Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ [Χριστουγεννιάτικο διήγημα]



Του π. Δημητρίου Μπόκου
Πάτησε φρένο καθὼς τελείωνε ἡ μεγάλη ἀνηφορικὴ στροφὴ καὶ πρόβαλε, ἀνάμεσα στὰ χιονισμένα δέντρα, τὸ ὁμαλὸ ἁπλόχωρο ξέφωτο. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο νὰ ξεμουδιάσει καὶ νὰ περπατήσει λίγο στὸ γνώριμο ἀγαπημένο της περιβάλλον. Λιτὸ καὶ ἀπέριττο τὸ ταπεινὸ πάλλευκο ναΰδριο μπροστά της, ἔστεκε ἀνάλαφρο, ἀσάλευτος φρουρὸς στὴν παγωμένη τραχειὰ ἐρημιά.
Πλησίασε τὸ χαμηλὸ καμπαναριό, τράβηξε χαλαρὰ τὸ κοκκαλωμένο σχοινί, ἀκούμπησε τὴ μικρὴ καμπάνα ἐλαφρὰ μιὰ φορά. Ντάν!… Ἁπαλός, γλυκύς, μελωδικὸς ὁ ἦχος της ἁπλώθηκε στὴν πλαγιά, ἔδιωξε τὴ νεκρικὴ σιγαλιὰ τοῦ βουνοῦ. Τὴν ἄγγιξε τόσο ἡ γλυκύτητά του, ποὺ ἀκούμπησε ξανὰ τὴν καμπάνα ἁπαλά. Καὶ πάλι γιὰ μιὰ τρίτη φορά. Εἰς δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔκανε τὸν σταυρό της καὶ μπῆκε στὸ μικρὸ παρεκκλήσι.
Ἄναψε κεράκι, προσκύνησε, ἀσπάστηκε τὶς εἰκόνες. Κατέβασε προσεκτικὰ τὰ τέσσερα καντηλάκια τοῦ τέμπλου, ἄλλαξε φυτιλάκια, πρόσθεσε στὸ λάδι τους, τὰ ἄναψε. Τὸ φῶς τους ἁπλώθηκε ἁπαλό, γλύκανε τὶς ἀσκητικὲς μορφὲς τῶν ἁγίων, ζέστανε τὸν χῶρο καὶ τὴν καρδιά της. Κάθισε στὸ πολυκαιρισμένο ξύλινο στασίδι, ἔμεινε γιὰ λίγο νὰ κοιτάζει τὶς μεγάλες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τοῦ ἁγίου Βασιλείου καὶ τοῦ Προδρόμου ποὺ ἔστεκαν ζερβόδεξα, ἀκοίμητοι φρουροὶ τῶν ἱερῶν βημοθύρων.
Βρισκόταν στὸ μικρὸ μετόχι τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ τῆς Γέννησης, γιὰ τὸ ὁποῖο ταξίδευε κι αὐτὴ σήμερα. Ἔκανε τὸ ταξίδι αὐτὸ κάθε χρόνο, μιὰ βδομάδα πρὶν τὰ Χριστούγεννα. Ἀφότου ἔχασε τὸν ἄντρα της ἡ Θεοπούλα, γιὰ νὰ μὴ μένει μόνη της χρονιάρες μέρες, πήγαινε νὰ περάσει τὶς γιορτὲς στὸ μοναστήρι. Ἡ ἡγουμένη τὴν ἀγαποῦσε πολύ, τὴν εἶχε σὰν ἀδελφή της. Τὸ μοναστήρι γιόρταζε ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων καί, ἂν καὶ ἀπόμακρο, γέμιζε κόσμο στὴ μεγάλη γιορτή. Συνήθως τὸ τιμοῦσε πάντα καὶ ὁ ἐπίσκοπός τους μὲ λαμπρὸ ἀρχιερατικὸ συλλείτουργο. Ἡ Θεοπούλα πήγαινε ἀπὸ μέρες νωρίτερα, νὰ δίνει ἕνα χεράκι στὶς ἀδελφές, ποὺ δὲν ἔπαιρναν ἀνάσα ἀπ’ τὶς ἑτοιμασίες καὶ τὰ τρεχάματα τῆς μεγάλης πανήγυρης.
Σηκώθηκε νὰ συνεχίσει τὸν δρόμο της, μὰ πρὶν φύγει, ἔκανε τὸν γύρο τῆς μικρῆς ἐκκλησίας, ἦρθε στὴν ἀνατολικὴ πλευρά. Πίσω ἀπὸ τὴν κόγχη ἀκριβῶς τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἕνας παλιὸς σιδερένιος σταυρὸς ποὺ ἐξεῖχε πάνω ἀπὸ τὸ χιόνι, δήλωνε τὴν ὕπαρξη ταπεινοῦ μνήματος. Κάτω ἀπ’ τὸ λευκὸ στρῶμα ἀναπαυόταν κάποιος ἀνώνυμος ἀφανής. Οἱ αἰῶνες ποὺ ἔτρεξαν ἀπὸ τὴν κοίμησή του εἶχαν σβήσει ἐντελῶς τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν σκουριασμένο σταυρὸ καὶ ἀπὸ τὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων. Μὰ ἡ ἱστορία του ἦταν γνωστή, κυκλοφοροῦσε σὰν τοὺς θρύλους τῆς παλιᾶς ἐποχῆς. Γνώριζαν ὅλοι γιὰ τὸν φιλόξενο ὅσο καὶ παράξενο «ξενοδόχο». Τὴν εἶχε ἀκούσει καὶ ἡ ἴδια ἀπὸ τὸ στόμα τῆς σεβαστῆς ἡγουμένης.
Ἦταν θαμμένος ἐκεῖ ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος, ποὺ ἐργαζόταν σκληρὰ γιὰ τὸν βιοπορισμό του σπάζοντας πέτρες καθημερινὰ στὸ λατομεῖο. Δὲν ἀποταμίευε χρήματα ποτέ. Τὸ πενιχρό του εἰσόδημα ξοδευόταν γιὰ τὸν λιτό του ἐπιούσιο καὶ μὲ ὅ,τι ἀπόμενε φιλοξενοῦσε ταξιδιῶτες καὶ φτωχούς. Ἔβγαινε στὰ δρομάκια τοῦ χωριοῦ του νύχτα μὲ τὸ λυχνάρι, ψάχνοντας γιὰ ὅσους βρίσκονταν σὲ ἀνάγκη καὶ τοὺς περιποιόταν ὁ ἴδιος. Τοὺς ἔφερνε στὸ φτωχικό του, ἔπλενε τὰ πόδια τους, τοὺς ἔδινε φαγητό, τοὺς κοίμιζε κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινὴ στέγη του.
Ἀκόμα καὶ γιὰ τὰ ζῶα φρόντιζε, τὰ νηστικὰ καὶ ἀδέσποτα. Καὶ περισσότερο ἀπ’ ὅλους φιλοξενοῦσε τοὺς μοναχοὺς ποὺ θὰ περνοῦσαν τυχὸν ἀπὸ τὰ μέρη τους. Ἔτσι ξόδευε ὁ ταπεινὸς αὐτὸς ἄνθρωπος ὅλα ὅσα ἔβγαζε καθημερινά. Ὁ ἴδιος νήστευε πολὺ καὶ συχνά. Καὶ ἐμπιστευόταν τὸν ἑαυτό του ἀπόλυτα στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Ἄκουσε γιὰ τὸν ἰδιότυπο «ξενοδόχο» καὶ ἕνας φημισμένος γέροντας στὸ ἀπρόσιτο ἀσκηταριό του καὶ πῆγε κάποτε νὰ τὸν γνωρίσει. Ὁ φτωχὸς λατόμος τὸν δέχτηκε καὶ τὸν περιποιήθηκε ὡς συνήθως. Ὁ γέροντας ἐνθουσιάστηκε μὲ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἁπλοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἔκανε φίλο του.
Βλέποντας τὴ φιλάνθρωπη διάθεσή του ὁ γέροντας, ἔπεσε σὲ συλλογή. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἂν εἶχε περισσότερα χρήματα, πόσα καὶ πόσα δὲν θὰ ἔκανε γιὰ τοὺς φτωχούς! Καὶ ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ δώσει στὸν φτωχὸ «ξενοδόχο» πλοῦτο. Νήστευε καὶ παρακαλοῦσε ἐπίμονα. Ἐκτενῶς. Ὥσπου μιὰ νύχτα εἶδε ἕνα ὄνειρο. Ἕνας φωτεινὸς ἄγγελος παρουσιάστηκε μπροστά του καὶ τὸν ρώτησε:
-  Ξεχνᾶς, γέροντα, πὼς ὁ πλοῦτος εἶναι πειρασμὸς καὶ ἀπάτη; Καὶ πόσο εὔκολα ὁ ἄνθρωπος ξεγελιέται καὶ παγιδεύεται ἀπὸ αὐτόν; Ἄφησέ τον λοιπὸν στὴν ἡσυχία του. Μιὰ χαρὰ εἶναι ὅπως τὸν ἔχει τώρα ὁ Θεός.
-  Γιὰ τοὺς πολλοὺς ἔτσι εἶναι πράγματι, μὰ ὄχι γι’ αὐτὴν τὴν τόσο εὐγενικὴ ψυχή. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀγάπη καὶ ἀνιδιοτέλεια. Τὸν γνωρίζω καὶ εἶμαι βέβαιος γι’ αὐτόν! ἀπάντησε μὲ σιγουριὰ ὁ γέροντας.
-  Ἐντάξει λοιπόν! εἶπε τελικὰ ὁ ἄγγελος. Θὰ γίνει ὅπως ζήτησες. Μὰ ἂν κάτι δὲν πάει καλά, ἡ ψυχή του θὰ ζητηθεῖ ἀπ’ τὰ χέρια σου. Ἐσὺ θὰ εἶσαι ὑπεύθυνος καὶ θὰ δώσεις λόγο γι’ αὐτήν.
-  Δέχομαι! εἶπε ὁ γέροντας. Ἀναλαμβάνω τὴν εὐθύνη. Ἐγγυῶμαι γιὰ τὴν ψυχή του!
Δὲν πέρασαν μέρες πολλὲς καὶ ὁ λατόμος, σπάζοντας τὶς πέτρες, βρῆκε κρυμμένο ἀνάμεσά τους ἕνα μεγάλο θησαυρό. Ὁ φτωχὸς ἐργάτης τὰ ἔχασε. Μιὰ βαθειὰ ἀμηχανία τὸν κατέλαβε. Τί θὰ τὸ ἔκανε τόσο χρυσάφι; Τὸ μετέφερε λοιπὸν κρυφὰ στὸ σπίτι του καὶ ἀμέσως μετακόμισε στὴν πρωτεύουσα, ὅπου δὲν τὸν γνώριζε κανείς. Ἀγόρασε ἕνα μεγάλο ἀρχοντικὸ καὶ πλῆθος ὑπηρετικὸ προσωπικὸ καὶ ἄρχισε νὰ ζεῖ μὲ κάθε χλιδὴ καὶ πολυτέλεια. Ἡ ψυχή του μεταστράφηκε ἐντελῶς. Ξέχασε τὴ φιλανθρωπία του, τὴν ἄσκηση ποὺ ἔκανε πρὶν γιὰ τὸν Χριστό, τὰ πάντα. Σκλήρυνε ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους, ἔγινε ἀναίσθητος στὶς ἀνάγκες τους. Ἄβυσσος πολλή, ἀνεξερεύνητα τὰ βάθη τοῦ ἀνθρώπου!
Ὁ γέροντας τὸν ἀναζήτησε παντοῦ. Ὅταν τὸν ἀνακάλυψε στὴν πρωτεύουσα, ζήτησε νὰ τὸν συναντήσει, μὰ στάθηκε ἀδύνατο. Μέρες περίμενε μπρὸς στὸ ἀρχοντικό του, μὰ ἦταν τόση ἡ πώρωση τοῦ λατόμου, ποὺ ἔβαζε τοὺς ὑπηρέτες του καὶ τὸν ἀπόδιωχναν μὲ βρισιὲς καὶ χτυπήματα. Καταλυπημένος καὶ ἀπογοητευμένος γύρισε στὸ κελλί του. Ἔπεσε στὶς προσευχὲς καὶ τὰ δάκρυα.
Βλέπει τότε σὲ ὄνειρο τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐστηρὸ βλέμμα ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε ἀπολογία γιὰ τὴν ἀπερίσκεπτη ἐγγύηση ποὺ εἶχε δώσει καὶ τὸν διέταξε νὰ πληρώσει τώρα αὐτὸς γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ λατόμου.
Γεμάτος τρόμο ὁ γέροντας ἔπεσε στὰ πόδια τῆς Παναγίας.
-  Πρόφτασε, Παναγία μου! φώναξε μὲ βαθειὰ συντριβή. Μεσίτευσε στὸν Υἱό σου, νὰ μὲ ἐλεήσει τὸν ἁμαρτωλό!
Γεμάτη ἀγάπη ἡ Παναγία τὸν ἀνασήκωσε ἁπαλά.
-  Νὰ μὴν δίνεις, παιδί μου, ἐγγυήσεις ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὴ δύναμή σου, τοῦ εἶπε γλυκά. Μὴν ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὴ δική σου κρίση ποτέ. Ὁ Υἱός μου εἶναι γεμάτος ἔλεος, μὴ φοβᾶσαι. Μὰ ἔγινε αὐτὸ γιὰ νὰ βάλεις μυαλό. Νὰ μὴ ζητᾶς ἀπ’ τὸν Θεὸ ἐπικίνδυνα πράγματα, οὔτε νὰ δίνεις ἀνόητες ὑποσχέσεις. Θὰ μεσιτεύσω καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ταλαίπωρου λατόμου.
Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ ἄρχοντας-λατόμος παρασύρθηκε σὲ ἀποτυχημένη συνωμοσία κατὰ τοῦ βασιλιᾶ. Οἱ συνωμότες πιάστηκαν καὶ θανατώθηκαν. Ὁ λατόμος, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, κατάφερε νὰ διαφύγει μιὰ νύχτα κρυφὰ καὶ γλύτωσε. Ἔχασε ὅμως τὰ πάντα. Πλούτη καὶ ἀλαζονεία. Γύρισε ξανὰ στὸ χωριό του φτωχός. Δικαιολογήθηκε πὼς εἶχε πάει τάχα στοὺς Ἁγίους Τόπους γιὰ προσκύνημα.
Ἡ συμφορὰ τὸν ἔφερε σὲ μετάνοια. Ἔκλαψε πικρὰ στὰ πόδια τοῦ γέροντα γιὰ τὸ παραστράτημά του. Ξανάρχισε ταπεινὰ νὰ ὑπηρετεῖ φτωχοὺς καὶ ξένους μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα. Καὶ ἔφτασε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει ὁ πιὸ ἐλεήμων καὶ ὁ πιὸ ταπεινὸς ἄνθρωπος στὴν ἐποχή του.
Ἡ ἀναθύμηση τῆς παλιᾶς ἱστορίας πλημμύριζε πάντα τὴν ψυχὴ τῆς Θεοπούλας μὲ ἔνθεο ζῆλο καὶ συγκίνηση βαθειά. Ζήλευε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ ἁγίου «ξενοδόχου». Καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν μιμηθεῖ ὅσο μποροῦσε, ἰδίως τὶς ἅγιες ἡμέρες, ὅπως τώρα. Ἡ θύμησή του ἔβαζε φτερὰ στὰ πόδια της. Ἡ φιλόθεη διάθεσή της ἀνέβαινε κατακόρυφα. Μὲ τὸ μικρό της προσκύνημα στὸν ἀφανῆ ἅγιο ἔνιωθε μεγάλη ἀνάταση μέσα της, ἡ ψυχή της ξαναγεννιόταν. Θέριευε ἡ λαχτάρα της νὰ ζεῖ πνευματικὰ τὰ Χριστούγεννα, βουτηγμένη στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀναβάπτισή της τέτοια μέρα ἐδῶ, κάθε χρόνο, ἦταν τὸ πνευματικό της ἐφαλτήριο γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή.
Μὰ τώρα ἔπρεπε νὰ βιαστεῖ. Φίλησε τὸν κρύο σκουριασμένο σταυρὸ καὶ τράβηξε γιὰ τὸ αὐτοκίνητο. Τὸ μοναστήρι τῆς Γέννησης ἦταν πολὺ μακριὰ ἀκόμα. Εἶχε δρόμο μπροστά της καὶ ἡ χειμωνιάτικη μέρα δὲν κρατούσε πολύ. Καὶ οἱ ὀρεινὲς διαδρομές, μὲ δύσκολα περάσματα καὶ χιόνια, ἐπιφύλασσαν ἐκπλήξεις καὶ ἀπρόβλεπτα πολλά.
Στὸ μοναστήρι τὴν ὑποδέχτηκαν μὲ ἔκδηλη χαρά. Οἱ μοναχὲς τὴν ἕσφιξαν στὴν ἀγκαλιά τους σὰν ἀγαπημένη ἀδελφή. Ἡ ἡγουμένη τῆς ἔδωσε ἕνα ἥσυχο ζεστὸ κελλὶ δίπλα στὸ δικό της. Μποροῦσε νὰ ἔχει ὁποιαδήποτε εὐκολία, τὴν εἶχαν σὰν δικό τους ἄνθρωπο. Μὰ καὶ ἡ Θεοπούλα ἦταν γεμάτη φιλότιμο. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ἀνασκουμπώθηκε. Ἔτρεχε πρόθυμη νὰ βοηθήσει παντοῦ. Οἱ δουλειὲς ἦταν ἀτέλειωτες. Ὅλα ἔπρεπε νὰ ἀστράφτουν στὴ μεγάλη πανήγυρη τῆς μονῆς.
Ὄχι μόνο οἱ ξενῶνες της θὰ γέμιζαν κόσμο, μὰ θὰ ἑτοίμαζαν φαγητὰ καὶ κεράσματα, εὐλογία γιὰ ὅλους τοὺς προσκυνητὲς ποὺ κατέκλυζαν τὴ μονὴ τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς. Τὰ ζοῦσε ὅλ’ αὐτὰ ἔντονα ἡ Θεοπούλα. Τὴ γέμιζαν ἀγαλλίαση πνευματική. Τὴν ἔκαναν νὰ ἀπολαμβάνει πιὸ πολὺ τὴ μεγάλη γιορτή, τὴν πανευφρόσυνη Λειτουργία τῆς Ἅγιας Νύχτας.
Οἱ μέρες κύλησαν ὁμαλά, στὴ φυσιολογικὴ δίνη τῶν προετοιμασιῶν, ὅμως δὲν ἔλειψαν δυὸ σημαντικὰ γεγονότα, ποὺ ἦρθαν νὰ ταράξουν ἀπρόσμενα τὴν ψυχὴ τῆς καλῆς Θεοπούλας. Ὁ πονηρὸς ἔβαλε στοίχημα νὰ μὴν τὴν ἀφήσει νὰ γιορτάσει Χριστούγεννα. Ζήλεψε τὴν ὄμορφη πνευματική της ὑπόσταση καὶ βάλθηκε νὰ τὴ χαλάσει.
Κόντευε παραμονή, ὅταν ἔγινε, χωρὶς νὰ τὸ θέλει, αὐτόπτης μάρτυρας σὲ μιὰ πολὺ δυσάρεστη σκηνή. Περνοῦσε κοντὰ ἀπὸ τὸ κελλὶ ὅπου ἔμεναν οἱ δυὸ γηραιότερες μοναχὲς τῆς μονῆς, ὅταν ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τους ἔφτασαν στ’ αὐτιά της φωνές. Μὰ τί συνέβαινε; Οἱ ἀδελφὲς αὐτὲς ἦταν πολὺ ἀγαπημένες. Εἶχαν ζήσει στὸ ἴδιο κελλὶ πάνω ἀπὸ μισὸν αἰώνα. Δὲν εἶχαν μαλώσει ποτέ. Ἀπὸ ποῦ ἐρχόταν αὐτὴ ἡ φασαρία;
Δὲν ἤθελε νὰ φανεῖ ἀδιάκριτη, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ νικήσει τὸν πειρασμὸ νὰ πλησιάσει κοντύτερα. Ναί, οἱ δυὸ ἀχώριστες ἀδελφές, γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή τους, μάλωναν γιὰ τὰ καλά. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ τί ἔλεγαν, μὰ ἡ ἔντασή τους ἦταν μεγάλη. Μὲ τὰ πολλὰ κατάλαβε πὼς κάτι συνέβαινε στὸ παράθυρό τους. Κοιτοῦσαν καὶ οἱ δυὸ πρὸς τὰ ’κεῖ, χειρονομώντας ἔντονα. Μὲς στὴν ἀντιδικία τους ξεχώρισε τὶς λέξεις περιστέρι-κουρούνα. Ὅταν ἡ μιὰ ἔλεγε περιστέρι, ἡ ἄλλη ἀνταπαντοῦσε κουρούνα.
Ἡ Θεοπούλα πρόσεξε ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ τζάμι κάποιο πουλὶ ἀνάδευε τὰ φτερά του. Ἀπὸ ἐκεῖ πήγαζε ἡ διχογνωμία τῶν δυὸ ἀδελφῶν. Ἡ μιὰ ὑποστήριζε πὼς ἔβλεπε ἕνα λευκὸ περιστέρι, ἡ ἄλλη ἰσχυριζόταν πὼς δὲν ἦταν παρὰ μιὰ μαύρη κουρούνα. Ἡ ἀνυποχώρητη διαφωνία τους ἔφτασε στὸ κατακόρυφο. Τὶς ἔφερε μέχρι καὶ τὴ χειροδικία. Καί, πράγμα ἀνήκουστο, οἱ γηραιὲς μοναχὲς σήκωσαν γιὰ πρώτη φορὰ χέρι μεταξύ τους, χτυπήθηκαν ἀνελέητα, ἔτρεξε ἀπὸ τὰ πρόσωπά τους αἷμα.
Ἡ Θεοπούλα πάγωσε. Τί πειρασμὸς ἦταν αὐτός; Κοίταξε πιὸ προσεκτικά, προσπάθησε νὰ διακρίνει τί γινόταν ἔξω ἀπὸ τὸ τζάμι. Ἕνα τεράστιο ἁρπακτικὸ μὲ γαμψὰ νύχια καὶ ἄγριο βλέμμα, ὅπου ἄστραφτε μιὰ τρομερὴ κόκκινη φλόγα, ὑψώθηκε στὸν ἀέρα καὶ χάθηκε μονομιᾶς ἀπὸ τὰ μάτια της. Μιὰ ἀνυπόφορη δυσοσμία πλημμύρισε τὸ κελλί. Ἡ ἄμεση αἴσθηση τῆς δαιμονικῆς παρουσίας γέμισε ρίγος τὴν καρδιά της. Ἡ καλή της διάθεση ἐξανεμίστηκε στὸ λεπτό. Μαῦρο σκοτάδι χύθηκε στὴν ψυχή της. Ἔφυγε γρήγορα τρομαγμένη, ἀλλὰ καὶ κατασκανδαλισμένη ἀπὸ τὶς δυὸ μοναχές.
Τὸ βράδυ ἔγειρε νὰ κοιμηθεῖ μὲ τὴν ψυχή της ἀκόμα ταραγμένη. Μὲς στὸν ἀνήσυχο ὕπνο της ὁ πειραστής, μ’ ἕνα ὄνειρο-ἐφιάλτη, ἀποπειράθηκε νὰ τὴν ταράξει ἀκόμα περισσότερο. Εἶδε πὼς βρισκόταν ξαπλωμένη σὲ μιὰ σπηλιὰ σκοτεινή. Ἕνα τεράστιο φίδι ξεπήδησε ἀπὸ τὰ μαῦρα της ἔγκατα καὶ τὴν πλησίασε ὕπουλα. Τυλίχτηκε γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰ χέρια της. Ἀνατρίχιασε στὸ ἄγγιγμα τοῦ παγωμένου του δέρματος. Τὸ κεφάλι του ὑψώθηκε ὁλόϊσια στὸ πρόσωπό της μπροστά. Τὸ μοχθηρὸ βλέμμα του ἐξακόντιζε λάμψη σκοτεινή, ἡ γλώσσα του τρεμόπαιζε μέσα-ἔξω ἀπαίσια.
Ὁ τρόμος τὴν παρέλυσε. Δὲν τολμοῦσε νὰ κάνει τὴν παραμικρὴ κίνηση. Μὰ ἀπ’ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς της ἐβόησε μυστικὰ πρὸς τὸν Ὕψιστο: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Καὶ νά, στὸ ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς φάνηκε ἕνα γλυκὸ οὐράνιο φῶς σχηματίζοντας ἕνα μεγάλο φωτεινὸ κύκλο. Στὴ μέση του στεκόταν μιὰ θεόμορφη κόρη. Στὴν ἀγκαλιά της ἔγερνε τὸ κεφάλι του μὲ μάτια κλειστὰ ἕνα βρέφος. Στὴ μυστικὴ πονεμένη κραυγὴ τῆς Θεοπούλας, τὸ παιδὶ σήκωσε τὸ κεφαλάκι του, ἄνοιξε τὰ μάτια του, τέντωσε τὸ χεράκι του, τὸ ἔστρεψε καταπάνω στὸ φίδι. Σὰν νὰ δέχτηκε ἐκεῖνο φοβερὴ προσταγή, σὰν νά ’πεσαν ἐπάνω του χιλιάδες κεραυνοί, ξετυλίχτηκε στὴ στιγμὴ καὶ χάθηκε σὰν ἀστραπὴ στὰ βάθη τῆς κόλασης. Μιὰ ὑπερκόσμια εὐωδία χύθηκε ὁλόγυρα, γέμισε παντοῦ τὴ σπηλιά.
Ἡ Θεοπούλα ἀνάσανε. Πετάχτηκε ἀνάλαφρη καὶ ἔπεσε γονατιστὴ στὰ πόδια τῆς ὁλόφωτης κόρης μὲ τὸ μικρὸ παιδί, ποὺ εἶχε ἔλθει ἐπὶ γῆς ἀκριβῶς γιὰ νὰ συντρίψει τὴν κεφαλὴ τοῦ ὄφεως. Μὰ καθὼς σήκωσε τὰ μάτια της δὲν εἶδε κανένα. Ἡ εὐωδία ὅμως παρέμενε ἁπλωμένη παντοῦ γύρω της.
Ξύπνησε ἀπ’ τὸ ὄνειρο ἀναπαυμένη, πιὸ ἤρεμη ἀπὸ ὅσο ἔνιωσε ποτέ της. Ὁ πονηρὸς δὲν μπόρεσε τελικὰ νὰ τὴν ἐξουσιάσει. Μὰ πόσο πιὸ πολὺ χάρηκε, ὅταν τὸ πρωὶ ἀντίκρυσε ἀπὸ τὴν ἀνοιχτή τους πόρτα τὶς δυὸ γηραιὲς μοναχὲς νὰ κλαῖνε ἀγκαλιασμένες σφιχτά!
-  Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ πάθαμε; ἔλεγαν μέσα στὸ κλάμα τους. Τί πειρασμὸς ἦταν αὐτός; Πῶς μᾶς τὴν ἔφερε ἔτσι ὁ πονηρός; Μᾶς φθόνησε ποὺ μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη δὲν εἴχαμε μαλώσει ποτέ.
Κατάλαβαν καλὰ πόσο εὔκολα μπορεῖ νὰ τὶς ἐμπαίξει ὁ μισόκαλος δολοπλόκος. Καὶ δείχνοντάς τους τὴν ἴδια εἰκόνα, νὰ τὶς κάνει νὰ βλέπουν δυὸ ἐντελῶς διαφορετικὰ πράγματα. Ἔμαθαν πιὰ νὰ μὴν ἔχουν ἐμπιστοσύνη οὔτε στὰ ἴδια τους τὰ μάτια.
Μὰ ἐνῶ κόντευε τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς, ἕνα δεύτερο ἀπρόοπτο, τελείως διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ πρῶτο, ἦρθε νὰ ταράξει τὴν εὐλογημένη Θεοπούλα. Ἡ γερόντισσα τὴν κάλεσε ἐσπευσμένα στὸ κελλί της καὶ τῆς ζήτησε νὰ βοηθήσει ἐπειγόντως στὸ μαγκιπειὸ τῆς μονῆς. Ἡ μαγκίπισσα ἔπεσε ξαφνικὰ στὸ κρεβάτι μὲ ρίγος καὶ ψηλὸ πυρετό. Τὸ κεφάλι της γύριζε. Ἀδύνατο νὰ σταθεῖ στὰ πόδια της. Ἡ βοηθός της ἦταν ἀκόμα νεαρὴ καὶ ἄπειρη.
Ἡ Θεοπούλα ταράχτηκε. Τά ’χασε τώρα γιὰ τὰ καλά. Πῶς θὰ τά ’βγαζε πέρα; Ὁ φοῦρνος, τὸ μαγκιπεῖο ὅπως τὸν λένε στὰ μοναστήρια, ἦταν τὸ δυσκολότερο διακόνημα τέτοια μέρα. Ἦταν πεπειραμένη στὸ νοικοκυριό, μὰ πῶς, τελευταία στιγμή, θὰ ζύμωνε ψωμὶ γιὰ ἑκατοντάδες ψυχές; Τί νέα δοκιμασία ἦταν αὐτή; Ἔνιωθε πὼς τὴν ξεπερνοῦσαν κατὰ πολὺ ὅλ’ αὐτά. Μεγάλη ταραχὴ πλημμύρισε καὶ πάλι ὁρμητικὰ τὴν ψυχή της. Ὁ πειρασμὸς ἐπέλαυνε ξανὰ μέσα της, ὑφέρποντας ὑπόγεια νὰ τὴν ἁλώσει. Μὰ ὡστόσο δὲν θέλησε νὰ φανεῖ ἀνυπάκουη.
-  Νά ’ναι εὐλογημένο, σεβαστή μου μητέρα! ψιθύρισε μόνο καὶ βρέθηκε στὸ τεράστιο ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς γεμάτη ἀμηχανία.
Ἡ νεαρὴ μοναχὴ δίπλα της, ἡ βοηθός, τὰ εἶχε τὸ ἴδιο χαμένα. Ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουν; Καὶ τότε ξαφνικὰ βλέπουν ἀπέναντί τους, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ μαγκιπείου, μιὰ σεβάσμια ψηλὴ μοναχή. Πρώτη φορὰ τὴν ἔβλεπαν. Πῶς βρέθηκε ἐκεῖ; Ἀπὸ ποιὸ μοναστήρι νὰ ἦρθε;
Ἡ ἄγνωστη μοναχὴ ἀνασκούμπωσε ἀμέσως τὰ μανίκια της, ἔβαλε ἀλεύρι καὶ νερὸ στὴν τεράστια σκάφη καὶ ἄρχισε γρήγορα τὸ ζύμωμα. Μοίρασε τὴ ζύμη σὲ πολλά-πολλὰ ψωμιά, τὰ ἅπλωσε στὴ σειρὰ νὰ φουσκώσουν, ἄναψε τὸν φοῦρνο, τὰ ἔψησε, τὰ ξεφούρνισε, τὰ τακτοποίησε ὅλα στὰ ράφια τους, τὶς εὐλόγησε χαμογελαστὴ καὶ καλωσυνάτη καὶ …ὅπως ἦρθε ἀπὸ τὸ πουθενά, ἔτσι καὶ χάθηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους.
Ἡ Θεοπούλα μὲ τὴ βοηθό της παρακολουθοῦσαν σὰν ἀγάλματα, λὲς καὶ κάποια ἀόρατη δύναμη τὶς κρατοῦσε ἀκίνητες. Ὅταν συνῆλθαν ἀπ’ τὴ μεγάλη τους ἔκπληξη, ἔτρεξαν κατ’ εὐθείαν στὴν ἡγουμένη καὶ τῆς ἐξέθεσαν λεπτομερῶς τὰ καθέκαστα. Ἡ γερόντισσα ἔκανε εὐλαβικὰ τὸν σταυρό της.
-  Μεγάλη ἡ χάρη σου, Παναγία μου! μουρμούρισε ἐκστατική. Τὸ ἤξερα πὼς δὲν θὰ μᾶς ἄφηνες ἔτσι στὴ γιορτὴ τοῦ Υἱοῦ σου!
Ἀπὸ τὰ ψωμιὰ τῆς Παναγίας ἔφαγαν ὅλοι οἱ προσκυνητὲς καὶ περίσσεψαν. Καὶ εἶχαν ὅλοι νὰ λένε πὼς τέτοια νοστιμιὰ καὶ εὐωδία δὲν εἶχαν ξαναδοκιμάσει ποτέ.
Ἡ νύχτα ἦταν προχωρημένη βαθιά, ὅταν ἡ ἐκκλησάρισσα μὲ τὸ ξύλινο σήμαντρο ἀνὰ χείρας πέρασε ἀπ’ ὅλους τους διαδρόμους τῆς μονῆς, ἀφυπνίζοντας ἤρεμα μοναχὲς καὶ προσκυνητές. Ἡ Θεοπούλα βρέθηκε μὲ τοὺς ἄλλους στὴ ζεστὴ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ καθολικοῦ. Μοιρασμένες στοὺς δυὸ χοροὺς οἱ ψάλτριες μοναχὲς κατέβαζαν μὲ τὶς γλυκὲς ἀγγελικές τους φωνὲς τὰ οὐράνια στὴ γῆ. «Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε»! 
Μὲ τὴν ψυχή της ἀνάλαφρη ἡ Θεοπούλα ἀνάσαινε τὴν αὔρα τοῦ Πνεύματος στὴν κατάμεστη ἐκκλησία. Δὲν ξεχώριζε ἂν βρίσκεται στὸν οὐρανὸ ἢ στὴ γῆ. Ἡ γιορτινὴ καλή της διάθεση εἶχε ἐπανέλθει στὸ ἔπακρο. Ἡ καρδιά της πετούσε. Ὁ πειρασμὸς δὲν κατάφερε τελικὰ νὰ τῆς χαλάσει τὰ Χριστούγεννα.
Μὲ κόπο ἡ βηματάρισσα ἄνοιξε δρόμο ἀνάμεσα στὸ πλῆθος γιὰ νὰ βγεῖ στὰ πρόθυρα καὶ νὰ κρούσει τὸ σιδηροῦν. Τὸ καθαρό του μέταλλο σκόρπισε μὲς στὴ νυχτιὰ γιορτινὸ χαρμόσυνο ἦχο. Μὰ ὅταν σὲ λίγο οἱ μεγάλες καμπάνες τῆς μονῆς ἤχησαν πανηγυρικά, οἱ πλαγιὲς καὶ τὰ βαθιὰ φαράγγια τοῦ μεγάλου βουνοῦ ἀντιλάλησαν «ἐν ἀγαλλιάσει». «Τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν ὡσεὶ κριοὶ καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων». Ἡ κτίση σύμπασα ἐπιστρατεύθηκε γιὰ νὰ δοξολογήσει τὸ ἀνερμήνευτο μυστήριο τῆς Γέννησης. «Ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, …ἄνθρωποι ἐπὶ τῆς γῆς, …πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Παντουργέτην». 
Μὲ βαθειὰ κατάνυξη πλησίασε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ ἡ Θεοπούλα νὰ κοινωνήσει. Μὰ τῆς ἦρθαν δάκρυα στὰ μάτια καὶ ἡ καρδιά της σκίρτησε ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρά, ὅταν εἶδε νὰ προηγοῦνται μπροστά της οἱ δυὸ γηραιὲς μοναχές. Μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο, βάζοντας μεταξύ τους μετάνοια καὶ φιλώντας τὸ χέρι ἡ μιὰ τῆς ἄλλης ταπεινά, πρὸς μεγάλη καταισχύνη τοῦ ἀρχαίου πειραστῆ, προσῆλθαν στὴ μυστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Ὑπερούσιο, τὸν Ἀπρόσιτο, «τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν». Αὐτὸν ποὺ ὡς «παιδίον νέον», μικρὸ παιδί, γεννήθηκε ξανὰ καὶ στὴ δική τους καρδιά, συντρίβοντας ὁλοσχερῶς τὶς πλεκτάνες τοῦ ὄφεως.
Ἡ εὐλογημένη γυναίκα δὲν θυμόταν νὰ ἔζησε καλύτερα Χριστούγεννα ποτέ!

Χριστούγεννα 2024 
http://www.nyxthimeron.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου