Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας σε μια αναφορά που σίγουρα δεν είναι βιβλική και δεν διαθέτει κάποια αυθεντία από μόνη της, αλλά που ωστόσο μου φαίνεται ενδιαφέρουσα. Ρον δέκατο έβδομο αιώνα, ένας Ρώσος ιερέας, ένας άνθρωπος με φλογερό φρόνημα, έγραψε την αυτοβιογραφία του. Ήθελε να καταδείξει πώς ένας άνθρωπος πιστός μπορεί να παραμείνει εδραίος στην πίστη του, ανεξάρτητα από τη δολιότητα (ή από αυτό που εξελάμβανε ως δολιότητα) της ορατής Εκκλησίας. Στο πρόλογο αυτής της αυτοβιογραφίας, ο συγγραφέας κάνει λόγο για τη θεία Σύνοδο που προηγήθηκε της κτίσης του κόσμου και λέει: “Στο φως όσων γνωρίζουμε για τον ένσαρκο Θεό, μπορούμε να πούμε πως κάποια στιγμή ο Πατέρας είπε στον Υιό: “Υιέ μου, ας ποιήσουμε τον ορατό κόσμο και τον άνθρωπο”. Και ο Υιός απάντησε: “Πατέρα, ας γίνει κατά το θέλημά Σου”. Και ο Πατέρας πρόσθεσε: “Υιέ μου, γνωρίζεις άραγε πως αν ενεργήσω δια Σου, θα έρθει κάποια μέρα που ο άνθρωπος θα μας προδώσει και, προκειμένου να τον φέρουμε πάλι κοντά μας, θα πρέπει να πεθάνεις;” Και ο Υιός απάντησε και πάλι: “Ας γίνει κατά το θέλημά σου, Πατέρα”. Κι έτσι πλάστηκε ο κόσμος”. Αυτό το απόσπασμα δεν είναι από κάποιο απόκρυφο κείμενο, δεν προσποιείται δηλαδή ότι διατυπώνει κάποια βιβλική πραγματικότητα με άλλη ορολογία αλλά εκφράζει μια βαθιά εσωτερική αλήθεια: ο Θεός, μέσα στην πραγματικότητα της θείας πανσοφίας Του, θέλησε και κάλεσε στην ύπαρξη τον κόσμο, έχοντας πλήρη συνείδηση των συνεπειών που αυτή η θεία κλήση (η θεία κλήση που έκανε έναν ελεύθερο κόσμο να αναδυθεί εκ του μηδενός) θα είχε για τον Ίδιο τον Θεό. Αυτός είναι, θα λέγαμε, ένας αγώνας μεταξύ Θεού και κόσμου, και η τραγωδία για την οποία τόσο συχνά παραπονιόμαστε είναι πιο τραγική για τον Θεό παρά για τον κόσμο!
Μέσα από την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, βλέπουμε πως ο Θεός αναλαμβάνει συνεχώς την πλήρη ευθύνη της δημιουργικής Του ενέργειας. Βήμα βήμα υποστηρίζει τους προφήτες, διακηρύσσει το θέλημά Του, αποκαλύπτει το βάθος της σκέψης Του. Ο Αμώς λέει ότι προφήτης είναι εκείνος με τον οποίο ο Θεός μοιράζεται τις σκέψεις Του. Και ο Θεός διατηρεί την πιστότητά του, όταν η κτίση γίνεται άπιστη -θυμηθείτε τον Ωσηέ και τις εικόνες που δίνει για τον πιστό σύζυγο, που εγκαταλείπεται από τη σύζυγό του. Έτσι, πίσω από καθετί υπάρχει μια μονομερής ενέργεια του Θεού, για την οποία όμως ο Θεός σηκώνει την πλήρη και έσχατη ευθύνη. Αυτό είναι σημαντικό, επειδή αν είμαστε “εν Θεώ”, πρέπει να μοιραστούμε μαζί Του αυτή τη θεία ευθύνη, ή τουλάχιστον να λάβουμε απ’ αυτή το μερίδιό μας. Η επιλογή μας να είμαστε Εκκλησία δεν αποτελεί παραδείσιο προνόμιο. Είναι κατ’ ουσίαν μια επιλογή συμμετοχής στο νου και την καρδιά του Θεού, αλλά συνάμα και μια επιλογή συμμετοχής στο έργο του Χριστού κατά την Ενσάρκωση και τη θεία οικονομία της σωτηρίας. Θέλω εδώ να επιμείνω στην ένταση αυτής της αλληλεγγύης, στρέφοντας απλά τη σκέψη σας σ’ εκείνα τα λόγια του Χριστού, τα τελευταία Του σχεδόν λόγια, που πρόφερε πάνω στον σταυρό: “Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;”.
Όταν μιλάμε για αλληλεγγύη του Χριστού με τους ανθρώπους μέσα από την Ενσάρκωση, έχουμε συνεχώς κατά νου τις μείζονες και ελάσσονες εκφράσεις αυτής της αντινομίας. Έχουμε κατά νου τους περιορισμούς στους οποίους ο ίδιος ο Θείος Λόγος υπέβαλε τον εαυτό Του, εισερχόμενος στην ιστορία και γενόμενος δέσμιος του χώρου: πεινά, διψά, κουράζεται. Και σε ένα άλλο επίπεδο: αναζητά και αποδέχεται τη συντροφιά των αμαρτωλών. Ζει καταμεσής του μίσους και εν τέλει αυτό το μίσος είναι που Τον σκοτώνει. Αυτές οι δύο τελευταίες λέξεις μού φαίνονται πολύ αδύναμες, και αυτή είναι η αδυναμία τους: “το ανθρώπινο μίσος Τον σκοτώνει”. Αυτό εμποδίζει τους ανθρώπους να κατανοήσουν τι το ιδιαίτερο είχε ο θάνατος του Χριστού. Αν είναι ζήτημα θανάτου, τότε όλοι όσοι συμμετέχουν στη θνητότητα πεθαίνουν -κι Εκείνος δεν έκανε τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι όλοι μας κάποτε θα κάνουμε. Αν είναι ζήτημα βασάνων, τότε υπάρχουν μυριάδες άνθρωποι που υπέφεραν απείρως περισσότερο απ’ όσο Εκείνος στον σταυρό. Δύο ληστές σταυρωνόντουσαν την ίδια ώρα μ’ Εκείνον -πέθαναν κι εκείνοι θάνατο ανθρώπινο πάνω στον σταυρό. Αν φέρουμε στο νου μας το ενδέκατο κεφάλαιο της προς Εβραίους Επιστολής, βλέπουμε ότι τα ανθρώπινα βάσανα, η ανθρώπινη φρίκη, ακόμα κι από την άποψη της αγιότητας, έχουν ξεπεράσει ό,τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε για τα σωματικά βάσανα του Χριστού. Η τραγικότητα του θανάτου Του δεν αποτελεί την απώτατη συμμετοχή Του στην ανθρώπινη τραγωδία και την ανθρώπινη μοίρα.
Η μοναδική ανθρώπινη τραγωδία, η μόνη που μετρά, αυτή από την οποία προκύπτουν όλες οι άλλες, είναι η θνητότητα, και αυτή η θνητότητα, και αυτή η θνητότητα συνδέεται με την αμαρτία, με τον αποχωρισμό από τον Θεό. Και είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που ο θάνατος του Χριστού και η αλληλεγγύη Του με μας περιέχει κάτι πιο τρομερό απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέει στη μελέτη του για την Ενσάρκωση: “Είναι αδιανόητο να λέμε πως θα μπορούσε η ανθρώπινη σάρκα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Θεότητα παντοτινά, να είναι θνητή, έστω και ως ανθρώπινη σάρκα”. Να είσαι θνητός σημαίνει να είσαι αποχωρισμένος. Και ο Μάξιμος υπογραμμίζει το γεγονός ότι από τη στιγμή της ενσάρκωσης, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ εξαιτίας της συνόδου θεότητας και ανθρωπότητας στο πρόσωπό Του, ήταν αθάνατος, ελεύθερος από την αναγκαιότητα του θανάτου. Ο θάνατός Του δεν είναι μόνο μια απλή αποδοχή της ανθρώπινης συνθήκης, αλλά διέπεται από την έσχατη εμπειρία της ανθρώπινης τραγωδίας, που συνίσταται στην απώλεια του Θεού και τη θανάτωση εξαιτίας αυτού. Εδώ έχουμε κάτι εξαιρετικά σημαντικό: Ο Χριστός με την ενσάρκωσή Του αποδέχτηκε όχι μόνο τα όρια αλλά και το βάθος της τραγωδίας μας. Όπως λέει και το παλιό λόγιο, ό,τι ο Χριστός δεν προσέλαβε παραμένει εκτός του μυστηρίου της σωτηρίας. Αν ο Χριστός δεν είχε συμμετάσχει στη διάρρηξη των σχέσεών μας με τον Θεό, στην αποξένωσή μας από Εκείνον, με τον τρόπο που ένας θεολόγος μας αποκάλεσε “ψυχολογική έκληψη” και που Τον έκανε να απωλέσει τη θέα της παρουσίας του Θεού, τότε δεν θα είχε πλήρως συμμετάσχει στη θνητότητά μας, και η θνητότητά μας θα έμενε έξω από το μυστήριο της Απολύτρωσης.
Επομένως, βλέπουμε πόσο μακριά πηγαίνει η θεία αγάπη μέσα από αυτή την αλληλεγγύη μέσα από αυτή την αλληλεγγύη του Θεού προς εμάς: ο Χριστός αποδέχεται όχι μόνο το να είναι ως ένας από εμάς, όχι μόνο να συμμετέχει σε καθετί εκτός από την αμαρτία, αλλά να συμμετέχει και σ’ αυτήν την αποξένωσή μας, στο γεγονός της ξενιτείας και της απομάκρυνσής μας από τον Πατέρα, προκειμένου να συμμετέχει στη μοναδική τραγωδία του ανθρώπου: τον αθεϊσμό.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Προσευχή και αγιότητα” του Anthony Bloom
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου