Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Πώς θα σωθούμε: Λόγοι παρηγοριάς στους θλιμμένους



α΄. Η καλύτερη παρηγοριά για τους θλιμμένους είναι η επίγνωση των αμαρτημάτων τους
Το πρώτο σου γιατρικό, το πρώτο παυσίπονο που θα πάρεις στον καιρό των θλίψεων, ας είναι τούτος ο καλός λογισμός, που αναφέραμε και πρίν, όται για τις πολλές σου αμαρτίες σου άξιζαν χειρότερα δεινά. Και μην τολμήσεις να πεις, όπως μερικοί ανόητοι, ότι δεν έχεις κάνει κανένα κακό. Όλοι έχουμε αμαρτήσει, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο. 
Όταν οι άγιοι Τρεις Παίδες μέσα στο καμίνι δόξαζαν το Θεό λέγοντας, “Ας είσαι δοξασμένος Κύριε, γιατί με ακρίβεια και δικαιοκρισία ξεσήκωσες όλα τούτα εναντίον μας, εξαιτίας των αμαρτιών μας” (Δαν., Προσ. Άζαρ.: 2, 4), τι να πούμε εμείς; Όταν ο μέγας Παύλος ομολογούσε ότι είναι ο πρώτος των αμαρτωλών (Α΄Τιμ. 1:15), δεν θα είμαστε αναίσθητοι και θρασύτατοι αν αρνηθούμε τη δική μας αμαρτωλότητα;
Όταν, λοιπόν, σε χτυπήσει μια συμφορά, αναλογίσου πόσες φορές παραβίασες τις θείες εντολές, πόσες φορές υπερηφανεύθηκες, θύμωσες, αδίκησες, έβρισες, υποκρίθηκες, συκοφάντησες ή μ΄οποιονδήποτε άλλο τρόπο έσφαλες ενώπιον του Κυρίου, από τον οποίο τόσο έχεις ευεργετηθεί, και απέναντι στους συνανθρώπους σου, τους οποίους οφείλεις ν΄αγαπάς σαν τον εαυτό σου. 
Και τότε θα παραδεχθείς και θα ομολογήσεις με ντροπή, ότι και αυτή και άλλη βαρύτερη παίδευση έπρεπε να σου στείλει η δικαιοκρισία του Θεού, πού, όπως δεν αφήνει αρετή αβράβευτη, έτσι δεν αφήνει και αμαρτία απαίδευτη.
Αν για έναν και μόνο υπερήφανο λογισμό τιμωρήθηκε τόσο αυστηρά ο Εωσφόρος, πού σαν άγγελος ήταν το εκλεκτότερο δημιούργημα του Πλάστη, πόσο πρέπει να τιμωρηθείς εσύ, ο άνθρωπος, πού τόσες φορές και με τόσους τρόπους έχεις υπερηφανευθεί ενώπιον Θεού και ανθρώπων; Αν για μια και μόνη παράβαση εξορίστηκε ο Αδάμ από τον παράδεισο, τι πρέπει να πάθεις εσύ, που τόσες παραβάσεις και ανομίες κάνεις καθημερινά;
Με τέτοιες και άλλες παρόμοιες σκέψεις θα παρηγορηθείς και θα καταλάβεις πώς οι θλίψεις, που δοκιμάζεις, είναι ασήμαντες μπροστά σ΄αυτές που θα σου άξιζαν, όταν μάλιστα έτσι καθαρίζεσαι και αποκτάς ελπίδα σωτηρίας. Γιατί είναι σαν να χρωστάς σε κάποιον χίλια φλουριά, κι απ΄αυτά να πληρώνεις μόνο δέκα στο δανειστή σου, που σου χαρίζει μεγαλόψυχα τα υπόλοιπα.

β΄. Η παρηγοριά της προσευχής
Δεν υπάρχει στον κόσμο υψηλότερη εργασία από την προσευχή, γιατί αυτή ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Για το μεγαλείο και τη σπουδαιότητά της, τους τρόπους και τ΄αποτελέσματά της μας μιλούν διεξοδικά οι ιερές Γραφές και οι άγιοι Πατέρες. Εδώ τώρα θα τονίσουμε μόνο πόσο βοηθάει στις θλίψεις.
Πραγματικά, δεν υπάρχει πιο μεγάλη παράκληση από την καταφυγή στον Κύριο με την προσευχή. “Στον Κύριο προσευχήθηκα δυνατά, όταν με βρήκαν θλίψεις, και με άκουσε”, λέει ο προφήτης Δαβίδ (Ψαλμ. 119:1).
Αυτό έκαναν όλοι οι άγιοι στις θλίψεις τους, και η θεία βοήθεια δεν αργούσε, όπως δεν αργεί ποτέ ν΄ανταποκριθεί στην ικεσία του δικαίου. Είναι, άλλωστε, ρητή η υπόσχεση του Κυρίου: “Ζήτησε τη βοήθειά μου στη θλίψη σου, και θα σε γλυτώσω απ΄αυτήν” (Ψαλμ. 49:15).
Μόλις, λοιπόν, πέσει επάνω σου ηθλίψη,μη μικροψυχήσεις, μην ταραχθείς. Στρέψε ικετευτικά τα μάτια σου στον ουρανό, και ζήτα ταπεινά τη θεία βοήθεια.
Αν συμφέρει την ψυχή σου και συμβάλλει στη σωτηρία σου η απαλλαγή από τη δοκιμασία, να μην έχεις αμφιβολία ότι ο Θεός θα εισακούσει την προσευχή σου και θα σε απαλλάξει. Αν όμως αυτό είναι ασύμφορο για την ψυχή σου -πράγμα που μόνο Εκείνος, ο πάνσοφος, γνωρίζει- μήτ΄εσύ δεν θα πρέπει να το θέλεις.
Καλύτερα είναι να θλίβεσαι πρόσκαιρα τώρα, παρά να στερηθείς την αιώνια ζωή.
Όπως και να έχει το πράγμα, μη σταματήσεις να προσεύχεσαι. Γιατί πολλές φορές ο Κύριος επιτρέπει να μας βρουν οι θλίψεις για να τρέξουμε κοντά Του.
Όταν όλα πηγαίνουν καλά, Τον ξεχνάμε. Και όταν αρχίζουν τα προβλήματα, τότε Τον θυμόμαστε! Είμαστε κι εμείς σαν τ΄άμυαλα παιδάκια, πού, όταν είναι χορτάτα και δεν έχουν καμιά δυσκολία, το ρίχνουν στο παιχνίδι και ξεχνούν τους γονείς τους, όταν όμως πεινάσουν ή πέσουν και χτυπήσουν πουθενά, τότε τρέχουν κλαίγοντας στους γονείς και ζητούν βοήθεια.
Όλα τα καλά με την προσευχή τ΄ αποκτάμε. Και όλα τα λυπηρά με την προσευχή τα ξεπερνάμε. Γι΄αυτό ο Ιησούς είπε: “Να μένετε άγρυπνοι και να προσεύχεστε αδιάκοπα” (Λουκ. 21:36).
Με την προσευχή θα νικήσεις κι εσύ τις θλίψεις, με την προσευχή θ΄αποκτήσεις τις αρετές, με την προσευχή θα ενωθείς με τον Κύριο, με την προσευχή θα γίνεις μέτοχος της μακαριότητός Του.

γ΄. Επτά ωφέλιμες και παρήγορες σκέψεις
Στον καιρό των θλίψεων θα ωφεληθείς πολύ, αν φέρνεις συχνά στο νου σου τις ακόλουθες σκέψεις, μελετώντας και αναλύοντάς τες σε βάθος και πλάτος με τον δικό σου τρόπο και λογισμό.
1. Τι ήσουνα πρίν γεννηθείς, πρίν κάν συλληφθείς στη μήτρα της μητέρας σου; Δεν είχες μήτε σώμα μήτε ψυχή μήτε αίσθηση καμιά. Δεν ήσουνα τίποτα! Και το τίποτα, το μηδέν, είναι λιγότερο κι από ένα άχυρο, ένα χορταράκι, έναν κόκκο σκόνης. Γιατί αυτά έχουν ύπαρξη, εσύ όμως πρίν από τη σύλληψή σου δεν είχες.
2. Στοχάσου την ευσπλαχνία του πανάγαθου Θεού, πού από το τίποτα σε δημιούργησε “κατ΄εικόνα” Του, δίνοντάς σου όχι μόνο το υπερθαύμαστο ανθρώπινο σώμα, αυτό το θαύμα των θαυμάτων, με την ποικιλία των οργάνων και των λειτουργιών και των αισθήσεων, αλλά και τη μοναδική θεοειδή ψυχή, με τον λογικό νου, τη θέληση, τη μνήμη και τις άλλες δυνάμεις.
3. Αναλογίσου μετά απ΄αυτό, πόση πρέπει να είναι η ευγνωμοσύνη σου σ΄Εκείνον, τον ύψιστο και πανάγαθο Ευεργέτη σου, από τον οποίο πήρες δωρεάν τόσα χαρίσματα, πόσο χρωστάς να Τον αγαπάς, να Τον ευχαριστείς, να Τον δοξολογείς, να Τον υπηρετείς, και πόσο να προσέχεις, ώστε ποτέ να μην Του φταίξεις και να μην Τον πικράνεις.
4. Αναλογίσου τώρα την αγνωμοσύνη σου απέναντι στον Πλάστη σου, μια και έκανες ακριβώς τα αντίθετα απ΄αυτά που έπρεπε. Αντί να Τον αγαπάς και να Τον ευχαριστείς και να Τον υμνείς και να Τον ευαρεστείς, εσύ Τον καταφρόνησες και Τον εγκατέλειψες και Τον λύπησες, προτιμώντας τα πρόσκαιρα πράγματα και τις εφάμαρτες ηδονές.
5. Συλλογίσου πόσες τιμωρίες θα σου άξιζαν για την αχαριστία σου τούτη και πόσο δίκιο θα είχε ο Κύριος, αν σου στερούσε όλα όσα σου έδωσε, ακόμα και τη ζωή, το μεγαλύτερο δώρο Του. Αυτή η σκέψη, πιο πολύ απ΄όλες τις άλλες, θα σου εμπνεύσει θείο φόβο και θα σε βοηθήσει να υπομείνεις κάθε θλίψη, καθώς θα παραδεχθείς αναμφίβολα πώς υποφέρεις λιγότερο απ΄όσο σου πρέπει.
6. Θαύμασε την άπειρη και ανερμήνευτη αγαθότητα του Θεού μας, πού, ενώ μπορεί αυτήν ακριβώς τη στιγμή να σε τιμωρήσει βαριά και να σε θανατώσει και να σε κολάσει αιώνια, περιμένει ο πολυεύσπλαχνος τη μετάνοιά σου. Κι αν σε παιδεύει τώρα με μικρές και παροδικές θλίψεις, το κάνει για το καλό σου, σαν στοργικός Πατέρας, για να βγεις από τον κακό δρόμο της αμαρτίας και να έρθεις στον ίσιο της αρετής, ώστε τελικά, λουσμένος και καθαρισμένος στο λουτρό των λυπηρών, ν΄αξιωθείς την απόλαυση του παραδείσου.
7. Αποφάσισε, από δω κι εμπρός τουλάχιστον, να δαπανήσεις όλη την υπόλοιπη ζωή σου, τη ζωή που ανήκει σ΄Εκείνον και όχι σ΄εσένα, στη διακονία και στη δόξα Του. Να Τον τιμάς και να Τον ευχαριστείς ακατάπαυστα για τις ευεργεσίες Του, αλλά και ν΄αποδέχεσαι καρτερικά κι αγόγγυστα τις δοκιμασίες που παραχωρεί σαν φάρμακα και γιατρικά της κακίας σου. Να θυσιάσεις, τέλος, πρόθυμα, και τιμή και περιουσία και ζωή ακόμα, παρά να Τον αρνηθείς ή να παραβείς τις εντολές Του.
Αυτά να σκέφτεσαι και να μελετάς, και θα δεις πόσο καρπό και πόση ωφέλεια θα σου δώσουν στον καιρό των θλίψεων.

Εκ του βιβλίου, '' Αμαρτωλών Σωτηρία ''
του μοναχού Αγαπίου Λάνδου του Κρητός
http://inpantanassis.blogspot.com/

Κολυμπούν στα ρηχά λασπόνερα



Μια επιφανειακή κατανόηση απορρίπτει τον χριστιανισμό, η δε αμαρτία αποφεύγει τον ίδιο τον Χριστό, όπως ο εγκληματίας το δικαστή. 
Οι επιφανειακοί και επιρρεπείς στην αμαρτία χριστιανοί καταφέρονται εξίσου συχνά εναντίον του χριστιανισμού όπως και οι άπιστοι. 
Οι επιφανειακοί και φιλαμαρτήμονες το βρίσκουν εξίσου αναπαυτικό να κολυμπούν στα ρηχά λασπόνερα των ανθρώπινων σκέψεων, απ’ ό,τι στα επικίνδυνα βαθιά νερά του Χριστού.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς Επίσκοπος Αχρίδος
http://inpantanassis.blogspot.com/

Η αξία της νυχτερινής προσευχής…



Προσευχήσου τη νύχτα. Προσευχήσου μόνος σου. Προσευχήσου χωρίς να χρησιμοποιείς βιβλίο, χωρίς κάποια φαντασίωση, χωρίς να σκέφτεσαι.
Απλώς μείνε άγρυπνος για δέκα λεπτά αφού ξυπνήσεις για να πιείς ένα ποτήρι νερό, αφού σε ξυπνήσει το παιδί σου ή κάποιος εφιάλτης. Στάσου εκεί μέσα στο σκοτάδι και μην κάνεις κάποια κίνηση ή κάποιον ήχο.
Κάνε τον χρόνο να σταματήσει, αιχμαλώτισε την στιγμή και παρουσίασε την μπροστά στον Χριστό σαν μια ταπεινή προσφορά: αυτός είμαι εγώ, αυτός είναι ο πραγματικός μου εαυτός, αυτός είναι εκείνος ο οποίος πρέπει Εσύ να σώσεις.
Στην πραγματικότητα, ίσως είναι χρήσιμο το να ξεχάσεις το ότι χρειάζεται να προσευχηθείς.
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε τόσο φοβερά παραμορφωμένες ιδέες για το τι είναι η προσευχή που είναι καλύτερα να ξεχάσουμε απλώς το ότι οφείλουμε να προσευχηθούμε.
Απλώς στάσου εκεί και κοίτα μέσα στο σκοτάδι έξω από το παράθυρο σου. Σε άλλες στιγμές, κάνε μια μετάνοια και κλείσε τα μάτια σου ενώ βρίσκεσαι στο πάτωμα και μείνε εκεί, περίμενε εκεί.
Κράτησε το σώμα σου σε μία στάση αναμονής αλλά διώξε από το νου σου κάθε σκέψη.
Μην πεις κάτι .
Μην σκεφτείς κάτι.
Μην φανταστείς κάτι.
Μην προσευχηθείς.
Μη κουνιέσαι.
Απλώς περίμενε να αισθανθείς την παρουσία Του.
Περίμενε Εκείνον να δώσει προσοχή στην σιωπή σου, στην ακινησία σου, στον θάνατο σου.
Περίμενε τον Χριστό και Εκείνος θα έρθει γιατί η αγάπη τον ωθεί.
Αυτό είναι το προνόμιο του να προσεύχεσαι εκείνη τη στιγμή. Η νύχτα είναι μία ασπίδα ενάντια στις σκέψεις, ενάντια στις φαντασιώσεις και στους συναισθηματισμούς.
Προσπάθησε να είσαι παρόν σε αυτή τη στιγμή, προσπάθησε να έχεις επίγνωση της σιωπής που σε κυκλώνει, άφησε το κενό αυτού του σκοταδιού να σε αγκαλιάσει, άφησε το να μπει μέσα σου και να σε γεμίσει με γαλήνη και ησυχία.
Υπάρχει κάτι σχεδόν μυστηριακό σε αυτή την κρυμμένη σιωπή και ακινησία μπροστά στον Χριστό.
Αυτό το σκοτάδι, αυτή η απομόνωση, αυτή η ενστικτώδης επίγνωση της θνητότητας κάποιου, όλα αυτά ωθούν κάποιον να ανοιχτεί σε δρόμους στους οποίους θα του ήταν αδύνατον να ανοιχτεί την ημέρα.
Να έχεις την επίγνωση πως είσαι άγρυπνος μπροστά στον Χριστό την στιγμή που ο κόσμος κοιμάται, ανυπεράσπιστος και ευάλωτος.
Είσαι άγρυπνος μπροστά στον Χριστό, αγωνιζόμενος για τον κόσμο, έχεις γίνει ένας μεσίτης για αυτόν τον πεσμένο, κοιμισμένο κόσμο ο οποίος είναι ένα με εσένα και για τον οποίο ο Χριστός πέθανε.
Δέκα λεπτά μόνος με τον Χριστό, την μία νύχτα μετά την άλλη και η ζωή σου θα αλλάξει.
Όταν ξυπνάς και αντιμετωπίζεις τις έγνοιες της νέας ημέρας, υπάρχει κάτι μέσα σου που αναγαλλιάζει , εσύ και ο Χριστός μοιράζεστε ένα μυστικό, εσύ και ο Χριστός μοιράζεστε μια μάχη.
Η ψυχή σου γνωρίζει πως τράφηκε και επίσης γνωρίζει πως οτιδήποτε και αν συμβεί κατά τη διάρκεια της ημέρας η νύχτα θα επιστρέφει πάντα με την γαλήνη της και την ακινησία της.
Θα ζεις την ημέρα αναμένοντας την νύχτα, γιατί όταν πέφτει η νύχτα, θα φέρεις πάλι τον εαυτό σου σαν μια προσφορά μπροστά στον Δημιουργό σου και ο Δημιουργός σου θα σε θρέψει για ακόμη μια φορά.

Κείμενο του π. Σεραφείμ Αλντέα
https://www.askitikon.eu/

«Βρισκόταν στον αέρα γιατί τον κρατούσαν Θείοι Άγγελοι»



Ο Ιερομόναχος Ιωακείμ Σπετσιέρης (1858-1943) διηγείται τις ακόλουθες εμπειρίες του από την περίοδο της παραμονής του στη μονή του Αγίου Σάββα, στα Ιεροσόλυμα:
Την τέταρτη Κυριακή της μεγάλης σαρακοστής του 1888 λειτουργούσε ατό καθολικό ο ιερομόναχος Γερμανός.
Ήταν τύπος αληθινού μοναχού, απλός, άκακος, απονήρευτος, μειλίχιος και ταπεινός.
Μετά τη μεγάλη είσοδο, όταν βγήκε ατή ωραία πύλη για νά ευλογήσει το εκκλησίασμα, μου φάνηκε το πρόσωπό του σαν μια πύρινη Φλόγα.
-Τι έπαθε ο παπα-Γερμανός; ρώτησα τον π. Κύριλλο, νομίζοντας ότι κάτι δυσάρεστο του συνέβη.
-Σώπα, μου λέει, μεταρσιώθηκε από τη θεία χάρη.
-Πνευματικά δεν ζει πλέον στον κόσμο, βρίσκεται στον ουρανό. δεν βλέπεις πού κινείται μηχανικά σαν νά είναι αφηρημένος; Αυτό συμβαίνει κάθε φορά πού λειτουργεί.
Όταν έγινα ιερέας, Μια μέρα ρώτησα τον παπα-Γερμανό:
-Πάτερ Γερμανέ, έχω διαβάσει ότι παλαιότερα πολλοί ιερείς, όταν έκαναν τη μεγάλη είσοδο κρατώντας τα τίμια Δώρα, δεν πατούσαν ατή γη. Υπάρχουν τέτοιοι ιερείς σήμερα;-Μην αμφιβάλλεις, μου είπε, μήπως συμβεί και Σε σένα κάτι τέτοιο!
Πραγματικά, την επόμενη Κυριακή ήμουν εφημέριος.
‘Όταν λοιπόν βγήκα για τη μεγάλη είσοδο κρατώντας τα ‘Άγια, σήκωνα τα πόδια μου, γιατί δεν εύρισκα στερεό έδαφος νά πατήσω. Αργότερα με επισκέφθηκε στο κελί μου ο παπα-Γερμανός και με ρώτησε:
-Γιατί σήμερα, την ώρα της μεγάλης εισόδου, σήκωνες τα πόδια σου; δεν ξέρω τι έπαθα, δεν εύρισκα στερεό έδαφος νά πατήσω.
-Ακριβώς. Βρισκόσουν στον αέρα, γιατί σε κρατούσαν θείοι Άγγελοι. Πίστευε λοιπόν και μη έρεύνα, γιατί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας είναι μεγάλο.
-Μόνο στη μεγάλη είσοδο κρατούν το λειτουργό οι θείοι Άγγελοι στον αέρα;
-Ναι, γιατί τότε φέρει επάνω του τα τίμια Δώρα. ‘Όταν τα αποθέσει, τότε ή χάρη ενεργεί στο πνεύμα του, πού το μεταρσιώνει στον φωτεινό και ουράνιο κόσμο.

Από το βιβλίο: «ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ» – Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου Αττικής
πηγή: romioitispolis.gr
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Ας γίνουμε φίλοι του Θεού



Πολλά και σημαντικά είναι τα νοήματα του σημερινού Ευαγγελικού αναγνώσματος, ευλογημένοι μας Χριστιανοί. Ο Κύριος στην επί του Όρους ομιλία Του, της οποίας ένα μικρό τμήμα είναι η σημερινή περικοπή, χαρακτηρίζει με τη λέξη «μακάριοι» όλους εκείνους που αγωνίζονται να εφαρμόσουν τον τρόπο του ενάρετου χριστιανικού βίου, όπως τον καθόρισε ο Ίδιος.
Οι δικές μας όμως αδυναμίες μας κάνουν να νομίζουμε πολλές φορές, ότι οι ευαγγελικές αλήθειες δεν είναι εφαρμόσιμες. Θα ήταν εκτός πραγματικότητας, άν υποστήριζε κανείς ότι ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκες στη ζωή του. Οι ανάγκες αυτές για να ικανοποιηθούν, απαιτούν και μέριμνες και φροντίδες και αγώνες πολλούς. Χρειάζεται κόπος και ιδρώτα.
Η αναζήτηση τελειότερων και άνετων μεθόδων διαβίωσης οδήγησε τα βήματα του ανθρώπου στην πρόοδο και στα μεγάλα σύγχρονα επιτεύγματα. Θα ήταν παράλογο άλλωστε, να δημιουργήσει ο Θεός τον άνθρωπο και να μη του δώσει τις συνθήκες και τις ικανότητες να συντηρηθεί στη ζωή και να προκόψει. Έτσι φαίνεται πως θάπρεπε ο άνθρωπος να ηρεμεί και να πορεύεται με αταραξία και εμπιστοσύνη στη ζωή.
Εν τούτοις διαφορετική είναι η καθημερινή διαπίστωση. Ο άνθρωπος ζει σε μια διαρκή ανησυχία: Πώς θα αντιμετωπισθούν μελλοντικά τα προβλήματά του; Κάνει υπολογισμούς, μετρά τις οικονομικές του δυνατότητες, αναλογίζεται τις πιθανές συνέπειες, βλέπει την αδυναμία του, βρίσκεται σε αδιέξοδο, τον καταλαμβάνει δειλία, ανυπομονησία και ανησυχία , νευρικότητα , άγχος. Αποτέλεσμα, η κοινωνική μας ζωή να χαρακτηρίζεται από τη νευρικότητα και την ανησυχία αυτή.
Αυτό συμβαίνει όταν αποκλείσει κανείς από τη ζωή του το Θεό. Όταν παύει να ελπίζει στην αγάπη και την επέμβασή Του. Όταν δεν εμπιστεύεται στη στοργή και στην πρόνοιά Του το μέλλον. Ο πιστός επιρίπτει « επί Κύριον την μέριμνάν Του». Εργάζεται, προϋπολογίζει, σχεδιάζει, προσπαθεί. Αλλά όλες του τις ενέργειες και τις σκέψεις τις τοποθετεί κάτω από τη χάρη και την αγάπη του Θεού. Εμπιστεύεται σε Αυτόν την καρποφορία του μόχθου του. Αναθέτει στην πατρική Του πρόνοια τη σύμπραξη ευνοϊκών συνθηκών για την απόδοση των προσπαθειών του, την επιτυχία των σκοπών και επιδιώξεών του. Καλεί το Θεό βοηθό του. Αναπαύεται με τη σκέψη πως Αυτός είναι Πατέρας του και προστάτης, φίλος και στήριγμά του. Ο Κύριος ενδιαφέρεται για μας, κατευθύνει το νού, κάνει αποδοτική την εργασία και τον κόπο μας. Και με τη σκέψη αυτή ησυχάζει.
Πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή μας, άν όλοι είχαμε αυτή τη νοοτροπία κι αυτή την πίστη! Πόσο πιό ευχάριστη και ευλογημένη! Θα ξαναγύριζε η γαλήνη σε πολλές οικογένειες, θα επικρατούσε η αγάπη και η αδελφοσύνη μέσα στην κοινωνία. Ελεύθερος από αγωνίες και μέριμνες, θα γινόταν καθένας αποδοτικότερος. Θα ενδιαφερόταν και για κάτι πνευματικότερο. Θα έφευγε το άγχος, θα οργάνωνε ο άνθρωπος την ατομική, την οικογενειακή, την κοινωνική του ζωή κατά τρόπο πιο άνετο. Θα ένιωθε πιο ελεύθερος, ικανός να απολαύσει τις πραγματικές χαρές της ζωής. Ενώ τώρα, βιαστικός πάντα, δούλος της δουλειάς, υποταγμένος σ΄ένα πλήθος ανάγκες που διαρκώς πολλαπλασιάζονται, χωρίς να είναι απαραίτητη η ικανοποίησή τους, αγανακτεί και μεμψιμοιρεί.
Η ανάγκη της λύτρωσής του μεγάλη και επιβεβλημένη. Δεν μπορεί να δει πώς ο Θεός είναι αυτός που θα τον λυτρώσει. Πώς από την ευλογία Εκείνου εξαρτάται η καρποφορία του μόχθου του. Πως η χάρη του Χριστού εξασφαλίζει τους ευνοϊκούς όρους για την ευτυχία και την πρόοδο. Αποκλείει κάθε πνευματική απόλαυση, με αποτέλεσμα να χάνει την υγεία του ακόμη και να μην απολαμβάνει ούτε αυτά που επιδιώκει. Λογαριάζει, χωρίς το φώς που δίνει του Θεού η παρουσία, χάνει την ψυχραιμία του και κάνει μαρτυρική την προσωπική και οικογενειακή του ζωή.
Πόση ανακούφιση και πόσο θάρρος αντίθετα δίνει η εμπιστοσύνη στο Θεό! Για να ξεφύγει από τον κλοιό αυτό και να ξανανθίσουν οι ελπίδες, το θάρρος, η αισιοδοξία και η χαρά, είναι ανάγκη να ξαναβρούμε σαν άτομα και σαν σύνολο το Θεό. Η παρουσία Του στη σκέψη και την καρδιά μας θα μας λυτρώσει. Η αίσθηση της παρουσίας Του στην καθημερινή μας ζωή θα μας αναγεννήσει. Με τη βεβαιότητα πως μας παρακολουθεί η πατρική Του στοργή οι δυνάμεις μας θα ανανεωθούν, τα όνειρά μας θα ζωηρέψουν. Θα βρούμε τον προορισμό μας. Κάτω από τη χάρη Του θα ομορφύνει η ζωή μας. Το άγχος θα παραχωρήσει τη θέση του στη γαλήνη και τη χαρά. Στην πραγματική απόλαυση της ζωής.
Στην εποχή της μεγάλης κρίσης, η οποία ήρθε ως αποτέλεσμα της θεοποίησης των αγαθών και του εαυτού μας και της περιθωριοποίησης του Θεού, ο ευαγγελικός λόγος αποτελεί ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των προτεραιοτήτων μας. Θα ξαναγίνουμε φίλοι του Θεού, θα Τον εμπιστευτούμε και σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο, για να εξέλθουμε από την κρίση ή θα παραμείνουμε δούλοι του Μαμωνά, είτε αυτός έχει να κάνει με το χρήμα είτε με το διάβολο είτε με τον εγωκεντρισμό μας και θα αποτύχουμε γιατί δεν θα υπάρξει συλλογική αλλαγή; Ο λόγος του Χριστού δεν εξαιρεί κανέναν. Από τον πιο σπουδαίο μέχρι τον πιο ταπεινό. Από τους ταγούς μέχρι αυτούς που μοιάζουν ανώνυμοι.
Αγαπητοί μου, άς ακούσομε όλοι σήμερα μετά προσοχής τον επίλογο της ευαγγελικής περικοπής: « ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Ας είναι η βασιλεία του Θεού η πρώτη μέριμνά μας, η μεγάλη προσδοκία της ζωής μας. Και όλα τ΄άλλα δεν θα μας λείψουν. Αμήν

αρχιμ. Θεόφιλος Λεμοντζής
https://simeiakairwn.wordpress.com/

Άγιος Νεκτάριος από τα Βρύουλλα ο Νέος οσιομάρτυρας



Ο Άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε από φτωχούς αλλά ευσεβείς γονείς στα Βρύουλλα ή Βουρλά της Εφέσου και ονομαζόταν Νικόλαος. Έμεινε ορφανός από πατέρα και 17 ετών μπήκε με μισθό στην υπηρεσία κάποιου αγά. Μαζί με άλλους έξι νέους χριστιανούς, εξαπατήθηκε από τους Τούρκους και εξισλαμίστηκε, διότι πίστεψαν ότι οι γονείς τους πέθαναν από κάποια επιδημία.
Όταν όμως ο Νικόλαος γύρισε στα Βουρλά, πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του ζούσε και έτρεξε με χαρά κοντά της. Η ευσεβής μητέρα, όταν είδε με τούρκικα ρούχα τον γιο της, τον έδιωξε λέγοντας του ότι, εγώ δεν γέννησα Τούρκο αλλά Νικόλαο Χριστιανό. Τότε ο Νικόλαος κατάλαβε το αμάρτημα του και μετά από ένα ταξίδι στη Σμύρνη - Κωνσταντινούπολη - Βλαχία και πάλι στη Σμύρνη, εξομολογήθηκε σ' έναν Αγιορείτη μοναχό, και με την ευλογία του πήγε στο Άγιο Όρος. Εκεί κατέληξε στη Σκήτη της Αγίας Άννας, κοντά στον πατριώτη του μοναχό Χατζή Στέφανο, όπου έγινε μοναχός με το όνομα Νεκτάριος.
Ο πόθος όμως του μαρτυρίου έκαιγε μέσα στην καρδιά του. Έτσι με τις ευλογίες του πνευματικού του έφυγε να μαρτυρήσει, με τη συνοδεία του οσιοτάτου χειραγωγού του Στεφάνου.
Όταν έφτασαν στην πατρίδα τους τα Βουρλά, ο Νεκτάριος παρουσιάστηκε στον κριτή και αφού έριξε το φέσι του κατά γης είπε: «Πάρτε τα σημάδια της πίστης σας, εγώ χριστιανός Νικόλαος γεννήθηκα και χριστιανός θέλω να πεθάνω». Παρά τις όλες κολακείες και τα βασανιστήρια, ο Νεκτάριος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του. Έτσι τον αποκεφάλισαν στις 11 Ιουλίου 1820 μ.Χ.

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Ζητείτε πρώτον την Βασιλεία του Θεού.



«Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐ­τοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθή­σεται ὑμῖν» (Ματθ. 6.33).
Σέ δύο βασικά θέματα, τά ὁποῖα ἐπηρεάζουν σημαντικά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἡλι­κία καί τήν κοινωνική του θέση, ἀνεξάρτητα ἀκόμη καί ἀπό τόν τόπο καί τόν χρόνο στόν ὁποῖο ζεῖ, ἀναφέρεται στό σημερινό εὐαγγε­λι­κό ἀνάγνωσμα ὁ Χριστός. Τό ἕνα εἶναι οἱ μέριμνες καί τό ἄλλο οἱ ἀπαιτήσεις.
Ὁ ἄνθρωπος κατακλύζεται ἀπό μέριμνες, ἀπό σκέψεις πού τόν ἀπα­σχολοῦν πῶς θά κάνει τό ἕνα ἤ τό ἄλλο, πῶς θά ἀντιμετωπίσει τή μία ἤ τήν ἄλλη κατάσταση τῆς καθημερινότητάς του, πῶς θά λύ­σει τά προβλήματά του, πῶς θά ἐξασφαλίσει ὅ,τι τοῦ χρειάζεται γιά τή ζωή του, πῶς θά ἀποκτήσει ἀκόμη περισσότερα.
Μέριμνες εἶναι ὅλα ὅσα δέν τόν ἀφή­νουν νά ἡσυχάσει, νά ἀναπαυθεῖ, νά συγκεντρώσει τήν προσοχή του σέ αὐτά πού κάνει· ὅλα ὅσα ἀπασχολοῦν τόν νοῦ καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, καί δέν τόν ἀφήνουν συχνά οὔτε ἀκόμη καί νά προσευχηθεῖ. Εἶναι μέριμνες, διότι μᾶς ἀπασχολοῦν, παρότι δέν μπο­ροῦμε νά κάνουμε τίποτε ἀπό αὐ­τά, γιά τά ὁποῖα μεριμνοῦμε καί ἀνη­συχοῦμε, δέν μποροῦμε νά ἀλ­λά­ξουμε ἤ νά τροποποιήσουμε κάτι ἀπό αὐτά. Τό ἀκούσαμε νά μᾶς τό λέει σήμερα καθαρά ὁ Χρι­στός: «τίς ἐξ ὑμῶν μεριμῶν δύνα­ται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;» Ποιός ἀπό ἐμᾶς μπορεῖ μέ τή δική του φροντίδα καί μέριμνα νά προσθέσει στό ὕψος του ἕναν πῆχυ; Ἀναμφισβή­τητα κανείς, καί ὅμως συνε­χίζουμε νά μεριμνοῦμε, σάν νά μήν ἀντι­λαμβανόμεθα τήν ἀδυναμία μας.
Στίς μέριμνες ὅμως προστίθενται καί ἀπαιτήσεις. Θέλουμε, ζητοῦμε, ἐπιδιώκουμε διάφορα πράγματα στή ζωή μας. Χρήσιμα καί λιγό­τε­ρο χρήσιμα, ἐφικτά καί ἀνέφικτα, ὠφέλιμα ἤ καί ἐνδεχομένως βλα­πτικά γιά τόν ἑαυτό μας, γιά τούς γύρω μας, γιά τήν ψυχή μας. Τά θέλουμε ὅμως. Θέλουμε τιμή, δόξα, χρήματα, ἀπολαύσεις, εὐκο­λίες, ἀνέσεις καί πολλά ἄλλα, καί ἀγωνιοῦμε γιά τήν ἀπόκτησή τους. Καί στίς μέριμνες προσθέ­του­με καί ἄλλες, καί βρισκόμεθα συχνά σέ ἀδιέξοδο καί δέν μπο­ροῦ­με νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτό.
Τί μποροῦμε, λοιπόν, νά κάνου­με; Μποροῦμε νά ἀκούσουμε τή φωνή τοῦ Χριστοῦ πού μᾶς δίνει σήμερα τή λύση τοῦ προβλήματός μας: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασι­λεί­αν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθή­σεται ὑμῖν».
Ὁ Χριστός δέν μᾶς λέγει νά ἀδιαφοροῦμε γιά τά ἐγκόσμια καί τά ὑλικά. Δέν μᾶς λέγει νά μήν ἐνδιαφερόμεθα γιά ὅ,τι συμβαίνει γύρω μας, νά μήν μᾶς ἀπασχολεῖ ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀναγκαίων γιά τή ζωή μας. Μᾶς λέγει ὅμως ἀφενός ὅτι πρέ­πει νά γνωρίζουμε καί νά ἀντι­λαμ­βανόμεθα τά ὅρια τῶν δυνα­το­τήτων μας καί νά μήν ζητοῦμε ὑπερβολικά πράγματα ἤ πράγματα πού δέν μποροῦμε νά ἀποκτή­σου­με ἤ νά μεταβάλλουμε, καί ἀφε­τέρου ὅτι πρέπει νά ἱεραρχοῦμε τίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς μας καί νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.
«Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Αὐτό εἶναι τό πρῶτο γιά τό ὁποῖο πρέπει νά μεριμνοῦμε καί νά ἀγωνιοῦμε. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο γιά τό ὁποῖο πρέπει νά προ­σευχόμεθα καί νά ζητοῦμε ἐπί­μο­να ἀπό τόν Θεό. Διότι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα ἀγαθό πού ἔχει θέσει στή διάθεσή μας ὁ Θεός καί τό ὁποῖο δέν εἶναι προσωρινό καί πρόσκαιρο ἀλλά αἰώνιο. Εἶναι ἕνα ἀγαθό πού ἀρχίζει ἀπό αὐτή τή ζωή καί συνεχίζεται μέχρι τήν ἄλλη ζωή, ὁπότε καί ὁλοκλη­ρώνεται. Εἶναι ἕνα ἀγαθό, τό ὁποῖο ὅταν τό ἔχεις, ὅταν τό ζεῖς, ἤ ἔστω ὅταν τό ἐπδιώκεις, τότε βλέπεις ὅλα τά ὑπόλοιπα πράγ­μα­τα σέ αὐτόν τόν κόσμο ὑπό διαφο­ρε­τικό πρίσμα. Τότε τά βλέπεις στίς ἀληθινές τους διαστάσεις καί τά ἀντιλαμβάνεσαι μέ τήν πραγ­μα­τική τους ἀξία.
Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό ἕνα καί μοναδικό ἀγαθό, ἡ μία καί μο­ναδική πραγματικότητα, τήν ὁποία ἔχει ἀνάγκη ὁ καθένας μας. Εἶναι τό μόνο πού ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος καί θέλει ὁ Θεός νά τοῦ τό ζητᾶ, ἐπίμονα, συνεχῶς καί ἐπανειλημ­μέ­να. Ὁ Θεός δέν ἐνοχλεῖται ἀπό τήν ὑπερβολική ἐπιμονή μας, οὔτε ἀπό τήν ἐπίμονη ἀπαίτησή μας, ἀλλά χαίρεται καί ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά μας καί μαζί μέ αὐτό ἱκα­νοποιεῖ καί ὅσα ἄλλα αἰτήματά μας κρίνει ἐκεῖνος μέ τήν πατρική του ἀγάπη ὅτι μᾶς εἶναι ἀναγκαῖα.
Ἄς ζητοῦμε, λοιπόν, καί ἐμεῖς, καθημε­ρι­νά καί ἐπίμονα, τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀναθέτοντας σέ Ἐκεῖνον μέ πίστη καί ἐμπιστοσύνη ὅλες τίς μέ­ρι­μνές μας. Καί νά εἴμεθα βέ­βαιοι ὅτι ὁ Θεός θά μᾶς τή χαρίσει καί θά μᾶς δώσει καί ὅ,τι ἄλλο ἔχουμε ἀνάγκη.
 
 Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων
http://imverias.blogspot.com/

Το Αποστολικό και Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής



† Κυριακῇ 11 Ἰουλίου 2021 (Γ' Ματθαῖου)
Τὸ Εὐαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον
Κεφ. στ' : 22-33
Εἶπεν ὁ Κύριος· ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδείς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει, οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; Καὶ περὶ ἐνδύματος, τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει. Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

Ὁ Ἀπόστολος
Πρὸς Κορινθίους Β’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. στ' : 1-10
Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς - λέγει γὰρ· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»· ἰδοὺ νῦν «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», ἰδοὺ νῦν «ἡμέρα σωτηρίας» - μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Στον καιρό των συμφορών, μην ζητάς βοήθεια από ανθρώπους. Μην χάνεις πολύτιμο χρόνο, μην σπαταλάς τις ψυχικές σου δυνάμεις, γυρεύοντας αυτή την ανίσχυρη βοήθεια. Από τον Θεό να περιμένεις βοήθεια. Με δική Του εντολή, όταν πρέπει, θα έρθουν οι άνθρωποι να σε βοηθήσουν... 

(Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ)

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Σε όποιο αφεντικό δουλεύεις, από αυτό θα πληρωθείς!



Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
Οι απομακρυσμένοι άνθρωποι από το Θεό πάντα απαρηγόρητοι βρίσκονται και διπλά βασανίζονται.
Όποιος δεν πιστεύει στο Θεό και στη μέλλουσα ζωή, εκτός που μένει απαρηγόρητος, καταδικάζει και τη ψυχή του αιώνια.

Σε όποιο αφεντικό δουλεύεις, από αυτό θα πληρωθείς. Αν δουλεύεις στο μαύρο αφεντικό, σου κάνει τη ζωή μαύρη από εδώ.
Αν δουλεύεις στην αμαρτία, θα πληρωθείς από το διάβολο. Αν εργάζεσαι την αρετή, θα πληρωθείς από το Χριστό.
Και όσο εργάζεσαι στο Χριστό, τόσο θα λαμπικάρεσαι, θα αγάλλεσαι.
Αλλά εμείς λέμε: Χαμένο τόχουμε να εργασθούμε στον Χριστό;
Μα είναι φοβερό! Να μην αναγνωρίζουμε τη θυσία του Χριστού για τον άνθρωπο!
Σταυρώθηκε ο Χριστός, για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, για να εξαγνισθεί όλο το ανθρώπινο γένος.
Τί έκανε ο Χριστός για μας; Τί κάνουμε εμείς για το Χριστό;
Ο κόσμος θέλει να αμαρτάνει και θέλει το Θεό καλό. Αυτός να μας συγχωράει και εμείς να αμαρτάνουμε.
Εμείς δηλαδή να κάνουμε ό,τι θέλουμε και Εκείνος να μας συγχωράει. Να μας συγχωράει συνέχεια και εμείς το βιολί μας.
Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν, γι’ αυτό ορμούν στην αμαρτία. Όλο το κακό από κει ξεκινάει, από την απιστία.
Δεν πιστεύουν στην άλλη ζωή, οπότε δεν υπολογίζουν τίποτε.
Αδικούν, εγκαταλείπουν τα παιδιά τους … Γίνονται πράγματα …, σοβαρές αμαρτίες.
Ούτε οι Άγιοι Πατέρες έχουν προβλέψει τέτοιες αμαρτίες στους Ιερούς Κανόνες· όπως για τα Σόδομα και Γόμορρα είχε πει ο Θεός:
“Δεν πιστεύω να γίνονται τέτοιες αμαρτίες, να πάω να δω!”
Αν δεν μετανοήσουν οι άνθρωποι, αν δεν επιστρέψουν στο Θεό, χάνουν την αιώνια ζωή.
Πρέπει να βοηθηθεί ο άνθρωπος, να νιώσει το βαθύτερο νόημα της ζωής, να συνέλθει, για να νιώσει τη θεία παρηγοριά.
Σκοπός είναι να ανεβεί πνευματικά ο άνθρωπος, όχι απλώς να μην αμαρτάνει!

Πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας
https://oikohouse.wordpress.com/

Το «όμικρον» στη μέση



Έλεγαν για τον αββά Σιλουανό ότι είχε κάποιο μαθητή με το όνομα Μάρκο, ο οποίος είχε μεγάλη υπακοή. Αυτός ήταν καλλιγράφος, ο δε Γέροντας τον αγαπούσε για την υπακοή του.
Ο Γέροντας είχε άλλους ένδεκα μαθητές, οι οποίοι θλίβονταν γιατί αγαπούσε το Μάρκο περισσότερο από αυτούς.

Όταν το έμαθαν αυτό οι Γέροντες λυπήθηκαν. Κάποια μέρα λοιπόν ήρθαν προς αυτόν οι Γέροντες και τον ήλεγχα.
Τότε, τους πήρε ο αββάς Σιλουανός, βγήκε και χτύπησε όλα τα κελιά λέγοντας «Αδελφέ τάδε, έλα, γιατί σε χρειάζομαι». Και κανείς απ’ αυτούς δεν τον ακολούθησε αμέσως.
Ήλθε και στο κελί του Μάρκου και χτύπησε λέγοντας «Μάρκε».
Αυτός όταν άκουσε τη φωνή του Γέροντα αμέσως πήδησε έξω, ο δε Γέροντας τον έστειλε σε διακονία.
Και λέει στους Γέροντες «Πού είναι οι υπόλοιποι αδελφοί, Πατέρες;». Και μπήκε στο κελί του Μάρκου και ψηλάφησε το εργόχειρό του.
Και βρήκε ότι έβαλε το χέρι να κάνει το ο και όταν άκουσε το Γέροντα, δεν έστρεψε το καλάμι να το ολοκληρώσει.
Του λένε τότε οι Γέροντες: «Όντως, αυτόν που αγαπάς, αββά, κι εμείς τον αγαπάμε, γιατί κι ο Θεός τον αγαπά».

Πηγή: Χριστιανική Φοιτητική Δράση
https://oikohouse.wordpress.com/

Το θυμίαμα έχει ευλογία, έχει χάρη, έχει δύναμη εναντίον των δαιμόνων



Το θυμίαμα έχει ευλογία, έχει χάρη, έχει δύναμη εναντίον των δαιμόνων, θυμίαμα λοιπόν και θυμιατό, θυμιατήρι πως το λέτε… εκεί στο εικονοστάσι, πλάι στο καντήλι.
Δεν πρέπει να το παίρνει μόνο η γιαγιά, και η μαμά και ο πατέρας και το παιδί.
Κατά την ώρα της Προσευχής, πρωί και βράδυ και μεσημέρι όταν υπάρχει ένταση στο σπίτι. Και το σπίτι αλλάζει ατμόσφαιρα, αλλάζει χρώμα, γίνεται ευωδιαστό, σοβαρό, γαλήνιο, αγαπητό, οι ψυχές ξανά αδελφωμένες.
Ενθυμούμαι κάποιο παιδί, παιδάκι 14 χρονών ήταν, 15 ήταν, αυτή ήταν ακριβώς η ηλικία του, όταν έβλεπε τους γονείς του να τσακώνονται πήγαινε αμέσως και άναβε θυμίαμα και τους θυμιάτιζε. Θυμιάτιζε το μπαμπά και τη μαμά!
-Ειρηνεύετε, τους έλεγε. Εγώ είμαι παιδί, τι παραδείγματα θα πάρω από σας.
Ειρηνεύετε σεις οι γονείς. Η παρουσία λοιπόν του Αγίου Θεού, η Σκέπη της Παναγίας μας και το απαλό φτερούγισμα των αγγέλων με το θυμίαμα μέσα στο σπίτι, είναι φανερό φυγαδεύονται οι παρεξηγήσεις και οι ταραχές.
Δεν έχουν τόπο σ αυτό το σπίτι οι πειρασμοί και οι δαίμονες. Λοιπόν, μην παραλείπετε να θυμιατίζετε το σπίτι σας και το μαγαζί σας και τη δουλειά σας αν είναι δυνατόν, και θα κλείσω με το ” Θυμιάζετε, θυμιάζετε, θυμιάζετε”.
Θυμιατίζοντας να ψέλνουμε τροπάρια, όσα θυμόμαστε, ή να λέμε την Ευχή και όταν μας θυμιατίζουν να σκύβουμε το κεφάλι και να κάνουμε το σημείο του Σταυρού.
Το θυμίαμα, το σπίτι το μεταβάλλει σε κάτ’ οίκον εκκλησία.
Και επαναλαμβάνω ότι διώχνει τα δαιμόνια και τους πειρασμούς.
Γεμίζουν οι ψυχές όλων των οικείων από Θεία Ευλογία.

https://www.askitikon.eu/

Τί καλά έργα έχεις κάνει στη ζωή σου παιδί μου;



Στα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού έλαβε χώρα το εξής γεγονός: Σε ένα νοσοκομείο που νοσηλεύονταν αφροδισιακά περιστατικά, υπήρχε και μία ασθενής, που ήθελε να Βαπτιστεί, αλλά ντρεπόταν, διότι οι άλλες άρρωστες την κοροϊδεύανε και την λέγανε:

– Δεν ντρέπεσαι εσύ που έκανες τόσες αμαρτίες και τόσες βρωμιές, να προσέλθεις να Βαπτιστείς; Το Βάπτισμα είναι για τους καθαρούς, για τους Αγίους ανθρώπους, δεν είναι για σένα…

Μια μέρα όμως, εμφανίζεται στο δωμάτιό της ένας ψηλός ευπαρουσίαστος κύριος και της λέει:

– Έμαθα ότι θέλεις να Βαπτιστείς, αληθεύει;

Και αυτή του απάντησε:

– Ναι πράγματι, αληθεύει, αλλά εγώ με τις τόσες πολλές αμαρτίες που έχω, δεν είμαι άξια να Βαπτιστώ. Έχουν δίκαιο οι γυναίκες που με κατηγορούν, για τα τόσα κακά που προξένησα στον κόσμο. Δεν είμαι άξια, να γίνω οπαδός του Χριστού!

– Ανεξάρτητα από αυτά που έχεις κάνει μέχρι σήμερα και εφόσον θέλεις να Βαπτιστείς, θα έρθω το βράδυ με έναν ιερέα και μια κολυμβήθρα, για να Βαπτιστείς. Να με περιμένεις…

Αυτή τον ευχαρίστησε, αλλά και απόρησε από αυτήν την ανέλπιστη εξέλιξη. Το βράδυ χτυπάει η πόρτα του δωματίου της, ανοίγει και μπαίνουν μέσα ο ιερέας με τον κύριο, να κρατάνε μια κολυμβήθρα.

Εφόσον έγιναν τα απαραίτητα διαδικαστικά για το Μυστήριο, άρχισε το τελετουργικό και όταν έφτασαν στο σημείο ο ιερέας να πει:

– Και το όνομα αυτής….

– Μαρία απάντησε ο κύριος.

Και το όνομα του αναδόχου; ρώτησε ο ιερέας:

– Αρχάγγελος Μιχαήλ! ακούστηκε από το νέο και έγινε αμέσως άφαντος… Κόκκαλο ο παππάς!!!! Όταν τελείωσαν το Βάπτισμα, ο ιερέας δεν έφευγε.

Ήθελε να μάθει, τι ακριβώς έγινε και εμφανίστηκε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ως νονός. Άρχισε να την ρωτάει τα πάντα για τη ζωή της:

– Τί καλά έργα έχεις κάνει στη ζωή σου παιδί μου;

– Μόνο κακά έργα έχω κάνει, απάντησε εκείνη. Νέους διέφθειρα, οικογένειες διέλυσα, χρήματα έκλεψα και γενικά ό,τι κακό υπάρχει, το έχω διαπράξει…

– Δεν μπορεί, για σκέψου, κάτι καλό πρέπει να έχεις κάνει στη ζωή σου, επέμενε ο παππάς.

Από εδώ, από εκεί, σκέφτηκε αυτή και ξανασκέφτηκε και στο τέλος θυμήθηκε το εξής περιστατικό από την ζωή της:

– Όταν πέθανε ο πατέρας μου, με άφησε προίκα 100 νομίσματα. Μια μέρα καθώς περπατούσα στο περιβόλι, είδε στην άκρη του τοίχου ενός σπιτιού, έναν άνθρωπο, να έχει κρεμάσει ένα σχοινί γύρω από το λαιμό του και ετοιμαζόταν να κρεμαστεί στο δέντρο.

Τότε αμέσως τον πλησίασε και τον ρώτησα, γιατί το κάνει αυτό. Αυτός δεν δεχόταν διάλογο μαζί μου, αλλά βλέποντας την επιμονή μου, με αποκάλυψε, ότι επειδή χρωστούσε 80 νομίσματα και δεν τα είχε χρήματα, τον πουλούσαν αυτόν και όλη την οικογένειά του.

Έτσι απελπίστηκε και θέλησε να βάλει τέρμα στη ζωή του. Προθυμοποιήθηκα να τον βοηθήσω και έτσι ξεχρέωσε και σώθηκε αυτός και η οικογένειά του.

Αργότερα όμως λόγω της φτώχειας στην οποία υπέπεσα, αναγκάστηκα και έγινε πόρνη… Έτσι είναι!

Όταν ο άνθρωπος θέτει τον εαυτόν στην υπηρεσία του άλλου, με σκοπό να τον βοηθήσει και να τον ελεήσει, τότε όχι μόνο ο Χριστός, αλλά και όλες οι ουράνιες δυνάμεις είναι στη διάθεση αυτού του ανθρώπου, να τον βοηθήσουν και να του συμπαρασταθούν στις ανάγκες του…

+ Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας
https://www.askitikon.eu/

Μην κατακρίνουμε τον αμαρτωλό γιατί αυτός σήμερα εγώ αύριο



Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος ζητά, όχι μόνο να μην κατακρίνουμε τους άλλους αλλά και να σκεπάζουμε τα αμαρτήματα αυτών.
«Γίνε κοινωνός στα παθήματα όλων, αλλά στάσου με το σώμα σου μακριά από όλους. Κανένα να μη ελέγχεις και κανένα να μη κατηγορείς για τη συμπεριφορά του, ούτε και τον πιο κακό.
Άπλωσε τον χιτώνα σου πάνω σ’ αυτόν που έφταιξε, και σκέπασε τον. Κι ΑΝ δεν μπορείς να φορτωθείς επάνω σου το φταίξιμό του και να δεχτείς για λόγου του την τιμωρία και την ντροπή, τουλάχιστον δείξε υπομονή και μη τον περιφρονήσεις».
«Σκέπασε αυτόν που φταίει, όταν βέβαια δεν πρόκειται να σε ζημιώσει. Με τον τρόπο αυτό του δίνεις θάρρος, αλλά και συ κρατάς το έλεος του Θεού».
Πολλές φορές βλέπουμε ένα αμάρτημα και εύκολα το κατακρίνουμε αλλά η θέση διαφόρων ασκητών είναι διαφορετική και φερόντουσαν με αγάπη.
«Κάποιοι από τους πατέρες ρώτησαν τον αββά Ποιμένα: αν δούμε ένα αδελφό να αμαρτάνει, θέλεις να του κάνουμε παρατηρήσεις; και ο γέροντας απάντησε:
Εγώ μέχρι τώρα, αν κάποιος λόγος με αναγκάζει να περάσω από κείνο το μέρος και δω τον αδελφό να αμαρτάνει, τον προσπερνώ και δεν τον ελέγχω».
Το γεροντικό αναφέρει ότι: «Ένας από τους πατέρες, βλέποντας κάποιον να αμαρτάνει, έκλαψε πικρά και είπε: Αυτός σήμερα, εγώ αύριο».

https://www.askitikon.eu/

ΝΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ... ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!



Οι άγιοι αββάδες του Γεροντικού επιμένουν σταθερά: «από τον πλησίον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον Θεό κερδίζουμε». Γιατί η σχέση με τον Θεό εξαρτάται από τη σχέση με τον συνάνθρωπο; Οι αββάδες δεν λένε πράγματα του μυαλού τους. Διατυπώνουν με τον δικό τους τρόπο ό,τι είναι ο λόγος του Θεού κι ό,τι ο Κύριος μάς άφησε ως εντολή και διδασκαλία Του, την οποία όμως εκείνοι φρόντισαν και έκαναν πράξη στη ζωή τους κι επιβεβαίωσαν έτσι εμπειρικά την αλήθεια της. Ο Χριστός μάς είπε να μένουμε σταθεροί στη δική Του αγάπη, που θα πει να ’μαστε στον «χώρο» που θα δεχόμαστε την αγάπη Του αυτή, και μαζί βεβαίως την αγάπη του Θεού Πατέρα κι όλης της αγίας Τριάδος. Και ποιος είναι αυτός ο «χώρος»-σημείο συντονισμού και επαφής μαζί Του; Ο άλλος, ο συνάνθρωπος. «Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή. Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, (δηλαδή το αγαπάτε αλλήλους), μενείτε εν τη αγάπη μου». Οπότε την ώρα που «εκτεινόμαστε» εν αγάπη εκεί που είναι ο συνάνθρωπός μας, εκείνη την ώρα είμαστε σε αναζήτηση του Θεού, καλύτερα: βρίσκουμε τον Θεό μέσα μας. Σαν την αναζήτηση ενός σταθμού στο ραδιόφωνο: για να βρούμε τον σταθμό πρέπει να συντονιστούμε με το σημείο εκπομπής του. Το σημείο που εκπέμπει ο Θεός τη χάρη και την παρουσία Του είναι πρωτίστως ο συνάνθρωπός μας. Πλησιάζοντας τον άλλον λοιπόν πλησιάζουμε τον Θεό. «Κερδίζοντας τον αδελφό τον Θεό κερδίζω. Από τον πλησίον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατός μου».

http://pgdorbas.blogspot.com/

Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος οι εν Γορτύνη της Νήσου Κρήτης



Οι Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος κατάγονταν από τα Πιτσίδια Πυργιωτίσσης και ήταν τέκνα της ευλογημένης συζυγίας του Χαρίτωνος και της Μαρίας Χαριτάκη. Από τη μικρή τους ηλικία αποκαλύφθηκε η μοναχική τους κλίση με διάφορα θαυμαστά γεγονότα που βίωσαν.
Ο Παρθένιος γεννήθηκε το 1829 μ.Χ. και έλαβε το κοσμικό όνομα Νικόλαος, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1846 μ.Χ. γεννήθηκε και ο Ευμένιος, κατά κόσμον Εμμανουήλ. Ο Νικόλαος αγαπούσε την ησυχία από μικρός και αποστρεφόταν τα παιχνίδια, ενώ τηρούσε όλες τις καθορισμένες από την Εκκλησία, ημέρες νηστείας. Δεν εντρύφησε στα γράμματα σε αντίθεση με τον μικρό αδελφό του, ο οποίος διδάχθηκε από κάποιον δάσκαλο του χωριού του.
Το 1856 μ.Χ. έφυγε από τη ζωή ο πατέρας τους και τότε άρχιζαν να ετοιμάζονται για να αναχωρήσουν και εκείνοι να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο. Μέχρι την αναχώρησή τους μεσολάβησαν αρκετά θαύματα• άλλωστε από τη μικρή του ηλικία ο μικρός Νικόλαος, είχε γευθεί την παρουσία και τη χάρη του Κυρίου πολύ έντονα στη ζωή του. Το πρώτο θαύμα συνέβη όταν μικρό παιδί, έπεσε σε ένα βαθύ πηγάδι. Έτρεξαν τότε οι κάτοικοι να τον βγάλουν από εκεί πιστεύοντας ότι θα βγάλουν το παιδί νεκρό. Ο Νικόλας όμως δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα και όλοι θαύμασαν το γεγονός.
Το δεύτερο θαύμα ήταν η πληροφορία που έλαβε από το Θεό ότι το καράβι που επρόκειτο να ταξιδέψει θα βυθιζόταν. Ο ανάδοχός του ήθελε να πάρει μαζί τον Νικόλαο για να τον κάνει ναυτικό. Ο Νικόλας όμως επιθυμούσε τον μονήρη βίο και γι' αυτό βρήκε μία δικαιολογία για να μην ταξιδέψει και εξαφανίστηκε. Το τρίτο και καθοριστικό θαύμα που ώθησε την μητέρα τους να δώσει την ευχή της για να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο ήταν το εξής: Η μητέρα έδωσε εντολή να ανάψουν το φούρνο για να ψήσει τα ψωμιά. Ο Νικόλαος δεν τον άναψε και στο παράπονο της μητέρας του απάντησε: « Για να δεις μάνα πως εμάς τα δυό παιδιά σου ο Θεός θέλει να γίνουμε μοναχοί, να βάλεις τα ψωμιά στο φούρνο χωρίς να τον ανάψουμε, χωρίς φωτιά». Πραγματικά έτσι έγινε και Ώ! του θαύματος τα ψωμιά ψήθηκαν, η μητέρα θαύμασε Δόξασε το Θεό που κατέστησε τα δυό τέκνα της σκεύος εκλογής της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Ξεκινούν λοιπόν το 1858 μ.Χ. για την Οδηγήτρια, όπου μετά από τέσσερα χρόνια δοκιμασίας ο Νικόλαος κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Νέστωρ, στις 27 Αυγούστου 1862 μ.Χ. Έπειτα από 7 χρόνια δοκιμασίας, το 1865 μ.Χ. γίνεται μοναχός και ο Εμμανουήλ, λαμβάνοντας το όνομα Μεθόδιος.
Ο Νέστωρ ασκούσε τελεία υπακοή μέσα στο μοναστήρι, λειτουργώντας ως παράδειγμα για τον μικρό αδελφό του Μεθόδιο. Εστάλη αργότερα από τον ηγούμενο της μονής, στον σπηλαιώδη Ναό του Μαρτσάλου. Εκεί ασχολήθηκε με τον Ναό και έχτισε κελιά αλλά και μία δεξαμενή για τη συλλογή νερού. Ο Νέστωρ χρειαζόταν βοήθεια, γι' αυτό ζήτησε από τον ηγούμενο να δώσει ευλογία να μεταβεί και ο αδελφός του κοντά του.
Τα δυό αδέλφια στο Μάρτσαλο εφάρμοζαν αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεως αλλά για λίγο καιρό έζησαν μέσα στην ησυχία, διότι σύντομα μαθεύτηκε η αρετή τους και τα πλήθη συνέρρεαν για να πάρουν την ευχή τους. Λίγο αργότερα κηρύχθηκε η επανάσταση του 1866 μ.Χ. και οι Τούρκοι προέβησαν σε λεηλασίες, φτάνοντας μέχρι και το Μάρτσαλο, όπου κατέστρεψαν ακόμη και τις εικόνες της εκκλησίας. Μετά την καταστροφή, τα δυό αδέλφια αποκατέστησαν τις ζημιές και ζήτησαν από τον ηγούμενο Γεράσιμο να τους κείρει Μεγαλόσχημους μοναχούς. Ο ηγούμενος πήγε στο Μάρτσαλο και τους έκειρε Μεγαλόσχημους. Τότε ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Οι δυό αδελφοί αύξησαν τους ασκητικούς αγώνες τους, ευαρεστώντας τον Κύριο. Ο Όσιος Παρθένιος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο ακόμη και τους θερινούς μήνες. Το 1868 μ.Χ. ο Επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτονεί σε Διάκονο τον Ευμένιο στην Ιερά Μονή Οδηγήτριας και το 1870 μ.Χ. ο Επίσκοπος Αρκαδίας τον χειροτονεί Πρεσβύτερο. Δίπλα του πάντα ο μοναχός Παρθένιος ο Αββάς του, το στήριγμα της ζωής του.
Ύστερα από λίγο διάστημα, ανέλαβε ηγούμενος της μονής ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος, ο οποίος όμως δεν έβλεπε θετικά την προσέλευση του κόσμου στο Μάρτσαλο και άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στα δυό αδέλφια τα οποία έπειτα από πλείστους ονειδισμούς αποχώρησαν από το μοναστήρι το 1874 μ.Χ. και βρέθηκαν έπειτα από τετραετή περιπλάνηση στα σπήλαια των Αστερουσιών στον Κουδουμά.
Στις σπηλιές των Αστερουσίων ορέων στις οποίες περιπλανήθηκαν, δέχονταν ελεημοσύνη από βοσκούς της περιοχής αλλά και από τους ψαράδες. Στην περιοχή μάλιστα του αγίου Ιωάννου βρήκαν τον γέροντα Γεράσιμο, ο οποίος ασκήτευε εκεί. Επειδή όμως από την προσέλευση των μαθητών του Γερασίμου, δεν υπήρχε ησυχία, γι' αυτό το λόγο αποχώρησαν και από εκεί. Βρέθηκαν στο μεγάλο σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου, όπου υπήρχε πόσιμο νερό σε στέρνες φτιαγμένες από παλαιότερους αναχωρητές. Η παραμονή τους ήταν μικρή εκεί λόγω της μεγάλης υγρασίας του σπηλαίου. Κατόπιν προχώρησαν ανατολικά στην περιοχή του Κουδουμά Εκεί σε απόκρημνο σπήλαιο μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων με μεγαλύτερο ζήλο ζητούσαν το έλεος του Θεού. Σε μικρή απόσταση από εκεί η Παναγία μας τους επιφύλασσε μία μεγάλη ευλογία.
Στον τόπο του Κουδουμά υπήρχε από αιώνες το εγκαταλειμμένο Μοναστήρι της. Ασκητές και ερημίτες των πρώτων χριστιανικών χρόνων όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Ερημίτης είχαν εκεί προσφέρει τη ζωή τους ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον στην αγάπη του Θεού.
Η επιθυμία των δυό αδελφών ήταν μεγάλη, να γίνει το παλιό ερημικό μοναστήρι, μία νέα παλαίστρα πνευματικών αγώνων.
Ο τόπος ήταν άγριος, ακατοίκητος και το κτίσιμο ενός μοναστηριού φάνταζε αδύνατο, μέσα όμως στα χαλάσματα του ερημωμένου Ναού ο Όσιος Παρθένιος ως άλλος Μωυσής είδε και συνομίλησε με την Υπεραγία Θεοτόκο η οποία τον πρόσταξε λέγοντας: «..μεῖνε ἐδῶ νὰ ἱδρύσεις Μονύδριον νὰ ἐκτελεῖτε τὰ τῆς μοναδικῆς πολιτείας καθήκοντα καὶ τὴν τάξιν τῆς ἀκολουθίας σώαν καὶ μὴ φοβοῦ διότι Ἐγὼ θὰ εἶμαι οἰκονόμος». Έτσι με την προτροπή της Παναγίας εισέρχονται εις ένα μεγάλο αγώνα για την ίδρυση της Μονής Κουδουμά.
Άρχισαν να κτίζουν το Μοναστήρι στο οποίο δεν υπήρχε παρά λίγο παλαιό τείχος στην Εκκλησία όπως ο Όσιος Ευμένιος αναφέρει στον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο στις 08/10/1915 μ.Χ. λέγοντας «...ἱδρύσαμε ἐκ βάθρων τὴν Μονὴν, μὴ ἔχων τότε εἰμὴ ὀλίγον τεῖχος παλαιὸν ἐν τὴ ἐκκλησία...». Έτσι έφτιαξαν ένα μικρό τμήμα του σημερινού Ναού της Παναγίας εξυπηρετούμενοι σ' αυτόν στις Ακολουθίες και στις καθημερινές θείες Λειτουργίες τους και διαμένοντες οι ίδιοι εις ένα σπήλαιο παραπλεύρως του Ναού. Τα δυό αδέρφια δεν είχαν καθόλου χρήματα, αλλά τελικά ο κόσμος στην περιοχή υποστήριξε με κάθε τρόπο τους μοναχούς, που είχαν γίνει γνωστοί για την αγιότητά τους και τα θαύματα που πραγματοποιούσαν. Κατά θαυμαστό τρόπο βρήκαν νερό και άνοιξαν πηγάδι για να εξυπηρετούνται οι Πατέρες και οι εργάτες της Μονής.
Αργότερα με την προσέλευση μοναχών μεγάλωσαν το Ναό της Παναγίας ο οποίος χτίστηκε με θαυμαστό τρόπο. Το κτίσιμο Ναού στον έρημο τόπο του Κουδουμά ήταν πολύ δύσκολο εγχείρημα, γιατί τα πετρώματα ήταν ακατάλληλα αλλά και η επεξεργασία τους, το πελέκημά τους από τους μάστορες, με τα εργαλεία της εποχής, καταστούσαν ακόμη πιο αδύνατη την υλοποίηση του ευλογημένου έργου τους. Για το λόγο αυτό οι κτίστες αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τη μονή χωρίς να τελειώσουν το έργο. Οι Όσιοι Πατέρες όμως τους παρακάλεσαν να μείνουν για μία νύχτα ακόμη. Εκείνη τη νύχτα οι Πατέρες αφιερώθηκαν με θερμή προσευχή στην Παναγία και Εκείνη με τις Πρεσβείες της στον Κύριο έκανε το θαύμα! Το πρωί είχαν βγει από τη θάλασσα λαξευμένες πέτρες, έτοιμες για το κτίσιμο του ναού, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1895 μ.Χ. Ο Ναός λέγεται και Θεόκτιστος εξ αιτίας αυτού του θαύματος. Οι Όσιοι Πατέρες επιδοθήκαν σε μεγάλα ασκητικά παλαίσματα• δυό μόνο ώρες κοιμόντουσαν και αυτές πάνω σε ένα χορταρένιο ψαθί και σε ένα πέτρινο προσκέφαλο, τα σώματά τους ήταν σκελετωμένα από την νηστεία, την αγρυπνία την άσκηση και την πολύμοχθη εργασία για την κατασκευή της Μονής. Δεν έτρωγαν ποτέ κρέας και είχαν μόνο ένα τρίχινο ράσο, το οποίο έπλεναν μια φορά το χρόνο στην θάλασσα και μόνο οι ίδιοι.
Ο Όσιος Παρθένιος ήταν πολύ αυστηρός με τον κανονισμό της μοναχικής ζωής και γι' αυτό έκανε άβατο το μοναστήρι του. Ακόμη και οι δόκιμοι έμεναν εκτός μονής και μάλιστα στα γύρω σπήλαια. Ο όσιος παιδαγωγούσε πολύ αυστηρά αλλά πάντα με γνώμονα την αγάπη και την πνευματική τελείωση των ανθρώπων που του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Το χάρισμα και οι διδαχές του οσίου Παρθενίου ασκούσαν μεγάλη πνευματική επιρροή και σύντομα ο Κουδουμάς ανεδείχθη σε μεγάλο πνευματικό κέντρο.
Ο Πνευματικός της Μονής ήταν ο Ευμένιος που χειροθετήθηκε από τον Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο. Ο Όσιος έχοντας πλήρη συναίσθηση της πνευματικής πατρότητας και τηρώντας τους ιερούς κανόνες ανέπαυσε χιλιάδες ψυχές με τις σοφές και πλήρεις Αγίου Πνεύματος συμβουλές του, οδηγώντας ταις στη σωτηρία και την λύτρωση που μας χάρισε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Ο όσιος Ευμένιος, ως καλός παιδαγωγός των ψυχών, προετοίμαζε και πολλούς νέους που κατέφευγαν κάτω από τις πνευματικές του συμβουλές για το μέγα Λειτούργημα της Ιερωσύνης γι' αυτό και απαιτούσε από τους κληρικούς του δυο προϋποθέσεις: να έχουν φόβο Θεού και καθαρότητα. Όταν επρόκειτο μάλιστα να δώσει συμμαρτυρία για κάποιον, πρώτα νήστευε, αγρυπνούσε και προσευχόταν για τρία μερόνυχτα. Έπειτα έβαζε τον μέλλοντα κληρικό μπροστά από την εικόνα του Χριστού και τον καλούσε να εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του για να εισέλθει καθαρός στην Ιερωσύνη.
Οι Όσιοι τόσο χαριτώθηκαν από το Θεό που τα πάντα γύρω τους διαλαλούσαν την αγιότητά τους, άλλωστε δεν ήταν λίγες οι φορές που οι μοναχοί και οι δόκιμοί τους είχαν δει να λάμπουν από φως, να μην περπατούν στη γη, να περιβάλλονται από ένα φωτοστέφανο που φώτιζε όλη την πλαγιά των γύρω σπηλαίων της Μονής. Ήταν πράγματι εκείνοι οι πνευματέμορφοι άνθρωποι που και μόνο η θέα τους, αρκούσε για να μιλήσει και να πλημυρίσει χαρά και αγαλλίαση την καρδία κάθε προσκυνητή. Όταν όμως μία ζωή είναι δοσμένη στο Θεό απόλυτα τότε και το τέλος της είναι θαυμαστό και οσιακό. Το έτος 1905 μ.Χ. ο μοναχός Παρθένιος ασθένησε βαριά• ο οργανισμός του ήταν ήδη βεβαρυμμένος από την αυστηρή άσκηση. Αρκετά χρόνια είχε ήδη ταλαιπωρηθεί από προβλήματα του στομάχου. Οι Πατέρες της Μονής ειδοποίησαν τον ιατρό Αλέξανδρο Παπαχατζάκη, ο οποίος του έδωσε φαρμακευτική αγωγή αλλά του συνέστησε να λάβει δυναμωτικές τροφές και κυρίως κρέας. Εκείνος αρνήθηκε και δεν δέχθηκε ούτε να μεταφερθεί σε κανονικό κρεβάτι αλλά προτίμησε να κοιμάται σε ψάθα, όπως όλα τα χρόνια.
Κάλεσε όλους τους μοναχούς και ασκητές καθώς και τους δόκιμους και τους νουθέτησε μετά δακρύων. Τους είπε να μείνουν πιστοί στην Παράδοση, στο παράδειγμα που τους έδωσε και όρισε ως διάδοχό του τον αδελφό του Ευμένιο. Σε εκείνον έδωσε μάλιστα και το σακουλάκι με το φυλαχτό του. Έλαβε τη Θεία Κοινωνία, ως εφόδιο ζωής αιωνίου και τότε το πρόσωπό του έλαμψε, ακούστηκαν ουράνιες μελωδίες και μία ευωδία απλώθηκε σε όλη την πλαγιά και του ενεμφανίσθη η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος η οποία ήρθε να παραλάβει την αγιασμένη ψυχή του πιστού και αφοσιωμένο τέκνου της. Ο Όσιος της παρέδωσε την μακαρία του ψυχή ψελλίζοντας τα χείλι του τα τελευταία λόγια: «Καλῶς ὅρισες, Παναγία μου». Ο Όσιος αναχώρησε για την αιώνιο ζωή, προς αιώνια συνάντηση του Κυρίου μας και της Υπεραγίας Θεοτόκου, τους οποίους υπηρέτησε πίστα σε όλη την πορεία της ζωής του. Μετά από δυο χρόνια η Εκκλησία έλαβε πληροφορία για την αγιότητά του και το έτος 1907 μ.Χ., μετά από αγρυπνία και παρουσίᾳ του Επισκόπου Αρκαδίας Βασιλείου έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του τα οποία τοποθετήθηκαν στον Ναό της Παναγίας.
Ο όσιος Ευμένιος όλα τα χρόνια της ζωής του ήταν ο απόλυτα υπάκουος, ο υποτακτικός εκείνος που παραμέρισε ακόμα και το γεγονός της συγγενείας με τον αδελφό του όσιο Παρθένιο, ήταν ο άνθρωπος της νοεράς προσευχής, αυτός που με την ευπρέπεια της Ιερωσύνης του ιερούργησε την ακοίμητη Ευχαριστία της Εκκλησίας εν πομπή, μετ' αγγέλων και αρχαγγέλων που τον συνόδευαν στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο.
Πολεμήθηκε και ταλαιπωρήθηκε πολύ, μετά την οσιακή κοίμηση του γέροντος Παρθενίου, από αδελφούς της μονής και όχι μόνο. Είναι πολύ σπουδαία η προσφορά του, όχι μόνο με τη στάση του μέσα στο μοναστήρι αλλά και με τον κανονισμό που θέλησε να θεσπίσει. Μέχρι τότε η μονή δεν είχε κανονισμό• πορευόταν με όσα είχε θεσπίσει ο όσιος Παρθένιος. Ο κανονισμός αφορούσε την διοίκηση της Μονής, τη σχέση των αδελφών μεταξύ τους αλλά και θέματα της καθημερινής διαβίωσης στη Μονή. Ο Όσιος Ευμένιος είναι εκείνος που με την συχνή επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας με το πνευματικό τεκνό του Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειό μας διασώζει όλη την πορεία της ιδρύσεως και λειτουργιάς της Ι. Μονής Κουδουμά και την έντονη και θαυμαστή παρουσία του Θεού και της Παναγίας στην πορεία τους αυτή. Κουρασμένος από την πολύ άσκηση, την εξομολόγηση και την διοίκηση της Μονής και μέσα στην αγαπημένη του υπακοή και ταπείνωση εκοιμήθη στις 12 Σεπτεμβρίου του 1920 μ.Χ.. Πήγε προς συνάντηση του αδελφού και γέροντά του, Όσιο Παρθένιο, στον ουρανό και εκεί «εὗρε μισθὸ τῶν καμάτων του» από το Χριστό αλλά και την Παναγία την οποία πιστά την υπηρέτησε και δόξασε. Οι δύο γέροντες επεβλήθησαν στη συνείδηση των πιστών ως άγιοι της Εκκλησίας μας. Τα εγκαίνια του πρώτου Ναού προς τιμήν των αγίων έγιναν στην Ιερά Μονή Κουδουμά από τον Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κυρό Κύριλλο στις 10 Ιουλίου 1983 μ.Χ., οπότε και καθιερώθηκε ως ημέρα της μνήμης τους.
Το έτος 2007 μ.Χ. έγινε η επίσημη κατάταξη των Οσίων Πατέρων Παρθενίου και Ευμενίου υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατόπιν εισηγήσεως, διά της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γορτύνης και Αρκαδίας κ.κ. Μακαρίου.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Γ´ 28 - 31, Δ´ 1 - 4
28 λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον χωρὶς ἔργων νόμου. 29 ἢ Ἰουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ δὲ καὶ ἐθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν, 30 ἐπείπερ εἷς ὁ Θεός, ὃς δικαιώσει περιτομὴν ἐκ πίστεως καὶ ἀκροβυστίαν διὰ τῆς πίστεως. 31 νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν.1 Τί οὖν ἐροῦμεν Ἀβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν εὑρηκέναι κατὰ σάρκα; 2 εἰ γὰρ Ἀβραὰμ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἔχει καύχημα, ἀλλ’ οὐ πρὸς Θεόν. 3 τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; ἐπίστευσε δὲ Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 4 τῷ δὲ ἐργαζομένῳ ὁ μισθὸς οὐ λογίζεται κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατὰ ὀφείλημα·

Νεοελληνική απόδοση:
Μὲ συλλογισμὸν λοιπὸν ἀλάνθαστον καταλήγομεν εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δικαιοῦται διὰ πίστεως δωρεάν, χωρὶς τὰ ἔργα ποὺ ἐπιβάλλει ὁ νόμος. 29 Ἂς μὴ φανῇ δὲ εἰς κανένα ἄτοπον, ὅτι διὰ τῆς δικαιώσεως ταύτης παρέχεται ἡ σωτηρία καὶ εἰς τοὺς ἐθνικούς. Μήπως ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῶν Ἰουδαίων μόνον, ὄχι δὲ καὶ τῶν ἐθνικῶν; Ναί· εἶναι καὶ Θεὸς τῶν ἐθνικῶν. 30 Ἐπειδὴ βέβαια ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος θὰ δώσῃ τὴν δικαίωσιν τόσον εἰς τοὺς ἔχοντας περιτομὴν Ἰουδαίους διὰ τῆς πίστεως καὶ ὄχι διὰ τῶν ἔργων, ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἀπεριτμήτους ἐθνικοὺς πάλιν διὰ μέσου τῆς πίστεως. 31 Καταργοῦμεν λοιπὸν διὰ τῆς πίστεως τὸ κῦρος καὶ τὴν ἰσχὺν τοῦ νόμου; Μὴ γένοιτο νὰ ὑποθέσῃ κανεὶς τοῦτο. Ὄχι μόνον δὲν καταργοῦμεν τὸν νόμον, ἀλλ’ ἀντιθέτως στηρίζομεν τὸ κῦρος τοῦ νόμου, ἀφοῦ ὁ νόμος προλέγει τὰς ἐπαγγελίας, ποὺ ἐπραγματοποίησεν ὁ Χριστός, καὶ ἀφοῦ διὰ νὰ μᾶς συγχωρηθοῦν αἱ παραβάσεις τοῦ νόμου ἐσταυρώθη ὁ Χριστός.1 Τί θὰ εἴπωμεν λοιπόν, ὅτι ἐπέτυχεν ὁ πατήρ μας Ἀβραὰμ μὲ τὰς φυσικάς του δυνάμεις, χωρὶς δηλαδὴ νὰ βοηθῆται ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ; 2 Δὲν ἐπέτυχε τίποτε. Διότι, ἐὰν ὁ Ἀβραὰμ ἐτιμήθη ὡς δίκαιος ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του ἀνθρώπους λόγῳ τῶν ἀγαθῶν του ἔργων, ἔχει λόγον καὶ ἀφορμὴν νὰ καυχᾶται ἀπέναντι τῶν ἀτελεστέρων τοῦ ἀνθρώπων, ὄχι ὅμως καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. 3 Διότι τί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή; Ἐπίστευσε δὲ ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἡ πίστις αὐτὴ τοῦ ἐλογαριάσθη, σὰν νὰ ἐτήρησε κάθε νόμον καὶ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔτσι ὁ Θεὸς τὸν ἀνεκήρυξε δίκαιον. 4 Ἀντιθέτως ὅμως εἰς κάθε ἐργαζόμενον δὲν λογαριάζεται ἡ ἀνταμοιβὴ τῆς ἐργασίας του ὡς χάρις, ἀλλ’ ὡς χρέος ποὺ τοῦ ὀφείλεται.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Ήθελα να έχω δυνάμεις, για να κάνω κάτι ακόμα για τον πλησίον μου, αλλά δεν μπορώ... Μόνο δέομαι και παρακαλώ τον Κύριό μου, όσες ημέρες θέλει να με κρατήσει στη ζωή, να μου δίνει την Χάρη Του, για να μπορώ να προσφέρω κάτι, σε όποιον με πλησιάζει. Ένα σταύρωμα, μια συμβουλή, μια παρηγοριά, μια ευχή... Όποιος βρεθεί κοντά μου, φίλος μου είναι, είτε Εβραίος, είτε Οθωμανός είναι, όποιος και αν είναι, θέλω να με αξιώσει ο Κύριος, να μπορέσω να του κάνω κάτι και να τον βοηθήσω, όπως έκανα όλα τα χρόνια. 

(Όσιος Άνθιμος της Χίου)

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Γιατί γκρινιάζω;



Γογγύζω σημαίνει διαμαρτύρομαι, αρνούμαι, παραπονούμαι, είμαι στενοχωρημένος, δεν ικανοποιούμαι.
Αυτόν τον γογγυσμό τον εκφράζω στο περιβάλλον μου, στα γραπτά μου, στην προσευχή μου.
Ζητώ, λόγου χάριν, κάτι από τον άλλον ή προσδοκώ ή απαιτώ κάτι. Δεν μου το δίνει όμως, γιατί και αυτός είναι απορροφημένος από τον δικό του αγώνα και πόθο, από την δική του σκέψη, αμαρτία, χαρά, από την δική του ακολασία, αγιότητα ή αρετή.
Τότε πέφτω σε έναν γογγυσμό, διότι περιθωριοποιούμαι στην σκέψη του. Προσεύχεται αυτός, νομίζω ότι με αφήνει μοναχό μου. Ενδιαφέρεται για μένα, νομίζω ότι δεν το έκανε από αγάπη ή ότι το έκανε ελλιπές.
Ο γογγυσμός είναι το ανικανοποίητο που νοιώθουμε στην ζωή μας και προέρχεται από ένα μειονεκτικό εγώ.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης
Από σελίδα Πατέρων Λόγοι και διδαχές – Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: ΕΡΓΑ 14 Α΄ Σέλ.261
https://www.askitikon.eu/

Τα “παράδοξα” της χριστιανικής ζωής!



Είπε γέρων: Ο χριστιανός, αδελφέ, χωρίς ταπείνωσιν δεν έχει νόημα…
Αλλ’ εγώ σας λέγω και κάτι πλέον: Ότι ο χριστιανός είναι όλος μυστήριον!
Πιστεύεις ότι είσαι ενάρετος; Είσαι φαύλος.
Κλαίεις ως αμαρτωλός; Είσαι πλησίον του Θεού. Συνάγεις αγαθά; Σκορπίζεις.
Σκορπίζεις επ’ αγαθώ; Πλουτίζεις.
Πιστεύεις ότι είσαι εξουθένημα; Είσαι μέγας.
Πιστεύεις ότι είσαι διάσημος; Είσαι άσημος.
Σιωπάς; Eίσαι εμβριθής.
Πολυλογείς; Είσαι κύμβαλον.
Πιστεύεις ότι είσαι σκότος; Τότε ευρίσκεσαι εν απλέτω φωτί!

imverias
https://www.askitikon.eu/

Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε



Κάποτε είχε πάει ένας κοσμικός στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων στο Άγιο όρος, για να γίνει Μοναχός. Οι Πατέρες όμως της Σκήτης δεν τον δέχονταν, γιατί, εκτός που ήταν ράθυμος και αμελής, ήταν και πολύ σκανδαλοποιός και δημιουργούσε συνέχεια θέματα.
Επειδή εκείνος αναπαύονταν στην Σκήτη, παρακάλεσε τους Πατέρες να τον αφήσουν να μένει ως λαϊκός και να εργάζεται καμιά φορά.
Έτσι λοιπόν πέρασε την ζωή του με ραθυμία μέχρι την ώρα του θανάτου του που έπεσε πια στο κρεβάτι και ψυχοραγούσε. Οι Πατέρες όμως του συμπαραστέκονταν και βρίσκονταν συνέχεια κοντά του.
Μια μέρα ο ετοιμοθάνατος είχε έρθει σε έκσταση και έκανε νοήματα.
Οι Πατέρες απορούσαν τι να συμβαίνει…
Όταν συνήλθε τους διηγήθηκε το εξής φοβερό:
Είδα τον Αρχάγγελο Μιχαήλ μ” ένα χαρτί στα χέρια του, που είχε όλες τις αμαρτίες μου, και μου είπε:
«Βλέπεις, αυτά εδώ τα έκανες όλα, γι” αυτό ετοιμάσου να πας στην κόλαση».
Τότε εγώ του λέω:
«Για κοίταξε, ανάμεσα σ” αυτά τα αμαρτήματα, υπάρχει το αμάρτημα της κατακρίσεως»;
Ψάχνει ο Αρχάγγελος και μου λέει: «Όχι, δεν υπάρχει».
«Οπότε, του λέω, δεν πρέπει να πάω στην κόλαση, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Κύριος». «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε».
Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έσχισε το χαρτί με τα αμαρτήματά μου. Έτσι, Πατέρες μου, θα πάω στον Παράδεισο…
Όταν μου είχατε πει ότι δεν κάνω για Μοναχός στην Σκήτη και εργαζόμουν ως λαϊκός και Εκκλησιαζόμουν στον Κυριακό τις εορτές, είχα ακούσει τα λόγια του Ευαγγελίου «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε» και είπα: «Ταλαίπωρε, τουλάχιστον αυτό να εφαρμόσεις, και αυτό με έσωσε δίχως άλλον κόπο».
Μόλις τελείωσε αυτά τα λόγια, παρέδωσε την ψυχή του στον Αρχάγγελο Μιχαήλ..

πηγή: www.pentapostagma.gr
https://www.askitikon.eu/

ΦΟΒΟΣ: ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ



Η χριστιανική πίστη δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του φόβου στη ζωή του ανθρώπου. Τον αποδέχεται ως πραγματικότητα αλλά και τον ερμηνεύει. Ο φόβος είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου στην αμαρτία – αυτή τού άνοιξε τη δίοδο για κάθε είδους φόβο στη ζωή του και άρα για την τραγικότητα της επί γης πορείας του.
Με τον ερχομό του Χριστού όμως ο άνθρωπος ξαναβρήκε την κανονική πορεία του και ένιωσε και πάλι ότι η αγάπη και η φιλία τον περιβάλλουν από παντού. Ο Χριστός έχυσε άπλετο φως στη ζωή του για να δει ότι ο Θεός είναι ακριβώς ο φίλος και ο Πατέρας του, ο συνάνθρωπος ο αδελφός του, η φύση η αδελφή του. Στην πραγματικότητα μετά τον ερχομό του Χριστού τίποτε δεν μπορεί να απειλήσει τη ζωή του ανθρώπου. Διότι μ’ Εκείνον γίναμε και πάλι παιδιά του Θεού. Ο Χριστός μάς προσέλαβε στον εαυτό Του και έγινε το ένδυμά μας. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Είμαστε καλυμμένοι και ασφαλισμένοι μέσα στον ίδιο τον παντοδύναμο και πανάγαθο Θεό. Αυτός αποτελεί το σπίτι μας, και της ψυχής και του σώματός μας. Κι ακόμη: γίνεται ο Ίδιος ο μυστικός ένοικος της ψυχής μας. Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα κατοικήσουμε μέσα Του κι Αυτός μέσα μας. «Ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω» (πρβλ. Β´Κορ. 6, 16).
Αν είχαμε πνευματικά μάτια ανοικτά θα βλέπαμε ότι πλημμυριζόμαστε διαρκώς από το φως, την αλήθεια, τη ζωή και την αγάπη. Θα βλέπαμε στον εαυτό μας, στον κάθε συνάνθρωπο, σε όλη τη δημιουργία την πανάγαθη παρουσία του Θεού, όπως και του αγαθού φύλακα αγγέλου μας. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ᾽ ημών;» θα φωνάξει μεταξύ άλλων ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8, 31). Είναι συγκλονιστικός ο λόγος επ’ αυτού του μεγάλου ασκητικού διδασκάλου οσίου Ισαάκ του Σύρου: «Μην σε ταράξει καθόλου – γράφει στον τρίτο λόγο του – ο λογισμός του φόβου... αλλά μάλλον πίστευε ότι έχεις φύλακα τον ίδιο τον Θεό που είναι μαζί σου, και την ακρίβεια γι᾽ αυτό ας σε πληροφορήσει η φρόνησή σου, ότι συ με όλη τη δημιουργία είστε δούλοι ενός και του ιδίου δεσπότη, ο Οποίος με ένα μόνο νεύμα Του κινεί και σαλεύει, και ημερώνει και οικονομεί τα πάντα, και κανείς δούλος δεν μπορεί να βλάψει κανέναν από τους σύνδουλούς του χωρίς να το παραχωρήσει Εκείνος που προνοεί και κυβερνά τα πάντα...Καθότι ούτε οι δαίμονες ούτε τα βλαπτικά θηρία ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκπληρώσουν το κακό τους θέλημα για αφανισμό και απώλεια του άλλου, όταν δεν θέλει ο κυβερνών τα πάντα Θεός. Αλλά και όταν θέλει, δίνει και όρια σ᾽ αυτό, κατά πόσο πρέπει να βλάψουν».
Προϋπόθεση βεβαίως για τη χαρισματική αυτή πραγματικότητα η πίστη στον Χριστό.  Χωρίς αυτήν ο φόβος εξακολουθεί να σφραγίζει τη ζωή μας.Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Χριστός: το αντίδοτο του φόβου είναι η πίστη. «Μη φοβού, μόνον πίστευε» (Μάρκ. 5, 36) λέει στον καθένα μας μέχρι σήμερα. «Μη ταρασσέσθω ημών η καρδία μηδέ δειλιάτω. Πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε» ( Ιωάν. 14, 1.27). Και εννοείται η αληθινή πίστη που συνυπάρχει πάντοτε με την αγάπη. «Πίστις δι᾽ αγάπης ενεργουμένη» που λέει ο Απόστολος (Γαλ. 5,6). Γι’ αυτό και «φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ᾽ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α´ Ιωάν. 4, 18).

http://pgdorbas.blogspot.com/

ΟΤΑΝ Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΝΑΙ... ΦΑΡΙΣΑΪΣΜΟΣ!



Ομολογούμε την πίστη μας στον Χριστό - γεγονός που οδηγεί στη σωτηρία μας: τη ζωντανή σχέση μας μ’ Εκείνον - όταν το στόμα μας εκφράζει το περιεχόμενο της καρδιάς μας. «Εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιησούν και πιστεύσης εν τη καρδία σου… σωθήση». Είμαστε του Χριστού δηλαδή και το ομολογούμε, όταν πρωτίστως η ζωή μας κι έπειτα ο λόγος μας αποτελούν τη διαρκή παραπομπή στο πανάχραντο πρόσωπό Του. Να μας βλέπουν οι άνθρωποι και να έχουν την αίσθηση ότι βλέπουν τον ίδιο τον Χριστό: αυτό είναι η αληθινή ομολογία Χριστού. Τότε ο χριστιανός έχει γίνει, καθώς λέει ο απόστολος, «επιστολή Χριστού, γινωσκομένη και αναγινωσκομένη» από όλους. Αν όμως υφίσταται λόγος ομολογιακός χωρίς να υποστηρίζεται από τη ζωή, τότε εκεί βρισκόμαστε μπροστά στον ίδιο τον Φαρισαϊσμό. Κι ο Φαρισαϊσμός το μόνο που έχει εισπράξει  από τον Κύριο είναι τα φοβερά «ουαί» της υποκρισίας!

http://pgdorbas.blogspot.com/

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΑΥΡΟΜΕΝΙΑΣ



«῾Ο ἅγιος Παγκράτιος καταγόταν ἀπό τήν ᾽Αντιόχεια, ἐνῶ χειραγωγήθηκε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο, ἀπό τόν ὁποῖο καί χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Ταυρομενίου. Συναντήθηκε κάποια στιγμή μέ τούς ναυτικούς Ρωμύλο καί Λυκαονίδη, ὁπότε καί πῆγε στή Σικελία, τούς κατοίκους τῆς ὁποίας ὁδήγησε στήν εἰς Χριστόν  πίστη ἀπαρχῆς.  ῞Οταν μάλιστα ἔφθασαν στό νησί ὁ Φάλκων καί ὁ Λύσσων, ἐξαφάνισε τά δαιμονικά εἴδωλα καί ἔκανε τόν ἡγεμόνα τοῦ τόπου Βονιφάτιο νά πιστέψει στόν Χριστό καί νά σέβεται τήν ᾽Εκκλησία. ῾Ο ἅγιος θεράπευε κάθε ἀσθένεια καί πρόσθετε καθημερινά πολλά πλήθη στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Θεοῦ, ἐντάσσοντάς τα στήν ᾽Εκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, μέχρις ὅτου λόγω ἀπουσίας τοῦ ἡγεμόνα Βονιφατίου φονεύτηκε ἀπό τούς αἱρετικούς Μοντανούς».
Μπορεῖ νά μήν εἶναι ἰδιαιτέρως γνωστός στήν ἐποχή μας ὁ ἅγιος Παγκράτιος, ὅμως τυγχάνει ἀποστολικός Πατέρας, ἰσοστάσιος σχεδόν τοῦ ἀποστόλου Πέτρου κατά τόν ἱερό ὑμνογράφο του Θεοφάνη, ἀφοῦ ὁ μέγας ἀπόστολος τόν χειραγώγησε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τόν κατέστησε ἐπίσκοπο, ἐξαποστέλλοντάς τον μάλιστα στή Δύση προκειμένου νά φέρει τό φῶς τῆς ἀλήθειας σ᾽ αὐτήν. Πρόκειται, κατά τήν ὡραία εἰκόνα τοῦ ποιητῆ, γιά δεύτερο ποτάμι, συνέχεια τοῦ πρώτου καί μεγάλου, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, τό ὁποῖο ἄρδευσε τίς χερσωμένες καρδιές καί ἀποξήρανε τά ποτάμια τῆς ἀσέβειας. ῎Η κατά ἄλλη εἰκόνα ὑπῆρξε ὁ ἅγιος πολύφωτος ἀστέρας πού πῆρε τό φῶς ἀπό τίς φωτοβόλες ἀκτίνες τοῦ Πέτρου, προκειμένου ἀκριβῶς νά φωταγωγήσει τούς πεσμένους στά βάραθρα τῆς ἀγνωσίας ἀνθρώπους τῆς Δύσης.
 «᾽Αφοῦ ἀρδεύτηκε καί γέμισε ὁ Πέτρος ἀπό τήν ἀκρότομη πέτρα τόν Χριστό, σέ στέλνει σάν ἄλλο ποταμό νά ἀρδεύεις χερσωμένες ψυχές καί νά ἀποξηραίνεις τά ποτάμια τῆς ἀσέβειας μέ τά ρεύματα τοῦ θείου κηρύγματος» (ὠδή δ´). «Μέ τά φωτοβόλα πυρσεύματα τοῦ Πέτρου καταυγάσθηκες στήν ψυχή καί τή διάνοια, καί σάν πολύφωτος ἀστέρας ἔφθασες στή Δύση, φωταγωγώντας μέ τίς διδαχές τούς ξεπεσμένους στά βάραθρα τῆς ἀγνωσίας, Παγκράτιε» (ὠδή θ´).
῾Ως καλός θεολόγος ὅμως ὁ ὑμνογράφος ἅγιος Θεοφάνης γνωρίζει ὅτι ἡ παράδοση τοῦ Πέτρου πρός τόν Παγκράτιο γιά τή διακονία τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα παράδοση τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Πνεύματός Του πρός αὐτόν. Διότι ἀσφαλῶς ὅ,τι ἔχουν ὡς χάρη οἱ ἀπόστολοι εἶναι χάρη τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία διοχετεύει ὁ ῎Ιδιος μέσω αὐτῶν καί στούς ὑπολοίπους μαθητές Του. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος μέ ἄλλα λόγια ἔχει τόν πρῶτο καί τελευταῖο λόγο γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, οἱ δέ ἀπόστολοι καί ὅλοι οἱ μετά ἀπό αὐτούς ἀπόστολοι συνιστοῦν ὄργανα ᾽Εκείνου πού διακονοῦν τό ἔργο Του. Κι αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως: ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶναι ἄμεση καί προσωπική μέ τόν ῎Ιδιο, ἐνῶ βεβαίως οἱ ἀπόστολοί Του, ὅπως καί οἱ διάδοχοί τους ἐπίσκοποι ἀποτελοῦν τά ἐχέγγυα τῆς γνήσιας αὐτῆς σχέσης μας πρός Αὐτόν, πού σημαίνει ὅτι ἔχουμε κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τόν Τριαδικό Θεό μας, ὅταν διατηροῦμε κοινωνία μέ τούς ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους. Γι᾽ αὐτό λοιπόν ὁ ἅγιος Θεοφάνης δέν παραλείπει νά σημειώσει: «Μέ τό πῦρ τοῦ Παρακλήτου ἀναδείχτηκες  πυρίπνοος, Παγκράτιε σοφέ, κι ἔφλεξες ἔτσι τήν ἀπάτη» (ὠδή δ´). «Σοῦ χαρίτωσε καί σοῦ λάμπρυνε τόν νοῦ πλούσια ὁ ᾽Ιησοῦς πού εἶναι ὁ φωτισμός καί ὁ Θεός ὅλων, καί ἔτσι ἔσωσε ἀπό τήν ἀλογία τούς λαούς μέ τόν λόγο σου» (ὠδή ς᾽).
Εἶναι περιττό βεβαίως νά σημειώσουμε ὅτι ὁ ἅγιος ποιητής ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ δύναμη τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παγκρατίου, μέ τήν ὁποία μετέστρεφε στήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ τούς ἀνθρώπους, ἦταν δύναμη πού ἐνισχυόταν ἀφενός μέ τά θαύματα πού ἔκανε – μή λησμονοῦμε ὅτι κατά τήν πίστη μας τό θαῦμα ἔρχεται ὡς ὑπομνηματισμός τοῦ λόγου καί συνέχεια αὐτοῦ - καί ἀφετέρου μέ τόν ἁγιασμένο βίο του, τόν ὁποῖο σφράγισε καί μέ τό ἅγιο μαρτύριό του. ῎Αλλωστε μόνον ὁ λόγος χωρίς τή στήριξη τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς πολύ λίγα μπορεῖ νά προσφέρει στόν ἄνθρωπο. Γιά τόν ἅγιο Παγκράτιο ἴσχυε ὅ,τι καί γιά τούς ἀποστόλους καί ὅλους βεβαίως τούς ἁγίους: ῾οἷος ὁ λόγος, τοῖος ὁ βίος᾽. ῎Ετσι ὁ ἅγιος Παγκράτιος δίδασκε καί μέ τόν λόγο του, ἀλλά καί μέ τή σιωπή του, γι᾽ αὐτό καί ὑπῆρξε μία ἀκόμη φανέρωση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο. Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἁγίου Θεοφάνη: «῾Ο βίος σου ἀστράπτοντας ἀπό τίς θεῖες καλλονές, μαύρισε τίς ὁρμές ὅλων τῶν δαιμόνων» (ὠδή δ´). «Προσέλκυσες τούς λαούς μέ τά θαύματά σου» (ὠδή ε´). «῾Ιερούργησες, σοφέ, τό εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ καί σφράγισες τίς ἔνθεες διδαχές σου λαμπρά μέ τό αἷμα σου, ἱερομύστα μάρτυς Παγκράτιε» (ὠδή ς΄).

http://pgdorbas.blogspot.com/

Όσιοι Διονύσιος «ο ρήτωρ» και ο υποτακτικός του Άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός



Στο Άγιο Όρος, στη σκήτη της Μικρής Αγίας Άννας η γνωστότερη ως Μικραγιάννα, περί τα τέλη του 15ου, αρχές 16ου αιώνα μ.Χ., ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί Πατέρες, Ο Άγιος Διονύσιος «ο Ρήτωρ» και ο υποτακτικός του Άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.
Η Μικραγιάννα, αποτελεί εξάρτημα της Μεγάλης Σκήτης της Αγίας Άννας και βρίσκετε μεταξύ Αγίας Άννας και Κατουνακίων σε βραχώδη κατωφέρεια και με λίγη πράσινη επιφάνεια λόγω του πετρώδους εδάφους. Αποτελείται από δέκα «Καλύβες», κατα την Αγιορείτικη ορολογία, από τις οποίες οι δύο δεν έχουν Ναό.
Η ζωή στη Μικραγιάννα, σύμφωνα με τις γραπτές μαρτυρίες και την παράδοση, αρχίζει με την εγκατάσταση των πρώτων γνωστών κατοίκων της και ασκητών, των Οσίων Διονυσίου του Ρήτορος και Μητροφάνους. Οι δύο αυτοί Όσιοι, προερχόμενοι από μετόχι της σπουδαίας Μονής του Στουδίου της Κωνσταντινούπολης και ζητώντας τόπο ήσυχο και απόμακρο, έφθασαν και στη Μικραγιάννα, αφού πρώτα πέρασαν από τις Καρυές και την Αγία Άννα, που τότε λεγόταν Σκήτη της Λαύρας.
Μορφωμένος ο Άγιος Διονύσιος, τιμημένος από τη Μεγάλη Εκκλησία με το οφφίκιο του Ρήτορος, και πνευματικός άνθρωπος κατά τη ζωή του, έγινε μαγνήτης και τράβηξε κοντά του πολλούς ανθρώπους, τους οποίους βοήθησε, στήριξε και ενεθάρρυνε, και επιπλέον θαυματούργησε σε πολλούς, ώστε η κοίμησή του να καταγραφεί ως κάτι το ιδιαίτερο σε κώδικες της Μονής Διονυσίου και Δοχειαρίου.
Ήταν άριστος καλλιγράφος και συγγραφέας, και βιβλία του βρίσκονται τόσο στη Μεγίστη Λαύρα όσο και σε άλλες Μονές και στη Σκήτη Αγίας Άννας.
Έχοντας τον Άγιο Διονύσιο Γέροντα, ὁ Άγιος Μητροφάνης διέπρεψε ως υποτακτικός, και στη συνέχεια ως πνευματικός στα χωριά της Χαλκιδικής εξομολογώντας και στηρίζοντας τον κόσμο στην τότε τουρκοκρατούμενη χώρα. Αυτὸς γνωστοποίησε και μια περίφημη οπτασία περί κολάσεως και Παραδείσου κάποιου Δημητρίου από τη Στρατονίκη.
Έτσι θεάρεστα και ασκητικά αφού έζησαν και οι δύο, ο μεν Διονύσιος απεβίωσε ειρηνικά την 9η Ιουλίου 1606 μ.Χ. (άλλα χειρόγραφα όμως αναφέρουν την κοίμηση του την 6η Οκτωβρίου 1596 μ.Χ. ή 1602 μ.Χ.), ο δε Μητροφάνης λίγο χρονικό διάστημα αργότερα.
Στη Σκήτη της Αγίας Άννας, σώζεται ιδιόγραφο βιβλίο ποικίλης ύλης, με την υπογραφή του Όσιου Διονυσίου του Ρήτορα, και με τον τίτλο «Κουβαράς».
Το 1956 μ.Χ., ο ευλαβέστατος υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με την επίσης ευλαβέστατη συνοδεία του, με πολλούς κόπους και πόνους, κατόπιν εμφανίσεως και αποκαλύψεως των αγίων αυτών, κατόρθωσε να καθαρίσει το σπήλαιο εντός του οποίου έφτιαξε ωραία εκκλησία στο όνομα τους. Εκεί που πέρασαν οι Άγιοι Διονύσιος και Μητροφάνης την ασκητική ζωή τους, η εκκλησία αυτή, αντί για σκέπη της έχει την προέκταση του βράχου, που σκεπάζει το σπήλαιο, και από ένα σημείο στάζει συνέχεια άγιασμα, το όποιο μαζεύουν οι Πατέρες και δίδεται στους ευλαβείς προσκυνητές προς αγιασμό.
Η μνήμη των δύο αυτών Οσίων Πατέρων τιμάται στις εννέα Ιουλίου με πανήγυρη στον σπηλαιώδη Ναό τους, όπου και παλαιότερα υπήρχε Ναός μαζί με το κελάκι τους. Απόδειξη του περάσματός τους είναι ο σωζόμενος νιπτήρας του ναΐσκου τους και το επίχρισμα από κορασάνι πάνω στον βράχο και μέσα στο σπήλαιο.
Η οπτασία του Δημητρίου
(σε ελεύθερο νόημα, περιληπτικά στην καθομιλούμενη γλώσσα)
«Στην κωμόπολη Ισβορο, κοντά στα σημερινά Μεταλλεία του Μποδοσάκη, το έτος 1520 μ.Χ. ζούσε ευσεβής χριστιανός, με το όνομα Δημήτριος, ο όποιος εργάζονταν στα Μεταλλεία, για να συντηρεί την οικογένειά του.
Από τα μέλη της οικογένειας του, είχε απομείνει, η γυναίκα του και ένα αγοράκι, που στα δώδεκα του χρόνια πέθανε κι αυτό, όπως κι άλλα τρία που του είχαν πεθάνει πρωτύτερα.
Το αγοράκι αυτό, σαν μονάκριβο που τους είχε μείνει, επειδή ήταν πολύ φρόνιμο, συνετό και υπάκουο, το αγαπούσαν πολύ, ο πατέρας και η μητέρα του. Αλλά ο Πανάγαθος Θεός, που έχει την εξουσία της ζωής και του θανάτου, τα κρίματα του Οποίου είναι ανεξιχνίαστη άβυσσος, θέλησε να πάρει πρόωρα την ψυχή του, έπεσε βαρεία άρρωστο και σε δεκαπέντε μέρες πέθανε.
Τούτο λύπησε πολύ τους γονείς του παιδιού, που έκλαιγαν απαρηγόρητα, περισσότερο δε ο πατέρας του Δημήτριος, ο όποιος από την πολλή θλίψη έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος και δεν ήθελε ούτε να φάει ούτε να πιει τίποτε επί δεκαπέντε μέρες.
Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, ο Δημήτριος, τη δέκατη πέμπτη μέρα λιποθύμησε και φαινόταν σαν να πέθανε. Τότε η γυναίκα του και η πεθερά του, που βρίσκονταν κι αυτή στο σπίτι τους άρχισαν τους θρήνους, οδυρμούς και αναστεναγμούς τόσο, που μαζεύτηκαν όλοι οι γείτονες και συγγενείς τους κι έκλαιγαν κι αυτοί απαρηγόρητα το θάνατο του Δημήτρη, και κατά τη συνήθεια του κόσμου, άρχισαν να ετοιμάζουν τα κόλλυβα, σαβανώματα, θυμιάματα, κεριά και ότι άλλο θεωρείται απαραίτητο για την κηδεία και την ταφή. Εκεί όμως, που κατά την τάξη τον άλλαζαν, παρατήρησαν, πως τα μεν άκρα -χέρια και πόδια- και όλο το κορμί ήταν νεκρωμένα και κρύα, κοντά δε στο στέρνο και την καρδιά ήταν ακόμη ζεστός και ο σφυγμός διατηρείτο πολύ αραιός κι αδύνατος, πλην όμως δεν είχε σταματήσει τελείως και γι' αυτό αποφάσισαν να μην τον θάψουν, αν δεν νεκρωθεί όλο το σώμα.
Πέρασαν πολλές ώρες, ήρθαν τα μεσάνυχτα και η κατάσταση του Δημήτρη εξακολουθούσε να παραμένει η ίδια. Τότε όλοι νύσταξαν κι αποσύρθηκαν λίγο ν' αναπαυθούν.
Το πρωί της επόμενης ημέρας, ο Δημήτρης, αναστέναξε βαθιά κι ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. Εκείνοι που τον παράστεκαν, βεβαρημένοι από τη νύστα, σαν άκουσαν τον αναστεναγμό ξύπνησαν και είδαν το Δημήτρη να ζωντανεύει, θαύμασαν κι χάρηκαν όλοι τους και πιο πολύ η γυναίκα και η πεθερά του, οι όποιες τον ρώταγαν να τους ειπεί τι του συνέβη.
Ο Δημήτρης καθιστός στο κρεβάτι, έβαλε το χέρι στο μέτωπο του κι έβλεπε κάτω, ήταν πολύ σκεφτικός, φαινόταν αφηρημένος και τρεις μέρες δεν έτρωγε, δεν έπινε και δε μίλαγε σε κανέναν.
Η γυναίκα του, είδε από το σπίτι έξω στο δρόμο παιδιά, συνομήλικα με το δικό της, να παίζουν, θυμήθηκε το παιδί της κι άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα και να χύνει πικρά δάκρυα. Τότε ο Δημήτρης, σαν είδε τη γυναίκα του να κλαίει, έλυσε τη σιωπή του και της είπε: «Γιατί κλαις και κόπτεσαι γυναίκα μου χωρίς να ξέρεις τι κάνεις και τι λες; Το παιδί μας δεν πέθανε όπως νομίζαμε πριν, ούτε αφανίστηκε ούτε σάπισε στον τάφο, αλλά ζει και είναι σε τόπο λαμπρό, φωτεινό, ψηλό και ωραίο, σε φως που δε λέγεται, δε μοιάζει ούτε παριστάνεται με τα φώτα του κόσμου τούτου. Μακάρι ν' αξιωθούμε να πάμε κι εμείς στο μέρος εκείνο που είναι τα παιδιά μας, να ζούμε κι εμείς τη μακαριά εκείνη ζωή, στην οποία δεν υπάρχει θλίψη, πόνος και αναστεναγμός, αλλά είναι φως το αιώνιο και ζωή χωρίς αρχή και τέλος - ατελεύτητη.
Η γυναίκα του, από τη πολλή θλίψη, δεν έδωσε προσοχή στα λόγια αυτά του συζύγου της, αλλά η γριά μάνα της, σαν άκουσε τα λόγια αυτά, ρώτησε το γαμπρό της λέγουσα: «Παιδί μου, Δημήτρη, πως γνωρίζεις ότι ζει το παιδί σου και βρίσκεται στη μακαρία, όπως λες, ζωή;» Κι ο Δημήτρης, στην πεθερά του, είπε: «Είδα εγώ με τα μάτια μου σε ποιο χαρούμενο και φωτεινό τόπο βρίσκονται τα παιδιά μας!» «Πες μου, Δημήτρη, σε παρακαλώ, εξακολούθησε να λέγει με αγωνία η γριά, εκείνα που είδες και άκουσες και μη μας κρύψεις τίποτα».
«Όταν κοιμόμουν στο κρεβάτι άρρωστος, σε μια στιγμή, βλέπω μπροστά μου ένα λαμπροφορεμένο άντρα, που έμοιαζε με αστραπή, το κάλλος και η ομορφιά του είναι απερίγραπτη. Τα φορέματα του χρυσοΰφαντα και ποικιλόχρωμα, ακτινοβολούσαν από λαμπρότητα, θείο φωτισμό και χάρη που σου φέρνει ουράνια γαλήνη και χαρά.
»από τη στιγμή που τον είδα, κάθε σκέψη και νόημα, για τα πράγματα της ζωής αυτής, χάθηκαν από το μυαλό μου και τη θύμηση μου, και προσηλώθηκα εξ ολοκλήρου σ' αυτόν.
»Εκεί που ήμουν αφοσιωμένος στη θεωρία του, μου φάνηκε πως χωρίστηκα από τα ανθρώπινα και βρέθηκα στην αγκαλιά του, με πήρε και πετάξαμε μαζί στους ουρανούς. Όταν ανεβαίναμε μου φάνηκε πως περάσαμε επτά κύκλους ουρανών. Οι κύκλοι αυτοί φαίνονταν από κάτω προς τα άνω εως ότου τους περάσαμε όλους.
»Ανεβαίνοντας συναντούσαμε φως με ομίχλη, όταν φτάσαμε ψηλότερα είδα φως λαμπρότερο και γη ωραία και θαυμαστή, ομαλή και καθαρή με φώτα και παντός είδους ανθισμένα δέντρα, των οποίων την ευωδιά και το κάλλος δεν μπορεί ανθρώπινη γλώσσα να διηγηθεί.
»Όταν περάσαμε την ωραία εκείνη γη, βρεθήκαμε μπροστά σε δυο σιδερένιες και καλά σφραγισμένες πόρτες. Στην δεξιά πόρτα φύλαγαν ωραίοι λευκοφόροι νέοι και την αριστερή τη φύλαγαν άνδρες μαύροι με φοβερή όψη. Σαν φτάσαμε μπροστά στις πόρτες εκείνες, ο συνοδός μου Άγγελος, μου είπε σκύψε σύντομα και προσκύνησε, κι εγώ αμέσως έσκυψα και προσκύνησα. Σκυφτός όπως ήμουνα στη γη, άκουσα να ‘ρχεται από μακριά φωνή και να λέγει: «τι έφερες αυτόν εδώ; Δεν σοι ειπόν να φέρεις τούτον, αλλά τον γείτονα του Νικόλαο, αυτός δε, έχει να ζήσει ακόμη επί της γης».
»Μετά από τη φωνή αυτή, ο οδηγός μου με σήκωσε κι αμέσως με πήρε και πήγαμε κατά ανατολάς, προχωρήσαμε και βρεθήκαμε σε ανθισμένη και απέραντη πεδιάδα, με πολύ ωραία δέντρα διαφόρων κατηγοριών.
»Στον ίσκιο κάθε δέντρου, κάθονταν κι από ένας άνθρωπος, οι δε άνθρωποι εκείνοι ήταν όλοι μιας ηλικίας, αλλά τα πρόσωπα τους, άλλων ήσαν λαμπρά και ωραία κι ακτινοβολούσαν από χαρά, άλλων τα πρόσωπα ήσαν στυγνά και λίγο μαύρα, και άλλων κατάμαυρα και σκοτεινά, κι ο καθένας απ' αυτούς είχε φανερά τα σημεία των πράξεων τους, είτε καλά είτε κακά, κι άπ' αυτά φαίνονταν καθαρά σε όλους τα έργα που κάνανε στη ζωή αυτή, κι γνώριζε ο ένας τον άλλον.
»Όταν διαβαίναμε την ωραία εκείνη πεδιάδα, κοίταζα δεξιά κι αριστερά, είδα πολλούς, που τους γνώριζα στη ζωή αυτή και οι όποιοι έχουν πεθάνει από πολύν καιρό. Επίσης γνώρισα πολλές γυναίκες. Είδα κει και μια γνωστή γυναίκα πόρνη, που από την εξωτερική εμφάνιση διακρινόταν η ζωή της που έκανε δω στη γη. Είδα κι άλλους πολλούς κακοποιούς, που στη ζωή αυτή είχαν καταδικασθεί σε κρεμάλα, κι άλλους που έκαναν διάφορες αμαρτίες, να έχουν φανερά τα σημεία των κακών πράξεων τους, όπως διακρίνονταν και τα καλά έργα. Είδα επίσης και πολλούς φίλους και συγγενείς μας να βρίσκονται στον τόπο εκείνον.
»Κει που βαδίζαμε, με το συνοδό μου Άγγελο, στην ωραία κι ανθοστολισμένη εκείνη πεδιάδα, καθώς παρατηρούσα τα ωραία τοπία, τα δροσερά λιβάδια, τα πανύψηλα δέντρα, κι άλλα ωραία και απερίγραπτα πράγματα, είδα να κάθονται τέσσερα λαμπροφορεμένα παιδάκια πολύ όμορφα που έλαμπαν σαν τον ήλιο. Στάθηκα και θαύμαζα τα ωραία εκείνα μέρη και κοίταζα αχόρταγα τα όμορφα εκείνα παιδάκια. ο συνοδός μου Άγγελος τότε μου είπε: «Αδελφέ, γνωρίζεις αυτά τα ωραία παιδάκια; Μήπως ξέρεις τίνος είναι;» Τότε πήγα πιο κοντά, κοίταξα με προσοχή και είδα ότι τα παιδιά εκείνα ήταν τα δικά μας. Είδα τα τρία που μας είχαν από χρόνια πεθάνει και το τελευταίο δωδεκάχρονο να το έχουν στη μέση. Στον Άγγελο είπα: «Ναι, κύριε μου, πολύ καλά τα γνωρίζω, είναι τα παιδιά τα δικά μου». η χαρά μου ήταν απερίγραπτη που γνώρισα και είδα τα παιδιά μας να είναι σε τόση χαρά, δόξα και λαμπρότητα. Παρακάλεσα τον οδηγό μου Άγγελο, να μου επιτρέψει να μείνω κι εγώ εκεί κοντά στα παιδιά μου για πάντα, να αισθάνομαι τη χαρά τους και να μην τα αποχωριστώ ποτέ! Κι ο Άγγελος μου αποκρίθηκε πως δεν ήρθε ακόμη ο καιρός για να μείνεις κι εσύ εδώ και με πήρε αμέσως από τον τόπο εκείνον.
»Όταν φεύγαμε, από την ωραία εκείνη πεδιάδα με τα ευώδη άνθη, τον ουράνιο φωτισμό και την αιώνια λαμπρότητα, ρώτησα το συνοδό μου: «Κύριε μου, τούτος ο ωραίος τόπος, είναι ο λεγόμενος Παράδεισος του Θεού ή, η βασιλεία των ουρανών;» Εκείνος είπε: «Αυτός ο τόπος, ούτε ο Παράδεισος, ούτε η βασιλεία των ουρανών είναι, αλλά είναι αυτό που λέγει η αγία Γραφή, η γη των «Πραέων» και ο τόπος της αναπαύσεως των ψυχών των δικαίων και ορθοδόξων χριστιανών, τον όποιον ώρισε ο Πανάγαθος Θεός, να αναπαύονται οι ψυχές ως την ήμερα της «Δευτέρας του Χριστού παρουσίας», του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του Δίκαιου Κριτή, που θα 'ρθει να κρίνει τον κόσμο και να αποδώσει στον καθένα κατά τις πράξεις και τα έργα που έχει κάνει. Η δε βασιλεία των ουρανών και τα αιώνια αγαθά, που θα απολαύσουν οι Δίκαιοι, όπως και τα αιώνια κολαστήρια και οι τιμωρίες που είναι γι' αυτούς, που δεν πίστεψαν στο Χριστό και τους αμετανόητους αμαρτωλούς, είναι εκεί που είδες τις δυο κλεισμένες και σφραγισμένες πόρτες, τη χρυσή και λαμπρή πόρτα, που οδηγεί στη βασιλεία του Θεού και τη σιδερένια και φλογερή, που οδηγεί στην Κόλαση, που είναι φτιαγμένη για τους δαίμονες και τα όργανα τους, που είναι- όλοι οι κακοί και αμετανόητοι άνθρωποι».
»Τότε ρώτησα τον Άγγελο: «Τώρα, Κύριε μου, ποιοι είναι στη βασιλεία των ουρανών, και ποιοι είναι στην Κόλαση;» Κι εκείνος μου απεκρίθει: «Τώρα κανένας δεν έχει πάει στη Βασιλεία των ουρανών, ούτε στην Κόλαση, αλλά οι μεν Δίκαιοι απολαμβάνουν μέρος από τα αιώνια αγαθά, στο διορισμένο από το Θεό τόπο και οι αμαρτωλοί πάλι, μέρος από τις τιμωρίες υφίστανται, και όπως είπαμε, οι Δίκαιοι και οι Αμαρτωλοί την τέλεια απολαβή των αιωνίων αγαθών η των αιωνίων τιμωριών θα πάρουν μετά την Δεύτερη ένδοξη του Κυρίου Παρουσία, που θα γίνει τότε, η αιώνια πληρωμή ή, η αιώνια καταδίκη.
»Οί ψυχές όμως των μεγάλων Αγίων, εξακολούθησε να μου λέγει ο οδηγός μου, από τώρα βρίσκονται σε πολύ ψηλότερο, ωραιότερο και φωτεινότερο τόπο από τούτον εδώ, εκεί που είναι μεγάλο και πολύ λαμπρότερο φως, από το όποιο φως, έρχονται εδώ οι ακτίνες και λαμπηδόνες, που φωτίζουν τον τόπο τούτον».
»Όταν είπε αυτά, ο οδηγός μου Άγγελος, ξεκινήσαμε να πάμε κατά το Νοτιά, βγήκαμε από το φωτεινό και λαμπρό εκείνο μέρος και φτάσαμε σε σκοτεινό και καλυμμένο από μούχλα και σαπίλα τόπο, από τον όποιον έβγαινε πολύ βρώμα και δυσωδία. Εκεί είδαμε πολύ πλήθος ανθρώπων, που είχανε ηλιοκαμένοι και πολύ λυπημένη όψη. Ρώτησα, τι άνθρωποι είναι αυτοί που βρίσκονται εδώ μέσα; Κι αυτός μου είπε: «Αυτοί που βλέπεις εδώ, είναι οι Εβραίοι που δεν πίστεψαν στο Δεσπότη Χριστό».
»Προχωρήσαμε πιο πέρα. Εκεί βρήκαμε πιο σκοτεινό και βρωμερότερο μέρος, είχε μέσα κι αυτό πλήθος πολύ λάου, που φαίνονταν σαν μικροί ανθρωπίσκοι, σαν μικρά παιδιά και σκουλήκια, που κυλιόντουσαν μέσα σε λάσπη από κοπριά. Ρώτησα τον οδηγό μου γι' αυτούς και μου είπε, πως αυτοί είναι οι Τούρκοι και άπιστοι Αγαρηνοί, και όλοι οι αιρετικοί και κακόδοξοι άνθρωποι. Εκεί γνώρισα και πολλούς από τους Αθίγγανους –Γύφτους- που τους ήξερα από τη ζωή αυτή κι είχανε τα πρόσωπα τους πολύ μελανά.
»Όταν βγήκαμε άπ' εκεί, γυρίσαμε κι άλλους τέτοιους σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους, γεμάτους από ανθρώπους κάθε θρησκείας, κάθε αιρέσεως, άθεους, ειδωλολάτρες και λαούς από διάφορα έθνη. Σε ερώτηση μου αν αυτή είναι η Κόλαση, ο οδηγός μου είπε: Όπως και πρωτύτερα σου είπα αυτά που είδες, δεν είναι ούτε η Κόλαση, ούτε ο Παράδεισος, άλλα όλα αυτά είναι προσωρινά μέχρι τη δεύτερη του Χριστού Παρουσία. Πρέπει να ξέρεις και τούτο πως η Κόλαση είναι μια άλλα τα βάσανα και οι τιμωρίες είναι πολλές και διάφορες όπως και η Βασιλεία των ουρανών είναι μια άλλα έχει κι αυτή διαφορά στις κατοικίες και τις απολαύσεις για τους Δικαίους, ανάλογα με τις αρετές και την προσφορά της θυσίας του καθενός στη ζωή τούτη, όπως λέγει κι ο Δεσπότης Χριστός στο ιερό ευαγγέλιο Του: «Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί είσιν» (Ίωάν. ΙΔ' 2).
Εκεί που ο οδηγός μου έλεγε αυτά άκουσα να έρχεται από κάτω βαθιά τρομακτική και βροντερή, φωνή βρυχωμένου δράκοντα και αγρίου θεριού, και να βγαίνει βρώμα και δυσωδία ανυπόφορη. Από τη φωνή αυτή τραβήχτηκα και τρόμαξα τόσο, που προσπάθησα να κρυφτώ στην αγκαλιά του φύλακα συνόδου μου και τρέμων από το φόβο μου, τον ρώτησα: «τι φωνή είναι αυτή, Κύριε μου και η πολλή αυτή βρώμα πούθε έρχεται;» Κα! κείνος μου είπε: «Αυτός που φωνάζει και βρυχιέται είναι ο παμφάγος Άδης, ο όποιος δέχεται όλους τους άπιστους και περιφρονητές αμαρτωλούς κατ' εξακολούθηση, που δεν πίστεψαν στο Χριστό και δε μετανοήσαν ποτέ για ότι κακό έκαναν στη ζωή τους. Όποιος απ' αυτούς πεθάνει, περνάει από τον Άδη, ο όποιος τους ξερνάει, στους τόπους της καταδίκης που είδες και δε χορταίνει ποτέ».
»Αμέσως άκουσα άλλη φωνή που ‘ρχονταν από ψηλά και έλεγε: «τι φωνάζεις, τι κλαις και στενοχωριέσαι; Περίμενε λίγο και θα χορτάσεις από ανάξιους ιερείς, αρχιερείς, επίσκοπους και μοναχούς, δόκιμους κα! χριστιανούς αμελείς και περιφρονητές στην καλοσύνη και πρόθυμους για το κακό».
»Και Κει που η φοβερή αυτή φωνή σφύριζε ακόμη στα αυτιά μου, βρέθηκα αμέσως στο σπίτι μου, είδα το σώμα μου νεκρό, άσχημο και παγωμένο, δεν ήθελα να μπω μέσα σ' αυτό, αλλά ο οδηγός μου μ' έβαλε με το ζόρι χωρίς να θέλω να μπω μέσα, κι αισθάνθηκα δριμύ πόνο και να σαλεύουν όλα τα νεύρα, οι αρθρώσεις και τα κόκκαλα».
Η γυναίκα του Δημήτρη και η πεθερά του, άμα άκουσαν αυτά, έμειναν κατάπληκτες και διηγούμενες αυτά, από στόμα σε στόμα διαδόθηκαν όχι μόνο στον Ισβορο, άλλα και σ' όλη τη Χαλκιδική.
Τούτο έφτασε κα! στα αυτιά του αγίου Μητροφάνη, ο όποιος πήγε στο σπίτι του Δημήτρη, από τον όποιον βεβαιώθηκε για την αλήθεια της θείας αυτής οπτασίας, την οποίαν ο Δημήτρης επανέλαβε και διηγήθηκε στον Άγιο δυο και τρεις φορές, ακριβώς όπως μας την περιέγραψε ο ίδιος, ο άγιος Μητροφάνης.
Η οπτασία αύτη του Δημήτρη, βεβαιώθηκε κι από το γεγονός, που ακολούθησε, γιατί όταν άκουσε τη θεία εκείνη φωνή, που έλεγε στον οδηγό του Άγγελο: «Δεν σοί ειπόν να φέρεις αυτόν, άλλα το γείτονα του Νικόλαο», τούτο πραγματοποιήθηκε, γιατί δυο μέρες μετά την οπτασία, που είδε ο Δημήτρης, ο γείτονας του Νικόλαος καίτοι ήταν πολύ καλά στην υγεία του, ξάφνου χωρίς νάχει καμιά αρρώστια πέθανε και τις ετοιμασίες που είχαν για την κηδεία του Δημήτρη, τις χρησιμοποίησαν για την ταφή του Νικόλαου.
Μερικοί αρχιερείς και ιερείς, από φθόνο του διαβόλου, κινήθηκαν να διασύρουν την οπτασία αύτη σαν ψεύτικη, προσπάθησαν να σπείρουν απιστία και αμφιβολία, με τη δικαιολογία, ότι, η φωνή που άκουσε, ο Δημήτρης, άνωθεν να λέγει στον Άδη, ότι θα χορτάσει από αρχιερείς, ιερείς και μοναχούς αμελείς και ράθυμους, προς τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα τους και ότι δεν θα έπρεπε να λέγει γι' αυτούς, αλλά να έλεγε, πως θα γεμίσει από άπιστους, ασεβείς και αμαρτωλούς, αν ήταν αληθινή!
Ταλαίπωροι άνθρωποι, σ' όποια τάξη κι αν ανήκετε, όποιο βαθμό και αξίωμα φέρετε, γιατί «προφασίζεσθε προφάσεις εν άμαρτίαις»; «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία, ίνα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψευδός;» «Πώς θέλετε ο καθένας σας να δικαιολογείστε και να κρύβεστε πίσω από το δάκτυλο σας»; Αυτά είπε προς αυτούς,, ο άγιος Μητροφάνης, και επιπροσθέτως έλεγε: «Αδελφοί, εμείς οι κληρικοί, που ταχθήκαμε να υπηρετούμε τον Κύριο, να γνωρίζουμε καλά, πως πρέπει να είμαστε τύπος και υπόδειγμα ενάρετης ζωής, να είμαστε φως και οδηγοί στους ανθρώπους, όπως λέγει και ο Κύριος μας: «Υμείς έστε το φως του κόσμου, υμείς έστε το άλας της γης» (Ματθ. Ε' 13, 14) και ως τοιούτοι θα πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να χύνομαι περισσότερο φως και όχι να συσκοτίζαμε πιο πολύ τα απλά και θεια αυτά πράγματα, που ο Θεός αποκαλύπτει στους πιστούς, για να διορθωθούμε και να διορθώσουμε και τον κόσμο, που έχει σκοτάδι και άγνοια μεγάλη, του θείου νόμου και των εντολών του Θεού.
Αντί, με τα καλά μας λόγια, με τα καλά μας έργα και την καθαρή πολιτεία της ζωής μας να γινόμαστε το καλό παράδειγμα, να φάνουμε άξιοι εργάτες της κλήσεως μας και καλοί οικονόμοι να μεταδίδομαι τη χάρη, που από το Θεό μας δόθηκε, εμείς γινόμαστε προσκόμματα του καλού, αιτία σκανδάλου και κακό παράδειγμα, στους πιστούς με την απιστία και την αμφιβολία που μεταδίδουμε στον πιστό και απλό λαό και με τον τρόπο αυτόν βλάπτουμε τις ψυχές τους, για τις όποιες, ο Χριστός, επάνω στο Σταυρό, θυσιάστηκε και παρέδωκε την ψυχή του «λύτρον αντί πολλών».
Αντί να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να ωφελήσομε τον πλησίον μας, εμείς με κάθε τρόπο τον βλάπτομε, με το να λέμε και να διαδίδομε πως οι οπτασίες αυτές και αποκαλύψεις, οι όποιες μας φέρνουν σε αίσθηση, σε φόβο Θεού, σε μετάνοια και επίγνωση του εαυτού μας, να λέμε δεν είναι αληθινές; Δεν είναι πραγματικές; Μήπως γιατί αποκαλύπτουν τα κακά έργα του καθενός; Και φανερώνουν τις τιμωρίες που μας περιμένουν; Ή την δίκαιη αντιμισθία και ανταμοιβή που θα λάβουν από τον Δίκαιο Κριτή εκείνοι που εργάστηκαν το καλό και την αρετή; Πρέπει να ξέρουμε πως οποίοι κι αν είναι αυτοί, απλοί άνθρωποι, η ιερείς, αρχιερείς, Πατριάρχες, Βασιλείς, Στρατηγοί η Στρατιώτες, όλοι όμοια και δίκαια θα κριθούν, από τον απροσωπόληπτο Κριτή, το Θεό.
Και συνέχισε ο άγιος Μητροφάνης, να διδάσκει και να λέγει στο λαό: «Ας ξυπνήσομε, αδελφοί, ας έλθομε στον εαυτό μας όσον είναι ακόμη καιρός, γιατί το κουδούνι του κινδύνου, για τον καθένα μας, κάθε λίγο κτυπάει, δεν ξέρουμε πότε το τέλος και σε μας θα έλθει. Ας προσπαθήσαμε να μιμηθούμε τους καλούς ιερείς, αρχιερείς, μοναχούς και όλους εκείνους τους καλούς χριστιανούς, οι όποιοι εργάζονται το καλό, την αρετή και τη δικαιοσύνη, για να γίνωμεν κι εμείς φώτα σωστικά, παραδείγματα αρετής και καλοσύνης στους πιστούς αδελφούς μας, όπως μας παραγγέλλει ο Κύριος λέγων: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως είδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. Ε' 16) για να λάβουμε κι εμείς τη δίκαιη ανταμοιβή και να ζήσομαι αιώνια με το Θεό στη βασιλεία των ουρανών. Αμήν».