ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ´ 48 - 59
48 ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας. παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ’ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν. 49 Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη! 50 βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι, καὶ πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ! 51 δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἢ διαμερισμόν. 52 ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο ἐπὶ τρισί· 53 διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθεράν αὐτῆς. 54 Ἔλεγε δὲ καὶ τοῖς ὄχλοις· Ὅταν ἴδητε τὴν νεφέλην ἀνατέλλουσαν ἀπὸ δυσμῶν, εὐθέως λέγετε, ὄμβρος ἔρχεται, καὶ γίνεται οὕτω· 55 καὶ ὅταν νότον πνέοντα, λέγετε ὅτι καύσων ἔσται, καὶ γίνεται. 56 ὑποκριταί, τὸ πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς οἴδατε δοκιμάζειν, τὸν δὲ καιρὸν τοῦτον πῶς οὐ δοκιμάζετε; 57 τί δὲ καὶ ἀφ’ ἑαυτῶν οὐ κρίνετε τὸ δίκαιον; 58 ὡς γὰρ ὑπάγεις μετὰ τοῦ ἀντιδίκου σου ἐπ’ ἄρχοντα, ἐν τῇ ὁδῷ δὸς ἐργασίαν ἀπηλλάχθαι ἀπ’ αὐτοῦ, μήποτε κατασύρῃ σε πρὸς τὸν κριτήν, καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ πράκτορι, καὶ ὁ πράκτωρ σε βαλεῖ εἰς φυλακήν. 59 λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ καὶ τὸ ἔσχατον λεπτὸν ἀποδῷς.
48 ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας. παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ’ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν. 49 Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη! 50 βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι, καὶ πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ! 51 δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἢ διαμερισμόν. 52 ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο ἐπὶ τρισί· 53 διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθεράν αὐτῆς. 54 Ἔλεγε δὲ καὶ τοῖς ὄχλοις· Ὅταν ἴδητε τὴν νεφέλην ἀνατέλλουσαν ἀπὸ δυσμῶν, εὐθέως λέγετε, ὄμβρος ἔρχεται, καὶ γίνεται οὕτω· 55 καὶ ὅταν νότον πνέοντα, λέγετε ὅτι καύσων ἔσται, καὶ γίνεται. 56 ὑποκριταί, τὸ πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς οἴδατε δοκιμάζειν, τὸν δὲ καιρὸν τοῦτον πῶς οὐ δοκιμάζετε; 57 τί δὲ καὶ ἀφ’ ἑαυτῶν οὐ κρίνετε τὸ δίκαιον; 58 ὡς γὰρ ὑπάγεις μετὰ τοῦ ἀντιδίκου σου ἐπ’ ἄρχοντα, ἐν τῇ ὁδῷ δὸς ἐργασίαν ἀπηλλάχθαι ἀπ’ αὐτοῦ, μήποτε κατασύρῃ σε πρὸς τὸν κριτήν, καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ πράκτορι, καὶ ὁ πράκτωρ σε βαλεῖ εἰς φυλακήν. 59 λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ καὶ τὸ ἔσχατον λεπτὸν ἀποδῷς.
Ερμηνευτική απόδοση:
Ἐκεῖνος δὲ ποὺ δὲν ἐγνώρισε τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του, αἱ πράξεις ὅμως ποὺ ἔκαμε εἶναι ἄξιαι τιμωρίας καὶ μαστιγώσεων, θὰ δαρῇ μὲ ὀλίγας μαστιγώσεις. Καὶ εἶναι δίκαιον νὰ τιμωρηθῇ καὶ οὗτος, διότι ἐξ ἀμελείας ἠγνόησε τὸ θέλημα τοῦ κυρίου του. Εἰς καθένα δὲ ποὺ ἐδόθη πολὺ, θὰ ζητηθῇ ἀπὸ αὐτὸν πολύ. Ἀνάλογος πρὸς τὰ χαρίσματα, τὴν γνῶσιν καὶ τὸ ἀξίωμα, ποὺ ἔχει ὁ καθένας μας, εἶναι καὶ ἡ εὐθύνη του. Καὶ εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἐνεπιστεύθησαν πολλά, θὰ τοῦ ζητήσουν πολλά, περισσότερα ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἔλαβον ὀλιγώτερα. 49 Δεν εἶναι καιρὸς κραιπάλης καὶ ὕπνου ὁ τωρινὸς καιρός, ὥστε νὰ περνοῦν ξένοιαστα τὰς ἡμέρας των οἱ δοῦλοί μου. Ἦλθα νὰ βάλω φωτιὰ εἰς τὴν γῆν. Ἦλθα δηλαδὴ νὰ ἀνάψω τὴν πυρκαϊάν, ἡ ὁποία εἰς μὲν τὰς καλοπροαιρέτους καρδίας θὰ ἐμβάλῃ φλογερὰν ἀγάπην καὶ ζῆλον διὰ τὸν Θεόν, εἰς τοὺς κακοπροαιρέτους δὲ καὶ δυστρόπους θὰ διεγείρῃ φανατικὸν μῖσος. Καὶ ἔτσι θὰ χωρισθοῦν οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Τοῦ πολέμου αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ τὴν φωτιὰ ἦλθα νὰ ρίψω ἀπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὴν γῆν. Καὶ τί ἄλλο περισσότερον θέλω, ἐὰν τώρα πλέον ἤναψεν ἡ φωτιὰ αὐτή; 50 Ἀλλὰ διὰ νὰ ἀνάψῃ καὶ ἐπεκταθῇ ἡ φωτιὰ αὐτή, πρέπει προηγουμένως νὰ βαπτισθῶ τὸ προκαθωρισμένον δι’ ἐμὲ βάπτισμα τοῦ αἵματος καὶ τοῦ σταυρικοῦ θανάτου. Καὶ πῶς στενοχωροῦμαι καὶ ἀνυπομονῶ, ἕως ὅτου τελεσθῇ τὸ βάπτισμα αὐτό, τοῦ ὁποίου ἡ πρόβλεψις καὶ ἀνάμνησις ταράττει τὴν ψυχήν μου! 51 Νομίζετε, ὅτι ἦλθα νὰ δώσω εἰς τὴν γῆν τέτοιαν εἰρήνην, ὅπως τὴν φαντάζονται αὐτοί, ποὺ περιμένουν τὸν Μεσσίαν ὡς ἐπίγειον βασιλέα καὶ κατακτητήν; Ὄχι. Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι δὲν ἦλθα νὰ φέρω τέτοιαν εἰρήνην, ἀλλὰ μόνον διαίρεσιν καὶ διχασμόν, (διὰ τὰ ὁποῖα ὅμως ὑπεύθυνος εἶναι ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων). 52 Θὰ ἔλθῃ δὲ διχασμός, διότι ἀπὸ τώρα θὰ εἶναι εἰς ἕνα σπίτι πέντε χωρισμένοι, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἡ κόρη, ἡ νύμφη καὶ ὁ υἱός. Τρεῖς θὰ εἶναι χωρισμένοι κατὰ τῶν δύο καὶ δύο θὰ εἶναι χωρισμένοι κατὰ τῶν τριῶν. 53 Θὰ χωρισθῇ ὁ πατέρας, ποὺ δὲν ἐπίστευσεν εἰς τὸ Εὐαγγέλιον, κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ πιστεύσαντος· καὶ ὁ υἱὸς ὁ ἄπιστος θὰ χωρισθῇ κατὰ τοῦ πατρός του· καὶ ἡ μητέρα ἡ ἄπιστος κατὰ τῆς πιστῆς κόρης της, καὶ ἡ κόρη κατὰ τῆς μητέρας της· ἡ πενθερὰ δέ, ποὺ εἶναι τὸ αὐτὸ πρόσωπον μὲ τὴν μητέρα τοῦ σπιτιοῦ, θὰ χωρισθῇ ἀπὸ τὴν νύμφην της, καὶ ἡ νύμφη ἀπὸ τὴν πενθεράν της. 54 Ἔλεγε δὲ καὶ εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ· Εἶναι κρίσιμοι οἱ καιροὶ καὶ δὲν τὸ καταλαβαίνετε. Εἶσθε ὅμως ἀδικαιολόγητοι, διότι τοὺς ἄλλους καιροὺς τοῦ χειμῶνος καὶ τῆς καλοκαιρίας τοὺς νοιώθετε. Ὅταν ἴδετε σύννεφον νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν δύσιν, ἀμέσως λέγετε· Βροχὴ ἔρχεται. Καὶ γίνεται ἔτσι. 55 Καὶ ὅταν ἴδετε νὰ φυσᾷ νοτιᾶς, λέγετε, ὅτι θὰ γίνῃ ζέστη· καὶ γίνεται. 56 Ὑποκριταὶ καὶ σᾶς ἀποκαλῶ ἔτσι, διότι ἐνῷ διὰ τὰ συμφέροντά σας ἔχετε ἀρκετὴν ἀντίληψιν καὶ πρόγνωσιν, τὰ ὑψηλότερα καὶ σπουδαιότερα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία σας, δὲν ἔχετε ἀγαθὴν διάθεσιν καὶ ἐνδιαφέρον νὰ αντιληφθῆτε. Τὰ ἐξωτερικὰ δηλαδὴ σημάδια τοῦ ὁρίζοντος καὶ τῆς γῆς ξεύρετε νὰ τὰ διακρίνετε. Τὸν καιρὸν ὅμως αὐτόν, ποὺ παρουσιάζει τὰ σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Μεσσίου, πῶς δὲν τὸν διακρίνετε; 57 Διατί δὲ καὶ χωρὶς σημάδια, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σας, μὲ ὁδηγὸν τὴν συνείδησίν σας καὶ τὴν διάνοιάν σας κρίνετε τὸ δίκαιον καὶ σωστόν; Διατὶ δὲν βλέπετε, ὅτι ὁ βίος σας δὲν εἶναι σύμφωνος πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀποφασίζετε νὰ ἀλλάξετε συμπεριφορὰν καὶ τρόπον ζωῆς; 58 Σπεύσατε νὰ συνδιαλλαγῆτε μὲ τὸν Θεὸν καὶ μὴ ἀναβάλλετε. Διότι, ὅταν πηγαίνῃς μὲ τὸν ἀντίδικόν σου εἰς δικαστὴν, προσπάθησε εἰς τὸν δρόμον νὰ ἀπαλλαγῇς καὶ νὰ συμβιβασθῇς μαζί του· μήπως σὲ σύρῃ, χωρὶς νὰ τὸ θέλῃς, εἰς τὸν δικαστὴν καὶ ὁ δικαστὴς σὲ παραδώσῃ εἰς τὸν εἰσπράκτορα καὶ ὁ εἰσπράκτωρ σὲ ρίψῃ εἰς φυλακήν. 59 Σοῦ λέγω, ὅτι δὲν θὰ βγῇς ἀπ’ ἐκεῖ, ἕως ὅτου - πρᾶγμα ἀδύνατον - ἐξοφλήσῃς καὶ τὸ τελευταῖον λεπτόν. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν εἶναι καιρὸς καὶ προτοῦ ἐκσπάσῃ ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, συμφιλιώθητε μαζί του, διότι, ἐὰν παρουσιασθῆτε εἰς τὸ φοβερόν του κριτήριον χρεῶσται, τιμωρία ἀδυσώπητος καὶ αἰωνία σᾶς περιμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου