Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Αγιοραφικό ανάγνωσμα



ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Α' Γ´ 9 - 22
9 Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται. 10 ἐν τούτῳ φανερά ἐστι τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου. πᾶς ὁ μὴ ποιῶν δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. 11 ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ’ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, 12 οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· καὶ χάριν τίνος ἔσφαξεν αὐτόν; ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια. 13 Μὴ θαυμάζετε, ἀδελφοί, εἰ μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. 14 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ. 15 πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί, καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν αὐτῷ μένουσαν. 16 ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην, ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι. 17 ὃς δ’ ἂν ἔχῃ τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ’ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ; 18 Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ. 19 καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ πείσομεν τὰς καρδίας ἡμῶν, 20 ὅτι ἐὰν καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ Θεὸς τῆς καρδίας ἡμῶν καὶ γινώσκει πάντα. 21 ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν, 22 καὶ ὃ ἐὰν αἰτῶμεν λαμβάνομεν παρ’ αὐτοῦ, ὅτι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηροῦμεν καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν.

Ερμηνευτική απόδοση:
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ Α' Γ´ 9 - 22
9 Καθένας ποὺ ἔχει γεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν πράττῃ ποτὲ θεληματικῶς καὶ μὲ ψυχρὸν ὑπολογισμὸν καμμίαν ἁμαρτίαν. Διότι ἡ νέα ζωή, ποὺ τοῦ μετέδωκε διὰ τοῦ Πνεύματός του ὁ Θεός, μένῃ μέσα του. Καὶ ἡ θέλησίς του ἀποκτᾷ τέτοιαν συνήθειαν εἰς τὴν ἀρετήν, ὥστε δὲν δύναται οὗτος νὰ ἁμαρτάνῃ, διότι ἔχῃ γεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ ὁμοιάζει πρὸς τὸν Θεόν. 10 Αύτὸ εἶναι τὸ διακριτικὸν γνώρισμα, μὲ τὸ ὁποῖον γίνονται εἰς ὅλους φανερὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ διαβόλου. Καθένας δηλαδή, ποὺ δὲν ἀσκεῖ εἰς τὸν βίον τοῦυπᾶσαν ἀρετήν, αὐτὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ δὲν ἔχει πατέρα τὸν Θεόν. Τὸ ἴδιον καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του Χριστιανόν, δὲν εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ. 11 Καὶ δὲν εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ αὐτός, ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του, διότι αὐτὸ εἶναι τὸ κύριον παράγγελμα, ποὺ σᾶς ἐγνωστοποιήθη μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὸ ὁποῖον ἠκούσατε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπιστροφῆς σας εἰς τὸν Χριστόν, τὸ νὰ ἀγαπῶμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. 12 Καὶ ἂς μὴ τρέφωμεν αἰσθήματα ὅμοια πρὸς τοῦ Κάϊν, ὁ ὁποῖος ἦτο τέκνον τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ ἔσφαξεν ἄσπλαγχνα τὸν ἀδελφόν του. Καὶ διατὶ τὸν ἔσφαξε; Διότι τὰ ἔργα του ἦσαν πονηρά, τὰ δὲ ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ του ἦσαν δίκαια, ἡ ἀρετὴ δὲ καὶ ἡ δικαιοσύνη προκαλεῖ τὴν ἀντιπάθειαν τοῦ διαβόλου καὶ τῶν πονηρῶν παιδιῶν του. 13 Μὴ παραξενεύεσθε, λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐὰν σᾶς μισῇ ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος. 14 Ἡμεῖς ἠξεύρομεν ἐκ πείρας, ὅτι ἔχομεν μεταβῆ ἀπὸ τὸν πνευματικὸν θάνατον εἰς τὴν πνευματικὴν ζωήν. Καὶ τὸ ἠξεύρομεν, διότι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾷ τὸν ἀδελφόν του, ἑξακολουθεῖ νὰ παραμένῃ εἰς τὸν πνευματικὸν θάνατον. 15 Καθένας ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφόν του, εἶναι φονεύς, διότι ἔχει μέσα του διάθεσιν φονικὴν καὶ θέλει τὴν καταστροφὴν καὶ τὸν θάνατον τοῦ μισουμένου. Καὶ ἠξεύρετε, ὅτι κάθε φονεὺς δὲν ἔχει ζωὴν αἰώνιον, ἡ ὁποία νὰ μένῃ μέσα του. 16 Μὲ αὐτὸ δὲ ἔχομεν μάθει, τί εἶναι ἡ ἀγάπη· μὲ τὸ ὅτι δηλαδὴ ἐκεῖνος (ὁ Χριστός) διὰ τὴν σωτηρίαν μας παρέδωκε προθύμως εἰς θάνατον τὴν ζωήν του. Κατὰ συνέπειαν δὲ καὶ ἡμεῖς ἔχομεν ὑποχρέωσιν σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦτο νὰ παραδίδωμεν τὴν ζωήν μας ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν καὶ ὄχι νὰ θέλωμεν να ἀφαιρέσωμεν τὴν ζωὴν αὐτῶν. 17 Ὅποιος ὅμως ἔχει τὰ πλούτη τοῦ κόσμου καὶ παρατηρεῖ τὸν ἀδελφόν του, ὅτι οὗτος ἔχει ἀνάγκην, καὶ κλείσῃ τὴν καρδίαν του καὶ τὰ σπλάγχνα του ἀπὸ αὐτόν, ὥστε νὰ μὴ αἴσθανθῇ καμμίαν συμπάθειαν διὰ τὴν δυστυχίαν του, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν νὰ μένῃ μέσα του; 18 Παιδάκια μου, ἂς μὴ ἀγαπῶμεν μὲ λόγια καὶ μὲ τὴν γλῶσσαν μόνον, ἀλλ’ ἂς ἀγαπῶμεν μὲ ἔργα εὐεργετικὰ καὶ ὄχι ψεύτικα, ἀλλὰ ἀληθινά. 19 Καὶ μὲ αὐτό, ἤτοι μὲ τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπην καὶ τὴν εὐεργεσίαν, γνωρίζομεν ὅτι καταγόμεθα ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν καὶ ἔχομεν ἀναγεννηθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ὅταν ἔχωμεν τὴν ἀγάπην αὐτήν, θὰ καθησυχάσωμεν ἐνώπιόν του τὰς συνειδήσεις μας καὶ δὲν θὰ μᾶς τύπτουν αὗται ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, 20 εἰς ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν μᾶς κατηγοροῦν αὗται. Καὶ θὰ καθησυχάσωμεν τὰς συνειδήσεις μας, διότι ὁ Θεὸς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὰς συνειδήσεις μας καὶ ἠξεύρει τελείως καὶ καλύτερα ἀπὸ αὐτὰς ὅλα τὰ σφάλματά μας καὶ ὅλας τὰς τύψεις μας. Ἠξεύρει τὴν ἐνοχήν μας. Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ὁ γινώσκων τὰ πάντα Θεὸς πείθει ἡμᾶς, ὅτι εἴμεθα τέκνα του, δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ κατακριθῶμεν. 21 Ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ συνείδησίς μας δὲν μᾶς κατηγορῇ, ἔχομεν θάρρος πρὸς τὸν Θεόν. 22 Καὶ ὀ,τιδήποτε τοῦ ζητοῦμεν διὰ τῆς προσευχῆς, τὸ λαμβάνομεν ἀπὸ αὐτόν. Καὶ τὸ λαμβάνομεν, διότι τηροῦμεν τὰς ἐντολάς του καὶ πράττομεν αὐτά, ποὺ τοῦ ἀρέσουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου