Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν στη Μονή Επανωσήφη (Φώτο)























Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ


Στον χριστιανισμό, η πνευματική ζωή δεν κατανοείται κατά τη συνήθη αντίληψη του κόσμου. Ο κόσμος θεωρεί πνευματική ζωή συνήθως τη ζωή που σχετίζεται με τα γράμματα, με τις τέχνες, με τις επιστήμες. Γι’  αυτό και χαρακτηρίζει αντιστοίχως πνευματικό άνθρωπο τον μορφωμένο άνθρωπο, τον καλλιτέχνη, τον επιστήμονα, αυτόν δηλαδή που ασχολείται με τις εκδηλώσεις του ανθρωπίνου πνεύματος. Πνευματική ζωή όμως κατά τη χριστιανική πίστη είναι η ζωή πρωτίστως που σχετίζεται με τον Άγιον Πνεύμα και τη χάρη του Τριαδικού Θεού. Πνευματική ζωή είναι η ζωή εν αγίω Πνεύματι. Όποιος έχει το Πνεύμα του Θεού μέσα του αυτός και μόνο χαρακτηρίζεται πνευματικός άνθρωπος. «Όσοι Πνεύματι Θεού άγονται ούτοί εισιν υιοί Θεού» (απόστολος Παύλος).
Αυτή η εν αγίω Πνεύματι ζωή συνιστά και τον σκοπό όλης της χριστιανικής πίστεως και ζωής. Αφήνοντας τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, σημειώνουμε αυτό που ο νεώτερος άγιος της Ρωσικής αλλά και της καθ’  όλου Ορθόδοξης Εκκλησίας Σεραφείμ του Σάρωφ είχε πει: «Ο σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση από τον άνθρωπο του αγίου Πνεύματος». Όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος, ένας κοινωνικός εργάτης, ένας αλτρουϊστής, με άλλα λόγια να βρίσκεται στον κόσμο τούτο σ’  ένα καλό οριζόντιο επίπεδο, αλλά να μπορέσει να ζήσει μέσα του τον ίδιο τον Θεό. Δεν αυθαιρετεί ο άγιος ούτε εκφράζει κάτι που ανάγεται στον χώρο της φαντασίας. Ο ισχυρισμός του είναι ό,τι αποτελεί ζωή της Εκκλησίας, ό,τι με άλλα λόγια έφερε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός, Ιησούς Χριστός. Διότι ο Χριστός ήλθε, προκειμένου να κάνει τον άνθρωπο Θεό, εντάσσοντάς τον μέσα στον εαυτό Του και κάνοντάς τον επομένως προέκταση του ίδιου του εαυτού Του. «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα». «Μέλη Χριστού εσμεν». Κι αυτό πραγματοποιείται διά του αγίου βαπτίσματος, διά του αγίου χρίσματος, διά της μετοχής στη Θεία Ευχαριστία, κι όλα αυτά μέσα στο κλίμα της μετάνοιας.
Αυτό σημαίνει ότι η πνευματική ζωή ουσιαστικά ξεκινά από την ώρα που ο άνθρωπος θα ενταχτεί στην Εκκλησία, και  παραπέμπει  πάντοτε σ’ αυτό που ονομάζεται χριστιανική ζωή. Πνευματική ζωή και χριστιανική ζωή βρίσκονται σε σχέση ταύτισης. Κάθε άλλη συνεπώς πνευματικότητα, έξω από τον Χριστό και την Εκκλησία Του, δεν θεωρείται ορθή, δηλαδή σωτήρια για τον άνθρωπο, πνευματικότητα, μάλλον παραπέμπει σε κάτι επικίνδυνο, γιατί λαμβάνουν μέρος και «άλλα πνεύματα», ξένα προς το Πνεύμα του Θεού. Από την άποψη αυτή, ο σκοπός της χριστιανικής ζωής ως απόκτησης του αγίου Πνεύματος ταυτίζεται με τη φανέρωση της χάρης του Θεού στη ζωή του ανθρώπου, χάρης την οποία ήδη έχει λάβει με το βάπτισμα και με το χρίσμα. Ο άνθρωπος δηλαδή καλείται να γίνει αυτό που είναι, αυτό που του έχει ήδη δοθεί.
Η φανέρωση αυτή, το να γίνεται ο άνθρωπος αυτό που είναι, να επιβεβαιώνει με άλλα λόγια ότι είναι μέλος Χριστού, δεν πραγματοποιείται εύκολα και μονομιάς. Αφότου ο άνθρωπος αμάρτησε και η αμαρτία ως τάση εξακολουθεί να τον τυραννά, παρ’  όλη την υιοθεσία του από τον Χριστό, η πνευματική ζωή δεν είναι εύκολη. Απαιτείται η αδιάκοπη συνεργασία της ανθρώπινης θέλησης με τη χάρη του Θεού, γι’  αυτό και οι άγιοί μας σημειώνουν ότι η πνευματική ζωή έχει δυναμικό και ενεργητικό χαρακτήρα. Περιλαμβάνει δε τρία στάδια, που τα κατονομάζουν, χωρίς πάντοτε να δένονται με τους ίδιους όρους: την κάθαρση, τον φωτισμό και τη θέωση.
Το κρισιμότερο στάδιο από τα τρία για τον άνθρωπο είναι το πρώτο, της κάθαρσης. Γιατί σ’  αυτό κατεξοχήν φανερώνεται η θέληση του ανθρώπου να συνεργαστεί με τον Θεό. Σ’  αυτό το στάδιο ο άνθρωπος καθαρίζεται από το Πνεύμα του Θεού, ώστε η καρδιά του να γίνει κάτοπτρο που αντανακλά τις ακτίνες του φωτός του Θεού. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Κατά αναλογία της κάθαρσης της καρδιάς του έρχεται ο φωτισμός και η θέωση, οπότε ο πιστός αρχίζει να φανερώνει τη ζωή του Χριστού, σαν να έχει πάρει μορφή μέσα του ο Χριστός. Έτσι πνευματικός άνθρωπος, άγιος άνθρωπος είναι εκείνος που πραγματοποιεί με τη χάρη του Θεού αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος: «μέχρις καταντήσωμεν οι πάντες εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού». «Άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν».
Στην κρισιμότητα του πρώτου σταδίου της πνευματικής ζωής, της κάθαρσης, καίρια θέση έχουν οι λογισμοί του ανθρώπου. Σκέψεις ή εικόνες που προερχόμενοι ως επί το πλείστον από τον πονηρό διάβολο αποπροσανατολίζουν τον άνθρωπο από τη φυσιολογία της ζωής, να φανερώνει τον Χριστό. Αν ο πιστός δεν έχει μάθει να αντιμετωπίζει τους λογισμούς αυτούς και να τους διακρίνει έναντι των άλλων που υπάρχουν – από τον Θεό ή και από τον ίδιο τον εαυτό του – τότε το πιθανότερο δυστυχώς είναι να επέλθει σε αυτόν σύγχυση και να αρχίζει να ζει σε ένα χάος από πλευράς πνευματικής. Οι άγιοί μας είναι αρκετά αποκαλυπτικοί στο θέμα αυτό της σύγχυσης των λογισμών, γι’ αυτό και από την εμπειρία τους έχουν καταγράψει τα σχετικά με την αντιμετώπιση της κακής αυτής καταστάσεως, οπότε αν κανείς ακολουθήσει την εμπειρία τους, σχετικά εύκολα θα μπορέσει να υπερβεί τη σύγχυση και να ορθοποδήσει πνευματικά. Αυτή η ακολουθία τους προς έλεγχο και υπέρβαση των λογισμών, και μάλιστα των κακών και πονηρών λεγομένων, συνιστά και το μυστικό της πνευματικής ζωής.
Τη σημασία αποκτήσεως αυτού του μυστικού καταλαβαίνει κανείς, αν σκεφτεί ότι κατά το πλείστον τα ψυχολογικά λεγόμενα προβλήματα σχετίζονται με λανθασμένους τρόπους αντιμετώπισης των λογισμών. Οι περισσότεροι δεν ξέρουμε να αντιμετωπίζουμε τους λογισμούς, οι οποίοι με την κακή διαχείρισή τους και με το δεδομένο της υποκίνησής τους από τον πονηρό, δυστυχώς αυξάνονται και καθίστανται «τύραννοι» του ανθρώπου, κάνοντάς τον να ζει από τη ζωή αυτή ήδη μία κόλαση.
Τι μας διδάσκουν λοιπόν σε γενικές γραμμές οι άγιοί μας στο θέμα αυτό; Πρώτα από όλα να μην έχουμε εμπιστοσύνη στους λογισμούς. Δηλαδή, όταν κάποιος λογισμός μάς ταλαιπωρεί και βλέπουμε ότι ερχόμενος μας καταβάλλει, το καλύτερο είναι να τον θέσουμε υπόψη διακριτικού πνευματικού πατέρα. Αλλά το σημαντικότερο, πέραν αυτού, είναι να μάθουμε να περιφρονούμε τους λογισμούς, τους προερχομένους εκ του πονηρού. Πώς θα ξέρουμε ποιος λογισμός είναι εκ του πονηρού; Από το τι διάθεση προκαλεί στην καρδιά του ανθρώπου. Ο πονηρός λογισμός συνήθως προκαλεί φόβο, ταραχή, κακή διάθεση στον άνθρωπο, ενώ ο εκ Θεού το αντίθετο: αγάπη προς τον άλλον, ειρήνη, καλή ψυχική διάθεση. Το κριτήριο μας το δίδαξε ο ίδιος ο Κύριος: «το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Ό,τι λοιπόν μας προκαλεί ταραχή ξέρουμε την προέλευσή του. Το σημειώνουν και οι όσιοι Βαρσανούφιος και Ιωάννης: «Ει τι βλέπεις είτε ακούεις ει τι λογίζη, καν μικρόν ταραχθής, των δαιμόνων εστί τούτο». Βλέπεις κάτι, ακούς κάτι, λογίζεσαι κάτι, και βλέπεις ότι ταράζεσαι;  Από πίσω μάλλον κρύβεται ο διάβολος.

Η κατάθεση λοιπόν του λογισμού σε διακριτικό, όπως είπαμε, πνευματικό, και η περιφρόνηση των λογισμών που μας ταράσσουν, είναι τελικώς ίσως το σημαντικότερο μυστικό της πνευματικής ζωής. Η περιφρόνηση αυτή επιτυγχάνεται όχι με την απλή άρνησή μας να μη δεχόμαστε έναν λογισμό – μία τέτοια ενέργεια δυναμώνει τον λογισμό -  αλλά με τη θετική στροφή του νου μας σε ό,τι είναι καλό και αποδεκτό από τον Θεό. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τη στροφή προς τον Χριστό. Στη θέση του κακού λογισμού να βάζουμε τον αγαθό λογισμό, τον Χριστό και τη διδασκαλία του, τη ζωή και τα λόγια των αγίων μας, να πώς ξεπερνιέται το πρόβλημα. Ο γέροντας Πορφύριος το εξέφρασε με τον απλούστερο και αμεσότερο ίσως τρόπο: «Το σκοτάδι δεν το πυροβολούμε. Απλώς ανάβουμε το φως». Στροφή προς το φως του Χριστού και επιμονή σ’  αυτό: η διαδικασία από τον κόσμο αυτό ευρέσεως του ίδιου του Παραδείσου.

Οι προσδοκίες των ανθρώπων και η προσδοκία του Θεού.


Με την βοήθεια και την χάρη Του Θεού, φτάσαμε στη δύση άλλης μιας χρονιάς και ήδη αχνοφαίνεται η ανατολή μίας νέας.
Ένας χρόνος στο πλανήτη γη που είναι το σύνολο 365 ημερών (366 ημέρες για τα δίσεχτα έτη κάθε 4 χρόνια), που και αυτές με την σειρά τους, διαιρούνται σε 24 ώρες κάθε ημέρα, άρα συνολικά ολόκληρες 8.760 ώρες. Αν θα θέλαμε να ορίσουμε τις εβδομάδες ενός χρόνου, θα βλέπαμε ότι χοντρικά είναι 52 και τέλος αν θέλαμε να βρίσκαμε και τα δευτερόλεπτα που περνούν σε ένα χρόνο, ομιλούμε για εκατομμύρια δευτερόλεπτα, αφού ένα έτος των 365 ημερών διαθέτει ακριβώς 31.536.000 (ενώ σε ένα δίσεκτο χρόνο 366 ημερών, έχουμε ακόμη 86.400 δευτερόλεπτα,  που αθροιστικά μεγαλώνει το σύνολο σε 31.622.400).

Ένα έτος όταν το ζεις και το μετράς με τους δείκτες του ρολογιού καθημερινά, αυτό που ονομάζουμε "φυσικό χρόνο" είναι αρκετά  αργό και μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν όμως το έτος το κοιτάξουμε στο τέλος του, στη νέα χρονιά ή σε βάθος δεκαετίας, μας φαίνεται πολύ βραχύ και γρήγορο χρονικό διάστημα, με τον λεγόμενο "υπαρξιακό χρόνο".  Πολύ εύστοχα έχει ειπωθεί, ότι η ζωή είναι φωτογραφικές στιγμές που αποτυπώνονται στη μνήμη και την καρδιά του ανθρώπου. Όσο περισσότερες καλές στιγμές έχουν συμβεί σε ένα έτος, τόσο αυτό θεωρείται καλό και επιτυχημένο και το αντίθετο, όσο κακές στιγμές σε ένα χρόνο υπάρχουν, τόσο ο χρόνος αυτός αξιολογείται αρνητικά και ευχόμαστε συνήθως να μη ξαναγυρίσει και επαναληφθεί στο μέλλον ποτέ.
Οι άνθρωποι, οι κυβερνήσεις, οι οργανισμοί, οι επιχειρήσεις, τα Μ.Μ.Ε., το διαδίκτυο κ.α, στο τέλος κάθε χρόνου, συντάσσουν απολογισμούς και προϋπολογισμούς, κάνουν απογραφές, βγάζουν στατιστικές. Αξιολογούν και καταμετρούν τα θετικά και αρνητικά, τα υπέρ και τα κατά, μετρούν κέρδη και ζημιές. Κυρίως όμως το ανθρώπινο έτος, εύχεται και έχει προσδοκίες. Αν θέλουμε να πολλαπλασιάσουμε τα 7,45 δισεκατομμύρια ανθρώπων που ζουν αυτή την στιγμή στο πλανήτη ( σύμφωνα με το Γραφείο Απογραφών των ΗΠΑ), επί τόσες ευχές ανταλλάσει σε κάθε Πρωτοχρονιά, το νούμερο θα ήταν ασύλληπτο! Το σίγουρο είναι, ότι όλοι κάτι προσμένουν, μία αλλαγή, μία βελτίωση, μία κατάκτηση ενός στόχου που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί, μία αναπλήρωση σε κάτι που έχει χαθεί κτλ. Ευτυχισμένος άνθρωπος θεωρείται, αυτός που δεν θέλει να αλλάξει ή να βελτιωθεί κάτι, αλλά να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση στην οποία βρίσκεται και να μη χαθεί κάτι ή κάποιος, γύρω από αυτόν.
Όλα τα παραπάνω τα εξετάσαμε ανθρωποκεντρικά. Είχαμε κέντρο τον άνθρωπο και τον χρόνο γύρω από αυτόν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι ο Θεός είναι άχρονος. Ο χρόνος αφορά και επηρεάζει την κτίση και την δημιουργία Του, επομένως και την κορωνίδα της που είναι ο άνθρωπος. Επομένως, αν και αρκετά ρεαλιστική η περιγραφή μας, δεν είναι πλήρης και ούτε αντικειμενική, γιατί δεν εξετάσαμε θεοκεντρικά τον χρόνο. Δεν το είδαμε από τα μάτια και την σκοπιά του πνευματικού ανθρώπου και επειδή υπάρχει σύγχυση για το ποιος είναι ή δεν είναι πνευματικός άνθρωπος, καλύτερα να το ορίσουμε πιο συγκεκριμένα, από την σκοπιά ενός Αγίου.
Ένας Άγιος λοιπόν αξιοποιεί συνεχώς τον χρόνο, για να είναι ενωμένος με τον Θεό. Είτε μέσω της προσευχής, είτε μέσω της λατρείας και της ασκήσεως, είτε μέσω της μελέτης και της φιλανθρωπίας, πάντοτε αξιοποιείται ο χρόνος πνευματικά σε σχέση με το εδώ και τώρα. Ο Άγιος γνωρίζει πολύ καλά, ότι το χθες υπάρχει για να το βλέπουμε και να μετανοούμε, το σήμερα είναι δωρεά του Θεού για να πραγματοποιηθεί η μετάνοια μας και ταυτόχρονα να καλλιεργήσουμε τα χαρίσματα και τις αρετές και τέλος το μέλλον είναι μόνο του Θεού, αβέβαιο για εμάς επομένως πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι για την αναχώρησή μας από αυτόν τον κόσμο. Ο Άγιος ζει την κάθε μέρα ως μοναδική και τελευταία, γι αυτό πάντα φροντίζει κατά την Ακολουθία του Αποδείπνου αλλά και κάθε στιγμή, να συγχωρείται και να συγχωρεί βάζοντας μετάνοια, γιατί μπορεί την επόμενη χρονική στιγμή να βρίσκεται ήδη στην αγκαλιά Του Θεού. Βασική Προοπτική  του Αγίου είναι η Βασιλεία των Ουρανών, την οποία προγεύεται στο εδώ και τώρα.
Ο Άγιος λοιπόν δεν υποτιμά τα πράγματα και τις αγωνίες του κόσμου, ίσα-ίσα προσεύχεται και αγωνίζεται για αυτές. Προσωπικά όμως, φροντίζει να μεταμορφώνει εν Χριστώ τις προτεραιότητες του μέσα στην πορεία για κάθαρσή-φωτισμό-θέωση, στα απολύτως αναγκαία (αυτά που πραγματικά χρειαζόμαστε για να ζήσουμε και βιολογικά και οντολογικά) και απαλλάσσεται από τις χιλιάδες πλασματικές ανάγκες, που αποπροσανατολίζουν την πορεία μας, προς τον Ουρανό και μακροπρόθεσμα μας γίνονται "βαρίδια". Ο Άγιος γνωρίζει ότι οι επιθυμίες και οι ηδονές, φέρνουν οδύνες. Ενώ οι οδύνες, όταν γίνονται εν Χριστώ, είναι η δόξα και η τιμή, που μας ομοιάζουν με Εκείνον και μετατρέπονται ως χαρά και δοξολογία, όταν υπάρχουν στη ζωή μας και λογίζονται ως θλίψη και θεογκατάλειψη όταν περάσει έστω μία μέρα χωρίς αυτές!  
Κλείνοντας το άρθρο μας, διαπιστώνουμε ότι έχουμε πολλά να κερδίσουμε, όταν σκεπτόμαστε και μιμηθούμε τους Αγίους στη προσωπική μας πορεία, μέσα στο χρόνο, σε αυτό που ονομάζουμε ζωή. Αρκεί να διακρίνουμε ότι δεν φέρνει ο χρόνος τα αγαθά, άλλος είναι ο χορηγός, ο ίδιος ο Θεός και σε αυτόν πρέπει να καταφύγουμε και να τα ζητήσουμε, αφού προηγουμένως δοξολογήσουμε και ευχαριστήσουμε, για όλες τις ευεργεσίες έχουμε γευτεί μέχρι τώρα. Έχουμε να ωφεληθούμε πολύ, όταν ζητούμε κυρίως τον Θεό στη ζωή μας και όχι μόνο κάποιες  υλοποιήσεις υλικών επιθυμιών, όπως συνήθως κάνουμε. Έχουμε τον Θεό, έχουμε τα πάντα. Χάσαμε τον Θεό και όλα να τα κερδίσουμε δεν έχουμε τίποτα!
Αγαπητοί μας αναγνώστες, ευχόμαστε από καρδιάς, το 2018 μ.Χ. να είναι η χρονιά που οι αμαρτίες και τα πάθη μας θα υποχωρήσουν και οι αρετές και τα χαρίσματα θα μας κοσμήσουν. Αμήν!

Τουλάχιστον ισορροπία


«Να σκέφτεστε τον Θεό τουλάχιστον όσο σκέφτεστε τους ανθρώπους.

Να φοβάστε τον Θεό τουλάχιστον όσο φοβάστε τους ανθρώπους.

Να σκέφτεστε τον Θεό τουλάχιστον όσο σκέφτεστε τους ανθρώπους.

Να σέβεστε τον Θεό τουλάχιστον όσο σέβεστε τους ανθρώπους.

Να παρακαλείτε τον Θεό τουλάχιστον όσο παρακαλείτε τους ανθρώπους.

Να ελπίζετε στον Θεό τουλάχιστον όσο ελπίζετε στον ανθρώπους.

Να ζητάτε βοήθεια από τον Θεό τουλάχιστον όσο ζητάτε βοήθεια από τους ανθρώπους.

Να τηρείτε τον νόμο του Θεού τουλάχιστον όσο τηρείτε τον νόμο των ανθρώπων.

Να ευγνωμονείτε τον Θεό τουλάχιστον όσο ευγνωμονείτε τους ανθρώπους.

Να δοξάζετε τον Θεό τουλάχιστον όσο δοξάζετε τους ανθρώπους».
Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

 Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται. Εκδόσεις Εν Πλω 2008, σελ. 274
https://theomitoros.blogspot.com/2019/05/blog-post_34.html

Ἡ δύναμη τῆς συνήθειας


Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov (Ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας)
Ἡ δύναμη μιᾶς ριζωμένης στὴν ψυχὴ συνήθειας εἶναι ἴση μὲ τὴ δύναμη μιᾶς φυσικῆς ἰδιότητας. Ὁ μαθητὴς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀφείλει νὰ ἀποκτήσει καλὲς συνήθειες καὶ νὰ ἀποφεύγει τὶς ἄτοπες. Νέε μου! Νὰ εἶσαι συνετὸς καὶ προνοητικός. Στὰ χρόνια τῆς νεότητάς σου φρόντισε μὲ ἐπιμέλεια νὰ ἀποκτήσεις καλὲς συνήθειες. Ἔτσι, στὴν ὥριμη καὶ στὴ γεροντική σου ἡλικία θὰ χαρεῖς τὸν πλοῦτο ποὺ σχεδὸν ἄκοπα ἀπέκτησες στὴ νεανική.

Μὴ θεωρήσεις ἀσήμαντη τὴν ἐκπλήρωση μιᾶς κακῆς ἐπιθυμίας σου, ὅσο μικρὴ κι ἂν φαίνεται αὐτή. Κάθε ἐπιθυμία, ὅταν ἐκπληρώνεται, βάζει τὴ σφραγίδα της στὴν ψυχή. Καὶ τὸ σφράγισμα αὐτὸ κάποτε εἶναι τόσο δυνατό, ποὺ γίνεται ἀρχὴ μιᾶς καταστροφικῆς συνήθειας.

Μήπως γνώριζε ὁ χαρτοπαίκτης, ὅταν ἄγγιζε τὰ χαρτιὰ γιὰ πρώτη φορά, πώς ἡ χαρτοπαιξία θὰ τοῦ γινόταν πάθος; Μήπως γνώριζε ὁ μέθυσος, ὅταν ἔπινε τὸ πρῶτο του ποτήρι, πώς ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς αὐτοκτονίας του; Ἤ μήπως δὲν εἶναι ἀργὴ αὐτοκτονία αὐτὴ ἡ θλιβερὴ συνήθεια, ποὺ καταστρέφει καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα;

Μιά ἀπρόσεκτη ματιὰ ὄχι σπάνια πληγώνει τὴν καρδιά. Ἀλλεπάλληλες ματιὲς τόσο βαθαίνουν τὴν πληγή, ὥστε αὐτὴ πολὺ δύσκολα ἐπουλώνεται μὲ πολυχρόνιες προσευχές, ἀσκήσεις καὶ δάκρυα.

Παιδαγωγοὶ καὶ δάσκαλοι! Μεταδῶστε στοὺς νέους καλὲς συνήθειες καὶ ἀποτρέψτε τους ἀπὸ κακές, ποὺ τοὺς ὁδηγοῦν σὲ μεγάλες συμφορές.

Οἱ κακὲς συνήθειες ἁλυσοδένουν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ στεροῦν τὴν πνευματικὴ ἐλευθερία, τὸν κρατοῦν βίαια στὸν δύσοσμο βάλτο τῶν παθῶν.

Γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς ψυχῆς εἶναι ἀρκετὴ μία καὶ μόνο κακὴ συνήθεια, γιατί αὐτὴ ἀνοίγει συνεχῶς τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς σ’ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα καὶ σ’ ὅλα τὰ πάθη.

Μάθε νὰ εἶσαι σεμνός. Μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ μιλάει ἐλεύθερα ἤ καὶ ν’ ἀγγίζει ἀκόμα τὸν πλησίον χωρὶς μεγάλη ἀνάγκη. Ἡ καλὴ συνήθεια τῆς σεμνῆς διαγωγῆς ἐξασφαλίζει εὔκολα τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἁγνείας. Οἱ ἄλλοι, βλέποντας τὴ σεμνότητά σου, θὰ εἶναι μπροστά σου συνεσταλμένοι, εὐλαβικοί, θὰ ἔλεγα, ὅπως μπροστὰ στὴν εὐωδία τῆς ἁγιοσύνης.

Ἀπὸ τίποτ’ ἄλλο δὲν κινδυνεύει τόσο ἡ ἁγνεία ὅσο ἀπὸ τὴ συνήθεια τῆς παρρησίας, τῆς θρασύτητας, τῆς ἐλεύθερης συμπεριφορᾶς, ποὺ ἀθετεῖ τοὺς κανόνες τῆς μετριοφροσύνης.

Μάθε νὰ εἶσαι συγκρατημένος καὶ στὴ λήψη τροφῆς. Ἔτσι, τόσο τὸ σῶμα σου ὅσο καὶ ὁ νοῦς σου θὰ ἔχουν ὑγεία, δύναμη καὶ ζωντάνια -ἐφόδια ἀπαραίτητα καὶ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία καὶ στὶς διάφορες ἐγκόσμιες ἀσχολίες.

Ἡ λαιμαργία δὲν εἶναι παρὰ μία κακὴ συνήθεια. Εἶναι ἡ ἄκριτη καὶ ἄμετρη ἱκανοποίηση μιᾶς διεστραμμένης ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη χρήση φυσικῆς ἐπιθυμίας.

Μάθε νὰ τρῶς ἁπλά. Οἱ ἁπλὲς τροφὲς γι’ αὐτὸν ποὺ τὶς συνήθισε εἶναι πιὸ γευστικὲς καὶ ὁπωσδήποτε πιὸ ὑγιεινὲς ἀπὸ τὶς ἐξεζητημένες.

Πόση εἶναι ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία καὶ πόση ἡ ψυχικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ συνήθισε στὴν ἁπλὴ τροφή, ὅσο μηδαμινὴ κι ἂν φαίνεται αὐτὴ ἡ συνήθειά του! Ἀλλὰ καὶ ὑλικὰ πόσο κερδίζει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρκεῖται στὰ λιτὰ γεύματα! Ὄχι μόνο πολὺ λιγότερα χρήματα ξοδεύει γιὰ τὴ διατροφή του, ἀλλὰ καὶ πολὺ λιγότερο χρόνο χάνει καὶ πολὺ λιγότερες μέριμνες ἔχει. Ἄν, μάλιστα, εἶναι φτωχός, δὲν πιέζεται ἀπὸ τὴ φτώχεια του.

Εἶναι δύσκολο τὸ πέρασμα ἀπὸ τὰ πολυτελή γεύματα στὰ ἁπλά. Πολλοὶ ἀναγκάστηκαν ἀπὸ τὶς συνθῆκες νὰ τὸ κάνουν ἀπότομα καὶ ἄκαιρα. Ἔτσι, ὅμως, κλονίστηκε ἡ ὑγεία τόσο τοῦ σώματος ὅσο καὶ τῆς ψυχῆς τους. Αὐτὴ τὴ συμφορὰ θὰ τὴν εἶχαν ἀποφύγει, ἂν συνετὰ καὶ ἔγκαιρα εἶχαν ἐθιστεῖ στὴ λιτὴ διατροφή.

Ἐκεῖνος ἰδιαίτερα ποὺ ποθεῖ ν’ ἀφιερωθεῖ στὴ διακονία τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴ λιτὴ διατροφὴ ὠφελεῖται πάρα πολύ. Γιατί μπορεῖ νὰ κατοικήσει σὲ μίαν ἀπόμακρη τοποθεσία, ἀποφεύγοντας τὶς συχνὲς ἐπαφὲς μὲ ἄλλους ἀνθρώπους καί, γενικότερα, τὰ αἴτια τῆς νοητικῆς διασπάσεως, καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσευχή.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶχαν συνηθίσει νὰ τρῶνε καὶ μετρημένα καὶ ἁπλά. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν καθημερινή του τροφὴ δαπανοῦσε ἐλάχιστα χάλκινα νομίσματα.

Ἂς ἔρθω τώρα στὸ πάθος τῆς μέθης. Τί φοβερὸ πάθος! Εἰσχωρεῖ βαθιὰ στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς ἐπιθυμίας, ἀποκτώντας ἀπὸ τὴ συνήθεια, ὅπως εἴπαμε, τὴ δύναμη φυσικῆς ἰδιότητας.

Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ φυλάγεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ μέθη ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ὑπέρμετρη χρήση τοῦ κρασιοῦ, ποὺ φλογίζει τὴ σάρκα καὶ ξεσηκώνει τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες. «Νὰ μὴ μεθᾶτε μὲ κρασί, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀσωτία», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (1). Ἐπιτρέπεται ἡ χρήση τοῦ κρασιοῦ σὲ πολὺ μικρὴ ποσότητα. «Νὰ χρησιμοποιεῖς καὶ λίγο κρασί», συμβουλεύει ὁ ἴδιος ἀπόστολος τὸν Τιμόθεο, «γιὰ τὸ στομάχι σου καὶ γιὰ τὶς συχνές σου ἀσθένειες» (2). Ὅποιος, ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ πίνει μὲ μέτρο, καλὰ θὰ κάνει νὰ ἀποφεύγει τελείως τὸ κρασί.

Ὁ ἀββὰς Ποιμὴν ὁ Μέγας εἶπε: «Δὲν χρειαζόμαστε τίποτ’ ἄλλο παρὰ νηφάλιο νοῦ» (3). Τὸ κρασί, ὡστόσο, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν νοῦ τὴ νηφαλιότητά του, τὸν σκοτίζει καὶ τὸν ἐξασθενίζει. Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἀγωνιστὴς βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ κρασιοῦ, στὸν σκοτισμένο καὶ ἐξασθενημένο νοῦ του εἰσβάλλουν εὔκολα οἱ νοητοὶ ἐχθροί. Καὶ ὁ νοῦς, μὴν ἔχοντας τὴ διαύγεια καὶ τὴ δύναμη νὰ παλέψει μαζί τους, παρασύρεται, δεμένος ἀπὸ τὸ κρασί, στὸ βάραθρο τῆς ἁμαρτίας! Ἔτσι, μέσα σὲ μιά στιγμή, πᾶνε χαμένοι μακροχρόνιοι ἀγῶνες, καθὼς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα φεύγει μακριὰ ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό. Νὰ γιατί ὁ ἀββὰς Ἠσαΐας ὁ ἀναχωρητὴς εἶπε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ κρασί, ποτὲ δὲν θὰ ἀξιωθεῖ νὰ λάβει καί, ἂν λάβει, νὰ διατηρήσει πνευματικὰ χαρίσματα (4). Αὐτὰ τὰ χαρίσματα, γιὰ νὰ παραμείνουν στὸν ἄνθρωπο, ἀπαιτοῦν διαρκή καθαρότητα, πού εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴ διαρκή νηφαλιότητα.

Ἡ φιλαργυρία, ἡ ὀργή, ἡ ἀλαζονεία, ἡ ἀναισχυντία εἶναι πάθη τῆς ψυχῆς, ποὺ σχηματίζονται ἀπὸ τὴ συγκατάβαση τῆς φθαρμένης μας φύσεως πρὸς τὶς κακὲς ροπές. Τὰ πάθη ἑδραιώνονται, αὐξάνονται καὶ ὑποδουλώνουν τὴν ψυχὴ μέσω τῆς συνήθειας.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴ σαρκικὴ ἐπιθυμία, ὅσο κι ἂν αὐτὴ θεωρεῖται φυσιολογικὴ γιὰ τὸν μεταπτωτικὸ ἄνθρωπο. Μακάριος εἶναι ὁ νέος ἐκεῖνος πού, μόλις ἡ ἐπιθυμία κάνει μέσα του τὴν πρώτη της ἐμφάνιση, θὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι δὲν πρέπει νὰ τῆς παραδοθεῖ καὶ θὰ τὴ χαλιναγωγήσει μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ φρόνηση. Ἡ ἐπιθυμία ποὺ χαλιναγωγεῖται στὰ ἀρχικά της στάδια, προβάλλει ἀπαιτήσεις ὅλο καὶ πιὸ ἀσθενεῖς, ὥσπου τελικὰ ὑποτάσσεται στὸν νοῦ, ἁλυσοδένεται ἀπ’ αὐτὸν καὶ κατευθύνεται σάν σκλάβα του. Ἀπεναντίας, ἡ ἐπιθυμία πού ἱκανοποιεῖται ἔστω καὶ μιά φορά, ἐντείνει καὶ αὐξάνει τὶς ἀπαιτήσεις της. Καὶ ὅταν ὁ λογικὸς νοῦς τῆς παραχωρεῖ τὴν ἐξουσία του πάνω στὸν ὅλο ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀφήνει νὰ ἱκανοποιεῖται συχνὰ καὶ μακροχρόνια, αὐτὴ τελικὰ καταντᾶ τύραννος καὶ ἀφανιστής τόσο τοῦ σώματος ὅσο καὶ τῆς ψυχῆς.

Ὅλα, γενικά, τὰ πάθη ἀναπτύσσονται στὴν ψυχή μας, ὅταν τοὺς δείχνουμε συγκατάβαση. Ἡ συγκατάβαση, ὅταν ἐπαναληφθεῖ πολλὲς φορές, δημιουργεῖ συνήθεια. Καὶ ἡ συνήθεια κάνει τὸ πάθος ἰσχυρὸ κυρίαρχό μας. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος εἶπε: «Νὰ φοβᾶσαι τὶς κακὲς συνήθειες περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς» 5, δηλαδὴ τοὺς δαίμονες.

Ἄν, μόλις ἐμφανιστεῖ μέσα μας ἁμαρτωλὴ ἐπιθυμία, τὴν ἀρνηθοῦμε, στὴν ἑπόμενη ἐμφάνισή της θὰ εἶναι πιὸ ἀδύναμη, ὥσπου τελικὰ θὰ σβήσει. Ἄν, ὅμως, τὴν ἱκανοποιήσουμε, θὰ ἐπιστρέψει λίγο ἀργότερα μὲ μεγαλύτερη δύναμη. Καὶ ὅσο τὴν ἱκανοποιοῦμε, τόσο δυναμώνει, τόσο μεγαλύτερη ἐξουσία ἀποκτᾶ πάνω στὴν προαίρεσή μας, αἰχμαλωτίζοντάς την σιγὰ-σιγά, ὥσπου τελικὰ γεννᾶ τὴ συνήθεια.

Τὰ ἁμαρτήματα ποὺ διαπράττουμε ἀπὸ συνήθεια, ὅσο βαριὰ κι ἂν εἶναι, μᾶς φαίνονται ἐλαφριά. Τὸ καινούργιο ἁμάρτημα τὸ φοβᾶται ἡ ψυχὴ καὶ δὲν ἀποφασίζει σύντομα νὰ τὸ διαπράξει.

Τὰ πάθη εἶναι συνήθειες κακές, οἱ ἀρετὲς εἶναι συνήθειες καλές. Ἐδῶ, βέβαια, ἐννοοῦμε τὰ πάθη καὶ τὶς ἀρετὲς ποὺ ἔγιναν συνήθειες στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ διαγωγή του, μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του. Γιατί ὑπάρχουν πάθη καὶ ἀρετὲς ποὺ ἀποτελοῦν ἔμφυτες ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου, ἰδιότητες μὲ τὶς ὁποῖες αὐτὸς γεννιέται.

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο ἐλεύθερος ἀπὸ κακὲς συνήθειες, οἱ ὁποῖες τὸν ἐμποδίζουν νὰ πλησιάσει τὸν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πρέπει ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες νὰ ἀπομακρύνεται, ἀλλὰ καὶ ἀπ’ ὅλες ὅσες ὁδηγοῦν ἄμεσα ἤ ἔμμεσα στὴν ἁμαρτία, ὅπως εἶναι, γιὰ παράδειγμα, ἡ τρυφή, ἡ μαλθακότητα, ὁ περισπασμός.

Καμιὰ φορά μιά ἀσήμαντη συνήθεια μᾶς δένει τὰ πόδια καὶ μᾶς κρατᾶ στὴ γῆ, ἐνῶ θὰ μπορούσαμε νὰ ἤμασταν στὸν οὐρανό!

Νέε μου! Σοῦ ἐπαναλαμβάνω τὴ σωτήρια συμβουλή: Ὅσο βρίσκεσαι ἀκόμα μέσα στὴν πνευματικὴ ἐλευθερία, φεῦγε μακριὰ ἀπὸ τὶς κακὲς συνήθειες σὰν ἀπὸ δεσμὰ καὶ φυλακή. Ἀπόκτησε καλὲς συνήθειες, μὲ τὶς ὁποῖες διατηρεῖται, ὑποστηρίζεται καὶ σφραγίζεται ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία.

Ἐσύ, πάλι, ποὺ σὲ ὥριμη ἡλικία ἀποφάσισες νὰ ὑπηρετήσεις τὸν Χριστὸ καί, δυστυχῶς, ἔχεις ἤδη ἀποκτήσει πολλὲς ἁμαρτωλὲς συνήθειες ἤ ἔχεις, ἔστω, ἐθιστεῖ στὴ μαλθακὴ ζωὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ψυχή σου εἶναι ἐξασθενημένη, ἐσύ, λοιπόν, πρέπει μὲ ἀνδρεία νὰ μπεῖς στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν συνηθειῶν σου. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ τὶς ἀποβάλεις.

Ἡ ἀποφασιστικὴ προαίρεση, ἐνισχυμένη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ νικήσει καὶ τὶς πιὸ ἰσχυρὲς συνήθειες.

Στὴν ἀρχὴ ἡ συνήθεια ἀντιστέκεται σθεναρὰ σ’ ἐκεῖνον ποὺ θὰ θελήσει ν’ ἀποτινάξει τὸν ζυγό της, καὶ φαίνεται ἀνίκητη. Μὲ τὸν καιρό, ὅμως, ὅσο τὴν πολεμᾶς, κι ἂν δὲν ὑποτάσσεται, πάντως ἐξασθενίζει, ὥσπου τελικὰ νικιέται.

Ἂν στὴ διάρκεια τοῦ πολέμου συμβεῖ καμιὰ φορά, γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο, νὰ νικηθεῖς, μὴν ταραχθεῖς καὶ μὴν ἀπελπιστεῖς. Ρίξου πάλι στὴ μάχη!

Ὁ σκληρὸς ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου ἐναντίον τῶν κακῶν του συνηθειῶν λογαριάζεται γιὰ μαρτύριο. Καὶ ὁ νικητὴς σ’ αὐτὸν τὸν ἀγώνα στεφανώνεται μὲ τὸ στεφάνι τῶν ὁμολογητῶν τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ νόμου Του.

Ὁ πολυέλεος καὶ παντοδύναμος Κύριος μᾶς δέχεται ὅλους, ὅταν Τὸν πλησιάζουμε. Ἁπλώνει τὸ χέρι Του γιὰ νὰ μᾶς κρατήσει, ὅταν ἀπὸ ἀδυναμία κινδυνεύουμε νὰ πέσουμε. Γι’ αὐτό, κι ἂν ἀκόμα ἤσουν ὁλόκληρος μέσα στὶς κακὲς συνήθειες, κι ἂν ἀκόμα ἤσουν σφιχτὰ ἁλυσοδεμένος ἀπὸ τὰ πάθη, μὴν ἀπελπίζεσαι! Μπορεῖς ν’ ἀποκτήσεις τὴν ἐλευθερία σου! Ξεκίνησε τὸν ἀόρατο πόλεμο, ἀγωνίσου γενναῖα χωρὶς διαλείμματα καὶ ὑπόμεινε μὲ ταπείνωση τὶς ἧττες σου. Μὲ τὶς ἧττες διαπιστώνουμε ἐμπειρικὰ πόσο ἀδύναμοι εἴμαστε. Αὐτὴ ἡ διαπίστωση μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ μᾶς κρατᾶ σταθερὰ κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον, τὸν μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ νικήσει τὴν ἁμαρτία σ’ ὅσους εἰλικρινὰ ἐπιθυμοῦν νὰ τὴ δοῦν νικημένη μέσα τους. Ἀμήν.

1.Ἐφ. 5:18.
2. Α΄ ΤΙμ. 5:23.
3. Τὸ Γεροντικόν. Ἀββὰς Ποιμήν, ἀπόφθεγμα ρλε΄.
4. Πρβλ. ὅ.π.. ΙΣΤ΄, η΄.
5. Ὅ.π., ΝΗ΄, 12.

Η Αγάπη διατηρείται με το πνεύμα της θυσίας.


Ούτε οι τοίχοι, ούτε η πλούσια επίπλωση κάνουν το σπίτι. Οι εκατομμυριούχοι στα μεγαλοπρεπή τους μέγαρα μπορεί ποτέ να μην γνωρίσουν τί θα πει σπίτι.
Αλλά όπου υπάρχουν καλές σχέσεις, όπου η αγάπη δένει τα μέλη της οικογένειας μεταξύ τους και με τον Θεό, εκεί πάντοτε βρίσκεται η ευτυχία.

Γιατί οι καλές σχέσεις είναι παράδεισος παντού. Η μονοτονία και η δυστυχία δεν μπορούν να υπάρχουν εκεί όπου υπάρχει η αγάπη. Αλλά η φλόγα της αγάπης πρέπει να διατηρείται αναμμένη θερμά και φωτεινά με το γλυκό ξύλο της θυσίας. Διδάσκοντάς μας να διαγράψουμε το εγώ από την ζωή μας, ο Κύριός μας μας λέει το μυστικό της ευτυχίας, αυτό που οι Άγιοι αποκαλούν την έκσταση της αυταπάρνησης. Γιατί η θεϊκή αγάπη είναι πάντοτε ταπεινή, αναζητά να δίνει παρά να δέχεται, να υπηρετεί  μάλλον, παρά να υπηρετείται, να αγαπά μάλλον παρά να αγαπάται και θυσιάζει οτιδήποτε για τον Αγαπημένο. Μόνον τότε η αγάπη γίνεται καθαρή και άγια φωτιά στην καρδιά και όχι ξέσπασμα σαρκικής επιθυμίας.

Οι κουβέντες μας να είναι μετρημένες και ταπεινές.


Συνήθως δεν ξέρουμε να κουβεντιάζουμε. Τα λόγια μας, οι συζητήσεις μας, είναι μαχαιριές που σπάζουν τους δεσμούς και σκοτώνουν την αγάπη μας. 
-----------------------------
Αντί η κουβέντα μας να γίνει άλλος ένας τρόπος ισχυροποίησης της σχέσης μας, πολλές φορές γίνεται η αιτία να απομακρυνθούμε από τον άλλον.
Και αυτό διότι όταν ανοίγουμε το στόμα μας δείχνουμε τί έχουμε μέσα μας. Και αυτό το "μέσα" έχει αρκετό εγώ ώστε να μην ακούμε τον άλλον, να μην υπολογίζουμε τον άλλον, να προσβάλλουμε τον άλλον.
-----------------------------
Ανοίγουμε το στόμα μας και καταστρέφουμε τα πάντα. Την σχέση μας με τον/την σύζυγο, με το παιδί, με τον φίλο, με τον συνεργάτη.
-----------------------------
Είναι συχνό φαινόμενο ότι όταν συναντιούνται δύο άνθρωποι, ο καθένας θέλει να προβάλει τον εαυτό του οπότε η συζήτηση αποτελείται από λόγο και αντίλογο. Είναι σαν να συναντιέται ένας αφελής με έναν ανόητο. Ο καθένας θέλει να αποδείξει ότι είναι ανώτερος από τον άλλο, ότι ξέρει περισσότερα πράγματα, ότι έχει πιο ενδιαφέρουσα ζωή κτλ.
-----------------------------
Μα έτσι ποτέ οι άνθρωποι δεν μπορούν να συνδεθούν.
Αυτή η επικοινωνία μεταξύ τους είναι διαίρεση.
-----------------------------
Όταν συναντιέσαι με κάποιον μην το θεωρείς ευκαιρία για αυτοπροβολή αλλά ευκαιρία κοινωνίας μαζί του.
Πρόσεχε τον εαυτό σου, δηλαδή πρόσεχε τους λογισμούς σου, το στόμα σου. Μην αφήνεσαι εύκολα, με το παραμικρό, στην περιαυτολογία. Εάν σε ρωτήσουν απάντα. Απάντα μόνο το συγκεκριμένο όχι αυτό που θέλεις εσύ να πεις.
-----------------------------
Π.χ. Με ρωτάει κάποιος, πάτερ σε ποιο ναό είσαι;
Εγώ λοιπόν θα έπρεπε να απαντήσω, στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Ναούσης. Αυτή είναι η απάντηση που θα έπρεπε να δώσω. Όμως εγώ, λόγο της έπαρσης που έχω, δεν θα απαντήσω έτσι, αλλά θα δώσω μια απάντηση που θα κάνει τον άλλον να καταλάβει ότι "δεν είμαι τυχαίος". Η απάντησή μου λοιπον θα είναι: είμαι ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ στον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά Ναούσης. Δεν με ρώτησε εάν είμαι προϊστάμενος, αλλά σε ποιο ναό είμαι. Εγώ όμως θα δώσω επιπλέον πληροφορία ώστε να "εντυπωσιάσω" τον συνομιλητή μου. Δήλαδή, ότι δεν είμαι απλά ένας απλός εφημέριος του τάδε Ναού αλλά είμαι ο προϊστάμενος! (λες και κάτι έγινε...)
Άλλο παράδειγμα: Ρώτησα κάποιον κύριο πώς τον λέγανε, επειδή τον είδα να στέκεται στο στασίδι του ψαλτηρίου στο μοναστήρι μας και μου απαντά "Καθηγητής Θεόλογίας και πρωτοψάλτης του Ναού @σλ#% κύριος Μ*&%@%!!!ς". Χαμογέλασα με την απάντηση.
-----------------------------
Εάν έχουμε πάει διακοπές σε κάποιο νησί ή κάπου στο εξωτερικό ρωτάμε τους άλλους “πήγατε πουθενά στις διακοπές σας”; Το ρωτάμε όχι διότι περιμένουμε να ακούσουμε την απάντηση των άλλων. Δεν μας ενδιαφέρει πως πέρασαν οι άλλοι. Το μόνο που μας νοιάζει είναι αφού ρωτήσαμε δήθεν από ενδιαφέρον να συμπληρώσουμε ότι εμείς πήγαμε στο τάδε μέρος, στην τάδε χώρα και περάσαμε τέλεια. Το μόνο που μας νοιάζει δηλαδή είναι να δείξουμε τις “ανώτερες” διακοπές μας. Το μόνο που μας νοιάζει είναι να κάνουμε επίδειξη, “καπελώνοντας” τους άλλους με τις “υπέροχες διακοπές” που κάναμε!
-----------------------------
Από αυτά τα "μικρά" λοιπόν φαίνεται ο μεγάλος μας εγωισμός.
Από τις απλές καθημερινές κουβέντες μας φαίνεται κατα πόσο τελικά έχουμε συνειδητοποιήσει το χάλι μας ή όχι, κατα πόσο έχουμε γκερμίσει το αυτοείδωλό μας ή όχι.
-----------------------------
Άλλη φορά λοιπόν που κάποιος θα σε ρωτήσει κάτι, ή θα κουβεντιάζεις με κάποιον προσπάθησε να αποφεύγεις τα λόγια εκείνα που "δήθεν" θα σε ανεβάσουν στα μάτια του άλλου, γιατί τελικά όχι μόνο δεν ωφελούν το "προφίλ" σου αλλά σε ξεγυμνώνουν και φανερώνουν την εγωπάθειά σου.
-----------------------------
Πολλές φορές φεύγουμε από μια συζήτηση απογοητευμένοι όχι διότι δεν επικοινωνήσαμε ουσιαστικά με τον άλλον αλλά διότι δεν καταφέραμε κατα την διάρκειά της να πούμε αυτά που θέλαμε, που δεν προλάβαμε να "ταπώσουμε" τον άλλον, που δεν προλάβαμε να νικήσουμε τον άλλον. Στόχος μας δεν είναι η επικοινωνία αλλά η νίκη, η ανάδειξη του εγώ μας, της γνώμης μας.
-----------------------------
Η λογική αυτή είναι παράλογη. Εάν έρχομαι σε επικοινωνία με τον άλλον για να εδραιώσω μεταξύ μας την ρήξη σίγουρα ο παραλογισμός του ναρκισσισμού μου είναι ο δεσπότης της ζωής μου...είναι η καταστροφή μου.
-----------------------------
Όταν "η αμαρτία μου, ενώπιόν μου εστί διαπαντός" τότε σίγουρα σε κάθε κουβέντα μου θα είμαι προσεκτικός, σε κάθε συζήτηση διακριτικός, σε κάθε ερώτηση και απάντηση ταπεινός.
-----------------------------
Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν είναι συναίσθηση της αμαρτίας μας. Να έχουμε μπροστά μας το χάλι μας. Όχι για να απογοητευόμαστε αλλά για να προφυλάσσουμε τον εαυτό μας από την έπαρση και την υπερηφάνεια. Η μετάνοια η οποία είναι μία δυναμική κατάσταση παραδοχής της αμαρτίας αλλά και ελπίδας αλλαγής θα πρέπει να είναι η συντροφιά της ζωής μας. Χωρίς την μετάνοια, η ταπείνωση πεθαίνει...και τότε αλοίμονο.

 αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Μακάριος ο άνθρωπος που ελπίζει στον Κύριο!


Πόσο ωραία, πόσο ευχάριστη, πόσο χαριτωμένη είναι η εικόνα εκείνου που ελπίζει στον Θεό που σώζει, στον Θεό των οικτιρμών, τον Θεό του ελέους, τον αγαθό και φιλάν­θρωπο Θεό.

Αληθινά μακάριος είναι ο άνθρωπος που ελπίζει στον Θεό! Ο Θεός είναι πάντα βοηθός του και δεν φοβάται ό,τι κακό κι αν του προξενήσει άνθρωπος. Ελπίζει στον Κύριο και πράττει τα αγαθά! Κάθε του ελπίδα την έχει εναποθέσει σ’ Αυτόν, και σ’ Αυτόν εξομολογείται με όλη του την καρδιά. Είναι το καύχημά του, είναι ο Θεός του και Τον επικαλείται μέρα και νύχτα.

Το στόμα του ωραίο, αναπέμπει αίνους στον Θεό, τα χείλη του, πιο γλυκά από μέλι και κερί σαν ανοίγουν για να ψάλλουν στον Θεό· η δε γλώσ­σα του γεμάτη χάρη, κινείται προς δοξολογία Θεού.

Η καρδιά του είναι έτοιμη να Τον επικαλεσθεί, η διάνοια του έτοιμη να ανυψωθεί προς Αυτόν, η ψυχή του είναι προ­σηλωμένη στον Θεό και «η δεξιά του Κυρίου αντελάβετο αυτού». «Εν τω Κυρίω επαινεθήσεται η ψυχή αυτού». Ζητά και λαμβάνει από τον Θεό αυτό που ζητά η καρδιά του. Ζητά και βρίσκει όσα ποθεί.

Κρούει και του ανοίγονται οι θύρες του ελέους.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο επαναπαύεται σε ήσυχα νερά. Ο δε Κύριος του δίνει πλούσια τα ελέη του. Η δεξιά του Κυρίου κατευθύνει την πορεία του και δάκτυλος Κυρί­ου τον καθοδηγεί στους δρόμους του.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο δεν αστοχεί. Η ελπί­δα του δεν πεθαίνει ποτέ. Ο Θεός είναι η προσδοκία του, η ακρότατη επιθυμία της καρδιάς του. Προς Αυτόν στε­νάζει η καρδιά του όλη την ημέρα: «Κύριε μην αργήσεις, σήκω, κάνε γρήγορα, έλα και απομάκρυνε από την ψυχή μου κάθε ανάγκη, εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχή μου! Θα σε δοξολογήσω με όλη μου την καρδιά Κύριε. Σε Σένα θα απευθύνεται κάθε λόγος που θα βγαίνει απ’ το στόμα μου».

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, ευλογεί τον Ύψιστο, τον λυτρωτή του και αγιάζει «το όνομα το άγιον αυτού». Ελπί­ζει και από τα βάθη της καρδιάς του κραυγάζει προς τον Θεό: «Κύριε πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω σου;».

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, θα επικαλεσθεί τον Ύψιστο για να εισέλθει στο αγιαστήριό Του, για να δει και να χαρεί τα θαυμάσια Του· και ο Κύριος θα ακούσει τη φωνή της δέησής του.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, απολαμβάνει άκρα ειρή­νη· γαλήνη επικρατεί στην καρδιά του και στην ψυχή του βασιλεύει πλήρης αταραξία. Όταν έχει βοηθό του τον Θεό, από τί να φοβηθεί; Από τί να δειλιάσει; Αν ξεσηκωθεί ενα­ντίον του πόλεμος, δεν πτοείται, γιατί ελπίζει στον Κύριο.

Αν τον καταδιώξουν πονηροί δεν φοβάται, γιατί ξέρει ότι όλα είναι υπό τον έλεγχο του Κυρίου. Δεν ελπίζει στο τόξο του ούτε στη φαρέτρα του· ούτε εξαρτά τη σωτηρία του από τη ρομφαία, αλλά από τον Κύριο και Θεό του, που μπορεί να τον γλιτώσει από τα χέρια αυτών που τον πολεμούν, από την παγίδα του αμαρτωλού και από την καταιγίδα. Είναι πεπεισμένος για τη δύναμη του Κυρίου και «επί τον βραχί­ονα τον υψηλόν αυτού και ο Κύριος σώσει αυτόν».

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, βαδίζει ήρεμος στον αγώνα της ζωής του και διανύει τον δρόμο αυτό δίχως το άγχος των μερίμνων. Εργάζεται ακατάπαυστα το αγαθό, το ευάρεστο και τέλειο, τα δε έργα του τα ευλογεί ο Θεός. Σπέρνει ευλογημένα και λαμβάνει πλούσιους τους καρπούς των κόπων του. Έχει θάρρος στον Κύριο και δεν παρεκτρέπεται από τους πειρασμούς που τον κυκλώνουν. Στις δοκιμασίες της ζωής δεν παραιτείται, αλλά ελπίζει, δι­ότι εκεί που τα πράγματα φαίνονται αδύνατα, ο Θεός φα­νερώνει τη διέξοδο.

Μέσω της πίστης προσδοκά και την ελπίδα της δικαιοσύνης.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο δεν ελπίζει σε χρήματα, ούτε στο μέγεθος της δύναμής του, αλλά επαναπαύεται στη βοήθεια που θα του παράσχει ο Θεός.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, είναι γεμάτος πίστη και αγάπη προς τον Θεό, ζει έχοντας θάρρος στην αγαθή του συνείδηση, εμφανίζεται με την παρρησία γιου απέναντι στον ουράνιο Πατέρα του και Τον επικαλείται για να έλθει η βασιλεία Του στη γη και το θέλημά Του να πραγματώνε­ται στη γη όπως και στον ουρανό.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, είναι αφοσιωμένος ολο­κληρωτικά σ’ Εκείνον και υψώνει την καρδιά του στον αγαθό και αθάνατο Θεό. Ζητά απ’ Αυτόν το ύψιστο αγαθό και την αθανασία στη βασιλεία των Ουρανών, και ο Θεός τον εισακούει.

Μακάριος ο άνθρωπος που ελπίζει στον Κύριο!

apantaortodoxias.blogspot.com
sfa-cryptochristian

Τον φύλαγε προσεκτικά


Όταν η ζωή γεμίζει από μόχθους αναδεύει μέσα στον άνθρωπο το αίσθημα πως βαραίνει πάνω του η κατάρα και η οργή του Θεού. 

Όταν όμως περάσουν αυτές οι δοκιμασίες, τότε θα δει πως η θαυμαστή πρόνοια του Θεού τον φύλαγε προσεκτικά σ’ όλες τις πτυχές της ζωής του. 

Χιλιόχρονη πείρα, που παραδίνεται από γενιά σε γενιά, λέει πως όταν ο Θεός δει την πίστη της ψυχής του αγωνιστή γι’ Αυτόν, όπως είδε την πίστη του Ιώβ, τότε τον οδηγεί σε αβύσσους και ύψη πού είναι απρόσιτα σ’ άλλους. 

Όσο πληρέστερη και ισχυρότερη είναι η πίστη και η εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο Θεό, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το μέτρο της δοκιμασίας και η πληρότητα της πείρας, που μπορεί να φτάσει σε μεγάλο βαθμό. 

Τότε γίνεται ολοφάνερο πως έφτασε στα όρια, που δεν μπορεί να ξεπεράσει ο άνθρωπος.

Όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
ιγ΄ 14 - 23
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· Ὅταν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ρηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ὅπου οὐ δεῖ - ὁ ἀναγινώσκων νοείτω - τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, 15ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβάτω εἰς τὴν οἰκίαν μηδὲ εἰσελθέτω ἆραί τι ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, 16καὶ ὁ εἰς τὸν ἀγρὸν ὢν μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω ἆραι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. 17οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. 18προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. 19ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ' ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται. 20καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας. 21καὶ τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ πιστεύετε. 22ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. 23ὑμεῖς δὲ βλέπετε· ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν πάντα.

Νεοελληνική απόδοση:
Ὅταν δὲ ἰδῆτε τὸ βδέλυμα τῆς ἐρημώσεως, ποὺ ἐπροφητεύθηκε ἀπὸ τὸν Δανιὴλ τὸν προφήτην, νὰ στέκεται ἐκεῖ, ὅπου δὲν πρέπει - ὁ ἀναγνώστης ἂς καταλάβῃ - τότε ὅσοι βρίσκονται εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἂς φύγουν πρὸς τὰ βουνά. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι εἰς τὴν ταράτσα ἂς μὴ κατεβῇ οὔτε νὰ μπῇ γιὰ νὰ πάρῃ κάτι ἀπὸ τὸ σπίτι του. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χωράφι, ἂς μὴ γυρίσῃ πίσω νὰ πάρῃ τὸ ἔνδυμά του. Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐκείνας, ποὺ θὰ εἶναι ἔγκυοι καὶ θὰ θηλάζουν κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας. Νὰ προσεύχεσθε νὰ μὴ γίνῃ ἡ φυγή σας κατὰ τὸν χειμώνα. Τέτοια θλῖψις θὰ γίνῃ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ποὺ δὲν ἔγινε ποτὲ ἕως σήμερα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε, οὔτε καὶ θὰ γίνῃ. Καὶ ἂν ὁ Κύριος δὲν ἐσυντόμευε τὰς ἡμέρας, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἐσώζετο. Ἀλλὰ πρὸς χάριν τῶν ἐκλεκτῶν, τοὺς ὁποίους ἐδιάλεξε, ἐσυντόμευσε τὰς ἡμέρας. Καὶ τότε, ἐὰν κανεὶς σᾶς πῇ, «Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός», ἢ «Νά, ἐκεῖ εἶναι», μὴ πιστεύετε. Θὰ ἐμφανισθοῦν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ θὰ κάνουν θαύματα καὶ τέρατα, διὰ νὰ ἀποπλανήσουν, ἐὰν εἶναι δυνατὸν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Σεῖς ὅμως νὰ προσέχετε· σᾶς τὰ προεῖπα ὅλα.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Αν είσαι ορθολογιστής και προσπαθείς με την λογική να προσεγγίσεις τον Θεό, γνώριζε ότι ματαιοπονείς, διότι ο Θεός είναι αγάπη και η αγάπη δεν έχει λογική, είναι υπέρλογη." 

Κ.Ι.Κ.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

Το κοριτσάκι με τα σπίρτα


Χὰνς Κρίστιαν Ἄντερσεν 
Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό.

Στοὺς χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ πακέτα καὶ δῶρα. Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα!

Ἄδικα ἡ μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς, ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα.

Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια.

Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα.

Οἱ καρότσες περνοῦσαν βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη καὶ μισολειωμένο χιόνι.

Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.

Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.

Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα.

Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή.

Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.

Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της.

Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι της.

Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει νὰ μιλήσει.

Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της.

Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση, τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί. Πῶς νὰ γυρίσει νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;

Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει.

Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.

Τὸ κοριτσάκι προχώρησε στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου καί, μαγεμένη λές, κοντοστάθηκε κάτω ἀπὸ τὸν ἀναμμένο φανοστάτη.

Ἀπὸ τὸ παράθυρο κάποιου σπιτιοῦ ἔβλεπε ἕνα δωμάτιο μὲ χριστουγεννιάτικες γιρλάντες καὶ στολίδια καὶ μία τρυφερὴ μανούλα νὰ ταΐζει μὲ στοργὴ καὶ ἀπέραντη ἀγάπη τὴν κορούλα της.

Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ. Τότε κοντοζύγωσε δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε.

Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει, οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ λόγια παρηγοριᾶς. Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό. Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;

Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.

Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα ἀπὸ μαῦρο μαντέμι.

Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι.

Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου.

Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ τραπέζι.

Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.

Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο, καρβουνιασμένο.

Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα.

Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου ἔλαμπαν.

Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις… Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο, χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.

Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε. Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε νὰ τὰ ἀνάβει.

Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός…

Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ ἀγκαλιά. «Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα.

«Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».

Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα. «Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά. «Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια.

Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».

Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν.

Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.

Προσοχή στον φθόνο


Ο φθόνος είναι πάθος μοχθηρής ψυχής που λιώνει από ζήλια, όταν βλέπει να προκόβει ο διπλανός. Είναι στενοχώρια για τα ξένα αγαθά. Είναι εμπαθής κριτής για τα αγαθά των άλλων. Ο φθόνος είναι ρίζα όλων των κακών, πηγή κάθε συμφοράς και φυτώριο ανουσιουργημάτων.

Ο φθόνος είναι απ’ όλα τα πάθη το πιο άδικο και το πιο δίκαιο. Στην πρώτη περίπτωση, ενοχλεί ιδιαίτερα τους καλούς, στη δεύτερη λιώνει αυτούς που το έχουν. Όπως η σκουριά φθείρει και τρώει το σίδερο, έτσι και η ζήλεια κατατρώει την ψυχή που την έχει.

Ο φθόνος λοιπόν πρώτα φθείρει τον φθονερό και έπειτα τον φθονούμενο.

Πρώτα εξολοθρεύει την ψυχή του -καθώς το φίδι κατατρώει την κοιλιά που το έθρεψε- και κατόπιν δαγκώνει αυτόν που φθονεί. Από μόνος του ο φθόνος δεν έχει καμιά αιτία ύπαρξης, γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει ούτε συγχώρεσης. Ο φθόνος δεν γνωρίζει να προτιμάει το συμφέρον.

Κανένα πάθος δεν είναι πιο καταστροφικό από τον φθόνο, γιατί διαφθείρει τις ψυχές, από τη στιγμή που φυτρώνει μέσα τους. Αυτός διδάσκει τον φόνο. Ω φθόνε, είσαι ρίζα του θανάτου, πολύπλοκη νόσος, της καρδιάς αιχμηρότατο καρφί· τίποτα δεν κεντάει πιο αιχμηρά όπως εσύ· τρυπάς όποια καρδιά σε έχει μέσα της.

Μεγάλο κακό ο φθόνος. Αυτός μαυρίζει τα μάτια της ψυχής και την περιτυλίγει με βαθύ σκοτάδι. Αυτός προκαλεί αναισθησία στις αισθήσεις της.

Πρώτα την σκλήρυνε και μετά την οδήγησε στην πώρωση. Αυτός τελείως διέφθειρε τον άνθρωπο. Ούτε το σκουλήκι και ο σκόρος συνηθίζει έτσι να εγκαθίσταται στο ξύλο και να το τρώει, ούτε ο σκόρος που τρώει το μαλλί, δεν κάνει τόσο κακό, καθώς ο πυρετός της ζήλειας κατατρώει τα κόκκαλα των φθονερών και καταληστεύει την σωφροσύνη της ψυχής.

Ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Τι πιο καταστροφικό μπορεί να υπάρχει από την αρρώστια αυτή;

Είναι φθορά της ζωής, αρρώστια της φύσης· εχθρεύεται ακόμη και αυτά που ο Θεός έχει δώσει, εναντιώνεται προς τον Θεό, είναι κακό αφόρητο, διδασκαλία του πονηρού, εφεύρεση των δαιμόνων, σπορά έχθρας, αρραβώνας της κόλασης, εμπόδιο της ευσέβειας, δρόμος προς τη γέεννα, στέρηση της βασιλείας των ουρανών».

Ο δε Χρυσόστομος λέει: «Ο φθόνος μετατρέπει τον άνθρωπο σε Διάβολο. Τον μετατρέπει σε άγριο δαίμονα. Από φθόνο έγινε ο πρώτος φόνος· έτσι αγνοήθηκε η φύση, έτσι μολύνθηκε η γη.

Τίποτα πιο ολέθριο δεν τρυπώνει στις ψυχές των ανθρώπων, από το πάθος του φθόνου, ο οποίος πολύ λίγο λυπεί και κάνει κακό στους άλλους, αφού το μεγαλύτερο κακό το παθαίνει πρώτα αυτός που φθονεί».

Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως

Ο Θεός μας έδωσε την αληθινή ελευθερία


Σταθεροί στήν ἐλευθερία…

«Τῇ ἐλευθερίᾳ… ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε…» (Γαλ. 5,1)

Μᾶς μαγνητίζει ἡ ἐλευθερία. Ποθοῦμε καί ἀγωνιζόμαστε καί ἐπιδιώκουμε νά τήν κατέχουμε.
Νά ζοῦμε μακριά ἀπό κάθε μορφή δουλείας, ἀπό ὁποιαδήποτε δεσμά, ἀπό κάθε καταπίεση.

Οἱ πρόγονοί μας πολύ ἀγωνίσθηκαν γιά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδας μας.
Ἔδωσαν τή ζωή τους, τό αἷμα τους, γιά νά ζήσουμε ἐλεύθεροι. Ἀπό τά δικά τους «τά κόκκαλα τά ἱερά» εἶναι «βγαλμένη» ἡ «λευτεριά»(Ἐθνικός Ὕμνος).

Γιά νά διατηρηθῆ ἡ ἐλεθερία ἀπαιτεῖ ἀγῶνες καί θυσίες. Ἀπαιτεῖ κυρίως τήν ἐσωτερική καί πνευματική ἐλευθερία.

Ἡ Ἐθνική μας ἐλευθερία κινδύνεψε νά χαθῆ ἀπό τά πάθη, τίς μικρότητες, τούς ἐγωϊσμούς πού ὁδήγησαν σέ συγκρούσεις, σέ μίση καί πάθη, σέ ἀλληλοσπαραγμό καί σέ συμφορές. Γι’ αὐτό χρειάζεται ἡ ἄλλη ἐλευθερία, αὐτή πού ὁ Θεός ἦλθε νά μᾶς χαρίσει.

Ἔγινε ἄνθρωπος, ἀνέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, ἔγινε «Δοῦλος»(Προφ. Ἠσαΐας 49, 3), «ἔλαβε δούλου μορφήν» (Φιλ. 2, 7), γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.

Γιά νά μᾶς ἐπαναφέρει στήν πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά μᾶς κάνει «κοινωνούς θείας φύσεως» (Β΄Πέτρ. 1, 4).

Νά μᾶς ὁδηγήσει στή κοινωνία μαζί Του καί στήν ἀληθινή κοινωνία μεταξύ μας.

Νά καταργηθοῦν οἱ διαφορές, οἱ ἀντιπαλότητες, ἡ ἐχθρότητα καί τό μῖσος.

Νά ἐπικρατήσει ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη, ὁ ἀλληλοσεβασμός καί ἡ πραγματική ἐλευθερία.

Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τά πάντα, ἀκόμα καί τόν ἑαυτόν Του, γενόμενος θυσία, γιά νά φέρει εἰρήνη, τή δική Του εἰρήνη, πού κανένας δέν μπορεῖ νά τήν καταργήσει. Τήν ἀληθινή ἐλευθερία.

Δυστυχῶς ἐμεῖς προτιμᾶμε αὐτά πού μᾶς διαιροῦν καί μᾶς ὁδηγοῦν στήν σύγχυση καί τό σκοτασμό τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, στήν ἀντιπαλότητα, τήν βαρβαρότητα καί στήν ἐξάπλωση τῶν παθῶν.

Βγάλαμε τό Θεό ἀπό τή ζωή μας καί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἀντικείμενο κατάλληλο γιά ἐκμετάλλευση («Ἄν ὁ Θεός δέν ὑπάρχει, ὅλα ἐπιτρέπονται» ἔλεγε ὁ Ντοστογιέφσκι).
Ἀκόμα καί αὐτά τά παιδιά ζοῦν σ’ ἕνα κλίμα πού καλλιεργεῖ τόν ἐγωκεντρισμό, τήν ἐπιθετικότητα καί τήν ἀγριότητα.

Διδάσκονται καί μέσα ἀπό τά παιχνίδια τους πῶς θά φθάσουν στήν ἐγκληματικότητα, στόν αὐταρχισμό, στό μῖσος.

Ἡ ἐπιστροφή μας στίς καθαρές καί δοκιμασμένες ἀξίες καί ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ἡ ἀπελευθέρωση μας ἀπό τή δουλεία τῶν παθῶν μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

Καί ὁ ἀπ. Παῦλος μᾶς προτρέπει νά μένουμε σταθεροί στήν ἐλευθερία πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός. «Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε καί μή πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε»(Γαλ.5, 1).

Αὐτή ἡ ἐλευθερία εἶναι ἐγγύηση καί γιά τήν ἐθνική μας ἐλευθερία.

Μόνον ἄνθρωποι ἐλεύθεροι ἀπό τά πάθη «πλήρεις πίστεως καί ἀγάπης» μποροῦν νά θυσιάζονται γιά τήν ἐλευθερία, γιά τό καλό ὅλων.

Διδακτική ιστορία: Η θεραπεία από την κατάθλιψη


Η θεραπεία από την κατάθλιψη, μια ξεχωριστή διδακτική ιστορία που αξίζει να αφιερώσετε λίγο χρόνο για να διαβάσετε.

Κάποτε σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής ο Βασιλιάς είχε βαριά κατάθλιψη, βαριά μελαγχολία και οι ιατροί δεν μπορούσαν να τον θεραπεύσουν.

Αφού απελπίσθηκε από τους ιατρούς κάλεσε τους μάγους.

Απέτυχε ο ένας μάγος, απέτυχε ο δεύτερος, ο τρίτος, ο πέμπτος, ο δέκατος.

Τελικά βρέθηκε κάποιος μάγος και του λέει:
«Η θεραπεία σου είναι πάρα πολύ
απλή, πάρα πολύ εύκολη.

Να βρεις έναν άνθρωπο ευτυχισμένο, να βρεις έναν άνθρωπο χαρούμενο, να βρεις έναν άνθρωπο ικανοποιημένο από τη ζωή του, χωρίς παράπονα, χωρίς ταλαιπωρίες, χωρίς δυστυχίες στη ζωή, ή και εάν τα έχει όλα αυτά, παρά ταύτα να είναι ευχαριστημένος, να είναι ικανοποιημένος και να φορέσεις το πουκάμισο του.

Άμα το κάνεις αυτό το πράγμα, θα θεραπευθείς αυτομάτως».

Χάρηκε ο βασιλιάς διότι τόσο απλό ήταν το μέσο της θεραπείας του, και έστειλε κήρυκες στη χώρα του να διαλαλήσουν: «Όποιος άνθρωπος είναι ευτυχής, όποιος άνθρωπος είναι ικανοποιημένος από τη ζωή του και στη ζωή του, να παρουσιασθεί ενώπιον του βασιλιά και θα λάβει μεγάλη αμοιβή».

Δεν παρουσιαζόταν κανείς. Προχώρησαν ακόμη μακρύτερα οι κήρυκες. Φώναξαν και σε άλλες περιοχές της αχανούς χώρας του και πάλι κανείς δεν παρουσιαζόταν. Αποφάσισε ο βασιλιάς να βρει ο ίδιος αυτόν τον άνθρωπο.

Να ερευνήσει ο ίδιος και στη χώρα του, ενδεχομένως και σε άλλες χώρες.

Πήρε μια συνοδεία στρατιωτών, μεταμφιέσθηκε και αυτός ως απλός στρατιώτης, με στολή που θα λέγαμε σήμερα εκστρατείας, και άρχισε να περιοδεύει τη χώρα· να ανεβαίνει βουνά, να κατεβαίνει πεδιάδες, να επισκέπτεται σπίτια, να επισκέπτεται καλύβες, να επισκέπτεται ποιμνιοστάσια και να αναζητά κάποιον άνθρωπο, ο οποίος θα ήταν ευτυχής.

Δεν έβρισκε κανέναν. Συνέχιζε την περιοδεία του.

Κάποτε, μετά από εβδομάδες περιοδείας, έφθασε σε μια καλύβα στο μέσο του δάσους.

Στην καλύβα αυτή ζούσε ένας γέρος ξυλοκόπος με δυο μικρά παιδάκια.

Ήταν τα εγγονάκια του.

Είχαν πεθάνει οι γονείς τους και τα είχε πάρει ο γέρος στην καλύβα του δάσους να τα μεγαλώσει.

Μπήκαν μέσα στην καλύβα – δεν γνώρισε φυσικά ο άνθρωπος ότι ήταν ο βασιλιάς – και τους είπε:
«Καθίστε παλικάρια μου, να σας φιλοξενήσω· να σας δώσω κάτι απ’ όσα έχω εδώ στο φτωχικό μου» και τους έδωσε ό,τι είχε ο γεροντάκος και στο τέλος του λέει ο βασιλιάς:
«Δεν μου λες παππού, είσαι ευχαριστημένος; Είσαι ευτυχής;».
«Ναι, παιδί μου είμαι.

Δεν μου λείπει τίποτε· τα έχω όλα.

Έχω την καλύβα μου, η οποία με προφυλάσσει από τη βροχή και από το πολύ κρύο.

Κόβω ξύλα στο δάσος, ανάβω φωτιά και πυρώνομαι.

Έχω συντροφιά τα εγγονάκια μου· δεν είμαι ολομόναχος.

Μαζεύω λάχανα από την περιοχή εδώ και τρώω.
Καμιά φορά σκοτώνω και κανένα πουλί, κανένα αγρίμι και έχω κάτι καλύτερο στο τραπέζι μου.

Κατεβαίνω στην πόλη, πουλώ ξύλα και αγοράζω μερικά πράγματα, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα.

Δόξα να ’χει ο Θεός, δεν μου λείπει τίποτε· τα ’χω όλα.

Είμαι ευχαριστημένος· είμαι ευτυχής».

Περιχαρής ο βασιλιάς, διότι επιτέλους θα θεραπευόταν, λέει στους στρατιώτες:
«Δώστε μου αμέσως το πουκάμισο του».

Αλλά όταν οι στρατιώτες πλησίασαν το γέρο και άνοιξαν τη χοντρή κάπα την οποία φορούσε δεν είχε πουκάμισο μέσα.

Απελπίσθηκε ο βασιλιάς.

«Ωχ τι έπαθα!

Έναν άνθρωπο ευτυχισμένο βρήκα και αυτός δεν έχει πουκάμισο.

Θα μείνω, λοιπόν, πάλι άρρωστος;».

Από το βιβλίο του Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου
«Η χαρά του Χριστιανού», έκδ. Σταμάτα 2018, σελ. 314 – 316
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος