Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Ϛ´ 8 - 35
8 ἑτοιμάζεται θέρους τὴν τροφὴν πολλήν τε ἐν τῷ ἀμητῷ ποιεῖται τὴν παράθεσιν. 8α ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν καὶ μάθε ὡς ἐργάτις ἐστὶ τήν τε ἐργασίαν ὡς σεμνὴν ποιεῖται· 8β ἦς τοὺς πόνους βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται πρὸς ὑγίειαν προσφέρονται· ποθεινὴ δέ ἐστι πᾶσι καὶ ἐπίδοξος· 8γ καί περ οὖσα τῇ ρώμῃ ἀσθενής, τὴν σοφίαν τιμήσασα προήχθη. 9 ἕως τίνος, ὀκνηρέ, κατάκεισαι; πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἐγερθήσῃ; 10 ὀλίγον μὲν ὑπνοῖς, ὀλίγον δὲ κάθησαι, μικρὸν δὲ νυστάζεις, ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζῃ χερσὶ στήθη· 11 εἶτ᾿ ἐμπαραγίνεταί σοι ὥσπερ κακὸς ὁδοιπόρος ἡ πενία καὶ ἡ ἔνδεια ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς. 11α ἐὰν δὲ ἄοκνος ᾖς, ἥξει ὥσπερ πηγὴ ὁ ἀμητός σου, ἡ δὲ ἔνδεια ὥσπερ κακὸς δρομεὺς ἀπαυτομολήσει. 12 ᾿Ανὴρ ἄφρων καὶ παράνομος πορεύεται ὁδοὺς οὐκ ἀγαθάς· 13 ὁ δ᾿ αὐτὸς ἐννεύει ὀφθαλμῷ, σημαίνει δὲ ποδί, διδάσκει δὲ ἐννεύμασι δακτύλων. 14 διεστραμμένῃ καρδίᾳ τεκταίνεται κακά, ἐν παντὶ καιρῷ ὁ τοιοῦτος ταραχὰς συνίστησι πόλει. 15 διὰ τοῦτο ἐξαπίνης ἔρχεται ἡ ἀπώλεια αὐτοῦ, διακοπὴ καὶ συντριβὴ ἀνίατος· 16 ὅτι χαίρει πᾶσιν, οἷς μισεῖ ὁ Θεός, συντρίβεται δὲ δι᾿ ἀκαθαρσίαν ψυχῆς. 17 ὀφθαλμὸς ὑβριστοῦ, γλῶσσα ἄδικος, χεῖρες ἐκχέουσαι αἷμα δικαίου 18 καὶ καρδία τεκταινομένη λογισμοὺς κακοὺς καὶ πόδες ἐπισπεύδοντες κακοποιεῖν. 19 ἐκκαίει ψεύδη μάρτυς ἄδικος καὶ ἐπιπέμπει κρίσεις ἀνὰ μέσον ἀδελφῶν. 20 Υἱέ, φύλασσε νόμους πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου· 21 ἄφαψαι δὲ αὐτοὺς ἐπὶ σῇ ψυχῇ διαπαντὸς καὶ ἐγκλοίωσαι περὶ σῷ τραχήλῳ. 22 ἡνίκα ἂν περιπατῇς, ἐπάγου αὐτὴν καὶ μετὰ σοῦ ἔστω· ὡς δ᾿ ἂν καθεύδῃς, φυλασσέτω σε, ἵνα ἐγειρομένῳ συλλαλῇ σοι. 23 ὅτι λύχνος ἐντολὴ νόμου καὶ φῶς, ὁδὸς ζωῆς καὶ ἔλεγχος καὶ παιδεία 24 τοῦ διαφυλάσσειν σὲ ἀπὸ γυναικὸς ὑπάνδρου καὶ ἀπὸ διαβολῆς γλώσσης ἀλλοτρίας. 25 μή σε νικήσῃ κάλλους ἐπιθυμία, μηδὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς, μηδὲ συναρπασθῇς ἀπὸ τῶν αὐτῆς βλεφάρων· 26 τιμὴ γὰρ πόρνης ὅση καὶ ἑνὸς ἄρτου, γυνὴ δὲ ἀνδρῶν τιμίας ψυχὰς ἀγρεύει. 27 ἀποδήσει τις πῦρ ἐν κόλπῳ, τὰ δὲ ἱμάτια οὐ κατακαύσει; 28 ἢ περιπατήσει τις ἐπ᾿ ἀνθράκων πυρός, τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει; 29 οὕτως ὁ εἰσελθὼν πρὸς γυναῖκα ὕπανδρον, οὐκ ἀθῳωθήσεται, οὐδὲ πᾶς ὁ ἁπτόμενος αὐτῆς. 30 οὐ θαυμαστὸν ἐὰν ἁλῷ τις κλέπτων, κλέπτει γὰρ ἵνα ἐμπλήσῃ τὴν ψυχὴν πεινῶν· 31 ἐὰν δὲ ἁλῷ, ἀποτίσει ἑπταπλάσια καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ δοὺς ρύσεται ἑαυτόν. 32 ὁ δὲ μοιχὸς δι᾿ ἔνδειαν φρενῶν ἀπώλειαν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ περιποιεῖται, 33 ὀδύνας τε καὶ ἀτιμίας ὑποφέρει, τὸ δὲ ὄνειδος αὐτοῦ οὐκ ἐξαλειφθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. 34 μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρὸς αὐτῆς· οὐ φείσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, 35 οὐκ ἀνταλλάξεται οὐδενὸς λύτρου τὴν ἔχθραν, οὐδὲ μὴ διαλυθῇ πολλῶν δώρων.

Νεοελληνική απόδοση:
ἐν τούτοις ἑτοιμάζει καὶ συγκεντρώνει κατὰ τὸ θέρος τὴν τροφὴν ὅλου τοῦ ἔτους καὶ κάμνει πολλὴν προμήθειαν καὶ μεγάλην ἀποθήκευσιν κατὰ τὸν θερισμόν, τοποθετῶν καταλλήλως τὰς ἀπαραιτήτους δι’ ὅλον τὸ ἔτος τροφάς του. 8α Ἢ πήγαινε νὰ παρακολουθήσῃς τὴν μέλισσαν καὶ νὰ μάθῃς πόσον ἐργατικὴ εἶναι καὶ μὲ πόσην προσοχήν, ἐπιμέλειαν καὶ τάξιν ἐκτελεῖ τὴν ἐργασίαν της. 8β Αὐτῆς τῆς μελίσσης τοὺς κόπους, δηλαδὴ τὸ μέλι, τρώγουν ὡς τροφὴν καὶ φάρμακον βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται, διότι τὸ μέλι ἐξυπηρετεῖ τὴν ὑγείαν εἶναι δὲ ἡ μέλισσα ἀξιαγάπητος καὶ δοξασμένη εἰς ὅλους. 8γ Διότι, ἂν καὶ εἶναι ἀδύνατη σωματικῶς, ἐν τούτοις ἐτιμήθη καὶ ὑψώθη, διότι ἐπροτίμησε τὸν κόπον τῆς ἐργασίας, τὴν ὁποίαν ἐργάζεται μὲ τόσην τέχνην καὶ σοφίαν. 9 Ἕως πότε, ὀκνηρέ, θὰ κάθεσαι ξαπλωμένος; Πότε θὰ σηκωθῇς ἀπὸ τὸν ὕπνον; 10 Ὀλίγην μὲν ὥραν κοιμᾶσαι, ὀλίγον δὲ κάθεσαι, ὀλίγον δὲ νυστάζεις, ὀλίγον δὲ ἀγκαλιάζεις τὰ στήθη σου μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια σου. 11 Κατόπιν αὐτῶν θὰ σὲ καταφθάσῃ ὡσὰν κακὸς συνοδοιπόρος ἡ φτώχεια, καὶ ἡ ἀνέχεια ὡσὰν γρήγορος δρομεὺς θὰ σὲ προφθάσῃ διὰ νὰ δυστυχήσῃς. 11α Ἐὰν ὅμως δὲν εἶσαι ὀκνηρός, ἀλλ’ ἐργατικός, θὰ ἔλθῃ ὡσὰν πηγὴ πλούτου ὁ θερισμὸς καὶ ὁ ἁλωνισμός, ἡ δὲ δυστυχία καὶ ἡ φτώχεια σὰν ἀπαράδεκτος ἐπισκέπτης θὰ φύγῃ μόνη της ἀπὸ κοντά σου. 12 Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀνόητος καὶ παραβάτης τοῦ θείου νόμου δὲν βαδίζει εἰς καλοὺς καὶ εὐθεῖς δρόμους, οὔτε πολιτεύεται καλῶς. 13 Ὁ τοιοῦτος κάμνει νεύματα καὶ νοήματα μὲ τὰ μάτια, κάμνει σημάδια μὲ τὸ πόδι, διδάσκει μὲ κινήματα τῶν δακτύλων καὶ δι’ ὅλων γενικῶς τῶν κινήσεών του συνεννοεῖται μὲ τοὺς κακοὺς συντρόφους του διὰ νὰ κάμουν τὸ κακόν. 14 Φύσις διεστραμμένη ἀπὸ τὸ κακὸν σκευωρεῖ καὶ σχεδιάζει διαρκῶς κακά, καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δημιουργεῖ ταραχὰς εἰς τὴν πόλιν. 15 Δι’ αὐτὸ ἔρχεται ξαφνικὰ ἡ καταστροφή του. Αἱ σωματικαί του δυνάμεις πίπτουν ἀπότομα καὶ παραλύει ἀπὸ ἀσθένειαν, ἡ δὲ συντριβή του εἶναι ἀνεπανόρθωτος. 16 Διότι ὁ κακὸς αὐτὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται εὐχαρίστησιν καὶ χαρὰν εἰς ὅλα, ὅσα μισεῖ ὁ Θεός, συντρίβεται ὅμως, διότι ἔχει ἁμαρτωλὴν καὶ ἀκάθαρτον ψυχήν. 17 Εἶναι βουτηγμένος ὁλόκληρος εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ἔχει μάτι ὑπερηφάνου καὶ χλευαστοῦ, γλῶσσαν ποὺ ἀδικεῖ τοὺς ἄλλους μὲ λόγους, χέρια ἐγκληματικὰ ποὺ χύνουν τὸ αἷμα τοῦ δικαίου, 18 νοῦν, ὁ ὁποῖος γεννᾷ πάντοτε κακοὺς λογισμοὺς καὶ σχεδιάζει τὸ πονηρόν, καὶ πόδια ποὺ τρέχουν γρήγορα διὰ νὰ κάμουν τὸ κακόν. 19 Χαλκεύει καὶ ἐπινοεῖ καυτερὰ ψεύδη ὡς ψευδομάρτυς εἰς τὰ δικαστήρια καὶ δημιουργεῖ φιλονικίας μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σπειρῶν μεταξύ των τὴν διχόνοιαν. 20 Παιδί μου, φύλαττε καλὰ σὰν νόμους, ὅσα σὲ συμβουλεύει ὁ πατέρας σου, καὶ μὴ περιφρονήσῃς ποτὲ τὰς συμβουλὰς καὶ ἐντολὰς τῆς μητέρας σου. 21 Τοὺς νόμους αὐτοὺς χάραξέ τους βαθιὰ καὶ κόλλησέ τους εἰς τὴν ψυχήν σου καὶ ἔχε τους πάντοτε κατὰ νοῦν, χωρὶς ποτὲ νὰ τοὺς λησμονῇς, καὶ βάλε τους γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου σὰν ἱερὸν περιλαίμιον καὶ σωτήριον κρίκον. 22 Καὶ ὅταν θὰ βαδίζῃς, φέρε μαζί σου τὴν ἐντολήν μου καὶ αὐτὴ ἂς σὲ συντροφεύῃ διαρκῶς. Καὶ ὅταν θὰ κοιμᾶσαι, αὐτὴ ἂς παραμένῃ φρουρὸς καὶ φύλακάς σου, ὥστε, ὅταν θὰ σηκώνεσαι ἀπὸ τὸν ὕπνον, αὐτὴ ἂς συνομιλῇ μαζί σου καὶ αὐτὴ ἂς σὲ καθοδηγῇ. 23 Διότι ἡ ἐντολὴ αὐτὴ τοῦ θείου νόμου εἶναι λύχνος καὶ φῶς, ποὺ φωτίζουν. Εἶναι δρόμος ἀσφαλής, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν εὐτυχισμένην καὶ εἰρηνικὴν ζωήν. Εἶναι ἀκόμη καὶ ἔλεγχος, ὅταν παρεκτρέπεσαι. Αὐτὴ δὲ παιδαγωγεῖ καὶ μορφώνει τὸν χαρακτῆρα σου. 24 Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ χρυσοῦς χαλινός, διὰ νὰ σὲ προφυλάττῃ ἀπὸ γυναῖκα ὑπανδρευμένην καὶ φαύλην καὶ ἀπὸ διαβολὰς καὶ συκοφαντίας τῆς κακῆς γλώσσης. 25 Πρόσεξε νὰ μὴ σὲ νικήσῃ ἡ ἐπιθυμία τοῦ γυναικείου κάλλους, οὔτε νὰ πιασθῇς αἰχμάλωτος ἀπὸ τὰ μάτια σου, οὔτε νὰ ἐντυπωσιασθῇς καὶ συναρπασθῇς ἀπὸ τὰ βαμμένα καὶ φτιασιδωμένα βλέφαρά της. 26 Διότι ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀξία τῆς πόρνης γυναικὸς εἶναι εὐτελεστάτη, τόσον μικρά, ὅσον καὶ ἡ ἀξία ἑνὸς ψωμιοῦ. Ἡ ὕπανδρος ὅμως γυναῖκα, ἡ ὁποία προδίδει τὴν συζυγικὴν πίστιν, πιάνει εἰς τὰ δίκτυά της ἐντίμους ψυχὰς ἀνδρῶν καὶ κυριολεκτικῶς τὰς ἀπογυμνώνει. 27 Εἶναι ἀναπόφευκτοι οἱ κίνδυνοι ἀπὸ τὰς φαύλας αὐτὰς γυναῖκας· διότι εἶναο ποτὲ δυνατὸν νὰ σφίξῃ κανεὶς τὴν φωτιὰ εἰς τὴν ἀγκάλην του καὶ νὰ μὴ κάψη τὰ ροῦχα του; 28 Ἢ νὰ περιπατήσῃ κανεὶς ἐπάνω εἰς ἀναμμένα κάρβουνα καὶ νὰ μὴ καύσῃ τὰ πόδια του; 29 Τὰ ἴδια θὰ πάθῃ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ἔλθῃ εἰς ἐνόχους σχέσεις μὲ ὑπανδρευμένην γυναῖκα· δὲν θὰ θεωρηθῇ ποτε ἀθῶος, οὔτε θὰ μείνῃ ἀμόλυντος καὶ ἀνένοχος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔστω καὶ ἁπλῶς θὰ ἀκουμβήσῃ ἐπάνω της. 30 Δὲν εἶναι παράδοξον, ἐὰν κανεὶς συλληφθῇ νὰ κλέπτῃ, διότι εἰς τὴν κλοπὴν τὸν σπρώχνει ἡ ἀνάγκη καὶ ἡ ἀνέχεια· κλέπτει διὰ νὰ χορτάσῃ τὴν πεῖναν του. 31 Ἐὰν δὲ καὶ συλληφθῇ, θὰ πληρώσῃ διὰ τὴν κλοπήν του κατ’ ἀνώτατον ὅριον τὸ ἑπταπλάσιον, ἀφοῦ δὲ πωλήσῃ ὅλα, ὅσα ἔχει, καὶ τὰ δώσῃ πρὸς ἀποζημίωσιν, θὰ ἀπαλλάξῃ τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὰς συνεπείας καὶ τὰς ποινὰς τῆς πράξεώς του. 32 Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιον μὲ τὸν μοιχόν. Αὐτὸς ἑτοιμάζει καταστροφὴν καὶ ἀπώλειαν εἰς τὴν ψυχήν του ἐξ αἰτίας τῆς ἀφροσύνης του, 33 καὶ ὑποφέρει πόνους, ἐξευτελισμοὺς καὶ ἀτιμώσεις, καὶ τὸ αἶσχος καὶ ἡ ἐντροπή του δὲν θὰ ἐξαλειφθοῦν ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα. 34 Διότι ἡ ὀξεῖα ὀργὴ καὶ ἡ κατ’ αὐτοῦ τρομερὰ ἀγανάκτησις τοῦ συζύγου τῆς μοιχαλίδος εἶναι γεμάτη ἀπὸ ζηλοτυπίαν. Ὁ προσβληθεὶς σύζυγος δὲν πρόκειται νὰ δείξῃ καμμίαν συμπάθειαν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς δίκης των εἰς τὸ δικαστήριον. 35 Δὲν πρόκειται μὲ κανένα λύτρον νὰ ἀνταλλάξῃ τὸ κατ’ αὐτοῦ μῖσος, οὔτε νὰ διαλύσῃ τὴν ἔχθραν, ἔστω καὶ ἂν τοῦ προσφερθοῦν ὑπὸ τοῦ μοιχοῦ πολλὰ δῶρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου