Στὴ Σκήτη τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος τῆς Κουτλουμουσίου, ὁ μοναχὸς Ἰωσήφ ο Κουτλουμουσιανοκητιώτης(1886 1992), θέλησε νὰ ἐπισκευάσει στὸ πάτωμα τῆς Καλύβας του ἕνα σανίδι ποὺ εἶχε σαπίσει.
Καθάρισε τὸ σάπιο, πῆρε μὲ ἀκρίβεια τὰ μέτρα, ἔκοψε τὸ σανίδι καὶ πῆγε νὰ τὸ τοποθετήσει. Ὅταν τὸ ἔβανε στὴν θέση του, τὸ σανίδι ἦταν μεγαλύτερο. Τὸ πῆρε, ἔκοψε τὸ περίσσιο καὶ πῆγε πάλι νὰ τὸ τοποθετήσει.
Τότε εἶδε πὼς ἦταν μικρότερο ἀπὸ ὅ,τι ἔπρεπε. Ὁ γερο-Ἰωσήφ, ἦταν μαραγκὸς στὸ ἐπάγγελμα. Παίρνει γιὰ δεύτερη φορὰ τὰ μέτρα, κόβει ἄλλο σανίδι στὰ μέτρα ποὺ χρειαζόταν μὲ πολλὴ ἀκρίβεια, πῆγε νὰ τὸ βάλει στὴν θέση του, ἀλλὰ καὶ πάλι περίσσευε. Τὸ ἔκοψε καὶ ὅταν πῆγε νὰ τὸ καρφώσει ἔγινε μικρότερο.
Τότε ἔχασε τὴν ὑπομονή του καὶ μὲ θυμὸ εἶπε: «Ἄει στὸ διάβολο. Διάβολε! Τί ἔχεις; Τί νὰ σοῦ κάνω γιὰ νὰ ταιριάξεις; Τέσσερις φορὲς σὲ μέτρησα καὶ τέσσερις σὲ ἔκοψα. Τώρα, τί διάβολο ἔχεις καὶ δὲν ταιριάζεις;»
Ἀμέσως, ὁ διάβολος, παρουσιάσθηκε μπροστά του μὲ ὅλη τὴν ἀγριωπὴ μορφή του καὶ τοῦ εἶπε: «Μὲ φώναξες, γέροντα. Τί εἶναι; Θέλεις τίποτα; Ἐδῶ εἶμαι ἐγὼ νὰ σὲ βοηθήσω».
Ὁ γερο-Ἰωσήφ, τρομαγμένος ἔκανε στὸν σταυρό του, παράτησε τὸ σανίδι καὶ ἔτρεξε στὸν Πνευματικό του νὰ ἐξομολογηθεῖ, ἀλλὰ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα ἔχουν περάσει περισσότερο ἀπὸ 30 χρόνια καὶ δὲν μπορεῖ ἀκόμα νὰ συνέλθει. Τοῦ ἔμεινε ὁ φόβος καὶ μία ἀφηρημάδα στὸ μυαλό, σὰν ἀντιμισθία ἀπὸ τὸν διάβολο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου