Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ´ 1 - 9
1 Παρῆσαν δέ τινες ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ περὶ τῶν Γαλιλαίων, ὧν τὸ αἷμα Πιλᾶτος ἔμιξε μετὰ τῶν θυσιῶν αὐτῶν. 2 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Δοκεῖτε ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὗτοι ἁμαρτωλοὶ παρὰ πάντας τοὺς Γαλιλαίους ἐγένοντο, ὅτι τοιαῦτα πεπόνθασιν; 3 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἐὰν μὴ μετανοῆτε, πάντες ὡσαύτως ἀπολεῖσθε. 4 ἢ ἐκεῖνοι οἱ δέκα καὶ ὀκτὼ, ἐφ’ οὓς ἔπεσεν ὁ πύργος ἐν τῷ Σιλωὰμ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, δοκεῖτε ὅτι οὗτοι ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ; 5 οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ’ ἐὰν μὴ μετανοήσητε, πάντες ὁμοίως ἀπολεῖσθε. 6 Ἔλεγεν δὲ ταύτην τὴν παραβολήν· Συκῆν εἶχέν τις ἐν τῷ ἀμπελῶνι αὐτοῦ πεφυτευμένην, καὶ ἦλθε ζητῶν καρπὸν ἐν αὐτῇ, καὶ οὐχ εὗρεν. 7 εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· ἰδοὺ τρία ἔτη ἔρχομαι ζητῶν καρπὸν ἐν τῇ συκῇ ταύτῃ, καὶ οὐχ εὑρίσκω· ἔκκοψον αὐτήν· ἱνατί καὶ τὴν γῆν καταργεῖ; 8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· κύριε, ἄφες αὐτὴν καὶ τοῦτο τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω περὶ αὐτὴν καὶ βάλω κόπρια. 9 κἂν μὲν ποιήσῃ καρπὸν· εἰ δὲ μήγε, εἰς τὸ μέλλον ἐκκόψεις αὐτήν.

Ερμηνευτική απόδοση:
Κατ’ αὐτὴν δὲ τὴν στιγμήν, ποὺ ὡμίλει ὁ Κύριος περὶ τῶν σημείων τῶν καιρῶν, παρουσιάσθησαν μερικοί, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἀνέφεραν διὰ τοὺς Γαλιλαίους, ποὺ ἐσφάγησαν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἀνέμιξε τὸ αἷμα των ὁ Πιλᾶτος μὲ τὰς θυσίας, τὰς ὁποίας αὐτοὶ κατὰ τὴν ὥραν τῆς σφαγῆς των προσέφεραν. 2 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Νομίζετε, ὅτι οἱ Γαλιλαῖοι οὔτοι ὑπῆρξαν ἁμαρτωλοὶ περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς Γαλιλαίους, καὶ δι’ αὐτὸ ἔπαθαν αὐτὰ καὶ ηὗραν ἕνα τόσον οἰκτρὸν τέλος; 3 Ὄχι, σᾶς λέγω. Δὲν ὑπῆρξαν αὐτοὶ οἱ χειρότεροι. Ἀλλὰ ὁ θάνατός των συνέβη καὶ ὡς παράδειγμα σωφρονιστικὸν διὰ σᾶς. Διότι ἐὰν δὲν μετανοήσετε, καὶ σεῖς θὰ χαθῆτε κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον. Διότι θὰ σφαγῆτε ὅλοι ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καὶ θὰ καταπατηθῇ ὑπ’ αὐτῶν ἡ Ἱερουσαλήμ, ὁπότε καὶ τὸ αἷμα πολλῶν ἀπὸ σᾶς θὰ ἀναμιχθῇ μὲ τὰς θυσίας σας. 4 Ἢ ἐκεῖνοι οἱ δεκαοκτώ, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἔπεσεν ὁ πύργος, ποὺ ἦτο κτισμένος εἰς Σιλωάμ, καὶ τοὺς ἐσκότωσε, νομίζετε, ὅτι αὐτοὶ ἦσαν ἁμαρτωλοὶ καὶ χρεῶσται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν εἰς Ἱερουσαλήμ; 5 Ὄχι, σᾶς βεβαιῶ. Δὲν ἦσαν αὐτοὶ οἱ χειρότεροι. Ἀλλ’ ἔπαθον ἐκεῖνοι διὰ νὰ σωφρονισθῆτε σεῖς. Καὶ ἐὰν δὲν δείξετε μετάνοιαν, ὅλοι μὲ τὸν αὐτὸν τρόπον θὰ χαθῆτε, θαπτόμενοι κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς πρωτευούσης σας. 6 Ἔλεγε δὲ αὐτὴν τὴν παραβολήν· Εἶχε κάποιος μίαν συκῆν φυτευμένην μέσα εἰς τὸ ἀμπέλι του, εἰς ἔδαφος δηλαδὴ συνεχῶς καὶ κατ’ ἔτος καλλιεργούμενον. Καὶ ἦλθε καὶ ἐζήτει καρπὸν εἰς αὐτὴν καὶ δὲν ηὗρε. 7 Εἶπε δὲ πρὸς τὸν ἀμπελουργόν· Ἰδού, ἔρχομαι τρία χρόνια τώρα καὶ ζητῶ καρπὸν εἰς τὴν συκῆν αὐτὴν καὶ δὲν εὑρίσκω. Κόψε την σύρριζα. Διατὶ νὰ πιάνῃ ἄδικα τὸν τόπον καὶ νὰ ἀχρηστεύῃ τὸ μέρος αὐτὸ τῆς γῆς, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἠδύνατο νὰ φυτευθῇ ἄλλο καρποφόρον δένδρον; 8 Ἐκεῖνος ὅμως ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Κύριε, ἄφησέ την καὶ αὐτὸ τὸ ἔτος, ἕως ὅτου σκάψω γύρω ἀπὸ αὐτὴν καὶ ρίψω εἰς αὐτὴν λιπάσματα. 9 Καὶ ἐὰν μὲν κάμῃ καρπόν, ἔχει καλῶς· τὴν ἀφίνομεν τότε καὶ δὲν τὴν κόπτομεν· ἐὰν ὅμως δὲν κάμῃ καρπόν, τότε θὰ τὴν κόψῃς εἰς μέλλουσαν εὐκαιρίαν. Ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ μὲ κάθε ράθυμον καὶ ἀμετανόητον. Ἀναβάλλει μὲν ὁ Θεὸς νὰ τὸν τιμωρήσῃ, ἀναμένων τὴν μετάνοιαν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἐὰν τελικῶς ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν ἐπιδείξῃ καρποὺς πνευματικοὺς μετανοίας, ἡ δικαία ὀργὴ τοῦ Θεοῦ θὰ τὸν κτυπήσῃ σκληρά. Τοῦτο δὲ ἐμφανέστερον ἐγένετο καὶ ἐπὶ τῆς Ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ ἐδείχθη μέχρι τέλους ἀμετανόητος καὶ ἄκαρπος, παρεδόθη εἰς ὄλεθρον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου