Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Τον μισούσαν και Τον σκότωσαν ακριβώς γιατί τους τάραξε, τους χάλασε την «κανονική» ζωή τους



“Συχνά η Μεγάλη Εβδομάδα χαρακτηρίζεται ως περίοδος γεμάτη με «ωραιότατες παραδόσεις» και «έθιμα», ως ξεχωριστό τμήμα του εορτολογίου μας.
Τα ζούμε όλα αυτά από την παιδική μας ηλικία ως ένα ελπιδοφόρο γεγονός που γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε την ομορφιά των ακολουθιών, τις επιβλητικές πομπές και ροσβλέπουμε με κάποια ανυπομονησία στο πασχαλινό τραπέζι… Και ύστερα,όταν όλα αυτά τελειώσουν, ξαναρχίζουμε την κανονική μας ζωή.
Αλλά άραγε καταλαβαίνουμε πως όταν ο κόσμος αρνήθηκε τον Σωτήρα του, όταν ο Ιησούς «ἤρξατο ἀδημονεῖν» και έλεγε «περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», και όταν πέθανε στον Σταυρό, τότε η «κανονική ζωή» σταμάτησε;
Δεν είναι πια δυνατόν να υπάρξει «κανονική ζωή» γιατί ακριβώς αυτοί που φώναζαν «Σταύρωσον Αυτόν!», αυτοί που Τον έφτυναν και Τον κάρφωναν στον Σταυρό ήταν… «κανονικοί άνθρωποι».
Τον μισούσαν και Τον σκότωσαν ακριβώς γιατί τους τάραξε, τους χάλασε την «κανονική» ζωή τους. Και ήταν πραγματικά ένας τέλεια «κανονικός» κόσμος αυτός που προτίμησε το σκοτάδι και τον θάνατο από το φως και τη ζωή…”

”Μικρό οδοιπορικό της Μεγάλης εβδομάδας”,
π Αλεξάνδρου Σμέμαν
https://www.askitikon.eu/

Μία βαθύτερη κατάσταση



Όταν ομιλεί ο Χριστός, οι Απόστολοι, οι Πατέρες για ειρήνη δεν εννοούν την αποχή από τον σωματικό ή πνευματικό πόλεμο, αλλά μία βαθύτερη πνευματική κατάσταση.
Αρχίζει με την ειρήνευση της συνειδήσεως του ανθρώπου αλλά μετέχει της άκτιστης ενέργειας του Θεού.
Ο άνθρωπος πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί θετικά ενώπιον του Θεού, πρέπει να ειρηνεύσει με τον εαυτό του, με τον πλησίον του και με τον Θεό.

Γέροντας Εφραίμ Βατοπαιδινός
https://www.askitikon.eu/

Η δόκιμη μοναχή



Σε ένα γυναικείο μοναστήρι, πήγε ως δόκιμος Μοναχή μία νέα. Έδειξε τόσο καλή διαγωγή, που γρήγορα την έκαναν μοναχή. 
Από όλες τις άλλες καλόγριες ξεχώριζε. Διακρινόταν για την αδιάκριτον υπακοή της, τη νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή, την εξυπηρέτιση και ιδιαιτέρως στα δάκρυα – σπανίως εβλέπετο να μη κλαίη. 
Είχε κατακτήσει την αγάπη ιδίως της ηγουμένης, αλλά και όλων των μοναζουσών. Η ηγουμένη την είχε πάντοτε ως παράδειγμα και έλεγε στις νεώτερες: ” Βλέπετε την χαριτωμένη αδελφή σας και ό,τι κάμνει, να κάμνετε και σεις”.
Δεν πέρασαν όμως πολλά χρόνια και από την πολύ άσκηση απέθανε. Έφυγε από τούτον τον κόσμο η μοναχή αυτή. Εις τα μοναστήρια υπάρχει η ευλογημένη συνήθεια, όταν αποθάνη μέλος της αδελφότητας να του κάνουν σαρανταλείτουργο, δια την ανάπαυση της ψυχής, που έφυγε από τον κόσμο αυτό. Έτσι λοιπόν και στο μοναστήρι αυτό έγινε σαρανταλείτουργο.
Και όταν ετελείωνε, την τελευταία βραδυά, η ηγουμένη βλέπει σε όραμα τη μοναχή, η οποία της είπε:
- Μητέρα μου, όσα μνημόσυνα και αν μου κάμετε, εγώ κολάστηκα, έχασα τη ψυχή μου.
- Παιδί μου, λέει η ηγουμένη, …. εάν εσύ κολάστηκες, ποιός θα σωθή; Αλοίμονο στον ταλαίπωρο άνθρωπον!!!
Απαντά η μοναχή:
- Εγώ προτού έλθω εις την ευλογημένη συνοδεία σας, εξαπατήθηκα από ένα νέο, ο οποίος μου υποσχέθηκε, οτι θα με έπερνε, αλλά το φοβερό ήταν ότι με κατέστησε έγκυο.
Μετά δε απ’ αυτό το φρικτό, φέρθηκε άνανδρα και με εγκατέλειψε την δυστυχισμένη. Τότε εγώ πάνω στην απελπισία μου έκανα έκτρωση, φόνο, σκότωσα και έρριξα το παιδί, που είχα μέσα μου. Γι’ αυτά τα δύο ανόσια αμαρτήματα μου έκλαψα πικρά, μετανόησα, συχάθηκα τότε τον κόσμο και τα του κόσμου, γι’ αυτό και αποφάσισα να γίνω μοναχή, να δώσω την καρδιά μου στον Χριστό και εκεί να θρηνώ τις αμαρτίες μου. 
Γι’ αυτές τις αμαρτίες έκλαψα, γι’ αυτές έκανα ό,τι έκανα, για τα οποία όλες σας με μακαρίζατε. Πλήν όμως δεν εξομολογήθηκα τα φρικτά αυτά αμαρτήματα σε ιερέα, από ντροπή και γι’ αυτό κολάσθηκα!
Ω! Θεέ μου! Τι φοβερόν! Βλέπεις αναγνώστα μου; Βλέπεις παιδί μου, ούτε τα δάκρυα, ούτε οι μετάνοιες, ούτε οι αγρυπνίες, μηδέ η βασίλισσα των αρετών της Μοναχικής πολιτείας, η υπακοή λέγω, ούτε τίποτε άλλο από όσα καλά έκαμε, δεν την έσωσε – εφ όσον έλλειψε η καθαρά εξομολόγησις. Δεν αρκεί να μετανοήση κανείς για τις πράξεις του και να σωθή, αλλά απαραιτήτως θα πρέπει και να εξομολογηθή τα αμαρτήματα για τα οποία μετανόησε.
Χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι με φοβερά ακατονόμαστα και πάμπολλα αμαρτήματα, δια της μετάνοιας και καθαρής εξομολογήσεως σώθησαν και μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς, που απέδωσαν καρπούς μετανοίας άξιους, αγίασαν και τους αντιδόξασεν ο Θεός. 
Όπως τον άγιο Κυπριανό τον άλλοτε μάγο, τον Μωυσή τον Αιθίοπα τον άλλοτε αρχιληστή, την οσία Μαρία την Αιγυπτία, Πελαγία, Ευδοκία, Μαρίαν του Αβραμίου, που ήσαν πρώτα γυναίκες “κοινές” του υποκόσμου και τόσοι άλλοι που διαβάζουμε στο Συναξαριστή. Ενώ τόσοι, με πάμπολλα αμαρτήματα, ηγίασαν και εθαυματούργησαν διότι καθαρά εξομολογήθηκαν, η δυστυχισμένη εκείνη μοναχή, που αναφέρουμε προηγουμένως, για δύο αμαρτήματα εκολάσθη.
Γι’ αυτό μη ξεθαρρεύης λοιπόν αδελφέ μου και στηρίζης την ελπίδα σου στις ελεημοσύνες ή σε ό,τι άλλο καλό και αν είναι αυτό και μη ελπίζης να σωθής, εάν δεν καθαρίσης την ψυχή σου πρωτίστως, στο Μέγα Μυστήριο της εξομολογήσεως, σε ιερέα Ορθοδόξου Εκκλησίας και να τα πεις όλα, χωρίς ν’ αφίσης τον παραμικρό λεκέ, που θα σκιάζη την αθάνατη ψυχή σου. Τότε μόνο θα αισθανθής ανακούφιση και τότε μόνο θα δικαιωθής από τον Θεό, όταν τα εξομολογηθής όλα.
Μη διστάζης, εάν είναι πολλά και φοβερά – όσα περισσότερα και μεγαλύτερα είναι τόσο μεγαλύτερη χαρά θα δώσης στον Θεό και στους Αγγέλους.
Η Γραφή μας λέγει, ότι οι Άγγελοι πανυγηρίζουν στον ουρανό ” για ένα αμαρτωλόν μετανοημένο”.

https://inpantanassis.blogspot.com/

Διηγήματα του πνευματοφόρου Γέροντος Δανιήλ



Έλεγεν ο Γερό – Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ο Γέροντας της Καλύβας “Εισόδεια της Θεοτόκου” Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, Θεοφύλακτο ονομαζόμενον. 
Ο Μοναχός Θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανείων, που γίνεται ο μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τις ευχές που ψάλλει η Εκκλησίας μας και τα οποία λένε: “Σήμερον αγιάζεται η φύσις των υδάτων….”, του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε η τελετή, ρώτησε το Γέροντά του Παπα-Γρηγόρη:
 “Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς “Σήμερον αγιάζεται η φύσις των υδάτων…”, πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;”
Ο Γέροντας του Παπα-Γρηγόρης σ’αυτά απάντησε: 
“Αδερφέ Θεοφύλακτε, ο Πανάγαθος Θεός, με τις προσευχές των ανθρώπων, που γίνονται με ταπείνωσι, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστι, με την επιφοίτησι της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ’ αυτά τους πιστούς δούλους του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπαρτορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την Αγία Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, που προσφέρει θυσία των χριστιανών ο ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει απο ψωμί–Σώμα και από κρασί–Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγησι τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και η φύσι των υδάτων ”.
Ο Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και του είπε:
- Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
- Ναι αδερφέ, άκουσε και γι’αυτό: Όταν ο πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνειά του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γης, εκεί που είναι τα τάρταρα του Άδη, τότε πέφτωντας αυτός, παρέσυρε με την πτώσι του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, που κι αυτοί έγιναν όπως κι ο αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτωντας αυτοί, οι πρώην Άγγελοι, από τους ουρανούς πρός τη γη και επειδή εξακολοθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ο μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: “Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού” και με τη φωνή αυτή συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.
Εκείνοι όμως που είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί που βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών της γης και της θαλάσσης, όπου πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχομένους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου “Απ’αρχής ο διάβολος ανθρωποκτόνος έστι” (Ιωάν. Η΄ 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινεν άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου Αυτού οικονομίας, με τη κάθοδο Του από τους ουρανούς αγιάσε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα “τα εν αυτοίς”, και με τον αγιασμόν και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμι και την εξουσία του Σατανά που είχε, πριν να σαρκωθεί ο Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ο αέρας, η γη και το νερό αγιάσθηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Η ημέρα αυτή των Θεοφανείων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται η ανάμνησις της του Χριστού παρουσίας και της θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, που σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ο ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ο οποίος με την επιφοίτησι του Αγίου Πνεύματος, που το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ’αυτό δείχνοντάς μας, το Χριστό, είπε: “Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός ενώ ηυδόκησα….” δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ο μονογενής, με τον οποίον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ’ αυτόν και το Άγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ο κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.
Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών που σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πως το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ο απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ’ όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, η οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωσι και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πως το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαρίστησι. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντά του, τον οποίον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιεί κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν “τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού” (Ψαλμ. ΞΖ΄ 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ο Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ημερών, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ο υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων, νερό από τη θάλασσσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντά του, ο πάτερ Θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανείων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το “Κυριακό” βλέπουν τον αδερφό Θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα που έμενε. 
Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: 
-Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πάς να ξεκουραστείς σπίτι σου;
Ο πάτερ Θεοφύλακτος για απάντησι, τους φανέρωσε το μέχρι άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πως δηλαδή την ημέρα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι πατέρες, επειδή γνώριζαν πως ο αδερφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν τα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. 
– Άϊντε καημένε να ξεκουραστείς και πάς μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε… θάλασσα! Ο πάτερ Θεοφύλακτος όμως δεν έδωκε καμία σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό που ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιούν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιούν, αλλά το μέχρι τότε κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρώτερο και πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ο αδερφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πως επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντά του το γλυκύτατο και νοστιμώτατο, για την ημέρα εκείνη νερό της θαλάσσας. Και έτσι από την ημέρα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!

https://inpantanassis.blogspot.com/

Θέλεις να αφήσεις άνθρωπέ μου, πλούτο στο παιδί σου;



Θέλεις να αφήσεις άνθρωπέ μου, πλούτο στο παιδί σου; Δίδαξέ το να είναι τίμιο.
Γιατί έτσι θα μπορέσει να διαφυλάξει τον πλούτο του. Έτσι, ακόμα κι αν δεν αποκτήσει άλλα κτήματα, τουλάχιστον δεν θα σκορπίσει όσα έχει.
Αν όμως το παιδί σου είναι πονηρό, τότε δεν θα το αφήσεις φύλακα του πλούτου σου, αλλά θα το κάνεις χειρότερο κι από τον τελευταίο φτωχό της γης.
Για όσους δεν έχουν αναθρέψει σωστά τα παιδιά τους, είναι γι' αυτό προτιμότερη, από τον πλούτο, η τέλεια φτώχεια.
Γιατί η φτώχεια θα τα διατηρήσει στην αρετή, ακόμα και παρά τη θέλησή τους, ενώ ο πλούτος δεν θα τα αφήσει στον ίσιο δρόμο, ακόμα κι αν τα ίδια το θέλουν.
Η πλούσια ζωή θα τα παρασύρει στο κακό, θα τα καταστρέψει και θα τα οδηγήσει σε αμέτρητα δεινά.

Ιωάν. Χρυσόστομος: P.G. 61, 546 κ. εξ.
https://inpantanassis.blogspot.com/

Τριών ειδών προβλήματα – Μία λύση!



Αββά Ησύχιου

Μερικοί βασανίζονται από τριών ειδών προβλήματα.
Από εκείνα που είχαν κάποτε. Από εκείνα που έχουν τώρα και από εκείνα που περιμένουν ότι θα έχουν.
Οι λύπες, βέβαια, θα έρθουν, αλλά τι θα κερδίσουμε, αν βιαστούμε και τρέξουμε να τις προϋπαντήσουμε;
Θα έχουμε αρκετό καιρό να λυπηθούμε, όταν έρθουν.
Στο μεταξύ ας ελπίζουμε για καλύτερα πράγματα και ας μένουμε σταθεροί ως το τέλος. 
Άφησε το παρελθόν στο έλεος του Θεού, το παρόν στην αγάπη Του και το μέλλον στην Πρόνοιά Του.

https://inpantanassis.blogspot.com/

Τό Βυζάντιο εἶναι πολύ λεπτό πρᾶγμα γιά νά μπορέσουνε νά τό πιάσουνε τά χοντροκανωμένα ἐργαλεῖα τους.



 «Ὅσοι θελήσανε καὶ θέλουνε νὰ κρίνουνε τὸ Βυζάντιο μὲ τὸν συνηθισμένον χονδροειδῆ ἀντιπνευματικὸν τρόπο καὶ μὲ τὶς γνωστὲς ἀνόητες εὐφυολογίες, καὶ νὰ τὸ γελοιοποιηθοῦνε σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ ὀνομάζουνε “βυζαντινισμὸ” κάθε ἀφηρημένη συζήτηση καὶ οὐτοπία, αὐτοὶ φανερώνουνε μ᾿ αὐτὸ πόσο ἀνίδεοι εἶναι ἀπὸ ἀληθινὴ πνευματικότητα, μὲ ὅλους τοὺς ψεύτικους τίτλους τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης ποὺ εἶναι στολισμένοι.
 Τὸ Βυζάντιο εἶναι πολὺ λεπτὸ πρᾶγμα γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸ πιάσουνε τὰ χοντροκανωμένα ἐργαλεῖα τους. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ θρησκεία, ἀνάμεσα στὰ ψεύτικα καὶ ἐλεεινὰ παραμορφωμένα ὁμοιώματά της, ποὺ τὰ φτιάξανε λαοὶ βάρβαροι καὶ ὑλιστές, ἀνίκανοι νὰ τὴν καταλάβουνε καὶ νὰ τὴν αἰσθανθοῦνε. Γιὰ τοῦτο, τὸ Βυζάντιο κρίνεται ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σοφοὺς τοῦ κόσμου ὅπως κρίνεται τὸ Εὐαγγέλιο, δηλ. σὰν μωρία, μπροστὰ στὴ δική τους γνώση, κι ἡ γνώμη τους ἴσια-ἴσια, πὼς τὸ Βυζάντιο εἶναι «μωρία», πιστοποιεῖ πὼς ἀληθινὰ στάθηκε ἡ Νέα Σιών, ἡ ἔμψυχος κιβωτός, ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὴ φυλάχθηκε ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους πὼς θὰ γίνουνε τέκνα του, καὶ “ἡ μακαρία ἐλπὶς τῆς αἰωνίου ζωῆς”».

(Φώτης Κόντογλου, “Τὸ ἀληθινὸ Βυζάντιο. Ἡ ἀρχοντικὴ καὶ βασιλικὴ πολιτεία”)
https://proskynitis.blogspot.com/

Μήν κατακρίνεις τόν ἄνθρωπο.Νά ξεχωρίσεις τόν ἄνθρωπο ἀπό τά γεγονότα.



Πρέπει νὰ κάνεις τὴν κρίση, τὴ λογικὴ κρίση βάσει τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ νὰ μὴν κατακρίνεις τὸν ἄνθρωπο.Νὰ ξεχωρίσεις τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ γεγονότα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδελφός σου,ὀφείλεις νὰ προσευχηθεῖς γιὰ αὐτόν,ὀφείλεις νὰ κλάψεις,ὀφείλεις νὰ θυσιαστεῖς ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ σου.
Ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶσαι ἀπόλυτος, ὅτι ναὶ αὐτὸν τὸν ἀδελφό μου ἐγὼ τὸν ἀγαπῶ,
τὸν λυποῦμαι, ξέρω ἐγώ, πάσχω,ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ λέει δὲν τὸ παραδέχομαι μὲ τίποτα.
Δὲν τὸ δέχομαι, δὲν τὸ κάνω,δὲν θὰ τὸ ἀκολουθήσω ποτέ.Ἄλλο τὸ ἕνα, ἄλλο τὸ ἄλλο.

Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου
Περὶ καταλαλιᾶς (ἀπόσπασμα)
Ἀφιέρωμα "Περὶ κατάκρισης",Πειραΐκή Εκκλησία''τεῦχος 367, Ἀπρίλιος 2024
https://proskynitis.blogspot.com/

Άγιος Βασιλέας Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Αμασείας



Ο Άγιος Ιερομάρτυς Βασιλεύς έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.) και ήταν Επίσκοπος της Αμασείας του Πόντου. Ο Επίσκοπος Βασιλεύς διακρινόταν για τον ζήλο του υπέρ της πίστεως και την ακοίμητη δραστηριότητα στην επιτέλεση των καθηκόντων του. Επειδή παντού υπήρχαν και πλάνες και κίνδυνοι, έσπευδε παντού και ο ίδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας, ενισχύοντας, στηρίζοντας, ελκύοντας, πυκνώνοντας και εγκαρδιώνοντας τις Χριστιανικές τάξεις και αναδεικνύοντας αυτές όσο το δυνατόν ισχυρότερες πνευματικά έναντι του ειδωλολατρικού κόσμου.
Γι' αυτόν τον λόγο οι ιερείς και οι άρχοντες των ειδωλολατρών, έτρεφαν εναντίον του σφοδρή έχθρα. Και όταν ο Λικίνιος, το έτος 322 μ.Χ., προέβη στα δυσμενή και διωκτικά μέτρα εναντίον των Χριστιανών, κατήγγειλαν προς αυτόν τον Επίσκοπο Αμασείας, Βασιλέα.
Ένα ιδιαίτερο περιστατικό κορύφωσε την οργή του Λικινίου εναντίον του Επισκόπου Βασιλέως. Κοντά στην αυτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε άλλοτε ως ακόλουθος μια νεαρή και ωραιότατη κόρη, που ονομαζόταν Γλαφύρα. Εξαιτίας της ομορφιάς της ο Λικίνιος ανεφλέγη από αμαρτωλό πάθος, ως δούλος σαρκικών παθών, καθώς ήταν. Η κόρη αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που απειλούσε την τιμή της. Ως γνήσια Χριστιανή όμως δεν δελεάσθηκε καθόλου από το βασιλικό έρωτα, αλλά έφριξε και ζήτησε την σωτηρία της στην φυγή. Ενδύθηκε λοιπόν με ανδρικά ρούχα και κάποια νύχτα, βοηθούμενη από την βασίλισσα που έμαθε όσα συμβαίνουν, άφησε την Κωνσταντινούπολη και έφθασε στην Αμάσεια, όπου παρουσιάσθηκε στον Επίσκοπο Βασιλέα και ζήτησε την ηθική του προστασία.
Ο Επίσκοπος επαίνεσε την γνήσια ευσέβεια και την αδούλωτη σύνεση της νέας, την τοποθέτησε δε κοντά σε ηλικιωμένη Χριστιανή γυναίκα που ήταν εντελώς αφοσιωμένη στην υπηρεσία του Χριστού και βοηθούσε σημαντικότατα τον Επίσκοπο στο έργο των γυναικών της Εκκλησίας. Η Γλαφύρα εξέφρασε την βαθιά ευγνωμοσύνη της και χάρηκε ιδιαίτερα που της δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί και αυτή με θεάρεστες ασχολίες. Βοηθούσε λοιπόν στην κατήχηση γυναικών και νεαρών κοριτσιών, που ήθελαν να ασπασθούν την χριστιανική πίστη και να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, ευεργετούσε φτωχά και ορφανά παιδιά και επιπλέον κατέβαλε όλη τη δαπάνη που προϋπολογίσθηκε για την οικοδομή Χριστιανικού ναού στην Αμάσεια.
Μάταια ο Λικίνιος την είχε αναζητήσει σε όλη την πρωτεύουσα και στα περίχωρα. Όμως οι εχθροί του Επισκόπου Βασιλέως, πληροφόρησαν τον Λικίνιο ότι η κόρη εκείνη είχε καταφύγει κοντά στον Ιεράρχη της Αμάσειας και ότι την προστάτευσε και κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τα πλούτη της υπέρ των σκοπών της Εκκλησίας. Η είδηση άναψε πυρκαγιά στη σαρκοβόρα και μοχθηρή ψυχή του Λικινίου. Υπέθετε ότι η Γλαφύρα ζούσε ακόμη και ότι θα την έφερνε κάτω από την εξουσία του. Αλλά η σεμνή κόρη, είχε ήδη πεθάνει και ο τάφος ματαίωσε για πάντα τους χυδαίους πόθους του. Τότε η μανία του έγινε σφοδρότερη κατά του Επισκόπου Βασιλέως. Διέταξε, λοιπόν, να τον φέρουν σιδηροδέσμιο στη Νικομήδεια. Η διαταγή εκτελέσθηκε και ο Άγιος κλείσθηκε στη φυλακή.
Τον Άγιο ακολούθησαν δύο από τους διακόνους της Εκκλησίας της Αμάσειας, ο Θεότιμος και ο Παρθένιος, τους οποίους φιλοξένησε ένας ευσεβής και φιλάνθρωπος Χριστιανός, ονόματι Ελπιδοφόρος. Οι παρεχόμενες αγαθοεργίες του Ελπιδοφόρου προς όλους είχαν καταστήσει φίλους του ακόμα και τους φρουρούς των φυλακών. Μπορούσαν λοιπόν οι δύο διάκονοι να εισέρχονται ορισμένη ώρα στη φυλακή, όπου απολάμβαναν την ευχαρίστηση να συνδιαλέγονται με τον Επίσκοπό τους, να ακούνε από το στόμα του τον λόγο της αλήθειας και να δέχονται ηθική ενίσχυση και παρηγοριά.
Λίγες ημέρες μετά, ο Λικίνιος διέταξε να φέρουν τον φυλακισμένο Επίσκοπο ενώπιον του. Τον έλεγξε με δριμύτητα ως ένοχο για την απόκρυψη της Γλαφύρας και για τον ζήλο με τον οποίο υπεράσπιζε την χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τα βασιλικά διατάγματα. Ο Επίσκοπος για την Γλαφύρα, απάντησε ότι δεν μπορούσε να μην παράσχει άσυλο και προστασία στη χριστιανική κόρη, η οποία ήταν εξόριστη και ήθελε η ίδια να περισώσει και να διαφυλάξει την τιμή της, και ότι αυτή η ίδια από ευσεβή διάθεση χρησιμοποίησε την περιουσία της υπέρ των φτωχών και για την ανέγερση ναού, πράγματα για τα οποία ένας Επίσκοπος οφείλει να προτρέπει τους πιστούς και όχι αν τους εμποδίζει. Και για την περιφρόνηση των βασιλικών διαταγών, οι οποίες απέβλεπαν στην εξόντωση της χριστιανικής πίστεως, ο Άγιος αποκρίθηκε ότι ο ίδιος ο βασιλέας Λικίνιος άλλοτε είχε αναγνωρίσει μαζί με τον Κωνσταντίνο το καθήκον του να επιτρέψουν στους Χριστιανούς την πλήρη ελευθερία της λατρείας τους και του δόγματός τους και ότι αυτός (ο Επίσκοπος) εξακολουθεί να θεωρεί ορθό και έγκυρο το παλαιότερο εκείνο βασιλικό διάταγμα, διότι ήταν αξιότερο σε όλα. Εν τέλει δε, παρακάλεσε τον Λικίνιο, στο όνομα της ίδιας της δικής του σωτηρίας και του μέλλοντος του κράτους του, να ανακαλέσει τα νέα μέτρα και να αναγνωρίσει στους Χριστιανούς την ελευθερία της θρησκευτικής τους συνειδήσεως.
Ο βασιλέας Λικίνιος απέπεμψε τον Επίσκοπο, κρατώντας επιφυλακτική στάση και ανέθεσε σε έναν από τους άρχοντές του να τον δει κατ' ιδίαν και να προσπαθήσει να τον αποσπάσει από την πίστη του. Η συγκεκριμένη αποστολή απέτυχε και διατάχθηκε έτσι η καταδίκη του Επισκόπου. Αυτός άκουσε ατάραχος την απόφαση και προσευχήθηκε προς τον Θεό να δεχθεί με έλεος την ψυχή του. Προσευχήθηκε, επίσης, υπέρ της ασφάλειας του ποιμνίου του και για τη νίκη της Εκκλησίας. Ύστερα ασπάσθηκε και ευλόγησε τους δύο διακόνους και τον Ελπιδοφόρο, τους παρηγόρησε στην θλίψη τους και τους επιτίμησε γιατί έκλαιγαν, λέγοντας τον έξοχο εκείνο λόγο ότι σε τέτοιου είδους κινδύνους οι Χριστιανοί οφείλουν να φυλάνε τα δάκρυά τους και να χύσουν με προθυμία το αίμα τους. Έπειτα με προθυμία έκλινε την τίμια κεφαλή του στον δήμιο, ο οποίος την απέκοψε. Έτσι ο Άγιος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Μετά από αυτό η τίμια κεφαλή και το λείψανο του Αγίου Βασιλέως ρίχθηκαν στη θάλασσα με βασιλική διαταγή. Αλλά ένα αλιευτικό πλοίο, που έριχνε τα δίχτυα του στον κόλπο της Σινώπης, ανέσυρε από εκεί το λείψανο του Αγίου. Ο δε Ελπιδοφόρος, καθώς πληροφορήθηκε το γεγονός σε όνειρο, ήλθε με τους διακόνους Θεότιμο και Παρθένιο και αφού παρέλαβαν το Άγιο λείψανο, το έφεραν στην Αμάσεια, στην ιερή αυτή ακρόπολη των Αγίων του κόπων και αγώνων και το ενταφίασαν στο προσφιλές του έδαφος.
Η Σύναξη του Αγίου Βασιλέως ετελείτο στην Μεγάλη Εκκλησία, στην οποία ίσως φυλασσόταν μέρος του ιερού σκηνώματός του.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΚΘ´ 0 - 31
1 ΚΡΕΙΣΣΩΝ ἀνὴρ ἐλέγχων ἀνδρὸς σκληροτραχήλου, ἐξαπίνης γὰρ φλεγομένου αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἴασις. 2 ἐγκωμιαζομένων δικαίων εὐφρανθήσονται λαοί, ἀρχόντων δὲ ἀσεβῶν στένουσιν ἄνδρες. 3 ἀνδρὸς φιλοῦντος σοφίαν εὐφραίνεται πατὴρ αὐτοῦ, ὃς δὲ ποιμαίνει πόρνας, ἀπολεῖ πλοῦτον. 4 βασιλεὺς δίκαιος ἀνίστησι χώραν, ἀνὴρ δὲ παράνομος κατασκάπτει. 5 ὃς παρασκευάζεται ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἑαυτοῦ φίλους δίκτυον, περιβάλλει αὐτὸ τοῖς ἑαυτοῦ ποσίν. 6 ἁμαρτάνοντι ἀνδρὶ μεγάλη παγίς, δίκαιος δὲ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἔσται. 7 ἐπίσταται δίκαιος κρίνειν πενιχροῖς, ὁ δὲ ἀσεβὴς οὐ νοεῖ γνῶσιν, καὶ πτωχῷ οὐχ ὑπάρχει νοῦς ἐπιγνώμων. 8 ἄνδρες ἄνομοι ἐξέκαυσαν πόλιν, σοφοὶ δὲ ἐπέστρεψαν ὀργήν. 9 ἀνὴρ σοφὸς κρινεῖ ἔθνη, ἀνὴρ δὲ φαῦλος ὀργιζόμενος καταγελᾶται καὶ οὐ καταπτήσσει. 10 ἄνδρες αἱμάτων μέτοχοι μισοῦσιν ὅσιον, οἱ δὲ εὐθεῖς ἐκζητήσουσι ψυχὴν αὐτοῦ. 11 ὅλον τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐκφέρει ἄφρων, σοφὸς δὲ ταμιεύεται κατὰ μέρος. 12 βασιλέως ὑπακούοντος λόγον ἄδικον, πάντες οἱ ὑπ᾿ αὐτὸν παράνομοι. 13 δανειστοῦ καὶ χρεωφειλέτου ἀλλήλοις συνελθόντων, ἐπισκοπὴν ἀμφοτέρων ποιεῖται ὁ Κύριος. 14 βασιλέως ἐν ἀληθείᾳ κρίνοντος πτωχούς, ὁ θρόνος αὐτοῦ εἰς μαρτύριον κατασταθήσεται. 15 πληγαὶ καὶ ἔλεγχοι διδόασι σοφίαν, παῖς δὲ πλανώμενος αἰσχύνει γονεῖς αὐτοῦ. 16 πολλῶν ὄντων ἀσεβῶν πολλαὶ γίνονται ἁμαρτίαι, οἱ δὲ δίκαιοι ἐκείνων πιπτόντων κατάφοβοι γίνονται. 17 παίδευε υἱόν σου, καὶ ἀναπαύσει σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ ψυχῇ σου. 18 οὐ μὴ ὑπάρξῃ ἐξηγητὴς ἔθνει παρανόμῳ, ὁ δὲ φυλάσσων τὸν νόμον μακαριστός. 19 λόγοις οὐ παιδευθήσεται οἰκέτης σκληρός· ἐὰν γὰρ καὶ νοήσῃ, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπακούσεται. 20 ἐὰν ἴδῃς ἄνδρα ταχὺν ἐν λόγοις, γίνωσκε ὅτι ἐλπίδα ἔχει μᾶλλον ὁ ἄφρων αὐτοῦ. 21 ὃς κατασπαταλᾷ ἐκ παιδός, οἰκέτης ἔσται, ἔσχατον δὲ ὀδυνηθήσεται ἐφ᾿ ἑαυτῷ. 22 ἀνὴρ θυμώδης ὀρύσσει νεῖκος, ἀνὴρ δὲ ὀργίλος ἐξώρυξεν ἁμαρτίαν. 23 ὕβρις ἄνδρα ταπεινοῖ, τοὺς δὲ ταπεινόφρονας ἐρείδει δόξῃ Κύριος. 24 ὃς μερίζεται κλέπτῃ, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν· ἐὰν δὲ ὅρκου προτεθέντος ἀκούσαντες μὴ ἀναγγείλωσι, 25 φοβηθέντες καὶ αἰσχυνθέντες ἀνθρώπους ὑπεσκελίσθησαν· ὁ δὲ πεποιθὼς ἐπὶ Κυρίῳ εὐφρανθήσεται. ἀσέβεια ἀνδρὶ δίδωσι σφάλμα, ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ τῷ δεσπότῃ, σωθήσεται. 26 πολλοὶ θεραπεύουσι πρόσωπα ἡγουμένων, παρὰ δὲ Κυρίου γίνεται τὸ δίκαιον ἀνδρί. 27 βδέλυγμα δικαίοις ἀνὴρ ἄδικος, βδέλυγμα δὲ ἀνόμῳ κατευθύνουσα ὁδός. 0 (Μασσ. ΛΑ´, 10). Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη. 11 θάρσει ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει· 12 ἐνεργεῖ γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ πάντα τὸν βίον. 13 μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσὶν αὐτῆς. 14 ἐγένετο ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δὲ αὐτῆς τὸν πλοῦτον.* (*Άλλη γραφή: συνάγει δὲ αὐτὴ τὸν βίον) 15 καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις. 16 θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα. 17 ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισε τοὺς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον. 18 ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τὸ ἐργάζεσθαι, καὶ οὐκ ἀποσβέννυται ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τὴν νύκτα. 19 τοὺς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπὶ τὰ συμφέροντα, τὰς δὲ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον. 20 χεῖρας δὲ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπὸν δὲ ἐξέτεινε πτωχῷ. 21 οὐ φροντίζει τῶν ἐν οἴκῳ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ὅταν που χρονίζῃ· πάντες γὰρ οἱ παρ᾿ αὐτῆς ἐνδεδυμένοι εἰσί. 22 δισσὰς χλαίνας ἐποίησε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα. 23 περίβλεπτος δὲ γίνεται ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ἐν πύλαις, ἡνίκα ἂν καθίση ἐν συνεδρίῳ μετὰ τῶν γερόντων κατοίκων τῆς γῆς. 24 σινδόνας ἐποίησε καὶ ἀπέδοτο τοῖς Φοίνιξι, περιζώματα δὲ τοῖς Χαναναίοις. 25 ἰσχὺν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καὶ εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις. 26 στόμα αὐτῆς διήνοιξε προσεχόντως καὶ ἐννόμως, καὶ τάξιν ἐστείλατο τῇ γλώσσῃ αὐτῆς. 27 στεγναὶ διατριβαὶ οἴκων αὐτῆς, σῖτα δὲ ὀκνηρὰ οὐκ ἔφαγε. 28 τὸ στόμα δὲ ἀνοίγει σοφῶς καὶ νομοθέσμως, ἡ δὲ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ ἐπλούτησαν, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ᾔνεσεν αὐτήν. 29 Πολλαὶ θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον, πολλαὶ ἐποίησαν δύναμιν, σὺ δὲ ὑπέρκεισαι καὶ ὑπερῇρας πάσας. 30 ψευδεῖς ἀρέσκειαι καὶ μάταιον κάλλος γυναικός· γυνὴ γὰρ συνετὴ εὐλογεῖται, φόβον δὲ Κυρίου αὕτη αἰνείτω. 31 δότε αὐτῇ ἀπὸ καρπῶν χειλέων αὐτῆς, καὶ αἰνείσθω ἐν πύλαις ὁ ἀνὴρ αὐτῆς.

Νεοελληνική απόδοση:
Ο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐλέγχει, εἶναι προτιμότερος ἀπὸ τὸν σκληροτράχηλον καὶ ἀμετανόητον, διότι, ὅταν θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του, τότε δὲν θὰ ὑπάρχῃ καμμία θεραπεία τοῦ κακοῦ. 2 Ὅταν ἐπαινοῦνται οἰ δίκαιοι ἄρχοντες ἐνὸς ἔθνους, χαίρεται καὶ εὐτυχεῖ ὅλος ὁ λαός, ἐνῷ ὅταν ἄρχουν καὶ κυβερνοῦν ἀσεβεῖς, οἱ λαοὶ στενάζουν καὶ ὑποφέρουν. 3 Ὁ πατέρας τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν σοφίαν καὶ προφυλάσσεται ἀπὸ τὴν ἀνηθικότητα, χαίρει, διότι ἔχει τέτοιο παιδί· ὁ πορνοβοσκὸς ὅμως, ὁ διεφθαρμένος καὶ ἀκόλαστος, θὰ χάσῃ τὸν πλοῦτον, ποὺ τοῦ ἀφῆκεν ὁ πατέρας του, καταισχύνων αὐτόν. 4 Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος βασιλεὺς ἀνορθώνει μὲ τὴν δικαιοσύνην του τὴν δυστυχισμένην χώραν του, ἐνῷ ὁ παράνομος θὰ τὴν κατασκάψῃ καὶ θὰ τὴν ἐρημώσῃ. 5 Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος στήνει παγίδα εἰς τὸν φίλον του, θὰ πιασθοῦν τὰ ἰδικά του πόδια εἰς αὐτήν. 6 Εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος συνεχῶς ἁμαρτάνει καὶ δὲν ἔχει πλέον δύναμιν νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, αὐτὴ εἶναι δι’ αὐτὸν μεγάλη παγίς, ἐνῷ ὁ ἐνάρετος θὰ ζῇ εἰς ἀτμόσφαιραν χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. 7 Ὁ δίκαιος δικαστὴς ἔχει τὸ ἐνδιαφέρον καὶ γνωρίζει νὰ κρίνῃ μὲ δικαιοσύνην καὶ συμπάθειαν τοὺς ἀνυπεράσπιστους πτωχούς, ἐνῷ ὁ ἀσεβὴς κριτὴς δὲν θέλει νὰ γνωρίζῃ τίποτε περὶ αὐτῶν, καὶ διὰ τὸν πτωχὸν δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν νοῦς, ὥστε νὰ τὸν προσέχῃ καὶ νὰ ἔρχεται εἰς τὴν θέσιν του. 8 Ἄνθρωποι παράνομοι καὶ ἀνυπότακτοι διὰ τῶν ἐγκλημάτων καὶ ἐπαναστάσεών των ἔγιναν ὑπαίτιοι νὰ καῇ καὶ νὰ καταστραφῇ ἡ πόλις των, ἐνῷ οἱ συνετοὶ ἐπρόλαβαν τὴν ὀργὴν καὶ τὴν ἀπεμάκρυναν. 9 Ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ κρίνῃ μόνον ἄτομα, ἀλλὰ θὰ διευθετήσῃ καὶ διαφορὰς ἐθνῶν ὁ φαῦλος ὅμως, ἐπειδὴ ὀργίζεται καὶ δὲν σκέπτεται, οὔτε φέρεται μὲ ψυχραιμίαν, περιγελᾶται καὶ περιπαίζεται, καὶ δὲν πτοεῖται ἀπὸ τὴν κοινὴν γνώμην περὶ αὐτοῦ, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἀποθρασύνεται καὶ καθίσταται ἀνίκανος νὰ κυβερνήσῃ καὶ αὐτὸν τὸν ἑαυτόν του. 10 Οἱ αἱμοχαρεῖς ἄνθρωποι καὶ οἱ ἔνοχοι φόνου μισοῦν καὶ ἀποστρέφονται τὸν ἐνάρετον, οἱ καλοὶ ὅμως θὰ ἐνδιαφερθοῦν διὰ τὴν ζωήν του καὶ φροντίζουν ὥστε νὰ μὴ πάθῃ κανένα κακόν. 11 Ὁ ἄφρων ἀφήνει ὅλον τὸν θυμόν του νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ νὰ ἐκσπάσῃ ἀσυγκράτητος, ἐνῷ ὁ σοφὸς τὸν συμπνίγει εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, ὅπου τὸν κρύπτει, διὰ νὰ μὴ μετανοῇ κατόπιν. 12 Ὅταν ἕνας βασιλεὺς ἀκούῃ καὶ προσέχῃ ἀδίκους καὶ ἀβασίμους κατηγορίας καὶ εἰσηγήσεις, τὸ παράδειγμά του μιμοῦνται καὶ οἱ ὑπήκοοί του καὶ ἰδιαιτέρως οἱ αὐλικοί του, τοιουτοτρόπως δὲ ὅλοι οἱ ὑπ’ αὐτὸν γίνονται παράνομοι. 13 Τὸν δανειστὴν καὶ τὸν χρεωφειλέτην, ὅταν συναντῶνται διὰ νὰ κανονίσουν τοὺς λογαριασμούς των, ἐπιβλέπει καὶ τοὺς δύο ὁ Κύριος, ἀποδοκιμάζων καὶ τιμωρῶν πᾶσαν ἀδικίαν καὶ τοκογλυφίαν. 14 Τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος κρίνει τοὺς πτωχοὺς τοῦ ἔθνους του μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀλήθειαν καὶ ὄχι μὲ προσωποληψίαν καὶ μὲ ψευδεῖς εἰσηγήσεις κολάκων, ἡ βασιλεία του θὰ παραμείνῃ ἀλησμόνητος, μαρτυρουμένη εὐφήμως ὑφ' ὅλων. 15 Αἱ τιμωρίαι καὶ αἱ ἐπιπλήξεις χαρίζουν εἰς τὸ παιδὶ σοφίαν καὶ φρονιμάδα, ἐνῷ τὸ παιδὶ ποὺ ἀλητεύει καὶ πλανᾶται εἰς τοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας, κατεντροπιάζει τοὺς γονεῖς του. 16 Ὅταν εἰς ἕνα τόπον πληθύνωνται οἱ ἀσεβεῖς, ἐκεῖ διαπράττονται πολλαὶ παρανομίαι. Ὅταν ὅμως οἱ ἀσεβεῖς πέσουν καὶ τιμωρηθοῦν, τότε οἱ δίκαιοι καταλαμβάνονται ὑπὸ περισσοτέρου φόβου, σταθεροποιοῦνται εἰς τὴν τήρησιν τοῦ θείου νόμου, καὶ ἡ κοινωνία ἐκείνη ἠθικοποιεῖται. 17 Ἀνάτρεφε καὶ παιδαγώγει καλῶς τὸν υἱόν σου, καὶ θὰ σὲ ἀναπαύσῃ διὰ τοῦ σεβασμοῦ, τὸν ὁποῖον θὰ δεικνύῃ πρὸς σέ. Μὲ τὴν σώφρονα δὲ διαγωγὴν του θὰ σὲ χαροποιήσῃ καὶ θά εἶναι στόλισμα καὶ καύχημα τῆς ψυχῆς σου. 18 Τιμωρία δι’ ἕνα ἔθνος εἶναι νὰ μὴ ὑπάρχῃ εἰς αὐτὸ προφήτης, ὁ ὁποῖος νὰ ἐξηγῇ εἰς τὸν λαὸν τὰς θείας βουλάς. Ἐκεῖνος δὲ, ποὺ φυλάσσει τὸν θεῖον νόμον, εἶναι ἄξιος νὰ μακαρίζεται καὶ νὰ ἐγκωμιάζεται. 19 Μὲ λόγια μόνον δὲν θὰ συμμορφωθῇ ὁ ἀτίθασος δοῦλος, διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἐννοήσῃ τί θέλει ὁ κύριός του, δὲν θὰ ὑπακούσῃ εἰς τὰς διαταγάς του. 20 Ἐὰν ἴδῃς ἄνθρωπον, ποὺ τρέχει εἰς τὰ λόγια του καὶ ὁμιλεῖ ἀπερισκέπτως, νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ τρελλὸς ἔχει περισσοτέρας ἐλπίδας νὰ γίνῃ ὑγιής, παρὰ νὰ διορθωθῇ ἐκεῖνος. 21 Ὅποιος ἀπὸ παιδὶ σπαταλᾷ τὰ χρήματά του διὰ νὰ ζῇ μὲ τρυφηλότητα καὶ ἰκανοποίησιν τῶν ὀρέξεών του, αὐτὸς θὰ καταντήσῃ νὰ γίνῃ δοῦλος, καὶ εἰς τὰ τελευταῖα του θὰ αἰσθάνεται μεγάλην θλῖψιν καὶ ὀδύνην ἐξ αἰτίας τῆς κακοκεφαλιᾶς του. 22 Ὅπως ἀπὸ τὸ ἀνασκαπτόμενον μεταλλεῖον ἐξάγονται διαρκῶς μεταλλεύματα, ἔτσι καὶ ὁ θυμώδης ἄνθρωπος βγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς εὐερεθίστου ψυχῆς του φιλονικίας. Ὁ δὲ ὀργίλος πάλιν βγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ του ἔχθρας, ὕβρεις, ψυχρότητας καὶ γενικῶς διαφόρους ἁμαρτίας. 23 Ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει καὶ ἐξευτελίζει τὸν ὑπερήφανον, ἐνῶ τοὺς ταπεινόφρονας δοξάζει καὶ ὑψώνει ὁ Κύριος. 24 Ὅποιος μοιράζεται μὲ τὸν κλέπτην τὰ κλοπιμαῖα πράγματα, μισεῖ τὴν ψυχήν του. Ἐὰν δέ οἱ κλεπταποδόχοι κρύπτουν καὶ δὲν φανερώσουν τοὺς ἐνόχους οὔτε καὶ ὅταν ὁρκισθοῦν, 25 ἐπειδὴ φοβοῦνται καὶ ἐντρέπονται τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ νικῶνται καὶ ὑποσκελίζονται, ὑποπίπτοντες ἔτσι εἰς διπλῆν ἁμαρτίαν, διότι ἀφ’ ἐνὸς μὲν κλέπτουν, ἀφ' ἑτέρου δὲ μὲ τὴν ψευδορκίαν των βεβηλώνουν καὶ ὑβρίζουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει πεποίθησιν εἰς τὸν Θεόν, θὰ χαρῇ, διότι οὔτε κλέπτῃς οὔτε ψεύδορκος θὰ γίνῃ ποτέ. Ἡ ἀσέβεια εἶναι αἰτία πτώσεων καὶ θλίψεως εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐνῷ ἐκεῖνος, ποὺ πιστεύει καὶ ἐλπίζει εἰς τὸν πανάγαθον Θέον, θὰ σωθῇ. 26 Πολλοὶ κολακεύουν καὶ ἐκλιπαροῦν ἄρχοντας, διὰ νὰ ἐπιτύχουν καὶ τελειώσουν κάποιαν ὑπόθεσίν των. Τὸ δίκαιον ὅμως ἀποδίδεται εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐπακριβῶς καὶ ἀσφαλῶς ἀπὸ μόνον τὸν Θεόν. 27 Εἰς τοὺς δικαίους προκαλεῖ ἀηδίαν καὶ ἀποστροφὴν ὁ ἄδικος ἄνθρωπος· ἀντιθέτως δὲ εἰς τὸν παραβάτην τοῦ θείου νόμου εἶναι βδέλυγμα καὶ πρᾶγμα μισητὸν ἡ εὐθεῖα ὁδὸς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἀρετῆς. 0 (Μασορ. ΛΑ' 10). Γυναῖκα δραστηρίαν καὶ ἐνάρετον ποῖος θὰ ἀξιωθῇ νὰ εὕρῃ; Αὐτὴ ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ πολύτιμα πετράδια. 11 Ὁ σύζυγός της λαμβάνει θάρρος καὶ δὲν δειλιᾷ εἰς τὰς δυσμενεῖς περιστάσεις τῆς ζωῆς του. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ δὲν πρόκειται νὰ στερηθῇ ποτὲ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, 12 διότι εἰς ὅλην τὴν ζωήν της ἐργάζεται διὰ τὴν εὐτυχίαν τοῦ συζύγου της. 13 Ὑφαίνουσα μαλλιὰ καὶ λινάρι, κατασκευάζει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια χρήσιμα πράγματα διὰ τὸ σπίτι της: Ἐνδύματα, σκεπάσματα καὶ ἄλλα εἴδη ὑφαντικῆς καὶ πλεκτικῆς. 14 Πηγαίνει μακρὰν καὶ ἀναζητεῖ καλὰς ἀγοράς, διὰ νὰ κάμῃ τὰς καταλλήλους καὶ ἀναγκαίας προμηθείας τοῦ οἵκου της. Ὁμοιάζει ἔτσι μὲ πλοῖον, τὸ ὁποῖον μεταφέρει ἐμπορεύματα ἀπὸ τόπους μακρινούς. Αὐτὴ πάλιν μὲ τὸν κόπον, τὴν ἐργατικοτητα, τὰς οἰκονομίας καὶ τὴν σύνεσίν της συναθροίζει τὰ πλούτη της. 15 Καὶ σηκώνεται πρωΐ, προτοῦ ξημερώσῃ, ἑτοιμάζει καὶ δίδει τροφὴν εἰς τοὺς οἰκείους της καὶ ἐργασίαν εἰς τὰς ὑπηρετρίας της. 16 Ἡ δραστηριότης της ἐκτείνεται εὐρύτερον. Ἀφοῦ παρετήρησε προσεκτικὰ μὲ μάτι ἐμπείρου ἀγοραστοῦ καὶ ἐξετίμησε τὴν ἀξίαν ἐνὸς χωραφιοῦ, τὸ ἠγόρασεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας της, μὲ τὰ χρήματα δὲ ποὺ κερδίζει ἀπὸ τὰ ἐργόχειρά της, ἐκαλλιέργησε καὶ ἐφύτευσε τὸ χωράφι ποὺ ἠγόρασε καὶ τὸ μετέβαλεν ἔτσι εἰς κτῆμα μὲ ἀξίαν μεγάλην. 17 Ἀφοῦ δὲ ζώνει καλὰ τὴν μέσην της, ἀνασκουμπώνεται καὶ βάζει τὰ χέρια της στὴ δουλεία. 18 Ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως ἐδοκίμασε καὶ ἐπείσθη, ὅτι εἶναι καλὸν τὸ νὰ ἐργάζεται ὁ καθένας· καὶ τὸ λυχνάρι της, ποὺ φωτίζει διὰ νὰ δουλεύῃ, δὲν σβήνει ὅλην τὴν νύκτα. 19 Ἀπλώνει τοὺς βραχίονάς της εἰς ὅσας ἐργασίας συμφέρουν εἰς τὸ σπίτι της, καὶ μὲ τὰ χέρια της κρατεῖ καὶ στριφογυρίζει τὸ ἀδράχτι. 20 Ἤνοιξε δὲ τὰ χέρια της γενναιόδωρα, διὰ νὰ ἐλεήσῃ τὸν δυστυχῆ, καὶ ἥπλωσε τὸ χέρι, διὰ νὰ δώσῃ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά της εἰς τὸν πτωχόν. 21 Δὲν καταλαμβάνεται ἀπὸ φροντίδας, οὔτε ἀνησυχεῖ διὰ τὸ σπίτι ὁ σύζυγός της, ἐὰν συνέβη ποτὲ νὰ ἀπουσιάζῃ ἀπὸ αὐτὸ λόγῳ τῶν ἀσχολιῶν του· καὶ τοῦτο διότι ὅλοι, ὅσοι εἶναι μαζί της καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτήν, εἶναι καλὰ ντυμένοι. 22 Διπλᾶς χλαίνας (ἐπανωφόρια) ἔκαμε διὰ τὸν σύζυγόν της, ἀπὸ ὑφάσματα δὲ λινὰ λευκὰ κατεσκεύασε διὰ τὸν ἑαυτόν της φορέματα βαμμένα μὲ κόκκινον πανάκριβον χρῶμα. 23 Ὅλοι δὲ κυττάζουν μὲ θαυμασμὸν τὸν ἄνδρα της, ὅταν αὐτὸς εὑρίσκεται εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως, ὅπου γίνονται αἱ δημόσιαι συνεδριάσεις, ὅταν συμπαρακάθηται καὶ συμμετέχῃ εἰς συνέδρων μὲ τοὺς γέροντας κατοίκους τοῦ τόπου. 24 Κατεσκεύασε σινδόνια καὶ τὰ ἐπώλησεν εἰς ἐμπόρους Φοίνικας, ζώνας δὲ καὶ ἐμπροσθέλλας εἰς τοὺς μεταπράτας ἐμπόρους Χαναναίους. 25 Ἐνεδύθη δύναμιν καὶ πλοῦτον καὶ ἀξιοπρέπειαν καὶ κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς της ἐδοκίμασεν εὐφροσύνην καὶ εὐτυχίαν. 26 Προκειμένου νὰ ὁμιλήσῃ, ἀνοίγει τὸ στόμα της μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ περισκέψιν, ὥστε οἱ λόγοι τῆς προσλαμβάνουν κῦρος καὶ χρωματισμὸν νόμου, καὶ στολίζει τὴν γλῶσσαν της μὲ τάξιν καὶ σύνεσιν. 27 Τὸ σπίτι της, ὅπου μένει, εἶναι στεγνόν, ἀναπαυτικὸν καὶ δὲν στάζει, ὅταν βρέχῃ. Ψωμὶ δὲ ὀκνηρίας καὶ κακοζυμωμένον δὲν ἔφαγε. 28 Τὸ στόμα της δὲ τὸ ἀνοίγει μὲ σοφίαν καὶ σύνεσιν καὶ ὅσα λέγει, εἶναι ὡσὰν νόμοι, ἡ δὲ καλωσύνη της πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἔγινε αἰτία εὐλογίας πολλῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μεγαλώσῃ καὶ ἀποκαταστήσῃ πλούσια τὰ παιδιά της· καὶ ὁ σύζυγός της τῆς ἀπηύθυνε τὰ κάτωθι ἐγκώμια. 29 Ὦ καλὴ καὶ πολύτιμε σύντροφε τῆς ζωῆς μου· πολλαῖ γυναῖκες ἀπέκτησαν πλούτη μὲ τὴν ἱκανότητά των· πολλαὶ ἀπέκτησαν δύναμιν καὶ ὑπόληψιν μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν, σὺ ὅμως τὰς ὑπερέβαλες ὅλας. 30 Ψεύτικον πρᾶγμα εἶναι ἡ φιλαρέσκεια καὶ ματαιότης τὸ σωματικὸν κάλλος τῆς γυναικός, διότι μόνον ἡ φρόνιμη γυναῖκα ἐπαινεῖται, τὸν δὲ φόβον τοῦ Θεοῦ ἂς ὑμνῇ καὶ ἂς δοξάζῃ αὐτή, διότι πᾶν ὅ,τι ἔχει, τὸ ἔχει ἀπὸ τὸν Θεόν. 31 Εἴπατε καὶ σεῖς διὰ τὴν γυναῖκα αὐτὴν καλὰ καὶ ἐπαινετικὰ λόγια, ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὴ εἶπε διὰ σᾶς. Ἐγκωμιάσατέ την καὶ ἐπαινέσατέ την, καὶ ὁ ἄνδρας της χάριν αὐτῆς ἂς ὑμνῆται καὶ ἂς ἐγκωμιάζεται εἰς τοὺς τόπους τῶν δημοσίων συγκεντρώσεων.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Ο φόβος του Θεού είναι το άλας της ευσεβείας. Αν δεν υπάρχει τέτοιο αλάτι, όλη η ευσέβειά μας είναι άνοστη και χαλαρή. Ο φόβος του Θεού περιζώνει τις οσφύες, ανασκουμπώνει το στομάχι, κάνει την καρδιά νηφάλια, ελέγχει τον νου και μαστιγώνει το «ίδιον θέλημα» του ανθρώπου. Αλήθεια, πού υπάρχει μετάνοια χωρίς τον φόβο του Θεού; Πού υπάρχει ταπείνωση; Πού συστολή; Πού αγνεία; Πού υπομονή; Πού διακονία και υπακοή. 

(Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Μην απογοητεύεστε ποτέ. Αφήνετε απλά με την προσευχή σας στα χέρια του Θεού την υπόθεσή σας.



Δημήτριος Παναγόπουλος
Αναφέρεται ότι ένας ναυαγός κάποτε κατόρθωσε παλεύοντας ώρες με τα κύματα να βγει σε ένα έρημο νησάκι. Εκεί με πολλούς κόπους έφτιαξε μια πρόχειρη καλυβούλα χρησιμοποιώντας κλαδιά.
Και κάθε μέρα προσευχόταν κοιτάζοντας στον ορίζοντα μήπως φανεί κανένα πλοίο. Ένα απόγευμα είχε απομακρυνθεί λίγο από την καλυβούλα του να βρει κάνα χόρτο κάτι να φάει. Και εκεί που επέστρεφε τον έπιασε μια απελπισία μπροστά σ’ αυτό το θέαμα που αντίκρυσε.
Τι είδε δηλαδή. Ότι είχε κατορθώσει να…φτιάξει με τόσους κόπους έβλεπε τώρα μια φωτιά να το μεταβάλει σε στάχτες.
Επειδή δεν είχε πολλά μέσα να ανάβει φωτιά, δεν την έσβησε φεύγοντας, για να μην την ξανανάψει όταν επιστρέψει. Έτσι την άφησε αναμμένη. Ποιος ξέρει τώρα τι έγινε, φύσηξε, κάτι, έπιασε φωτιά και έγινε η καλύβα του στάχτη.
Λέγει λοιπόν μόνος του, αυτό ήταν λοιπόν, το χειρότερο που μπορούσα να πάθω. Έτσι σκέφτηκε με την περιορισμένη ανθρώπινη κρίση του. Αλλά τι ήταν λέτε.
Αυτό που εκείνος θεωρούσε συμφορά το έκανε ο Θεός για την σωτηρία του, που τόσο θερμά το ζητούσε. Την άλλη μέρα ένα βαπόρι τον πλησίασε και τον παρέλαβε. Καλά, λέει στον καπετάνιο. Πως με είδατε εδώ πέρα. Είδαμε την φωτιά χθες και ήρθαμε.
Ποιος μπορούσε να φανταστεί αυτή τη λύση στο πρόβλημά του. Κανένας.
Μην απογοητεύεστε ποτέ. Αφήνετε απλά με την προσευχή σας στα χέρια του Θεού την υπόθεσή σας. Έστω και αν τη βλέπεται να πηγαίνει ανάποδα, εσείς να έχετε απόλυτη εμπιστοσύνη ότι ο Θεός οδηγεί την υπόθεσή σας σωστά. Και θα το δείτε αργότερα, όπως το είδε και αυτός ο ναυαγός την επαύριον.

https://alopsis.gr
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Πώς είναι δυνατό, όμως, να προσευχηθούμε μέσα σε κατάσταση ταραχής;



Πώς είναι δυνατό, όμως, να προσευχηθούμε μέσα σε κατάσταση ταραχής; Θα ’θελα να αναφέρω μερικά παραδείγματα που δείχνουν πως αυτό είναι δυνατό· θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι αυτή η αναταραχή έχει τα πλεονεκτήματά της, σαν τα αιχμηρά βράχια που μας βοηθούν να σκαρφαλώσουμε ψηλά εκεί που δεν μπορούμε να πετάξουμε.
Η πρώτη ιστορία είναι από το «Γεροντικό». Κάποιος ασκητής συναντά στα βουνά κάποιον άλλον ασκητή κι αρχίζουν μια συζήτηση στη διάρκεια της οποίας ο επισκέπτης εντυπωσιασμένος από το επίπεδο προσευχής του συνομιλητή του, τον ρωτά: «Γέροντα, ποιός σε δίδαξε να προσεύχεσαι αδιάκοπα;» Κι εκείνος, που είχε καταλάβει ότι ο επισκέπτης του ήταν άνθρωπος με βαθιά πνευματική πείρα, του απαντά:
«Δε θα το έλεγα αυτό στον καθένα, αλλά σε σένα θα το πω, πως αληθινά ήταν οι δαίμονες που με δίδαξαν». Ο επισκέπτης του λέει: «Νομίζω πως σε καταλαβαίνω. Γέροντα, αλλά θα μπορούσες να μου εξηγήσεις λεπτομερέστερα με ποιό τρόπο σε δίδαξαν, για να σε καταλάβω καλύτερα;» Και τότε ο άλλος του διηγείται την εξής ιστορία:
«Όταν ήμουν νέος, ήμουν αγράμματος και ζούσα σ’ ένα μικρό χωριό στην πεδιάδα. Μια μέρα πήγα στην εκκλησία κι άκουσα το διάκο να διαβάζει την επιστολή του Παύλου που μας διδάσκει να προσευχόμαστε αδιαλείπτως.
Ακούγοντας τα λόγια εκείνα ενθουσιάστηκα και φωτίστηκε η ψυχή μου. Και μετά την εκκλησία άφησα το χωριό, γεμάτος χαρά, και αναχώρησα στα βουνά για να ζήσω με την προσευχή και μόνο. Αυτή η διάθεση κράτησε μέσα μου για κάμποσες ώρες.
Μετά έπεσε το σκοτάδι, έγινε κρύο κι άρχισα ν’ ακούω αλλόκοτους ήχους, βήματα κι ουρλιαχτά. Μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι εμφανίστηκαν μπροστά μου.
Τ’ άγρια θηρία βγήκαν από τις φωλιές τους ν’ αναζητήσουν την τροφή που τους όριζε ο Θεός. Άρχισα να φοβάμαι, να φοβάμαι όλο και περισσότερο καθώς οι σκιές γίνονταν σκοτεινότερες.
Πέρασα όλη τη νύχτα γεμάτος τρόμο από τους βηματισμούς, τα τριξίματα, τις σκιές, τ’ αστραφτερά μάτια μέσα στη νύχτα, την επίγνωση πως μου ήταν αδύνατο να στραφώ σε κάποιον για βοήθεια. Και τότε άρχισα να φωνάζω στον Θεό τις μόνες λέξεις που έρχονταν στο νου μου, λέξεις βγαλμένες μέσα από το φόβο μου: “Κύριε Ιησού, υιέ Δαυίδ, ελέησέ με τον αμαρτωλό”.
Έτσι πέρασε το πρώτο βράδυ. Το πρωί ο φόβος με είχε εγκαταλείψει, αλλά άρχισα να πεινάω. Αναζήτησα την τροφή μου στους θάμνους και στα λιβάδια, αλλά ήταν δύσκολο να ικανοποιήσω την πείνα μου. Και καθώς έπιασε να δύει ο ήλιος, ένιωσα τον τρόμο της νύχτας να ξανάρχεται. Άρχισα να κραυγάζω στον Θεό το φόβο και την ελπίδα μου.
Έτσι πέρασαν μέρες, και μετά μήνες. Συνήθισα τους τρόμους της φύσης, αλλά ακόμη καθώς προσευχόμουν κάθε τόσο νέοι πειρασμοί και δοκιμασίες εμφανίζονταν. Οι δαίμονες, τα πάθη, άρχισαν να ορμούν επάνω μου απ’ όλες τις μεριές και μόλις συνήθιζα να μη φοβάμαι τα θηρία της νύχτας, οι δυνάμεις του σκότους έπιασαν να λυσσομανούν μέσα στην ψυχή μου.
Πιο δυνατά από πριν πρόφερα τις λέξεις στον Κύριο: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε με”. Αυτός ο αγώνας συνεχίστηκε για χρόνια. Μια μέρα έφτασα τα όρια της αντοχής μου. Καλούσα ασταμάτητα τον Θεό με αγωνία και πάθος χωρίς να λαβαίνω απάντηση.
Ο Θεός ήταν αλύγιστος και τότε, όταν και το τελευταίο νήμα της ελπίδας άρχισε να σπάει μέσα στην ψυχή μου, παραδόθηκα στον Κύριο και είπα: “Μένεις σιωπηλός, δε Σε νοιάζει τί θα γίνω, αλλά δεν παύεις να είσαι ο Κύριος και Θεός μου· καλύτερα να πεθάνω εδώ που στέκω παρά να εγκαταλείψω την αναζήτησή μου”.
Τότε ξαφνικά ο Κύριος εμφανίστηκε μπρος μου και ειρήνη απλώθηκε μέσα και γύρω μου. Ο κόσμος ολόκληρος, που μου φαινόταν σκοτεινός, τώρα φαινόταν λουσμένος στο άγιο φως, να λάμπει κάτω από τη χάρη της Θεϊκής παρουσίας, που συντηρεί το κάθε δημιούργημά Του. Και αμέσως μετά σ’ ένα ξέσπασμα αγάπης κι ευγνωμοσύνης, πρόφερα στον Κύριο τη μόνη προσευχή που μπορούσε να εκφράσει όλα μου τα αισθήματα:
“Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησέ με τον αμαρτωλό”. Κι από τότε στη χαρά, στη δοκιμασία, στον πειρασμό και τον αγώνα ή σε στιγμές που η ειρήνη με καταλαμβάνει, αυτά τα λόγια ξεπηδούν απ’ την καρδιά μου. Είναι ένας ύμνος χαράς, είναι η κραυγή μου προς τον Θεό, είναι η προσευχή μου και η μετάνοιά μου».
Το παράδειγμα του άγνωστου αυτού ασκητή δείχνει πως η δοκιμασία, η απελπισία κι η ταραχή κάνουν αυτές τις λέξεις της «προσευχής του Ιησού» να ξεπηδούν από μέσα μας· αυτή η απεγνωσμένη κραυγή που είναι βγαλμένη από μιαν ελπίδα πιο δυνατή κι από την ίδια την απόγνωση, που ξεπήδησε απ’ αυτήν, αλλά τη νίκησε.

(Μητροπ. Αντωνίου του Σουρόζ, «Θέλει τόλμη η Προσευχή», εκδ. Ακρίτας, σ. 47-50.) 
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Όταν λείπει η ευσυνειδησία



Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
  Οἱ ἐργαζόμενοι ἄνθρωποι συνήθως παραπονοῦνται γιὰ τοὺς ἐργοδότες τους καὶ πάντα θέλουν νὰ ἐμφανίζονται ὡς ἀδικούμενοι.
Δὲν παραδέχονται δικές τους ἀρνητικὲς ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἀποτελεσματικὲς καὶ δὲν ἀποδίδουν. Δυστυχῶς, δὲν τοὺς εὐχαριστεῖ ἡ ἀπασχόλησή τους καὶ τὸ ἐπάγγελμά τους. Δὲν νιώθουν εὐχαρίστηση γι’ αὐτὸ ποὺ κάνουν καὶ εἶναι ἀπρόθυμοι καὶ βαρύθυμοι. Τοὺς ἐνδιαφέρει μόνο τὸ οἰκονομικό! Ἔτσι ἐξηγοῦνται καὶ τὰ διάφορα ἀτυχήματα ποὺ κάποτε ἔχουν καὶ ἀνθρώπινα θύματα. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ οἱ εἰδικοί, ποὺ ψάχνουν τὶς αἰτίες καὶ μιλοῦν γιὰ ἀνευθυνότητα ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν ἱκανότητες, σχετικὴ ἐκπαίδευση καὶ ἐνδιαφέρον στὴν ἐκτέλεση τῶν ὅποιων ἐπαγγελματικῶν ὑποχρεώσεων ἔχουν.
  Στὴν ὅλη συζήτηση γιὰ ὅσα δυσάρεστα συμβαίνουν δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἔλλειψη εὐσυνειδησίας στοὺς ἐργαζομένους. Πολλοὶ μάλιστα δὲν γνωρίζον τὴ σημασία τῆς λέξης! Καὶ ὅμως χωρὶς τὴν εὐσυνειδησία στοὺς ἀνθρώπους, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴν κοινωνία, οὔτε νὰ περιορισθοῦν τὰ ἀτυχήματα.
  Ὁ εὐσυνείδητος ἔχει βαθιὰ ἐπίγνωση τῶν εὐθυνῶν του καὶ ἀφοσίωση στὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων του. Ὅταν λείπει αὐτή, τὰ πράγματα περιπλέκονται καὶ δημιουργοῦνται δυσάρεστες καταστάσεις. Τὸ βλέπουμε στὴν καθημερινότητά μας καὶ ἀπογοητευόμαστε. Ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα ἀσυνείδητων ἐργαζόμενων, ξεκινώντας ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς γιὰ νὰ φτάσουμε καὶ στοὺς μεγάλους καὶ ἀνώτερους.
  Ὁ ἐργάτης κινεῖται ἀργὰ καὶ μία δουλειὰ ποὺ θὰ τὴν τελείωνε σὲ λίγες ὧρες, τὴν ὁλοκληρώνει σὲ πέντε μέρες. Ὁ ἐργαζόμενος στὴν καθαριότητα τοῦ δήμου ἀφήνει πολλὰ ἀπορρίμματα στὴ θέση τους γιὰ πολλὲς μέρες, ἀφοῦ δὲν τὸν ἐλέγχει κανείς.
  Ὁ δάσκαλος πηγαίνει ἀργὰ στὸ σχολεῖο, κάνει παρατεταμένα διαλείμματα καὶ ἔχει μειωμένο ἐνδιαφέρον στὴν παράδοση τῶν μαθημάτων.
  Ὁ δημόσιος ὑπάλληλος ποὺ πηγαίνει ἀργοπορημένος στὸ γραφεῖο του καὶ ἑτοιμάζεται νὰ φύγει πολὺ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὴ λήξη τοῦ ὡραρίου.
   Ὁ προϊστάμενος καὶ ὁ διευθυντὴς ποὺ θέλει νὰ ὑποκλίνονται ἐνώπιόν του οἱ ὑφιστάμενοί του καὶ αὐτὸς πίνει ἀργὰ καὶ ἀπολαυστικὰ τὸν καφὲ ποὺ τοῦ ἑτοιμάζουν, διαβάζοντας τὴν πρωινὴ ἐφημερίδα ἢ τηλεφωνώντας σὲ ἄσχετα μὲ τὴν ἁρμοδιότητά του πρόσωπα καὶ μιλάει περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, χωρία καμιὰ οὐσιαστικὴ πρωτοβουλία γιὰ τὴν ἐπιτυχία κάποιου ἢ κάποιων ἔργων ποὺ τοῦ ἔχουν ἀναθέσει.
   Ὁ γιατρὸς ποὺ δὲν εἶναι εὐγενὴς ἀπέναντι στοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἐπιπόλαια συμπεραίνει γιὰ τὴν πορεία τῆς ὑγείας τους, ζητώντας συγχρόνως χωρὶς ντροπὴ καὶ ἀξιοπρέπεια φακελάκι.
Ὁ πανεπιστημιακὸς δάσκαλος ποὺ ἡ «σοφία» του τὸν κάνει ἀπρόθυμο γιὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν ἔρευνα ἢ περιορίζεται στὶς προσωπικές του ἀπόψεις γιὰ διάφορα θέματα, πέρα ἀπὸ τὴν εἰδικότητά του, ἐνῷ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ θέματα ποὺ τοῦ ἔχει ἀναθέσει τὸ κράτος. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀδιακρίτως «κόβει» τοὺς φοιτῆτες ἀπὸ μία δυσεξήγητη ἰδιορρυθμία.
 Ὁ ἀξιωματικὸς ποὺ θέλει νὰ βολεύεται καὶ νὰ προάγεται χωρὶς κόπο, περιοριζόμενος μόνο στὰ ψυχρὰ τυπικὰ καθήκοντα.
Ὁ δικηγόρος ποὺ πρόθυμα ἀναλαμβάνει τὴν ὑπόθεση ἑνὸς ἐγκληματία καὶ ζητάει ὑπέρογκη ἀμοιβή, χωρίς νὰ πιστεύει στοὺς ἰσχυρισμοὺς ποὺ διατυπώνει στὸ δικαστήριο. Εἶναι ἕνας θρασὺς θεατρίνος.
Ὁ δικαστὴς ποὺ ἀκούει καὶ διαβάζει μὲ παγερὴ καρδιὰ τὶς ὑποθέσεις καὶ τὶς προσπερνάει, ἀφήνοντάς τες γιὰ τὸ μέλλον. Δὲν βιάζεται νὰ τὶς ἐκδικάσει καὶ παρατείνει τὴ δυστυχία τῶν ἀδικηθέντων.
Ὁ πολιτικὸς ποὺ αὐτοβούλως ἀποφασίζει νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ κοινά, ὄχι γιὰ νὰ βελτιώσει τὴ ζωὴ τῶν πολιτῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀπολαύσει τοὺς πλουσίους μισθοὺς καὶ τὰ πολλὰ προνόμια ποὺ τοῦ ἀναγνωρίζει τὸ κράτος. Ἐπιδίδεται καὶ στὰ «μυστικὰ μαγειρεύματα»!
  Ὁ ἱερέας ποὺ χωρὶς φόβο Θεοῦ λειτουργεῖ, εὐλογεῖ μὲ τρόπο ὑποκριτικὸ καὶ συχνὰ γίνεται πρωταγωνιστὴς σὲ μικρὰ καὶ μεγάλα σκάνδαλα.
Ὁ μητροπολίτης, ποὺ εἶχε ξετρελλαθεῖ νὰ γίνει ἐπίσκοπος, χωρὶς νὰ συναισθάνεται τὸ βαρύτατο ἔργο ποὺ θὰ ἀναλάμβανε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων, παρὰ μόνο νὰ ἱκανοποιήσει τὴ φιλοδοξία του, νὰ ἀπολαμβάνει τὸ θρόνο του, σὰν κοσμικὸς ἄρχοντας, καὶ νὰ διδάσκει χωρὶς νὰ ἀνησυχεῖ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐλάχιστοι τὸν ἀκοῦν καὶ κανένας δὲν θέλει νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές του.
Ὁ πατριάρχης ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει ἄνωθεν ἀποστολὴ νὰ κατευθύνει τοὺς πιστούς, ὄχι μὲ γνώμονα τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἀλλὰ τὶς προσωπικές του θεωρίες ποὺ ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
 Ὅμως τὰ παραδείγματα τῶν ἀσυνείδητων δὲν ἔχουν τελειωμό. Καθὼς τὰ βλέπει ἕνας εὐσυνείδητος ἄνθρωπος, πικραίνεται καὶ χάνει κάθε ἐλπίδα γιὰ βελτίωση τῆς κοινωνίας. Οἱ ἀσυνείδητοι δὲν ἔχουν καμιὰ δικαιολογία γιὰ τὸν ἀνεύθυνο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦν, ἀφοῦ ὅλοι γενικῶς οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴ συνείδηση, ποὺ εἶναι πολύτιμος ὁδηγὸς καὶ κριτής. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημαίνει σχετικά: «Ἡ γνώση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας εἶναι ἔμφυτη στὴ συνείδηση ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κανένα δάσκαλο, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει αὐτά, ἐνῷ ἡ διόρθωση ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη ἐκλογὴ καὶ ἀπόφασή μας, ἀπὸ τὸ ζῆλο καὶ τοὺς κόπους μας».
 Πολλὲς φορὲς ὅμως τὸ κριτήριο τῆς συνείδησης νοσεῖ. Στὴν ἐποχὴ μας αὐτὸ συμβαίνει στὴν πλειονότητα. Μακριὰ ἀπὸ τὴν πίστη στὸ Θεό, χάνεται τὸ ὀρθὸ κριτήριο καὶ ὄχι σπάνια οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν τὴν κακία «ἀρετὴ» καὶ τὴν ἀληθινὴ ἀρετὴ ἀταίριαστη γιὰ τὴν πρόοδο τῶν ἀνθρώπων! Ὅμως δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι «ἡ ψυχή, ὅταν δὲν ἔχει τὴν πλάστιγγα τῶν συλλογισμῶν της σταθερὴ καὶ προσανατολισμένη μὲ ἀκρίβεια στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ κρίνει ὀρθὰ τὰ γεγονότα, ἀλλὰ περιφέρεται καὶ παρασύρεται», ὅπως τονίζει ὁ ἅγιός μας.
  Οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν γνωρίζουν τὴ μετάνοια, ἔχουν ἀμβλυμένη συνείδηση καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀφοσιωθοῦν στὴν προσεκτικὴ ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων τους, τόσο στὴν ἰδιωτική τους ζωὴ ὅσο καὶ στὸν ἐπαγγελματικό τους χῶρο. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη πληγή, ποὺ δὲν ἐπουλώνεται εὔκολα καὶ ἔχει τραγικὲς συνέπειες.
  Μερικοὶ προοδευτικοὶ καὶ ἄθεοι δὲν θέλουν νὰ ἀκοῦν γιὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Προτείνουν τοὺς κοσμικοὺς νόμους τοῦ κράτους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἰσχυρίζονται, μποροῦν νὰ διαμορφώσουν μία συνείδηση ποὺ θὰ ἔχει ἄλλα κριτήρια, διαφορετικὰ ἀπὸ τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Οἱ νόμοι ποὺ συνεχῶς ἀναθεωροῦνται, δὲν κάνουν τοὺς ἀνθρώπους εὐαίσθητους ἀπέναντι στὴν τήρηση τῶν καθηκόντων. Ἡ εὐσυνειδησία δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τοὺς νόμους καὶ τὶς κυρώσεις. Χρειάζεται ἡ φωνὴ τῆς ἠθικῆς συνείδησης.

orthodoxostypos.gr
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Όταν κάποιος ασχολείται με τον άλλον, εκτροχιάζεται από την αποστολή της αυτογνωσίας και της αυτομεμψίας



Γέροντας Εφραίμ Σκήτης Αγίου Ανδρέα.
Όταν κάποιος ασχολείται με τον άλλον, εκτροχιάζεται από την αποστολή της αυτογνωσίας και της αυτομεμψίας. 
Ασχολούμενος με τον άλλον, ή θα τον ζηλέψει επειδή είναι ανώτερος, ή θα τον κατακρίνει επειδή είναι κατώτερος. Και στις δύο περιπτώσεις είναι χαμένος, γιατί χάνει Χάρη Αγίου Πνεύματος. Πρέπει να είναι κανείς πολύ καλλιεργημένος εις βάθος, για να μη βαλθεί ασχολούμενος με τον άλλον. Θα πρέπει μόνο να προσευχόμαστε για τους άλλους…
Βιαζόμαστε να κρίνουμε, γιατί έχουμε μεγάλη γνώμη για τον εαυτόν μας.

https://simeiakairwn.wordpress.com/

Μην συμβιβάζεσαι σε μια ζωή χωρίς ζωή



Μια ζωή κυνηγάμε όνειρα.
Κι όμως μια ζωή τ’ αρνούμαστε.
Ο φόβος κυριεύει.
Μην τυχόν πληγωθούμε…μην «αποτύχουμε».
Καταπιεσμένες ζωές κρύβονται σε χαμόγελα, σε φιλιά, σε διασκεδάσεις. Όλα ψεύτικα.
Γιατί πιο πολύ από την χαρά, αγαπήσαμε το κρυφτό, το δράμα, το δάκρυ, την μιζέρια μας.
Εγκλωβιστήκαμε μέσα στα ερωτήματα και ξεχάσαμε να βρούμε τις απαντήσεις.
Εθιστήκαμε στην πίκρα, στην μελαγχολία, στη νοσταλγία.
Μα ο χρόνος δεν κάνει στάση.
Δεν περιμένει πότε εμείς θα ξεκινήσουμε να ζούμε.
Βία, πώρωση, φανατισμός, οργή και θλίψη.
Μεγαλώνουμε ελπίζοντας να γίνουν καλύτερα τα πράγματα, χωρίς να θελουμε να αλλάξουμε.
Θελουμε να μεγαλώσουμε να γίνουνε τρανοί.
Αντί να θέλουμε να γίνουμε παιδιά.
Κανείς δεν γεννιέται έτσι. Κακός, λυπημένος, κομπλεξικός, φοβισμένος, οργισμένος, βίαιος…
Το παιδί…
Εκείνο το παιδί θα ήθελα να συναντήσω.
Να το αγκαλιάσω.
Να του μιλήσω.
Να δω εκείνο το βλέμμα της αθωότητας, της ειρήνης.
Εκείνο το παιδί που χαιρόταν με τα απλά.
Το παιδί…τον νεκρό εαυτό μου.
Αυτό θα’ θελα ν’ αναστήσω.
Για να μου μάθει απ’την αρχή ν’ αγαπώ, ν’ αφήνομαι, να συγχωρώ, να ελπίζω, να προσπαθώ, να γελώ, να ζω.
Ναι, να ζήσω θέλω.
Να ζω χωρίς δεσμά.
Ελεύθερος.
Ελεύθερος μέσα στην ασημαντότητά μου.
Ειρηνικός…
Χωρίς φόβο…
Λάθη όλοι κάναμε.
Μα και αυτά είναι στην ζωή.
Δεν αποτύχαμε επειδή σφάλαμε.
Θα αποτύχουμε όμως εάν δεν ζούμε με διάθεση εξέλιξης και διόρθωσης.
Όσο ανασαίνεις, προσπάθησε να ζεις.
Να ζεις.
Όχι να πεθαίνεις.
Ήδη χαραμίσαμε πολύ χρόνο από την ζωή μας σαν νεκροί…
Μην συμβιβάζεσαι σε μια ζωή χωρίς ζωή.

https://simeiakairwn.wordpress.com/

Παπα-Σάββας ο Πνευματικός: Συνταγές θεραπευτικές..



Συνταγές θεραπευτικές |
Ήξερε πολύ καλά ο παπα-Σάββας πότε θα φαινόταν επιεικής, πότε μέτριος, πότε αυστηρός και ακριβολόγος. Τις συντετριμμένες και τεταπεινωμένες ψυχές τις οικονομούσε με περισσή επιείκεια.  Όταν όμως έβλεπε ψυχική αντοχή, απέφευγε να κάνη υποχωρήσεις. Θα κανόνιζε όπως έπρεπε, πάντα όμως με τρόπο γλυκύ, ώστε να γίνεται. δεκτός ο κανόνας χωρίς την παραμικρή δυσανασχέτησα Σαν πολύπειρος καμηλιέρης άκριβοζύγιζε με μάτι έξησκημένο τί φορτίο αντέχει η καμήλα.
Δειχνόταν αυστηρός σ’ όσους προξένησαν ζημίες στον πλησίον τους.
— Πνευματικέ μου, του λέει ένας προσκυνητής. Έχω και κάτι άλλο. Περνώντας από την Καλύβη ένός γνωστού μου Γέροντα -αυτός έτυχε ν’ απουσιάζη- έκοψα από τον κήπο, με το θάρρος που είχα, μερικά πορτοκάλια.
— Α, παιδί μου! Πρόσεξε! Όλα τα άλλα αμαρτήματά σου τα συγχωρεί δι’ εμού ο Θεός. Τα πορτοκάλια όμως πρέπει να τα επιστρέψης, γιατί διαφορετικά δεν συγχωρείσαι, και παραμένουν άσυγχώρητες και οί άλλες άμαρτίες σου.
Πολύ αυστηρός, άτεγκτος, παρουσιαζόταν σε θέματα που σχετίζονταν με την Ιερωσύνη. Αν ο υποψήφιος Ιερεύς εμποδιζόταν από κάποιο αμάρτημα, δεν υπήρχε περίπτωσις να του πάρη συμμαρτυρία και συγκατάθεσι. Αν πάλι κάποιος κληρικός έπεφτε σε σοβαρό παράπτωμα, το ήξερε εκ των προτέρων:
— Πάτερ μου, θα του έλεγε, να κρεμάσης το πετραχήλι σου για να μή βαρύνης άλλο την ψυχή σου.
Στις αρχές της δράσεως του ως Πνευματικού συνήθιζε κάθε Μεγάλη Τεσσαρακοστή, από την πρώτη εβδομάδα, νά περιοδεύη στα Μοναστήρια και να εξομολογή. Συνέβη όμως στην Μονή Ιβήρων να βρεθή κάποτε στην ανάγκη να τιμωρήση αυστηρά δύο Ιερείς που είχαν παρεκτραπή. Αυτό είχε αρκετά δυσάρεστες συνέπειες. Πικράθηκε πολύ από την στάσι των Ιερέων αυτών και από τότε έπαψε τις περιοδείες. Περιωρίσθηκε στο εξομολογητήριό του. Πάντως την σημαία δεν την υπέστελλε. Πάνω απ’ όλα η ευλάβεια και η περιφρούρησις του υψίστου αξιώματος της Ιερωσύνης.
***
Εγνώριζε πολύ καλά πόση παιδαγωγική και θεραπευτική αξία κρύβει ένα από πάσης πλευράς επιτυχημένο και διαλεγμένο επιτίμιο. Και όπως θα μας το δείξη η συνέχεια υπήρξε ασυναγώνιστος στην επιλογή των έπιτιμίων.
Πριν από πολλά χρόνια, έναν Οκτώβριο, μήνα ήσυχο και κατάλληλο, κινήσαμε για το Άγιον Όρος και σε λίγες ημέρες βρεθήκαμε στην αξέχαστη Σκήτη της Αγίας Άννης, την πνευματική μας γενέτειρα. Μέσα στην αγιασμένη της ατμόσφαιρα είχαμε να συναντήσουμε τόσα προσφιλή πρόσωπα που κρατούν, υπό την σκέπη της θεοπρομήτορος, αναμμένη την ορθόδοξη ασκητική δάδα.
— Βλέπετε τον γερο-Αντώνιο, μας λέει κάποια ημέρα φίλος μας Ιερομόναχος. Μαζεύει εκεί κάτω εληές. Ενενήντα χρονών που είναι, θάχη πολλά στις αποθήκες της μνήμης του για τους παλαιούς Πατέρες. Μή χάσετε την ευκαιρία.
Άλλο που δεν θέλαμε. Τον πλησιάσαμε χωρίς καθυστέρησι. Ήταν ψηλός, αδύνατος, με φτωχική αμφίεσι και ελαττωματική από το γήρας όρασι, και πρόσχαρος σαν μικρό παιδί.
— θυμάσαι τίποτε, πάτερ Αντώνιε, για τον Πνευματικό, τον παπα-Σάββα;
— Αλλοίμονο! Για τον παπα-Σάββα τον άγιο αυτόν Πνευματικό να μή θυμάμαι! Σ’ αυτόν εξωμολογούμην.
— Τότε θα έχης πολλά να μας ειπής.
— Βεβαίως. Και μάλιστα κάτι που θα σας κάνη εντύπωσι. Έχει κάνει εντύπωσι και στην γλώσσα αυτή που σας ομιλεί, στην γλώσσα μου.
Τί να ήταν άραγε αυτό; διερωτηθήκαμε. Και πως μπορούσε να έχη κάνει εντύπωσι στην γλώσσα; Αλλά μας το έλυσε το αίνιγμα ο ίδιος.
— Ήμουν νεαρό καλογέρι. Ακόμη δεν είχα ξεχάσει τις κακές συνήθειες του κόσμου. Και λιγάκι ευέξαπτος στον χαρακτήρα. Στον κήπο της Καλύβης κάποτε προέκυψε μία διαφορά με τον γείτονα. Μπήκε ο πειρασμός στην μέση. Κάπως απότομα μου μίλησε εκείνος. Αρπάχτηκα κι’ εγώ, ανοίγω το στόμα μου και χωρίς να σκεφθώ τί κάνω του λέω…
Απλούς σαν μικρό παιδί και ταπεινός ο γερο-Αντώνιος μας ανέφερε την βαρειά πράγματι φράσι που ξέφυγε από το στόμα του.
— Μετά από λίγες ώρες ανηφόριζα για την Μικρά Αγία Άννα. Ο Γέροντάς μου με έστειλε στον παπα- Σάββα να εξομολογηθώ το αμάρτημά μου. Με την πρώτη ματιά ο Πνευματικός κατάλαβε την εσωτερική μου αναταραχή. «Πνευματικέ μου, ήρθα να εξομολογηθώ μία μεγάλη αμαρτία». «Να την ρξομολογηθής. Καλώς να την εξομολογηθής. Μή βιάζεσαι όμως. Κάθισε να πάρης ένα λουκουμάκι. Ιλαρίων, -φώναξε τον υποτακτικό του- φέρε το κέρασμα». Με ρωτούσε διάφορα άλλα για τον Γέροντά μου, το εργόχειρό μας, την Καλύβη μας. Ήθελε να διώξω από πάνω μου την ταραχή, και έπειτα να με δεχθή στην Εξομολόγησι. Έπρεπε το Μυστήριο να διεξαχθή σε ατμόσφαιρα ειρήνης. Ηρέμησα. Προχωρήσαμε τότε στο εξομολογητήριο. Ένα εξομολογητήριο μικρό, μικρότατο σαν κρύπτη. Εξαγόρευσα το μεγάλο μου αμάρτημα. Μου είπε, θυμάμαι, λόγια πατρικά, σοφά. Ξεκαθάρισε ο σκοτεινιασμένος ορίζοντας της ψυχής μου.
Στο τέλος χαμογελαστός: «Να βάλουμε, παιδί μου, λέει, κι’ ένα μικρό κανόνα στην γλωσσά». «Να βάλουμε, άγιε Πνευματικέ». «Όχι μεγάλα πράγματα. Νά, γυρίζοντας στην Αγία Άννα, θα πάς στο Κυριακό[1], θα βγά λης την γλώσσα σου έξω και θα την σύρης στο δάπεδο από το κατώφλι μέχρι την εικόνα του Χριστού. Και θα Του ζητήσης συγγνώμη. Σύμφωνοι;». «Σύμφωνοι». Εκείνη την ώρα δεν μου φάνηκε πολύ σπουδαίο το επιτίμιο.
Πέρασαν λίγες ώρες και ξαναβρέθηκα πάλι στην Καλύβη του παπα-Σάββα. «Πνευματικέ μου, του λέω, έλα να δής πως έγινε η γλώσσα μου με τον κανόνα που μου έβαλες. Γδάρθηκε, πρίσθηκε, κοκκίνισε, έγινε σαν τσαρούχι». Του την έδειξα. Χαμογέλασε λίγο. «Ε, παιδί μου, τί να κάνουμε; Τέτοια γλώσσα που είναι, τέτοια της χρειάζονται». Και από τότε δεν θυμάμαι να βγήκε άλλη φορά άσχημος λόγος από το στόμα μου.

Σημειώση:
1. Στις Σκήτες εκτός από τους μικρούς Ναούς κάθε Καλύβης υπάρχει και ο μεγάλος και κεντρικός Ναός, το «Κυριακόν». Σ’ αυτόν με την συμμετοχή όλων των μοναχών της Σκήτης τελούνται οι Ακολουθίες των Κυριακών κυρίως, καθώς και των μεγάλων εορτών.
πηγή: Αρχιμανδρίτου Χερουβείμ, Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές (6), Σάββας ο πνευματικός, Έκδοσις Η’, Ιερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός, Αττικής 1995
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Ἡ καταφυγή στήν παρηγοριά τοῦ ράσου...



  Ἡ καταφυγὴ στὴν παρηγοριὰ τοῦ ῥάσου, τοῦ πατρὸς ἐξομολόγου, συνετήρησε γιὰ πολλοὺς ἀπὸ ἐμᾶς τὴν ἁγνότητα τῆς παιδικῆς μας ἡλικίας καὶ μᾶς ἀπεκάλυψε μέσα στὴν ἀθῳότητα τῆς νιότης, ἐκεῖ ποὺ πολλὰ ἀπὸ τὸν φθαρτὸ κόσμο τῶν ἐνηλίκων φαντάζουν ἀκατάληπτα κι ἄλλα τόσα λίγο ἢ περισσότερο ἀπόμακρα, τὸ μυστικὸ τῆς εὐτυχίας, μιᾶς ἀνεκτίμητης Ἐδέμ, πρόγευση τῆς ὁποίας μᾶς χαρίζει ἡ καθαρότητα τῆς τριαδικῆς ἀγάπης.

https://proskynitis.blogspot.com/

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής



Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν καὶ Ἰωάννης, ἦταν Ἰουδαῖος Ἑλληνιστὴς καὶ ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Μαρία. Καταγόταν ἀπὸ εὔπορη οἰκογένεια καὶ κατὰ τὴν συνήθεια τῆς ἐποχῆς νὰ παίρνουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἕνα δεύτερο ὄνομα ἑλληνικὸ ἢ ρωμαϊκό, ὀνομάσθηκε καὶ Μᾶρκος. Ἡ οἰκογένειά του διέθετε τὸ προφανῶς εὐρύχωρο σπίτι της στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὶς συνάξεις τῶν Χριστιανῶν. Ὁρισμένοι παλαιότεροι ἐρευνητὲς δέχονται ὅτι στὸ σπίτι αὐτὸ ἔλαβε χώρα τὸ τελευταῖο δεῖπνο τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς Μαθητές Του καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, «ὁ κεράμιον ὕδατος βαστάζων», ὁ ὁποῖος θὰ ἔδειχνε στοὺς δύο Μαθητὲς ποὺ ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς γιὰ τὴν προετοιμασία τοῦ δείπνου τὸ «ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον», ἦταν ὁ Ἰωάννης Μᾶρκος.
Ἡ καταγωγὴ τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου ἦταν μᾶλλον ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἄρχισε τὴν διακονία τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου, συνοδεύοντας τὸν θεῖο του Ἀπόστολο Βαρνάβα καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς διάφορες περιοδεῖες τους.
Στὴν πρώτη περιοδεία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου διακόπτει τὴν συνεργασία, ὅταν ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες του ἔφθασαν ἀπὸ τὴν Κύπρο στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπιστρέφει στὰ Ἱεροσόλυμα. Στὴν ἀρχὴ τῆς δεύτερης περιοδείας, μετὰ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο, κατὰ τὸν «παροξυσμό» ποὺ παρατηρήθηκε μεταξὺ Παύλου καὶ Βαρνάβα, ὁ τελευταῖος μὲ τὸν Μᾶρκο ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ ὁ Παῦλος μὲ τὸν Σίλα ξεκίνησαν γιὰ τὴ νοτιοδυτικὴ Μικρὰ Ἀσία. Ἀργότερα ὁ Μᾶρκος βρίσκεται πάλι κοντὰ στὸν Παῦλο κατὰ τὸν χρόνο ποὺ γράφει ὁ Ἀπόστολος τὶς Ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τέλος μνημονεύεται στὴν Α’ Ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου, ὡς συνεργάτης αὐτοῦ καὶ στὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολή.
Διάφορες παραδόσεις γιὰ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο ἀπηχοῦνται σὲ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ἢ σὲ ἀρχαία λατινικὰ χειρόγραφα τοῦ Εὐαγγελίου του. Ὁ Ἰππόλυτος τὸν ὀνομάζει «κολοβοδάκτυλον», εἴτε γιατί εἶχε δυσανάλογα μικρὰ δάχτυλα σὲ σχέση πρὸς τὸ σῶμα του, εἴτε γιατί ἀπέκοψε ὁ ἴδιος ἕνα ἀπὸ τὰ δάχτυλά του ὅταν ἔγινε Χριστιανός, γιὰ νά μὴν θεωρεῖται ἄρτιος καὶ ἱκανὸς νὰ τελεῖ τὰ καθήκοντά του ὡς λευΐτης ποὺ ἦταν, εἴτε τέλος, σύμφωνα μὲ ἄλλη, ἀλληγορικὴ αὐτὴ τὴ φορὰ ἑρμηνεία, γιατί τὸ Εὐαγγέλιό του στερεῖται εἰσαγωγῆς καὶ ἐπιλόγου. Ὁ Ἐπιφάνιος διασώζει τὴν πληροφορία ὅτι ὁ Μᾶρκος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήκοντα Μαθητὲς τοῦ Κυρίου καὶ ὅτι ἀνῆκε σὲ ἐκείνους ποὺ σκανδαλίσθηκαν ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰησοῦς στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γιὰ τὴ βρώση τῆς Σάρκας Του καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν. Ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος ἵδρυσε καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀκηλυΐας τῆς Ἰταλίας καὶ ἐργάσθηκε ἀποστολικὰ στὴ Δύση, στὴ Ρώμη καὶ στὰ Μεδιόλανα. Τέλος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση γενικότερα θεωρεῖ τὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο ἱδρυτὴ καὶ πρῶτο Ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος μετέβη στὴν Αἴγυπτο περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 62 μ.Χ., ἡμέρα τοῦ Πάσχα, οἱ Ἐθνικοὶ τὸν συνέλαβαν, τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Τὴν ἑπόμενη, δεύτερη ἡμέρα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, τὸν ἔσυραν ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ μαρτύρησε, εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ διότι ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Ἁγίου Ὀνόματος Αὐτοῦ. Οἱ εἰδωλολάτρες θέλησαν νὰ κάψουν τὸ ἅγιο λείψανό του σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν «εἰς τοὺς Ἀγγέλους», ὅπου ἀργότερα ἱδρύθηκε καὶ ναός, τὸ «Ἀγγέλιον», ἀλλὰ λόγῳ τῆς θύελλας ποὺ ξέσπασε μὲ βροχὴ καὶ χαλάζι, ἐγκατέλειψαν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ ἔφυγαν. Οἱ Χριστιανοὶ ἀφοῦ παρέλαβαν τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου τὸ κατέθεσαν σὲ μνημεῖο, ἐπὶ τοῦ ὁποίου οἰκοδομήθηκε ναὸς πρὸς τιμήν του.
Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, ἀργότερα μετακομίσθηκε στὴ Βενετία ἀπὸ Βενετοὺς ναυτικούς. Ἡ πράξη δικαιολογήθηκε πολὺ ἀργότερα μὲ ἀναφορὰ σὲ κάποια προφητεία ποὺ Ἄγγελος Κυρίου ἔδωσε στὸν Ἀπόστολο Μᾶρκο, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ σκήνωμά του θὰ ἀναπαυόταν κάποτε στὴ Βενετία. Ἡ γενικῶς ἀποδεκτὴ ἄποψη τῆς ἱστορίας αὐτῆς ἀπὸ τοὺς Βενετοὺς ἀπεικονίσθηκε σὲ ψηφιδωτὰ μέσα στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Ἐκεῖ ἱστορεῖται τὸ ἐπιχείρημα δύο Βενετῶν ἐμπόρων οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν βοήθεια δύο Ἑλλήνων μοναχῶν, ἀφαίρεσαν τὸ ἱερὸ λείψανο ἀπὸ τὸ προσκύνημά του στὴν Ἀλεξάνδρεια, δωροδοκώντας τὴν φρουρὰ καὶ ἀντικαθιστώντας τὸ ἱερὸ λείψανο μὲ τὸ σκήνωμα ἑνὸς ἀγνώστου Ἁγίου. Ὅταν ἀνέβασαν τὸ ἱερὸ λείψανο πάνω στὸ πλοῖο, φρόντισαν νὰ τὸ προστατεύσουν ἀπὸ τὰ ἐρευνητικὰ βλέμματα τῶν Ἀράβων λιμενικῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν εὐωδία ἁγιότητος ποὺ ἀνέδυε, κρύβοντάς το κάτω ἀπὸ τεμαχισμένα χοιρινὰ κρέατα. Οἱ Ἄραβες, ὡς εὐλαβεῖς Μουσουλμάνοι, ἔνιωσαν φρίκη στὴ θέα καὶ τὴ δυσωδία τῶν χοίρων. Ἔτσι τὸ πλοῖο μὲ τὸν πολύτιμο θησαυρὸ ἀναχώρησε ἄμεσα. Στὸ ἐκπληκτικὰ ταχὺ ταξίδι ἐπιστροφῆς στὴ Βενετία, τὸ πλοῖο παραλίγο νὰ συντριβεῖ ὁλοσχερῶς. Ὅμως ὁ Ἅγιος ἦταν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξυπνήσει τὸν κυβερνήτη καὶ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ συμφορά.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι σίγουρα ἐμπλουτισμένο μὲ πλασματικὲς λεπτομέρειες. Ὅμως, ἡ κλοπὴ ἦταν ἀδιαμφισβήτητη. Τὰ ἐλατήρια τῆς κλοπῆς ἦταν τόσο πολιτικὰ ὅσο καὶ θρησκευτικά. Στὴν ἀρχὴ τὸ ἱερὸ λείψανο τοποθετήθηκε καὶ φυλάχθηκε σὲ μία κρυφὴ αἴθουσα δίπλα στὸ παλάτι τοῦ δόγη. Στὴ διαθήκη του, ὁ δόγης Ἰουστινιανὸς ὅρισε, ἡ σύζυγός του νὰ οἰκοδομήσει ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἀνάμεσα στὸ παλάτι καὶ τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου. Ἡ ἀνέγερση τοῦ κτίσματος ἄρχισε τὸ ἔτος 832 μ.Χ. καὶ τελείωσε μετὰ ἀπὸ 34 ἔτη.
Στὸ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγέλιο βρίσκουμε μόνο μερικὰ χαρακτηριστικὰ ἐπεισόδια ἀπὸ τὸ βίο καὶ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, σταχυολογημένα ἀπὸ τὴν πλούσια παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀποσπασματικὲς αὐτὲς πληροφορίες ἔχουν ἕνα βαθύτερο θεολογικὸ σύνδεσμο μεταξύ τους καὶ ἀποσκοποῦν στὸ νὰ δείξουν ὅτι στὸ Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πραγματοποιήθηκαν οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Οἱ θαυματουργικὲς πράξεις τοῦ Κυρίου στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου μαρτυροῦν γιὰ τὴ μεσσιανικὴ ἐξουσία τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κατανικᾶ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις καὶ ἐλευθερώνει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν κυριαρχία τους. Τὰ πραχθέντα ἀποκορυφώνονται στὸν Σταυρὸ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπου θριαμβεύει μὲ τὴν Ἀνάσταση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔναντι τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων. Γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ Σταυροῦ προετοιμάζει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς τὸν ἀναγνώστη ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου του. Ἡ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου κινεῖται μεταξὺ τωρινῶν παθημάτων τῶν πιστῶν καὶ μέλλουσας δόξας μὲ ἀποκορύφωμα τὴ μέλλουσα δόξα.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΚΔ´ 1 - 5
1 ΥΙΕ, μὴ ζηλώσῃς κακοὺς ἄνδρας μηδὲ ἐπιθυμήσῃς εἶναι μετ᾿ αὐτῶν· 2 ψευδῆ γὰρ μελετᾷ ἡ καρδία αὐτῶν, καὶ πόνους τὰ χείλη αὐτῶν λαλεῖ. 3 μετὰ σοφίας οἰκοδομεῖται οἶκος καὶ μετὰ συνέσεως ἀνορθοῦται. 4 μετὰ αἰσθήσεως ἐμπίπλανται ταμιεῖα ἐκ παντὸς πλούτου τιμίου καὶ καλοῦ. 5 κρείσσων σοφὸς ἰσχυροῦ καὶ ἀνὴρ φρόνησιν ἔχων γεωργίου μεγάλου. 2 ἀφρονέστατος γάρ εἰμι ἁπάντων ἀνθρώπων, καὶ φρόνησις ἀνθρώπων οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί· 3 Θεὸς δεδίδαχέ με σοφίαν, καὶ γνῶσιν ἁγίων ἔγνωκα. 4 τίς ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη; τίς συνήγαγεν ἀνέμους ἐν κόλπῳ; τίς συνέστρεψεν ὕδωρ ἐν ἱματίῳ; τίς ἐκράτησε πάντων τῶν ἄκρων τῆς γῆς; τί ὄνομα αὐτῷ, ἢ τί ὄνομα τοῖς τέκνοις αὐτοῦ; 5 πάντες γὰρ λόγοι Θεοῦ πεπυρωμένοι, ὑπερασπίζει δὲ αὐτὸς τῶν εὐλαβουμένων αὐτόν. 2 τί, τέκνον, τηρήσεις; τί; ρήσεις Θεοῦ. πρωτογενές, σοὶ λέγω, υἱέ· τί τέκνον ἐμῆς κοιλίας; τί τέκνον ἐμῶν εὐχῶν; 3 μὴ δῷς γυναιξὶ σὸν πλοῦτον, καὶ τὸν σὸν νοῦν καὶ βίον εἰς ὑστεροβουλίαν. 4 μετὰ βουλῆς πάντα ποίει, μετὰ βουλῆς οἰνοπότει· οἱ δυνάσται θυμώδεις εἰσίν, οἶνον δὲ μὴ πινέτωσαν, 5 ἵνα μὴ πιόντες ἐπιλάθωνται τῆς σοφίας καὶ ὀρθὰ κρῖναι οὐ μὴ δύνωνται τοὺς ἀσθενεῖς.

Νεοελληνική απόδοση:
Παιδί μου, μὴ ζηλεύσῃς ποτὲ τὴν ζωὴν τῶν κακῶν ἀνθρώπων, οὔτε νὰ ἐπιθυμήσῃς τὴν συντροφιὰν καὶ συναναστροφήν των· 2 διότι αὐτοὶ σχεδιάζουν μὲ τὸν νοῦν των μάταια καὶ βλαβερὰ καὶ τὰ χείλη τῶν ἐκστομίζουν ὕβρεις, ποὺ προξενοῦν λύπην εἰς τοὺς ἄλλους. 3 Μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ κτίζεται στερεὸν καὶ καλὰ θεμελιωμένον σπίτι καὶ μὲ τὴν σύνεσιν καὶ φρονιμάδα ἀνορθώνεται καὶ προκύπτει. 4 Μὲ τὴν εὐσυνειδησίαν καὶ σύνεσιν γεμίζουν αἱ ἀποθῆκαι καὶ τὰ ταμεῖα ἀπὸ κάθε δίκαιον καὶ τίμιον πλοῦτον. 5 Εἶναι προτιμότερος καὶ δυνατώτερος ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν παλληκαράν, καὶ ὁ συνετὸς καὶ μυαλωμένος ἀπὸ χωράφι ἐκτεταμένον καὶ ἀπὸ μεγάλην περιουσίαν 2 διότι ἐγὼ ἀπὸ ἀπόψεως ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶμαι ὁ πλέον ἀμαθής, καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς ἐμὲ σοφία καὶ σύνεσις ἀνθρωπίνη· ὑπολείπομαι πολὺ ἀπὸ ὅλους. 3 Ὁ Θεὸς μὲ ἔχει διδάξει σοφίαν, καὶ ἔχω γνῶσιν περὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ ἀληθειῶν. 4 Ποῖος ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη ἀπὸ ἐκεῖ; Ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών. Ποῖος ἐμάζευσε τοὺς ἀνέμους εἰς τὴν ἀγκάλην του; Ποῖος ἐμάζευσε τὸ ἔνδυμά του καὶ εἰς αὐτὸ περιέλαβεν ὅλα τὰ ὕδατα σὰν σὲ ἀσκί; Ποῖος κυριαρχεῖ ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς γῆς; Ὁ Θεὸς ὁ παντοδύναμος. Ποῖον εἶναι τὸ ὄνομά του; Ἄγνωστον καὶ ἀπρόσιτον εἰς τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ποῖον εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ του καὶ τῶν κατὰ χάριν τέκνων του; 5 Διότι ὅλα τὰ λόγια καὶ αἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ ἔχουν περασθῇ ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας καὶ εὑρέθησαν ἀπὸ τὴν πεῖραν τῶν γενεῶν πάντοτε ἀληθινὰ καὶ γνήσια, ὁ δὲ Θεὸς ὑπερασπίζει ὅσους τὸν σέβονται. 2 Τί, παιδί μου ἀγαπημένο, τί θὰ φυλάξῃς; Τί; Λόγια Θεοῦ. Εἰς σέ, τὸ πρωτογέννητο παιδί μου, τὰ λέγω αὐτά. Τί, παιδί μου, ποὺ σὲ ἐβάστασα εἰς τὴν κοιλίαν μου, θὰ προσέξῃς; Τί, παιδί μου, διὰ τὸ ὁποῖον τόσας προσευχὰς καὶ ταξίματα ἔκαμα, θὰ φυλάξῃς; Ἄκουσε λοιπόν· θὰ φυλάξῃς τὰ ἀκόλουθα. 3 Πρόσεχε ἀπὸ τὰς γυναῖκας- μἡ δίδῃς εἰς αὐτάς τὸν πλοῦτον καὶ τὸν νοῦν σου. Ἔσο ἐγκρατὴς καὶ μὴ παραδιίισῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς σκέψεις καὶ εἰς πράξεις, διὰ τὰς ὁποίας ὕστερα θὰ μετανοήσης. 4 Ἀφοῦ σκεφθῇς καλά, κάμε κάθε τι, ποὺ πρόκειται νὰ ἐνεργήοης. Μὲ περίσκεψιν καὶ μὲ μέτρον νἀ πίνῃς οῖνον. Οἱ δυνάσται λόγῳ τῆς αὐταρχικότητός των είναι εὺέξαπτοι καί θυμώδεις· ἂς μὴ πίνουν λοιπὸν κρασί. 5 Μήπως, ἀφοῦ πίουν καὶ μεθύσουν, λησμονήσουν τάς ὑποχρεώσεις των καὶ τὰς ἀπαιτήσεις, ποὺ ἔχει ἀπὸ αὐτοὺς ἡ θεία σοφία, καὶ δὲν εἶναι εἰς θέσιν νἀ κρίνουν ὀρθῶς καὶ νὰ ἀθωῶσουν τοὺς ἀδυνάτους καὶ ἀνυπερασπίστους.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Ο Θείος φόβος είναι η ρίζα κάθε καλού έργου. Ούτε ένα λεπτό να μην απομακρύνεται από την καρδιά σας. Σαν το κερί να ανάβει και να φωτίζει όλους τους λογισμούς, όλες τις εσωτερικές κινήσεις της καρδιάς σας. Αυτός θα σας διδάξει να βαδίζετε σωστά, να εργάζεστε το κάθετι σαν έργο του Θεού.

 (Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Ὅποιος δέν γνωρίζει τίς ἀδυναμίες του, στερεῖται τήν τελειότητα



Κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τήν ἀδυναμία του, ἄν δέν πέσει σέ ψυχικούς καί σωματικούς πειρασμούς. Τότε προσεύχεται καί συντρίβεται καί ταπεινώνεται.
Ψυχικοί πειρασμοί εἶναι·
α) ἀπιστίας,
β) βλασφημίας,
γ) ὑπερηφανείας,
δ) φανεροῦ πολέμου τοῦ διαβόλου,
ε) θυμοῦ καί ὀργῆς.
Σωματικοί εἶναι·
α) οἱ σωματικές ἀσθένειες, καί
β) οἱ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κακοπάθειες!…
Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόσο πολύ τούς ταπεινούς, ὅπως τά Σεραφείμ!…
Ὅταν ταπεινωθεῖ ἡ καρδιά, τήν περικυκλώνει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί πληροῦται χαρᾶς καί εὐφροσύνης. Τότε δέν προσεύχεται μέ βία, ἀλλά μέ χαρά!…
Ὅσο μέ πόθο πλησιάζουμε τό Θεό (= Θεία Κοινωνία) τόσο κι ὁ Θεός πλησιάζει σ᾿ ἐμᾶς μέ τά χαρίσματά Του, καί δέν ἀφαιρεῖ ποτέ ἀπό μᾶς τή χάρη Του, ὅταν εἴμαστε ταπεινοί!…
Ὅποιος δέν γνωρίζει τίς ἀδυναμίες του, στερεῖται τήν τελειότητα. Ὁ στερημένος τῆς τελειότητος, εἶναι πάντοτε περίφοβος, διότι δέν στηρίζεται στό Θεό. Γιά τό καλό μας λοιπόν ἐπιτρέπει ὁ Θεός τούς πειρασμούς!…
Ὁ ἀμέριμνος καί ἀφιερωμένος στό Θεό ἄνθρωπος, ἐλπίζει καλῶς καί σοφῶς στό Θεό!…
Ὅποιος περνάει τή ζωή του ἐν ἁμαρτίαις, δέν ἔχει δικαίωμα νά ἐλπίζει στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔλθει σέ κάποια ἀνάγκη, πρίν νά μετανοήσει εἰλικρινά!

Ἀπό τίς ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου
https://www.askitikon.eu/

Φοβηθείτε περισσότερο την εσωτερική κατάκριση



Φοβηθείτε περισσότερο την εσωτερική κατάκριση, αυτή που γίνεται με τους λογισμούς κι αυτό, γιατί δεν έρχεται στο φως με τον προφορικό λόγο, που ενδέχεται να διορθωθεί απ’ αυτόν που την ακούει.
Προσέξτε, λέω, την ένδοθεν κατάκριση, που ανεπαίσθητα μας ενοχοποιεί θανάσιμα και μας στερεί τη ζωή της θείας χάριτος και μας προσφέρει ως ποτό πικρότατο, την ψυχική νέκρωση.

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης
https://www.askitikon.eu/