στόν Χριστό. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς εἰπῇ: Νά, ἔτσι πρέπει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, ὁ Θεός, ἔδειξε στόν ἑαυτό Του τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς εἴμαστε πλασμένοι κατ’ Εἰκόνα Θεοῦ. Ὀφείλουμε νά ζοῦμε σύμφωνα μέ αὐτήν. 
Τί εἶναι ὁ νοῦς μας; Εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ δική μας ὑποχρέωσις εἶναι νά κάνουμε τόν νοῦ μας ὅμοιο μέ τόν νοῦ τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή νά χριστοποιήσουμε ὅλο τόν νοῦ μας καί νά μποροῦμε νά ποῦμε μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «ἡμεῖς νοῦν Χριστοῦ ἔχομεν» (Α΄ Κορ. β΄ 16). Ἀλλά μέχρι νά ταυτίσουμε τό θέλημά μας μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ, τό δικό μας θέλημα πάντα περιπλανιέται, εἶναι πάντα ἀδύνατο, πάντα σκοντάφτει καί βυθίζεται στήν ἁμαρτία. 
Ἐάν ἔχουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό ὡς τό αἰώνιο πρότυπό μας, τό αἰώνιο ὅραμά μας, τότε ταυτίζουμε τόν ἑαυτό μας μέ τό δικό Του θέλημα. Τότε λέμε: δέν θέλω νά γίνῃ τό θέλημά μου, ἀλλά τό δικό Σου (Κύριε). Πάτερ ἡμῶν, γενηθήτω τό θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς. 
Ὅταν ἐμεῖς, τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, θέλουμε νά θεραπεύσουμε τό θέλημά μας ἀπό ὅλες τίς ἀδυναμίες, ἀπό ὅλες τίς ἀρρώστειες του, ἀπό ὅλο τόν θάνατό του, στήν πραγματικότητα θεραπεύουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἐξορίζουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας κάθε τι ἐφάμαρτο. Ναί! 
Ὅσο ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ἐπιποθεῖ τόν Θεό, ὅσο στ’ ἀλήθεια ἀγωνίζεται νά ἀπαρνηθῇ τόν ἑαυτό του καί νά ἀκολουθῇ τόν Χριστό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό, νά σηκώνῃ τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀληθινά λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό τήν θεία δύναμι. Διότι, ὅπως ἔχει λεχθῆ, ὁ Σταυρός «ἡμῖν τοῖς σῳζομένοις δύναμις Θεοῦ ἐστι» (Α΄ Κορ. α΄ 18). Ἡμῖν, γιά μένα καί γιά σένα καί γιά κάθε ἄνθρωπο. 
Ὅταν ἀποφασίσῃς νά βιάσῃς τόν ἑαυτό σου νά σηκώσῃς τόν σταυρό σου, νά! ἐσύ τήν ἴδια στιγμή λαμβάνεις θεία δύναμι. Αὐτή τήν δύναμι τήν δίνει ὁ Κύριος, γιά νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε ἁμαρτία μέσα σου, νά μπορέσῃς νά νικήσῃς κάθε κακό, κάθε κακή συνήθεια, νά μπορέσῃς νά παιδαγωγήσῃς τήν γλῶσσα σου νά μή λέγῃ ἄπρεπα λόγια, νά παιδαγωγήσῃς τό μάτι σου νά μή βλέπῃ ἐκεῖνα πού δέν πρέπει νά βλέπῃ. Ὅλη ἡ ζωή σου νά γίνῃ χριστοειδής. Χάριν τίνος; Χάριν τοῦ Χριστοῦ. 
Γιά νά ἐγκατοικίσῃς τόν Χριστό μέσα σου! Νά, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας, αὐτό εἶναι τό ὅραμά μας, αὐτό εἶναι ἡ ἀνάπαυσις καί ἡ εἰρήνη καί ὁ αἰώνιος παράδεισος τῆς ψυχῆς μας, κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Χωρίς τόν Χριστό ἡ ἀνθρώπινη ψυχή δέν εἰρηνεύει... 
Ἡ δική μας ὁδός, ἡ ὁδός τῶν Ἁγίων καί τῆς νηστείας, εἶναι βία στόν ἑαυτό μας νά πράττωμε κάθε ἀγαθό, διηνεκής βία τοῦ ἑαυτοῦ μας πρός κάθε καλό. Διότι ἡ φύσις μας δέν θέλει τό καλό. Ἐκείνη κλίνει στό κακό. Ἐσύ ὅμως βίασε τόν ἑαυτό σου νά πνίγῃς κάθε κακό πού ὑπάρχει μέσα σου. 
Ὁ Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, γιά νά κάνῃς πραγματικά κάθε καλό. Νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας, νά χριστοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά προσέχουμε ὅτι νηστεία δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό νά ἀντικαταστήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τόν Χριστό, τόν Θεό μας. 
Μέσῳ κάθε ἀρετῆς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀντικαθιστᾷ τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Διότι, «θεός ἡ ἀρετή», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Καί αὐτή ἡ θεία δύναμις εἶναι πιό δυνατή ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, αὐτή ἡ δύναμις μᾶς χαρίσθηκε γιά νά ὑπερνικοῦμε κάθε κακό, νά ὑπερνικοῦμε κάθε ἁμαρτία, κάθε διαβολική δύναμι. 
Βίασε τόν ἑαυτό σου σέ κάθε καλό καί ὁ Ἀγαθός Κύριος θά σοῦ δώσῃ τήν δύναμι τῆς Ἀναστάσεως, ὥστε νά πορεύσεσαι ἀπό τήν μεγαλύτερη θλίψι στήν μικρότερη καί ἀπό τήν μικρότερη χαρά στήν μεγαλύτερη χαρά. 
Νά βαδίζουμε ὅλοι πρός τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἕως ὅτου μπορέσουμε νά ποῦμε μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἐμεῖς: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέν ζῶ πλέον ἐγώ· ἐσύ ζῆς μέσα μου διά τῶν ἁγίων Μυστηρίων καί τῶν ἁγίων ἀρετῶν. Σέ Ἐσένα ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ εὐχαριστία, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
http://inpantanassis.blogspot.com/

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΥΠΑΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΓΓΡΩΝ



«Ο άγιος Υπάτιος που καταγόταν από την Κιλικία, υπήρξε αρχιερέας στις Γάγγρες και έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) των τριακοσίων δεκαοκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Ήταν άνθρωπος γεμάτος από Πνεύμα άγιον και αφού υπέμεινε στη ζωή του πολλούς πειρασμούς και επιτέλεσε διάφορα θαύματα έγινε ξακουστός. Ένα τέτοιο θαύμα μεγάλο είναι και το παρακάτω: Όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο γιος του μεγάλου Κωνσταντίνου, ένα τεράστιο φίδι, κυριολεκτικά ένας δράκος, κατόρθωσε να εισέλθει στα βασιλικά ταμεία, όπου φυλασσόταν όλο το χρυσάφι της χώρας, κι έκανε φωλιά δίπλα στην είσοδο. Το γεγονός προξένησε μεγάλη θλίψη στον βασιλιά, γιατί κανείς δεν μπορούσε έστω και να πλησιάσει. Στην αμηχανία του ο βασιλιάς προσκαλεί τον μακάριο Υπάτιο, τον οποίο όταν ήλθε τον υποδέχτηκε με μεγάλο σεβασμό, και του είπε για το θηρίο που παρείσφρυσε. Ο άγιος είπε: - όσο μου είναι δυνατόν, βασιλιά μου, και με τη συνέργεια του Θεού, θα κάνω αυτό που μου ζητάς. Και μη στενοχωριέσαι, διότι τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό.
Όταν είπε αυτά ο άγιος και φάνηκε από μακριά ο δράκος, ο βασιλιάς πρόσθεσε: - Πατέρα μου, μη πλησιάσεις το θηρίο χωρίς προφυλάξεις και πάθεις ό,τι έπαθαν και πολλοί άλλοι, λόγω των δικών μου αμαρτιών. - Η δική μου  προσευχή, βασιλιά, είπε ο μακάριος, δεν έχει καμία δύναμη από μόνη της. Έχε πίστη στον Θεό και Εκείνος θα δώσει τη μεγάλη και αήττητη δύναμή Του. Έπεσε τότε στη γη γονατιστός ο άγιος και προσευχήθηκε για πολλή ώρα. Όταν σηκώθηκε είπε στον βασιλιά: Διάταξε να αναφτεί μεγάλη φωτιά στο μέσον της πλατείας, στον τόπο που είναι ιδρυμένη η στήλη του Πατέρα σου, κι αυτοί που πρόκειται να την ανάψουν να παραμείνουν εκεί προσμένοντας την άφιξή μου. Το πρόσταξε ο βασιλιάς, κι ο άγιος εισήλθε κι άνοιξε τις θύρες των βασιλικών ταμείων, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έφυγαν τρομοκρατημένοι, παρακολουθώντας τα γενόμενα από μακριά. Ο άγιος πλησίασε και κτύπησε το θηρίο με μία ράβδο που κρατούσε αλλά δεν κατάφερε στην αρχή τίποτε. Οι ώρες περνούσαν και η ημέρα κόντευε να κλείσει, οπότε όλοι θεωρούσαν ότι είχε θανατωθεί από το θηρίο ο άγιος. Εκείνος όμως υψώνοντας το βλέμμα του στους ουρανούς και επικαλούμενος τον Κύριο, έβαλε στο στόμα του θηρίου τη ράβδο και είπε: Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ακολούθησέ με. Και ο δράκος, αφού δάγκωσε τη ράβδο, ακολούθησε τον άγιο, σαν να καταδιωκόταν από κάποιον.
Ο μακάριος Υπάτιος λοιπόν, αφού βγήκε από τον βασιλικό τόπο και περπάτησε όλη τη λεωφόρο μέχρι την πλατεία, σέρνοντας τη ράβδο στη γη και δι’ αυτής και τον δράκο που την είχε δαγκώσει, προκάλεσε κατάπληξη σε όλους. Διότι ήταν φοβερός ο δράκος στη θέα του, έχοντας έξι πήχεις μάκρος, κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων. Πλησίασε ο άγιος την αναμμένη μεγάλη φωτιά και λέει στο θηρίο: Στο όνομα του Ιησού Χριστού που εγώ ο ελάχιστος κηρύττω, μπες μέσα στην πυρκαγιά. Ο φοβερός δράκος τότε, υπακούοντας στη διαταγή του αγίου, σχημάτισε ένα είδος καμάρας τον εαυτό του, τον κύρτωσε προς τα κάτω κι αφού τον άπλωσε μετά πολύ ρίχτηκε στο μέσο της φωτιάς κι έγινε παρανάλωμά της. Όλοι τότε με τεράστια έκπληξη άρχισαν να δοξάζουν και να ευλογούν τον Θεό, διότι στις ημέρες τους ανέδειξε τέτοιο μεγάλο άγιο και θαυματουργό. Ο βασιλιάς τίμησε εξαιρετικά τον άγιο και τον ευχαρίστησε, και διέταξε να εξεικονιστεί η μορφή του σε σανίδα. Κι όταν ετοιμάστηκε η εικόνα του την έβαλε στο Βασιλικό ταμείο για να αποτρέπει έκτοτε κάθε τι κακό. Τον άγιο λοιπόν αφού τον κατασπάστηκε τον έστειλε και πάλι στον τόπο του.
Όταν επέστρεψε ο άγιος στην επισκοπική θέση του στις Γάγγρες, οι αιρετικοί Ναβατιανοί κινούμενοι από μεγάλο φθόνο εναντίον του, του έστησαν καρτέρι από τους τόπους που συνήθιζε να διέρχεται – κι ήταν οι περιοχές αυτές λόγω της φύσεως της περιοχής που ποίμαινε στενοί και κρημνώδεις. Τον περίμεναν λοιπόν κάποια φορά, κρυμμένοι με ρόπαλα και ξίφη, οπότε διερχόμενος εκείνος δέχτηκε ξαφνικά την επίθεσή τους, όπως επιπίπτουν τα άγρια θηρία στο θήραμά τους, κι άλλος με ξύλο, άλλος με πέτρα κι άλλος με ξίφος τον έριξαν κάτω σ’ έναν γκρεμό. Κι αφού τον έριξαν από μεγάλο ύψος, ήρθαν κοντά του έπειτα και συνέχισαν να του καταφέρουν πολλά κτυπήματα, όπως παλιότερα οι Ιουδαίοι κτυπούσαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Ο άγιος τότε, αφού τον πέταξαν στο παρακείμενο ποτάμι, ημιθανής, άπλωσε λίγο όσο μπορούσε τα χέρια του και ύψωσε τους οφθαλμούς του στους ουρανούς λέγοντας: Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή. Και την ώρα που προσευχόταν έτσι, μία γυναίκα αμαρτωλή και βρομερή στην ψυχή, σήκωσε μία μεγάλη πέτρα και τον κτύπησε στον κρόταφο, οπότε άφησε ο άγιος την τελευταία του πνοή. Και η μεν εκείνου αγία ψυχή ήταν ήδη στα χέρια του Θεού, η δε αμαρτωλή αυτή γυναίκα καταλήφθηκε από πονηρό πνεύμα, που την έκανε την ίδια πέτρα που κρατούσε να τη στρέψει πάνω της και να κτυπά το δικό της στήθος. Το ίδιο συνέβη όμως και με όλους τους φονιάδες του αγίου: άρχισαν να βασανίζονται από ακάθαρτα πνεύματα. Σηκώθηκαν και έφυγαν γρήγορα, αφού το λείψανο του αγίου το έκρυψαν σ’ έναν αχυρώνα. Κι όταν ήλθε ο γεωργός που είχε τον αχυρώνα και εισήλθε για να πάρει τροφή για τα ζώα του, άκουσε δοξολογία ουρανίων ασμάτων και καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, έτρεξε να φανερώσει και στους άλλους τα σχετικά με τον άγιο πατέρα.
Οι κάτοικοι της πόλεως Γαγγρών μαζεύτηκαν μόλις το έμαθαν και από κοινού θρήνησαν τον επίσκοπό τους. Πήραν το άγιο λείψανό του και το μετέφεραν στην πόλη τους, καταθέτοντάς το σε ξεχωριστό τόπο. Η δε γυναίκα που τον αποτελείωσε ήλθε στον τάφο του συνεχίζοντας να κτυπά τον εαυτό της με τον λίθο που τον είχε κτυπήσει, και μόλις έφτασε αμέσως θεραπεύτηκε. Παρομοίως και οι υπόλοιποι φονιάδες του αγίου που μετάνιωσαν θεραπεύτηκαν. Στον τάφο του άρχισαν να επιτελούνται έκτοτε πολλά θαυμαστά σημεία».
Μέγας θαυματουργός ο άγιος Υπάτιος, ένας από τους θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, μαζί με τον άγιο Αθανάσιο, τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Αλέξανδρο. Που σημαίνει ότι ο άγιος είχε ξεχωριστό φωτισμό στην καρδιά του, ώστε και την αλήθεια να εξαγγέλλει κατά του αιρετικού Αρείου και όλων των παραφυάδων της δαιμονικής αιρέσεώς του: την αλήθεια περί του Ιησού Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, και να γίνεται καθαρή δίοδος του Θεού προς επιτέλεση θαυμαστών σημείων για χάρη των αναγκεμένων συνανθρώπων του. Κι αυτό γιατί βεβαίως κανείς δεν μπορεί να δει την αλήθεια περί του Χριστού χωρίς φωτισμό του Θεού – «κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει τον Ιησού ως Θεό χωρίς το φως του αγίου Πνεύματος» θα πει ο απόστολος Παύλος – και κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει θαυματουργικό χάρισμα, χωρίς να έχει καθαρή καρδιά μέσω της οποίας ενεργεί στον ίδιο και στον κόσμο ο παντοδύναμος Θεός.
Ο άγιος Υπάτιος λοιπόν ήταν άνθρωπος που η πίστη γι’ αυτόν ήταν το πιο κύριο στοιχείο της ζωής του, ήταν το πρώτο ζητούμενο στην όλη πορεία του, και μάλιστα «εκ βρέφους». Από μικρός φωτίστηκε, μας λέει ο άγιος υμνογράφος του, από το φως της αγίας Τριάδος και ανατράφηκε με το γάλα της πίστεως που δίνει στον άνθρωπο τη ζωή. Κατά φυσικό τρόπο λοιπόν ήταν μία ενάρετη παρουσία μέσα στον κόσμο που έλαμψε στην Εκκλησία σαν τον ήλιο με τα θαύματά του (ωδή α΄). Ο υμνογράφος του μάλιστα επιμένει να μας παρουσιάζει τη θεόμορφη ψυχή του, αναφέροντας ότι ο άγιος με τους πνευματικούς αγώνες του κατέστη «οίκος θείου πνεύματος και εικόνα προσευχής» (ωδή γ΄). Η εγκράτεια και η νηστεία του μάλιστα ήταν εκείνη που τον έκανε να χαλιναγωγήσει τα πάθη του (ωδή α΄) σε συνδυασμό με την αγάπη του προς τη μελέτη των Γραφών. Η μελέτη αυτή μάλιστα ήταν τέτοια που τον έκανε να μοιάζει με το δέντρο που αρδεύεται από την ίδια την πηγή και γι’  αυτό παραμένει πάντοτε αειθαλές (ωδή γ΄).
Τι υποκινεί μία τόσο μεγάλη πίστη που σφραγίζει όλες τις διαστάσεις της ζωής ενός ανθρώπου και τον αναδεικνύει πράγματι φωτεινό σαν τον ήλιο; Τίποτε άλλο από αυτό που βλέπουμε σε όλους τους αγίους: η αγάπη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έγινε κατάσκοπος του Θεού ο Υπάτιος, σημειώνει ευφυώς ο άγιος ποιητής, με την έννοια ότι όλη την έφεση της ψυχής του την είχε στραμμένη προς την απόκτηση της γνώσεως Εκείνου. «Φάνηκες καθαρό έσοπτρο της αγίας Τριάδος, Πατέρα Υπάτιε. Γιατί αγάπησες να κατοπτεύεις με καθαρό τρόπο, δηλαδή μακριά από την αμαρτία και με την τήρηση των εντολών του Θεού, τη γνώση του Θεού μας» (ωδή δ΄). «Η έφεσή σου, Πατέρα, ήταν προς το νερό της θείας αναβάσεως και ορεγόσουν το άυλο κάλλος του Παραδείσου» (ωδή ε΄).
Κι είναι τούτο μία αλήθεια που συχνά την ξεχνάμε: πηγή της χριστιανικής αληθινής πίστεως είναι η αγάπη. Όσο κανείς θερμαίνει την αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τόσο βλέπει αισθητά μέσα στην καρδιά του να φουντώνει και η πίστη του στον Χριστό. Πίστη και αγάπη αποτελούν ιερό ζεύγος και δεν υφίσταται ποτέ η μία χωρίς την άλλη πραγματικότητα. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος με σοφία διαπιστώνει εν προκειμένω την τραγικότητα του αιρετικού Ναβάτου, που «κήρυσσε τα αντίθεα δόγματα» (ωδή θ΄) με τη σκληρότητά του να αρνείται τη μετάνοια στους αδύναμους ανθρώπους. «Καθώς πνιγόταν ο Ναβάτος στον βυθό της απιστίας και πρόσθετε τη θηλειά της απόγνωσης σ’ αυτούς που είχαν πέσει στα ατιμωτικά πάθη, έσβησε τη μετάνοια. Αυτήν τη μετάνοια άστραψε για τους πιστούς ο άγιος Υπάτιος και κατέφλεξε τον Ναβάτο» (ωδή ζ΄). 

http://pgdorbas.blogspot.com/

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΔ´ 1 - 6
1 ΣΟΦΑΙ γυναῖκες ᾠκοδόμησαν οἴκους, ἡ δὲ ἄφρων κατέσκαψε ταῖς χερσὶν αὐτῆς. 2 ὁ πορευόμενος ὀρθῶς φοβεῖται τὸν Κύριον, ὁ δὲ σκολιάζων ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ ἀτιμασθήσεται. 3 ἐκ στόματος ἀφρόνων βακτηρία ὕβρεως, χείλη δὲ σοφῶν φυλάσσει αὐτούς. 4 οὗ μή εἰσι βόες, φάτναι καθαραί· οὗ δὲ πολλὰ γεννήματα, φανερὰ βοὸς ἰσχύς. 5 μάρτυς πιστὸς οὐ ψεύδεται, ἐκκαίει δὲ ψευδῆ μάρτυς ἄδικος. 6 ζητήσεις σοφίαν παρὰ κακοῖς καὶ οὐχ εὑρήσεις, αἴσθησις δὲ παρὰ φρονίμοις εὐχερής.

Νεοελληνική απόδοση:
Γυναῖκες συνεταὶ καὶ φρόνιμοι, μὲ τὴν οἰκοκυροσύνην τῶν, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν ἀφοσίωσίν των εἰς τὸν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα των ἔκτισαν σπίτια· ἐνῷ ἡ ἄφρων καὶ ἄμυαλη, μὲ τὴν σπατάλην, τὴν ὀκνηρίαν καὶ τὴν παραμέλησιν τῶν καθηκόντων της ἐξεθεμελίωσε μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια τὸ σπίτι της καὶ τὸ κατέστρεψεν. 2 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καλὴν διαγωγὴν καὶ εἶναι τίμιος καὶ εἰλικρινής, φοβεῖται τὸν Θεόν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει εἰς τοὺς κακοὺς δρόμους, θὰ κατεντροπιασθῇ. 3 Ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἀφρόνων βγαίνει ράβδος καὶ μαστίγιον, ποὺ κινεῖται μὲ ὕβρεις καὶ προσβάλλει τοὺς ἄλλους, ἐνῷ τὰ χείλη τῶν φρονίμων προσέχουν τὶ θὰ εἴπουν καὶ προφυλάσσουν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς συνεπείας τῶν παρεκτροπῶν τῆς γλώσσης. 4 Ὅπου δὲν ὑπάρχουν βόδια, αἱ φάτναι καὶ τὰ βουστάσια εἶναι καθαρά, ὅπου δὲ βλέπεις πολλὰ γεννήματα καὶ εἰσοδήματα, ἐκεῖ εἶναι φανερὰ ἡ ἀξία καὶ ἡ δύναμις τοῦ βοδιοῦ, ποὺ καλλιεργεῖ τὰ χωράφια. 5 Ὁ φιλαλήθης μάρτυς δὲν ψεύδεται ποτέ, ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἐκβιασθῇ, ἐνῷ ὁ ψευδομάρτυς χαλκεύει διαρκῶς ψέματα, ποὺ κατακαίουν καὶ καταστρέφουν τὸν πλησίον. 6 Θὰ ζητήσῃς σοφίαν καὶ σύνεσιν εἰς τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν θὰ εὕρῃς, ἐνῷ τὸ λεπτὸν ἠθικὸν αἰσθητήριον εὔκολα εὑρίσκεται εἰς τοὺς φρονίμους καὶ συνετούς.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε τέλειοι καὶ ἅγιοι. Νὰ ἀναδειχθοῦμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἂς προσέξουμε μήπως, γιὰ χάρη τῆς παρούσας ζωῆς, στερηθοῦμε τὴ μέλλουσα, μήπως, ἀπὸ τὶς βιοτικὲς φροντίδες καὶ μέριμνες, ἀμελήσουμε τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας.

Άγιος Νεκτάριος

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Η μετάνοια είναι εργόχειρο πού δεν τελειώνει ποτέ (από το Γεροντικό)



Οταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό:
“Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ΄ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;”
Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται και να κάνει εργόχειρο. Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν, και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του. Ύστερα πάλι σηκωνόταν για προσευχή.
Ήταν άγγελος Κυρίου που είχε σταλεί για να διορθώσει τον Αντώνιο και να του δώσει σιγουριά και άκουσε τον άγγελο να του λέει:
“Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς”.
Και ο Αντώνιος όταν τ” άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι κάνοντας προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του.
*****
Ζούσε κάποτε στην Αλεξάνδρεια ένας μορφωμένος άνθρωπος που τον έλεγαν Κοσμά. Ήταν αξιοθαύμαστος και πολύ ενάρετος, με ταπεινό φρόνημα, σπλαχνικός, εγκρατής, παρθένος, άνθρωπος της ησυχίας, φιλόξενος, φίλος των φτωχών. Επειδή εγώ του είχα μεγάλη οικειότητα, μια φορά του λέω:
“Κάνε αγάπη, πόσο χρόνο ζεις τη ζωή της ησυχίας; ” Επειδή σώπαινε και δεν μου έδινε κα μια απάντηση, πάλι του λέω: “Για χάρη του Κυρίου πες μου”. Κι εκείνος, αφού για λίγο κρατήθηκε, μου λέει:
“Έχω τριάντα τρία χρόνια”.
Πάλι του λέω: “Κάνε τέλεια την αγάπη, γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι για ωφέλεια της ψυχής σε ρωτώ, πες μου: σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα της ησυχαστικής σου ζωής, τι κατόρθωσες;”
Εκείνος, αφού αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς, μου λέει: “Ένας άνθρωπος κοσμικός τι μπορεί να κατορθώσει και μάλιστα τη στιγμή που κάθεται στο σπίτι του; ”
Όμως εγώ τον παρακαλούσα: “Για χάρη του Κυρίου πες μου και ωφέλησέ με”. Και επειδή τον πίεσα πολύ, είπε:
“Συγχώρεσέ με, αυτά τα τρία ξέρω ότι κατόρθωσα: να μη γελώ, να μην ορκίζομαι και να μη λέω ψέματα”.
*****
Είπε ο αββάς Λογγίνος:
“Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα,
η αγρυπνία καθαρίζει τον νου,
· η ησυχία φέρνει το πένθος,
· το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον απαλλάσσει από την αμαρτία”.
Ο αββάς Λογγίνος είχε μεγάλη κατάνυξη την ώρα της προσευχής και της ψαλμωδίας του, και μια φορά του λέει ένας μαθητής του:
“Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, να κλαίει ο μοναχός, όταν κάνει την ακολουθία του; ”
Και ο Γέροντας του απαντά:
“Ναι, παιδί μου, αυτός είναι ο κανόνας, που επιζητεί ο Θεός. Βέβαια ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά να χαίρεται και να ευφραίνεται και να τον δοξάζει, όπως οι άγγελοι, με την καθαρή και αναμάρτητη ζωή του. Όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία και γι αυτό είναι ανάγκη να κλαίει, ενώ όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν έχει θέση το κλάμα”.

https://simeiakairwn.wordpress.com/

Δεν τον αφήνει ο εγωισμός του…



Δημήτριος Παναγόπουλος
Και ενώ ο άνθρωπος όλα τα πιστεύει με καταπληκτική αφέλεια…
Πιστεύει για παράδειγμα, ότι το νερό που πίνει στη βρύση δεν είναι δηλητηριασμένο, ώστε το πίνει χωρίς να το εξετάσει μικροβιολογικά…
Πιστεύει και πίνει…
Πιστεύει και τρώει…
Πιστεύει και παίρνει το φάρμακο…
Πιστεύει στον ιατρό και χειρουργείται…
Πιστεύει στο αεροπλάνο και επιβιβάζεται…
Πιστεύει, ότι αυτό που θα σπείρει, σε λίγο καιρό θα το θερίσει…
Πιστεύει στο δάσκαλο ότι β και α κάνουν βα…
Πιστεύει στα πάντα και προχωρεί!…
… Όταν όμως φτάσει στο θέμα της πίστεως στο Χριστό, εκεί λέει:
Α, αυτό άστο δεν Τον πιστεύω, αυτά είναι παραμύθια… αυτά είναι για τους αφελείς ανθρώπους!
Διάβασε άπιστε άνθρωπε τον σοφό Σολομώντα, που σε ρωτάει:
Πες μου άνθρωπε, πώς διαμορφώνονται τα οστά του εμβρύου, στα κοιλιά της μάνας; Και δεν είναι μόνο ότι διαμορφώνονται τα οστά, αλλά και μερίζονται και συναρμολογούνται, κατά αναλογία της εργασίας και της διακονίας που πρόκειται να προσφέρουν. Ποιός τα κόλλησε, ποιός τα έβαλε;
Ποιός σε έφτιαξε την καρδιά σου και την έβαλε μπρος;
Ποιός σου έφτιαξε τους πνεύμονες και ποιός σου έβαλε το αίμα μέσα στις φλέβες σου;
Ποιός σου έβαλε φατνίο και σου χάραξε τα δόντια; Ποιός;
Πώς η μάνα σου τρώει και πίνει και βγάζει γάλα, μόνο την περιόδο του θηλασμού; Πώς γίνεται;…
Κόκκαλο! Τίποτα, ουδεμία απάντηση και καμμία εξήγηση…
Δεν τον αφήνει ο διάβολος να τα φιλοσοφήσει όλα αυτά… δεν τον αφήνει να πιστέψει στον Χριστό, τη στιγμή που όλη η ζωή του είναι μια διαρκής πίστη, εκτός από την πίστη στο Χριστό. Δεν τον αφήνει ο εγωισμός του…

https://simeiakairwn.wordpress.com/

Λόγοι Διδαχῆς (Άγιος Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης)



Ὑπακοὴ
Κάποια καλογριούλα μοῦ ἔγραψε, λέει: Γέροντα, ἀκοῦμε ὅτι θά 'ρθουν οἱ Τοῦρκοι καὶ δὲν ξέρουμε τί θὰ κάνουμε.
- Ἄ! ἄκουσε, παιδάκι μου, τῆς λέω. Δὲν ἔχεις ὑπακοή. Διότι ἂν εἶχες ὑπακοή, τότε: «Τί μὲ νοιάζει ἐμένα; Ὅ,τι μοῦ πεῖ ἡ Γερόντισσα• ὅ,τι μοῦ πεῖ ἡ Γερόντισσα. Δὲν εἶναι Γερόντισσα ἡ Μ.; Ἔ, ὅ,τι πεῖ ἡ Μ., ἐμένα δὲν μὲ νοιάζει». Αὐτὴ εἶναι ὑπακοή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ φοβᾶσαι, ἔχεις θέλημα μέσα σου, ἔχεις θέλημα.
***
Ξέρετε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Γέροντάς μας (Ἰωσήφ) ἦταν τῶν ἄκρων ἡσυχαστὴς καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ ὅμως δὲν μᾶς παρέδωσε ὡς πρῶτο τὴν ἡσυχία ἢ τὴ νοερὰ προσευχή, ἀλλά μᾶς παρέδωσε τὴν ὑπακοή, τὸ κοινόβιο!
***
Καὶ τὰ βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἂν παρακολουθήσετε, θὰ δεῖτε ὅτι πολλοὶ μὲ εὐκολία, μὲ πολλὴν ἄνεση ἁγίασαν, ἁγιάσθησαν οἱ ψυχές των, δίχως νὰ κάνουν κόπους, δίχως νὰ κάνουν θυσίες, δίχως νὰ κάνουν ἀσκητικοὺς ἀγώνας, ἀλλὰ τί; Ἐδιάλεξαν τὴν ὑπακοή.
***
Ἡ ὑπακοὴ φέρει τὸν ἄνθρωπο ὄχι μόνο σὲ ἀπάθεια σωματική, ἀλλὰ καὶ πνευματική.
***
Βολιδοσκοπήσατε ἀπὸ ποῦ ξεκινάει, ἡ ὑπακοή. Ἀπὸ τὴν Τριαδικὴ Θεότητα. Ὁ Χριστὸς λέει ὅτι «ἦρθα νὰ κάνω ὄχι τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Λούκ. 22, 42). Ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ ὑπακοή. Γι' αὐτὸ καὶ ὅποιος κάνει ὑπακοή, γίνεται μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ!
***
Βεβαιώθηκα μὲ πείρα ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἀνωτέρα τῆς προσευχῆς.
***
Θέλεις ν' ἀποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, ὅταν λὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», νὰ τρέχουν τὰ δάκρυα ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια σου; Θέλεις νὰ ζήσεις τὴ ζωὴ τῶν ἀγγέλων; «Εὐλόγησον», «νά 'ναι εὐλογημένο». Ὑπακοή.
***
Ὁ μεγάλος ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ μὴν πιστεύει τὸν λογισμό του. Ἔ, ὁ Γέροντας τώρα λείπει, ρώτησε τὸν ἀδερφό σου κι ὅ,τι σοῦ πεῖ ν' ἀκούσεις. Δὲν εἶναι μικρὸς ἀγώνας νὰ ρίξεις τὸν ἑαυτό σου κάτω, δὲν εἶναι μικρὸς ἀγώνας. Μὰ ἀλλιῶς δὲν γίνεται, ἀλλιῶς δὲν γίνεται. Ἂν θέλεις ν' ἀκολουθήσεις τὸν καλογερικὸ νόμο, ἐκεῖ θὰ πατήσεις.
***
Ἐρώτησαν κάτι καλογριοῦλες καὶ τὸν πατερ-Γεράσιμο, τὸν Ὑμνογράφο.
- Πατερ-Γεράσιμε, τί θὰ πεῖ τυφλὴ ὑπακοή;
- Νὰ σᾶς πῶ, λέει. Εἶπε ἡ Ἡγουμένη• φέρε, Εὐπραξία, ἕνα ποτήρι νερό. Τό 'φερες. Χῦσ' το. Τό 'χυσες. Βρὲ παλαβή, γιατί τό 'χυσες τὸ νερό; Εὐλόγησον. Νὰ μὴ δικαιολογηθεῖς• μὰ καλά, ἐσὺ δὲν μοῦ 'πες νὰ τὸ χύσω τὸ νερό; Ὄχι ἔτσι, λέει. Εὐλόγησον, αὐτὴ εἶναι ἡ τυφλὴ ὑπακοή.
Ἂν δὲν κάνεις τυφλὴ ὑπακοή, δὲν ἀνεβαίνεις ἀπάνω σὲ πνευματικὲς σκάλες. Εἶδες αὐτὸ τὸ Γεροντάκι πῶς εἶπε; Αὐτὴ εἶναι ἡ τυφλὴ ὑπακοή, νὰ μὴ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου. Ὄχι μόνο στὸν Γέροντα, καὶ στὸν ἀδερφό σου. Καὶ στὸν ἀδερφό σου νὰ μὴ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ πάντοτε νὰ τὸν ἔχεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλους.
***
Αὐτὸς ὁ ὁποῖος κάνει ὑπακοὴ στὸν Γέροντά του, μιμεῖται τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Πατέρα Του. Καὶ ὑποχρεοῦται κατὰ συνέχειαν ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος Τὸν μιμεῖται.
***
Ἂν ζητᾶτε ἕνα πράγμα ἀπὸ τὸν Γέροντα, προδιαθέσατε τὸν λογισμό σας• ἐὰν μὲν σᾶς ἀκούσει, «νά 'ναι εὐλογημένο», ἐὰν δὲν σᾶς ἀκούσει, πάλι «νά 'ναι εὐλογημένο». Μὴν προδιαθέτετε τὸν λογισμό σας ὅτι θὰ σᾶς ἀκούσει ὁ Γέροντας καὶ ἂν κατόπιν δὲν σᾶς ἀκούσει, καὶ θὰ σκουντουφλιάσετε.
***
Πολλὲς φορὲς κι ἐμεῖς, νὰ ποῦμε, ὡς Γέροντες μπορεῖ νὰ κάνουμε κι ἕνα λάθος. Ἐσὺ ὅμως ποὺ θὰ κάνεις ὑπακοή, θὰ σοῦ βγεῖ σὲ καλό, δὲν θὰ σοῦ βγεῖ σὲ κακό! Ποτὲς ἡ ὑπακοὴ δὲν βγαίνει σὲ κακό, διότι εἶναι μίμησις Χριστοῦ.
***
Ἔκανες ὑπακοή, θὰ πᾶς στὸν παράδεισο, δὲν ἔκανες ὑπακοή, δὲν πάει νὰ κάνεις νοερὰ προσευχή, δὲν πάει νὰ μεταλαμβάνεις, δὲν πάει νὰ λειτουργᾶς, προορίζεσαι γιὰ τὴν κόλαση. Νὰ καὶ ὁ Ἀδάμ, νὰ καὶ ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος, νὰ καὶ ὁ Γιεζῆ, ὅλα αὐτὰ τὰ παραδείγματα βεβαιώνουν ὅτι περισσότερο ὁ Θεὸς ἀναπαύεται στὴν ὑπακοὴ παρὰ στὶς ἄλλες ἀρετές, νὰ ποῦμε. Καὶ οἱ ἄλλες ἀρετὲς συνδράμουν• ὅπως ἐνεργεῖ ἡ ὑπακοὴ δὲν ἐνεργοῦν οἱ ἄλλες ἀρετές. Γι’ αὐτὸ περισσότερο ἐπιμεληθεῖτε τὴν ὑπακοή.
***
Νὰ σᾶς πῶ, σ’αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, σὲ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ ἔχουμε μέσα μας, τὴ χάρη δηλαδή, μπορεῖ νὰ τὴν αὐξήσουμε, μπορεῖ νὰ τὴν ἐλαττώσουμε. Ἂν εἶναι τώρα πέντε βαθμῶν, αὔριο μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε δέκα, τριάντα, πενήντα, ἑκατό. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται, ἂν εἶναι τώρα δέκα βαθμούς, νὰ τὴν κάνουμε ὀχτώ, πέντε, τρία, ἕνα, ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὴν αὐταπάρνηση, ἀπὸ τὴν πεποίθηση, τὴν εὐλάβεια, τὸν σεβασμὸ ποὺ θά 'χουμε στὸν Γέροντα. Ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ ποὺ θά 'χουμε στὸν Γέροντα αὐτὸ τὸ φῶς αὐξάνει. Καὶ ὄχι μόνο στὸν Γέροντα, ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας νά 'χουμε ὑπακοή.
***
Μακάριος ἐκεῖνος ὁ ἀδερφὸς ὁ ὁποῖος, προτοῦ νὰ τελειώσει τὸν λόγο ἢ ὁ Γέροντας ἢ ὁ παραδερφός του, «νά 'ναι εὐλογημένο». Σὲ εἶπεν ἕνας ἀδερφός: «Ἔλα, πάτερ, νὰ μὲ βοηθήσεις ἐδῶ», «νά 'ναι εὐλογημένο». Ἀκολούθησε αὐτὸν τὸν δρόμο, νὰ δεῖς τί θὰ αἰσθανθεῖς μέσα. Τί εἰρήνη, τί γαλήνη θὰ αἰσθανθεῖς! Ἐνῶ, «περίμενε πέντε λεφτὰ κι ἔρχομαι»...
***
Ἂν προσέξεις, ὁ Χριστὸς πρῶτα προσεύχεται στὸν Πατέρα καὶ ὕστερα προβαίνει σὲ θαυματουργία.
***
Κοινόβιο
Τὸ Κοινόβιο εἶναι ἡ Κιβωτὸς τοῦ Νῶε.
***
Βολιδοσκοπήσατε καὶ τὰ βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Πολλοὶ στὸ κοινόβιο ἁγίασαν, στὴν ἐρημία ὀλίγοι, ὀλίγοι. Διότι ὁ ἐρημίτης ὅλο τὸ θέλημα τοῦ κάνει. Τὸ τέλειο εἶναι τὸ κοινόβιο, ὅλοι μαζί. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸ κοινόβιο παρέδωσε, ὅλοι μαζὶ τράπεζα, ὅλοι μαζὶ στὴν προσευχή, ὅλοι μαζί.
***
Τὴν ὑπακοὴ φοβᾶται ὁ διάβολος, διότι εἶναι μίμησις Χριστοῦ. Ὅπως λέει καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἂς ἔχει τὰ βουνὰ καὶ τὰ ὄρη ὁ Ἰωαννίκιος, ἐμεῖς ἐδῶ ὅλοι μαζεμένοι ἐν πνεύματι ἀγάπης, μὲ διάφορους χαρακτήρας, μὲ διάφορα ἐπαγγέλματα, μὲ διάφορες ἡλικίες, ὅλοι ἀγαπημένοι, ἡνωμένοι νὰ ὑμνολογήσουμε τὸν Θεό. Βλέπετε ὁ ἅγιος Θεόδωρος πῶς μιλοῦσε; Ἅγιος, δὲν ἐπαινοῦσε τὴν ἡσυχία. Εἶναι καὶ ἡ ἡσυχία καλή. Ἀλλὰ τὴν σήμερον ἡμέραν, ἐγὼ τουλάχιστον δὲν τὴν ἐπαινῶ.
***
Γέροντας
Σοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Μὴ φοβᾶσαι»; Μὴ φοβᾶσαι!
***
Ἂν κάνεις διάκριση σ' ὅ,τι σοῦ λέει ὁ Γέροντας, δὲν εἶσαι ὑποτακτικός, εἶσαι ἐλεγκτὴς τοῦ Γέροντος.
***
Ὅση εὐλάβεια ἔχετε, ὅση αὐταπάρνηση ἔχετε, ὅση πίστη ἔχετε εἰς τὸν Γέροντά σας, τόσο καὶ περισσότερο λαμβάνετε.
***
Κάποιος ἀπὸ ἕνα μοναστήρι ἦρθε στὸ σπίτι καὶ λέει: «Μὰ ὁ Γέροντας ἀλάθητος εἶναι; δὲν φταίει;» «Ἂ, ἄκουσε, παιδί μου», τοῦ λέω, «ἂν βάλεις τέτοιο θεμέλιο ὅτι ὁ Γέροντας φταίει, ποτὲ δὲν θὰ ὀρθοποδήσεις. Ἦρθες νὰ κάνεις ὑπακοὴ ἢ ἦρθες νὰ κρίνεις τὸν Γέροντα, πότε λέει ἀλήθεια, πότε λέει ψευτιά;»
***
Μά, πῶς ἀναπαύεται ἡ ψυχὴ τοῦ Γέροντα ὅταν κάνει ὑπακοὴ ὁ ὑποτακτικός! Μὰ πῶς ἀναπαύεται! Πῶς, δηλαδή, ἀπὸ μέσα ἀπ' τὴν ψυχὴ βγαίνει ἡ ἀνάπαυσις, ἡ εὐχὴ «ὁ Θεός, παιδί μου, νὰ σ' εὐλογήσει», καὶ σὲ πιάνει ἡ εὐχὴ αὐτή.
***
Πολλὰ μὲ δίδαξε καὶ ἡ ὑπακοή, πολλὰ διδάχτηκα καὶ ὡς Γέροντας. Ἔτσι εἶναι. Νὰ θυσιάσω τὸν ἑαυτό μου, μόνο νὰ σὲ δῶ ἐσένα, τὸ παιδί μου, νὰ πᾶς στὸν Παράδεισο• αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μου ὁ παράδεισος, νὰ εἶσαι 'συ στὸν παράδεισο κι ἐγὼ ἂς καῶ, ἂς καῶ. Ἔτσι εἶναι. Δὲν μετριέται ἡ πατρικὴ ἀγάπη. Καὶ ὡς Γέροντας καὶ ὡς ὑποτακτικός, πῆρα μία πείρα. Σαράντα χρόνια ὑποτακτικὸς καὶ δέκα-δεκαπέντε χρόνια ὡς Γέροντας. Εἶδα καὶ τὴ μία ἀγάπη καὶ τὴν ἄλλη ἀγάπη. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη, πάτερ μου, εἶναι πολὺ ψηλά, πολὺ ψηλά!
***
Ὅσο ἰσχύει ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντά σου, δὲν ἰσχύει ὅλη ἡ οἰκουμένη. Πῆρες τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντά σου; Μὴ φοβᾶσαι πουθενά.
***
Ὅταν βλέπω μπροστά μου ὅτι ὁ ἄλλος θὰ κάνει ἀντιλογία, ὀπισθοχωρῶ ἐγώ, γιὰ νὰ μὴν προβεῖ ὁ ἄλλος ὅτι, «Γέροντα, μὰ ἔτσι...» Ὀπισθοχωρῶ ἐγώ. Ὀπισθοχωρῶ. Γιὰ νὰ μὴν ἔρθει ὁ ὑποτακτικός μου σὲ θέση νὰ πεῖ, «Γέροντα, δὲν θὰ μπορέσω νὰ τὸ κάνω». Ὅταν τὸ βλέπω αὐτό, ὀπισθοχωρῶ, γιὰ νὰ μὴ γίνω ἐγὼ αἰτία νὰ κάνει αὐτὸς παρακοή. Εἶναι καὶ κάποια διάκριση ἐκεῖ μέσα, νὰ ποῦμε. Ἔτσι εἶναι.
***
Ὑποτακτικὸς
Ὁ ὑποτακτικὸς εἶναι, βασιλιάς, δὲν ἐλέγχεται.
***
Ξέρετε πῶς ἤμουνα τότε, ὅταν ἤμουν ὑποτακτικός; Ἤμουνα ἀετός!
***
Ὁ ὑποτακτικὸς δὲν ἔχει λογοθέσιο, δὲν ἔχει τελώνια, διότι ἔχει τὸ μητρῶο του λευκό. Ὅταν ἔχεις τὸ μητρῶο σου λευκό, δὲν μποροῦν νὰ σὲ πιάσουν οἱ δαίμονες• ἐννοῶ, ὅταν κάνεις ὑπακοή.
***
Γιατί μᾶς εἶπε κι ἕναν λόγο ὁ Γέροντας: «Ἂν δὲν γίνεις καλὸς ὑποτακτικός, καλύτερα νὰ μὴ γινόσουνα καλόγερος»! Βαρὺς ὁ λόγος, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια λέει.
***
Ὁ ὑποτακτικὸς δὲν φοβᾶται, Θεό, ὄχι ὅτι εἶναι ἀθεόφοβος, ὄχι• «ἡ πολλὴ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον» (Α' Ἰω. 4, 18).
***
Αὐτὸς ὁ ὁποῖος κάνει ὑπακοή, αὐτὸς βραβεύεται, αὐτὸς ἀμείβεται, αὐτὸς στεφανώνεται. Καὶ ὁ πρῶτος (ὁ ἐντελλόμενος) βέβαια, ἀλλὰ περισσότερο ὁ ὑποτακτικός. Διότι ὁ ὑποτακτικὸς εἶναι ἴδιος ὁ Χριστός, μιμεῖται τὸν Χριστόν.
***
Αὐτοέλεγχος – Ζῆλος
Ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται, νὰ εἶναι ὁμαλός, ἡσύχιος ὁ νοῦς, ἀπό σᾶς ἐξαρτᾶται. Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἄν σᾶς ἐπιτεθεῖ ἢ ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ συνασκητοῦ σας, τοῦ συγκοινοβιάτου σας. Ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ γίνεις αἴτιος τῆς σωτηρίας σου, ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ γίνεις αἴτιος τῆς ὄχι σωτηρίας σου, ἀπὸ ἐσένα ἐξαρτᾶται. Ὅταν ἐσὺ θέλεις τὴ σωτηρία σου καὶ βιάζεις τὸν ἑαυτό σου, ὅλα κατ' εὔχην ἔρχονται.
***
Μετεωρισμὸς - Συγκέντρωση
Ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον ζεῖ, πρέπει πάντοτε νὰ ἀγωνίζεται. Καὶ ὁ πρῶτος ἀγώνας εἶναι νὰ νικήσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ πρῶτος καὶ ὁ κυριότερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ὄχι. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του ἐπίβουλος. Καὶ τοῦτο διότι δὲν ἀκούει τὸν ἄλλον, ἀκούει τί τὸν λέει ὁ λογισμός του. Ἐνῶ ἔχουμε τόσους ἁγίους Πατέρες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε διαβάζοντας τὰ συγγράμματά τους, ἐντούτοις ὅμως τὸ ἐγώ μας μᾶς κυριεύει πολλὲς φορές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὁ μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας καὶ τροπαιοφόρος καὶ νικηφόρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ!
***
Ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι γραμμένη στὴ Γραφή. Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦνται, ἀλλὰ ὑποφέρουν ἑκουσίως γιὰ τοὺς ἄλλους.
***
Θὰ κάνεις ὑπομονὴ στὰ δικά σου τὰ πάθη, θὰ κάνεις καὶ στὰ δικά μου. Ἔτσι θὰ γίνεις ἅγιος.
***
Προσευχή
Ἡ καλυτέρα προσευχὴ εἶναι ὅ,τι ἐσὺ ἐπινοεῖς ἐκείνην τὴν ὥρα. Δὲν εἶναι μόνον, θέλω νὰ διαβάσουμε Μετάληψη νὰ μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αὔριο. Ἂ, «ἀπὸ ρυπαρῶν χειλέων, ἀπὸ βδελυρᾶς καρδίας...»• διαβάζουμε, οὔτε καταλαμβάνουμε τί λέμε. Ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ βρεῖς προσευχή, ἐσὺ ὁ ἴδιος• ὁπότε καταλαμβάνεις τί λὲς εἰς τὸν Θεό. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη δύναμη, νὰ ποῦμε, μεγάλη δύναμη!

Ἀπὸ τὸ «Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης», 
ἔκδ. Ι. Ἡσυχαστηρίου «Ἅγιος Ἐφραίμ», Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους 2000. 
http://inpantanassis.blogspot.com/

Ο άνθρωπος, αυτή η εικόνα και ομοίωση του Θεού, τι άλλο μπορεί να είναι, αν όχι αγάπη;



- Πάτερ Ραφαήλ, αναφέρατε πολλές φορές την αληθινή αγάπη, στην οποία εμπεριέχονται η συγχώρηση, νηστεία, η θυσία. Πώς εξηγείτε το ότι αυτή η αγάπη κατάντησε να γίνει εμπαθής;
- Κάθε άνθρωπος ζητάει την αλήθεια, αναζητά τη ζωή. Ψάχνει να βρει από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Θυμάμαι που είχε πει κάποτε ο γέροντας Σωφρόνιος: «Κανένας άνθρωπος δεν θέλει να αμαρτήσει». Και ακούγοντάς το έμεινα έκπληκτος, διότι ήξερα ότι όλοι θέλουμε να αμαρτήσουμε, μόνο που απαγορεύεται. 
Όμως, πράγματι, δεν είναι αλήθεια! Αυτό που ζητάει ο άνθρωπος δεν είναι η αμαρτία. Η αμαρτία ουσιαστικά είναι μια παραμόρφωση. Η αμαρτία είναι το μη ον, δεν υπάρχει. Δεν τη δημιούργησε ο Θεός και ό,τι δεν δημιούργησε ο Θεός, δεν υπάρχει.
Τι είναι αμαρτία; Αυτό που είπαμε: μια παραμόρφωση. Για παράδειγμα θα σας πω μια ιδέα που ήρθε στον νου μου για τη βρομιά, για την κοπριά, ας πούμε.
Το ότι στον σταύλο υπάρχει κοπριά δεν μας ενοχλεί, μόνο που πρέπει, πού και πού, να την καθαρίζεις. Για το χωράφι μου, όπου θα σπείρω σιτάρι, η κοπριά είναι χρυσός, αλλά για το χαλί του σαλονιού μου -όχι, ευχαριστώ! Εκεί είναι βρομιά! Η βρομιά δεν έχει να κάνει με το “τι είναι”, αλλά με το “πού είναι”. Κάπως έτσι γίνεται και με την αμαρτία.
Το ίδιο συμβαίνει και με την αγάπη -που είναι το ερώτημά σας. Ο Θεός είναι αγάπη! Το περασμένο καλοκαίρι επισκέφτηκα τρεις φορές τον γέροντα Διονύσιο τον Αγιορείτη, έναν ενάρετο Ρουμάνο γέροντα. Ανάμεσα στα άλλα, τρεις φορές είπε αυτόν τον λόγο: «Αδελφοί, φυλάτε την αγάπη- διότι η αγάπη είναι από τον Θεό!» Και βέβαια είναι από τον Θεό, αφού είναι ο ίδιος ο Θεός!
Επομένως ο άνθρωπος, αυτή η εικόνα και ομοίωση του Θεού, τι άλλο μπορεί να είναι, αν όχι αγάπη; 
Και αν η αγάπη στον άνθρωπο πεθάνει, αυτός και πάλι την αγάπη θα αναζητά. Και αν δεν τη βρει «εν πνεύματι καί άληθεία», όπως λέει ο Κύριος, τότε ο άνθρωπος, μέσα στην απελπισία και στο σκοτάδι του, θα ζητήσει να τη βρει σε λάθος μέρος και με λάθος τρόπους, αλλά ακόμη και έτσι την αγάπη θα αναζητά. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει θεϊκή αγάπη, τότε πορνεύει και θεωρεί ότι αυτό είναι αγάπη. Κάποια στιγμή απογοητεύεται, και τότε, σαν τον άσωτο υιό, ίσως συνέλθει και γυρίσει να αναζητήσει την αλήθεια- αλλά -Θεός φυλάξοι!- μπορεί και όχι. 
Πάντως ο άνθρωπος δεν μπορεί χωρίς αγάπη, όπως δεν μπορεί και χωρίς τον λόγο του Θεού. Ο Θεός μάς δίνει τις εντολές Του, που όπως μας λέει ο απόστολος, δεν είναι βαριές, δεν μας δυσκολεύουν. 
Όταν ο Θεός μάς δίνει εντολή για κάτι, μας φανερώνει αυτό που είμαστε ή αυτό που πρέπει να γίνουμε.
Το συμπέρασμά μας είναι: μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας, έστω και χωρίς επίγνωση, ο άνθρωπος ποθεί την αλήθεια.
Πεινάει και διψάει για την αλήθεια, και μη γνωρίζοντας πού πραγματικά βρίσκεται, την αναζητά αλλού. Και έτσι γεύεται την παραμορφωμένη αγάπη.

Από το βιβλίο του ιερομονάχου Ραφαήλ Νόικα 
«Η καλλιέργεια του πνεύματος»
http://inpantanassis.blogspot.com/

Ο ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΣΙΝΑ



ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΓΟΥΔΑ
Ἡ ἀναχώρηση καί ἡ πορεία
Ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος, ὁ Γέροντας τοῦ Ἰωάννη, ἔκανε τίς τελευταῖες του μετάνοιες, ἀσπάστηκε τόν Τίμιο Σταυρό, καί στράφηκε στόν ὑποτακτικό του.
«Εἶσαι ἕτοιμος, παιδί μου;» εἶπε καί ἀγκάλιασε μέ τό βλέμμα του στοργικά τόν νεαρό μοναχό. «Εἶναι ἀρκετή ἡ ἀπόσταση μέχρι τήν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ καί πρέπει νά σπεύσουμε. Κάθε καθυστέρηση μπορεῖ νά μᾶς στοιχίσει ὄχι μόνον τήν ἔλλειψη τοῦ φωτός, ἀλλά καί τό νά μή δοῦμε τόν Γέροντα. Κι εἶναι μεγάλη ἡ εὐκαιρία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος, νά ἔχουμε, ἔστω καί γιά μικρό διάστημα, στήν εὐρύτερη περιοχή μας, τόν μεγάλο ἀββᾶ Ἰωάννη».
«Ἕτοιμος εἶμαι, Γέροντα. Τό σακκούλι μας ἑτοιμάζω μέ κάποια  παξιμάδια καί λίγο νερό γιά τήν πορεία μας».
Ἔκλεισαν τό κελλί τους καί διάβηκαν τή βαριά θύρα τοῦ μοναστηριοῦ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ γιά τό σπουδαῖο προσκύνημά τους. Εἶχε τελειώσει ἡ πρωϊνή ἀκολουθία, ὁ Γέρων Μαρτύριος εἶχε κανονίσει ἐπακριβῶς τά τῆς ἀπουσίας τους μέ τούς ὑπευθύνους καί ἡ Ἁγία τούς κατευόδωνε καί τούς εὐλογοῦσε χαρωπή. Χαιρόταν καί ἀναγάλλιαζε ἡ ψυχή της πού τέτοιες ἁγιασμένες ὑπάρξεις ζοῦσαν καί ἀσκήτευαν στό μοναστήρι της, γι’ αὐτό καί συχνά ἐπέτρεπε ὁ Θεός νά τούς κάνει τή χάρη, ὅταν προσκυνοῦσαν τήν εἰκόνα της, νά εὐωδιάζει, δείχνοντας καί μέ αἰσθητό τρόπο τήν εὐαρέσκεια καί τή δική της, κυρίως ὅμως τοῦ μεγάλου Θεοῦ τους, τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. 
«Ὥστε ἀπό τή Μονή τοῦ ἁγίου Σάββα ἦλθε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, Γέροντα!» ἔσπασε μετά ἀπό κάποιο διάστημα τή σιωπή ὁ νεαρός Ἰωάννης, περισσότερο μονολογώντας παρά ρωτώντας. Τοῦ εἶχε ἐξηγήσει βεβαίως ἀπό ἡμέρες ὁ Γέροντάς του ποῦ ἐπρόκειτο νά πᾶνε, ποιόν ἐπρόκειτο νά συναντήσουν, ἀλλά ἤθελε ἀκόμη μία ἐπιβεβαίωση, φανερώνοντας ὅτι τό γεγονός τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Σαββαΐτου ἀββᾶ ἦταν ἐκεῖνο πού κυριαρχοῦσε στίς σκέψεις καί τούς λογισμούς του. «Σπουδαῖο μοναστήρι, ἀπ’ ὅ,τι ἔχω ἀκούσει, μέ ὀνομαστούς καί ἁγίους ἀσκητές. Ἀλλά μέ τέτοιον ἅγιο ἱδρυτή μᾶλλον δέν θά μποροῦσε νά γίνει ἀλλιῶς…», συνέχισε τόν φωναχτό μονόλογό του.
«Ναί, παιδάκι μου, ἔχεις δίκιο. Ὁ ἀββᾶς Σάββας ὑπῆρξε μία μεγάλη φυσιογνωμία, πραγματικός ὅσιος. Κι ὄχι μόνο γιά τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, ἀλλά καί γιά τά χαρίσματα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τῆς ἵδρυσης καί ὀργάνωσης τῶν μονῶν, καί μάλιστα τῆς Μεγάλης Λαύρας, ἡ ὁποία ἀληθινά ἀποτελεῖ ἐργαστήριο ἁγιότητας γιά κάθε ψυχή πού θέλει νά ἀσκητέψει ἐκεῖ. Ὁ Γέροντάς του ὁ Μέγας Εὐθύμιος βρῆκε στό πρόσωπο τοῦ ἀββᾶ Σάββα τόν ἄξιο μαθητή καί συνεχιστή του. Κι ἀκόμη μή ξεχνᾶς ὅτι εἶχε τόν φωτισμό νά κατανοήσει ἐπακριβῶς τήν ἀλήθεια περί τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως τήν ἐξέφρασε ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνας, καί νά ἀγωνιστεῖ γιά τή διακήρυξη τῶν ἀποφάσεών της». 
«Εἶναι ἀλήθεια, Γέροντα, ὅτι ἀκόμη καί οἱ αὐτοκράτορες τόν σέβονταν, ὅπως καί ὁ δικός μας ὁ Ἰουστινιανός, πού ἀνακαίνισε, μᾶλλον καλύτερα ἔφτιαξε τό μοναστήρι μας;»
«Ἀλήθεια, εἶναι, Ἰωάννη μου. Τόν σέβονταν, ζητοῦσαν τήν εὐλογία του, ἀλλά καί τίς προρρήσεις του ὡς προορατικός πού ἦταν, γι’ αὐτό καί ὅταν ὑπῆρχε κάποιο πρόβλημα στήν περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἐκεῖνον παρακαλοῦσαν νά μεσολαβήσει γιά τήν ἐπίλυσή του. Καί ὁ αὐτοκράτορας, ὅπως καί ἡ σύζυγός του, τοῦ ἔκαναν πάντοτε τή χάρη. Ἤξεραν ὅτι αὐτό πού λέει ὁ ἀββᾶς Σάββας ἦταν πάντοτε αὐτό πού ἤθελε καί ὁ Θεός. Δέν ἤθελαν λοιπόν νά γίνουν θεομάχοι, γιατί ἦταν θεοσεβούμενοι ἄνθρωποι». 
Σταμάτησαν νά μιλοῦν καί συνέχισαν τήν πορεία τους, ἐπαναλαμβάνοντας τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ χάρη πού ὁ Θεός τούς ἔδινε, ἔκανε ἀνάλαφρους τούς βηματισμούς τους. Πήγαιναν σέ κακοτράχαλους δρόμους, περνοῦσαν ἀπό δύσβατα μονοπάτια, ὁ ἥλιος ἄρχισε σιγά σιγά νά πυρώνει τόν τόπο μέ τήν μεγαλοπρεπή ἐμφάνισή του, μά ἐκεῖνοι ἀπτόητοι περπατοῦσαν σάν νά πετοῦσαν. 
«Κι ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης», ἔπιασε τόν λόγο καί πάλι ὁ Γέροντας Μαρτύριος, σάν νά μήν εἶχε διακοπεῖ καθόλου ἀπό τή σιωπηλή γι’ ἀρκετή ὥρα ὁδοιπορία τους, «τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα τῆς σπουδαίας αὐτῆς Λαύρας ζεῖ καί μεταφέρει. Γι’ αὐτό ἄλλωστε πᾶμε νά τόν συναντήσουμε. Ἐνώπιόν του θά νιώσουμε τί σημαίνει νά ἀναπνέει κανείς τόν ἀέρα τοῦ ἴδιου τοῦ ἁγίου Σάββα. Καί νά ‘σαι ἕτοιμος, Ἰωάννη μου, νά σημειώσεις στόν νοῦ καί στήν καρδιά σου ὅ,τι καλό καί ἅγιο θά δεῖς στό πρόσωπο τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ Γέροντα. Δές τον σάν ἕνα πνευματικό ἀμπέλι, ἀπό τό ὁποῖο πᾶμε νά κόψουμε τά πιό καλά τσαμπιά. Μπορεῖ ὡς ἄνθρωπος νά ἔχει κι αὐτός κάποιες ἀδυναμίες. Μά, δέν ἐπικεντρώνουμε σ’ αὐτές, τίς ὁποῖες μερικές φορές ἐπίτηδες τίς ἀφήνει ὁ Κύριος προκειμένου νά δημιουργοῦν κλίμα ταπείνωσης στούς πιστούς δούλους Του. Πρέπει νά εἴμαστε πάντοτε, ὅπως πολλές φορές μέ ἔχεις ἀκούσει νά σοῦ λέω, καλοί ραγολόγοι. Διαλέγουμε τά καλά πού ἔχει ὁ κάθε συνάνθρωπός μας, κι ἀφήνουμε κατά μέρος ὅ,τι ἀρνητικό ὑπάρχει. Καί ἀπό ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, σάν τόν ἅγιο αὐτόν ἀββᾶ, φαντάσου πόσα τσαμπιά καί πόσες καλές καί ὥριμες καί γλυκές ρόγες θά κόψουμε!»
«Ναί, Γέροντα», εἶπε κατανυγμένος ὁ Ἰωάννης. «Τό ἔχω καταλάβει.  Τό μυαλό μας πρέπει νά βρίσκεται ἀδιάκοπα ἐκεῖ πού βλέπουμε τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ὥστε ἡ κάθε συνάντηση μέ τόν κάθε συνάνθρωπό μας, ἰδίως μ’ ἕναν ἅγιο, νά ‘ναι ἀφορμή γιά ἁγιασμό μας». 
Δέν ξαναμίλησαν μέχρι νά φτάσουν μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα στή σπηλιά τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ πού τούς εἶχαν πεῖ καί τούς εἶχαν καθοδηγήσει γιά νά βροῦν τόν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἡ περιγραφή πού τούς εἶχαν κάνει ἦταν τόσο λεπτομερειακή, ὥστε μέ τήν πρώτη, ἀφήνοντας ἄλλες σπηλιές τῆς περιοχῆς, νά βροῦν τόν ἁγιασμένο τόπο πού ζοῦσε ἐκείνην τήν ἐποχή ὁ Γέροντας. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης.
Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης
Ὁ Ἰωάννης ζοῦσε εὐτυχισμένες στιγμές στήν ἔρημο τοῦ Γουδᾶ πού βρέθηκε μαζί μέ τόν μαθητή του Στέφανο, παρ’ ὅλο τό ἀπαράκλητο τοῦ τόπου. Ἤξερε ὅτι ἐπρόκειτο περί τόπου ἡσυχαστικοῦ, ἐκεῖ πού μπορεῖ κανείς ἐλεύθερα ἀπό τήν παρουσία ἄλλων ἀσκητῶν νά προσευχηθεῖ, νά κλάψει, νά κραυγάσει πρός τόν Κύριο τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς του. Ὄχι ὅτι δέν ὑπῆρχαν τέτοιοι τόποι κοντά καί στό δικό του μοναστήρι στήν Παλαιστίνη. Μά κατά καιρούς εἶχε τό συνήθειο νά κάνει προσκυνηματικές ἐκδρομές, νά πηγαίνει σέ τόπους πού εἶχαν ἁγιασθεῖ ἀπό ἀδελφούς ἀγωνιστές στήν πνευματική ζωή, σέ περιοχές πού τό πνευματικό μύρο ἀπό τά λείψανα ἁγίων πότιζε τόν τόπο. Τό ‘ξερε καλά: ὅπου ἔχει ζήσει καί ζεῖ ἕνας ἄνθρωπος ἀφιερωμένος στόν Θεό, ἐκεῖ τά πάντα ἁγιάζονται· καί ὁ ἀέρας καί τό χῶμα καί τό νερό. Κι ἐδῶ τώρα, σ’ αὐτήν τήν ἔρημο, πού ἦταν κοντά στό μοναστήρι τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, τά πάντα ἀπέπνεαν τό δικό της ἄρωμα καί τή δική της παρουσία· ὅπως καί τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ὤ, ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ἔτρεφε ἰδιαίτερη «ἀδυναμία» καί στούς δυό τους καί τήν ἀγάπη του αὐτή τήν εἶχε μεταδώσει σ’ ἕναν βαθμό καί στόν Στέφανο. Προστάτης του ὁ ἀρχάγγελος, εὐεργέτιδά του ἡ ἁγία Αἰκατερίνα. Πόσες φορές δέν τούς εἶχε ἐπικαλεστεῖ, ὅπως τότε μέ τό ὀξύ πρόβλημα πού εἶχε παρουσιαστεῖ μέ τή μέση του. Δέν μποροῦσε νά σηκωθεῖ, νά περπατήσει, νά κάνει τίς στοιχειώδεις μοναχικές του ἀσκήσεις. Κι ὅταν τούς ἐπικαλέστηκε, ἀνήμερα μάλιστα τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας, τοῦ παρουσιάστηκαν, τόν γιάτρεψαν, τόν παρηγόρησαν ἀπό τούς φρικτούς πόνους του. Γι’ αὐτό καί μέ τήν πρώτη εὐκαιρία τό προγραμμάτισε. Τό ἑπόμενο προσκύνημά του θά ἦταν κοντά στήν ἁγία, στό ὄρος Σινᾶ. Καί διάλεξε τήν ἔρημο, γιατί δέν ἤθελε νά κουράσει κανέναν. Μία σπηλιά τοῦ ἀρκοῦσε γιά νά ἱκετεύει τόν Θεό του, νά Τόν δοξολογεῖ, νά Τόν εὐχαριστεῖ γιά τίς ἀέναες εὐεργεσίες του.
Τελειώνοντας τήν ἀποψινή του ἀγρυπνία σήμερα, μέ δεξιό παραστάτη του πάντοτε τόν μοναχό Στέφανο, κάνοντας τίς μετάνοιές του, ψιθυρίζοντας τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Του Ἰησοῦ, ἔνιωσε τόν ψίθυρο τοῦ Κυρίου στήν καρδιά του· πῆρε τήν «πληροφορία». Ἔρχονταν νά τόν συναντήσουν δύο καλόγεροι ἀπό τό μοναστήρι. Ὁ ἕνας μεγάλος καί Γέροντας· ὁ ἄλλος νεαρός. Ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκάλυψε τά ὀνόματά τους: Μαρτύριος ὁ Γέροντας, Ἰωάννης ὁ ὑποτακτικός, τό νεαρό παλληκάρι. Ἄρχισε νά προσεύχεται γι’ αὐτούς. Ὄχι μόνο νά τούς δίνει δύναμη ὁ Θεός νά πορεύονται ὅπως πρέπει στήν πνευματική τους ζωή, ἀλλά καί νά καταστεῖ ὁ ἐρχομός τους θετικός καί μέ καρποφορία. Στράφηκε μέσα στήν καρδιά του. «Κύριε, κάνε με ὄργανό σου, ὥστε νά ὠφεληθοῦν οἱ ἀδελφοί. Μή γίνω πρόσκομμα μέ τίς ἄπειρες καί μεγάλες ἀδυναμίες μου». Δάκρυα πῆραν νά βρέχουν τό λιπόσαρκο πρόσωπο τοῦ Γέροντα. Ἔκανε μία ἀκόμη μεγάλη μετάνοια, σταυροκοπήθηκε καί βγῆκε στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Κάλεσε καί τόν Στέφανο. Οἱ φιγοῦρες τῶν ἀδελφῶν διαγράφονταν πιά καθαρά. 
Ἡ συνάντηση καί τό «παράδοξο» φέρσιμο τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννη
Ἔσπευσε μόλις πλησίασαν ἀρκετά οἱ ὁδοιποροῦντες ἀδελφοί νά τούς πλησιάσει καί νά τούς βάλει μετάνοια. Τούς καταφίλησε τά χέρια, ἐνῶ τούς προσφώνησε μάλιστα μέ τά ὀνόματά τους. «Καλῶς τους, καλῶς τούς εὐλογημένους ἀδελφούς, τόν Γέροντα Μαρτύριο καί τόν πατέρα Ἰωάννη». Λίγο τά ἔχασαν ἐκεῖνοι. Κανείς δέν εἶχε εἰδοποιήσει τόν Σαββαΐτη Γέροντα καί τόν ὑποτακτικό του ὅτι θά ἔρχονταν. Δέν εἶπαν ὅμως τίποτε. Καταλάβαιναν ὅτι εἶχαν εἰσέλθει σέ «περιοχή» πού τά φυσικά καί τά ἐπίγεια βρίσκονταν σέ δεύτερη μοίρα. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τούς πέρασε μέσα στή σπηλιά, νά ξαποστάσουν καί νά δροσιστοῦν. Ἡ ἐντολή τοῦ ἀββᾶ πρός τόν Στέφανο τόν μαθητή του δέν ξάφνιασε κανέναν. Τό ξάφνιασμα θά ἐρχόταν λίγο ἀργότερα. «Παιδί μου, Στέφανε, ἑτοίμασε λίγο νερό στή μικρή λεκάνη». Μέχρι νά ἑτοιμαστεῖ τό νερό ὁ ἀββᾶς τούς κάθισε καί τούς τράταρε μέ ὅ,τι εἶχε πρόχειρο· κάποια παξιμάδια καί νερό.
Ὁ Στέφανος ἔφερε τή λεκάνη. Καί τότε ἦταν πού τά μάτια ἄνοιξαν διάπλατα κι ἀκίνητοι  κι ἐμβρόντητοι παρακολουθοῦσαν ὅλοι – πλήν ἴσως τοῦ Γέροντα Μαρτύριου -  τά γινόμενα. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης πῆρε τή λεκάνη μέ τό νερό, ἔσκυψε γονατιστός καί ἄρχισε νά πλένει τά πόδια τοῦ… νεαροῦ μοναχοῦ Ἰωάννη. Τοῦ ὑποτακτικοῦ Ἰωάννη καί ὄχι τοῦ Γέροντά του Μαρτύριου. «Μά τί κάνει ὁ Γέροντάς μου;» ἀναρωτήθηκε ὁ Στέφανος. «Δέν βλέπει ποιός εἶναι ὁ μεγάλος καί ὁ Γέροντας;» Ἡ ἔκπληξή του ἔγινε ἀκόμη μεγαλύτερη, ὅταν ὁ ἀββᾶς του δέν συνέχισε τό πλύσιμο τῶν ποδιῶν καί τοῦ Μαρτύριου. «Πάρε, τέκνο, τή λεκάνη. Δέν θά τή χρειαστοῦμε ἄλλο».
Ὁ Στέφανος δέν καταλάβαινε. Ὁ ὑποτακτικός Ἰωάννης, ὁ νεαρός καλόγερος τῆς Μονῆς Σινᾶ, κι αὐτός δέν καταλάβαινε, ἀλλά δέν ἀντιδροῦσε οὔτε κι ἔλεγε τίποτα - ἀφηνόταν στήν κρίση τοῦ μεγάλου Σαββαΐτη ἀββᾶ. Ὁ Γέροντας Μαρτύριος μόνον ἦταν αὐτός πού ἄρχισε νά… κατανοεῖ, ἐνῶ κάποια ὄχι μακρινή μνήμη τοῦ ἦλθε ἀνάγλυφα στόν νοῦ. Τότε πού, λίγα χρόνια πρίν, ὁ ἴδιος ἔφερε τόν Ἰωάννη, μόλις εἶχε καρεῖ μοναχός, στόν μεγάλο Γέροντα Ἀναστάσιο τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ. Καί θυμήθηκε - μᾶλλον ἐντονότερα ἦλθε στόν νοῦ του, γιατί ποτέ δέν τό εἶχε ξεχάσει - ὅτι ὁ Γέροντας αὐτός, μετέπειτα ἡγούμενος στό μοναστήρι, τοῦ εἶχε πεῖ: «Πές μου, ἀββᾶ Μαρτύριε, ἀπό ποῦ εἶναι αὐτός ὁ νέος καί ποιός τόν ἔκειρε μοναχό»; Καί ἐκεῖνος τοῦ εἶχε ἀπαντήσει: «Δοῦλος σου εἶναι, πάτερ, καί ἐγώ τόν ἔκειρα». «Πωπώ! ἀββᾶ Μαρτύριε – συνέχισε – ποιός νά τό πεῖ ὅτι Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ ἔκειρες!» Αὐτό θυμήθηκε ὁ Μαρτύριος καί δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια του, καθώς τά πράγματα ἦταν ὁλοφάνερα πιά ἐνώπιόν του. 
Δέν ἄντεξε ὁ Στέφανος. «Γέροντα», εἶπε, μέ τήν ἀπορία καί τήν ἔκπληξη ζωγραφισμένες στό πρόσωπό του. «Τί συμβαίνει; Πῶς γίνεται αὐτό; Πλένεις τά πόδια τοῦ νεαροῦ καλόγερου καί δέν πλένεις τοῦ Γέροντα;»
Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν φορτισμένη ἀπό ἱερότητα καί συγκίνηση. Ὁ ἀββᾶς δέν ἔσπευσε νά δώσει ἀμέσως ἀπάντηση. Τά λόγια του βγήκαν σέ λίγο μέ  κάθε ἐπισημότητα. «Πίστεψέ με, τέκνο μου, ὅτι ἐγώ πρώτη φορά συναντῶ τούς ἀδελφούς καί πέραν τῶν ὀνομάτων τους πού μοῦ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος δέν ἔχω ἄλλη γνώση. Δέν γνωρίζω λοιπόν ποιός εἶναι αὐτός ὁ νέος. Ὅμως τώρα ἐγώ ὑποδέχθηκα τόν Ἡγούμενο τοῦ Σινᾶ καί τά πόδια τοῦ Ἡγουμένου ἔνιψα». 
Τό μυστήριο λύθηκε. Ὁ Κύριος φανέρωσε τό μέλλον. Ὁ Μαρτύριος βεβαιώθηκε. Ὁ Ἰωάννης παρακολουθοῦσε μέ κατεβασμένο τό κεφάλι, ἐνῶ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τόν σκέπαζε καθισμένο στόν θρόνο τῆς ταπείνωσης. Μέσα στή σπηλιά ἄγγελοι μπαινόβγαιναν. Ἅγιες ψυχές ἀνέπνεαν. Ὁ μελλοντικός ἡγούμενος τοῦ Σινᾶ, ὁ Ἰωάννης, καθόταν μέ καθαρά τά πόδια. Ὁ μετέπειτα Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ὁ ὅσιος μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης. 

(Από το βιβλίο  "Ως έλαφος διψώσα", Ασκητικές ιστορίες παντός καιρού)
http://pgdorbas.blogspot.com/

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ



«Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, γιά τόν ὁποῖο δέν ἔχουμε πολλά βιογραφικά στοιχεῖα, νεαρός, 16 ἐτῶν περίπου, ἔγινε μοναχός στό ὄρος Σινᾶ, στή Μονή τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ἀφοῦ ἤδη εἶχε μάθει ἀρκετά γράμματα. ᾽Επί 19 ἔτη παρέμεινε ὑποτακτικός ἑνός σπουδαίου Γέροντος, τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου, στόν ὁποῖο ἔκανε ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὁπότε μετά τό θάνατό του ἀπεσύρθη σέ ἐρημική τοποθεσία, ὀκτώ χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή Μονή, στήν ὁποία καί ἔζησε ἐπί σαράντα χρόνια. ᾽Εκεῖ ἔζησε ὁσιακή ζωή, ὑπερβαίνοντας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά ψεκτά πάθη του καί ἀποκτώντας ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Μετά τά σαράντα χρόνια παρακλήθηκε νά γίνει ἡγούμενος τῆς Μονῆς, γεγονός πού ἀποδέχθηκε, καί παρέμεινε στό ἀξίωμα αὐτό γιά κάποια χρόνια, ὁπότε θέλησε καί πάλι ν᾽ ἀποσυρθεῖ στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία καί μετ᾽ ὀλίγο κοιμήθηκε».
῎Εχουν διασωθεῖ διάφορα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή ζωή του πού φανερώνουν τήν ἰδιαίτερη χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά τά μεγαλύτερα θαύματά του σχετίζονται μέ τίς μεταστροφές τῶν καρδιῶν πού προξενοῦν τά θεόπνευστα κείμενά του, κάτι πού μπορεῖ ὁ οἱοσδήποτε χριστιανός νά διαπιστώσει, ὅταν ἀρχίσει μέ γνήσια διάθεση νά τά μελετᾶ. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι οἱ ἅγιοι πού μέ τά κείμενά τους βοηθοῦν τούς συνανθρώπους τους ἔχουν πρωτίστως ὡς χάρισμα ῾θαυματουργίας᾽ ἀκριβῶς τή δύναμη τῶν λόγων τους καί ὄχι τά γνωστά θαύματα σωματικῶν ἰάσεων ἄλλων ἁγίων. Καί μήν πεῖ κανείς ὅτι τά κείμενα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, γιατί μπορεῖ νά γράφτηκαν κυρίως γι᾽ αὐτούς, ὅμως ἡ ὠφέλεια πού εἰσπράττει καί ὁ κοσμικός λεγόμενος χριστιανός δέν εἶναι μικρή. Γι᾽ αὐτό καί ἀγαπήθηκε ἡ ῾Κλίμακά᾽ του σ᾽ ᾽Ανατολή καί Δύση καί θεωρεῖται τό σπουδαιότερο σέ κυκλοφορία βιβλίο μετά τήν ῾Αγία Γραφή.
᾽Από τά θαυμαστά περιστατικά πού καταγράφηκαν ἐν ὅσῳ ζοῦσε, μνημονεύουμε δύο: 
Τό πρῶτο, ὅταν ἦταν στήν ἔρημο κι εἶχε δεχθεῖ ἕναν ὑποτακτικό, ὀνόματι Μωϋσῆ. Κάποια φορά, σέ διακόνημα εὑρισκόμενος ὁ νεαρός ὑποτακτικός, κουράστηκε κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τοῦ Αὐγούστου καί κάθησε νά ξεκουραστεῖ στόν ἴσκιο μεγάλης πέτρας, ὁπότε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Τήν ἴδια ὥρα ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης εἶδε σέ ὅραμα κάποιον πού τοῦ ἔλεγε ὅτι κινδυνεύει ὁ μαθητής του. ᾽Αμέσως ἄρχισε ἔντονη προσευχή γι᾽ αὐτόν καί μετά ἀπό λίγο κατέφθασε καί ὁ ὑποτακτικός, ἀναγγέλλοντάς του τή φοβερή ἀγωνία πού πέρασε, καθώς ξύπνησε ξαφνικά ἀπό τή φωνή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, πού τόν καλοῦσε νά ἐγκαταλείψει ἀμέσως τόν τόπο πού βρισκόταν. Πράγματι, τό ἔκανε καί στή στιγμή ἔπεσε στόν τόπο αὐτό ἡ μεγάλη πέτρα, χωρίς βεβαίως ὁ ἴδιος νά πάθει κάτι. Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ἀνελύθη σέ δοξολογίες πρός τόν Θεό, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει καί τό τί προηγήθηκε στό μαθητή του. 
Τό δεύτερο: τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του ὡς ἡγουμένου ἦλθαν στή Μονή περί τά 600 ἄτομα. Ὅλοι ἔβλεπαν νά ὑπηρετεῖ σέ ὅλα τά διακονήματα κάποιος σάν ἰουδαῖος, μέ κοντό μαλλί, πού ἔτρεχε πάνω κάτω καί γιά τά πάντα. Στό τέλος τῆς ἡμέρας τόν ἀνεζήτησαν, ἀλλά δέν τόν βρῆκαν πουθενά. Καί στήν ἀπορία τους, ὅταν ἀπευθύνθηκαν στόν ἡγούμενο, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, εἰσέπραξαν τήν ἀπάντηση: Τί πιό φυσικό νά ὑπηρετεῖ τό δικό του τόπο ὁ προφήτης Μωϋσῆς; 
Τό βιβλίο του ῾Κλίμαξ᾽, εἴπαμε, προξενεῖ τό πραγματικό καί μεγαλύτερο θαῦμα: τή μεταστροφή τῶν καρδιῶν, τή δημιουργία μετανοίας στόν ἄνθρωπο. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε πολλά. Θά σημειώσουμε ὅμως ἐπιγραμματικά αὐτά πού θίγει, ἀπό τούς 30 λόγους του–σκαλοπάτια στήν πνευματική ζωή, στόν πρῶτο καί στόν τελευταῖο λόγο του.
 Ὁ πρῶτος, ἡ ἀποταγή: δέν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει τόν Θεό, χωρίς νά πεῖ ὄχι στήν ἁμαρτία καί μάλιστα στά ἐγωϊστικά θελήματά του. Γιατί αὐτά τά θελήματα μᾶς κρατοῦν δέσμιους στόν ἁμαρτωλό κόσμο. Ὅπως τό λέει καί ὅσιος Ποιμήν: ῾Τό θέλημά μου εἶναι χάλκινο τεῖχος πού μέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό᾽! 
Κι ὁ τελευταῖος: ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πού ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα τῶν πάντων στή χριστιανική πίστη, ἀφοῦ ὅ,τι λέμε καί κάνουμε σ᾽ αὐτήν, εἴτε προσευχή εἴτε νηστεία εἴτε μελέτη εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ἄν δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει νόημα. Καί τοῦτο, γιατί ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κι αὐτό σημαίνει: ἡ πίστη πού ζητᾶ ὁ Χριστός καί κινητοποιεῖ τόν Θεό καί βγάζει καί δαιμόνια, προϋποθέτει τήν ἄρνηση τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τή στροφή του στή ζωή τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη. Στό βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ, τόν ὅποιο συνάνθρωπό του, τόσο καί αὐξάνει ἡ πίστη του, ὅπως τό διακηρύσσει καί ὁ ἀπ. Παῦλος: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽!

http://pgdorbas.blogspot.com/

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΓ´ 1 - 9
1 ΥΙΟΣ πανοῦργος ὑπήκοος πατρί, υἱὸς δὲ ἀνήκοος ἐν ἀπωλείᾳ. 2 ἀπὸ καρπῶν δικαιοσύνης φάγεται ἀγαθός, ψυχαὶ δὲ παρανόμων ὀλοῦνται ἄωροι. 3 ὃς φυλάσσει τὸ ἑαυτοῦ στόμα, τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὁ δὲ προπετὴς χείλεσι πτοήσει ἑαυτόν. 4 ἐν ἐπιθυμίαις ἐστὶ πᾶς ἀεργός, χεῖρες δὲ ἀνδρείων ἐν ἐπιμελείᾳ. 5 λόγον ἄδικον μισεῖ δίκαιος, ἀσεβὴς δὲ αἰσχύνεται καὶ οὐχ ἕξει παρρησίαν. 7 εἰσὶν οἱ πλουτίζοντες ἑαυτοὺς μηδὲν ἔχοντες, καί εἰσιν οἱ ταπεινοῦντες ἑαυτοὺς ἐν πολλῷ πλούτῳ. 8 λύτρον ἀνδρὸς ψυχῆς ὁ ἴδιος πλοῦτος, πτωχὸς δὲ οὐχ ὑφίσταται ἀπειλήν. 9 φῶς δικαίοις διαπαντός, φῶς δὲ ἀσεβῶν σβέννυται. 9α ψυχαὶ δόλιαι πλανῶνται ἐν ἁμαρτίαις, δίκαιοι δὲ οἰκτείρουσι καὶ ἐλεοῦσι.

Νεοελληνική απόδοση:
Τὸ ἔξυπνον καὶ φρόνιμον παιδὶ ὑπακούει εἰς τὸν πατέρα του, ἐνῷ τὸ ἀνόητον καὶ ἀνυπάκουον βαδίζει πρὸς τὴν καταστροφήν. 2 Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος θὰ τρώγῃ ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ ἀπέκτησε μὲ δικαιοσύνην, ἐνῷ ἡ ζωὴ τῶν παρανόμων θὰ καταλήξῃ πρόωρα εἰς θάνατον καὶ ἀπώλειαν. 3 Ὅποιος προσέχει εἰς τὸ στόμα του τί θὰ εἴπῃ, προφυλάσσει τὴν ψυχήν του ἀπὸ πολλοὺς πειρασμούς, ἐνῷ ὁ προπετὴς καὶ ἐπιπόλαιος εἰς τὰ χείλη του θὰ δημιουργήσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του φόβους, πειρασμοὺς καὶ πικρίας. 4 Κάθε ἔεργος καὶ τεμπέλης ἔχει ἐπιθυμίας κακὰς παντὸς εἴδους, ἐνῷ τὰ χέρια τῶν ἐργατικῶν καὶ τιμίων ἐργάζονται ἐπιμελῶς, ὁ δὲ νοῦς καὶ ἡ καρδία των δὲν τρέχει εἰς τὰ ἄτοπα καὶ μάταια. 5 Ὁ δίκαιος μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται κάθε λόγον, ποὺ διαπνέεται ἀπὸ ἀδικίαν. Ὁ ἀσεβὴς δὲ σκέπτεται καὶ ἐργάζεται ἔργα ἐντροπῆς καὶ καταισχύνῃς. Δὲν θὰ ἔχῃ δὲ τὸ θάρρος νὰ τὰ φανερώσῃ εἰς τοὺς ἀνθρώποιις, οὔτε νὰ ἀντικρύσῃ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ μετὰ παρρησίας. 6 Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ματαιόδοξοι, ποὺ ἐμφανίζουν τὸν ἑαυτόν τοὺς πλούσιον, χωρὶς νὰ ἔχουν τίποτε. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄνθρωποι, πού, ἐνῷ ἔχουν πλοῦτον πολύν, ταπεινοφρονοῦν, ὅπως ὁ δίκαιος Ἀβραάμ. 7 Ὁ πλοῦτος ὠφελεῖ τὸν πλούσιον, ὅταν πρόκειται νὰ ἐξαγοράσῃ τὴν ζωήν του ἀπὸ λῃστάς, δίδων εἰς αὐτοὺς λύτρα ἀπὸ τὸν πλοῦτον του· ὁ πτωχὸς ὅμως δὲν πρόκειται νὰ δοκιμάσῃ τοιούτου εἴδους ἀπειλήν, διότι οἱ λῃσταὶ οὐδέποτε ἀπειλοῦν ἢ ἐπιβουλεύονται αὐτόν, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τίποτε. 8 Τὸ φῶς τῆς παρηγορίας, τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς ἐναρέτου ζωῆς, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεόν, ὑπάρχει πάντοτε εἰς τοὺς δικαίους, ἐνῷ τὸ φῶς τῶν ἁμαρτωλῶν, τὸ ὁποῖον πηγάζει ἀπὸ τὴν ματαιότητα καὶ τὴν ἀσέβειαν, σβήνεται καὶ χάνεται. 9α Ψυχαὶ δόλιαι καὶ πονηραὶ ζοῦν μὲ τὰς ἁμαρτίας των εἰς τὴν πλάνην, ἀνίκανοι νὰ σωθοῦν ἐνῷ οἰ δίκαιοι, ὄχι μόνον σῴζονται οἱ ἴδιοι, ἀλλ’ ἐλεοῦν καὶ συμπαθοῦν καὶ τοὺς ἄλλους. 9 Ὁ κακὸς διαπράττει τὸ κακὸν μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ θράσος καὶ μένει ἀμετανόητος καὶ πωρωμένος· ὅσοι ὅμως ἔχουν αὐτογνωσίαν καὶ εἶναι ταπεινοί, αὐτοὶ εἶναι πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ σοφοί.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ κρυμμένα πάθη, νὰ καταπολεμηθοῦν κι ἔτσι νὰ θεραπευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι καὶ αὐτοὶ δεῖγμα τοῦ θείου ἐλέους. Γί’ αὐτὸ ἄφησε μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν ἑαυτό σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά Του, ὥστε νὰ σὲ δυναμώσει στὸν ἀγώνα σου. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ δὲν ὁδηγεῖ ποτὲ στὴν ἀπελπισία. Οἱ πειρασμοὶ φέρνουν ταπεινοφροσύνη.

Άγιος Νεκτάριος