Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

«Στο ορατό το αόρατο!» (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)



Θεμέλιο πάντων των ορατών είναι το αόρατο, του ανθρώπου η ψυχή, του κόσμου ο Θεός. Το αόρατο είναι η υπόσταση των πάντων, το στήριγμα των πάντων, η ουσία των πάντων, δηλαδή, εκείνο στο οποίο στέκεται ο κόσμος και καθετί μέσα στον κόσμο.
Τούτο πρέπει να αισθανθεί κάθε άνθρωπος που με σοβαρότητα θα κοιτάξει μέσα σε οποιοδήποτε μυστήριο αυτού του κόσμου και αυτής της ζωής. Στον πυθμένα του ορατού κρύβεται η αόρατη δύναμη.
Το αόρατο είναι τo ισχυρότερο μέσα στoν κόσμο των γήινων ορατοτήτων μας, ο ηλεκτρισμός. Η δύναμη της βαρύτητας είναι αόρατη αλλά είναι δυνατότερη όλων των πλανητών. Τους κινεί όπως τα παιδιά τις μπίλιες.
Ο νόμος υπεράνω όλων των νόμων σ’ αυτόν τον κόσμο είναι: Το αόρατο είναι ο μυελός του ορατού και δεσπόζει στo ορατό. Αυτός ο κόσμος είναι το εργαστήριο του Θεού, όπου το αόρατο μεταβάλλεται σε ορατό, ωστόσο μονάχα έως ορισμένο βαθμό.
Κάτω από τον νόμο αυτό πραγματοποιήθηκε και η ενσάρκωση του Θεού. Μονάχα εδώ είναι το τέλειο παράδειγμα του Αοράτου στο ορατό. Στο μικρούτσικο αλλά ορατό σώμα του ανθρώπου κρύβεται ο αόρατος Θεός. Εκεί εγκαθίσταται ολάκερο το μυστήριο και του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου. Εντούτοις, τα πάντα ισχύουν κατά τον ίδιο νόμο, το αόρατο μέσα στo ορατό.
Στην εμφάνιση του ενσαρκωμένου Θεού δεν υπάρχει τίποτα αφύσικο και «παράνομο», τίποτα άλογο και ακανόνιστο, επειδή σ’ αυτόν τον κόσμο καθετί ορατό είναι η κρυψώνα του αοράτου. Όταν ενσαρκώθηκε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, έκανε τον αόρατο Θεό μερικώς ορατό, περιέγραψε εν μέρει τον Απερίγραπτο μέσω του σώματος. Και τοιουτοτρόπως έλαμψε το μυστήριο όλων των κόσμων. Το αόρατο είναι η ψυχή παντός ορατού· εξ όλων των αναρίθμητων ορατών κτισμάτων εκτείνονται αναρίθμητα αόρατα, και υπεράνω όλων, και διά πάντων, Αυτός, ο Μόνος Αόρατος, Κύριος και Θεός των κόσμων, Τρισήλιος και Τρισυπόστατος! Και η τελειότατη φανέρωση του αοράτου Θεού, ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι «εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. 1, 15) και μέσα στον Οποίο κατοικεί «παν το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9), ο Θεάνθρωπος Χριστός, και μέσω Αυτού, κατ’ Αυτόν και δι’ Αυτού οι Χριστιανοί.
Προφανώς, οι Χριστιανοί είναι Χριστιανοί από το ότι μέσω του Χριστού αισθάνονται το μυστήριο της ζωής και του κόσμου, μέσω του Χριστού το εξηγούν. Το ορατό το εξηγούν με το αόρατο και αντίστοιχα, το αόρατο εξηγούν με το ορατό· τον άνθρωπο εξηγούν με τον Θεό, και Αυτόν με τον άνθρωπο μέσα στον Θεάνθρωπο Χριστό. Δίχως Θεάνθρωπο ο άνθρωπος είναι φρίκη και ο Θεός είναι η πλέον μεγαλύτερη. Ο Θεάνθρωπος είναι η τελειότατη σύνθεση του Αοράτου και ορατού, το τελειότατο κριτήριο του Θείου και του ανθρώπινου, του πνευματικού και του φυσικού.
Οι Χριστιανοί είναι Χριστιανοί από το γεγονός ότι μέσα στο πεπερασμένο ψάχνουν το αιώνιο, μέσα στο ορατό το αόρατο, μέσα στο ανθρώπινο το Θείο. Ως «χατζήδες» της αιωνιότητας, ταξιδεύουν διαμέσου του χρονικού μέσα στο αιώνιο, διαμέσου του ανθρώπινου μέσα στο θεανθρώπινο. Ψάχνουν το θείο χρυσάφι μέσα στην ανθρώπινη λάσπη, και το βρίσκουν. Γι’ αυτούς τα πράγματα είναι διαφανή, διαμέσου του ορατού βλέπουν το αόρατο, διαμέσου του χρονικού βλέπουν το αιώνιο. Μέσα σε καθετί ορατό βρίσκουν εκείνον τον αόρατο μυελό, τον αόρατο πυρήνα που με το μυστηριώδες νεύρο συνδέει το ορατό με τον Αόρατο.
Για μας τους Χριστιανούς, τα πάντα μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο έχουν έννοια, σημασία και αξία μόνο τόσο, ώστε να είναι μέσα και οδός προς την αιωνιότητα, επειδή εμείς βλέπουμε το μη βλεπόμενο, εμείς βλέπουμε το αόρατο. Όλη τη ζωή μας μέσα στο χρόνο την καθορίζουμε από εκείνο που είναι αιώνιο, το ανθρώπινο το νοηματοδοτούμε από το θεανθρώπινο.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Φιλοσοφικοί Κρημνοί», έκδ. Ι. Μονής Χιλανδαρίου)
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Με αδικείς γιατί δεν μπορείς να με φτάσεις



“Είναι αδύνατον να οργιστεί κανείς εναντίον του πλησίον, αν πρώτα δεν υπερηφανεύεται εσωτερικά απέναντί του και αν δεν τον περιφρονήσει και αν δεν θεωρήσει τον εαυτό του καλύτερο από εκείνον” (αββάς Δωρόθεος)
Όταν ο λογισμός στις ανθρώπινες σχέσεις θεριεύει, οι συγκρούσεις και ο διχασμός έρχονται αναπόφευκτα. Μπορεί ο εκκοσμικευμένος πολιτισμός μας να μην δέχεται ότι υπάρχει διάβολος, ότι υπάρχει το πνεύμα του πονηρού, αυτό είναι εμφανές όμως ότι δεν ισχύει, όταν διαπιστώνουμε πως η καρδιά μας είναι διασπασμένη απέναντι στον άλλον. Η σκέψη μας τροφοδοτείται από δύο κυρίως λογισμούς, που οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Ο ένας είναι ότι ο άλλος δεν μπορεί να μας φτάσει στις ικανότητες, στην προσφορά, στα δεδομένα που δικαιούμαστε και, επομένως, έχουμε κάθε δίκιο να θυμώνουμε, ακόμη και να οργιζόμαστε μαζί του, διότι δεν μας νιώθει. Ο άλλος λογισμός έχει να κάνει με το αίσθημα της αδικίας που αισθανόμαστε ότι υφιστάμεθα από αυτόν. Και η αδικία γίνεται πάλι θυμός, κάποτε και με τις επιλογές μας, κάποτε μόνο με τον άλλον.
Ας το δούμε αυτό και στις σχέσεις των γονέων με τα παιδιά.
Οι γονείς θυμώνουν με τα παιδιά, διότι τα θεωρούν έτσι κι αλλιώς ανώριμα, ότι χρειάζονται την προστασία τους, και, την ίδια στιγμή, αχάριστα, διότι δεν εκτιμούν κόπους, θυσίες, χρήματα. Όσο τα παιδιά επικαλούνται, ιδίως στην εφηβεία, δικαιώματα, οι γονείς αισθάνονται φόβο για την ελευθερία τους και το πώς θα την διαχειριστούν και ότι πλέον οι μεγάλοι δεν έχουν λόγο στην ζωή των μικρότερων, με αποτέλεσμα ένα κεκαλυμμένο παράπονο να γίνεται θυμός. Δεν αποκλείεται οι νεώτεροι να έχουν αποτύχει να χτίσουν γέφυρες εμπιστοσύνης με την συμπεριφορά τους, ιδίως με την αδυναμία τους να διαχειριστούν σωστά τον χρόνο τους, όπως επίσης και όταν παρασύρονται από τις παρέες τους και δεν καταλαβαίνουν ότι οι γονείς τους έχουν τις ανησυχίες τους.
Τα παιδιά, πάλι, έχουν κι αυτά το ίδιον θέλημα. Ένας χαρακτήρας που βαριέται εύκολα ή βρίσκει διεξόδους στα gudget του σήμερα θα είναι πιθανόν σε ρήξη με τους γονείς και τους δασκάλους που θα ήθελαν να διαβάζει. Το χάσμα των γενεών, άλλωστε, δεν έπαψε να υφίσταται, μόνο που η αμφισβήτηση προς τους μεγαλύτερους δεν είναι φανερή, αλλά οι αντιστάσεις είναι κρυφές. Η επιθυμία, εξάλλου, των παιδιών να αισθανθούν ότι το μεγάλωμά τους, η νέα τους ταυτότητα γίνεται αποδεκτή, μέσα στις πολλές δοκιμές της, ή, τουλάχιστον, το πρόσωπό τους δεν καθίσταται απορριπτέο, φέρνει το αίσθημα ότι οι γονείς τα αδικούν, διότι δεν τα καταλαβαίνουν. Ο συνδυασμός, έκφραση ενός απαραίτητου, όχι όμως πάντοτε με μέτρο, εγωκεντρισμού, φέρνει διάσπαση. Ο διάβολος τροφοδοτεί με λογισμούς το υπόστρωμα και οι σχέσεις υπονομεύονται.
Η ασκητική παράδοση της πίστης μας προτείνει ως φάρμακα την αγάπη, την ταπείνωση και την υπομονή. Όχι την ανειλικρίνεια, ούτε το κρύψιμο των λογισμών, αλλά την εξαγόρευσή τους. Ζητά να δίνουμε χρόνο και χώρο στον άλλο, είτε δεχτεί την οπτική μας είτε όχι. Και τότε μπορεί να δοθεί η ευκαιρία για μικρά νέα ξεκινήματα. Άλλωστε, οι σχέσεις δεν χαλάνε από μεγάλα λάθη, αλλά από τα μικρά που τις φθείρουν. Μικρά γεφύρια επικοινωνίας, μέσα από καλή διάθεση, προσευχή και σεβασμό στο πρόσωπο του άλλου, ακόμη κι αν λαθεύει, είναι δρόμος που νικά τον θυμό.

Πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Δρ. Θεολογίας
https://simeiakairwn.wordpress.com/

«Να ταξιδεύει ο νους και η ψυχή …σε μέρη αγιασμένα με νερό θαλασσινό και λιβάνι αγιορείτικο… μόνο έτσι μπορώ να καταλάβω την αλλαγή του καλοκαιριού…»



Να ταξιδεύει ο νους και η ψυχή …σε μέρη αγιασμένα με νερό θαλασσινό και λιβάνι αγιορείτικο …μόνο έτσι μπορώ να καταλάβω την αλλαγή του καλοκαιριού ..την αύρα των διακοπών …Και εδώ στην πόλη την πολύβουη όμως ,δεν χρειάζεσαι πολλά… αρκεί μια γραφή του Κόντογλου και ο ήχος μιας καμπάνας να σημαίνει τον εσπερινό για της …αυριανής ημέρας τον Άγιο πρεσβευτή…
Στ’ Άγιον Όρος πήγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω απὸ δυὸ μήνες κ’ έκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατί υπάρχουνε εκεί πέρα καὶ αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζήδες ποὺ φορτώνουνε κερεστέ στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ είναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ’ εκεί γνωρίσθηκα μὲ τρείς Αϊβαλιώτες καὶ περάσαμε πολὺ έμορφα. Απὸ κεί πήγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατί γύρευα θάλασσα.

Πήγα στὸ μοναστήρι τῶν Ιβήρων μαζὶ μὲ ένα γέροντα ποὺ πουλούσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Αβέρκιον Κομβολογάν. Σ’ αυτὸ τὸ μοναστήρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα της ψαρικής.
Άφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα όλα καὶ γίνηκα ψαράς.Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαράδες ποὺ ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ απὸ τὰ μπουγάζια της Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τρεις. Ό ένας ήτανε ως εικοσιπέντε χρονώ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ’ είχε καλογερέψει απὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαίο.

Ο άλλος ήτανε ως σαράντα χρονών, ψαρὰς απὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, απλός, ήσυχος, λιγομίλητος, άκακος, «πτωχὸς τω πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ο άλλος ήτανε γέρος σὰν τὸν άγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζής καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα.
Ο Βαρθολομαίος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ανάμεσα σὲ άλλα είχε στὸ κελλί του καὶ δυὸ τρία βιβλία του Ιουλίου Βέρν. Μ’ αυτὸν ψαρεύαμε αστακούς. Έβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μου έδειχνε πώς νὰ τὰ ψαρεύω. Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στὴ θάλασσα μέσα σ’ έναν κόρφο ποὺ τὸν αποσκέπαζε ένας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστὰ είχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι απὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε άγριο χαμόδεντρό.

Ο αρσανάς είχε πεντέξη κάβιες αραδιασμένες καὶ μπροστὰ είχε ένα χαγιάτι ποὺ ακουμπούσε σὲ κάτι δοκάρια απὸ αγριόξυλα. Εκεί μέσα κοιμόμαστε. Απὸ κάτω είχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ απλώνανε απάνω στὰ μπαρμάκια του χαγιατιού. Εκεί ποὺ κοιμόμαστε ακούγαμε απὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ έμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλούσε τὰ χαλίκια καὶ μας νανούριζε. Παλιὰ εικονίσματα ήτανε κρεμασμένα μέσα στὸν αρσανά κ’ έκαιγε ακοίμητο καντήλι.
Άφησα υγεία στοὺς Ιβηρίτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πήγα στὸ μοναστήρι του Καρακάλου. Κ’ εκεί πέρασα πολὺ καλά• οι πατέρες μὲ είχανε σὰν δικό τους. Αυτὸ τὸ μοναστήρι είναι κοινόβιο καὶ τότες είχανε ηγούμενο έναν άγιο άνθρωπο, τὸν Κοδράτο, γέροντα ήσυχον, ειρηνικόν, ποιμένα αληθινόν, η καταγωγή του απὸ τὰ Αλάτσατα. Ο αρσανάς του Καρακάλου ήτανε επίσημος, ένας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος απάνω σ’ έναν βράχο. Κάθησα κ’ εκειπέρα κάμποσες μέρες.
Απὸ κεί πήγα στὸ Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ’ οι θαυμαστὲς αγιογραφίες του Θεοφάνη του Κρητός. «Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ πέρνεις καὶ τὴν ράβδαν, περιπατείς καὶ έρχεσαι εις τὴν αγίαν Λαύραν. Καὶ αναπαύεσαι, εκεί, όσον καιρὸν θελήσεις, όσον νὰ εύρεις συντροφιὰν καὶ πλοίον νὰ κινήσεις».
Απὸ κεί λοιπὸν επήρα κ’ εγὼ τὴν ράβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ήρθε κ’ ένας απλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι αδύνατος μ’ όλο ποὺ ήτανε ψωμάς στὸ μοναστήρι. Τὸ μονοπάτι περνά απὸ άγια κ’ έμορφα μέρη, ως ποὺ φτάνει απάνω απὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ’ ανοιχτὸ πέλαγο. Απὸ τὸ μέρος της στεριάς στέκεται απάνω απὸ τὸ κεφάλι σου ο Άθωνας. Σ’ ένα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ του βουνού ποὺ στέκεται κοφτὴ απάνω απὸ τὴ θάλασσα, σὰν να ναι κομμένη μὲ τὸ μαχαίρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ώρα ένα κομμάτι βουνὸ κ’ έπεσε στὴ θάλασσα. Κι αληθινά, όπως μου είπανε πιὸ ύστερα οι Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ’ έπεσε μονοκόματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ο σεισμὸς κούνησε όλη τη Μακεδονία. Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ απὸ τ’ άλλα τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ είχανε οι πατέρες, ποὺ όποτε κάνανε σύναξη έπρεπε νὰ καθήσω κ’ ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ της σκήτεως». Μ’ έχουνε γράψει καὶ στοὺς ιδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ της συμβίας καὶ των τέκνων. Ιδιαίτερη φιλία έδεσα μὲ τὸν πάτερ Ισίδωρο, ποὺ μ’ είχε στὸ κελλί του. Άλλη φορὰ έγραψα πολλὰ γιὰ δαύτον. Τότες ήτανε ως τριανταπέντε χρονών κ’ είχε γιὰ δόκιμο τὸν μπάρμπα Χαράλαμπο απὸ τὸ Καστελόριζο, ως εβδομήντα χρονών, τελώνιο της θάλασσας, ποὺ έζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ίσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ της Κίνας.
«… Είχε έρθει μια μέρα στα Καψοκαλύβια ένας καλόγερος από κάποιο ψαραδόσπιτο που ήταν ανάμεσα στον κάβο Σμέρνα και στα Καψοκαλύβια, και τον φιλοξένησε ο πάτερ Ισίδωρος και γνωρισθήκαμε. Τον λέγανε Νείλο, κ΄ ήτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας με προσκάλεσε να πάγω στο κελί του. Σε δύο τρεις μέρες, πήγα. Στο Όρος βλέπει κανείς πολλά ασυνήθιστα πράγματα και χτίρια, πλην το κελί του πάτερ Νείλου ήτανε από τα πιο παράξενα. Σε αυτό το μέρος κατεβαίνανε δύο ραχοκοκαλιές από βράχια και κάνανε δύο κάβους που τραβούσανε βαθιά στην θάλασσα, ο ένας πολύ κοντά στον άλλον, τόσο, που έλεγες πως το νερό που βρισκότανε ανάμεσα τους ήτανε ποτάμι κι όχι θάλασσα. Εκεί που έσμιγε ο ένας κάβος με τον άλλον, σηκωνόντανε δυό ράχες από βράχια κι ήτανε τόσο κοντά, που σκοτείνιαζε εκείνο το μέρος, ας έλαμπε ο ήλιος το καλοκαίρι. Σ΄ αυτό το μέρος, μέσα σ΄ αυτή την τρύπα, ήτανε χτισμένος ο αρσανάς του πάτερ Νείλου. Τα νερά ήτανε άπατα και σκοτεινά μέσα σε κείνο το κανάλι. Το σπίτι τόχανε χτισμένο λίγο παραπάνω από την θάλασσα, θεμελιωμένο στο βράχο, με χαγιάτια και με καμάρες, όπως συνηθίζεται στο Όρος από τα παληά χρόνια, με μαύρες πλάκες αντί για κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ήτανε χτισμένη η εκκλησιά, μικρή, με σκαλιστό τέμπλο και με όλα τα καθέκαστα. Αποπάνω κρεμότανε ένα βουνό δασωμένο και στην κορφή είχε ένα βράχο απότομο, μ΄ ένα σπήλαιο. Σ΄ αυτό το σπήλαιο ασκήτευε προ λίγα χρόνια ένας γέροντας που στάθηκε στα νιάτα του οπλαρχηγός στην Μακεδονία. Τώρα είχανε φωλιάσει όρνια μέσα στην σπηλιά και τάβλεπα που πέρνανε βόλτες γύρω στη ράχη. Ο Νείλος και η συνοδεία του είχανε δυό τράτες και δυό βάρκες. Ήτανε εφτά – οχτώ νοματέοι, πέντε μεγάλοι και δυό τρία καλογέρια. Όλοι τους ήτανε ηλιοκαμένοι, μαύροι σαν αραπάδες.
Ο πάτερ Νείλος είχε απάνω του μια ησυχία και μιαν απλότητα που σε έκανε να τον αγαπήσεις και να τον σεβαστείς. Λιγόλογος, μα ολοένα ήτανε χαμογελαστό το πρόσωπο του, με κάτι χείλια χοντρά σαν του αράπη, με μαύρα και πυκνά γένεια, που φυτρώνανε κάτω από τα μάτια του και σκεπάζανε τα μάγουλα του. Με τη σκούφια που φορούσε ήτανε ίδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, όπως δα ήτανε όλοι τους, φορούσε απάνω ένα σκούρο πουκάμισο και κάτω ένα βρακί ανατολίτικο ίσαμε τα γόνατα. Τις μέρες που κάθησα εκειπέρα, ο Νείλος κ΄ ένας δόκιμος δεν πηγαίνανε με την τράτα για να μου κρατήσουνε συντροφιά. Ήτανε κ΄ ένας γέρος, πάτερ Αθανάσιος, που φύλαγε πάντα το σπίτι. Σαν γυρίζανε από το ψάρεμα βγάζανε τα ψάρια έξω και αφού διαλέγανε λίγα χοντρά για να φάμε, κι άλλα για πάστωμα, τα ψιλά τα κάνανε ένα σωρό και τα αφήνανε να σιτέψουνε για να τα΄ αλατίσουνε. Από τα χοντρά παστώνανε πολλούς ροφούς, νάχουνε το χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα και σαρδέλλα, παστώνανε πολλά βαρέλια και τα στέλνανε στη Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στο σωρό και παστώνανε.

Όλο το σπίτι μύριζε μια τέτοια ψαρίλα, που στην αρχή γυρίζανε άνω κάτω τα στομάχια μου. Μα σιγά σιγά συνήθισα και δεν καταλάβαινα την ψαρίλα σχεδόν ολότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πως έτσι θα μυρίζανε κι ο Χριστός κ΄ οι απόστολοι. Οι άνθρωποι κ΄ ότι έπιανες, όλα μυρίζανε ψαρίλα. Ακόμα και μέσα στην εκκλησιά ένοιωθες αυτή τη μυρουδιά. Τις ώρες που λείπανε οι άλλοι στο ψάρεμα, κουβεντιάζαμε με τον πάτερ Νείλο για θρησκευτικά και για τα ιστορικά του σπιτιού του, τι φουρτούνες περάσανε, τι θεριόψαρα συναντήσανε, τι καΐκια βουλιάξανε από τότες που κάθησε σ΄ αυτό το μέρος κι άλλα λογιώ λογιών. Άλλη φορά πάλι, εκεί που καλαφάτιζε μια βάρκα τραβηγμένη έξω, έψελνε με τη γλυκειά φωνή του, κ΄ έκανε τον δεξιό ψάλτη κι εγώ τον αριστερόν. Λέγαμε τις Καταβασίες της Μεταμορφώσεως (γιατί ήτανε εκείνες οι μέρες του Αυγούστου) «Χοροί Ισραήλ αήκμοις ποσί, πόντον ερυθρόν και υγρόν βυθόν διελάσαντες», τα Πασαπνοάρια με το δοξαστικό «Παρέλαβεν ο Χριστός τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην», κι ύστερα λέγαμε αργώς και μετά μέλους το Κοινωνικό «Εν τω φωτί της δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα εις τον αιώνα».
Στο τέλος όμως ψέλναμε πάντα το «Ευλογητός ει Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς το πνεύμα το άγιον, και δι΄ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δεν μπορώ να παραστήσω το πόσο συγκινημένη ήτανε η καρδιά μου σαν άκουγα να ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, με το κατραμωμένο βρακί, με τα φύκια κολλημένα πάνω στα γυμνά ποδάρια του, να ψέλνει με κείνη την αρχαία μελωδία και να λέγει στίχους Ιαμβικούς, και παραπέρα ν΄ αφρίζουνε τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας να βουΐζει πανηγυρικά απάνω στα θεόχτιστα βράχια και στα δέντρα! Μα η πιο βαθειά κι η πιο παράξενη συγκίνηση μ΄ έπιανε την Κυριακή και τις άλλες γιορτινές μέρες που λειτουργούσε ο πάτερ Νείλος ο ψαράς και γινότανε ιερέας του Υψίστου, αυτός που τον έβλεπα τις άλλες μέρες ν΄ αλατίζει ψάρια, να καλαφατίζει βάρκες, να ματίζει σκοινιά, να γραντολογά καραβόπανα, να βολεύει άγκουρες, να μπαλώνει δίχτυα, μαζί με τη συνοδεία του! Και στη λειτουργία γινότανε σαν πατριάρχης, με το επανωκαλύμμαυχο, με το χρυσό φελόνι, με τα επιμάνικα, με το επιγονάτιο, και δεότανε μυστικώς μπροστά στην αγία Τράπεζα «υπέρ των του λαού αγνοημάτων», «ως ενδυόμενος την της ιερατείας χάριν». Ω! Τι εξαίσια και φρικτά μυστήρια έχει η ταπεινή ορθοδοξία μας!
Μα η καρδιά μου δάκρυζε αληθινά από άγια χαρά κι από κατάνυξη, σαν στρώνανε για να φάμε και ευλογούσε την τράπεζα ο πάτερ Νείλος με τα θαλασσοψημένα δάχτυλα του, ενώ γύρω στεκότανε με σταυρωμένα χέρια εκείνοι οι απλοί ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι από τον κόσμο μέσα σε κείνη την καταβόθρα. Κι έλεγε με την ταπεινή φωνή του ο πάτερ Νείλος «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου, ότι άγιος ει πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», ενώ μας απόσκιαζε η πλώρη του τρεχαντηριού κ΄ η αρμύρα ερχότανε από το βουερό το πέλαγο».

Φώτης Κόντογλου Καλοκαίρι στὸ Ὄρος Περιοδ. «Νέα Ἐστία», τεῦχος 875, Ἀθῆναι 1963.
https://simeiakairwn.wordpress.com/

«Μιμητές μας γίνεστε!» (Μνήμη Αγίων Αποστόλων)



Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
  Τὴν μνήμη τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ φέτος, ὅπως κάθε χρόνο. Τιμᾶ τοὺς κορυφαίους, Πέτρο καὶ Παῦλο, καὶ τὸ σύνολο τῶν Ἀποστόλων, «τὸν δωδεκάριθμο χορό». Ὑμνεῖ τοὺς κήρυκες τοῦ λόγου, ποὺ σὰν τὰ γοργόφτερα πουλιὰ μετέφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀληθείας σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τοὺς φωτεινοὺς ἀστέρες ποὺ διέλυσαν τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης, τὶς κιθάρες τοῦ πνεύματος ποὺ σκόρπισαν τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
  Εἶναι νὰ ἀπορῇ, πράγματι, κανεὶς πῶς μπόρεσε μιὰ δράκα ἁπλῶν καὶ ἀνίσχυρων, «ἀμόρφωτων» ἀνθρώπων νὰ ἀντιμετωπίσῃ πολυπληθέστερους καὶ μάλιστα μεγάλους καὶ τρανοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς. Πῶς κατάφεραν, ἐπίσης, μέσα σὲ ἀντικειμενικὰ δύσκολες καὶ ἀντίξοες συνθῆκες, ὄχι μόνον νὰ διατηρήσουν οἱ ἴδιοι τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγνότητά των ἀλλὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ ἄλλους στὸν ὀρθὸ δρόμο!
  Ὑπῆρξαν ἀληθινὰ ἀξιοθαύμαστοι οἱ «θεοφεγγεῖς» αὐτοὶ «κήρυκες», διότι ἡ ἀποστολή των δὲν ἦταν οὔτε εὔκολη, οὔτε μονοδιάστατη, ἀλλὰ πολύπλευρη, πνευματική, μορφωτικὴ καὶ κοινωνική.
  Ἀπὸ τὴν μιά, οἱ Ἀπόστολοι, ἀκολουθῶντας τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ., κβ’ 19), καλοῦνταν νὰ σκορπίσουν τὸ μήνυμα τοῦ Λόγου σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους («πάντα τὰ ἔθνη») καί, παράλληλα, νὰ κηρύξουν ὅλη τὴν ἀλήθεια. Πῶς νὰ διδάξουν, ὅμως, ἀνθρώπους ποὺ μέχρι τότε ζοῦσαν μέσα στὴν πλάνη τῆς πολυθεΐας καὶ στὸ σκότος τῶν εἰδώλων ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, «οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται;» (Πράξ. ιζ’ 24-25). Πῶς νὰ διαφυλάξουν, ἐξ ἄλλου, «τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας» ποὺ κινδύνευε πάντοτε νὰ ἀλλοιωθῇ ἀπὸ ψευδαδέλφους καὶ ψευδοπροφῆτες (Ματθ., ζ’ 15);
   Καὶ δὲν ἦταν μόνον ἡ πνευματικὴ ἀποστολή. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι καλοῦνται νὰ διάγουν ἕναν ἠθικὸ καὶ ἁγιασμένο βίο μέσα σὲ ἕναν κόσμο διεφθαρμένο καὶ ἀπάνθρωπο, ζῶντες ὡς «πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Καὶ ὅμως καταφέρνουν νὰ πετύχουν καὶ στὴν δεύτερη αὐτὴν ἀποστολή, νὰ μὴν ἐπηρεάζωνται δηλαδὴ ἀπὸ τὴν γύρω ἐχθρότητα καὶ κακία, ἀλλὰ νὰ παραμένουν «φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (ὅ.π.).
   Δυσκολότερη, ὅμως, ὑπῆρξε ἡ τρίτη ἀποστολή, ἡ ἐφαρμογὴ στὴν πράξη τοῦ μηνύματος τῆς ἀληθείας. Καὶ ἐδῶ, ὅμως, ἀναδείχθηκαν πραγματικὰ μεγάλοι οἱ Ἀπόστολοι. Ἐναρμόνισαν, πρωτίστως οἱ ἴδιοι στὴν ζωή των, τὰ λόγια -τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ- μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης, γινόμενοι μὲ τὴν σειρά των ὑπόδειγμα βίου καὶ γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους, κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Μιμηταί μου γίγνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α’ Κορ., ια’ 1). Πῶς νὰ ζητήσῃ κάποιος ἀπὸ τὸν συνάνθρωπό του νὰ κάνῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος πρῶτα δὲν ἐφαρμόζει;
  Οἱ Ἀπόστολοι, λοιπόν, τήρησαν τὴν ὀρθὴ πίστη, ἔζησαν ἀληθινὴ ἐν Χριστῶ ζωὴ καὶ ἔγιναν πολῖτες τῆς δίκαιης καὶ ἀγαπητικῆς Του πολιτείας, αὐτῆς ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἵδρυσε στὴν γῆ, «τῆς ἐπωνύμου Του καινῆς πολιτείας», καὶ τῆς ὁποίας μέλη εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσωμε, ἀρκεῖ δηλαδὴ νὰ ζήσωμε καὶ ἐμεῖς μὲ βάση τὶς ἀρχὲς τῆς ὀρθοδοξίας, τῆς ὀρθοζωΐας καὶ τῆς ὀρθοπολιτείας.
  Μέσα ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Β’ καὶ Δ’ κεφάλαιο) πληροφορούμαστε γιὰ τὴν ζωὴ τῶν Χριστιανῶν στὶς κοινότητες τῆς ἀγάπης. Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι ἡ ὁμοψυχία τῶν Χριστιανῶν, μέσα στὴν κοινότητα, δὲν περιοριζόταν μόνον σὲ θέματα πνευματικῆς ἢ μορφωτικῆς φύσεως, ἀλλὰ ἐπεκτεινόταν καὶ στὰ οἰκονομικὰ ζητήματα, ὅπου ὑπῆρχε δικαιοσύνη καὶ τιμιότητα, ὥστε νὰ καλύπτωνται οἱ ἀνάγκες ὅλων τῶν ἀδελφῶν, «καθότι ἄν τις χρείαν εἶχε» (Πράξ., δ’ 35). Γιὰ νὰ ἐξυπηρετηθῆ, μάλιστα, αὐτὸ τὸ κοινὸ ἔργο, ἐπειδὴ οἱ ἀνάγκες συνεχῶς αὐξάνονταν, ἡ κοινότητα στὸ σύνολό της-καὶ ὄχι μόνον οἱ Ἀπόστολοι- ἐξέλεξε τοὺς διακόνους, γιὰ νὰ βοηθοῦν τοὺς Ἀποστόλους στὸν τομέα τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς.
Οἱ Ἀπόστολοι, ἑπομένως, μὲ βάση τὴν δική τους κοινότητα μὲ τὸν Χριστό, θεμελίωσαν, στὴν συνέχεια, τὶς ἀποστολικὲς κοινότητες, ὅπου μετέφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης, καὶ στὶς ὁποῖες προέτρεπαν τοὺς νέους πολῖτες νὰ ζοῦν μὲ ὀρθὴ πίστη, ἀληθινὴ ζωὴ καὶ δίκαιη καὶ εἰρηνικὴ πολιτεία. Ὑπῆρξε, μάλιστα, ἐσωτερικὸς σύνδεσμος μεταξὺ τῶν διαφόρων κοινοτήτων καὶ ἀλληλοστήριξη, ὅπως ἔγινε γιὰ παράδειγμα ἐκ μέρους τῶν ἄλλων κοινοτήτων πρὸς στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφοὺς τῆς κοινότητος τῶν Ἱεροσολύμων (Β’ Κορ., η’ 14, Γαλ., β’ 10, κ. ἀ.).
  Δυστυχῶς, ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ αὐτονομία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀλληλεγγύης ποὺ χαρακτήριζε τὶς πρῶτες αὐτὲς κοινότητες δὲν διατηρήθηκε στοὺς ἑπόμενους χρόνους γιὰ πολλοὺς λόγους, ποὺ ἀποτελοῦν θέμα ξεχωριστῆς μελέτης.
  Σημασία ἔχει, πάντως, ὅτι οἱ Ἀπόστολοι στήριξαν τὰ θεμέλια τῶν κοινοτήτων αὐτῶν, ποὺ ὑπῆρξαν ἀληθινὲς κυψέλες χριστιανικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας, πάνω στὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, τὸν Χριστό, μὲ τὸν Ὁποῖον παρέμεναν διαρκῶς ἑνωμένοι, παρὰ τὴν διασπορά των σ’ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο. Ἐξ ἄλλου, δὲν κήρυτταν δικές των ἀλήθειες, ἀλλὰ τὴν μοναδικὴ Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι πρόσωπο, ὁ Χριστός («Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. ιδ’ 6). Πέτυχαν, ἔτσι, στὴν τριπλὴ αὐτὴν ἀποστολή, τῆς πνευματικῆς διαφωτίσεως, τῆς μορφωτικῆς καλλιέργειας καὶ τῆς κοινωνικῆς διακονίας, χάρη στὴν ἑνότητα μὲ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, στὴν μεταξύ των ἑνότητα καὶ συνεργασία, καὶ φυσικὰ χάρη στὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατηύθυνε κάθε τους βῆμα.
  Ἔχομε, ἑπομένως, χρέος καὶ ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ φωτισμένοι ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ βαδίζωμε στὰ χνάρια τῶν Ἀποστόλων, γινόμενοι μὲ τὴν σειρά μας μικροὶ ἀπόστολοι, ποὺ σημαίνει νὰ μένωμε πιστοὶ στὴν ἀλήθεια τῆς «Μίας, Ἁγίας καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καὶ νὰ ἀποτελοῦμε, μὲ τὴν γνήσια χριστιανική ζωή μας καὶ τὴν δίκαιη καὶ συνεργατική μας πολιτεία, φωτεινὰ παραδείγματα καὶ γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους, «ὅπως ἴδωσιν ἡμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ., ε’ 16).
  Ἔτσι καὶ μόνον ἔτσι θὰ τιμήσωμε πραγματικὰ τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ μᾶς καλοῦν, διὰ στόματος τοῦ κορυφαίου των, Ἀποστόλου Παύλου, νὰ γίνωμε μιμητές των στὰ ἔργα καὶ ὄχι μόνον στὰ λόγια (Α’ Κορ., ια’ 1), πρὸς ὄφελος καὶ σωτηρία ἡμῶν τῶν ἰδίων καὶ πάντων τῶν ἀνθρώπων. Γένοιτο!

https://proskynitis.blogspot.com/

Τίς ἔσχατες ἡμέρες θά ἔρθουν δύσκολοι καιροί. Γιατί οἱ ἄνθρωποι θά εἶναι...



  Τίς ἔσχατες ἡμέρες θά ἔρθουν δύσκολοι καιροί. Γιατί οἱ ἄνθρωποι θά εἶναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες, ὑπερήφανοι, βλάσφημοι, ἀπειθεῖς στούς γονεῖς τους, ἀχάριστοι, ἀσεβεῖς, ἄστοργοι, ἀδιάλλακτοι, συκοφάντες, ἄσωτοι, ἄγριοι, ἐχθροί τοῦ καλοῦ, προδότες, αὐθάδεις, φουσκωμένοι ἀπό ἐγωισμό...
 Θ΄ ἀγαπᾶνε πιό πολύ τίς ἡδονές παρά τόν Θεό. Θά δείχνουν ὅτι ἔχουν εὐσέβεια, ἀλλά θά ἔχουν ἀρνηθεῖ τή δύναμή της μέ τίς πράξεις τους. Κι αὐτούς νά τούς ἀποφεύγεις...

 Απ. Παύλος, πρός Τιμόθεον Β´ επιστολή, κεφ. γ´, στίχοι 1-6
https://proskynitis.blogspot.com/

Ὁ Θεός μοῦ τό εἶπε, γιά νά σοῦ τό πῶ



Κάποια φορὰ ὁ Γέρων Πορφύριος ξεκίνησε μαζὶ μὲ τρία πνευματικὰ τέκνα του νὰ πᾶνε σ’ ἕνα μοναστήρι, γιὰ νὰ τελέσουν ἕνα Ἑσπερινό.
Ἀρχικά, εἶπαν νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια. Ἀφοῦ, ὅμως, περπάτησαν κάποια ἀπόσταση κι ἐπειδὴ ὁ Γέρων Πορφύριος ἦταν κουρασμένος, σκέφτηκαν, μιὰ καὶ τὸ μοναστήρι ἐκεῖνο ἦταν κάπως μακριά, νὰ βροῦν ἕνα μεταφορικὸ μέσον, ἀντὶ νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια.
Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε ἀπὸ μακριὰ ἕνα ταξί. Εἶπαν τότε στὸν Γέροντα οἱ συνοδοί του – καὶ οἱ τρεῖς λαϊκοί, ὄχι κληρικοί– νὰ κάνουν ἕνα νεῦμα στὸ ταξὶ νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ ρωτήσουν τὸν ὁδηγὸ ἂν μποροῦσε νὰ τοὺς μεταφέρει στὸ μοναστήρι.
«Μὴ φοβᾶστε», τοὺς εἶπε, «θὰ σταματήσει μόνος του ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί. Ἀλλά, ὅταν θὰ μποῦμε στὸ ταξί, νὰ μὴ μιλήσει κανένας σας στὸν ὁδηγό, μόνο ἐγὼ θὰ τοῦ μιλήσω».
Ἔτσι κι ἔγινε. Σταμάτησε ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, χωρὶς αὐτοὶ νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα, μπῆκαν μέσα καὶ ὁ πατὴρ Πορφύριος εἶπε στὸν ὁδηγὸ τὸν προορισμό τους.
Μόλις ξεκίνησαν, ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξὶ ἄρχισε νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ νὰ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ χίλια δυὸ πράγματα. Καὶ κάθε φορά, ποὺ ἔλεγε κάτι, ἀπευθυνόταν στοὺς τρεῖς λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι κάθονταν στὸ πίσω μέρος τοῦ ταξὶ καὶ τοὺς ρωτοῦσε: «Ἔτσι δὲν εἶναι, βρὲ παιδιά; Τί λέτε κι ἐσεῖς;».
Ἐκεῖνοι, ὅμως, τσιμουδιά ∙ δὲν ἔλεγαν τίποτε, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος. Ἀφοῦ εἶδε κι ἀπόειδε ὁ ὁδηγὸς ὅτι δὲν τοῦ ἀπαντοῦσαν οἱ ἄλλοι, στράφηκε στὸν Γέροντα Πορφύριο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔτσι δὲν εἶναι, παππούλη; Τί λὲς κι ἐσύ; Δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ τὰ γράφουν κι οἱ ἐφημερίδες;».
Τοῦ λέει τότε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Παιδί μου, θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία, θὰ σοῦ τὴν πῶ μιὰ φορά ∙ δὲν θὰ χρειαστεῖ δεύτερη».
Κι ἄρχισε νὰ τοῦ ἀφηγεῖται:
«Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ τάδε μέρος (ὁ Γέροντας τὸ ἀνέφερε), ποὺ εἶχε ἕναν ἡλικιωμένο γείτονα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα μεγάλο κτῆμα. Μιὰ νύκτα τὸν σκότωσε καὶ τὸν ἔθαψε. Στὴ συνέχεια, μὲ διάφορα πλαστὰ χαρτιά, πῆρε τὸ κτῆμα τοῦ γείτονά του καὶ τὸ πούλησε. Καὶ ξέρεις τί ἀγόρασε μὲ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα πῆρε πουλώντας αὐτὸ τὸ κτῆμα; Ἀγόρασε ἕνα ταξί».
Μόλις ἄκουσε αὐτὴ τὴν ἀφήγηση ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, τόσο πολὺ συγκλονίστηκε, ποὺ σταμάτησε τὸ αὐτοκίνητο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ φώναξε:
«Μὴ πεῖς τίποτε, παππούλη ∙ μόνο ἐγὼ τὸ ξέρω αὐτὸ κι ἐσύ».
«Τὸ ξέρει κι ὁ Θεός», τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέρων Πορφύριος.
«Ἐκεῖνος μοῦ τὸ εἶπε, γιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ. Καὶ νὰ φροντίσεις ἀπ’ ἐδῶ κι ἐμπρὸς ν’ ἀλλάξεις ζωή».

Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Διήγηση τοῦ Παν. Σωτήρχου. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κλείτου Ἰωαννίδη
«Ὁ Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καὶ Ἐμπειρίες».
http://inpantanassis.blogspot.com/

Οι τρεις είδαν τον ίδιο άνθρωπο αλλά δεν έκαναν την ίδια σκέψη



Συμβαίνει να στέκεται κανείς κάπου τη νύχτα και περνάνε από μπροστά του τρεις άνθρωποι.
Ο ένας βάζει στο νου του ότι στέκεται εκεί και περιμένει κάποιον για να πάη να πορνεύση.
Ο άλλος τον θεωρεί κλέφτη και το τρίτος σκέπτεται ότι έχει φωνάξει έναν φίλο του από το διπλανό σπίτι και τον περιμένει να κατεβή για να πάνε να προσευχηθούν.
Να λοιπόν και οι τρεις είδαν τον ίδιο άνθρωπο στον ίδιο τόπο, αλλά δεν έκαναν την ίδια σκέψη. 
Εάν εμείς αγωνιζόμαστε να ανήκουμε στην τρίτη κατηγορία σημαίνει ότι αγαπάμε τους συνανθρώπους μας γιατί «η αγάπη ου λογίζεται το κακόν, πάντα στέγει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει».

Αββάς Δωρόθεος
http://inpantanassis.blogspot.com/

Ἀνατολή καί Δύση



Ἡ Δύση εὑρίσκεται στήν σπασμώδη ταραχή, ἐνῶ ἡ Ἀνατολή στήν παραίτηση καί τήν ὑποταγή στό πεπρωμένο.
Ἡ Δύση συνεχῶς τρώγει ἐκ τοῦ Δένδρου τῆς Γνώσεως καί αἰσθάνεται ὁλοένα καί περισσότερον τήν πείνα διά τήν γνώση, ἡ Ἀνατολή κάθεται κάτωθεν τοῦ Δένδρου τῆς ζωῆς, ἀλλὰ δέν μπορεῖ νά φθάση ἕως τόν καρπόν.
Ἡ Δύση ἔχει μανία διά τήν ὀργάνωση. Ἡ Ἀνατολή ἔχει μανία διά τόν ὀργανισμό.
Ἡ Δύση ἀπαύστως τακτοποιεῖ τά ἐξωτερικά πράγματα, ἐνῶ οἱ ἐσωτερικές ἀξίες ἡ μία μετά τήν ἄλλη ἐξαφανίζονται. Ἡ Ἀνατολή ἀπαύστως καλλιεργεῖ τάς ἐσωτερικός ἀξίας, καθώς αἱ ἐξωτερικαί πίπτουν καί χάνονται.
Ἡ Δύση κτίζει τούς τερατώδεις βαβυλώνιους πύργους, ἀλλ’ ἐπειδή οἱ πύργοι αὐτοί κτίζονται ἀπό ἀκατέργαστο πέτρα καί ἐπειδή πάντοτε τείνουν πρός μία πλευρά, ταχέως καταρρέουν· ἡ Ἀνατολή ἐν ἰδρώτι κατεργάζεται «πέτρα τήν πέτραν» καί κατάφερε νά κατεργασθεῖ τάς ὡραιοτέρας πέτρας, ὅμως, καθόλου δέν μπορεῖ νά τάς συναρμολόγηση σέ ἕνα οἰκοδόμημα.
Στήν Δύση καλλιεργοῦνται τά πράγματα καί τά πράγματα λάμπουν, καθώς ὁ ἄνθρωπος ὁλοένα καί περισσότερον ἐξαγριώνεται καί σκεπάζεται μέ τό σκότος.
Στήν Ἀνατολή καλλιεργοῦνται μόνον μερικοί ἄνθρωποι καί αὐτοί λάμπουν, καθώς τά πράγματα εἶναι ξεχασμένα στόν ἀγριότοπο καί μεγαλώνουν ἐκεῖ ἐντός τῶν ζιζανίων.
Ἡ Δύση πιστεύει πρωτίστως εἰς τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, ἔπειτα εἰς τά ἔργα τοῦ Θεοῦ καί τελικῶς εἰς τόν Θεόν Ἡ Ἀνατολή πιστεύει εἰς τόν Θεόν, ἀλλά ἐκμηδενίζει τά ἔργα τοῦ Θεοῦ καί ἀπορρίπτει τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου. 
Διά τοῦτο ἡ Δύση δέν ἔχει τήν ἑνότητα, οὔτε μπορεῖ νά φθάση μέχρι τήν ἑνότητα, διότι ἡ ἑνότητα ὑπάρχει μόνον ἐν Θεῷ• οὕτως ἡ Ἀνατολή ἔχει τήν ἑνότητα ἐσωτερική, ἀλλά δέν θέλει νά τήν ἐφαρμόσει καί στά ἐσωτερικά. Διὰ τοῦτο τόσον συχνά ἡ δραστηριότητα τῆς Δύσεως μετατρέπεται στόν πόλεμο καί τήν εἰρήνη καί τῆς Ἀνατολῆς εἰς τήν παραίτηση καί τήν ὑποταγή στό πεπρωμένο.
Διατί ὅλα γίνονται οὕτω διερωτᾶσαι, παιδί μου;
Ἐπειδή ἡ Δύση δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ τόν Χριστόν, καί ἐπειδή ἡ Ἀνατολή δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ τόν Ἰησοῦν.
Ἤ ἐπειδή ἡ Δύση ἀνεγνώρισε τόν ἄνθρωπον καί δέν ἀναγνωρίζει τόν Θεόν, ἐνῶ ἡ Ἀνατολή ἀνεγνώρισε τόν Θεόν καί δέν ἀναγνωρίζει τόν ἄνθρωπον.
Διά τοῦτο ἡ Δύση εὑρίσκεται στήν σπασμώδη ταραχή καί ἡ Ἀνατολή στήν παραίτηση στό πεπρωμένο. Καθώς ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἁπλώνει καί τά δικά του χέρια, διά νά ἐναγκαλιστεῖ εἰς μίαν ἀγκάλη καί τήν Ἀνατολή καί τήν Δύση, ἀλλά δέν μπορεῖ. Δέν μπορεῖ νά ἐναγκαλιστεῖ τήν Ἀνατολή, λόγω τῆς νιρβάνας, οὔτε τήν Δύση λόγω τῶν ξιφῶν.
Ἰδού ἡ Ἀνατολή καί ἡ Δύση εἶναι στήν ψυχή σου. Ὁ σπασμός καί ἡ παραίτησις εἶναι σπόροι στόν ἴδιο ἀγρό. Τό Δένδρον τῆς Γνώσεως καί τό Δένδρον τῆς Ζωῆς μεγαλώνουν τό ἕνα πλάι εἰς τό ἄλλο. Ἡ Ἀνατολή καί ἡ Δύση συγκρούονται εἰς ἕκαστο ἄνθρωπον. Καί δέν σημαίνουν τήν συγκατοίκηση, ἀλλά τήν σύγκρουσιν. 
Ἐάν ἡ Ἀνατολή καί ἡ Δύση σήμαιναν τήν συγκατοίκηση καί ὄχι τήν σύγκρουση, στόν ἄνθρωπον θά βασίλευεν ἡ εἰρήνη, ὡς καί εἰς τόν κόσμον τότε εἰς τήν θέση τῆς σπασμώδους ταραχῆς καί τῆς παραιτήσεως στό πεπρωμένο θά ἦσαν ἄλλες δυνάμεις, θετικές καί ἤπιες
Γνώρισε τό Δένδρον τῆς Ζωῆς καί θά θεραπευθεῖς ἀπό τάς ἀσθενείας καί τῆς Δύσεως καί τῆς Ἀνατολῆς.
Καί θά γίνεις ὑγιής καί πλήρης ἄνθρωπος. Ἕνας ὑγιής καί πλήρης ἄνθρωπος εἶναι αἰσιόδοξος.
Τότε ἡ δραστηριότητα καί ἡ πίστη —τά ἀντίθετα τῶν ἐν λόγῳ ἀσθενειῶν— θά ἀνθίσουν στόν σκουπιδότοπο τῆς σπασμώδους ταραχῆς καί τῆς παραιτήσεως στό πεπρωμένο.

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς 
(Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος)
http://inpantanassis.blogspot.com/

Ως άνθρωπος τα έκανα θάλασσα, Ως Θεός λυπήσου με...



Έλεγαν για κάποιον αββά Απολλώ στην Σκήτη, ότι όταν ήταν στον κόσμο ήταν τσοπάνος αγροίκος (άξεστος και αφελής).
Και συνέβη κάποτε να δει στο χωράφι κάποια γυναίκα έγκυο, και κυριευμένος από την ενέργεια του Διαβόλου είπε: «Θέλω να δω πώς είναι τοποθετημένο το βρέφος στην κοιλιά της».
Και αφού την ξέσχισε, είδε το βρέφος. Και αμέσως ένιωσε χτύπημα στην καρδιά του και με συντριβή ήλθε στη Σκήτη και ανέφερε στους πατέρες αυτή την πράξη του. 
Τους άκουσε να ψάλλουν: «οι ημέρες τής ζωής μας είναι εβδομήντα χρόνια, και όταν οι δυνάμεις μας είναι μεγάλες, ογδόντα χρόνια το παραπάνω από αυτά είναι κόπος και πόνος». 
Και τους είπε: «Είμαι σαράντα χρονών, και δεν έχω κάνει ούτε μία προσευχή. Και τώρα, αν ζήσω άλλα σαράντα χρόνια, δεν θα παύσω να προσεύχομαι στον Θεό να μου συγχωρήσει τίς αμαρτίες μου». 
Και, πράγματι, δεν ασχολιόταν ούτε με εργόχειρο, αλλά πάντοτε προσευχόταν λέγοντας: «Αμάρτησα ως άνθρωπος, λυπήσου με ως Θεός!»
(«εγώ μεν ως άνθρωπος ήμαρτον, Συ δε ως Θεός ελέησον»).
Και η ευχή αυτή έγινε η μελέτη του νύκτα και ήμερα. Υπήρχε κάποιος αδελφός πού έμενε μαζί του και τον άκουσε να λέγει: «Σε ενόχλησα, Κύριε, άφησε με λίγο ν' αναπαυθώ».
Και του δόθηκε «πληροφορία» ότι ο Θεός του συγχώρησε όλες τις αμαρτίες του, ακόμη και τον φόνο της γυναίκας. Για το παιδί όμως δεν έλαβε «πληροφορία». Και του είπε κάποιος από τους γέροντες: «Και τον θάνατο του παιδιού, σου τον συγχώρησε ο Θεός, αλλά σ' αφήνει, στον πόνο, γιατί συμφέρει στην ψυχή σου».
Ό ίδιος είπε για την υποδοχή των αδελφών, ότι πρέπει να προσκυνούμε τους αδελφούς που έρχονται να μας επισκεφθούν, επειδή δεν προσκυνούμε αυτούς, αλλά τον Θεό.
«Γιατί, λέγει, είδες τον αδελφό σου, είδες τον Κύριο τον Θεό σου και αυτό, λέγει, το πήραμε από τον Αβραάμ. Και όταν δέχεσθε (τους αδελφούς), να τους πιέζετε να αναπαυθούν γιατί κι αυτό το μάθαμε από τον Λωτ πού πιεστικά φιλοξένησε τους αγγέλους».

(Από την «Φιλοκαλία...» της σειράς Ε.Π.Ε., Αποφθέγματα Γερόντων, τόμ. 1, σελ.153-157.)
http://inpantanassis.blogspot.com/

Σύναξις Ἁγίων Ἐνδόξων καὶ Πανευφήμων Ἀποστόλων



Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει μὲ ξεχωριστὴ λαμπρότητα τὴ Σύναξη τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων. Βεβαίως ὑπάρχουν καὶ οἱ μνῆμές τους σὲ διάφορες ἡμερομηνίες τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ τὸ συλλογικὸ ἑορτασμὸ τιμᾶται σύμπασα ἡ χορεία τῶν μεγάλων αὐτῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι ὡς συνεχιστὲς τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Κυρίου ἐπὶ τῆς γῆς, ἔστρεψαν τὸ ροῦ τῆς ἱστορίας καὶ ἄλλαξαν κυριολεκτικὰ τὴ μορφὴ τοῦ κόσμου. Χάρη στὸν ἰδικό τους ἀγώνα, τὶς ἀφάνταστες προσωπικὲς τους θυσίες, τὴ μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριό τους ἐθεμελιώθηκε ἡ Ἐκκλησία στὸν κόσμο.
Ἡ λέξη «Ἀπόστολος» σημαίνει τὸν ἀπεσταλμένο. Ἐν προκειμένῳ Ἀπόστολοι ὀνομάσθηκαν οἱ ἐκλεγμένοι καὶ καλεσμένοι ἀπὸ τὸν Κύριο Μαθητές Του νὰ συνεχίσουν τὸ σωστικό Του ἔργο, μετὰ τὴν εἰς τοὺς οὐρανοὺς Ἀνάληψή Του. Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὴν χαρακτηριστική Του προτροπὴ ἔγιναν οἱ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς».
Ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ κλήση τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ὡς τὴν Πεντηκοστὴ καλοῦνταν Μαθητές, ἔγινε ἀμέσως μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς δημόσιας δράσεως τοῦ Κυρίου, στὴ Γαλιλαία. Εὐθὺς μετὰ τὴ Βάπτισή Του κατευθύνθηκε  στὶς ὄχθες τῆς λίμνης Γενησαρέτ, ὅπου ἀπευθύνθηκε στοὺς ἐκεῖ ἁλιεῖς, στοὺς ὁποίου εἶπε: «δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». Ἄλλοι, «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν, ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ».
Οἱ μαθητὲς ὁρίσθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο σὲ τρεῖς κύκλους ἤτοι: τὸ στενὸ κύκλο τῶν Δώδεκα, τὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα καὶ τὸν εὐρύτατο κύκλο τῶν πολυπληθῶν φίλων Του. Μεγαλύτερη σημασία εἶχε ὁ κύκλος τῶν Δώδεκα. Αὐτοὶ εὑρίσκονταν πλησίον Του καὶ σ’ αὐτοὺς ἀποκάλυψε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ εἶχαν τὴν εὐλογία καὶ τὴ δόξα νὰ ὁρισθοῦν ὡς οἱ κατ’ ἐξοχὴν συνεχιστὲς τοῦ ἔργου Του, διότι μόνο σὲ αὐτοὺς εἶπε: «Ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς, ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ἡμῶν μένῃ». Μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοὺς κατέστησε ἐπίσημα διαδόχους καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου Του: «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Ἐπίσης στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ὅπου εἶχαν συναχθεῖ οἱ ἕνδεκα μαθητές, λίγο πρὶν τὴν Ἀνάληψη, τοὺς εἶπε: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν».
Ὡς πρὸς τὴν ἐκλογὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων εἶναι χαρακτηριστικοὶ οἱ λόγοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν... τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».
Τὸ ἔργο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων συνεχίσθηκε καὶ συνεχίζεται διὰ τῶν διαδόχων αὐτῶν. Αὐτὴ ἡ άδιάκοπη διαδοχὴ συνεχίζεται ἔως σήμερα καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ἀδιάκοπη διαδοχὴ προσώπων καὶ πίστεως καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται ἡ Ἐκκλησία μας Ἀποστολική.
Οἱ Ἅγιοι Δώδεκα Ἀπόστολοι εἶναι: ὁ Ἀπόστολος Πέτρος († 29 Ἰουνίου), ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας († 30 Νοεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου († 30 Ἀπριλίου), ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου († 9 Ὀκτωβρίου), ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης († 24 Σεπτεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος († 14 Νοεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Βαρθολομαῖος († 11 Ἰουνίου), ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς († 6 Ὀκτωβρίου), ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος († 16 Νοεμβρίου), ὁ Ἀπόστολος Ἰούδας († 19 Ἰουνίου), ὁ Ἀπόστολος Ματθίας († 9 Αὐγούστου), ὁ Ἀπόστολος Σίμων ὁ Ζηλωτής († 10 Μαΐου).

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
θ΄ 36 - ι΄ 8
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα. 37 τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· 38 δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ. 1 Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. 2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐισι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἁλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, 4 Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν. 5 Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαριτῶν μὴ εἰσέλθητε· 6 πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 7 πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 8 ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (κ. Παναγιώτη Τρεμπέλα)
36 Κι ὅταν εἶδε τά πλήθη τοῦ λαοῦ, αἰσθάνθηκε συμπόνια καί λύπη γι’ αὐτούς, διότι ἦταν ἀποκαμωμένοι πνευματικῶς καί παραμελημένοι, σάν πρόβατα πού δέν ἔχουν ποιμένα νά τά προφυλάξει καί νά τά ὁδηγήσει στά βοσκοτόπια.
37 Τότε λέει στούς μαθητές του: Τά μέν στάχυα πού εἶναι ὥριμα γιά θερισμό εἶναι πολλά, ἐνῶ οἱ ἐργάτες πού θά τά θερίσουν εἶναι λίγοι. Πολλοί εἶναι οἱ καλοδιάθετοι νά δεχθοῦν τό εὐαγγέλιο καί νά σωθοῦν, λίγοι ὅμως εἶναι οἱ πνευματικοί ἐργάτες πού θά ὑπηρετήσουν στό πνευματικό αὐτό ἔργο.
38 Παρακαλέστε λοιπόν τόν Θεό, πού εἶναι ὁ κύριος καί ἰδιοκτήτης τῆς σπορᾶς πού εἶναι ὥριμη καί κατάλληλη γιά θερισμό, νά βγάλει καί νά ἀποστείλει ἐργάτες στό θερισμό του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
Καί ἀφοῦ προσκάλεσε ὁ Ἰησοῦς τούς δώδεκα μαθητές του, τούς ἔδωσε ἐξουσία καί δύναμη πάνω στά ἀκάθαρτα πνεύματα, ὥστε νά τά βγάζουν ἀπό τούς ἀνθρώπους καί νά θεραπεύουν κάθε εἴδους ἀσθένεια καί κακοδιαθεσία. 
2 Τά ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων εἶναι τά ἑξῆς: Πρῶτος ἀριθμεῖται ὁ Σίμων, τόν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς καί οἱ μαθητές του ὀνόμαζαν Πέτρο, καί ὁ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφός του, ὁ Ἰάκωβος ὁ γιός τοῦ Ζεβεδαίου καί ὁ Ἰωάννης ὁ ἀδελφός του,
3 ὁ Φίλιππος καί ὁ Βαρθολομαῖος, ὁ Θωμᾶς καί ὁ Ματθαῖος πού διετέλεσε τελώνης, ὁ Ἰάκωβος ὁ γιός τοῦ Ἀλφαίου καί ὁ Λεββαῖος πού ὀνομάστηκε κατόπιν Θαδδαῖος,
4 ὁ Σίμων ὁ Κανανίτης, δηλαδή ὁ ζηλωτής, καί ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος καί τόν παρέδωσε στούς ἐχθρούς του γιά νά τόν θανατώσουν.
5 Αὐτούς τούς δώδεκα μαθητές τούς ἀπέστειλε καί τούς ἔδωσε τίς ἑξῆς παραγγελίες: Μήν πᾶτε σέ δρόμο πού θά σᾶς ὁδηγήσει σέ χώρα πού κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, καί μήν μπεῖτε σέ πόλη πού ἀνήκει σέ Σαμαρεῖτες.
6 Πηγαίνετε καλύτερα στά χαμένα πρόβατα πού κατάγονται ἀπό τό γένος τοῦ Ἰσραήλ.
7 Κι ἐκεῖ πού πηγαίνετε, νά κηρύττετε λέγοντας ὅτι πλησίασε ἡ ἔλευση καί ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν στή γῆ. Σέ λίγο ἱδρύεται ἡ Ἐκκλησία, στήν ὁποία μέ τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου καί τή χάρη τῶν μυστηρίων θά μεταδίδεται στούς πιστούς ἡ θεία ζωή τῆς ἐπουράνιας βασιλείας.
8 Καί γιά νά ἐπιβεβαιώνεται τό κήρυγμά σας, σᾶς δίνω ἐξουσία καί δύναμη νά θεραπεύετε ἀσθενεῖς, νά καθαρίζετε λεπρούς, νά ἀνασταίνετε νεκρούς, νά βγάζετε δαιμόνια. Τή χάρη αὐτή τῆς θαυματουργίας τή λάβατε δωρεάν, δωρεάν δῶστε την καί σεῖς, χωρίς νά παίρνετε χρήματα.

(Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΕΚΔΟΣΙΣ «ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ “Ο ΣΩΤΗΡ”»)

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Στόν ἀγώνα μας πρέπει νά εἴμαστε ἀνδρεῖοι. Ὁ Κύριος ἀγαπάει τήν ἀνδρεία καί συνετή ψυχή. Ἄν δέν ἔχουμε ἀνδρεία καί σύνεση, τότε πρέπει νά τά ζητᾶμε ἀπό τό Θεό καί νά ὑπακοῦμε στούς πνευματικούς, γιατί σ' αὐτούς ζεῖ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος μάλιστα, πού ὁ νοῦς του ἔπαθε βλάβη ἀπό δαιμονική ἐνέργεια, ἰδίως αὐτός πρέπει νά ὑπακούει στόν πνευματικό καί νά μήν ἐμπιστεύεται καθόλου τόν ἑαυτό του.
Oἱ ψυχικές συμφορές μᾶς ἔρχονται ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, ἐνῶ τίς σωματικές τίς παραχωρεῖ πολλές φορές ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς, ὅπως ἔγινε μέ τόν πολύαθλο Ἰώβ.
Eἶναι πολύ δύσκολο νά διαγνώσεις μέσα σου τήν ὑπερηφάνεια. Nά ὅμως μερικά συμπτώματα: Ἄν σέ προσβάλλουν δαίμονες ἤ σέ βασανίζουν κακοί λογισμοί, αὐτό σημαίνει πώς δέν ἔχεις ταπείνωση. Γι' αὐτό, ἔστω κι ἄν δέν ἀντιλήφθηκες τήν ὑπερηφάνειά σου, ταπεινώσου.Ἄν εἶσαι ὀξύθυμος ἤ, ὅπως λένε, νευρικός, αὐτό εἶναι ἀληθινή συμφορά. Κι ἄν πάσχεις ἀπό παροξυσμούς καί φοβίες, θά γιατρευτεῖς μέ τή μετάνοια, μέ τό ταπεινό φρόνημα καί μέ τήν ἀγάπη γιά τόν ἀδελφό σου, ἀκόμα καί γιά τούς ἐχθρούς. Ὅποιος δέν ἀγαπάει τούς ἐχθρούς, σ' αὐτόν δέν ἔχει κατοικήσει ἀκόμα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Άγιος Σιλουανός

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Ο Απόστολος Παύλος άλλαξε ριζικά από την Ώρα που είδε το φως εκείνο κι άκουσε τη φωνή του Χριστού!



Toυ Mητροπολιτου Φλωρινης π. Αυγουστίνου
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀμφιβάλλουν ἄν ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀληθινή.
Ἀμφιβάλλουν ἄν ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐξακολυθεῖ νὰ ζῆ καὶ νὰ βασιλεύη εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστός. Ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴ διδασκαλία του, ἀμφιβάλλουν γιὰ ὅλα ὅσα ἔχουν σχέσι μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἁγία του Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ πιστέψουν, λένε, θέλουν ἀποδείξεις. Θέλουν θαύματα.
*****
Σʼ αὐτοὺς ποὺ ἀμφιβάλλουν θὰ μποροῦσε κανεὶς νʼ ἀναφέρη πολλὲς ἀποδείξεις καὶ ἐπιχειρήματα. Θὰ μποροῦσε ἀκόμη νʼ ἀναφέρη καὶ θαύματα παλαιότερα καὶ νεώτερα, ποὺ γίνονται ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλʼ ἐμεῖς θὰ παραλείψουμε ὅλα τὰ ἄλλα καὶ θʼ ἀναφέρουμε ἕνα καὶ μόνο θαῦμα, ποὺ φτάνει νὰ πείση ἕναν καλοπροαίρετο ἄνθρωπο ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀληθινἠ. Καὶ τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶνε ὁ Παῦλος. Φτάνει αὐτὸς καὶ μόνο νʼ ἀποδείξη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ζῆ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Γιατί σᾶς ρωτῶ; Τί ἦταν ὁ Παῦλος προτοῦ νὰ πιστέψη στὸ Χριστό;
Ἦταν, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, ἕνας φανατικὸς Ἰουδαῖος. Ἦταν ποτισμένος μὲ τὴν ἰδέα, ὅτι ὁ Μεσσίας ποὺ περίμεναν θὰ ἦταν ἕνας πανίσχυρος βασιλιᾶς ποὺ θὰ συνέτριβε ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου καὶ θὰ ἵδρυε μιὰ ἀπέραντη ἰουδαϊκὴ αὐτοκρατορία. Γιʼ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψη πῶς ὁ Χριστός, ποὺ πέθανε ἐπάνω στὸ σταυρό, ἦταν ὁ ἀληθινὸς Μεσσίας. Ὅλα τὰ περὶ Χριστοῦ τὰ θεωροῦσεμιὰ μεγάλη πλάνη, ποὺ κινδύνευε νὰ διαδοθῆ καὶ νὰ διαλύση τὸ ἰουδαϊκὸ ἔθνος. Γιʼ αὐτὸ μίσησε φοβερὰ τὸ Χριστό.
Ἄκουγε τὸ ὄνομά του καὶ ἄφριζε ἀπὸ τὸ κακό του. Ὅπου μάθαινε πῶς ὑπάρχουν χριστιανοί, ἔτρεχε, τοὺς ἔπιανε καὶ τοὺς ἔρριχνε στὴ φυλακή. Πολλοὺς χτυποῦσε ὁ ἴδιος. Σὲ δίκες ποὺ γίνονταν ἐναντίον τους ἦταν πάντοτε παρὼν καὶ ἅμα ἄκουγε τὴν ἀπόφασι τοῦ δικαστηρίου «Θάνατος στοὺς χριστιανούς», εὐχαριστιόταν καὶ χειροκροτοῦσε. Ἰδιαιτέρως χαιρόταν ὅταν ἐπίεζε τοὺς χριστιανοὺς νὰ βλαστημήσουν τὸν Χριστό. Τὸ ἄγριο μῖσος ποὺ φώλιαζε μέσα του ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ τὸν ἔκανε μανιακό, ὥστε τὴν ὥρα τῆς ὀργῆς του καὶ τῆς ἐκδικήσεώς του παραφερόταν καὶ δὲν ἤξερε τί ἔκανε.
Κηνυγοῦσε τοὺς χριστιανοὺς μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα. Πήγαινε καὶ σʼ ἄλλες πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Ἰουδαίας καὶ πέρα ἀκόμη ἀπὸ τὴν Ἰουδαία καὶ καταδίωκε τοὺς χριστιανούς. Τὸ ὄνομά του εἶχε γίνει ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος. Αὐτὸς ἦταν ὁ Σαῦλος (ὅπως λεγόταν ὁ Παῦλος πρὶν πιστέψη στὸ Χριστό).
Ποιός θὰ περίμενε πὼς αὐτὸς ὁ διώκτης θὰ γινόταν λάτρης καὶ κήρυκας τοῦ Ἐσταυρωμένου; Καὶ ὅμως ἔγινε. Πῶς; Τὸ διηγεῖται ὁ ἴδιος στὴν ἀπολογία του, ποὺ ἔκαμε ἐμπρὸς στὸν βασιλιᾶ Ἀγρίππα. «Πῆρα», λέει, «διαταγὲς ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων νὰ πάω σὲ μιὰ μακρινὴ πόλι, τὴ Δαμασκό, καὶ νὰ καταδιώξω τοὺς χριστιανούς. Μαζὶ μου ἦταν καὶ ἄλλοι. Βαδίζαμε. Ἀλλʼ ἐνῶ βαδίζαμε στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ καὶ ἦταν μεσημέρι, καὶ ὁ ἥλιος ἔλαμπε στὸν οὐρανό, ξαφνικὰ εἶδα ἕνα φῶς νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ λάμπη πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, νὰ λάμπη γύρω ἀπὸ μένα καὶ γύρω ἀπὸ κείνους ποὺ ἦταν μαζί μου. Δὲν ἀντέξαμε στὸ λαμπρὸ αὐτὸ φῶς καὶ πέσαμε χάμω. Καὶ ἐνῶ ὅλοι ἦταν πεσμένοι, ἐγὼ ἄκουσα μιὰ φωνὴ νὰ μοῦ μιλάη σὲ γλῶσσα ἑβραϊκὴ καὶ νὰ μοῦ λέη:
“Σαοὺλ Σαούλ, γιατί μὲ καταδιώκεις; Εἶνε σκληρὸ γιὰ σένα νὰ κλωτσᾶς πάνω στὰ μυτερὰ καρφιά”.
Ἐγὼ δὲ εἶπα:
“Ποιός εἶσαι, Κύριε;”.
Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε:
“Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον ἐσὺ ακταδιώκεις. Ἀλλὰ σήκω πάνω, στάσου ὄρθιος. Γιὰ σὲνα ἔκαμα τὴν ἐμφάνισί μου, γιὰ νὰ γίνης ὑπηρέτης καὶ μάρτυρας αὐτῶν ποὺ βλέπεις τώρα καὶ αὐτὼν ποὺ θὰ δῆς στὸ μέλλον. Θὰ περάσης πολλοὺς κινδύνους ἀλλʼ ἐγὼ θὰ σὲ σώνω καὶ θὰ σὲ ἐλευθερώνω. Ἡ ἀποστολή σου εἶνε: νὰ ἀνοίξης μάτια τυφλῶν ἀνθρώπων, ἀνθρώπων ποὺ δὲν πιστεύουν σʼ ἐμένα, καὶ ἀπὸ τὸ σκοτάδι ποὺ ζοῦν νὰ τοὺς φέρης στὸ φῶς, νὰ τοὺς βγάλης ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Διαβόλου καὶ νὰ τοὺς φέρης στὸ Θεό, γιὰ νὰ πάρουν συγχώρησι ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρο μαζὶ μʼ ἐκείνους ποὺ θὰ ἀγιασθοῦν”.
Αὐτὰ εἶδα καὶ ἄκουσα, ὦ βασιλιᾶ», λέει ὁ Παῦλος στὸν Ἀγρίππα.
«Σʼ αὐτὴ τὴν οὐράνια ὀπτασία», συνεχίζει ὁ Παῦλος, «δὲν μποροῦσα νὰ μὴν ὑπακούσω. Ἄρχισα νὰ κηρύττω τὸ Χριστὸ σὲ κάθε χώρα. Τὸ κήρυγμά μου εἶνε οἱ ἄνθρωποι νὰ μετανοοῦν καὶ νὰ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ νὰ κάνουν ἔργα μετανοίας».
*****
Ὁ Παῦλος ἄλλαξε ριζικὰ ἀπὸ τὴν Ὥρα ποὺ εἶδε τὸ φῶς ἐκεῖνο κι ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Τὸ Χριστό, ποὺ ὁ Παῦλος νόμιζε νεκρό, τὸ Χριστὸ εἶδε ὁλοζώντανο μπροστά του μὲ λαμπρότητα καὶ δύναμι ἀπερίγραπτη, τὸ Χριστὸ εἶδε νὰ τοῦ μιλάη καὶ νὰ τὸν ἐλέγχη. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτασία δὲν τοῦ ἔμεινε πιὰ καμμιὰ ἀμφιβολία πὼς ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Θεὸς ποὺ κυβερνᾶ γῆ καὶ οὐρανὸ καὶ ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη καὶ συγκατάβασι πρὸς τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο κατέβηκε στὴ γῆ καὶ καλεὶ τὸν κόσμο σὲ μετάνοια. Εἶδε, ἄκουσε καὶ πίστεψε. Καὶ ἡ πίστις τους αὐτὴ ἔγινε ἕνας ἀκλόνητος βράχος, ποὺ κανεὶς πειρασμὸς δὲν θὰ μπορέση πιὰ νὰ τὸν κλονίση. Καὶ ὅποιος ἄκουγε τὸν Παῦλο νὰ μιλάη γιὰ τὸ Χριστὸ ἐπείθετο πὼς ὁ Παῦλος δὲν ἔλεγε ψέματα. Καὶ ὅποιος σήμερα διαβάζει τὶς ἐπιστολές του, πείθεται καὶ αὐτὸς ὅτι ἔχει μπροστά του ἕνα μάρτυρα σπάνιο, μοναδικό, ποὺ μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια δὲν κρύβει τίποτε, ἀλλʼ ἐξομολοεγεῖται δημοσίως τὰ μεγάλα του ἁμαρτήματα καὶ ζητεῖ τὸ ἔλεος καὶ δοξάζει μὲ χίλιες γλῶσσες καὶ εὐχαριστεῖ τὸ Θεό, γιατὶ τὸ ἔλεος ποὺ ζητοῦσε τὸ βρῆκε στὸ σταυρό, στὰ ματωμένα χέρια καὶ πόδια τοῦ Χριστοῦ. Πέφτει καὶ προσκυνεῖ τὸν Εὐεργέτη. Χριστέ, σʼ εὐχαριστῶ…
*****
Ὁ Παῦλος κηρύττει τὸ Χριστό. Καὶ ἄν στὸν Παῦλο δὲν πιστέψουμε, σὲ ποιόν; παρακαλῶ, θὰ πιστέψουμε;
Ὁ Παῦλος εἶδε τὸ φῶς. Ἀλλὰ τί ἦταν ἐκεῖνο τὸ φῶς; Ἦταν φῶς, σὰν τὰ φώτα ἐκεῖνα ποὺ ἀνάβουν οἱ ἄνθρωποι τὴ νύχτα γιὰ νὰ φωτίζονται; Ἦταν φῶς, σὰν τὸ φῶς ποὺ ἀκτινοβολοῦν τὰ ἀστέρια καὶ προπαντὸς ὁ ἥλιος; Ὄχι. Τὸ φῶς ποὺ εἶδε ὁ Παῦλος δὲν εἶχε καμμιὰ ὁμοιότητα οὔτε μὲ τὰ τεχνητὰ φῶτα τῶν ἀνθρώπων οὔτε μὲ τὰ φυσικὰ φῶτα τῶν ἄστρων καὶ τοῦ ἥλιου. Ἦτανε ἕνα ξεχωριστὸ φῶς. Ἦταν φῶς ἀνώτερο ἀπʼ ὅλα. Φῶς, ποὺ νικοῦσε καὶ αὐτὸν τὸν ἥλιο στὴ στιγμὴ τῆς πιὸ μεγάλης του λάμψεως. Φῶς, ποὺ ἔκανε νὰ σβήσουν ὁ ἥλιος καὶ ὅλα τὰ ἄστρα. Φῶς ὑπερφυσικὸ. Φῶς, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς. Τὸ δὲ ἀνέσπερο φῶς τοῦ κόσμου εἶνε ὁ Χριστός.
«Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός», ὅπως τὸ ἔλαβε ὁ Παῦλος καὶ ἄναψε τὴ λαμπάδα του καὶ τὴν ἔκαμε ἥλιο καὶ μετέφερε τὸ φῶς αὐτὸ σʼ ὅλο τὸν κόσμο.
Οἱ ἄπιστοι προσπαθοῦν νὰ δώσουν ἄλλη Ἑρμηνεία στὴ μεταβολὴ τοῦ Παύλου. Ἀλλὰ μάταιοι οἱ κόποι τους. Καμμιὰ ἄλλη Ἑρμηνεία δὲν στέκεται. Τὸ ὅ,τι συνέβη στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ εἶνε γεγονός.
Γεγονὸς πιὸ βέβαιο ἀπὸ ὅτι εἶνε τὸ μεσουράνημα τοῦ ἥλιου. Εἶδε ὅραμα ὁ Παῦλος καὶ πίστεψε. Καὶ εἶνε ὁ Παῦλος ἕνα θαῦμα, ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα, ποῦ πείθουν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκεῖνος, ποὺ δημιουργεῖ μέσʼ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τέτοιες μεγάλες, ἀφάνταστες μεταβολές. Αὐτῷ ἡ δύναμις, ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα εἰς αἰῶνας αἰώνων.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 111-115 (ἕκδοσις Β΄ 1992).
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Ας ζήσουμε όπως έζησαν οι άγιοι πατέρες μας…



«Αδελφοί μου, ας μην ακούσουμε εκείνους που μας φωνάζουν να ενεργούμε στο όνομα του πολιτισμού, στο όνομα της επιστήμης, στο όνομα της προόδου. Ας ζήσουμε όπως οι άγιοι πατέρες μας, που έζησαν στο όνομα του Ιησού Χριστού... Εις το όνομα, του Κυρίου Ιησού Χριστού, εις τους αιώνας των αιώνων».
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Ο καθένας σ’ αυτό τον κόσμο παρουσιάζεται στο όνομα κάποιου, πιο μεγάλου και πιο γνωστού. Έτσι και εμείς οι χριστιανοί παρουσιαζόμαστε στο όνομα του Χριστού. 
Όταν λέμε, στο όνομα του Χριστού, με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζουμε ποιοί είμαστε, ποιανού είμαστε και από ποιόν είμαστε απεσταλμένοι. Παρουσιάζουμε με αυτό τον τρόπο σε ποιόν επιστρέφουμε και από ποιόν περιμένουμε ανταμοιβή….
Στο όνομα ποιανού πράττετε όσα πράττετε, ρώτησαν οι σατανικοί αρχηγοί των Ιεροσολύμων τους αποστόλους του Χριστού. Στο όνομα ποιανού μιλάτε; Στο όνομα ποιανού βαπτίζετε; Στο όνομα ποιανού θεραπεύετε τους άρρωστους; Στο όνομα ποιανού κάνετε θαύματα;
Η απάντηση από τον Πέτρο, από τον Ιωάννη, από το Φίλιππο, από το Θωμά υπήρξε μία και μοναδική: Στο όνομα του Χριστού, του Υιού του Θεού, του Δικαίου, τον οποίο εσείς σκοτώσατε.
Οι διπλωμάτες, όταν πηγαίνουν σε μία ξένη χώρα, πηγαίνουν στο όνομα του βασιλιά, οι δικαστές πηγαίνουν στο όνομα του κυβερνήτη, οι αστυνόμοι συλλαμβάνουν εγκληματίες στο όνομα του νόμου, ο βοηθός του μάστορα παρουσιάζεται στο όνομα του μάστορα, ο γιός έρχεται στο όνομα του πατέρα, η κόρη στο όνομα της μάνας, ο μαθητής στο όνομα του δασκάλου, ο πιο νέος στο όνομα του μεγαλύτερου. Όλος ο αέρας βουίζει κάθε μέρα: Εγώ μιλάω στο όνομα… του τάδε και τάδε, ή εγώ έρχομαι στο όνομα του τάδε και τάδε, ή εγώ σου δίνω ή εγώ σου παίρνω ή εγώ σε δικάζω, ή εγώ σε συγχωρώ στο όνομα του τάδε και τάδε. Αυτή είναι η κοσμική ιεραρχία, ο καθένας να παρουσιάζεται στο όνομα κάποιου που είναι πιο ασήμαντος από εκείνον στο όνομα του οποίου παρουσιάζεται.
Ο σοφός απόστολος Παύλος διατάζει όλους τους βαπτισμένους με τον εξής τρόπο: Καθετί που λέτε ή κάνετε ας γίνεται στο όνομα του Κύριου Ιησού, κι έτσι να ευχαριστείτε διά του Χριστού το Θεό Πατέρα (Κολοσ. 3, 17). Ποιος υπάκουσε σ’ αυτή τη φράση του απόστολου Παύλου; Υπάκουσε σ’ αυτή ο λαός μας. Υπάκουσαν όλοι οι βασιλιάδες μας, οι αυτοκράτορες, οι ηγεμόνες, οι δεσποτάδες, οι αρχηγοί μας, οι οποίοι άρχιζαν τα χρυσόβουλα με τον εξής τρόπο: Εις το όνομα του Κυρίου, του Σωτήρα, του Ιησού Χριστού. Υπάκουσαν στα λόγια του αποστόλου Παύλου οι πατριάρχες μας, οι επίσκοποί μας, οι ιερείς μας, που δίδασκαν το λαό μας να ζει στα χρόνια της ειρήνης στο όνομα του Κυρίου. Στα χρόνια της σκλαβιάς δίδασκαν το λαό μας να υπομένει τις δυσκολίες, να πεθαίνει στο όνομα του Κύριου Ιησού Χριστού.
Υπάκουσε ολόκληρος ο λαός μας, ο οποίος οτιδήποτε και αν έκανε, το έκανε κάνοντας το σταυρό του, στο όνομα του Ιησού Χριστού. Και όταν βαπτιζόταν, βαπτιζόταν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, και όταν νυμφευόταν, νυμφευόταν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, και όταν γινόταν κουμπάρος και όταν έκανε όρκο, ορκιζόταν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όταν ήταν αναγκασμένος να πολεμήσει, πολεμούσε εις το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, όταν έχτιζε, έχτιζε εις το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού, το ίδιο και όταν όργωνε, φύτευε, θέριζε…
Αδελφοί μου, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο Θεός του λαού μας. Όλα όσα έκανε ο λαός μας τα έκανε στο όνομά Του. Όλα, εκτός από το έγκλημα και την κακία. Όλα τα μεγάλα, τα έξοχα, τα θεϊκά, τα λαμπερά, που ο λαός μας έχει πράξει, όλα έγιναν στο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Γι’ αυτό το λόγο, αδελφοί μου, ας μην ακούσουμε εκείνους που μας φωνάζουν να ενεργούμε στο όνομα του πολιτισμού, στο όνομα της επιστήμης, στο όνομα της προόδου. Ας ζήσουμε όπως οι άγιοι πατέρες μας, που έζησαν στο όνομα του Ιησού Χριστού. Έτσι έζησαν αυτοί, έτσι ας ζήσουμε και εμείς τώρα: Εις το όνομα, του Κυρίου Ιησού Χριστού, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Απόσπασμα από το βιβλίου του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ, Μηνύματα στον Λαό».
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Το αναμμένο κερί υποδηλώνει κάτι πολύ βαθύ και σημαντικό..



Η πιο απλή και πιο συνηθισμένη ενέργεια του κάθε Χριστιανού, μπαίνοντας στην Εκκλησία, είναι να ανάβει ένα κερί.
Όμως η ενέργεια αυτή δεν είναι τόσο απλή. Είναι κάτι, από το οποίο ο Χριστιανός πρέπει να διδάσκεται και να ωφελείται πνευματικά. Τίποτε δεν γίνεται στην Εκκλησία άσκοπα. Τίποτε δεν είναι περιττό. Τίποτε δεν είναι υπερβολικό. Τίποτε δεν είναι ξερός τύπος. Τίποτε δεν είναι χωρίς σημασία και νόημα. Όλα συντελούν, στο να γίνεται η προσκύνηση του Θεού «εν πνεύματι και αληθεία», όπως είπε ο Χριστός στην Σαμαρείτιδα.
Έτσι και το άναμμα του κεριού έχει νόημα. Και δεν πρέπει να γίνεται μηχανικά από τον Χριστιανό.
* * * * *
Ανάβοντας το κερί δεν προσφέρομε…φως στον Χριστό! Δεν το ανάβομε, για να βλέπει ο Χριστός! Δεν έχει ανάγκη ο Χριστός…τα δικά μας φώτα! ΕΜΕΙΣ έχομε ανάγκη από το φως του Χρίστου! ΕΜΕΙΣ χρειαζόμαστε φως, για να ιδούμε. Τί να ιδούμε; Να ιδούμε ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!
Αυτός είναι η πηγή του αληθινού φωτός! Μόνο από Αυτόν μπορεί να φωτισθεί η ψυχή μας! Και γι΄ αυτό ανάβομε το κερί: Για να Τον παρακαλέσουμε να μας φωτίσει με το φως του Προσώπου Του. «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως»!
* * * * *
Το άναμμα του κεριού είναι αφορμή, να εκφράσει ο πιστός την ευγνωμοσύνη του στον Χριστό γιατί τον αξίωσε να γνωρίσει το ΦΩΣ το ΑΛΗΘΙΝΟ· και τον ελευθέρωσε από το θανατηφόρο σκοτάδι της άγνοιας του θελήματος του Θεού από το σκοτάδι της αμαρτίας. Το φως του κεριού είναι μια υπόμνηση του λόγου του Χρίστου: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση έν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής» (Ίω. 8,12). Μακριά από τον Χριστό και έξω από την Εκκλησία υπάρχει ΣΚΟΤΑΔΙ. Και «ό περιπατών έν τη σκοτία, ούκ οίδε που υπάγει»…
Το άναμμα του κεριού είναι ακόμη σύμβολο της προσευχής μας μέσα στην Εκκλησία. Όπως το κερί καίει συνεχώς, χωρίς διαλείμματα, και σκορπίζει το ιλαρό του φως, έτσι ασταμάτητα και με αμείωτη ένταση πρέπει να ενεργείται η προσευχή στις καρδιές μας κατά την παραμονή μας μέσα στην Εκκλησία. Ανάβοντας το κερί στο μανουάλι, πρέπει να ανάβει μέσα μας ο ζήλος, να προσευχηθούμε αληθινά- χωρίς άσκοπη περιφορά των οφθαλμών μας εδώ κι εκεί· χωρίς κουβεντούλα με τους άλλους, που σαν ορμητικό ρεύμα αέρος σβήνει την τρεμάμενη φλογίτσα της προσευχής μας…
* * * * *
Το αναμμένο κεράκι μας, τέλος υποδηλώνει κάτι πολύ βαθύ και σημαντικό. Το κερί, όσο είναι αναμμένο, λειώνει. Δεν είναι δυνατόν να καίει και να φωτίζει, χωρίς να λειώνει! Έτσι και ο Χριστιανός, ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΦΩΣ, που λάμπει «έμπροσθεν των ανθρώπων» προς δόξαν του ονόματος του Θεού, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΝΕΥΜΑ ΘΥΣΙΑΣ. Χωρίς κόπο και προσφορά θυσίας, δεν μπορεί να υπάρξει φως, που καταλάμπει και διαλύει τα ποικίλα σκοτάδια του κόσμου.
* * * * *
Το αναμμένο κερί είναι μια μικρή θυσία. Θυσία δοξολογίας. Θυσία αινέσεως. Θυσία ικεσίας. Σε Εκείνον που είναι το Φώς του Κόσμου, στον Χριστό. Και στους αγίους Του. Που και αυτοί έγιναν φως, και οδηγοί του κόσμου.
* * * * *
Με αυτούς τους λογισμούς πρέπει να ανάβει ο Χριστιανός το κερί του, εφ’ όσον θέλει να μην είναι δούλος τύπων, αλλά να χρησιμοποιεί τους «τύπους», για να ανεβάζει ΝΟΥ καί ΚΑΡΔΙΑ στον Θεό.

Πηγή: Αρχιμ. Σάββα Δημητρέα, Δίδαξόν Με Τα Δικαιώματά Σου, Εκδ. Ι. Μ. Προφήτου Ηλιού, Σ. 37
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Αυτό που λείπει σήμερα από την κοινωνία μας, από όλους μας λίγο – πολύ είναι η γλώσσα της αγάπης…



«Αυτό που λείπει σήμερα από την κοινωνία μας, από όλους μας λίγο- πολύ είναι η γλώσσα της αγάπης.
Γιατί η αγάπη δεν βρίσκεται μέσα στην καρδιά και, όταν η καρδιά δεν ζει την αγάπη, πώς να μιλήσει η γλώσσα την αγάπη;
Δεν γίνεται.
Δεν μπορεί.
Μπορεί θεωρητικά να μιλάει για αγάπη, μπορεί να κάνουμε και Συνέδρια αγάπης, αλλά και από αυτά α Συνέδρια λείπει η αγάπη.
Και από την καθημερινή ζωή λείπει η αγάπη.
Και φυσικά δεν αντιμετωπίζουμε σωστά τον συνάνθρωπο.
Εάν έρθει αδελφικά κάποιος και μου πει:
«Πάτερ μου, με συγχωρείς, αλλά, αν θέλεις, να σου πω κάτι…;» και πονάει αυτός για εμένα γιατί με αγαπάει, αυτός με ωφέλησε.
Αυτή είναι η γλώσσα της αγάπης.
Έτσι, αν μου μιλάει, αν με κοιτάζει με αγάπη, με μια καρδιά που είναι γεμάτη αγάπη για εμένα αυτός με ωφελεί».

Από το βιβλίο: Ομιλίες Γέροντος Γρηγορίου Α’, Ι. Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος» – Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής 2020
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Έφτασε η μέρα που τιμάται ο φυτευτής!



Έφτασε η μέρα που τιμάται ο φυτευτής! Ποιος είναι ο φυτευτής; Μα ποιος άλλος παρά ο «πρώτος μετά τον Ένα», ο αεικίνητος και ακαταπόνητος, ο Μέγας Απόστολος των Εθνών, ο Παύλος;
Και γιατί τον αποκαλώ φυτευτή; Ο ίδιος χρησιμοποιεί για τον εαυτό του το όνομα αυτό. Στην πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή του:
«Εγώ εφύτευσα, Απόλλως επότισεν, αλλ' ο Θεός ηύξανεν».
Δηλαδή:
«Eγώ φύτεψα, ο Aπολλώς πότισε, μα την αύξηση την πραγματοποιούσε ο Θεός».
Για ν' αξιολογήσει αμέσως μετά το έργο του με τις εξής φράσεις:
«Ώστε ούτε ο φυτεύων εστί τι, ούτε ο ποτίζων, αλλ' ο αυξάνων Θεός».
Δηλαδή:
«Eπομένως, ούτε αυτός που φυτεύει είναι κάτι ούτε αυτός που ποτίζει, αλλά ο Θεός που δίνει την αύξηση».
 Κι αν εκείνος, με τη βαθιά του ταπείνωση, έβλεπε τόσο ασήμαντη την προσφορά του στο έργο της διαδόσεως και επικρατήσεως της Αλήθειας, όλος ο Χριστιανικός κόσμος του αναγνωρίζει την σημαντική συμβολή του στο να οδηγηθεί από το σκότος στο Φως και ν' απολαύσει τις ιδιαίτερες ευλογίες Του Θεού.
«Εγώ εφύτευσα». Δεν ήταν από την αρχή τέτοιος. Ήρκεσε όμως μία δυναμική αποκάλυψη Του Υιού Του Θεού προς τον πρώην διώκτη Σαύλο στον δρόμο της Δαμασκού, για να τον μεταβάλει σε θερμό της Πίστεως κήρυκα και διδάσκαλο του Ευαγγελίου.
  Ποιος ποτέ θα καταφέρει να διηγηθεί «τα κατά πόλιν δεσμά και τας θλίψεις» του Αποστόλου Παύλου, που υπέφερε για να φυτεύσει την Αλήθεια της Ορθοδοξίας στις καρδιές των Ιουδαίων και των ειδωλολατρών; 
  Ή να περιγράψει «τους κόπους, τους μόχθους, τας αγρυπνίας, τας εν λιμώ και δίψει κακοπαθείας, τας εν ψύχει και γυμνότητι», όπως θ' ακούσουμε απόψε, στα στιχηρά ιδιόμελα του Εσπερινού της εορτής των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων, πως υπέστη ο Παύλος, για να ριζώσει το ευαγγελικό μήνυμα εκεί που η άγνοια και το ψέμα είχαν στήσει τον θρόνο τους;
  Με υποτυπώδη μέσα συγκοινωνίας, οδοιπόρος ως επί το πλείστον, ανάμεσα σε χιλιάδες κινδύνους και ταλαιπωρίες, περιοδεύει, κινείται συνεχώς, διέρχεται οροσειρές, διαπλέει θάλασσες, συλλαμβάνεται, μαστιγώνεται, φυλακίζεται, για να μην αφήσει πόλη στην Παλαιστίνη και στη Μικρά Ασία, στην Κύπρο και στην Ελλάδα μας, που να μη την επισκεφθεί και να μη μεταδώσει το χαρμόσυνο μήνυμα της δια Του Χριστού σωτηρίας των ανθρώπων. Ιεροσόλυμα, Αντιόχεια, Πέργη, Αντιόχεια της Πισιδίας, Ικόνιο, Δέρβη, Λύστρα, Φρυγία, Γαλατική χώρα, Τροία, Φίλιπποι, Αμφίπολη, Απολλωνία, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθος, Έφεσος, Καισαρεία της Παλαιστίνης και τέλος Ρώμη, δέχτηκαν την ευεργετική σκαπάνη του φυτευτή Του Χριστού. Τι σημασία έχει για εκείνον κι αν λιθοβολείται στα Λύστρα και φτάνει μια ανάσα απ' τον θάνατο; Αν ξυλοκοπείται και ραβδίζεται στους Φιλίππους; Αν δύο ολόκληρα χρόνια περνά στις φυλακές της Καισαρείας κι άλλα δύο σ' εκείνες της Ρώμης;
  «Εγώ εφύτευσα». Kαι το άξιο πολλής προσοχής είναι τούτο: Δεν προφτάνει να φυτεύσει ο δραστήριος και Θεοφώτιστος φυτευτής και η φυτεία μεγαλώνει και γεμάτη ζωή που της χαρίζει ο Αυξάνων Θεός, σκορπίζει την ευωδία της ολόγυρα και ομορφαίνει τον κατάξερο από την άγνοια της πνευματικής ζωής τότε κόσμο.
Φυτεία, την οποία εφύτευσε το άγιο χέρι του Αποστόλου Παύλου, είναι και η δική μας Εκκλησία, η Εκκλησία της Ελλάδος.
 Εκείνος μετέδωσε στους ειδωλολάτρες προγόνους μας την Μόνη Αλήθεια. Και σήμερα, 2000 χρόνια μετά την ίδρυσή της, τι μας ζητάει; Να φροντίσουμε να καρποφορήσουμε καρπό πίστεως, αρετής και αγιότητας. Έντονη, επιβλητική και ζωηρή ακούγεται η παραγγελία του προς όλους εμάς, από την Προς Φιλιππησίους Επιστολή του:
«Το λοιπόν, αδελφοί, όσα εστίν αληθή, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, εί τις αρετή και εί τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε. Α και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε. Και ο Θεός της Ειρήνης, έσται μεθ' υμών».
Δηλαδή:
«Αδελφοί μου, όσα είναι αληθινά, όσα είναι σεμνά, όσα είναι δίκαια, όσα είναι καθαρά, όσα είναι προσφιλή, όσα έχουν καλή φήμη, αν υπάρχει κάποια αρετή κι αν υπάρχει κάποιος έπαινος, αυτά να συλλογίζεστε. Eκείνα που μάθατε και παραλάβατε και ακούσατε και είδατε σε μένα, αυτά να κάνετε. Και ο Θεός της Ειρήνης θα είναι μαζί σας».

Υ.Γ. Η φωτογραφία απεικονίζει την τοιχογραφία που βρίσκεται στο Συνοδικό Μέγαρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στη Μονή Πετράκη, με την προς Αθηναίους ομιλία του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο.
https://proskynitis.blogspot.com/

Η πορεία της μετανοίας



Στην αρχή της μετάνοιας επικρατεί θλίψη, σύντομα όμως διαπιστώνουμε ότι μπαίνει μέσα μας ενέργεια νέας ζωής, που προκαλεί θαυμαστή αλλοίωση του νου. 
Αυτή η κίνηση προς μετάνοια εμφανίζεται ως ανεύρεση του Θεού της αγάπης. Ενώπιον του πνεύματος μας διαγράφεται ευκρινέστερα η μεγαλοπρεπής εικόνα του Πρωτοπλάστου Ανθρώπου.
Ατενίζοντας αυτή την ωραιότητα ανακαλύπτουμε ποιά φοβερή διαστροφή έπαθε μέσα μας η πρωταρχική ιδέα του Δημιουργού για μας. 
Η χάρη της μετάνοιας μας αποκαλύπτει την εικόνα του Υιού του Θεού. Ω, πόσο οδυνηρή είναι η πορεία αυτή! Φλογερή ρομφαία διαπερνά την καρδιά μας .
Και πώς να μιλήσουμε για τη φρίκη, που νοιώθουμε τότε; Και πώς να περιγράψουμε την πράξη αυτή της αναπλάσεώς μας από το Θεό; Η εικόνα του «Μονογενούς και ομοουσίου τω Πατρί Υιού και Λόγου» ανάβει μέσα μας δυνατό πόθο να ομοιωθούμε με Αυτόν σε όλα. 
Και βρισκόμαστε ξανά στη παράδοξη θέση: Πάσχουμε, αλλά με άλλο πόνο, που πριν μας ήταν άγνωστος. Είναι πόνος που μας εμπνέει, δεν σκοτώνει. Σ’ αυτόν συνυπάρχει άκτιστη δύναμη. Μπαίνουμε στην θεία απειρότητα. Μένουμε εκστατικοί με όσα γεγονότα μας συμβαίνουν. Το μεγαλείο Του μας υπερβαίνει.
Σμικρυνόμαστε όταν το συνειδητοποιήσουμε, συγχρόνως δε έρχεται ο Θεός να μας αγκαλιάσει, όπως ο Πατέρας της ευαγγελικής περικοπής. Ο φόβος και ο τρόμος αποχωρούν δίνοντας τη θέση τους στην παρουσία του Θεού. 
Ο Πατέρας, μας ντύνει με πολύτιμα ρούχα, μας στολίζει με ουράνιες δωρεές, καλύτερη των οποίων είναι η αγάπη που όλα τα σκεπάζει. 
Ο πρώτος πόνος της μετάνοιάς μας, μεταβάλλεται σε χαρά και γλυκύτητα αγάπης. Τώρα η αγάπη παίρνει νέα μορφή: την ευσπλαχνία σε κάθε κτίσμα που στερείται το θείο Φως.
Ο ενθουσιασμός είναι μεγάλος, και ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι αρχίζουμε να κατανοούμε το θέλημα του Θεού, βλέπουμε τους εαυτούς μας στο δρόμο της δημιουργικής πορείας του Ίδιου του Θεού.
Συνεργασθήκαμε μαζί Του για την ανόρθωσή μας από την πτώση και την παραμόρφωση και να μας κάνει συνεργάτες Του, «εις το Αυτού γεώργιον». Αυτή είναι η πορεία της «εν Πνεύματι» αναγεννήσεώς μας με την μετάνοια.

Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ
http://inpantanassis.blogspot.com/

Άγιοι Πέτρος και Παύλος Πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι



Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τους δυο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν. Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων. Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νήψατε, γρηγορήσατε, ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί. Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Πέτρος, δίδαξε το Ευαγγέλιο στην Ιουδαία, στην Αντιόχεια, στον Πόντο, στην Γαλατία, στην Καππαδοκία, στην Ασία και τη Βιθυνία. Κατά την παράδοση (που σημαίνει ότι δεν είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) έφτασε μέχρι την Ρώμη, όπου επί Νέρωνος (54-68μ.Χ.) υπέστη μαρτυρικό θάνατο, αφού τον σταύρωσαν χιαστί, με το κεφάλι προς τα κάτω περί το έτος 64 μ.Χ.
Ο δε Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας σε ένα χωρίο που ονομάζεται Γίσχαλα και στην αρχή ήταν σκληρός διώκτης του Χριστιανισμού. Το 36 μ.Χ. περίπου, όταν κάποτε μετέβαινε στη Δαμασκό για να διώξει και εκεί χριστιανούς, έγινε θαύμα στο οποίο φανερώθηκε ο Χριστός, ο οποίος τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Έτσι, έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου, θυσιάζοντας μάλιστα και την ζωή του γι’ αυτό. Ονομάστηκε ο πρώτος μετά τον Ένα και Απόστολος των Εθνών, λόγω των τεσσάρων μεγάλων αποστολικών περιοδειών του. Είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνέγραψε 14 επιστολές προς τις Εκκλησίες τις οποίες εκείνος ίδρυσε. Τη ζωή του με τις περιπέτειές του θα τα δει κανείς, αν μελετήσει τις Πράξεις των Αποστόλων, αλλά και τις 14 Επιστολές του στην Καινή Διαθήκη. Ο Απόστολος Παύλος θέλει κάθε χριστιανός, όπως και ο ίδιος, να αισθάνεται και να λέει: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Προς Γαλάτας β΄ 20). Δηλαδή, δε ζω πλέον εγώ, ο παλαιός άνθρωπος, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός. Και ακόμα, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Προς Κολασσαείς γ΄ 11). Να διευθύνει, δηλαδή, όλες τις εκδηλώσεις τις ανθρώπινης ζωής μας ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος υπέστη μαρτυρικό θάνατο (χωρίς να είναι απόλυτα ιστορικά διασταυρωμένο) δι’ αποκεφαλισμού στη Ρώμη μεταξύ των ετών 64 - 67 μ.Χ.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



Τῶν Ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων Ἀποστόλων καί Πρωτοκορυφαίων Πέτρου καί Παύλου
Εἰς τὴν Λειτουργίαν
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
ιστ΄ 13 - 19
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; 14 οἱ δὲ εἶπον· Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. 15 λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; 16 ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. 17 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ' ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 18 κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. 19 καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (κ. Παναγιώτη Τρεμπέλα)
13 Κι ἀφοῦ ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στά μέρη τῆς Καισάρειας πού εἶχε κτίσει ὁ Φίλιππος, ἔκανε τήν ἑξῆς ἐρώτηση στούς μαθητές του: Ποιός νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;
14 Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν: Ἄλλοι λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής κι ἄλλοι ὁ Ἠλίας, ἐνῶ ἄλλοι πιστεύουν ὅτι εἶσαι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς παλιούς προφῆτες πού ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς.
15 Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς λέει: Ἐσεῖς ποιός λέτε ὅτι εἶμαι;
16 Ὁ Σίμων Πέτρος τότε τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ φυσικός καί μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού δέν εἶναι νεκρός ὅπως τά εἴδωλα, ἀλλά ζεῖ παντοτινά.
17 Τότε τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς: Μακάριος καί εὐτυχισμένος εἶσαι, Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι τήν ἀλήθεια αὐτή τῆς ὀρθῆς πίστεως δέν σοῦ τή φανέρωσε κανείς ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Πατέρας μου πού εἶναι στούς οὐ­ρανούς.
18 Κι ἐγώ λοιπόν σοῦ λέω ὅτι ἐσύ εἶσαι Πέτρος, καί ἐπάνω στό βράχο τῆς ἀληθινῆς πίστεως πού ὁμολόγησες, κι ἔγινες μέ τήν ὁμολογία σου αὐτή ὁ πρῶτος λίθος τῆς πνευματικῆς μου οἰκοδομῆς, θά οἰκοδομήσω τήν Ἐκκλησία μου. Κι ὁ θάνατος καί οἱ ὀργανωμένες δυνάμεις τοῦ κακοῦ δέν θά ὑπερισχύσουν καί δέν θά νικήσουν τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θά εἶναι αἰώνια καί ἀθάνατη.
19 Καί θά σοῦ δώσω τήν ἐξουσία νά εἰσάγεις στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν κάθε ἄνθρωπο ἄξιο νά εἰσέλθει, καί νά ἀποκλείεις ἀπ’ αὐτήν κάθε ἀνάξιο. Καί ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα δέσεις καί τό διακηρύξεις ἀσυγχώρητο πάνω στή γῆ, θά εἶναι δεμένο καί ἀσυγχώρητο καί στούς οὐρανούς· ἐνῶ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα λύσεις μέ συγχώρηση πάνω στή γῆ, θά εἶναι συγχωρημένο καί στούς οὐρανούς.

(Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΕΚΔΟΣΙΣ «ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ “Ο ΣΩΤΗΡ”»)

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Εἶναι ἀδύνατο ν' ἀγαπήσουμε καί νά γνωρίσουμε τόν Κύριο, ἄν δέν ζήσουμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές Του. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἀπό μόνος του εἶναι ἀνίκανος νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Aἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7:7). Ἄν δέν ζητᾶμε, βασανίζουμε μόνοι μας τόν ἑαυτό μας καί χάνουμε τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Άγιος Σιλουανός

Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

Ὅποιος διψάει, ἄς τρέξει. Πῶς θά τρέξει;



«Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω».
Ὅποιος διψάει, ἄς τρέξει. Πῶς θά τρέξει; Ὄχι μέ τά πόδια. Ὄχι μέ κάποια μετακίνηση ἐξωτερική, σωματική. Ἀλλά μέ μιά κίνηση ἐσωτερική· μέ μιά κίνηση τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ἀλλιῶς κάνομε μιά μετακίνηση μέ τό σῶμα· καί ἀλλιῶς μέ τήν καρδιά.
Μετακινεῖται σωματικά ἐκεῖνος πού μέ μιά κίνηση ἀλλάζει θέση. Μετακινεῖται ψυχικά, ἐκεῖνος πού μέ μιά κίνηση τῆς καρδιᾶς, ἀλλάζει ἐσωτερική διάθεση. Τό βλέπεις λοιπόν; Ἄν κάτι ἄλλο ἀγαποῦσες μέχρι τώρα, καί ἄλλο ἀγαπᾶς τώρα, δέν εἶσαι πιά ἐκεῖ πού ἤσουν· ἔχεις ἀλλάξει θέση καί διάθεση.
Ἔχομε δίψα ἐξωτερική· καί δίψα ἐσωτερική. Ἡ δίψα ἡ ἐξωτερική φαίνεται· ἡ ἐσωτερική δέν φαίνεται. Ναί· δέν φαίνεται· ἀλλά ἔχει πολύ πιό μεγάλη ἀξία ἀπό ἐκείνη πού φαίνεται. Γιατί γενικά ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἔχει πολύ πιό μεγάλη ἀξία ἀπό τόν ἔξω.
Θέλεις παράδειγμα;
Λέμε γιά κάποιον: «Αὐτός ζεῖ ἄσχημα». Τό λέμε γιά ἐκεῖνον, πού ἀδιαφορώντας γιά τίς ἐπιταγές τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, κάνει ὅ,τι τοῦ ζητάει ὁ ἔξω ἄνθρωπος, τό σῶμα!
Καί πάλι λέμε: «Αὐτός ζεῖ καλά». Καί ἐννοῦμε, ὅτι ὑπακούοντας στίς ἐπιταγές τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, παραμερίζει ἀπό τήν ζωή του μερικές ἀπαιτήσεις τοῦ ἔξω ἀνθρώπου.
Θά εἰπεῖ κανείς: Καί λοιπόν, θά στερηθῶ ἐγώ κάθε χαρά καί κάθε ἡδονή, πού εἶναι τόσο γλυκειά, γιά ἕνα τίποτε;
Λάθος. Ὁ ἄνθρωπος δέν στερεῖται τίποτε περπατώντας στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα· παίρνει πιό πολλή χαρά ἀπό τόν ἐσωτερικό του κόσμο, ἀπό ὅ,τι μπορεῖ νά πάρει ἀπό τόν ἐξωτερικό, ἀπό τό σῶμα του!
Ἔχεις προσέξει κάτι; Τό ἔχεις παρατηρήσει; Καί στόν ἄλλο, στόν κάθε φίλο μας καί ἀγαπητό μας, πιό πολύ μᾶς ἀρέσει ἡ ψυχή του, παρά τό σῶμα του.
Τί ἀγαπᾶς στόν φίλο σου; Τό σῶμα του, ἤ τήν ψυχή του; Γιατί τόν ἀγαπᾶς; Γιά τό σῶμα του, ἤ γιά τόν ἐσωτερικό του κόσμο; Γιά τίς ἀρχές του! Γιά τήν καλή του καρδιά. Γιά τόν ψυχικό του κόσμο. Γιά τόν ἔσω ἄνθρωπο. Μή μοῦ εἰπεῖς, ὅτι τόν ἀγαπᾶς μόνο καί μόνο, ἐπειδή εἶναι ὄμορφος, ἤ ἐπειδή εἶναι ἔξυπνος! Τόν ἀγαπᾶς, γιατί σέ ἀγαπάει.
Ἀκόμη καί οἱ πιό ἐρωτευμένοι, ἀκόμη καί ἐκεῖνοι πού τό διακηρύττουν ὅτι ἔχουν γοητευθῆ ἀπό τήν σωματική ὀμορφιά τοῦ ἰνδάλματός τους, ὅταν εὑρίσκουν στήν ἀγάπη τους ἀνταπόκριση, τά αἰσθήματά τους βαθαίνουν! Καί ἀντίθετα, ὅταν δέν εὑρίσκουν, ὀργίζονται, θυμώνουν, βρίζουν, βράζουν, μισοῦν!
Γιατί;
Γιατί ὁ ἔσω ἄνθρωπος ἔχει πάντοτε καί σέ ὅλα προτεραιότητα ἔναντι τοῦ ἔξω ἀνθρώπου!
Ἄν λοιπόν ἐκεῖνοι πού φαίνονται ὅτι ζητοῦν κατά προτεραιότητα τήν γλύκα τοῦ ἔξω ἀνθρώπου, σέ τελική ἀνάλυση ζητοῦν κατά προτεραιότητα τήν γλύκα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, φαντασθῆτε, πόση ἀξία ἔχει (σέ ὅλα· καί γιά ὅλη μας τήν ζωή!) ὁ ἔσω ἄνθρωπος.

Ἅγιος Αὐγουστῖνος
Μετάφραση: Μητροπολίτης Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης
https://www.askitikon.eu/