Ο τόπος όχι τόσο μακρινός μα ούτε και κοντινός. Ίσα με το Ικόνιο της Μικράς Ασίας μάς φέρνει ο δρόμος πριν από 100 χρόνια. Οι Τούρκοι, καθώς το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών υποχωρεί προς τα παράλια της Σμύρνης, εξαπολύουν μέσα στην πόλη του Ικονίου και στα γειτονικά χωριά διωγμούς, σέρνοντας έξω από τα σπίτια Έλληνες, εκ των οποίων άλλους σκοτώνουν και άλλους, πιότερο άτυχους, στέλνουν σκλάβους στα βάθη της Ανατολίας. Πλησίαζε η Μικρασιατική καταστροφή, αν δεν συνέβαινε ήδη.
Ο πατέρας βαριά άρρωστος στο κρεββάτι, ενώ η μάνα βάζει βιαστικά μέσα σ’ ένα τσουβαλάκι λίγα ρούχα, λίγα τρόφιμα, όλες τις λιγοστές οικονομίες της οικογένειας και αφήνει για το τέλος ένα σφυρί κι ένα αμόνι. Ο μεγάλος γιος έξω από το σπίτι καθυστερεί τους Τούρκους με το όπλο του, θέλοντας να δώσει χρόνο στα δύο μικρότερα αδέλφια του να φύγουν. Την ώρα που οι Τούρκοι μπαίνουν στην αυλή του σπιτιού ο μεσαίος αδελφός, ο Νίκος, πηδάει από το πίσω παράθυρο, κρατώντας στο ένα του χέρι τη μικρή του αδελφή και στο άλλο το τσουβαλάκι της μάνας τους. Το τελευταίο που προλαβαίνει ν’ ακούσει και που θα κουβαλάει σ’ όλη του τη ζωή από εκείνες τις πατρίδες είναι τον μεγάλο του αδελφό να πέφτει νεκρός έξω από την πόρτα του σπιτιού τους. Δεν γυρίζει να κοιτάξει πίσω και δεν βλέπει τη μητέρα τους να σταυρώνει με το χέρι της τα δύο παιδιά πριν χαθεί κι εκείνη.
Μετά από δυσκολίες και κακουχίες καταφέρνει να φτάσει στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί μαζί με την αδελφή του και άλλους πρόσφυγες στον προσφυγικό καταυλισμό της Νέας Ιωνίας του Βόλου. Κάποιοι επιτήδειοι του κλέβουν τις λιγοστές οικονομίες και η μόνη του περιουσία είναι το σφυρί και το αμόνι. Αλλάζει το επώνυμό του από Παπάζογλου σε Παπαδόπουλος (για λόγους ευνόητους για όσους γνωρίζουν τα πάθη των προσφύγων στη μητέρα πατρίδα) και ασκεί την τέχνη του πλανόδιου τσαγκάρη, περιπλανώμενος στις γειτονιές της πόλης, διαλαλώντας την τέχνη του κι επιδιορθώνοντας ως επί το πλείστον αρβύλες εργατών κι εργατριών.
Τα χρόνια περνάνε, παντρεύει τη μικρή του αδελφή και κατόπιν παντρεύεται και ο ίδιος. Μετρά τον χρόνο χτυπώντας το σφυρί πάνω στο αμόνι ακούραστα, αδιαμαρτύρητα και με αξιοπρέπεια. Οι δουλειές πάνε καλά, κάνει οικονομίες, αλλά σύντομα έρχεται ο πόλεμος και ακολουθεί η γερμανο-ιταλική κατοχή. Τα δύο μικρασιάτικα εργαλεία τρέφουν τον ίδιο, τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά και για ένα μικρό χρονικό διάστημα έναν Άγγλο πιλότο που έκρυβαν στο σπίτι, μέχρι να βρεθεί τρόπος να φυγαδευτεί στην Αίγυπτο.
Κάποιοι ''καλοί πατριώτες'' τον προδίδουν στους Γερμανούς, αλλά καταφέρνει να γλιτώσει τη σύλληψη για δεύτερη φορά στη ζωή του, προλαβαίνοντας την τελευταία στιγμή ν’ αρπάξει μαζί του το σφυρί και το αμόνι. Συλλαμβάνουν τη γυναίκα του και τη βασανίζουν στα κρατητήρια των Γερμανών που στεγάζονταν στο κτίριο της μεγάλης κίτρινης αποθήκης. Ένας Γερμανός αξιωματικός, μετά και την παρότρυνση κάποιας Ελληνίδας φίλης του, τη λυπάται και την αφήνει τελικά ελεύθερη να πάει στα τρία μικρά παιδιά της που είχαν μείνει μόνα για μέρες. Η οικογένεια, μετά από περιπέτειες, ενώνεται πάλι, βρίσκοντας καταφύγιο στη Μακρυράχη του Πηλίου όπου κι εκεί συνεχίζει να τους τρέφει το σφυρί και το αμόνι.
Ο πόλεμος τελειώνει και ο Μικρασιάτης πρόσφυγας συντηρεί την επαυξημένη κατά ένα παιδί πενταμελή πλέον οικογένεια και τον ίδιο, επιδιορθώνοντας ή φτιάχνοντας παπούτσια. Τα παιδιά μεγαλώνουν, πάνε σχολείο και δουλεύουν ταυτόχρονα, συνεισφέροντας κι αυτά στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Αργότερα θα κάνουν τις δικές τους οικογένειες, τα δικά τους παιδιά, τη δικιά τους προκοπή. Το 1985 παύει ξαφνικά ν’ αντηχεί ο ήχος του σφυριού πάνω στο αμόνι, μια και ο πρόσφυγας πεθαίνει.
Τα δύο εργαλεία βολεύονται πρόχειρα στο μικρό υπόγειο του σπιτιού, όπου μένει μόνη πλέον η γυναίκα του τσαγκάρη ν’ αφηγείται στα εγγόνια της ιστορίες και γεγονότα, μην παραλείποντας ποτέ να αναφερθεί στο σφυρί και το αμόνι, αν και τότε εκείνα ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις περιπέτειες με τους Γερμανούς και για το βαζάκι με τις καραμέλες που φυλούσε στο δεξί ντουλάπι του μπουφέ η γιαγιά.
Κάποια χρόνια μετά πεθαίνει και η γυναίκα του πρόσφυγα και τα τέσσερα παιδιά της μοιράζονται τα λιγοστά υπάρχοντα της μητέρας τους, κρατώντας τα περισσότερο ως ενθύμια μια και δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη αξία. Μεταξύ αυτών δύο από τα αδέλφια μοιράζονται τη μικρασιάτικη κληρονομιά, το σφυρί και το αμόνι, και κάπως έτσι τα δύο εργαλεία μετά από χρόνια αποχωρίζονται το ένα το άλλο. Ο καιρός πέρασε, όπως, άλλωστε, συμβαίνει σ’ όλες τις ιστορίες. Τα εγγόνια του πρόσφυγα μεγάλωσαν κι αυτά με τη σειρά τους και τράβηξαν το καθένα τον δρόμο του, κάνοντας τη δική τους οικογένεια, τα δικά τους παιδιά, τη δική τους προκοπή.
Κάποιο βράδυ, πριν από χρόνια, συμμαζεύοντας την αποθήκη του πατέρα μου, έπεσα πάνω σε ένα βαρύ κομμάτι ξύλο με ένα συμπαγές σίδερο περασμένο κάθετα μέσα του. Δεν έμοιαζε με κανενός είδους εργαλείο, από εκείνα τουλάχιστον που γνώριζα, και αδυνατούσα ν’ αντιληφθώ τη χρησιμότητά του. Ρώτησα τον πατέρα μου τι το χρειάζεται αυτό το ξύλο. Εκείνος το πήρε προσεκτικά στα χέρια του, το κοίταξε, μ’ έβαλε να κάτσω και μου επανέλαβε την ιστορία του εργαλείου, την οποία ίσα που θυμόμουν από την παιδική μου ηλικία.
«Αυτό λοιπόν είναι το αμόνι και τώρα ξέρεις τη χρησιμότητά του και την αξία του»μου είπε και, φεύγοντας, το απόθεσε στα χέρια μου. Πήρα το αμόνι, το καθάρισα, του πέρασα λάδι για να συντηρηθεί το ξύλο, έξυσα τη σκουριά και το έβαλα ξέχωρα από τ’ άλλα εργαλεία, σε θέση περίοπτη. Και όποτε τύχαινε από τότε να κατέβω στην αποθήκη, δεν ήταν λίγες οι φορές που το άγγιζα ή το κρατούσα θέλοντας να νιώσω το βάρος του ενώ άλλοτε, πάλι, χανόμουν στις σκέψεις μου απλά κοιτάζοντάς το.
Φέτος, λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου, με φώναξε στο σπίτι του, άνοιξε ένα συρτάρι και μού έδωσε ένα σφυρί. Κατάλαβα αμέσως περί τίνος αντικειμένου επρόκειτο.
«Αφού έχεις το αμόνι πρέπει να έχεις και το σφυρί»μου είπε. «Πάνω τους είναι σμιλεμένη η ιστορία της οικογένειάς μας»κι αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που άκουσα από τον θείο μου.
Το βράδυ, γυρνώντας στο σπίτι, δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από το εργαλείο, μην τολμώντας, νιώθοντας ανάξιος, να το αγγίξω. Στην όψη του δεν έμοιαζε με τα σύγχρονα ή, έστω, τα παλιά σφυριά που είχαμε, κι έμοιαζε περισσότερο με μικρή σκαπάνη ανθρακωρύχου παρά με σφυρί. Ήταν πράγματι μοναδικό όπως μοναδική ήταν και η έμπνευση του τεχνίτη που το πρωτοέφτιαξε σε κάποια αλησμόνητη πατρίδα, ζυγίζοντας με ακρίβεια τις δύο πλευρές του μετάλλου ώστε να ισορροπεί το κάθε χτύπημα πάνω στο αμόνι, ζυγίζοντας την ίδια την ζωή, τη χαρά και τον πόνο, τη γέννα και τον θάνατο.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα τα δύο μου παιδιά και κατεβήκαμε μαζί τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην αποθήκη όπου ήταν το αμόνι. Τους το έδειξα, τους είπα να το κρατήσουν, να το περιεργαστούν, τους εξήγησα τη χρήση του, όπως είχε κάνει κάποτε ο δικός μου πατέρας, και τους διηγήθηκα την ιστορία του. «Και το σφυρί ποιος το έχει τώρα ;»ρώτησε ο μικρός μου γιος. Σχεδόν δακρυσμένος έβγαλα από την τσέπη μου, προς μεγάλη τους έκπληξη, το σφυρί. Αφού τ’ άφησα να το κρατήσουν για λίγο στα μικρά τους χέρια, ζήτησα να κάνουν απόλυτη ησυχία. Μετά από πολλά, πολλά χρόνια το σφυρί θα ξανασυναντούσε το αμόνι.
Χτύπησα το σφυρί πάνω στο αμόνι στην αρχή πολύ σιγά. Ύστερα λίγο πιο δυνατά. Κι ύστερα ακόμα πιο δυνατά και στο τέλος το χτύπησα βάζοντας όλη μου τη δύναμη, για να ακουστεί ο ήχος του παντού και να φτάσει μέχρι εκεί που βρίσκεται η ψυχή εκείνου του Μικρασιάτη πρόσφυγα, να νιώσει κι εκείνος ξανά αυτόν τον ήχο και ν’ αναπαυθεί γνωρίζοντας πως οι κόποι του δεν πήγαν χαμένοι. Και αλήθεια, ακουγόταν ο πιο στιλπνός, ο πιο καθαρός, ο πιο κοφτερός, ο πιο όμορφος, ο πιο αληθινός ήχος που είχε φθάσει ποτέ στ’ αυτιά μου και η ακουστική εκείνη αίσθηση ηλέκτριζε κάποιους νευρώνες του εγκεφάλου, που έμεναν αδρανείς για χρόνια, λες και περίμεναν το πλήρωμα αυτής ταύτης της χρονικής στιγμής. Αφού άφησα τα παιδιά να καθαρίσουν τα δύο εργαλεία, τα ανασύραμε από την αποθήκη και τα φέραμε στην επιφάνεια του σπιτιού, όπου τους άρμοζε μια περίοπτη θέση στον χώρο και στην καρδιά μας. Τα τοποθετήσαμε πλάι το ένα με το άλλο, ενώνοντας με έναν περίεργο και μοναδικό συνάμα τρόπο το παρελθόν με το παρόν αλλά και με το μέλλον.
Μία ιστορία μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και να βιώσει τα δικά του συναισθήματα. Άλλος θα μπορούσε να πει απλά ότι παλιότερα τα εργαλεία και γενικά τα αντικείμενα ήταν πιο ανθεκτικά από τα σημερινά. Άλλος θα μπορούσε να δει τα δύο αντικείμενα ως μουσειακά είδη, των οποίων η θέση που αρμόζει είναι η προθήκη ενός λαογραφικού μουσείου ή ενός μουσείου πόλης. Ένας τρίτος θα μπορούσε να πει ότι γύρω τους είναι σφιχτά τυλιγμένες οι ρίζες μιας οικογένειας ή ακόμα κι ενός ολόκληρου λαού. Κάποιος άλλος ίσως να έλεγε ότι στη ζωή δεν χρειάζεται να έχεις πολλά για να ζήσεις όμορφα και ότι ένα σφυρί κι ένα αμόνι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) είναι αρκετά για να ζήσεις με αξιοπρέπεια εσύ και η οικογένειά σου και να προκόψεις. Και τέλος, φιλοσοφώντας κανείς, ίσως θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι σήμερα οι αξίες του παρελθόντος έχουν λησμονηθεί και ότι διαρκώς, και σαν λαός, αλλά και σαν ατομικότητες, δυσανασχετούμε με το παραμικρό, κλαιγόμαστε, μεμψιμοιρούμε και κανένα σφυρί δεν μετρά τις στιγμές που χάνουμε μέσα στην κακοδαιμονία μας, αναζητώντας το νόημα της ζωής στην κατανάλωση και το φαίνεσθαι.
Ο καθένας σας δύναται να σκεφτεί ελεύθερα και να νιώσει όπως εκείνος θέλει, ενεργοποιώντας τους δικούς του μοναδικούς εγκεφαλικούς νευρώνες και δημιουργώντας τις δικές του συνάψεις. Εγώ ένα μόνο έχω να πω τελειώνοντας. Όποτε αισθάνομαι άσχημα, όποτε είμαι κουρασμένος ή απογοητευμένος από ανθρώπους ή καταστάσεις, όποτε νιώθω μόνος και λίγο πριν κινήσω να κατέβω στις υπόγειες στοές του νου, οι γείτονες μπορεί ν’ ακούσουν από το διαμέρισμά μου έναν οξύ, κοφτό, διαπεραστικό και καθαρό ήχο. Ας με συγχωρέσουν.
(ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ, εκδ. ΗΒΗ 2022)
https://proskynitis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου