Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Να μη κρίνουμε από την εξωτερική τους ζωή τους άλλους ανθρώπους


Τήν ημέρα εκείνη, κατά την οποίαν θα κρίνη ο Θεός τους ανθρώπους δεν θα αναζητήση ούτε βασιλικά στέμματα, ούτε υψηλά αξιώματα. Θα ζητήση τις καρδιές μας. Ο πιό ταπεινός χωριάτης, ο πιό «καραβοτσακισμένος» από τα βάσανα της ζωής άνθρωπος, αυτός που φυλάγει κάποια στάνη με πρόβατα και προσεύχεται με δάκρυα στον Θεό ή είναι φυλακισμένος και προσεύχεται ή είναι κάπου ξενητεμένος, ή ασθενής στο κρεββάτι, ή είναι μία δυστυχισμένη χήρα, στην οποία δεν ανοίγει κανείς την πόρτα και κάθεται με τα παιδιά της μέσα στην δυστυχία και την πτώχεια της, αλλά προσεύχεται στον Θεό, όλοι αυτοί την ημέρα της κρίσεως θα είναι μεγαλύτεροι από τους βασιλείς του κόσμου, τους σημερινούς και τους αυριανούς.
Ήταν κάποτε ένας  ένδοξος και μεγάλος βασιλεύς, που έτρεχε στον δρόμο με μία χρυσή άμαξα. Είχε γύρω του και όλους τους αυλικούς του, όπως αρμόζει σ᾿ ένα βασιλέα. Ταξιδεύοντας όλοι αυτοί στην γωνία του δρόμου συνάντησαν δύο άνδρες, ενδυομένους με ξεσχισμένα και βρώμικα ρούχα, αλλά με τις μορφές τους χαρούμενες και φωτεινές.
 Ο βασιλεύς τους ανεγνώρισε ότι ήταν άγιοι άνθρωποι του Θεού, των οποίων είχαν λειώσει και καταμαρανθή τα σώματα από την νηστεία, από τους ασκητικούς κόπους και από την αυπνία. Όταν τους είδε εκείνος ο βασιλεύς, επήδηξε κάτω από την άμαξα και έπεσε γονατιστός μπροστά στα πόδια τους για να τους προσκυνήση.
Κατόπιν σηκώθηκε, τους επήρε το χέρι και το ασπάσθηκε με σεβασμό. Αλλά οι φίλοι και συνεργάτες του, δεν εχάρησαν μ᾿ αυτή την πράξι του και έλεγαν μεταξύ τους:
-Δέν πρέπει αυτός, που είναι βασιλεύς, και έχει τόση τιμή, να κάμνη τέτοια πράγματα.
Αλλά δεν ετολμούσαν να το ειπούν του βασιλέως. Όμως ο βασιλεύς είχε ένα αδελφό και οι άλλοι αυλικοί του είπαν:
-Σέ παρακαλούμε να ειπής στο βασιλέα μας άλλη φορά να μην εξευτελίζη την τιμή του και το βασιλικό του στέμμα.
Οπότε αυτός το είπε στον βασιλέα, αλλά αυτός τον κατέκρινε για την απερισκεψία του και την ανοησία του και τον έδιωξε από κοντά του. Ο βασιλεύς είχε συνήθεια, όταν επρόκειτο να τιμωρήση κάποιον με θάνατο, να στέλλη στην πόρτα του έναν αγγελιοφόρο, ο οποίος να τον ειδοποιή με την σάλπιγγα. Και εκείνος που θα άκουγε την φωνή της σάλπιγγος έξω από το σπίτι του να γνωρίζη ότι την δεύτερη ημέρα δεν θα υπάρχη στον κόσμο.
Έτσι, όταν εβράδυασε, έστειλε ο βασιλεύς τον αγγελιοφόρο με την σάλπιγγα να σαλπίση έξω από την πόρτα του αδελφού του. Και εκείνος που θ᾿ άκουγε την σάλπιγγα του θανάτου, θα έχανε κάθε ελπίδα για την ζωή του και όλη εκείνη την νύκτα ήταν σε αγωνία και με λογισμούς απελπισίας.
Οπότε τακτοποίησε το σπίτι του και ετοίμασε τα πάντα με τάξι, διότι εγνώριζε ότι πρόκειται να πεθάνη. Το πρωΐ, όταν εξημέρωσε, εφόρεσε μαύρα και πένθιμα ρούχα. Το ίδιο ντύθηκε η γυναίκα του και τα παιδιά τους. Κι αυτός επήγε στο κρεββάτι του βασιλέως κλαίγοντας και στενάζοντας με πολύ πόνο.
Όταν τον είδε ο βασιλεύς να κλαίη με τόσο πόνο, τον εκάλεσε κοντά του σ᾿ ένα εσωτερικό δωμάτιο και του είπε:
-Έε, άνθρωπε, ανόητε και απερίσκεπτε! Εάν φοβάσαι τόσο πολύ την σάλπιγγα του θανάτου και τον αδελφό σου ο οποίος είναι άνθρωπος σαν και σένα, στον οποίον δεν έσφαλες σε τίποτε, ούτε είσαι ένοχος σε κάτι, τότε πως κατηγορείς εμένα, ότι ασπάσθηκα με ταπείνωσι τους αγγελιοφόρους του Θεού μου, οι οποίοι μου υπενθυμίζουν τον θάνατο και την φοβερή κρίσι του Θεού, πολύ περισσότερο  από ό,τι η σάλπιγγα του θανάτου; Άνθρωπος είμαι κι εγώ κι έχω σφάλλει στην ζωή μου και έχω κάνει μεγάλες αμαρτίες ενώπιον του Θεού. Τώρα θέλω να σου δείξω την ανοησία σου και σε ετρόμαξα μ᾿ αυτό το είδος της σάλπιγγας του θανάτου.
Καί ο αδελφός του είπε στον βασιλέα:
-Συγχώρεσέ με, διότι ήμουν απερίσκεπτος και σε κατέκρινα, χωρίς φόβο και σύνεσι.
-Σέ λίγο, του είπε ο βασιλεύς, θα δείξω την ανοησία και των άλλων, οι οποίοι σε προέτρεψαν να έλθης να μιλήσης σε μένα.
Καί αφού τον παρηγόρησε τον αδελφό του και τον εδίδαξε την πνευματική σοφία και σύνεσι, τον άφησε να πάη στο σπίτι του. Κατόπιν τον επρόσταξε να φτιάξη δύο ξύλινα κιβώτια. Το ένα το εκάλυψε ολόκληρο με φύλλο χρυσού και έβαλε μέσα κόκκαλα και το εσκέπασε με επίχρυσο καπάκι. Το άλλο το άλειψε με πίσσα εξωτερικά και το εγέμισε με πολύτιμες πέτρες και μαργαριτάρια και με άλλα θαυμαστά πράγματα και μυρωδικά. Κατόπιν το περιετύλιξε με ένα πλεκτό από τρίχες γίδας.

 Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 1998
πηγη: http://anavaseis.blogspot.com/
Πηγή: https://panagia-ierosolymitissa.blogspot.com/2018/08/blog-post_23.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου