Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
ιβ΄ 46 - 50, ιγ΄ 1 – 3
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λαλοῦντος τοῦ Ἰησοῦ τοῖς ὄχλοις ἰδοὺ ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ. 47εἶπεν δέ τις αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν. 48ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ λέγοντι αὐτῷ· Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου, καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου; 49καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔφη· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου· 50ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς αὐτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν. Ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς τῆς οἰκίας ἐκάθητο παρὰ τὴν θάλασσαν· 2καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ὄχλοι πολλοί, ὥστε αὐτὸν εἰς πλοῖον ἐμβάντα καθῆσθαι, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν εἱστήκει. 3καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν παραβολαῖς.
Νεοελληνική απόδοση:
Ἐνῷ αὐτὸς ἐμιλοῦσε εἰς τὰ πλήθη, ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδελφοί του ἐστέκοντο ἔξω καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ μιλήσουν. Καὶ κάποιος τοῦ εἶπε, «Νὰ ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκονται ἔξω καὶ θέλουν νὰ σὲ ἰδοῦν». Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη εἰς ἐκεῖνον ποὺ τοῦ τὸ εἶπε, «Ποιὰ εἶναι ἡ μητέρα μου; Καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ ἀδελφοί μου;». Καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του ἐπάνω εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ εἶπε, «Νὰ ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, αὐτὸς θὰ μοῦ εἶναι ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα». Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἐβγῆκε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν. Καὶ ἐμαζεύθηκε γύρω του κόσμος πολύς, ὥστε ἀναγκάσθηκε νὰ μπῇ σὲ ἕνα πλοιάριον καὶ νὰ καθήσῃ, ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος ἐστεκότανε εἰς τὴν παραλίαν. Καὶ τοὺς ἐμίλησε διὰ πολλὰ πράγματα σὲ παραβολές. Τοὺς ἔλεγε, «Ἐβγῆκε ὁ γεωργὸς γιὰ νὰ σπείρῃ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου