Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Μερικοὶ λένε «πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μὲ βοηθήση», καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη προσπαθοῦν νὰ μαζεύουν χρήματα, γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦν τίποτε. Αὐτοὶ ἐμπαίζουν τὸν Θεό, γιατὶ δὲν ἐμπιστεύονται τὸν ἑαυτό τους στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὰ χρήματα.
Ἂν δὲν παύσουν νὰ ἀγαποῦν τὰ χρήματα καὶ νὰ στηρίζουν σ᾿ αὐτὰ τὴν ἐλπίδα τους, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ στηρίξουν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό.
Δὲν λέω νὰ μὴν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μιὰ οἰκονομία στὴν ἄκρη γιὰ ὥρα ἀνάγκης, ἀλλὰ νὰ μὴ στηρίζουν τὴν ἐλπίδα τους στὰ χρήματα καὶ δίνουν σ’ αὐτὰ τὴν καρδιά τους, γιατὶ ἔτσι ξεχνοῦν τὸν Θεό.
Ὅποιος κάνει σχέδια δικά του, χωρὶς νὰ ἐμπιστεύεται στὸν Θεό, καὶ λέει μετὰ ὅτι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, αὐτὸς εὐλογεῖ τὸ ἔργο του ταγκαλακίστικα καὶ συνέχεια βασανίζεται.
Δὲν ἔχουμε καταλάβει τὴν δύναμη καὶ τὴν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ. Δὲν Τὸν ἀφήνουμε νοικοκύρη νὰ μᾶς κυβερνάη, γι’ αὐτὸ ταλαιπωρούμαστε.
Στὸ Σινᾶ, ἐκεῖ στὸ ἀσκητήριο τῆς Ἁγίας Ἐπιστήμης ὅπου ἔμενα, τὸ νερὸ ἦταν ἐλάχιστο. Μιὰ–μιὰ σταγόνα ἔτρεχε ἀπὸ ἕναν βράχο μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, καμμιὰ εἰκοσαριὰ μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο.
Εἶχα κάνει μιὰ στερνίτσα καὶ μάζευα τρία κιλὰ νερὸ τὸ εἰκοσιτετράωρο. Ὅταν πήγαινα νὰ πάρω νερό, ἔβαζα τὸ τενεκάκι νὰ γεμίση καὶ ἔλεγα τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας.
Ἔβρεχα μὲ τὸ χέρι μου λιγάκι μόνον τὸ μέτωπο, γιατὶ αὐτὸ μὲ βοηθοῦσε – μοῦ τὸ εἶχε πεῖ ἕνας γιατρὸς νὰ τὸ κάνω – ἔπαιρνα λίγο νερό, γιὰ νὰ ἔχω νὰ πιῶ, μάζευα καὶ λίγο σὲ ἕνα τενεκάκι γιὰ τὰ πουλάκια καὶ τὰ ποντικάκια ποὺ εἶχε τὸ ἀσκητήριο.
Αὐτὸ τὸ νερὸ ἦταν καὶ γιὰ νὰ πλύνω ἕνα ροῦχο κ.λπ. Τί χαρά, τί εὐγνωμοσύνη ἔνιωθα γι᾿ αὐτὸ τὸ λίγο νερὸ ποὺ εἶχα! Δοξολογία, γιατὶ εἶχα νερό! Ὅταν ἦρθα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔμεινα γιὰ λίγο καιρὸ στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ἐπειδὴ ἐκεῖ εἶναι προσήλιο τὸ μέρος, εἶχε πολὺ νερό.
Εἶχε μιὰ στέρνα ποὺ ξεχείλιζε καὶ τὸ νερὸ ἔτρεχε ἀπ’ ἔξω. Οὔ, ἔπλενα καὶ τὰ πόδια καὶ τὸ κεφάλι…, ἀλλὰ εἶχα ξεχασθῆ. Στὸ Σινᾶ βούρκωναν τὰ μάτια μου ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ λίγο νερό, ἐνῶ στὴν Σκήτη ξεχάσθηκα ἀπὸ τὴν ἀφθονία τοῦ νεροῦ.
Γι᾿ αὐτὸ ἔπειτα πῆγα καὶ ἔμεινα καμμιὰ ὀγδονταριὰ μέτρα πιὸ μακριὰ καὶ εἶχα μιὰ στέρνα μικρή. Πῶς χάνεται, πῶς ξεχνιέται κανεὶς μὲ τὴν ἀφθονία!
Πρέπει νὰ ἀφήσουμε ἐν λευκῷ τὸν ἑαυτό μας στὴν θεία πρόνοια, στὸ θεῖο θέλημα, καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς φροντίση. Ἕνας μοναχὸς πῆγε ἕνα ἀπόγευμα νὰ διαβάση τὸν Ἑσπερινὸ σὲ μιὰ κορυφή.
Στὸν δρόμο βρῆκε ἕνα ἄσπρο μανιτάρι καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ σπάνιο εὕρημά του. Στὸν γυρισμὸ θὰ τὸ ἔκοβε καὶ θὰ περνοῦσε μὲ αὐτὸ τὸ βράδυ.
«Ἐὰν μὲ ρωτήσουν οἱ κοσμικοὶ ἂν τρώω κρέας, εἶπε μὲ τὸν λογισμό του, μπορῶ νὰ τοὺς πῶ πὼς τρώω κάθε φθινόπωρο»!
Στὴν ἐπιστροφὴ βρῆκε μισὸ τὸ μανιτάρι – κάποιο ζῶο θὰ τὸ εἶχε πατήσει – καὶ εἶπε: «Φαίνεται, τόσο ἔπρεπε νὰ φάω». Τὸ πῆρε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πρόνοιά Του, γιὰ τὸ μισὸ μανιτάρι.
Πιὸ κάτω βρῆκε ἕνα ἄλλο μισὸ μανιτάρι καὶ ἔσκυψε νὰ τὸ πάρη, γιὰ νὰ συμπληρώση τὸ βραδινό του, ἀλλά, ἐπειδὴ ἦταν χαλασμένο – ἴσως νὰ ἦταν δηλητηριῶδες –, τὸ ἄφησε καὶ εὐχαρίστησε πάλι τὸν Θεὸ ποὺ τὸν φύλαξε ἀπὸ δηλητηρίαση. Πῆγε στὴν Καλύβη του καὶ πέρασε τὸ βράδυ μὲ τὸ μισὸ μανιτάρι.
Τὴν ἄλλη μέρα, ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν Καλύβη του, ἀντίκρισε ἕνα θέαμα! Ὅλος ὁ τόπος ἦταν γεμάτος ἀπὸ ὡραῖα μανιτάρια, καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό. Βλέπετε, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸ ὁλόκληρο καὶ γιὰ τὸ μισό, καὶ γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τὸ χαλασμένο, καὶ γιὰ τὸ ἕνα καὶ γιὰ τὰ πολλά. Εὐχαριστία γιὰ ὅλα.
Ὁ Καλὸς Θεὸς μᾶς δίνει ἄφθονες εὐλογίες καὶ ἐνεργεῖ πάντα γιὰ τὸ καλό μας. Ὅλα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα τὰ ἔκανε, γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ θυσιάζωνται γι’ αὐτόν, ἀπὸ ζῶα καὶ πτηνά, μικρὰ καὶ μεγάλα, μέχρι φυτά, – ἀκόμη καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς θυσιάσθηκε, γιὰ νὰ λυτρώση τὸν ἄνθρωπο.
Ἂς μὴν ἀδιαφοροῦμε γιὰ ὅλα αὐτὰ καὶ Τὸν πληγώνουμε μὲ τὴν μεγάλη μας ἀχαριστία καὶ ἀναισθησία, ἀλλὰ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ Τὸν δοξολογοῦμε.
Πηγή: Ιερέας της Ανατολικής Εκκλησίας
https://oikohouse.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου