Ἡ ἀτομικὴ προσευχὴ
εἶναι μύηση στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ μυστήριο αὐτὸ ἀποκαλύπτεται στὴν
κοινὴ καὶ μυστηριακὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς κοινῆς
λατρείας, εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. Εἶναι ἕνα ἱερὸ μυστήριο. Εἶναι ἕνα διπλὸ
μυστήριο, τὸ μυστήριο τοῦ «Ὅλου Χριστοῦ», τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ σώματος, τὸ
μυστήριο τοῦ Κυρίου καὶ τὸ μυστήριο τοῦ ἐκκλησιαζόμενου λαοῦ. Ἡ Θεία Εὐχαριστία
εἶναι μία πραγματικὴ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, μία εἰκόνα τοῦ λυτρωτικοῦ Του ἔργου.
Σὲ συμβολικὲς ἐκφωνήσεις καὶ κινήσεις, μᾶς παρουσιάζει ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τοῦ
Κυρίου μας, ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ μέχρι τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, συμπεριλαμβανομένων τῆς Ἀναστάσεως
καὶ Ἀναλήψεως καὶ προσδοκώντας τὴ Δευτέρα Του Παρουσία. Οἱ διαφορετικὲς
συμβολικὲς χειρονομίες καὶ λέξεις μᾶς θυμίζουν ὅλα τὰ πιὸ πάνω. Ὅμως δὲν εἶναι ἁπλῶς
μία ἀνάμνηση, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ ἀναπαράσταση. Δύο ὄψεις τοῦ μυστηρίου πρέπει νὰ
διαφυλαχθοῦν μαζί.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία
εἶναι ἡ μεγαλύτερη χριστιανικὴ μαρτυρία, μιὰ μαρτυρία πρὸς τὴ νέα ἀδελφότητα τῆς
λυτρωμένης κοινωνίας καὶ τοῦ Λυτρωτῆ. Κάθε φορά ποὺ τελεῖται τὸ μυστήριο, ἡ Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ δίνει μαρτυρία πρὸς τὸν Κύριό της καὶ Δεσπότη. Ὅμως εἶναι κάτι πολὺ
περισσότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ μαρτυρία. «Ἔρχου καὶ ἴδε.» Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔρχονται μὲ
ἀνοικτὴ καρδιὰ καὶ μὲ ὀρθὴ πίστη μποροῦν νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀγγίξουν τὸν ἴδιο τὸν
Κύριο, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε παρὼν καὶ διαμένων στὰ εὐλογημένα Του μυστήρια,
παρών, καὶ ὁρατὸς καὶ ἁπτός, ὁρατὸς φυσικὰ μὲ τὴν πνευματικὴ ὅραση. Ἡ
διδασκαλία τῆς «Ἀληθινῆς Παρουσίας» δὲν εἶναι οὔτε μιὰ θεολογικὴ θεωρία, οὔτε ἁπλῶς
μιὰ ἑρμηνεία. Ἀντιθέτως εἶναι ἡ πιὸ εὐθεία καὶ ἄμεση μαρτυρία, εἶναι μιὰ «ὀφθαλμομαρτυρία»
τῆς πνευματικῆς ὅρασης. Ἡ «παρουσία» τοῦ Κυρίου δὲν περιορίζεται στὰ στοιχεῖα,
τὰ ὁποῖα πραγματικὰ ἁγιάζονται καὶ ἀλλάζουν μὲ τὸν καθαγιασμό.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς
εἶναι προσωπικὰ παρών, ὡς ὁ ὑπέρτατος καὶ μόνος λειτουργός τοῦ μυστηρίου, ὡς ὁ
μοναδικὸς καὶ αἰώνιος Ἀρχιερέας τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ Θεία Εὐχαριστία δὲν εἶναι
κάτι, ποὺ ἐμεῖς ἐκτελοῦμε ἢ προσφέρουμε· εἶναι πρωταρχικὰ κάτι, ποὺ ὁ Θεὸς
κάνει σ’ ἐμᾶς. Ἡ Θεία Εὐχαριστία βασικὰ εἶναι ἀκριβῶς ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, ἐπεκτεινόμενος
καὶ συνεχιζόμενος. Αὐτὴ ἡ τελικὴ ὁμοιότητα ὑποδεικνύεται σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς
ἱεροτελεστίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐπίσης εἶχε ἔντονα ὑποδειχθεῖ ἀπὸ τὸν Ἅγιο
Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο στὰ κηρύγματά του. Δὲν εἶναι ἐπανάληψη. Οὔτε μπορεῖ νὰ ὑπάρξει
ἐπανάληψη. Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι μία, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται ξανὰ καὶ ξανά, ἐπειδὴ
ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν περιεκτική. Ἡ θεία κοινωνία σημαίνει ἀκριβῶς τὴ
συμμετοχὴ στὸν ἴδιο τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Μεταφερόμαστε στὸ ὑπερῶο, ὅπου τὸ
μυστήριο ἱδρύθηκε καὶ τελέστηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Σωτῆρα.
Μεταφερόμαστε πίσω στὴν παρουσία Του.
Τὸ μυστήριο εἶναι
ἕνα καὶ πάντοτε τὸ ἴδιο, ὅπως καὶ ἡ θυσία εἶναι μία, καὶ ἡ τράπεζα μία πάντοτε.
Δὲν σφαγιάζεται ἕνας Ἀμνὸς σήμερα καὶ ἄλλος χθές. Οὔτε σφαγιάζεται ἕνας Ἀμνὸς ἐδῶ
καὶ ἄλλος κάπου ἀλλοῦ. Ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος πάντοτε καὶ παντοῦ, ὁ ἕνας Ἀμνὸς τοῦ
Θεοῦ, «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ὁ Χριστὸς εἶναι
παρών, τόσο ὡς ἱερουργός, ὅσο καὶ ὡς θύμα. Ὁ Χριστὸς τελεῖ ὁ ἴδιος τὸ μυστήριο
καὶ δίνει ξανὰ στὰ μέλη Τοῦ τὸ τίμιό Του Σῶμα καὶ Αἷμα, ὡς τροφὴ τῆς λύτρωσης,
τροφὴ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὸ δῶρο. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι
παθητική, ἀκόμη κι ἐνῶ δέχεται τὸ δῶρο τῆς λύτρωσης… Ὁ Χριστὸς στὸ μυστήριο δὲν
διαχωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα Του, τὸ σῶμα τῶν χριστιανῶν. Τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ἀκριβῶς τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς διαμένει καὶ κατοικεῖ στοὺς πιστούς, καὶ αὐτοὶ μὲ
τὴν πίστη διαμένουν καὶ κατοικοῦν σ’ Αὐτόν.
Ἡ Ἐκκλησία
συνεχίζει τὴ λειτουργία τῆς λύτρωσης, ἢ μᾶλλον ὁ Χριστὸς τὴ συνεχίζει καὶ τὴ
μεταφέρει στὴν ‘ Ἐκκλησία. Οἱ χριστιανοὶ καλοῦνται «νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν».
Πρέπει νὰ βαδίσουν στὰ βήματά Του. Δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἠθικὴ διαταγή. Αὐτὸ
συνεπάγεται μιὰ ὑπαρξιακὴ ταυτότητα τῶν μελῶν μὲ τὴν Κεφαλή.
Ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ πραγματοποίηση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀληθινὴ στὸ μέτρο, ποὺ εἶναι συγκεντρωμένη γύρω ἀπὸ τὸν Κύριό
μας, ὅταν ὅλα τὰ μέλη της εἶναι ἀληθινὰ ἐνσωματωμένα σ’ Αὐτὸν καὶ στὴν ἀναστημένη
ζωή, ποὺ προσφέρει, ὅπου τρέφονται μὲ τὴν ἴδια πνευματικὴ τροφὴ καὶ γεμίζουν μὲ
τὴν ἴδια ἀναστημένη ζωὴ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
συνίσταται ἀπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ πίστη δὲν εἶναι παρὰ δωρεὰ τῆς
Θείας Χάρης. Εἴμαστε ὅλοι ἕνα σῶμα, ἐπειδὴ συμμετέχουμε στὸν ἴδιο Ἄρτο τῆς Ζωῆς,
στὴν ἴδια οὐράνια τροφή.
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία εἶναι
ἡ αὐξανόμενη «πληρότητα» τοῦ Χριστοῦ. Αὐξάνεται ἀκριβῶς διὰ τῶν μυστηρίων. Αὐτὸ
σημαίνει ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ κι ὄχι ἀνθρώπινο ἔργο ἢ
κατόρθωμα. Ὅμως περιλαμβάνει καὶ συνεπάγεται ἐπίσης τὴν ἀνθρώπινη συμμετοχή,
μία ἐνεργητικὴ ἀνταπόκριση τῶν λυτρωμένων.
Ὡς ἱεροτελεστία, ἡ
Θεία Εὐχαριστία εἶναι μιὰ πράξη κοινῆς λατρείας, μιὰ ἀληθινὴ «συμφωνία» πολλῶν
νὰ μείνουν καὶ νὰ προσευχηθοῦν μαζί. Ὁ δὲ ὅρος «λειτουργία» αὐτὸ ἀκριβῶς
σημαίνει, κοινὸ ἔργο. Εἶναι ἀκριβῶς ἕνα «ἔργο», ὄχι μόνο μία λέξη.
Μ’ αὐτὴ τὴ
συσχέτιση εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὸ ὅτι ὅλες οἱ λειτουργικὲς προσευχὲς
συνθέτονται στὸν πληθυντικό. Ἀκόμη κι ἡ εὐχὴ τοῦ καθαγιασμοῦ ἀπαγγέλλεται ἀπὸ τὸν
ἱερέα στὸν πληθυντικό, διότι προσφέρει προσευχὲς στὸ ὄνομα καὶ ἐκ μέρους τῶν
πιστῶν, ὅλου τοῦ λαοῦ. Ὁ ἱερέας δὲν λειτουργεῖ στὸ ὄνομά του, ἀλλὰ στὸ ὄνομα τοῦ
λαοῦ, ὅπως ἐπίσης εἶναι ἀπὸ τὸ λαό, ποὺ προσφέρονται τὰ δῶρα καὶ ἁπλώνονται
μπροστὰ στὸ ἅγιο βῆμα γιὰ τὸν καθαγιασμό.
Ἀσφαλῶς εἶναι
μόνο στὸν ἱερέα, ποὺ δόθηκε ἡ ἐξουσία νὰ προσφέρει τὶς κοινὲς ἱκεσίες ἢ νὰ μιλᾶ
ἐκ μέρους ὅλων. Κι αὐτὴ ἡ ἐξουσία δὲν τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ λαό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο
τὸ Χριστὸ ποὺ εἶναι ὁ πραγματικὸς λειτουργὸς ὅλων τῶν μυστηρίων. Ὁ λειτουργὸς δὲν
ἀντιπροσωπεύει μόνο τὸ ἐκκλησίασμα, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ Χριστὸ ὁ ὁποῖος ἀληθινὰ
λειτουργεῖ πρὸς τὸ λαὸ διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ λαοῦ. Ὁ λειτουργὸς ἐνεργεῖ ὄχι
μόνο in persona ecclesiae, ἀλλὰ κυρίως in persona Christi. Ἡ ἐξουσία δίνεται στὸ
λειτουργὸ ὄχι ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἐκκλησίασμα, ὡς μία ἀπὸ τὶς
πολλαπλὲς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὸ ὄνομα ὅλης τῆς
Ἐκκλησίας ὁ ἱερέας λέει: «Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» (πληθυντικὸς ἀριθμός). Αὐτὸ τὸ «ἐμεῖς»
στὴ λειτουργικὴ προσευχὴ ἔχει διπλῆ σημασία. Πρῶτο φανερώνει τὴν ἑνότητα τῆς
συγκεντρωμένης Ἐκκλησίας, τῆς ἀδιαίρετης χριστιανικῆς ἀδελφότητας, ὅλων ὅσων
προσεύχονται: «Ἐσύ, ποὺ μᾶς ἔδωσες τὴ χάρη αὐτὴ τὴν ὥρα, ὥστε μὲ μία συμφωνία νὰ
κάνουμε τὶς κοινὲς ἱκεσίες πρὸς Ἐσὲ» (προσευχὴ Ἰωάννου Χρυσοστόμου). Αὐτὴ ἡ «συμφωνία»
δὲν εἶναι ἁπλῶς μία σύνθεση πολλῶν ἀτομικῶν καὶ ξεχωριστῶν προσευχῶν.
Ἡ ἀληθινὴ
«συμφωνία» προϋποθέτει κάποια ἀμοιβαία ταυτότητα ἐκείνων ποὺ ἑνώνονται καὶ
«συμφωνοῦν». Κάποιος πρέπει νὰ προσεύχεται ὄχι ὡς ἄτομο, ἀλλὰ ἀκριβῶς ὡς μέλος
τοῦ σώματος τῆς μυστικῆς ἀδελφότητας ἐν Χριστῷ. Στὴν ὀρθόδοξη ἱεροτελεστία τῆς
εὐχῆς τοῦ καθαγιασμοῦ προηγεῖται μία ἐπίσημη πρόσκληση: «Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα
ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν, Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον».
Ἡ ἀγάπη ἐν Χριστῷ
εἶναι τὸ μόνο μέσο τῆς πνευματικῆς ὁλοκλήρωσης, τὸ μόνο μέσο τῆς «ὁμονοίας». Καὶ
μόνο διὰ τῆς ὁλοκληρώσεως τῶν σκέψεών μας μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε καὶ νὰ ὁμολογήσουμε
τὸ ὕστατο μυστήριο τῆς θείας ἑνότητας: τρία πρόσωπα, ἀλλὰ ἕνα Θεό, ἕνα τέλειο Ὄν.
Τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας
Τριάδος εἶναι ἀκριβῶς τὸ μυστήριο τῆς τέλειας ἑνότητας πολλῶν. Αὐτὸ τὸ μυστήριο
ἀντανακλᾶται στὸ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ὁλοκληρωμένη ἀδελφότητα πολλῶν,
εἶναι ἡ μοναδικὴ εἰκόνα τῆς θείας ἑνότητας. Ἡ Ἐκκλησία, ἱδρυθεῖσα ἀπὸ τὸ Χριστό,
εἶναι ὁ νέος τρόπος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὁ «καθολικὸς» τρόπος ζωῆς ποὺ ἀντιτίθεται
σ’ ὅλους τοὺς ἐγωιστικοὺς καὶ διαιρετικοὺς ἀτομισμούς.
Μόνο ἡ ἀγάπη ἐν
Χριστῷ μπορεῖ νὰ ἰκανώσει τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ φέρνουν τὶς προσφορὲς τους ἀξίως
καὶ πραγματικά. Ὄχι μόνο, διότι ἡ ἔλλειψη τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης θὰ ἦταν
μία προσωπικὴ ἀποτυχία, ἀλλὰ καὶ διότι ἐμεῖς, ὅλος ὁ λαός, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕνα
κατὰ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ, «ὅταν προσευχόμαστε, δὲν προσευχόμαστε γιὰ ἕνα,
ἀλλὰ γιὰ ὅλο τὸ λαό, διότι ἐμεῖς, ὅλος ὁ λαός, εἴμαστε ἕνα». Καὶ δεύτερο ὁ
πληθυντικὸς στὴ λειτουργία, τὸ λειτουργικὸ «ἐμεῖς», ἔχει ἄλλο βαθύτερο νόημα. Μᾶς
δείχνει τὴν οἰκουμενικὴ πληρότητα καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας διότι κάθε
λειτουργία τελεῖται σὲ κοινωνία μὲ τὴν ὅλη, Καθολική, Οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία, καὶ
στὸ ὄνομα ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.
Πνευματικὰ σὲ
κάθε λειτουργία ἡ ὅλη Ἐκκλησία λαμβάνει ἕνα ἀόρατο μέν, ἀλλὰ πολὺ σημαντικὸ
μέρος— «τὴν ὅλη συντροφιὰ τῶν οὐρανῶν»: «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σὺν ἡμῖν ἀοράτως
λατρεύουσιν». Καὶ ἡ ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία ἐπαναλαμβάνει καὶ διακηρύσσει τὸν ἔνδοξο ὕμνο
τῶν Σεραφείμ, ἐπαναλαμβάνει τὸ οὐράνιο Ἀλληλούια, διότι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἡ Ἐκκλησία
τῶν ἀγγέλων καὶ ἡ Ἐκκλησία τῶν ἀνθρώπων ἔχουν γίνει ἕνα.
Κατὰ ὅμοιο τρόπο
μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει διαίρεση μεταξὺ ζώντων καὶ νεκρῶν, διότι ἡ
δύναμη τοῦ θανάτου ἔχει καταβληθεῖ, καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος ἔχει καταργηθεῖ μὲ τὴν
ἔνδοξη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Δὲν ὑπάρχει τελικὸς διαχωρισμὸς μεταξὺ «γῆς» καὶ «οὐρανοῦ»
μετὰ Χριστόν. Αὐτὸ συνιστᾶ τὸ νέο πνευματικὸ κλίμα τῆς Ἐκκλησίας: «Ἐν τῷ ναῶ ἐστῶτες
τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἐστάναι νομίζομεν».
Μέσα στὴν ἑνότητα
τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος χάνει τὴ δύναμή του νὰ χωρίζει. Οἱ νεκροί, ποὺ
ἀναπαύονται στὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀκόμη μὲ τοὺς ζωντανούς, διότι ἐν
Χριστῷ ὅλοι εἶναι ἕνα. Ἔτσι οἱ νεκροὶ μνημονεύονται σὲ κάθε λειτουργία. Δὲν εἶναι
μόνο μία ἀνάμνηση, οὔτε μόνο μία μαρτυρία τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης συμπάθειας
καὶ ἀγάπης, ἀλλὰ μᾶλλον μία ὄψη τῆς μυστικῆς ἀδελφότητας ὅλων τῶν πιστῶν,
ζώντων καὶ τεθνεώτων, ἐν Χριστῷ, τὸν κοινὸ ἀναστημένο Κύριο. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια
ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἢ μᾶλλον τὸ μυστήριο ὁλόκληρου
τοῦ Χριστοῦ.
Στὴ Θεία Εὐχαριστία
ἡ Ἐκκλησία ἔχει συνείδηση τῆς ὕστατης ἑνότητάς της καὶ προσδοκᾶ τὴν τελική της
τελειότητα στὸ μέλλοντα αἰῶνα. Ἡ Θεία Εὐχαριστία δὲν εἶναι μόνο μία ἔκφραση τῆς
ἀνθρώπινης ἀδελφοσύνης, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα μία ἔκφραση τοῦ θεϊκοῦ μυστηρίου τῆς
λύτρωσης. Εἶναι πρωταρχικὰ ἡ εἰκόνα τῆς θείας θέλησης. Εἶναι ἕνα μυστήριο τοῦ
Χριστοῦ, ποὺ λυτρώνει καὶ ἑνώνει ὅλους, καὶ καταργεῖ ὅλα τὰ σύνορα χώρου καὶ
χρόνου, ἡλικίας καὶ φυλῆς. Κάθε φορά. ποὺ τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία, δίνουμε
μαρτυρία γιὰ αὐτὴ τὴν τέλεια ἑνότητα (ζοῦμε μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἑνότητα), ἡ ὁποία ἱδρύθηκε
καὶ ἐγκαινιάστηκε ἀπὸ τὸν σαρκωμένο καὶ ἀναστημένο Κύριο, καὶ προσευχόμαστε στὸ
ὄνομα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, ὅλων ἐκείνων ποὺ προσκλήθηκαν καὶ ἀνταποκρίθηκαν
στὴν πρόσκληση. Προσευχόμαστε, σὰν νὰ εἴμαστε ἡ Ἐκκλησία — ὅλη ἡ Ἐκκλησία
προσεύχεται μαζί μας καὶ δι’ ἡμῶν.
Ἔτσι ὅλη ἡ
πληρότητα τῆς ζωῆς θὰ μνημονευτεῖ στὴ λειτουργικὴ προσευχή. Ἡ πληρότητα τῆς ἀνθρώπινης
ὑπάρξεως θὰ προσφερθεῖ καὶ θὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Θεό, στὸ Χριστό. Ἐπίσης ἡ πληρότητα
τῆς θείας προνοίας θὰ μνημονευτεῖ καὶ θὰ ἀναγνωρισθεῖ μὲ πνευματικὴ εὐχαριστία.
Ἔτσι ἡ εὐχὴ τοῦ
καθαγιασμοῦ προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας μας.
Μαρτυροῦμε γιὰ τὸ λυτρωτικὸ σχέδιο καὶ τὸ σκοπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὰ παρακολουθοῦμε
σ’ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς σταδιακῆς τους πραγματοποίησης, ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἱερὴ
ἱστορία τῆς Βίβλου.
Ἐπίσης ἡ
μνημόνευση κατὰ τὴ λειτουργία ἔχει ἕνα κοσμικὸ χαρακτήρα καὶ σκοπό.
Περιλαμβάνει ὅλο τὸν κόσμο, ὅλο τὸ βασίλειο τῆς δημιουργίας: «Ἔτι προσφέρομέν
σοι τὴν λογικὴν ταύτην λατρείαν ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης, ὑπὲρ τῆς ἁγίας Καθολικῆς
καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.» Καὶ ἡ εὐχὴ συνεχίζεται μὲ τὴν ἀναφορὰ τῶν ὀνομάτων ὅλων
ἐκείνων, γιὰ τοὺς ὁποίους προσφέρεται. «Ὄνομα» ἐδῶ σημαίνει προσωπικότητα.
Ἔτσι ἡ μνημόνευση
τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ ὀνόματά τους στὴν εὐχαριστιακὴ προσφορὰ μᾶς ὑποδείχνει
τὸ γεγονὸς ὅτι κάθε πρόσωπο ἔχει τὴ θέση του στὴν τελειότητα τοῦ ἑνὸς Σώματος.
Παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ βοηθήσει τὴν περιορισμένη μας μνήμη: «Καὶ ὧν ἡμεῖς οὐκ ἐμνημονεύσαμεν,
δι’ ἄγνοιαν, ἢ λήθην, ἢ πλῆθος ὀνομάτων, αὐτὸς μνημόνευσον, ὁ Θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου
τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν.» (Ἀναφορὰ Μ. Βασιλείου). Ἡ μνημόνευση κατὰ τὴν
Εὐχαριστία ἀγκαλιάζει ἐπίσης ὅλες τὶς πολύπλοκες καταστάσεις τῆς ζωῆς μας πάνω
στὴ γῆ: «Αὐτῆς τοῖς πᾶσι τὰ πάντα γενοῦ, ὁ εἰδὼς ἕκαστον, καὶ τὸ αἴτημα αὐτοῦ,
οἶκον καὶ τὴν χρείαν αὐτοῦ.» Ἔτσι γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ὅλος ὁ λαὸς προσεύχεται γιὰ
ὅλο τὸ λαό.
Καὶ αὐτὴ ἡ
προσευχὴ εἶναι πρωταρχικὰ μιὰ ἀναγνώριση καὶ μιὰ μαρτυρία: Ὁ Θεὸς ἐνέργησε πρῶτος,
γιὰ νὰ λυτρώσει τὸ πεσμένο γένος τῶν ἀνθρώπων: «Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι
ἡμᾶς παρήγαγες, καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν, καὶ οὐκ ἀπέστης πάντα ποιῶν, ἕως
ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγες καὶ τὴν Βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν.» Ἔτσι
ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι πρῶτα ἀπ’ ὅλα μιὰ δογματικὴ μαρτυρία καὶ γι’ αὐτὸ μιὰ ἀναγνώριση
τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὅλη ἱεροτελεστία ἔχει θεϊκὸ προσανατολισμό…
Ἡ ἱστορία τῆς
λύτρωσης δὲν ἔχει ἀκόμα συμπληρωθεῖ. Οἱ χριστιανοὶ ζοῦν ἀκόμη σὲ προσδοκία. Ἡ
Βασιλεία δὲν ἔχει ἔρθει ἀκόμη. Κι ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἤδη ἡ ἔνδειξη αὐτῆς τῆς
ἔνδοξης συμπλήρωσης. Καὶ προσεύχεται γιὰ τὴν ἐκπλήρωση: «Ὅπως αὐτὸς ὁ κομμένος ἄρτος
ἦταν σκορπισμένος πάνω στὸ βουνὸ καί, ὅταν συνάχθηκε, ἔγινε ἕνα, ἔτσι, Κύριε, δῶσε
στὴν Ἐκκλησία Σου νὰ συγκεντρωθεῖ ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς γῆς στὴ Βασιλεία Σου» (Διδαχὴ
Θ’. 4).
Florovsky George
Fr. ((1893- 1979))
(Μετάφραση: Μοναχὸς
Θεοδόσιος Σταυροβουνιώτης –περιοδικὸ Ὀρθ. Μαρτυρία)
http://inpantanassis.blogspot.co.at/