ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 25 - 35
25 Συνεπορεύοντο δὲ αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. καὶ στραφεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· 26 Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι. 27 καὶ ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής. 28 τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχὶ πρῶτον καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ ἔχει τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν, 29 ἵνα μήποτε, θέντος αὐτοῦ θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύσαντος ἐκτελέσαι, πάντες οἱ θεωροῦντες ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν, 30 λέγοντες ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι; 31 ἢ τίς βασιλεὺς, πορευόμενος συμβαλεῖν ἑτέρῳ βασιλεῖ εἰς πόλεμον, οὐχὶ πρῶτον καθίσας βουλεύσεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ἀπαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ’ αὐτόν; 32 εἰ δὲ μήγε, ἔτι πόρρω αὐτοῦ ὄντος πρεσβείαν ἀποστείλας ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην. 33 οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής. 34 Καλὸν οὖν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ καὶ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀρτυθήσεται; 35 οὔτε εἰς γῆν οὔτε εἰς κοπρίαν εὔθετόν ἐστιν· ἔξω βάλλουσιν αὐτό. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
25 Συνεπορεύοντο δὲ αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. καὶ στραφεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· 26 Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι. 27 καὶ ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής. 28 τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχὶ πρῶτον καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ ἔχει τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν, 29 ἵνα μήποτε, θέντος αὐτοῦ θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύσαντος ἐκτελέσαι, πάντες οἱ θεωροῦντες ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν, 30 λέγοντες ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι; 31 ἢ τίς βασιλεὺς, πορευόμενος συμβαλεῖν ἑτέρῳ βασιλεῖ εἰς πόλεμον, οὐχὶ πρῶτον καθίσας βουλεύσεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ἀπαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ’ αὐτόν; 32 εἰ δὲ μήγε, ἔτι πόρρω αὐτοῦ ὄντος πρεσβείαν ἀποστείλας ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην. 33 οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής. 34 Καλὸν οὖν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ καὶ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀρτυθήσεται; 35 οὔτε εἰς γῆν οὔτε εἰς κοπρίαν εὔθετόν ἐστιν· ἔξω βάλλουσιν αὐτό. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
Ερμηνευτική απόδοση:
Ἐπήγαιναν δὲ μαζί του πολλὰ πλήθη λαοῦ καὶ ἀφοῦ πρὸς στιγμὴν ἐσταμάτησε, ἔστρεψε πρὸς αὐτοὺς καὶ τοὺς εἶπε· Καλὰ μὲ ἀκολουθεῖτε τώρα καὶ θέλετε νὰ εἶσθε μαθηταί μου καὶ φίλοι μου. Μάθετε ὅμως αὐτά, ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα διὰ κάθε γνήσιον ἀκόλουθόν μου. 26 Ἐὰν κανεὶς ἔρχεται μαζί μου, καὶ δὲν μισῇ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ τὴν γυναῖκα του καὶ τοὺς ἀδελφούς του καὶ τὰς ἀδελφάς του, ἐφ’ ὅσον αὐτοὶ τοῦ γίνονται ἐμπόδιον εἰς τὸ νὰ μὲ ἀκολουθῇ, ἀκόμη δὲ ἐὰν δὲν μισῇ καὶ αὐτὴν τὴν ζωήν του, ἐφ’ ὅσον ὁ φόβος του νὰ χάσῃ τὴν ζωήν του τοῦ γίνεται αἰτία νὰ μὲ ἀρνηθῇ, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητής μου. 27 Καὶ ὅποιος δὲν παίρνει ἐπάνω του τὸν σταυρόν του, καὶ μὲ ἄλλας λέξεις, ὅποιος δὲν λαμβάνει τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇ καὶ θάνατον σταυρικὸν καὶ ἐπονείδιστον δι΄ ἐμὲ καὶ δὲν ἔρχεται μὲ τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν ὀπίσω μου, δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι μαθητής μου. 28 Ἐξετάσατε καλὰ τὸν ἑαυτόν σας καὶ ἀφοῦ σκεφθῆτε, ἐὰν ἠμπορῆτε νὰ ὑποβληθῆτε εἰς τὰς θυσίας αὐτάς, ἀποφασίσατε τότε νὰ μὲ ἀκολουθήσετε. Μελετήσατε τὸ πρᾶγμα, ἂν μὴ περισσότερον, τουλάχιστον ὅσον καὶ οἱ μελετῶντες νὰ ἀναλάβουν ἐγκοσμίους ἐπιχείρησεις δαπανηρὰς ἢ ἐπικινδύνους. Διότι ποῖος ἀπὸ σᾶς, ποὺ θέλει νὰ κτίσῃ σπίτι ἐφωδιασμένον μὲ πύργον, δὲν κάθεται πρῶτον νὰ λογαριάσῃ τὴν δαπάνην, ὥστε νὰ πεισθῇ, ἐὰν ἔχῃ τὰ χρήματα, ποὺ θὰ χρειασθοῦν διὰ νὰ τελειώσῃ τὸ ἔργον; 29 Ἔτσι κάθε φρόνιμος λογαριάζει, διὰ νὰ μὴ τοῦ συμβῇ, ὥστε ἀφοῦ βάλῃ αὐτὸς θεμέλιον καὶ δὲν μπορέσῃ νὰ τελειώσῃ τὸν πύργον, νὰ ἀρχίσουν νὰ τὸν ἐμπαίζουν ὅλοι, ὅσοι θὰ βλέπουν, ὅτι τὸ ἔργον ἔμεινεν ἀτελείωτον, 30 λέγοντες ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἤρχισε νὰ οἰκοδομῇ καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ τελειώσῃ τὴν οἰκοδομήν. Οἰκοδομὴν πνευματικήν, αἰωνίαν καὶ ἀκατάλυτον καλεῖσθε νὰ κτίσετε καὶ σεῖς, ἐὰν γίνετε μαθηταί μου. Εἶσθε λοιπὸν ἀποφασισμένοι νὰ ὑποστῆτε δι’ αὐτὴν θυσίας καὶ νὰ μὴ ἀφήσετε τὸ ἔργον ἀτελείωτον 31 Ἀλλὰ καὶ πόλεμον ὡς στρατιώτης ἰδικός μου καλεῖτε νὰ διεξαγάγῃ κάθε μαθητής μου. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν προτοῦ συγκαταριθμηθῇ εἰς τὴν παράταξίν μου, ἂς τὸ σκεφθῇ καλά. Διότι ποῖος βασιλεύς, ποὺ πηγαίνει νὰ συγκρουσθῇ καὶ νὰ πολεμίσῃ μὲ ἄλλον βασιλέα, δὲν κάθεται πρῶτα νὰ σκεφθῇ καὶ λογαριάσῃ, ἐὰν ἔχῃ τὴν δύναμιν μὲ δέκα χιλιάδας νὰ συναντήσῃ καὶ ἀποκρούσῃ ἐκεῖνον, ποὺ ἔρχεται ἐναντίον του μὲ εἴκοσι χιλιάδας; 32 Καὶ ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸς νὰ τὸν ἀντικρούσῃ, ἐνόσῳ εἶναι ἀκόμη μακρὰν ὁ βασιλεὺς οὗτος, στέλλει ἀνθρώπους, ποὺ μεσιτεύσουν ὡς ἀντιπρόσωποί του, καὶ ζητεῖ διαπραγματεύσεις δι’ εἰρήνην. 33 Ἔτσι λοιπὸν καθένας ἀπὸ σᾶς, ὁ ὁποῖος δὲν κάνει ἐκ μέρους του τὸν λογαριασμόν του καὶ δὲν ἀπαρνεῖται ὅλα τὰ ὑπάρχοτά του, καὶ φυσικοὺς δηλαδὴ δεσμοὺς καὶ πλοῦτον καὶ ἀπολαύσεις καὶ τὴν ζωήν του αὐτήν, δὲν δύναται νὰ εἶναι μαθητής μου. 34 Καλὸν εἶναι νὰ γίνῃ κανεὶς μαθητής μου καὶ νὰ καταστῇ ἅλας πνευματικόν, τὸ ὁποῖον προλαμβάνει τὴν ἠθικὴν σαπίλα καὶ ἐξυγιαίνει τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλ’ ἐὰν τὸ ἅλας χάσῃ τὴν δύναμίν του, μὲ τί θὰ ἀρτυθῇ, ὥστε νὰ γίνῃ πάλιν χρήσιμον; 35 Δὲν εἶναι κατάλληλον καὶ χρήσιμον οὔτε εἰς τὴν γῆν νὰ ριφθῇ καὶ νὰ προστεθῇ εἰς αὐτὴν ὡς χῶμα ἀβλαβὲς καὶ παραγωγικόν, οὔτε νὰ χρησιμοποιηθῇ ὡς λίπασμα. Τὸ ρίπτουν ἔξω ὡς ἄχρηστον. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ καὶ πραγματικὸν ἐνδιαφέρον, ὥστε νὰ ἀκούῃ καὶ νὰ ἐγκολποῦται αὐτὰ ποὺ λέγω, ἂς τὰ ἀκούῃ. Καὶ ἂς μαθαίνῃ ὅτι καὶ καθένας ἀπὸ τοὺς μαθητάς μου, ποὺ δὲν θὰ ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του καὶ ὅλους τοὺς ἐπιγείους του δεσμούς, γίνεται ἅλας ἄχρηστον, ποὺ πρέπει νὰ πεταχθῇ ἔξω καὶ νὰ καταπατηθῇ ἀπὸ ὅλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου