Του π. Δημητρίου Μπόκου
Κορυφώνεται τὴν ἑβδομάδα αὐτὴ ἡ ἀπὸ μηνὸς ἤδη ἐγκαινιασθεῖσα προεόρτια πορεία μας πρὸς τὴ Βηθλεέμ. Ἡ Βίβλος γενέσεως τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου, διευρυμένη μὲ τὴν ἀντίστοιχη γενεαλογία τοῦ Λουκᾶ, μᾶς εἰσάγει εὐθέως στὸ γεγονὸς τῆς ἀπερινόητης καθόδου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς εἰσόδου του στὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.
Ἡ μακρὰ ἁλυσίδα τῶν κατὰ σάρκα Προπατόρων, ἐκ τῶν ὁποίων «ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός», συμπληρώνεται ἀπὸ τὴν ἐπίσης μακρὰ ἁλυσίδα τῶν κατὰ πνεῦμα προγόνων του, ὅλων ἐκείνων ποὺ μὲ τὴν κατὰ Θεὸν βιοτή τους, ἔργῳ καὶ λόγῳ, κράτησαν ἀνοιχτὸ στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἰδιαιτέρως ὅμως τοῦ ἐκλεκτοῦ περιουσίου λαοῦ, τὸν πνευματικὸ δίαυλο τῆς πίστης καὶ τῆς ἀναμονῆς, μέχρις ὅτου, μὲ ἀπόρρητο τρόπο, νὰ περιβληθεῖ καὶ τὴν ἀνθρώπινη διφυῆ οὐσία ὁ ὑπερούσιος Θεός. Καὶ φυσικῷ τῷ λόγῳ τιμῶνται καὶ ὅλοι αὐτοὶ σήμερα, ἰδιαιτέρως δὲ ὁ χορὸς τῶν προφητῶν καὶ προφητίδων (Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως).
Ὅλοι αὐτοὶ ἀποτέλεσαν τὴν προκεχωρημένη γραμμὴ τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας νὰ κατεβάσει ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ στὸ βάθος τῆς ἀνθρώπινης κατάντιας τὸν Ὕψιστο. Εἶναι ἡ αἰχμὴ τοῦ δόρατος τῆς ἀνθρώπινης ἱκεσίας γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ καὶ Σωτήρα. Στὸν Ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων ἀκοῦμε τὸν λαμπρὸ Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν εὔγλωττο ὑμνητὴ τῶν θείων μεγαλείων, νὰ βάζει στὸ στόμα τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ τὴν ἀγωνιώδη κραυγὴ τοῦ ἀνθρώπου.
«Ναίων Ἰωνᾶς ἐν μυχοῖς θαλαττίοις…» (ᾠδὴ ς΄). Ἀπὸ τὰ ἐρεβώδη ἀνήλιαγα βάθη, ὅπου ἐνδιέτριβε ὁ «ἐνάλιος θήρ», τὸ θαλάσσιο θηρίο ποὺ τὸν κατέπιε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἀκόμη σκοτεινότερα σπλάχνα τοῦ κήτους ὅπου βρέθηκε φυλακισμένος, ὁ Ἰωνᾶς «ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι». Φώναζε στὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει τὴν εὐκαιρία νὰ βγεῖ πάλι στὸ φῶς, νὰ δεῖ ξανὰ πρόσωπο ἀνθρώπου. Καὶ νὰ φύγει ἀπὸ πάνω του ἡ ζάλη, ὁ φόβος τοῦ θανάτου ποὺ τὸν κατέκλυσε ἀπὸ παντοῦ. Μὲ κύκλωσε, λέει, «ἐσχάτη ἄβυσσος. Ταφή μοι τὸ κῆτος ἐγένετο». Ἡ κοιλιὰ τοῦ κήτους ἔγινε ὁ τάφος μου. «Ἀναβήτω ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου πρὸς σέ, Κύριε ὁ Θεός μου». Μακάρι νὰ φτάσει ἡ προσευχή μου σὲ σένα, στὸν ἅγιο ναό σου (Ἰων. 2, 7-8).
Καὶ ἐνῶ ὁ Ἰωνᾶς δέεται νὰ ἀνεβεῖ ἀπὸ τὴ φθορὰ ἡ ζωή του, ὁ μέγας ὑμνωδὸς ἀντιστρέφει τοὺς ὅρους. Βρίσκομαι, λέει, σὲ δεινότερη θέση ἀπὸ τὸν Ἰωνᾶ. Μὲ ἔχει πληγώσει θανάσιμα ἡ ἁμαρτία, τὸ βέλος τοῦ τυράννου-διαβόλου. Δὲν ἔχω τὴ δύναμη νὰ ἀνεβῶ ἀπὸ τὸ βάθος ὅπου μὲ ἔριξε, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν παρακαλῶ νὰ ἔλθω ἐγὼ σὲ σένα, Χριστέ. Ἀλλὰ σὲ ἱκετεύω νὰ κατεβεῖς ἐσὺ πρὸς ἐμένα, ἀπὸ τὸ ὕψος σου στὸ βάθος μου, γιὰ νὰ ἐξολοθρεύσεις τὰ κακὰ ποὺ μὲ βρῆκαν καὶ νὰ μὲ ἀνεβάσεις «ἐκ λάκκου καὶ βυθοῦ πταισμάτων». Καὶ μάλιστα, ἔλα γρήγορα, «θᾶττον τῆς ἐμῆς ραθυμίας», προτοῦ ἡ δική μου ἀμέλεια μὲ κυριεύσει τελείως καὶ δὲν θὰ μπορῶ πιὰ οὔτε νὰ σὲ παρακαλέσω. Ἀπ’ τὴ μεριά μου ὑπάρχει παντελὴς ἀδυναμία γιὰ τὸ παραμικρό.
Καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ἀκούει. Καὶ κατεβαίνει. Ἔρχεται στὸν δικό μας τόπο καὶ χρόνο νὰ μᾶς βρεῖ.
http://www.nyxthimeron.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου