Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Οι τρεις επισκέψεις της Μαρίας της Μαγδαληνής στον Τάφο του Κυρίου


«δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος»

Ἔχουμε διαβάσει ποικίλες συζητήσεις σχετικὰ μὲ τὴν φαινομενικὴ ἔλλειψη συμφωνίας ἀνάμεσα στὶς Εὐαγγελικὲς διηγήσεις τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔχουν γίνει πολλὲς ἀπόπειρες γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ μία συμφωνία ἀνάμεσα στοὺς Εὐαγγελιστὲς σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλες ἀρκετὰ ἐπιτυχεῖς. Θὰ ἤθελα νὰ προσφέρω μία προσεκτικὴ ἐξέταση αὐτοῦ τοῦ θέματος καὶ θὰ ἀρχίσω ἀναφέροντας τὰ πιὸ φανερὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν ἔλλειψη συμφωνίας.

Στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου διαβάζουμε ὅτι κατὰ τὸν χαιρετισμὸ ἀπὸ τὸν Ἀναστημένο Κύριο μὲ τὴν λέξη «Χαίρετε» ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ἀμέσως «ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας» (Μτ, κη, 9). Ὅμως ἀλλοῦ (Ἰω, κ, 11-17) διαβάζουμε ὅτι ὅταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ θρηνοῦσε στὸν ἄδειο τάφο καὶ δὲν ἀναγνώρισε τὸν Χριστό, ἀλλὰ νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρός, δὲν τῆς ἐπετράπη νὰ τὸν ἀγγίξει. Αὐτὲς οἱ διηγήσεις δὲν φαίνεται νὰ συμφωνοῦν μεταξύ τους καὶ προσπάθειες ἀπὸ ἀναγνῶστες νὰ τὶς συμβιβάσουν παράγουν βεβιασμένες ἑρμηνεῖες καὶ μὴ πειστικὲς ἐπινοήσεις.

Τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια δὲν ἀναφέρουν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὶς Μυροφόρες Γυναῖκες μὲ ἕνα ταυτόσημο τρόπο. Αὐτὸ ποὺ περισσότερο μπερδεύει τοὺς ἑρμηνευτὲς εἶναι ἡ ἔλλειψη συμφωνίας ἀνάμεσα στὶς ἀφηγήσεις ποὺ δίνονται ἀπὸ τὸν Ματθαῖο καὶ τὸν Ἰωάννη. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ δυὸ φορές: μία φορὰ μόνο σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἄλλη φορὰ μαζὶ καὶ στὴν ἄλλη Μαρία, ἀλλὰ ἡ σχέση αὐτῶν τῶν δύο ἐμφανίσεων μπερδεύει τοὺς ἑρμηνευτές.

Ἡ ἄποψή μας μὲ τὴν ὁποία προτιθέμεθα νὰ λύσουμε αὐτὴ τὴν ἀπορία μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ ὡς ἑξῆς: ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀναφέρει τὴν πορεία ποὺ ἔκαναν οἱ δύο Μαρίες στὸν τάφο τοῦ Κυρίου ἐνῶ ἤδη ἤξεραν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν. Αὐτὸ ποὺ περιγράφει ὁ Ματθαῖος συνέβη μετὰ τὴν ἐμφάνιση ποὺ περιγράφει ὁ Ἰωάννης ὅταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἐξέλαβε τὸν Χριστὸ σὰν τὸν κηπουρό. Πληροφόρησε τοὺς Ἀποστόλους ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ τῆς μίλησε, μετὰ πληροφόρησε τὴν ἄλλη Μαρία καὶ οἱ δυὸ μαζὶ πῆγαν στὸν τάφο. Αὐτὴ τὴν φορὰ δὲν πῆγαν γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα, ἐπειδὴ ἤξεραν ὅτι εἶχε ἀναστηθεῖ, ἀλλὰ πῆγαν «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο» ξέροντας ὅτι εἶναι ἄδειος καὶ ξέροντας ἐπίσης ὅτι τὰ ὀθόνια μέσα στὰ ὁποῖα εἶχε θαφτεῖ ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ. Δὲν ἦταν μόνο αὐτὲς καὶ οἱ δύο ἀπόστολοι ποὺ βιαστηκὰ πῆγαν στὸ μνημεῖο γιὰ νὰ ἐπαληθεύσουν αὐτὸ ποὺ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶχε δεῖ, ἀλλὰ ἀργότερα καὶ ἄλλες μυροφόρες καὶ ἄλλοι ἐπίσης πῆγαν (Λκ, κδ, 9, 24). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ δύο Μαρίες ἀξιώθηκαν μία δεύτερη ἐμφάνιση Ἀγγέλου καὶ μετὰ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου.

Ποιὰ ἄλλη ἀπόδειξη ἔχουμε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ματθαίου ὅτι αὐτὲς πῆγαν «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο» γιὰ τὸ ὅτι τὰ γεγονότα στὸ κατὰ Ματθαῖον ἔγιναν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ περιγράφονται στὸ κατὰ Ἰωάννην; Ἡ δεύτερη ἀπόδειξη εἶναι ὅτι ὁ Ἰωάννης περιγράφει ὅτι τὰ γεγονότα ἔγιναν «ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτάδι» ἐνῶ ὁ Ματθαῖος καθαρὰ μιλάει ὅτι ἔγιναν «τὴν αὐγὴ τῆς πρώτης μέρας τῆς ἑβδομάδας».

Τὸ τρίτο σημεῖο ποὺ ἀπαιτεῖ τὴν προσοχὴ μας εἶναι ἡ ἀντίδραση τῶν μυροφόρων στὰ λόγια του Ἀγγέλου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ κατὰ Ἰωάννην ἡ Μαρία παρουσιάζεται τόσο ἀνέτοιμη γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀφομοιώσει καὶ ἐκλαμβάνει τὸν Χριστὸ σὰν τὸν κηπουρό, στὸ κατὰ Μᾶρκον τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου ἔφεραν στὶς Μυροφόρες τόσο φόβο ὥστε «δὲν εἶπαν σὲ κανέναν τίποτα, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο». Ὁ Λουκᾶς γράφει ὅτι «κατελήφθηκαν ἀπὸ φόβο καὶ ἔκλιναν τὰ πρόσωπα στὴν γῆ».

Ἡ ἀφήγηση τοῦ Ματθαίου ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ παρουσιάζει τὶς μυροφόρες ἤδη προετοιμασμένες γιὰ τὴν συνάντηση, ἂν καὶ ὁ ἄγγελος τὶς καθησυχάζει «Μὴν φοβάστε ἐσεῖς» καὶ «Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὸν τόπο ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος». Στὸ κατὰ Μᾶρκον διαβάζουμε γιὰ τὶς ἄλλες μυροφόρες ὅτι «δὲν εἶπαν τίποτα σὲ κανένα γιατί ἐφοβοῦντο». Ὁ Ματθαῖος ὅμως διηγεῖται γιὰ τὶς δύο Μαρίες ὅτι «ἔτρεξαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη γιὰ νὰ ἀναγγείλουν στοὺς μαθητές του» ὅτι εἶχε ἀναστηθεῖ. Καὶ «ἐνῶ πήγαιναν τὶς συνάντησε ὁ Ἰησοῦς». Γιὰ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ αὐτὴ ἦταν ἡ δεύτερη συνάντηση καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ποὺ τὸ ἤξερε ἀπὸ τὴν Μαγδαληνὴ τώρα μαθαίνει τὰ νέα πάλι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ἐνῶ εἶναι ἤδη προετοιμασμένη γιὰ αὐτά. Ἀπὸ ποῦ εἶναι αὐτὸ φανερό;

Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὸ εἶναι ἡ τέταρτη ἀπόδειξη ὅτι οἱ δυὸ γυναῖκες πῆγαν στὸν τάφο ἤδη ξέροντας γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Ἡ ἴδια ἀπάντηση θὰ μᾶς ἐξηγήσει γιατί ὁ Κύριος δὲν ἐπέτρεψε στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ νὰ τὸν ἀγγίξει τὴν πρώτη φορά, ἀλλὰ λίγο μετὰ ἐπέτρεψε στὶς δύο Μαρίες νὰ κρατήσουν τὰ πόδια του.

Στὸ Πεντηκοστάριο στὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων διαβάζουμε στὰ στιχηρὰ ὅτι ἡ Μαγδαληνὴ «ἐστάλθη χωρὶς νὰ ἀγγίξει τὸν Κύριο». (Ὅπως διηγεῖται καὶ ὁ Ἰωάννης) Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία νωρίτερα θρηνοῦσε γιὰ τὸν ἀγαπημένο διδάσκαλο ὅταν τὸν εἶδε στὸν τάφο, τώρα κατελήφθη ἀπὸ ὑπερβολικὴ χαρά. Χωρὶς νὰ κατανοήσει τὴν θεότητά του ἢ νὰ σκεφτεῖ τὸ νόημα τῆς μυστηριώδους Ἀναστάσεως, ξεχνᾶ καὶ θέλει νὰ τὸν ἀγκαλιάσει σὰν ἕνα ἀγαπημένο της ποὺ τὸν θεωροῦσε νεκρὸ καὶ χαμένο, ἀλλὰ τώρα φανερώνεται ζωντανός. Παραδίδεται σὲ μία ἐνθουσιώδη χαρά, χωρὶς βαθύτερη κατανόηση. Ἐπιπλέον κατὶ δὲν ἔχει ἀκόμα ἐκπληρωθεῖ, ἐπειδὴ ὁ Κύριος πρέπει νὰ «ἀνεβεῖ» στὸν Πατέρα. Ἀργότερα ὁ Κύριος συμπεριφέρεται διαφορετικὰ στὶς δυὸ Μαρίες. Αὐτὴ τὴν φορὰ οἱ δύο γυναῖκες γνωρίζουν καλὰ ὅτι ὁ Κύριος ἐμφανίζεται στοὺς πιστοὺς σὰν ὁ Νικητὴς τοῦ Θανάτου καὶ τοῦ Ἅδη, σὰν κάποιος ποὺ ἀνεβαίνει στὸν Πατέρα στὸ αἰώνιο βασίλειο, καὶ μὲ κάθε ἐξουσία, στέλνει τοὺς Ἀποστόλους του νὰ διαδώσουν τὸ νέο τοῦ νικηφόρου ἀγώνα στὸν κόσμο. Τώρα καὶ οἱ δύο γυναῖκες, ὅταν τὸν συναντοῦν καὶ τὸν ἀκοῦν νὰ τὶς ἀπευθύνει τὸ «χαίρετε», δὲν σκέπτονται πιὰ μὲ κοσμικὸ τρόπο, ἀλλὰ τὸν εὐλαβοῦνται σὰν τὸν ζῶντα Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ αὐτὸς δὲν ἐμποδίζει τὴν εὐλαβῆ λατρεία τους ὅταν «κράτησαν τὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν» (Μτ, κη, 9).

Μέχρι τώρα εἴδαμε πολὺ καλὰ τὴν συμφωνία μεταξὺ τῶν Εὐαγελίων τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ Ἰωάννη, ἀλλὰ πὼς θὰ ἐναρμονίσουμε καὶ τὴν ἀφήγηση τῶν ἄλλων δύο Εὐαγγελιστῶν; Σὲ ποιὸ σημεῖο θὰ τοποθετήσουμε τὴν ἄφιξη τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς στὸ τάφο στὴν ὁμάδα τῶν ἄλλων γυναικῶν ποὺ ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Μᾶρκο καὶ τὸν Λουκᾶ;

Τὸ κύριο σημεῖο τῆς ἀπάντησής μας εἶναι ὅτι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ δὲν συνόδεψε τὶς ἄλλες γυναῖκες στὸν τάφο τοῦ Κυρίου μετὰ ἀρωμάτων, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν ἀργότερα ἀπὸ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ καὶ ἴσως ἀργότερα καὶ ἀπὸ τὶς δύο Μαρίες ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο κατὰ τὴν δεύτερη ἐμφάνισή του, ἀλλὰ δὲν ἤξεραν ἀκόμα τίποτα γιὰ τὴν ἀνάσταση. Αὐτὲς οἱ γυναῖκες ἔφτασαν ἐντελῶς ἀπροετοίμαστες γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ γεγονότος τῆς ἀναστάσεως καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ ἦταν μαζί τους· στὴν πραγματικότητα οἱ εὐαγγελιστὲς ἀφήνουν ἀνοικτὴ τὴν δυνατότητα γιὰ τὸ ἀντίθετο συμπέρασμα. Καὶ οἱ δύο ἄλλοι εὐαγγελιστὲς διαιροῦν τὴν διήγηση σὲ τρία γεγονότα:

1. ἀγορὰ ἀρωμάτων (Μᾶρκος) καὶ τὴν φύλαξή τους γιὰ χρήση ἀργότερα (Λουκᾶς)

2. ἄφιξη στὸν τάφο καὶ συνομιλία μὲ ἄγγελο (Μᾶρκος) ἢ ἀγγέλους (Λουκᾶς)

3. ἀνακοίνωση στοὺς ἀποστόλους

Ἂς ἀρχίσουμε μὲ τὸ τελευταῖο γεγονός. Δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὴν ἀφήγηση τοῦ Μάρκου ὅτι οἱ γυναῖκες δὲν πληροφόρησαν ποτὲ τοὺς ἀποστόλους γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου. Ὁ Μᾶρκος μόνο σημειώνει ὅτι αὐτὲς δὲν τὸ ἔκαναν ἀμέσως καὶ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι ἔμαθαν τὰ νέα ἀπὸ τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, στὴν ὁποία ὁ Κύριος «φανερώθηκε πρῶτα» (Μρ, ις΄, 9). Βλέπετε ὅτι ὁ Μᾶρκος τὴν ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν ἄλλων μυροφόρων καὶ ἀκολούθως ξεχωρίζει τὴν πληροφόρηση τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τῶν ἀρωμάτων καὶ τῶν μύρων. Ὁ Μᾶρκος δὲν ἀναφέρει τὴν Μαγδαληνὴ σὰν νὰ συμμετεῖχε στὴν μεταφορὰ τῶν ἀρωμάτων στὸν τάφο, ἀλλὰ μόνο γιὰ τὴν συμμετοχή της στὴν ἀγορὰ τους (Μρ, ις΄, 1), ἡ ὁποία ἔγινε τὸ ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου, μετὰ τὴν λήξη τῶν ἀπαγορεύσεων τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ μετὰ τὴν ἕκτη ὥρα. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε στὸν τάφο «ἐνῶ ἦταν ἀκόμα σκοτάδι» (Ἰω, κ,1) καὶ χωρὶς τὰ ἀρώματα καὶ τὰ μύρα. Οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν μὲ τὰ μύρα «στὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου» (Μρ, ις΄, 2).

Ὁ Κύριος δὲν ἐμφανίστηκε σὲ ὅλες αὐτὲς ἀλλὰ μόνο στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, ἡ ὁποία – ἑπομένως – δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες (Μρ, ις΄, 9). Ὁ Μᾶρκος κατονομάζει αὐτὲς ποὺ ἀγόρασαν τὰ ἀρώματα καὶ αὐτὲς ποὺ παρακολούθησαν τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ δὲν ἐπαναλαμβάνει τὰ ὀνόματα ὅταν ἀναφέρεται στὴν μεταφορὰ τῶν ἀρωμάτων στὸν τάφο. Ὁ Λουκᾶς δὲν κατονομάζει αὐτὲς ποὺ ἑτοίμασαν τὰ ἀρώματα καὶ τὰ μύρα, οὔτε αὐτὲς ποὺ τὰ ἔφεραν στὸν τάφο, ἀλλὰ ὑποδεικνύει ὅτι οἱ δύο ὁμάδες δὲν ἦταν ἦταν ταυτόσημες («καὶ κάποιες ἄλλες μαζί τους» Λκ, κδ, 1). Προφανῶς κάποιες ἀπὸ αὐτὲς εἶχαν προμηθευτεῖ ἀρώματα καὶ μύρα ἤδη ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σωτῆρος, ἀλλὰ παρέμειναν σὲ ἀργία τὸ Σάββατο κατὰ τὴν ἐντολὴ (Λκ, κγ, 56), ἐνῶ ἄλλες ἀγόρασαν ἀρώματα μετὰ τὴν καθορισμένη ἀργία τοῦ Σαββάτου (Μρ, ις΄, 1). Ὁ Λουκᾶς δὲν κατονομάζει τὶς γυναῖκες ποὺ ἔφεραν τὰ ἀρώματα, ἀλλὰ λέει ὅτι κάποιες «ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ἀπήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕντεκα καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ λοιπὲς μαζί τους, οἱ ὁποῖες ἔλεγαν πρὸς τοὺς ἀπστόλους αὐτὰ» (Λκ, κδ, 9-10). Στὴν πραγματικότητα, ὅπως ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Μᾶρκος μᾶς θυμίζουν, ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία αὐτὴ ποὺ ἄρχισε τὴν ἐξάπλωση τῶν χαρούμενων νέων. Ἐφόσον τὰ νέα διαδόθηκαν σὲ ὅλους τοὺς μαθητὲς ἐπιπλέον τῶν ἕντεκα, αὐτὸ δὲν συνέβη σὲ μιὰ στιγμή. Οἱ γυναῖκες ἔπρεπε νὰ πᾶνε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, ὄχι μόνο οἱ δυὸ Μαρίες, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιπὲς μυροφόρες ἐπίσης. Ἡ μαρτυρία τῆς Μαγδαληνῆς σχετίζει τὰ λόγια τοῦ τρίτου Εὐαγγελίου (κατὰ Λουκᾶν) μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην ὅτι ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Πέτρος ἔτρεξαν στὸν τάφο. Ὁ Πέτρος εἰσῆλθε στὸν τάφο καὶ εἶδε τὰ ὀθόνια.

Ἔτσι τὰ τέσσαρα Εὐαγγέλια εἶναι σὲ τέλεια συμφωνία μὲ αὐτὴ τὴν ἀκολουθία γεγονότων:

1) Μερικὲς γυναῖκες ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μύρα τὴν Παρασκευὴ πρὶν τὸ τέλος τῆς μέρας, πρὶν τὴν δύση τοῦ ἡλίου (Λουκᾶς), ἐνῶ ἄλλες ὅπως καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀγόρασαν στὸ τέλος τοῦ Σαββάτου μετὰ τὴν ἕκτη ὥρα (Μᾶρκος).

2) Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀφήνει τὶς λοιπὲς καὶ πηγαίνει μόνη στὸν τάφο νύκτα πρὶν ξημερώσει ἡ Κυριακή. Ἐκεῖ δὲν βρίσκει τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου (Ἰωάννης).

3) Ἡ Μαγδαληνὴ τρέχει καὶ ἀναγγέλει στὸν Πέτρο καὶ στὸν Ἰωάννη (Λουκᾶς, Ἰωάννης) καὶ μετὰ στέκεται μόνη ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο θρηνώντας, ὅταν ἕνας ἄγγελος ἐμφανίζεται σὲ αὐτήν, καὶ μετὰ ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖο δὲν ἀναγνωρίζει. Ὅταν τὸν ἀναγνωρίζει ὁρμᾶ πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται νὰ τὸν ἀγγίξει.

4) Ὑπακούοντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πηγαίνει καὶ ἀνακοινώνει τὰ νέα στοὺς ἀποστόλους (Ἰωάννης, Μᾶρκος).

5) Χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴν ἐπίσκεψη τῆς Μαγδαληνῆς ἄλλες ὁμάδες μυροφόρων ἐπισκέπτονται τὸν τάφο ἀργότερα καὶ συναντοῦν ἀγγέλους (Μᾶρκος, Λουκᾶς) καὶ ἐπιστρέφουν πολὺ φοβισμένες στὴν ἀρχὴ γιὰ νὰ τὸ ἀνακοινώσουν (Μᾶρκος), ἀλλὰ ἀργότερα διαδίδουν τὰ νέα σὲ ὅλους (Λουκᾶς).

6) Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, γνωρίζοντας πλέον τὸ νέο τῆς Ἀναστάσεως πηγαίνουν γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο καὶ τὰ ὀθόνια, τὰ ὁποῖα ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης εἶχαν ἤδη δεῖ (Λουκᾶς, Ἰωάννης), ἀλλὰ ὄχι ἡ ἴδια ἡ Μαγδαληνή. Ἔρχονται στὸν τάφο καὶ εἰσέρχονται ὅπως τὶς προτρέπει ὁ ἄγγελος (Ματθαῖος).

7) Ὁ ἄγγελος παραγγέλει σὲ αὐτὲς νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὸ νέο τῆς Ἀναστάσεως στοὺς μαθητὲς καὶ νὰ ἀνακοινώσουν τὴν ἐπικείμενη συνάντηση μαζί του στὴν Γαλιλαία.

8) Τώρα ἔχοντας καταλάβει πλήρως τὰ γεγονότα οἱ δύο Μαρίες σπεύδουν νὰ ἀναγγείλουν στοὺς μαθητὲς πάλι, ἀλλὰ συναντοῦν τὸν Κύριο καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ τὶς ἐπιτρέπει νὰ τὸν ἀγγίσουν κρατώντας τὰ πόδια του (Ματθαῖος).

9) Μέχρι τὸ τέλος τῆς μέρας, ὄχι μόνο ὅλο τὸ σύνολο τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Γραμματεῖς ἔχουν ἀκούσει τὰ νέα. Οἱ τελευταῖοι προσπαθοῦν νὰ σκεπάσουν τὰ γεγονότα.

Ἀντώνιος Κραποβίτσκυ (Μητροπολίτης Κιέβου (1863-1936)

πηγή: agiazoni.gr

Σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὁρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀξίζει τριάκοντα ἀργύρια.Καί εἶναι τάχα ἡ τελευταία φορά;


Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς

 Ποτέ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν εἶχε λιγώτερο Θεό μέσα του ὁ ἄνθρωπος ἀπό σήμερα. Ποτέ λιγώτερος Θεός ἀπό σήμερα.
  Σήμερα ὁ διάβολος “σαρκώθηκε” μέσα στόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀποσαρκώσῃ τόν Θεάνθρωπο.
  Σήμερα ὅλο τό κακό μπῆκε στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἀποδιώξῃ τόν Θεό ἀπό τό σῶμα. 
 Σήμερα ὅλος ὁ Ἅδης μεταφέρθηκε στήν γῆ. Ποιός νά θυμᾶται ὅτι ἡ γῆ κάποτε ἦταν παράδεισος; Ἡ σημερινή πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπό τήν πρώτη πτῶσι [τοῦ Ἀδάμ]. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποστάτησε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά σήμερα ἐσταύρωσε τόν Θεό, σκότωσε τόν Θεό. Ἄνθρωπε, πῶς ἀλλοιῶς νά σέ ὀνομάσω παρά διάβολο; Μά καί αὐτό εἶναι ὕβρις γιά τόν διάβολο. Ὁ διάβολος ποτέ δέν ὑπῆρξε τόσο κακός, τόσο ἔντεχνα κακός ὅπως ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Κύριος κατέβηκε καί στόν Ἅδη, μά ἐκεῖ δέν τόν ἐσταύρωσαν. Ἐμεῖς ὅμως τόν ἐσταυρώσαμε! Δέν εἶναι λοιπόν οἱ ἄνθρωποι χειρότεροι ἀπό τόν διάβολο; Δέν εἶναι ἡ γῆ χειρότερος Ἅδης ἀπό τόν Ἅδη; Ἀπό τόν Ἅδη δέν ἔδιωξαν τόν Χριστό, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα τόν ἔδιωξαν ἀπό τήν γῆ, τόν ἔδιωξαν ἀπό τό σῶμα τους, ἀπό τήν ψυχή, ἀπό τήν πόλι τους…

 Στά κατάβαθα τῆς ψυχῆς μου, ἀδελφοί, κουλουριάσθηκε σάν φίδι ἕνα πονηρό ἐρώτημα καί χαιρέκακα μέ ἐρωτᾶ: Ὑπῆρξε ἄραγε ποτέ καλός ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ μπόρεσε νά σταυρώσῃ τόν Χριστό;
Ἐσύ [ὁ οὐμανιστής] πιστεύεις στόν ἄνθρωπο. Καυχιέσαι γι’ αὐτόν. Τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Ὤ…! κοίταξε τόν ἄνθρωπο, κοίταξέ τον τήν Μεγάλη Παρασκευή, κοίταξέ τον πῶς σκοτώνει τόν Θεάνθρωπο καί πές μου, ἀκόμη τοῦ δίνεις μεγάλη ἀξία; Δέν αἰσθάνεσαι ντροπή πού εἶσαι ἄνθρωπος; Δέν βλέπεις ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι χειρότερος ἀπό τόν διάβολο;
 Ξεχᾶστε ὅλες τίς ἡμέρες πρίν καί μετά τήν Μεγάλη Παρασκευή, δεῖτε τόν ἄνθρωπο στό πλαίσιο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Δέν σᾶς φαίνεται ὁ ἄνθρωπος ἡ συμπύκνωσις ὅλων τῶν κακῶν, ὅλων τῶν πειρασμῶν, ὄλων τῶν ἀθλιοτήτων; Δέν δείχνει σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ γῆ ἀποτρελάθηκε; Δέν ἀπέδειξε σήμερα ὁ ἄνθρωπος ὅτι, σκοτώνοντας τόν Θεάνθρωπο εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ παραφροσύνη τῆς γῆς;

 Καί ἡ Μέλλουσα Κρίσις δέν θά εἶναι, ἀδελφοί, φοβερώτερη ἀπό τήν Μεγάλη Παρασκευή· δέν θά εἶναι. Ἀναμφίβολα θά εἶναι λιγώτερο φοβερή, διότι τότε ὁ Θεός θά κρίνῃ τόν ἄνθρωπο, ἐνῶ σήμερα ὁ ἄνθρωπος κρίνει τόν Θεό. Σήμερα εἶναι ἡ Φοβερά Καταδίκη τοῦ Θεοῦ· Τόν καταδικάζει ὁ ἄνθρωπος. Σήμερα ὁ 
ἄνθρωπος ὁρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀξίζει τριάκοντα ἀργύρια. Ὁ Χριστός τριάκοντα ἀργύρια! Καί εἶναι τάχα ἡ τελευταία φορά; Μήπως ὁ Ἰούδας εἶναι ὁ τελευταῖος ἀπό ἐμᾶς πού ἀποτίμησε τόν Χριστό τριάκοντα ἀργύρια;

 Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κατεδίκασε τόν Θεό σέ θάνατο. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀνταρσία στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία στόν οὐρανό καί στήν γῆ. Οὔτε οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι δέν τό ἔκαναν αὐτό. Σήμερα ὡλοκληρώθηκε ἡ Φοβερά Δίκη κατά τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑπῆρξε πιό ἀθῶος κατάδικος. Ποτέ ὁ κόσμος δέν εἶδε πιό παράλογο δικαστή.

 Περιγελᾶται σήμερα ὁ Θεός χειρότερα ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Ὁ «παγγέλαστος Ἅδης» μπῆκε σήμερα στόν ἄνθρωπο καί περιγέλασε τόν Θεό καί κάθε τι τό θεϊκό. Περιγελᾶται σήμερα Ἐκεῖνος πού δέν ἐγέλασε ποτέ. Λένε πώς ὁ Κύριος ποτέ δέν ἐγέλασε, ἐνῶ συχνά τόν ἔβλεπαν νά κλαίει. Ὀνειδίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς δοξάσῃ. Βασανίζεται σήμερα Ἐκεῖνος πού ἦρθε νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά βάσανα. Παραδίδεται σήμερα σέ θάνατο Ἐκεῖνος πού ἔφερε τήν Αἰώνιο Ζωή. Ἄνθρωπε! ὑπάρχει τέλος στόν παραλογισμό σου; τέρμα στήν πτώση σου;

 Σέ Ἐκεῖνον πού μᾶς ἐδώρισε τήν αἰώνια δόξα, ἀντιπροσφέραμε τόν Σταυρό, τό πιό εἰδεχθές ἀντίδωρο. Ἐσύ ὁ λεπρός, γι’ αὐτό τοῦ δωρίζεις τόν Σταυρό, ἐπειδή σέ ἐκαθάρισε ἀπό τήν λέπρα; Ἐσύ ὁ τυφλός, γι’ αὐτό σοῦ ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς, γιά νἄχεις μάτια νά φτιάξῃς τόν Σταυρό καί νά Τόν σταυρώσῃς ἐπάνω σ’ Αὐτόν. Ἐσύ ὁ νεκρός, γι’ αὐτό σέ ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, γιά νά τόν στείλῃς στόν τάφο; Μέ χαρᾶς εὐαγγέλια ἐγλύκανε ὁ Γλυκύτατος Ἰησοῦς τό πικρό μυστήριο τῆς ζωῆς μας, ἀδελφοί, καί ἐμεῖς ἀντί αὐτῶν τοῦ προσφέρουμε τέτοια πίκρα;

«Λαέ μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας;»
 Ἡ Μεγάλη Παρασκευή εἶναι ἡ ντροπή μας, ἀδελφοί, τό ὄνειδος καί ἡ ἀποτυχία μας. Κατά κάποιον τρόπο στόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη ἔχει μερίδιο ἡ ψυχή ὅλων μας. Ἄν δέν ἦταν ἔτσι, θά ἤμασταν ἀναμάρτητοι. Διά τοῦ Ἰούδα ὅλοι μας πέσαμε, ὅλοι μας προδώσαμε τόν Χριστό, ὅλοι μας καταλιμπάνουμε τόν Χριστό καί παραλαμβάνουμε τόν διάβολο, ἐναγκαλιζόμεθα τόν σατανᾶ. Ναί, τόν σατανᾶ. Γιατί στό ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει: «καί μετά τό ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον [τόν Ἰούδα] ὁ σατανᾶς» (Ἰω. ιγ΄ 27). Μετά ἀπό ποιό ψωμί; Μετά ἀπό ἐκεῖνο πού τοῦ ἔδωσε ὁ Χριστός· μετά πού Κοινώνησε· μετά πού πῆρε τόν Χριστό. Ἄχ, ὑπάρχει μεγαλύτερη πτῶσις, μεγαλύτερη φρίκη;

 Ὤ φιλαργυρία, ἐσύ πρόδωσες τόν Χριστό! Ἐσύ καί σήμερα τόν προδίδεις. Τόν Ἰούδα, πού ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπί τρία χρόνια ἦταν μαζί Του, πού ἦταν παρών σέ ὅλα τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πού στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καθάριζε λεπρούς, θεράπευε ἀρρώστους, ἀνάσταινε νεκρούς, ἔδιωχνε ἀκάθαρτα πνεύματα, αὐτόν τόν Ἰούδα ἡ φιλαργυρία τόν ἔκανε προδότη καί Χριστοκτόνο.
  Πῶς λοιπόν νά μή κάνῃ καί μένα καί σένα προδότη καί Χιστοκτόνο, ἐμένα πού δέν εἶδα ἐπί τρία χρόνια τόν Θεό ἐν σαρκί, πού δέν λεπρούς ἐκαθάρισα στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε ἀσθενεῖς ἐθεράπευσα οὔτε νεκρούς ἀνέστησα; 
 Ὁ Ἰούδας τόσον καιρό ἦταν μαζί μέ Ἐκεῖνον πού δέν εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ, μαζί μέ Ἐκεῖνον πού καί μέ ἔργα καί μέ λόγια ἐδίδαξε πώς δέν πρέπει νά ἔχουμε πάνω μας οὔτε ἄργυρο οὔτε χρυσό. Ἐνῶ ἐγώ; Ἐνῶ ἐσύ; Δέν ξέρεις νά χαίρεσαι μέ τήν φτώχεια, ἀδελφέ, νά εἶσαι χαρούμενος μέ τήν φτώχεια; Ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου πώς εἶσαι ὑποψήφιος Ἰούδας. Μή ρωτᾶς: «μή τι ἐγώ Κύριε;», διότι ἀναμφίβολα θά ἀκούσῃς τήν ἀπάντησι: ναί, «σύ εἶπας». Λαχταρᾶς τά πλούτη; Ἄναψε μέσα σου ἐπιθυμία γιά χρήματα; Νά ξέρεις ὅτι μέσα σου κυοφορεῖται ὁ Ἰούδας. Φίλε μου καί ἀδελφέ μου, μή ξεχνᾶς σέ ὅλη σου τήν ζωή: ἡ φιλαργυρία σταύρωσε τόν Χριστό, σκότωσε τόν Θεό· ἡ φιλαργυρία ἔκανε τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ ἐχθρό τοῦ Χριστοῦ, φονιά τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι μόνο αὐτό: ἡ ἴδια σκότωσε καί τόν Ἰούδα. Ἡ φιλαργυρία ἔχει ἐκεῖνο τό καταραμένο ἰδίωμα, νά κάνει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο Χριστοκτόνο ἀλλά καί αὐτο-κτόνο. Αὐτή σκοτώνει πρῶτα μέσα στήν ἀνθρώπινη ψυχή τόν Θεό καί ὕστερα σκοτώνει τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο.

 Ὁ θάνατος εἶναι φοβερό μυστήριο, ἀδελφοί. Πιό φοβερό ὅμως εἶναι νά παραδίδουν οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό σέ θάνατο καί νά ἐπιθυμοῦν νά τόν ἐξαφανίσουν ἐντελῶς. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν φοβεροί γιά τόν Θεό, γιατί βασανίζουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν Τόν βασάνισε· φτύνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἔφτυσε· σκοτώνουν τόν Θεό ὅπως κανείς ποτέ δέν τόν ἐσκότωσε.
«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία»! Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν ἄνθρωπο, κανείς νά μή καυχιέται γιά τήν ἀνθρωπότητα, διότι ἰδού! ἡ ἀνθρωπότης δέν ἀνέχεται τόν Θεό ἀνάμεσά της· τόν παραδίδει σέ θάνατο. Τί νά καυχηθῇς γιά μιά τέτοια ἀνθρωπότητα; Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν οὐμανισμό, γιατί εἶναι μόνο σατανισμός, σατανισμός, σατανισμός…

 Σήμερα ὄχι δαίμονες, ὄχι θηρία, ὄχι τσακάλια, ἀλλά ἄνθρωποι ἔπλεξαν ἀκάνθινο στεφάνι καί τό φόρεσαν στήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἀκάνθινο στεφάνι στολίζουν Ἐκεῖνον πού ἐστόλισε τόν ἄνθρωπο μέ ἀθανασία. Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκει ἡ ἀνθρωπότης γύρω ἀπό τήν κεφαλή Ἐκείνου πού περιέβαλλε τήν γῆ μέ στεφάνι ἀπό ἀστέρια! Ἀκάνθινο στεφάνι πλέκουμε γιά τόν Χριστό, καί ἐγώ καί ἐσύ φίλε, ἄν εἶμαι φιλάργυρος, ἄν εἶμαι πόρνος, ἄν εἶμαι μοιχός, ἄν εἶμαι βλάσφημος, ἄν εἶμαι συκοφάντης, ἄν εἶμαι κατάλαλος, ἄν εἶμαι μέθυσος, ἄν εἶμαι ἀνελεήμων, ἄν εἶμαι θυμώδης, ἄν κάνω ἁμαρτωλές σκέψεις, ἄν ἔχω ἀκάθαρτα αἰσθήματα, ἄν δέν ἔχω πίστι, ἄν δέν ἔχω ἀγάπη. Κάθε μου ἁμαρτία, κάθε μας ἁμαρτία, εἶναι ἀγκάθι στό καταραμένο στεφάνι πού ἡ παραλογιασμένη ἀνθρωπότητα πλέκει ἀδιάκοπα γύρω ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος βασανίζει τόν Θεό πιό ἀνοικτίρμονα καί ἀπό τόν διάβολο. Δέν τό πιστεύετε; Ἀκοῦστε τί λέει ἕνας αὐτόπτης: «τότε ἐνέπτυσαν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ» (Ματθ. κστ΄ 67), στό ἐξαίσιο καί ὡραιότατο Πρόσωπό Του… Κύριε, πῶς τά χείλη τους δέν γέμισαν λέπρα καί πληγές; Ἀσφαλῶς, γιά νά διδαχθοῦμε ἐμεῖς τήν ὑπομονή καί τήν πραότητα. Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό θαυμαστό, τό γλυκύ Πρόσωπο, τό ὁποῖο ἀξίζει πιό πολύ ἀπ’ ὅλους τούς γαλαξίες, ἀπ’ ὅλες τίς μακαριότητες. Τί λέγω; Μάλιστα! περισσότερο ἀπό ὅλες τίς μακαριότητες, διότι σ’ αὐτό τό πρᾶο Πρόσωπο ὑπάρχει ὅλη ἡ αἰωνία θεότης, ὅλη ἡ αἰωνία χαρά… Ἔφτυσαν σ’ ἐκεῖνο τό φωτεινό Πρόσωπο, μπροστά στό ὁποῖο ἡ θάλασσα γαλήνεψε· σ’ ἐκεῖνο τό Πρόσωπο πού εἰρήνευσε ταραγμένες ψυχές καί χορήγησε σέ ὅλους τήν ἀνάπαυσι.

Καί σεῖς πλέκετε ἐγκώμια στόν ἄνθρωπο; Ὤ, χαμηλῶστε τούς τόνους οὐτιδανοί… σκουλήκια! Κανείς καί τίποτα δέν πρέπει νά ντρέπεται τόσο, ὅσο ὁ ἄνθρωπος, οὔτε οἱ δαίμονες, οὔτε τά θηρία, οὔτε τά κτήνη… Οἱ ἄνθρωποι φτύνουν τόν Θεό! Ὑπάρχει πιό φοβερό ἀπό αὐτό; Οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν τόν Θεό. Ὑπάρχει πιό σατανικό ἀπό αὐτό; Ἀδελφοί, ἄν δέν ὑπάρχει κόλασις, ἔπρεπε νά ἐπινοήσουμε μία γιά τούς ἀνθρώπους, ναί γιά τούς ἀνθρώπους…

Ἐκεῖνον, τόν Δημιουργό καί Σωτῆρα, τόν φτύνουν καί τόν φονεύουν, ἐνῶ Ἐκεῖνος ταπεινά καί σιωπηλά τά ὑπομένει ὅλα. Ποιά δικαιολογία ἔχεις ἐσύ πού σέ κάθε ὕβρι ἀνταποδίδεις ὕβρι, σέ κάθε κακό κακό, στό μίσος μίσος; Ὅταν ἀνταποκρίνεσαι μέ κακία στήν κακία, φτύνεις τόν Δεσπότη Χριστό· ὅταν μισῇς αὐτούς πού σέ μισοῦν, φονεύεις τόν Χριστό καί τόν βασανίζεις· ὅταν ὑβρίζῃς αὐτούς πού σέ ὑβρίζουν, ἐξευτελίζεις τόν Χριστό, ἀφοῦ Ἐκεῖνος δέν ἔκανε τό ἴδιο.

Παρέδωκε ὁ Πιλᾶτος τόν πρᾶο Κύριο, ἵνα σταυρωθῇ (Ἰω. ιθ΄ 16). Οἱ ἄνθρωποι τόν ὁδηγοῦν ἀπό τελώνιο σέ τελώνιο, ἀπό βάσανο σέ βάσανο, ἀπό χλεύη σέ χλεύη. Καί τόν ἐχλευασμένο Θεό τόν σταυρώνουν, τόν καρφώνουν στόν Σταυρό.

 Καρφιά ἐμπήγετε στά χέρια τοῦ Χριστοῦ, στά χέρια πού τόσους ἀρρώστους ἐθεράπευσαν, τόσους λεπρούς ἐκαθάρισαν, τόσους νεκρούς ἀνέστησαν; Πῶς νά σιωπήσουν τά χείλη πού μίλησαν ὅπως κανείς ποτέ ἄλλος ἄνθρωπος; Ἰάειρε, ποῦ εἶσαι; Λάζαρε, ποῦ εἶσαι; Χήρα τῆς Ναΐν, ποῦ εἶσαι νά ὑπερασπισθῇς τόν δικό σου καί δικό μου Κύριο; Σταυρώνετε [ἄνθρωποι] Ἐκεῖνον, τήν ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων, τήν παρηγορία τῶν ἀπαρακλήτων, τόν ὀφθαλμό τῶν τυφλῶν, τό οὖς τῶν κωφῶν, τήν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν; Καρφιά ἐμπήγετε σέ ἐκεῖνα τά ἅγια πόδια, πού ἔφεραν τήν εἰρήνη, πού ἔφεραν τό εὐαγγέλιο, πού περιεπάτησαν στήν θάλασσα σάν νἆταν ξηρά, πού ἔτρεξαν σέ ὅλους τούς ἀρρώστους, στόν νεκρό Λάζαρο, στόν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν;

Σταυρωμένος Θεός. Ἱκανοποιηθήκατε θεομάχοι; χαρήκατε θεοκτόνοι; Τί νομίζετε πώς εἶναι ὁ Χριστός πάνω στόν Σταυρό; Ἀπατεώνας; ἀδύναμος; σκανδαλοποιός; «Ὁ καταλύων τόν ναόν καί ἐν τρισίν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν, εἰ υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ, καί κατάβηθι ἀπό τοῦ σταυροῦ» (Ματθ. κζ΄ 40).

Τί ὅμως σκέπτεται ὁ Κύριος ἐπί τοῦ Σταυροῦ γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι κάτω ἀπό τόν Σταυρό; Ἐκεῖνο πού μόνο ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς πραότητος μπορεῖ νά σκέπτεται: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι!» (Μάρκ. κγ΄ 34).

Πραγματικά, δέν ξέρουν τί κάνουν στόν σεσαρκωμένο Θεό.

Ζούμε στην αιώνια άνοιξη της Χάριτος του Θεού...Την άνοιξη της Αναστάσεως!


Μέσα στην ψύχρα της νύχτας, βουβές σε προσευχή, με τις λαμπάδες μας αναμμένες, Σε περιμένουμε Νυμφίε Κύριε. 
 Έξω δειλά η άνοιξη αρχίζει να δίνει τα πρώτα ισχνά σημεία ζωής παρόλο που η φωτιά στην σόμπα μας ακόμα καίει ακοίμητη. 
 Ο Χέρμαν αφήνει την θέση του δίπλα της μόνο όταν πάμε στον ναό και κάποιες φορές που ανεβαίνει στο παράθυρο του καθιστικού κοιτώντας νοσταλγικά έξω. Κι αυτός περιμένει. Ψιλοβρέχει εδώ και μέρες και ο ήχος της βροχής έχει γίνει πιστός σύντροφος τις ατέλειωτες ώρες της σιωπής μας. 
 Το δάσος τις νύχτες έχει ακόμη το χαρακτηριστικό βουητό του ανέμου της χειμωνιάτικης μοναξιάς καθώς γοργός περνά μέσα από τα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Μοιάζει αφιλόξενο για αυτόν που δεν γνωρίζει τον τόπο, όπως συμβαίνει και με την γκρίζα θάλασσα που μας περιβάλλει που ακόμα την ακούς να μανιάζει και να φέρνει κρύο άνεμο απ' την μεριά του Κόλπου της Αλάσκας.  Πόση γλύκα κρύβεται σε αυτή την έρημο όμως! 
Πόσες ψυχές Αγίων ευφράνθησαν και εγεώργησαν τον τόπο με τα λυτρωτικά τους δάκρυα.
 Θα πρέπει να περιμένουμε ακόμη έναν μήνα για να πούμε ότι και στην βόρεια αυτή γωνιά του κόσμου η φύση ξύπνησε και συντελέστηκε το πέρασμα από την μια εποχή στην άλλη. 
 Μέσα μας όμως η προσμονή της Αναστάσεως και η χαρά του Παραδείσου μας κρατούν διαρκώς σε κατάσταση ανοιξιάτικης χαράς. Ζούμε στην αιώνια άνοιξη της Χάριτος του Θεού λέγει η Γερόντισσα. Την άνοιξη της Αναστάσεως! Δόξα Σοι Κύριε! 
 Προσπαθήσαμε την αγιασμένη περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να είμαστε όσο γίνεται περισσότερο συγκεντρωμένες στον εαυτό μας και να μείνουμε εκτός κάθε επικοινωνίας. Δεν σας ξεχάσαμε όμως. Πάντα είστε παρόντες στην προσευχή μας. Σας παρακαλούμε και εσείς να εύχεσθε για μας. Καλή Μεγάλη Εβδομάδα! Η ειρήνη του Θεού μαζί σας!

Γερόντισσα Δωροθέα

Νηστεία και ‘Πρώτη Ανάσταση’


Πώς γίνεται κάποιοι να λένε ότι η νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο το πρωί με την “πρώτη ανάσταση”, τη στιγμή που το Μεγάλο Σάββατο είναι το μόνο Σάββατο που νηστεύουμε και το λάδι; 

Και τι ακριβώς είναι η “πρώτη ανάσταση”;

Η “πρώτη Ανάσταση” είναι ο εσπερινός της εορτής της Ανάστασης (που τελείται στους ναούς το πρωί του Σαββάτου). Είναι δηλαδή το ξεκίνημα της εορτής και όχι η ολοκλήρωσή της. 

Τρώμε πανηγυρικά μετά την επίσημη Θεία Λειτουργία της εορτής, δηλαδή τα ξημερώματα της Κυριακής. Άλλωστε το πρωί δεν λέμε ακόμα το “Χριστός Ανέστη”. Μέχρι τα μεσάνυχτα ο Χριστός είναι ακόμα στον τάφο.

Έχει ενδιαφέρον να ρωτήσουμε εκείνους που μιλάνε για πρώτη Ανάσταση, αν ξέρουν πόσες φορές αναστήθηκε ο Χριστός! Εφόσον αναστήθηκε μόνο μία -και το ξέρουν καλά όλοι- το μόνο συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως τα περί “πρώτης ανάστασης” αποτελούν έναν “τρόπο του λέγειν”, μία συνήθεια έκφρασης.

Η μοναδική έννοια “Πρώτη Ανάσταση” που υπάρχει στην Ορθόδοξη Θεολογία, είναι αυτή που προκύπτει από το εδάφιο 20:6 της Αποκάλυψης Ιωάννου:

“Μακάριος και άγιος είναι εκείνος που θα πάρει μέρος στην ανάσταση την πρώτη”

Είναι το περίφημο εδάφιο που διαστρέφουν όλες οι χιλιαστικές αιρέσεις όπως οι ΜτΙ. Αυτοί, ενάντια στα δεδομένα της Κ.Δ. που γράφει σαφώς για μία και μοναδική ανάσταση όλων, μιλάνε για δύο αναστάσεις, μία των δικαίων (οι οποίοι θα ζήσουν για χίλια χρόνια μαζί με τον Χριστό) και μία όλων των άλλων ανθρώπων. Αυτό το κάνουν για να δικαιολογήσουν το ότι πιστεύουν σε χιλιετή επίγεια βασιλεία.

Αντιθέτως, στην Ορθοδοξία η πρώτη ανάσταση είναι η της μετάνοιας, δηλ. η ανάσταση των πιστών που γλυτώνουν από τη δουλεία της αμαρτίας και η αναγέννηση τους στο σώμα του Χριστού, και η δεύτερη είναι η μία και μοναδική και κοινή ανάσταση όλων των κεκοιμημένων.

Ἦχος βαρύς

Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι.

Στίχ. Ὁ Θεὸς ἔστη ἐν συναγωγῇ Θεῶν, ἐν μέσῳ δὲ θεοὺς διακρινεῖ.

Στίχ. Ἕως πότε κρίνετε ἀδικίαν, καὶ πρόσωπα ἁμαρτωλῶν λαμβάνετε;

Στίχ. Οὐκ ἔγνωσαν, οὐδὲ συνῆκαν, ἐν σκότει διαπορεύονται, σαλευθήτωσαν πάντα τὰ θεμέλια τῆς γῆς.

Στίχ. Ἐγὼ εἶπα· Θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες· ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνῄσκετε, καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε.

ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ!


Γεωργίου Ζαραβέλα
Θεολόγου
ΜΑ Ιστορικής Θεολογίας - Λειτουργικής ΕΚΠΑ

Η τριήμερη ταφή του Κυρίου (Μέγα Σάββατο)

Η Μεγάλη Εβδομάδα φθάνει στο τέλος της, περιδιαβαίνοντας για ακόμη μια χρονιά τις τελευταίες ημέρες της επίγειας δράσης του Χριστού. Είδαμε τον Κύριο να ανασταίνει εκ νεκρών τον Λάζαρο, να εισέρχεται θριαμβευτής στα Ιεροσόλυμα, να συνομιλεί με Φαρισαίους και να τους κατακρίνει με δριμύτητα για την υποκρισία τους, να δείχνει την απαξίωσή του για την πνευματική στειρότητα του άλλοτε εκλεκτού λαού - του Ισραήλ, να νίπτει τα πόδια των μαθητών, να παραδίδει το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, να προδίδεται, να συλλαμβάνεται και να διαπομπεύεται σαν κακούργος, να γνωρίζει τον πιο ατιμωτικό θάνατο πάνω στον Σταυρό, να πεθαίνει και να θάπτεται στη γη σαν κοινός θνητός. 

Σήμερα, Μεγάλο Σάββατο, όλα έχουν πια τελειώσει. Ο Ιησούς δεν υπάρχει πλέον ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν οι φονευτές του. Μετά τον θάνατο του επί του Σταυρού, δύο ευσεβείς νυκτερινοί μαθητές του ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας ανέρχονται τον λόφο του Γολγοθά, τον αποκαθηλώνουν από τον Σταυρό, τον τυλίσσουν με σάβανα και τον ενταφιάζουν σε μνήμα, που οι ίδιοι μερίμνησαν να διανοιγεί και το σφράγισαν εξωτερικά με ογκώδη βράχο. Τον θρήνο και ην προετοιμασία του νεκρικού λειψάνου του Κυρίου εικονίζει αυτές τις μέρες στην Εκκλησία ο επιτάφιος, ο οποίος μετά την εκφορά του θα εναποτεθεί στο ιερό βήμα, πάνω στην Αγία Τράπεζα, το κατεξοχήν σύμβολο του μνήματος του Χριστού.


Η αναταραχή που προκαλούσε στους Ιουδαίους το κήρυγμα του Χριστού δεν κατέπαυσε ούτε μετά την ταφή του. Φοβούμενοι τους λόγους του Χριστού, ότι μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθεί, προσέγγισαν τον Πιλάτο και ζήτησαν να τεθεί φρουρά έξω από το μνήμα του, μην τυχόν και οι μαθητές παραβιάσουν κρυφά τη νύχτα το μνήμα, κλέψουν το άψυχο σώμα του και ισχυριστούν ότι δήθεν αναστήθηκε. Ο Πιλάτος ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους και διέταξε στρατιώτες να μεταβούν στο μνήμα και αφού το σφραγίσουν να παραμείνουν εκεί, ώστε να μην προσεγγίσει κανείς. 

Κατά το τριήμερο της παραμονής του σώματός Του στον τάφο, ο Χριστός μετέβη ως Θεός μαζί με τον εκ δεξιών ληστή, ο οποίος μετανόησε και ζήτησε το έλεός του Κυρίου, στον Άδη. Εκεί, βρέθηκε Θεός ων, αλλά μαζί με την αθάνατη ψυχή του, όπως αναφέρει εύστοχα και αναστάσιμο τροπάριο «εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε μετά ψυχής ως Θεός, εν Παραδείσω μετά ληστού και εν θρόνω υπήρχες Χριστέ, μετά Πατρός και πνεύματος, πάντα ποιών ως απερίγραπτος». Στον Άδη κήρυξε το μήνυμα της αγάπης που ευαγγελίσθηκε και κατά την επίγεια δράση του. Έδωσε μία ύστατη ευκαιρία σε όσους είχαν ως τότε γνωρίσει τον θάνατο, να πιστέψουν στους λόγους του και να τον ακολουθήσουν στην πορεία προς τη σωτηρία. Να σημειωθεί ότι ο υπολογισμός της τριήμερης ταφής του Χριστού γίνεται σύμφωνα με το Ιουδαϊκό σύστημα. Κατά αυτό, ως πρώτη ημέρα λογίζεται η ημέρα του θανάτου του (Μ. Παρασκευή), δεύτερη το Μέγα Σάββατο και τρίτη η Κυριακή της Αναστάσεώς του. 

Τα δεσμά του θανάτου δεν κατάφεραν να αλυσοδέσουν τίποτα παραπάνω από το ανθρώπινο σώμα του. Η αθάνατη, ανθρώπινη ψυχή του και κυρίως η θεία φύση του δεν υπέστησαν την παραμικρή αλλοίωση. Η θεότητά του έμεινε ανέπαφη και τελεία ως ήταν. Πως άλλωστε μπορούσε ο δημιουργός της ζωής να γνωρίσει θάνατο; Ως Θεός παρέμεινε παντού όρθιος: και στο μνήμα, και στον Άδη, και μαζί με τα άλλα δύο θεία πρόσωπα - τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, και με τον ευγνώμονα Ληστή στον παράδεισο, του οποίου οι πύλες ετοιμάζονται να ανοίξουν για την ανθρωπότητα πρώτη φορά μετά το προπατορικό αμάρτημα, με πρώτο οικιστή τους τον μετανιωμένο εγκληματία. 

Το Μέγα Σάββατο είναι ημέρα κατάπαυσης, όπως ακριβώς και η εβδόμη ημέρα της δημιουργίας, οπότε ο Θεός, αφού τελείωσε τα έργα της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου, αναπαύθηκε. Η ημέρα αυτή μπορεί εύστοχα να παραλληλιστεί με την νηνεμία πριν την καταιγίδα. Η ησυχία του Μεγάλου Σαββάτου σύντομα θα δώσει τη θέση της στην δόξα και την λαμπρότητα της Ανάστασης του Κυρίου. Ο Άδης που προσωρινά πανηγύριζε την δέσμευση του Χριστού, ξαφνικά θα γνωρίσει την απόλυτη καταστροφή και μάλιστα από τα έγκατά του. Ο Χριστός θα εγερθεί από το μνήμα σαν άλλος λέοντας που βρισκόταν σε νάρκη, φέροντας μαζί του ολόκληρη την ανθρωπότητα, η οποία στέναζε στα δεσμά της παρακοής και της πτώσης. 

Όπως προφήτευσε και ο Άγιος Συμεών ο Θεοδόχος κατά την Υπαπαντή του σαρανταήμερου Ιησού στον ναό, ο Άδης, ως άλλος όφις, απλά δάγκωσε την φτέρνα του Χριστού, ενώ ο Χριστός με την αναμενόμενη εκ νεκρών έγερσή του θα συντρίψει το κεφάλι του μνησίκακου φιδιού. Μπορεί ο άνθρωπος να εξαπατήθηκε και να ενέδωσε στην πλεκτάνη του διαβόλου με τη διάπραξη του προπατορικού αμαρτήματος. Όμως, η πτώση του έφτασε στη δύση της και ανέτειλε ο ήλιος της σωτηρίας, με τη συντριβή του θανάτου μέσω του ίδιου του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον 
κη΄ 1 - 10 
Ὀψὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον. 2καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. 3ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών. 4ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί. 5ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος εἶπε ταῖς γυναιξί· Μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε· 6οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος. 7καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν. 8καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. 9ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· Χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ. 10τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· Μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται. 

Νεοελληνική απόδοση:
Μετὰ τὸ Σάββατον, μόλις ἄρχισε νὰ φωτίζῃ ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἦλθε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία διὰ νὰ ἰδοῦν τὸν τάφον. Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, διότι ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἐπλησίασε καὶ ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μνήματος καὶ ἐκαθότανε ἐπάνω σ’ αὐτόν. Το πρόσωπόν του ἦτο σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του ἄσπρο σὰν τὸ χιόνι. Οἱ φύλακες τὸν ἐφοβήθηκαν καὶ ἐταράχθηκαν καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί. Τότε ἐμίλησε ὁ ἄγγελος καὶ εἶπε εἰς τὶς γυναῖκες, «Σεῖς μὴ φοβᾶσθε· ξέρω ὅτι ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦν τὸν σταυρωμένον. Δὲν εἶναι ἐδῶ, διότι ἀναστήθηκε, καθὼς εἶχε πῆ. Ἐλᾶτε, ἰδέτε τὸν τόπον, ὅπου ἦτο ὁ Κύριος. Γρήγορα πηγαίνετε νὰ πῆτε εἰς τοὺς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ θὰ τὸν ἰδῆτε. Νά, σᾶς τὸ εἶπα. Καὶ ἐβγῆκαν γρήγορα ἀπὸ τὸ μνῆμα μὲ φόβον καὶ χαρὰν μεγάλην καὶ ἔτρεξαν νὰ τὰ ἀναγγείλουν εἰς τοὺς μαθητάς του. Καθὼς ἐπήγαιναν διὰ νὰ τὰ ἀναγγείλουν εἰς τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἰησοῦς τὰς συνήντησε καὶ εἶπε, «Χαίρετε». Αὐταὶ ἐπλησίασαν, ἔπιασαν τὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν. Τότε λέγει εἰς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς, «Μὴ φοβᾶσθε, πηγαίνετε νὰ πῆτε εἰς τοὺς ἀδελφούς μου νὰ ἀναχωρήσουν εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἐκεῖ θὰ μὲ ἰδοῦν».

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Αν είσαι ορθολογιστής και προσπαθείς με την λογική να προσεγγίσεις τον Θεό, γνώριζε ότι ματαιοπονείς, διότι ο Θεός είναι αγάπη και η αγάπη δεν έχει λογική, είναι υπέρλογη." 

Κ.Ι.Κ.

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Δος μοι τούτον τον Ξένον


Υπό Παρθενίου Ασημίδη
Αρχιμανδίτου - εφ. Ιεροκύρηκος Ι.Μ. Σιδηροκάστρου

Ικεσία του Ιωσήφ από Αριμαθαία προς τον Πιλάτο για να αποκτήσει ως άλλο θησαυρό το σώμα του διδασκάλου του, το ανεκτίμητο μαργαριτάρι, κατά τον άγιο Επιφάνιο Κύπρου.

Μια ικεσία, η οποία ακούγεται επανειλημμένως σ ένα πραγματικά αριστουργηματικό, τόσο κατά γράμμα, για τα βαθιά νοήματα, όσο και για το αριστοτεχνικό μέλος, επικήδειο άσμα του επιταφίου θρήνου.

Ένα υπέροχο άσμα, το οποίο, η θέση που ορίζει το τυπικό, το αδικεί κατάφωρα, καθ ότι, τόσο η κόπωση του εκκλησιάσματος, όσο και η αταξία που επικρατεί μετά την επιστροφή της περιφοράς του επιταφίου, στερεί απ’ αυτό την δέουσα προσοχή.

Άσμα του Γεωργίου Ακροπολίτη, μελοποιημένο από τον Νέων Πατρών Γερμανό, εμπνευσμένο από την εξίσου υπέροχη ομιλία του αγίου Επιφανίου Κύπρου, «εις την θεόσωμον ταφή του Κυρίου».

Περιγράφοντας το γεγονός της προσέλευσης του Ιωσήφ από Αριμαθαία, κρυφού μαθητού του Κυρίου, στον Πιλάτο, με την πρόθεση, λαμβάνοντας σώμα του νεκρού διδασκάλου του, να το ενταφιάσει, παρατηρούμε πως δεν αναφέρεται στα ολοφάνερα και θαυμαστά γεγονότα, που λαμβάνουν χώρα με την εκπνοή του Κυρίου.

Τον τρόπο αυτό της κινήσεως δικαιολογεί ο άγιος Επιφάνιος λέγοντας ότι υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να εξοργησθεί ο Πιλάτος και κατά αυτόν τον τρόπο η προσπάθεια του Ιωσήφ να πέσει στο κενό.

Αντίθετα αποκαλεί Αυτόν ξένον. Είναι πράγματι ξένος; Για τον Πιλάτο, στον οποίο αναφέρεται το αίτημα του Ιωσήφ, είναι πραγματικά ξένος, καθ’ ότι προερχόταν από διαφορετική εθνικότητα.

Επομένως, ένα νεκρό σώμα, ενός αλλοεθνούς, θα του ήταν παντελώς άχρηστο. Γεγονός που ενθαρρύνει τον Ιωσήφ να παραμερίσει τον όποιο φόβο του και να τολμήσει προσερχόμενος στον Πιλάτο να ζητήσει το σώμα του διδασκάλου του, χωρίς βέβαια ν’ αποκαλύψει τη μαθητεία του σ’ Αυτόν.

Ωστόσο το περίφημο τούτο άσμα, κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στην ζωή του Κυρίου, μας αποδεικνύει ότι ήταν ξένος ακόμα και για τους ομόφυλους.

Από όταν ήταν ακόμα αγέννητος, δεν βρισκόταν μέρος φιλόξενο, σε κανένα κατάλυμα, οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύμματι.

Μια φάτνη σ’ ένα στάβλο έγινε το σπίτι Του. Αλλά και στη συνέχεια εκδιώχθηκε σαν ανεπιθύμητος ξένος, απερχόμενος σε ξένη χώρα.

Κι όταν όμως επέστεψε, διό τι ο κίνδυνος είχε εκλείψει, οι συμπατριώτες του, και περισσότερο οι θρησκευτικοί ταγοί της θρησκείας Του, τον οδήγησαν, από άσπονδο μίσος, στον σταυρικό θάνατο.

Εξαγοράζοντάς Τον με τριάκοντα αργύρια, ἔστησαν τριάκοντα ἀργύρια τὴν τιμή τοῦ τετιμημένου,ὅν ἐτιμήσαντο ἀπό υἰῶν Ἰσραήλ, τα οποία ακόμη και αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τους ξένους, λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εὶς ταφήν τοῖς ξένοις.

Και ο ίδιος όμως ο Κύριος παραδέχεται ότι είναι ξένος λέγοντας: αἱ ἀλώπεκες φωλέους ἔχουσιν καὶ τὰ πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλήν κλίνη.

Ξένος για τον Πιλάτο, ξένος για τους ομοεθνείς, αλλά ξένος και για εμάς. Ομοούσιος με μας, διότι έλαβε και την ανθρώπινη φύση, ταυτόχρονα όμως και εντελώς διαφορετικός.

Ξένος από την αμαρτία, η οποία έχει καταστεί φαινόμενο φυσιολογικό σαν να αποτελεί φύση μας.

Ξένος, διότι, εξ αιτίας της αμαρτίας λησμονήσαμε την πατρίδα μας, λησμονήσαμε ότι κι εμείς είμαστε ξένοι εδώ στη γή, οὐ γὰρ ἔχουμεν ὦδε μένουσαν πόλιν. Και ως εκ τούτου μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την πραγματική Του πατρίδα!

Αυτόν τον ξένο επιθυμεί ο Ιωσήφ να καλύψει. Αυτόν, που ενδόμυχα νιώθει ότι είναι Αυτός, οποίος κάλυψε τις αμαρτίες του κόσμου και τις έθαψε στον Ιορδάνη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον λόγο του ο Άγιος Επιφάνιος.

Τούτον, λοιπόν, τον ξένον λαμβάνει τελικώς πείθοντας τον Πιλάτο.

Και λαμβάνοντάς Τον, με σεβασμό και συστολή, αποδίδει τις τιμές που πρέπουν σ’ έναν νεκρό. Ενδύει το γυμνό σώμα με σινδόνα και το εκλύει με σμύρνα.

Στην συνέχεια το τοποθετεί σε ταφικό μνημείο, το οποίο κι αυτό δεν Του.

Επομένως ακόμη και στην εκδημία Του Ξένος.

''Bασιλέα Αυτόν εκάλει, καίτοι σταυρούμενον''


Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ, Υπερτίμου και Εξάρχου Άνω Μακεδονίας

Βιώνουμε και πάλι σήμερα,μέσα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα αυτής της μεγάλης ημέρας της Πίστεώς μας, το μυστήριο της ελευθερίας, όπως μας το προσφέρει η Αγία μας Εκκλησία, σε ολόκληρη την έκτασή του για την πνευματική μας αφύπνιση.

Αυτό το μυστήριο το περιγράφει αδρά ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του : «Συνίστησι την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανεν... Ει γαρ εχθροί όντως κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού»1.

Μεγάλη Παρασκευή!

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Ο Δημιουργός του αόρατου και του ορατού κόσμου, ο Οποίος έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ oμοίωσή Του, κρεμάται επί ξύλου, για να βρει ο άνθρωπος την χαμένη πατρίδα του. Απλώνει τα χέρια Του πάνω στον Σταυρό, για να θεραπεύσει το άπλωμα των χεριών των Πρωτοπλάστων στον απαγορευμένο καρπό.

Ενώνει, έτσι, ο Υιός του Θεού τα διεστώτα, τα ουράνια και τα επίγεια, τους αγγέλους και τους ανθρώπους.

Με το άγκιστρο του Σταυρού συλλαμβάνεται ο διάβολος και ο θάνατος και με τον ακάνθινο στέφανο εξαλείφει την κατάρα που είχε η γη να βλαστάνει αγκάθια, μέριμνες και οδύνες, θα ερμηνεύσει η πατερική σοφία.

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, σήμερα, ακούγοντας τα ιερά κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης καθώς και τα άφθαστα σε πνευματικό κάλλος και λυρισμό τροπάρια των ιερών υμνογράφων, να πλησιάσουμε το βάθος αυτού του μυστηρίου της ελευθερίας, στρέφοντας για λίγο την προσοχή μας στον ευγνώμονα ληστή, όπως μας τον παρουσιάζει το στόμα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Και πρώτον. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε στους ώμους του αξιόποινες πράξεις, δρούσε στην παρανομία, σκόρπιζε τον φόβο και εισέπραττε, όχι μόνο την περιφρόνηση, αλλά και το μίσος των ανθρώπων της εποχής του. Και όμως, αυτό το αποτρόπαιο πρόσωπο, αυτός ο απάνθρωπος, που και εμείς θα ήμασταν έτοιμοι να τον καταδικάσουμε αν ζούσε στην εποχή μας, τιμάται αυτήν την αγία ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, μαζί με τα Άχραντα Πάθη του Κυρίου μας.

Και διερωτάται κανείς : Πως αυτό το πρόσωπο προπορεύεται του χορού των Προφητών και των Δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης; Πως έφθασε στο σημείο να κλέψει τη Βασιλεία των Ουρανών;

Και απαντά η Αγία μας Εκκλησία με έναν στίχο της Ακολουθίας των Αγίων Παθών : «κεκλεισμένας ήνοιξε της Εδέμ πύλας, βαλών ο ληστής κλείδα το μνήσθητί μου»2, δηλαδή, ο ληστής άνοιξε τον σφραγισμένο Παράδεισο βάζοντας σαν κλειδί στην ασφαλισμένη πόρτα το «μνήσθητί μου».

Ο Ιερός Χρυσόστομος βρίσκει την ευκαιρία σε μία ομιλία του να μακαρίσει τον ληστή και μάλιστα να επαινέσει την ομολογία του, γιατί, ενώ βλέπει τον Χριστό σταυρωμένο και καταδικασμένο, δεν Τον βλασφημεί, ούτε Τον κατηγορεί, όπως ο έτερος των ληστών, ούτε ακόμη παρασύρεται από αυτόν. Αντιθέτως μάλιστα, επιτίθεται έντονα και του λέγει: «ουδέ φοβή συ τον Θεόν;»3

Είδες θάρρος επάνω στο σταυρό, είδες πίστη, είδες ευσέβεια; Δεν αξίζει να τον θαυμάζουμε για την γενναιότητά του, αφού είχε τα λογικά του, ενώ ήταν κρεμασμένος με καρφιά και υπέμενε τους ανυπόφορους πόνους από τα καρφιά;... Γιατί όχι μόνο δεν φρόντιζε για τους πόνους του, αλλά αδιαφόρησε για τα βάσανά του... και προσπαθούσε να γίνει διδάσκαλος (του άλλου ληστού) επάνω στο σταυρό... Είναι σαν να του λέγει, μην προσέχεις στο επίγειο δικαστήριο, μη βλέπεις μόνο αυτά που γίνονται τώρα, υπάρχει άλλος κριτής αόρατος, το δικαστήριό του είναι αμερόληπτο και δεν είναι δυνατόν να κάνει λάθος4.

Δεύτερον. Ήταν μεγάλος αυτός ο λόγος του ληστού, πολύ δε περισσότερο η ετυμηγορία του και η υπεράσπιση, την οποία προσφέρει την έσχατη αυτή ώρα στον καταδικασμένο από το πλήθος των Φαρισαίων και των Γραμματέων Δεσπότη Χριστό.

Πως μπόρεσε, αλήθεια, μέσα σε αυτήν την εξαθλίωση και την ατιμία, την κατακραυγή και τις ειρωνείες, να γνωρίσει «τον ζωής κυριεύοντα και θανάτου δεσπόζοντα»;

Πως κατόρθωσε να απωθήσει αυτήν τη δύσκολη ώρα, τον μάταιο και απατηλό κόσμο της παρούσης ζωής, την πρόσκαιρη απόλαυση και τον παράνομο πλουτισμό με τα αγαθά των άλλων ανθρώπων, προκειμένου να κερδίσει την Βασιλεία των Ουρανών και να πει στον Χριστό : «μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου»;

Γιατί, ο Κύριος δεν είπε στον ληστή, όπως είπε στον Πέτρο και στον Ανδρέα, “Ελάτε και θα σας κάνω ικανούς να ψαρεύετε ανθρώπους”... Δεν του είπε ούτε μία λέξη. ο εσταυρωμένος ληστής δεν είδε θαύματα, ούτε ν’ ανασταίνεται κάποιος νεκρός, ούτε να διώχνονται δαίμονες... ούτε του μίλησε για τη Βασιλεία των Ουρανών. Και από που γνώριζε, άραγε, τη βασιλεία των ουρανών5;

«Πεπίστευκεν εις Αυτόν, βασιλέα εκάλει, καίτοι σταυρούμενον»6 θα προσθέσει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Αν και Τον ατενίζει ταπεινωμένο στον Σταυρό, εν τούτοις βασιλέα Τον προσφωνεί και Τον αναγνωρίζει. Πως μπόρεσε αυτός την ύστατη εκείνη ώρα να ξεπεράσει σε πίστη και ομολογία όλα τα πλήθη εκείνα των ανθρώπων που άκουσαν την μελίρρυτη διδασκαλία του Χριστού, που έζησαν την παρουσία των θαυμάτων Του και απήλαυσαν τον αστείρευτο ποταμό της αγάπης Του;

Απλούστατα, ο ληστής, λαμβάνοντας τη χάρη του Θεού, πιστεύει στην αναμαρτησία του Χριστού και αυτή η πίστη τον οδηγεί στην ομολογία και στην ελπίδα του ελέους του Θεού. Έτσι, ακούει από τα θεϊκά χείλη του Χριστού το «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω Παραδείσω»7.

Γεμάτος θαυμασμό θα αναφέρει ο Ιερός Χρυσόστομος : «Αν και βέβαια κανείς βασιλιάς δεν θα ανεχόταν ποτέ έναν ληστή η κάποιον άλλον υπήκοό του να καθίσει κοντά του και να μπει έτσι μέσα στην πόλη, ο φιλάνθρωπος όμως Κύριος το έκαμε αυτό.

Γιατί μπαίνοντας στην ιερή πατρίδα, φέρει μαζί Του μέσα σε αυτήν τον ληστή, όχι για να προσβάλλει τον παράδεισο με την παρουσία του ληστή, αλλά για να τον τιμήσει με αυτόν τον τρόπο περισσότερο. Γιατί ήταν τιμή για τον παράδεισο το να έχει τέτοιον Κύριο, τόσο δυνατό και φιλάνθρωπο, ώστε να μπορέσει και τον ληστή να κάμει άξιο να απολαύσει τον παράδεισο»8.

Λοιπόν, «Μικράν φωνήν αφήκεν ο Ληστής εν τω σταυρώ, μεγάλην πίστιν εύρε, μια ροπή εσώθη»9. Ένας ληστής γίνεται παράδειγμα μετανοίας, ταπεινώσεως και ομολογίας.

Ένας ληστής, ο οποίος μας υπενθυμίζει σήμερα ότι δεν μας δικαιώνουν, ούτε μας εισάγουν μόνον οι καλές μας πράξεις στη Βασιλεία των Ουρανών. Δεν μας αποκλείουν ακόμη, και αυτό είναι το πιο σπουδαίο, οι πολλές και μεγάλες αμαρτίες.

Ο λόγος του Χριστού είναι χαρακτηριστικός και επίκαιρος σήμερα : «ου γαρ ήλθεν καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν»10. Την είσοδό μας στη Βασιλεία των Ουρανών την αποκλείει η σκληροκαρδία μας, ο εγωισμός μας και η απουσία της μετανοίας. Μας την ανοίγει όμως η θύρα του ελέους του Θεού και συγχρόνως η βαθειά μας μετάνοια.

«Ας μην απελπιστούμε ποτέ για τον εαυτό μας, αλλά κατανοώντας το ανέκφραστο μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού, ας διορθώσουμε τα σφάλματά μας.

Γιατί, αν τον ληστή που βρισκόταν επάνω στον σταυρό τον θεώρησε άξιο τόσης μεγάλης τιμής, πολύ περισσότερο θα θεωρήσει εμάς άξιους για την φιλανθρωπία Του... Ο ληστής εξομολογήθηκε και βρήκε ανοικτό τον Παράδεισο. Ο ληστής γίνεται διδάσκαλός μας. Ας μην ντραπούμε λοιπόν να πάρουμε για διδάσκαλο άνθρωπο... που φάνηκε άξιος να ζήσει μέσα στον Παράδεισο».

Αυτός, λοιπόν, ας είναι ο οδηγός μας στην παρούσα ζωή.

1. Ρωμ. 5,8-10
2. Συναξάριον Μεγάλης Παρασκευής
3. Λουκ. 23,40
4. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Ομιλία Β’ εις τον Σταυρόν, ΕΠΕ 36,51
5. ο.π., ΕΠΕ 36,49
6. Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν, ΕΠΕ 26,266
7. Λουκ. 23,43
8. Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο.π., ΕΠΕ 36,45
9. 14ο Αντίφωνο Όρθρου Μεγ. Παρασκευής
10. Ματθ. 9,13
https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/28556-basilea-auton-ekalei-kaitoi-stauroumenon

Ο Νυμφίος που σταυρώσαμε…


~ Ηταν ένας φτωχός βεδουίνος, που έδειχνε στα καραβάνια το δρόμο μέσα στην έρημο.

Κάποτε όμως, παρασυρμένοι από το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού έβλεπαν οάσεις στον αντίθετο δρόμο. Αρχισαν να τον υποψιάζονται ότι τους παραπλανά. Και σε κάποια στιγμή τού επιτέθηκαν και τον αιματοκύλισαν. Πρόλαβε όμως εκείνος, ύψωσε το χέρι κατά τον ορίζοντα και τούς έδειξε:

«Αυτός είναι ο δρόμος! Ακολουθήστε τον, γιατί αλλιώς χαθήκατε», είπε και ξεψύχησε…
Κατάπληκτοι εκείνοι από την ύστατη αυτή χειρονομία αναρωτήθηκαν. Ενας, που επιμένει μέχρι θανάτου, μπορεί να λέει ψέματα; Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, το δρόμο του… Έπειτα από κάμποσα μίλια έφτασαν στην όαση.

Μετανιωμένοι ξαναγύρισαν στον τόπο του εγκλήματος και έστησαν εκεί μνημείο ευγνωμοσύνης:

Ενα χέρι που τρεμοσβήνοντας δείχνει το δρόμο!

Και η Εκκλησία υψώνει ένα άλλο μνημείο. Δύο χέρια απλωμένα στο Σταυρό, αιμόφυρτα να δείχνουν στον πλανεμένο άνθρωπο το σωστό δρόμο.

– Μέσα στα σκοτάδια της εποχής μας, πολλοί εμφανίζονται σαν σωτήρες και μάς απλώνουν το χέρι. Το χέρι όμως, που μπορεί να μας σώσει είναι ένα. Πώς όμως θα μπορέσουμε, Γέροντα, να το ξεχωρίσουμε μέσα στο σκοτάδι από τα άλλα τα ψεύτικα; ρώτησε τον ασκητή.

Κι εκείνος, τού απάντησε:

– Αφού το ψηλαφίσεις, παιδί μου, θα δεις ότι είναι τρυπημένο. Το μόνο τρυπημένο χέρι από τους ήλους του Σταυρού…

Αυτό το χέρι μπορείς να το σφίξεις με εμπιστοσύνη στην παλάμη σου και να το ακολουθήσεις χωρίς δισταγμούς

Κύριε! Οσο κακό μπορούσαν να Σού κάνουν οι άνθρωποι, Σού το έκαμαν ήδη. Εκατομμύρια Ιούδες Σε φίλησαν. Λεγεώνες Φαρισαίων Σε βλασφημούν με την υποκρισία τους. Ενας αφρισμένος όχλος μέσα στους αιώνες, ζητά διαρκώς κάτω από το Πραιτώριο της ζωής το θάνατό σου. Και Πιλάτοι αναρίθμητοι, ντυμένοι μαύρα και κόκκινα, Σε παραδίνουν στο θάνατο, αφού αναγνωρίσουν την αθωότητά σου.
Σε απωθήσαμε, γιατί ήσουν πολύ αγνός για εμάς.
Σε καταδικάσαμε να πεθάνεις, γιατί ήσουν η καταδίκη της ζωής μας.
Ολες οι γενιές είναι απαράλλαχτες οι ίδιες με τη γενιά που Σε σταύρωσε.
Αλλά εμείς, θέλουμε να έλθεις μέσα στη δόξα Σου το γρηγορότερο. Θα Σε περιμένουμε κάθε μέρα, Θείε Εσταυρωμένε, που υπέφερες αγαπώντας μας και τώρα μάς κάνεις να υποφέρουμε αγαπώντας Σε.
Τζοβάνι Παπίνι

Είμαι πράγματι βασιλιάς!
Μα, όπως βλέπεις, στεφανωμένος με αγκάθια.
Γιατί είμαι βασιλιάς του πόνου. Με καλάμι εμπαιχτικό στο χέρι.
Γιατί θα είμαι ο βασιλιάς των ονειδιζομένων.
Με χλαμύδα κόκκινη.
Γιατί είμαι βασιλιάς που θέλω να απορροφήσω και να στεγνώσω σε αυτήν την χλαμύδα όλα τα αίματα των αθώων της γης.
Με τα χέρια απλωμένα στο Σταυρό.
Γιατί είμαι βασιλιάς, που θέλω να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους, μαζεμένους κάτω από τη σκιά του Σταυρού μου.
Με την πλευρά κεντημένη.
Γιατί είμαι βασιλιάς, που πρόσφερα τη δική μου καρδιά στη λόγχη του στρατιώτη, για να μπορώ να ζητήσω σαν θρόνο μου τις καρδιές όλων των ανθρώπων.

(Στάχυα, Κωνσταντίνου Κούρκουλα, τόμος Β)
πηγή: sostis.gr

Η Προσευχή της Γεθσημανής


Γέροντας Σωφρόνιος 

  Ο Χριστός περιέλαβε σ’ αυτή την προσευχή ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, από τον πρώτο Αδάμ μέχρι τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί από γυναίκα.…

 Κανένας δεν γνώρισε τόσο πόνο όπως τον αισθάνθηκε ο Χριστός.
Αυτοί που αγνοούν μια τέτοια αγάπη και αυτοί που δεν επιθυμούν να τη γνωρίσουν, ας μην εκφράσουν γνώμη για το Χριστό. Κανένας μην τολμήσει στην ανοησία του να ταπεινώσει την εμφάνιση του Χριστού ανάμεσά μας.
Γνωρίζομε από την πείρα ότι η ψυχή μπορεί να τραυματιστεί πιο τρομερά παρά το σώμα.

  Για να γνωρίσουμε μόνο «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» το δρόμο που πέρασε ο ίδιος ο Χριστός, για να μετασχηματίσουμε την γήϊνη φύση μας σε προσευχή που να αντικατοπτρίζει αμυδρά τουλάχιστον την προσευχή στη Γεθσημανή κατά την πιο τραγική νύχτα της ιστορίας της ανθρωπότητας, πρέπει να δεχθούμε θλίψη. Η δυστυχία ανοίγει την καρδιά στους πόνους όλου του κόσμου. Ο τελευταίος σταθμός αυτής της μεγάλης επιστήμης της παγκόσμιας αγάπης έρχεται όταν φτάνουμε στο κατώφλι μιας άλλης ζωής, όταν πεθαίνουμε.

  Στο πρόσωπο του πρώτου Αδάμ όλο το ανθρώπινο γένος υπέφερε μια φοβερή καταστροφή, μιάν αλλοτρίωση που είναι η ρίζα όλων των αλλοτριώσεων. Το σώμα τραυματίστηκε, ο σκελετός τσακίστηκε, η όψη – το κατ’ εικόνα Θεού – καταστράφηκε. Οι διαδοχικές γενιές πρόσθεσαν πολλά άλλα τραύματα και τσάκισμα οστών στα τραύματα του πρώτου δημιουργημένου ανθρώπου. Ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα ασθενεί.
 … Η ελαφρότερη επαφή αποτελεί βάσανο. … στην πνευματική ασθένεια είμαστε μνησίκακοι και αποδίδομε τον πόνο μας σε εξωτερική επίδραση. Έτσι και με το Χριστό. Αυτός ο μόνος αληθινός γιατρός ενδιαφέρεται για τις πληγές των αμαρτιών μας που προξενούν τον πιο οξύ πόνο σ’ όλο το ανθρώπινο γένος.

… Είναι αδύνατο να απεικονίσουμε τον πόνο του Χριστού. Τελικά κανένας δεν μπορεί να τον εννοήσει.
Ο καθένας μας θα φτάσει κάποια στιγμή στα όρια χρόνου και αιωνιότητας. Φθάνοντας σ’ αυτό το πνευματικό ορόσημο, θα καθορίσουμε το μέλλον μας στον κόσμο και ή θα αποφασίσουμε να είμαστε με το Χριστό ή θα αποχωριστούμε απ’ αυτόν. Αφού γίνει όμως η εκλογή – μαζί ή χωρίς το Χριστό – με την ελεύθερη βούλησή μας για όλη την αιωνιότητα, ο χρόνος πια δεν λειτουργεί.

Μπορεί να υποστηριχθεί με κάποια βεβαιότητα ότι σχεδόν πουθενά δεν κηρύσσεται γνήσιος Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός τόσο πολύ υπερέχει από τη συνηθισμένη αντίληψη, ώστε η προσευχόμενη καρδιά δεν αποτολμά να κηρύξει ευαγγελικό λόγο. Ο κόσμος αναζητά την αλήθεια. Αγαπά τον Χριστό. Αλλά – κυρίως στις μέρες μας – προσπαθεί να τον μειώσει στις δικές του διαστάσεις, πράγμα που μειώνει το Ευαγγέλιο, σε σημείο να παρουσιάζεται σαν ηθικό δόγμα.
Η επίτευξη της γνώσης της Αλήθειας απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ότι απαιτεί οποιαδήποτε άλλη επιστημονική μόρφωση. Ούτε η μελέτη μεγάλου πλήθους βιβλίων, ούτε η εξοικείωση με την ιστορία του Χριστιανισμού, ούτε η μελέτη διαφόρων θεολογικών συστημάτων μπορεί να μας φέρει στο σκοπό, εκτός αν εμείς συνεχώς και με όλες τις δυνάμεις μας υπακούσομε στις εντολές του Χριστού.

 Όταν όμως προείπαμε μας χαρισθεί μια σκιά έστω ομοιότητας με την προσευχή στη Γεθσημανή τότε ο άνθρωπος ξεπερνά τα όρια της ατομικότητάς του και μπαίνει σ’ ένα νέο τύπο υπάρξεως – προσωπικής υπάρξεως καθ’ ομοίωση Χριστού.
Κάθε άνθρωπος στον οποίο ο Θεός κληροδότησε το σπάνιο και φοβερό προνόμιο να γνωρίσει για λίγα λεπτά την αγωνία του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανής, θα «σκοντάψει», αργά και οδυνηρά, σε μια πειστική γνώση της αναστάσεως της ψυχής του και σε μια αντίληψη της βεβαίας και αληθινής νίκης του Χριστού. … ώ Χριστέ με τη δωρεά της αγάπης Σου, που είναι ανώτερη από κάθε γνώση, έχω περάσει κι εγώ από το θάνατο στη ζωή … Τώρα – Υπάρχω.

Επιλεγμένα κείμενα από το βιβλίο – Η ζωή μου η ζωή του

Εσύ, ποιος είσαι;


 Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο Ιούδας. Λες πως είσαι φίλος, μα όταν βρεις την ευκαιρία, δε διστάζεις για τριάκοντα αργύρια, με ένα φιλί τους ανθρώπους σου να τους προδώσεις.

Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο Πιλάτος. Κάθε φορά που τα πράγματα ζορίζουν, εσύ ‘’νίπτεις τας χείρας σου’’. Δεν παίρνεις την ευθύνη ούτε για τις πράξεις σου, ούτε για τη ζωή σου.

 Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι και εσύ ένας από τους Γραμματείς και τους 
Φαρισαίους. Για τον κόσμο όλο, τίμιος, δίκαιος, καθαρός, μέσα σου όμως, να κρύβεις, μίσος, οργή, ζήλεια, υπερηφάνεια, ασπλαχνία.

 Το πιο εύκολο πράγμα είναι να είσαι ο όχλος. Χάβρα Ιουδαίων. Να μην έχεις βούληση. Να μην παίρνεις καμία ευθύνη. Να μην βάζεις το μυαλό σου να σκεφτεί. Απλά να ακολουθείς. Σαν πρόβατο. Και ‘’άρον άρον’’ να ζητάς να σταυρωθεί, αυτός που μέχρι χθες επευφημούσες.

 Το πιο εύκολο πράγμα είναι να είσαι ο Βαραββάς. Να χτίζεις τη δική σου ελευθερία, τη δική σου ζωή, εις βάρος κάποιου άλλου.

Το πιο εύκολο πράγμα, είναι να είσαι ο ληστής στα αριστερά. Και ακόμα και εκεί, στην έσχατη στιγμή σου, να μην λες ένα ‘’ήμαρτον’’, αλλά να βρίζεις, να φωνάζεις, να κατηγορείς και να χλευάζεις άλλους για τα δικά σου λάθη.

Το δύσκολο, είναι να είσαι ο Χριστός. Να σταυρώνεσαι καθημερινά για χάρη όσων αγαπάς και παρόλα αυτά να ψιθυρίζεις πάνω από το σταυρό ‘’ Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι’’…

Ελευθέριος Ελευθεριάδης

Στης τρίτης μέρας την αυγή περίμενέ με, θα ’ρθω και πρώτη θα με δεις εσύ, μητέρα μου!


π. Δημητρίου Μπόκου
«…θρηνήσατε συν εμοί, τη του Θεού υμών μητρί» ( Εγκώμια Μεγ. Παρασκευής) 

 Καθώς ο πραίτωρας απάγγειλε την τελική του απόφαση, η οχλοβοή εντάθηκε κατακόρυφα. Υψώθηκε στον αέρα, στριφογύρισε πάνω απ’ το πραιτώριο και σάρωσε τα λιθόστρωτα της πόλης, απλώνοντας τη χλωμάδα του θανάτου παγερή στο πέρασμά της. Ο Υιός του Ανθρώπου παραδόθηκε στη σταύρωση. 

  Χαμένη στο ανάστατο πλήθος η μάνα, ένοιωσε στο άκουσμα της καταδίκης να λιποθυμάει. Κοφτερό σπαθί τα λόγια του πραίτωρα έσχισαν την καρδιά της. Η γοερή κραυγή απ’ τα σφιγμένα της χείλη σμίχτηκε με τις κραυγές του έξαλλου πλήθους. Τα μάτια της θόλωσαν. Έγειρε να πέσει, μα η Σαλώμη και η Ιωάννα τη συγκράτησαν. Καθώς το αίμα έφευγε απ’ το πρόσωπό της και η πνοή της έσβηνε, οι γυναίκες που την παράστεκαν την κύκλωσαν παρευθύς. Η Μαρία του Κλωπά, η Μαγδαληνή, η σύζυγος του Χουζά, η μητέρα Ιωάννου και Ιακώβου, των υιών Ζεβεδαίου. 

  Η τραχειά φωνή του κεντυρίωνα σκέπασε προς στιγμήν τα βουητά του συρφετού. Στοιχισμένοι σε αρραγή πυκνή γραμμή οι πραιτωριανοί, όρθωσαν τα αιχμηρά δόρατα συγκρατώντας το πλήθος. Η φάλαγγα άρχισε αργά να προχωρεί. Ο Υιός του Ανθρώπου στράφηκε με κόπο. Κάθιδρο, με ακάνθινο στέμμα το πρόσωπό του, αυλακωμένο από θλίψη και πόνο, ατένισε μολαταύτα ήσυχα τον μαινόμενο όχλο. Το βλέμμα του σταμάτησε πάνω στη συντετριμμένη μητέρα του. Σπρωγμένη από άφατο πόνο εκείνη προσπάθησε να τρέξει κοντά του, μα στάθηκε αδύνατο να σπάσει τον κλοιό. Οι ματιές τους συναντήθηκαν με
ανείπωτο σπαραγμό. Τι ειπώθηκε από μάνα και γιο στο φευγαλέο εκείνο άγγιγμα των ψυχών τους; 

Ο εκατόνταρχος Λογγίνος περνώντας δίπλα της πρόσεξε την έντασή της. 
- Αχ, Κύριέ μου, σε παρακαλώ...! ξέσπασε με πόνο η μάνα, μα ό,τι κι αν ήθελε να πει, πνίγηκε στους σπαραχτικούς της λυγμούς. 
Ο κεντυρίωνας κοντοστάθηκε αμήχανος. Καθώς αντιλήφθηκε ποιά ήταν, μια βαθειά συμπόνια χύθηκε στην καρδιά του. 
- Έχεις τον λόγο μου, σεβαστή κυρία! είπε χαμηλόφωνα σκύβοντας προς το μέρος της. Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ γι’ αυτόν. 
- Να ’σαι ευλογημένος, κύριέ μου! ψιθύρισε εκείνη και το μητρικό της βλέμμα τον αγκάλιασε με στοργή. 

  Πιασμένος από δεκάδες χέρια φάνηκε απ’ αντίκρυ ο τεράστιος σταυρός. Ερχόταν από μακριά. Απ’ την πολύ παλιά εποχή, δύο χιλιάδες χρόνια πριν. Όταν τρεις άγγελοι στην πόρτα του Αβραάμ άφησαν τα τρία κατάξερα ραβδιά τους, από κέδρο, πεύκο και κυπαρίσσι, για ευλογία. Τα φύτεψε κάποτε ο Λωτ, τα τρία μαζί, πασχίζοντας να βρει την άφεση για αμαρτήματα βαριά. Και όταν τα πότισε με το νερό του Ιορδάνη, φερμένο με κόπο από μιας μέρας δρόμο μακριά, εκείνα βλάστησαν. Θέριεψαν, έθρεψαν σ’ έναν κορμό, έγιναν δέντρο δυνατό, πελώριο. Το ’κοψαν, όταν χτιζόταν ο περίφημος ναός του Σολομώντα, μα οι τεχνίτες δεν κατάφεραν να ταιριάξουνε το ξύλο του πουθενά. 
«Καταραμένο ξύλο», είπαν και το πέταξαν στον σκουπιδότοπο. Μα εκείνο δεν ταίριαζε, γιατί προοριζόταν γι’ αλλού, για τον ναό «του σώματος Αυτού». Αυτόν που τώρα με μανία κατεδάφιζαν της ανομίας οι εργάτες, μα και που έμελλε σε τρεις μονάχα μέρες να ξαναχτιστεί. 

Ο δεύτερος από τους τρεις αγγέλους, Υιός Ανθρώπου τώρα, αποτράβηξε το βλέμμα του απ’ το βαθύ παρελθόν. Αντικρύζοντας και το δικό του ραβδί ενωμένο αχώριστα, μα και ασύγχυτα, με τα άλλα δύο μες στο σκληρό ξύλο του σταυρού, χαμογέλασε πονεμένα. 
- Έλα λοιπόν, ευλογημένο ξύλο, να τελειώσουμε το έργο που τότε ξεκινήσαμε, ψιθύρισε με ιλαρό πρόσωπο. Αρκεί πια η αναμονή του Αβραάμ. Πλημμύρισε κιόλας αγαλλίαση βλέποντας να φτάνει η μέρα ετούτη. 

 Το βασανισμένο του σώμα έσκυψε και ο τεράστιος σταυρός ακούμπησε στους ματωμένους ώμους. Η θλιβερή ετερόκλιτη συνοδεία βάδισε ανοδικά, αργά, επώδυνα την οδό του μαρτυρίου. Μα όχι για πολύ. Τα βήματα του μεγάλου κατάδικου κάτω απ’ το βάρος του σταυρού δυσκόλευαν συνεχώς, ώσπου κατέρρευσε. Το λιθόστρωτο κοκκίνισε, καθώς το θεϊκό σώμα καθημαγμένο, με χαίνουσες τις πληγές, σωριάστηκε. 

  Η ταλαίπωρη μάνα έβγαλε σπαραχτική κραυγή. Ένοιωσε πως έφτασε η τελευταία της στιγμή. Στη φωνή της σήκωσε τα θολά του μάτια, αν και μισολιπόθυμος ο γιος. Μόνος, κατάμονος αυτός, μα έπρεπε να τη βοηθήσει. Ο πόνος της ήταν βαθύς, πάνω απ’ τα μέτρα τα ανθρώπινα. Γιατί και η αγάπη της είχε διαβεί τα όρια του ανθρώπου. Κι όσο η αγάπη πιο απύθμενη, τόσο κι ο πόνος πιο απέραντος. Αγάπη για τον γιο της, μα και για τον λαό που είχε ξεστρατίσει, τον λαό της. 
H μάνα λύγιζε και χανόταν, μα η τελευταία της ματιά ήταν καρφωμένη στα σβησμένα μάτια του μοναχογιού της. Μια παράξενη λάμψη απ’ το θολό εκείνο βλέμμα του άστραψε τότε και την αγκάλιασε ολόκληρη. Μια μυστική δύναμη χύθηκε πάραυτα μέσα της και τη στερέωσε. 
- Γιέ μου! Γλυκύτατο τέκνο μου! μουρμούρισε, καθώς τα δάκρυά της κυλούσαν ποτάμι. Σε βλέπω μπρος μου αδύναμο, κατάστικτο απ’ τις πληγές και τους μώλωπες και η ψυχή μου σπαράζει. Μα δεν ξεχνώ πως είσαι παρά ταύτα και πανσθενουργός. Και ως παντοδύναμο Θεό και Κύριό μου σε αναγνωρίζω και σε προσκυνώ. 

 Ο εκατόνταρχος Λογγίνος έσπευσε με δυο αφοσιωμένους στρατιώτες του δίπλα στον πεσμένο κατάδικο. Παραμέρισαν προσεκτικά τον σταυρό του. Τα στιβαρά χέρια των πραιτωριανών ακούμπησαν σχεδόν ευλαβικά τις ξεσχισμένες σάρκες για να τον ανασηκώσουν. 
  Μες απ’ το πλήθος όρμησε την ίδια στιγμή ακάθεκτη μια νεαρή. Πριν προλάβει να την εμποδίσει κανένας, ήταν κιόλας γονατισμένη δίπλα του. Με το μαντήλι της η Βερονίκη σκούπιζε απαλά το πρόσωπό του, αγνώριστο απ’ τον ιδρώτα, τη σκόνη και τα αίματα. Τέλειωσε γρήγορα κι επιδέξια τη δουλειά της, αψηφώντας τις ύβρεις που στροβιλίζονταν γύρω της. Μα καθώς έκαμε να σηκωθεί, είδε το λερωμένο μαντήλι που κρατούσε και μαρμάρωσε. 

- Κύριέ μου! ψέλλισε μονάχα εκστατική. 
 Απ’ το πολυβασανισμένο εκείνο πρόσωπο, όπου δεν είχε απομείνει ίχνος χάρης και ομορφιάς, μια θεϊκά υπέροχη, σαγηνευτική μορφή είχε αχειροποίητα εντυπωθεί στο μαντήλι της Βερονίκης. 

Στο μεταξύ ο Λογγίνος δεν άργησε να ξεχωρίσει στο κινούμενο πλήθος ένα στιβαρό παράστημα. 
- Εσύ! φώναξε αμέσως δείχνοντάς τον με το χέρι. 
 Μ’ ένα του νεύμα οι δυο στρατιώτες τον έφεραν μπροστά. Ο Σίμων, πάροικος απ’ την Κυρήνη, μόλις που επέστρεφε απ’ τον αγρό. Έμπλεξε με το πλήθος, όταν τα δυό του παιδιά, Αλέξανδρος και Ρούφος, γεμάτα περιέργεια για την έκβαση των γεγονότων, τον τράβηξαν προς τα ’κει. 
- Εσύ θα πάρεις τον σταυρό! πρόσταξε ο Λογγίνος. 
 Ο Σίμων ξαφνιάστηκε. Μα το ύφος του κεντυρίωνα δεν σήκωνε αντίρρηση. Από την άλλη, βλέποντας τον μεγάλο κατάδικο, ένα κύμα ανεξήγητης συμπόνιας τον συνεπήρε. Έσκυψε χωρίς κουβέντα και φορτώθηκε τον σταυρό. 

Οι γυναίκες που συνόδευαν τη δύστυχη μάνα χτυπιόντουσαν και θρηνούσαν μαζί της. Ο Υιός του Ανθρώπου στράφηκε προς αυτές. 
- Μην κλαίτε για μένα, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, είπε. Κλάψτε για σας και τα παιδιά σας. Γιατί μεγάλες συμφορές θα βρουν τον τόπο τούτο. 

Είχε πάει μεσημέρι, όταν έφτασαν στον τόπο του Κρανίου. Η κουστωδία ανέλαβε το μακάβριο έργο της. Τα καρφιά μπήχτηκαν, ο σταυρός ανυψώθηκε. 
Η ταλαίπωρη μάνα ένοιωσε το κάθε καρφί να μπήγεται στην καρδιά της. Ο νους της δεν χώραγε τα όσα συνέβαιναν. Πώς πέθαινε άδικα η πηγή της ζωής; Πώς κρεμόταν στον σταυρό αυτός που κρατούσε στην παλάμη του τα σύμπαντα; Απαρηγόρητη οδυρόταν η άμοιρη. 

Ήταν η έκτη ώρα της ημέρας. Η ώρα που στον Παράδεισο ο Πρωτόπλαστος αποτόλμησε την αμαρτία. Την ίδια ώρα τώρα το χειρόγραφο της αμαρτίας εκείνης προσηλώθηκε στον σταυρό. 
 Θαμμένο στον γυμνό εκείνο λόφο το κρανίο του Πρωτόπλαστου περίμενε χιλιάδες χρόνια τη στιγμή αυτή. Κάνοντας αυλάκι το αίμα απ’ τις πληγές του νέου Αδάμ, πότισε τη γη, χώθηκε βαθιά στα σπλάχνα της, έφτασε ως το κρανίο του Πρωτόπλαστου. Στο ζεστό, ζωοποιό του άγγιγμα σκίρτησε κι αναγάλλιασε ο Αδάμ στ’ ανήλιαγο βασίλειο του θανάτου. 
 Μπροστά στην απερίγραπτη αλογία των ανθρώπων όμως προς τον Κτίστη, επαναστάτησε τότε η κτίση. Ο ήλιος έκρυψε το φως του και σκότος μέγα σκέπασε την οικουμένη από την έκτη ως την ενάτη ώρα της ημέρας. Σεισμός συντάραξε συθέμελα τη γη. Οι πέτρες σχίστηκαν. Οι τάφοι άνοιξαν. Νεκροί εγέρθηκαν. Το καταπέτασμα του Ναού άνοιξε από άνω έως κάτω. 

Πως άντεξε τρεις ώρες σκοτεινές η μάνα μπροστά στον σταυρωμένο γιο της; 
- Χωρίς ωδίνες σε γέννησα, παιδί μου, μα τώρα η ρομφαία που προείπε ο Συμεών, διαπερνάει την καρδιά μου.
 «Ωραίος κάλλει» ήσουνα, μα τώρα χάθηκε η ομορφιά σου. Το πρόσωπό σου ατιμάστηκε και αφανίστηκε περισσότερο απ’ το πρόσωπο κάθε ανθρώπου. Οδηγήθηκες «ως πρόβατον επί σφαγήν» για άλλων αμαρτίες και «ως αμνός άφωνος» δεν ανοίγεις το στόμα σου. 

Μέσα στο ζοφερό άφεγγο σκότος της ενάτης ώρας όμως τα σβησμένα μάτια του γιου της φώτισαν και πάλι την καρδιά της.
- «Μη εποδύρου μου, μήτερ». Μη θρηνείς για μένα, μητέρα μου, αν και με βλέπεις τώρα στον σταυρό και σε λίγο στον τάφο. Πάσχω, αλλά υπέρ του κόσμου. Γρήγορα θ’ αναστηθώ και θα υψώσω μαζί μου όσους πιστεύουν σε μένα και με αγαπούν. Και τώρα ας είναι για σένα, που ποτέ δεν μ’ εγκατέλειψες από την ώρα που με γέννησες, η τελευταία μου φροντίδα. Στα χέρια του αγαπημένου μαθητή μου σ’ εμπιστεύομαι, στον Ιωάννη. Μητέρα μου, να, αυτός θα ’ναι τώρα ο γιος σου. 

Έστρεψε το κεφάλι του προς τη μερια που έστεκε ο Ιωάννης. 
- Ανάλαβέ την τώρα συ, Ιωάννη. Αυτή θα ’ναι η μητέρα σου. 
Όλα πλέον είχαν τελειώσει. Και τότε από τα ξέπνοα εκείνα στήθη κραυγή μεγάλη τράνταξε τον φριχτό Γολγοθά. 
- «Τετέλεσται». 
Και κλίνοντας την κεφαλή παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Πατέρα του. Συγκλονισμένος ο Λογγίνος φώναξε: 
- Αληθινά Υιός Θεού ήταν ο άνθρωπος αυτός. 

Για τη συντετριμμένη μάνα όμως τίποτε δεν είχε τελειώσει. 
- Έδυσες πια, το φως των οφθαλμών μου, γιε μου! Και θέλησες εγώ να μείνω πίσω και να ζήσω. Μένω λοιπόν και περιμένω, όπως προείπες, την Ανάσταση. 

- Στης τρίτης μέρας την αυγή περίμενέ με, θα ’ρθω και πρώτη θα με δεις εσύ, μητέρα μου! ... μες στην καρδιά της άκουσε ξανά σαν βάλσαμο γλυκό τη γνώριμη φωνή η μάνα.