Κάποτε ένας γέρων σε ένα χωριό, βγήκε κατά σύμπτωσιν στην πόρτα του σπιτιού του προς τον δρόμο, και βλέπει έναν ανιψιό του, ο οποίος περνούσε θυμωμένος αναψοκοκκινισμένος, μπροστά του μονολογώντας και πήγαινε στο άλλο άκρο του χωριού.
Ε του λέει, που πας; Πάω λέει να καθαρίσω. Τι να καθαρίσεις; Ο τάδε μου έκανε αυτά και αυτά. Μην πας του λέει. Μην πας. Άσε να πας αύριο. Τώρα του λέει θα πάω. Τώρα. Κάτσε του λέει να σου πω κάτι και πήγαινε.
Εγώ ξέρω του λέγει και συ θα το ξέρεις, όταν κάποιος περάσει και σου ρίξει λάσπη επάνω σου δεν πηγαίνεις αμέσως να πάρεις τη βούρτσα να βγάλεις τη λάσπη, αλλά νομίζω του λέγει ότι αφήνεις να ξεραθεί, διότι όταν επιχειρήσεις να βγάλεις τη λάσπη ενώ είναι νωπή, όχι μόνον δεν θα καθαρίσει αλλά θα λερώσεις και το υπόλοιπο ρούχο.
Ναι του λέει ή όχι; Λέει ναι. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα. Άσε αυτή τη λάσπη που σου έριξε αυτός να ξεραθεί απόψε, και πήγαινε αύριο το πρωί γιατί θα φέρεις τα αντίθετα αποτελέσματα εάν πας τώρα.
Τον έκαμψε τον νεαρό ανιψιό, ξεροκατάπιε γιατί και ο εγωισμός του δεν του το επέτρεπε, όμως άκουσε τον γέροντα και έμεινε. Αλλά είχε βάλει το ρολόι να σηκωθεί πρωί πρωί να πάει να ζητήσει τον λόγο. Τι έγινε όμως;
Παραδόξως το πρωί που ξεκίνησε αυτός να πάει να ζητήσει τον λόγο και να καθαρίσει όπως έλεγε με τον άλλον βλέπει τον άλλον να έρχεται προς αυτόν, με πολύ συντριβή και του λέγει : Αγαπητέ μου ερχόμουνα στο σπίτι σου και σε ευχαριστώ που σε συναντώ τώρα εδώ, ερχόμουνα να σου ζητήσω συγγνώμη για ότι έγινε χθες, είμαι ένοχος εγώ, αδιαφόρως εάν και συ φταις σε κάτι, το παίρνω όλο το βάρος μαζί μου, και εάν νομίζεις ότι σε αδίκησα σε κάτι και υλικώς , είμαι έτοιμος να σε αποζημιώσω. Διότι δεν είναι όμορφο πράγμα -που είμαστε και ελαφρώς συγγενείς- να έχουμε διαμάχη μεταξύ μας.
Δημήτριος Παναγόπουλος (†)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου