«Σοῦ ἔχω πεῖ τὴν ἱστορία τὴν παλιὰ μὲ τὸ τσάι, τὸ καρότο καὶ τ’ αὐγό;»
Ἡ Ἕλλη γνέφει «ὄχι». «Ἄκου, λοιπόν!» ἀρχίζει ὁ παππούς. «Κάποτε παραπονιόταν ἕνας ἄνθρωπος πὼς εἶχε βάσανα πολλά. Τὸν κάλεσε, ποὺ λές, στὸ σπίτι τῆς κάποια σοφὴ γερόντισσα, ἔβαλε ἕνα τσουκάλι μὲ νερὸ νὰ βράσει κι ἔριξε μέσα ἕνα καρότο κι ἕνα αὐγό. Ὅταν ἔβρασαν καλά, ἔφτιαξε λίγο τσάι τοῦ βουνοῦ καὶ ρώτησε τὸν ἄνθρωπο τί βλέπει.
“Ένα καρότο ποὺ ἔχει μαλακώσει ἀπὸ τὸ βράσιμο κι ἕνα σφιχτὸ αὐγό”, τῆς εἶπε κεῖνος.
“Και τί μυρίζει;” ρώτησε ἡ γερόντισσα.
“Μοσχοβολάει τσάι τοῦ βουνοῦ!” τῆς ἀπαντάει.
“Ε, λοιπόν, οἱ λύπες καὶ οἱ στενοχώριες μοιάζουνε μὲ νερὸ ποὺ βράζει” λέει ἡ γερόντισσα.
“Υπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ νιώθουν δυνατοί, μὰ σὰν τοὺς βροῦν ἀναποδιές, θαρρεῖς καὶ πέφτουν στὸ βραστὸ νερὸ σὰν τὸ καρότο, ποὺ μαλακώνει καὶ διόλου δύναμη δὲν ἔχει πιά.
Άλλοι πάλι μοιάζουνε μὲ τὸ αὐγό. Μέσα τους εἶναι ἀδύναμοι καὶ μόνο ἕνα τσόφλι ἔχουν ἀπ’ ἔξω νὰ τοὺς προστατεύει. Ὅταν ἔρθουν δύσκολοι καιροί, θαρρεῖς καὶ πέφτουν στὸ βραστὸ νερὸ σὰν τὸ αὐγὸ καί, σὰν αὐτό, γίνονται κι ἀπὸ μέσα τους σκληροί.
Μὰ εἶναι κι ἄλλοι ποὺ θυμίζουνε τὸ τσάι. Ὅταν τοὺς βρίσκουν βάσανα, εἶναι κι ἐκεῖνοι σὰν νὰ πέφτουν σὲ βραστὸ νερό, μὰ οὔτε σκληραίνουν, οὔτε μαλακώνουν. Μεταλλάζουν μόνο το νερὸ σὲ τσάι τοῦ βουνοῦ ποὺ εὐωδιάζει. Κι εὐφραίνονται μὲ τὴ μοσχοβολιὰ τοῦ ὅσοι βρίσκονται κοντά. Τὶς λύπες καὶ τὶς στενοχώριες, πάει νὰ πεῖ, τὶς κάνουν γνώση, καλοσύνη καὶ χαρά. Πήγαινε στὸ καλὸ λοιπόν” τοῦ λέει ἡ γερόντισσα “καὶ φρόντισε νὰ εἶσαι σὰν τὸ τσάι.”»
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Στὴ σκιὰ τῆς πράσινης βασίλισσας»
http://salpismata.blogspot.com.eg/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου