«Καί ἐπλήσθησαν πάντες Πνεύματος ἁγίου καί ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθώς τό πνεῦμα ἐδίδου ἀποφθέγγεσθαι αὐτοῖς» (Πράξ. 2.4).
Στό ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ δέχονται οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου τήν ἐπιδημία τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καί τήν ἀντιλαμβάνονται μέ τρεῖς τρόπους: ἀπό τόν ἦχο τῆς βιαίας πνοῆς πού πληροῖ τόν χῶρο ὅπου βρίσκονται, ἀπό τίς πύρινες γλῶσσες πού διαμερίζονται «ἐφ᾽ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν» καί ἀπό τήν ἀπροσδόκητη δυνατότητά τους νά μιλοῦν «ἑτέραις γλώσσαις» καί νά κηρύσσουν τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό κήρυγμα σέ ποικίλες γλῶσσες πού ἀκούεται στήν Ἱερουσαλήμ ἐκείνη τή μεγάλη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι πού κάνει τούς ἀνθρώπους νά πιστεύσουν ὅτι κάτι πρωτοφανές καί σημαντικό συμβαίνει· πού τούς κάνει νά πιστεύσουν, ἀκούοντας ὁ καθένας τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων στή δική του γλώσσα, ὅτι ὁ Χριστός πού κηρύττουν εἶναι ὄντως Θεός.
Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ πολυγλωσσία δέν προκαλεῖ σύγχυση, δέν προκαλεῖ ἀναταραχή καί διάσπαση, ἀλλά δημιουργεῖ ἑνότητα πίστεως καί ἀγάπης. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ πολυγλωσσία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα παραφροσύνης ἤ ψυχικῆς διαταραχῆς, ἀλλά εἰρήνης καί συνέσεως καί σοφίας τῆς ἄνωθεν. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ πολυγλωσσία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνθρωπίνης ἐπεμβάσεως ἤ διδαχῆς, ἀλλά καρπός θείας ἐπιφοιτήσεως καί ἐπισκέψεως, καρπός τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ πολυγλωσσία δέν ἐξυπηρετεῖ ἀνθρώπινες ἀνάγκες καί ἰδιοτελεῖς σκοπούς, ἀλλά ὑπηρετεῖ τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ἡ πολυγλωσσία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πλησμονῆς τῆς θείας χάριτος, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει τόν ἄνθρωπο τήν «καλήν ἀλλοίωσιν» καί τόν καθιστᾶ «διδακτόν Θεοῦ».
Τό θαῦμα τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἶναι τό μέγα θαῦμα μέ τό ὁποῖο ὁλοκληρώνεται τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας καί διασφαλίζεται ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων διά τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία συγκροτεῖ καί συνέχει καί ἁγιάζει μέ τήν παρουσία του.
Καί αὐτό τό μέγα καί παράδοξο γεγονός ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας ὡς γενέθλιο ἡμέρα της, καί μέ αὐτό ὑπενθυμίζει τόσο στά πιστά τέκνα της ὅσο καί σέ ὅλο τόν κόσμο, στούς ἐγγύς καί τούς μακράν της, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἑνώσεως τῶν ἀνθρώπων ὡς τέκνων τοῦ Θεοῦ διά τῆς πίστεως στόν Ἰησοῦ Χριστό. Εἶναι ὁ χῶρος στόν ὁποῖο ἡ πολυγλωσσία εἶναι ἔκφραση τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης προκειμένου ὁ ἕνας ἄνθρωπος νά διακονήσει τόν ἄλλο καί νά βαστάσει τά ἀσθενήματά του. Εἶναι ὁ χῶρος στόν ὁποῖο ἡ πολυγλωσσία δέν ἐκφράζει διαφορετικά συμφέροντα ἤ διαφορετικές ἐπιδιώξεις, ἀλλά τήν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ νά ἀπευθύνονται «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα τους.
Ἔχοντας αὐτά ὑπόψη μας, ἀδελφοί μου, κατανοοῦμε, πιστεύω, τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος παρότι ἐπιδιώκει καί ἐπιτυγχάνει τήν ἐκμάθηση πολλῶν γλωσσῶν, παρότι συνομιλεῖ περισσότερο ἀπό τούς ἀνθρώπους κάθε ἄλλης ἐποχῆς στίς γλῶσσες τῶν συνανθρώπων του, δυσκολεύεται νά συνεννοηθεῖ καί νά συμπορευθεῖ μαζί τους.
Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐποχή μας, περισσότερο ἀπό ἄλλες ἐποχές, χαρακτηρίζεται ἀπό διαφωνίες, ἔριδες, διαμάχες, συγκρούσεις καί ἀντιπαραθέσεις σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Οἱ ἄνθρωποι συζητοῦν μεταξύ τους, διαβουλεύονται καί διαπραγματεύονται, ὁμιλοῦν τήν ἴδια γλώσσα ἀλλά δέν συνεννοοῦνται. Δέν μπορεῖ νά κατανοήσει ὁ ἕνας τόν ἄλλον οὔτε μέσα στήν οἰκογένεια, οὔτε μέσα στόν ἐργασιακό χῶρο, οὔτε μέσα στό κοινωνικό σύνολο, στήν πόλη καί τή χώρα πού κατοικοῦν.
Γι᾽ αὐτό γινόμασθε ὅλοι θεατές καί μάρτυρες διχοστασιῶν καί ἀντιπαραθέσεων, πού διχάζουν τούς ἀνθρώπους, πού διαλύουν τίς οἰκογένειες, πού προκαλοῦν κοινωνικές ἀναταραχές, ἐπαναστάσεις καί ἐμφυλίους πολέμους, συγκρούσεις μεταξύ λαῶν καί κρατῶν.
Καί μπορεῖ νά συνομιλοῦμε καί νά συνδιαλεγόμεθα μεταξύ μας στήν ἴδια γλώσσα, δέν μποροῦμε ὅμως νά βροῦμε τή χρυσή τομή τῆς συνεργασίας, τῆς ἀλληλοκατανοήσεως, τῆς καταλλαγῆς καί τῆς ἑνότητος, γιατί ὁ καθένας ἀποβλέπει στό δικό του συμφέρον καί ἐπιδιώκει νά ἱκανοποιήσει τίς δικές του ἀνάγκες, ἀδιαφορώντας γιά τόν συνάνθρωπό του.
Μιλοῦμε τήν ἴδια γλώσσα, ἀλλά ἀπό τόν νοῦ μας, ἀπό τήν ψυχή μας, ἀπό τή γλώσσα μας ἀπουσιάζει τό ἅγιο Πνεῦμα· γι᾽ αὐτό δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε τόν συνομιλητή μας, δέν μποροῦμε νά τόν συναντήσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μαζί του μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἑνότητα τῆς πίστεως.
Ἄν θέλουμε ὅμως, ἀδελφοί μου, νά ζήσουμε καί ἐμεῖς αὐτό πού ἔζησαν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου ἀλλά καί ὅσοι τούς ἄκουσαν νά μιλοῦν «ἑτέραις γλώσσαις καθώς τό πνεῦμα ἐδίδου ἀποφθέγγεσθαι αὐτοῖς», ἄς ἀνοίξουμε τήν ψυχή μας στή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καθαίροντάς την ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς νά ἀκοῦμε καί νά κατανοοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, καί νά βαδίζουμε στή ζωή μας ἔχοντας τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού θά μᾶς καθοδηγεῖ στήν ἑνότητα μέ τούς ἀδελφούς ἀλλά κυρίως στήν ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Ἀμήν.
Μητροπολίτης Βεροίας κ. Παντελεήμων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου