Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Πάντα τα βράδια προσευχόμουν. Το πάτωμα ξύλινο και έτριζε. Στις μετάνοιες να δεις τι γινόταν. Σεισμός. Ξυπνούσε ο αδελφός μου ο Χαράλαμπος. Αυτός ο θόρυβος μέσα στην ησυχία με πρόδιδε. Βλέπεις, πρέπει να κρύβεις τα πνευματικά. Και τις μετάνοιες για να τις κάνεις πρέπει να στρώνεις ένα τσουβαλάκι και να μην ακουμπάς τα χέρια από την έξω πλευρά, γιατί κάνουν κάλους, αλλά από μέσα. Όλα «εν τω κρυπτώ», για να τα δει ο Θεός. Ο «προδότης» θόρυβος πάντως ξύπναγε τον καημένο τον Χαράλαμπο.
“Πάλι δεν κοιμάσαι, ρε Βαγγέλη; Πάλι τριγυρίζεις μες στα σκοτάδια; Εσύ δεν είσαι άνθρωπος, φάντασμα είσαι…”, παραπονιόταν το καημένο.
“Έλα, Χαραλαμπάκι μου, έλα μανάρι μου. Αφού τώρα τα μεσάνυχτα που όλα σιωπούν, βοά, κραυγάζει η ψυχή. Έλα να πούμε στον Χριστό και στην Παναγίτσα τα λόγια τα γλυκά της προσευχής”.
Ερχόταν και το παιδί και κάναμε παρέα. Γλυκός και ο ύπνος, αλλά τη γλύκα και την ανάπαυση της προσευχής δεν την έχει. Σκέφτομαι, παιδί μου, και κλαίω, πόσα χεράκια, σαν ανθισμένα κλαδάκια, δε σηκώνονται μέσα στη νύχτα και αρπά­ζουν και κατεβάζουν τον ουρανό στη γη, τον Θεό στον άνθρωπο. Να σας πω τι έπαθα με τις μετάνοιες; Όταν ετοιμάστηκα να πάω στο στρατό, σκέφτηκα. «Στο στρατό όλοι σε ένα θάλαμο μένουν. Πω πω, τι έπαθα, Παναγία μου. Που θα κάνω τις μετάνοιες μου μέσα σε τόσο κόσμο; Θα τις κάνω όλες πριν φύγω. Δεν γίνεται να μείνω χωρίς μετάνοιες. Ξεκίνησα λοιπόν να κάνω για να καλύψω, τρόπον τινά, τον χρόνο που θα έλειπα. Έκανα δύο τρεις χιλιάδες την μέρα, μέχρι που αρρώστησα. Ποια ήταν η ασθένεια; Ζήλος χωρίς επίγνωση, υπακοή στο λογισμό και απειρία πνευματική.

ΟΣΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου