«Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δέ εἶπεν· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω» (Λουκ. 18.41).
Μία συνάντηση περιγράφει, ἀδελφοί μου, ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή, μιά τυχαία ἀλλά σωτηριώδη συνάντηση.
Ὁ Χριστός πλησίαζε στήν Ἱεριχώ καί στόν δρόμο πρός τήν πόλη καθόταν κάποιος ταλαίπωρος ἄνθρωπος καί ζητοῦσε τήν ἐλεημοσύνη τῶν περαστικῶν. Ἦταν τυφλός καί δέν μποροῦσε νά διακρίνει ποιός περνοῦσε μπροστά του. Ἄκουσε ὅμως τόν θόρυβο τοῦ πλήθους πού συνόδευε τόν Ἰησοῦ καί θέλησε νά μάθει τί συμβαίνει. Καί ὅταν τοῦ εἶπαν πώς ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος πού περνᾶ, τότε ἄρχισε νά φωνάζει ζητῶντας νά τόν ἐλεήσει, παρότι πολλοί τόν ἐπέπλητταν καί τοῦ ζητοῦσαν νά σταματήσει.
Ἄν πρίν ἀπό λίγο οἱ φωνές τοῦ πλήθους ἔκαναν τόν τυφλό νά ἀντιληφθεῖ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τώρα οἱ φωνές τοῦ τυφλοῦ κάνουν τόν Χριστό νά τόν προσέξει. Ζητᾶ νά τόν φέρουν κοντά του καί τόν ρωτᾶ τί θέλει νά κάνει γι᾽ αὐτόν. «Τί σοι θέλεις ποιήσω;»
Ἀφελής ἐρώτηση θά σκέφθηκαν ἴσως πολλοί. Τί μπορεῖ νά θέλει ἕνας τυφλός; Ὅμως ἡ ἐρώτηση τοῦ Ἰησοῦ δέν εἶναι τυχαία, δέν εἶναι ἀφελής.
Ἀσφαλῶς ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀνάγκη τήν ἀπάντηση τοῦ τυφλοῦ γιά νά μάθει ποιές εἶναι οἱ ἐσώτερες σκέψεις του. Γνωρίζει τί πιστεύει ὁ τυφλός. Τοῦ ζητᾶ ὅμως νά τίς ἐξωτερικεύσει καί γιά νά ἔχει καί ὁ ἴδιος τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ὁμολογίας του, ἀλλά καί γιά νά τόν ἀκούσει τό πλῆθος πού τόν ἀκολουθοῦσε.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ τυφλοῦ δέν ἀποδεικνύει μόνο τήν προσδοκία του νά δεῖ, ἀλλά καί τήν πίστη πού ἔχει γιά τόν Χριστό. Γιατί δέν ζητᾶ κανείς ἀπό κάποιον κάτι πού δέν μπορεῖ νά τοῦ προσφέρει. Ὅταν ὁ τυφλός ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό τό φῶς του ὁμολογεῖ ταυτόχρονα ὅτι πιστεύει σ᾽ αὐτόν, ὅτι πιστεύει πώς ὁ Ἰησοῦς ἔχει τή δύναμη νά κάνει τό θαῦμα καί νά τοῦ χαρίσει τήν ὅραση πού γιά τόσα χρόνια εἶχε στερηθεῖ.
Ἡ πίστη εἶναι ἡ προϋπόθεση πού ζητᾶ ὁ Χριστός γιά νά κάνει τό θαῦμα. Μιά λέξη ἀρκεῖ, γιατί προηγεῖται ἡ πίστη. Καί ἡ πίστη τοῦ τυφλοῦ ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό. «Ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέν σε».
Ὁ Χριστός τό δηλώνει κατηγορηματικά: ἡ πίστη του ἦταν αὐτή πού ἔκανε τό θαῦμα. Ἡ πίστη ἦταν αὐτή πού τοῦ χάρισε τήν ὅραση. Ἡ πίστη ἦταν αὐτή πού ἔκανε τόν τυφλό νά ἀναγνωρίσει στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πού δέν ἔβλεπε, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, γιατί ἡ πίστη εἶναι, ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Καί τό θαῦμα εἶναι, ἀδελφοί μου, πρᾶγμα «οὐ βλεπόμενον». Εἶναι κάτι πού δέν μποροῦμε νά τό δοῦμε, πού δέν μποροῦμε νά τό ἐξηγήσουμε, πού δέν μποροῦμε νά τό κατανοήσουμε. Καί γι᾽ αὐτό χρειάζεται ἡ πίστη.
Ἀδελφοί μου, ὁ τυφλός τῆς σημερινῆς εὐαγελικῆς περικοπῆς μᾶς δίνει τό μάθημα τῆς πίστεως. Πιστεύει καί σώζεται. Πιστεύει περισσότερο ἀπό ὅσο πίστευαν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀκολουθοῦσαν τόν Ἰησοῦ στόν δρόμο πρός τήν Ἱεριχώ καί πού ἴσως τόν εἶχαν συναντήσει καί ἀκούσει πολλές φορές. Καί ἐνῶ ἐκεῖνοι προσπαθοῦν νά ἀποθαρρύνουν τόν τυφλό νά μήν πλησιάσει τόν Χριστό, ἐκεῖνος ἐπιμένει. Ἐκεῖνοι τόν γνώριζαν, ἀλλά προφανῶς δέν πίστευαν ὅτι μποροῦσε νά κάνει ἕνα τέτοιο θαῦμα. Ἐκεῖνος δέν τόν γνώριζε καί ὅμως πίστευε.
Αὐτό εἶναι τό μεγάλο μάθημα τοῦ ἀναβλέψαντος τυφλοῦ, ἀδελφοί μου. Πολλές φορές καί ἐμεῖς πού βρισκόμαστε κοντά στόν Χριστό, κοντά στήν Ἐκκλησία, νομίζουμε ὅτι πιστεύουμε, ἀλλά στήν πραγματικότητα δέν διαθέτουμε τήν ἀληθινή καί βαθειά πίστη πού ζητᾶ ὁ Χριστός. Καί ἄν δέν τήν διαθέτουμε, τότε δέν εἶναι δυνατόν νά σωθοῦμε, ἔστω καί ἐάν ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἄν ἐκκλησιαζόμαστε τακτικά, διότι ἡ σωτηρία μας εἶναι ἕνα θαῦμα πού ἐπιτελεῖ ὁ Χριστός γιά τόν καθένα μας, σάν τό θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς. Ὁ Χριστός ἀνοίγει καί σέ μᾶς τά μάτια, ὄχι τοῦ σώματος ἀλλά τῆς ψυχῆς, γιά νά μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἀλήθεια καί τό φῶς του, γιά νά μποροῦμε νά ἀπολαύσουμε τή δόξα του. Καί γι᾽ αὐτό τό θαῦμα ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι, ἀδελφοί μου, ἡ πίστη.
Ἄς μιμηθοῦμε, λοιπόν, τό παράδειγμα τοῦ τυφλοῦ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς καί ἄς προσπαθήσουμε νά αὐξήσουμε τήν πίστη μας, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά ἀκούσουμε καί ἐμεῖς τή φωνή τοῦ Χριστοῦ: «ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέν σε».
Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων
http://imverias.blogspot.com/2021/01/blog-post_23.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου