Κάθε καλοκαίρι όταν ήμουνα μικρό παιδί, στο χωριό που περνάγαμε τις διακοπές με την μακαρίτισσα τη μάννα μου, κάθε Κυριακή πηγαίναμε στην εκκλησία και εγώ πολλές φορές έκανα το παπαδάκι, συμμετέχοντας στο τελετουργικό της θείας λειτουργίας.
Τόσο από την συμμετοχή μου αυτή, όσο και από τον εκκλησιασμό μου στις πόλεις που κατά καιρούς μέναμε, κάτι είχα ψιλομάθει από την θεία λειτουργία και τις ψαλμωδίες της, όπως οι περισσότεροι χριστιανοί.
Πολύ όμως απείχα από το να είμαι ψάλτης. Όταν είχα μεγαλώσει λίγο – μη φαντασθείτε και πολύ, εννιά χρονών περίπου – ένα καλοκαίρι στο χωριό κάποιος είχε τάμα να κάνει μια λειτουργία στην Αγία Τριάδα.
Έτσι εκείνος, ο παπάς βεβαίως, εγώ και μερικοί άλλοι χωριανοί που ήθελαν και μπορούσαν, καμιά δεκαριά όλοι, ξεκινήσαμε το πρωί για την Αγιά Τριάδα.
Μόλις φτάσαμε, εμφανίστηκε και κάποιος ακόμα με το σφάγιο μιας προβατίνας, που πριν ξεκινήσει η λειτουργία, άναψε φωτιά και το έβαλε να ψήνεται.
Με το που μπαίνουμε στην εκκλησία διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ψάλτης. Ο παπάς γυρίζει και μου λέει «Σταθάκη θα ψάλεις εσύ».
Εγώ τάχασα και ψέλλισα «Μα εγώ παπά μου δεν ξέρω», για να πάρω την απάντησή του «Έλα βρε παιδί μου δεν είναι δύσκολο. Ψάλλε όσο ξέρεις, όσο δεν ξέρεις διάβαζέ τα μόνο, και όπου κωλώνεις, φώναζέ με απ’ το ιερό και θα βγαίνω να σε βοηθάω».
Πράγματι πότε ψέλνοντας, πότε διαβάζοντας και πότε φωνάζοντας τον παπά, κυρίως για να μου υποδεικνύει την σειρά που έπρεπε να ακολουθώ και σε ποιό βιβλίο ψαλμών ήταν, εξελίχτηκε όλη η λειτουργία ως το τέλος της και σας βεβαιώ ήταν μία από τις κατανυκτικότερες που θυμάμαι, την παρακολούθησαν δε όλοι με απόλυτη προσοχή.
Τελειώσαμε λοιπόν, βγήκαμε έξω και μέχρι να συζητήσουμε λίγο, είχε ψηθεί και η προβατίνα. Κάποιος την τεμάχισε και την μοιραστήκαμε μεταξύ μας, τρώγοντας με τα χέρια, χωρίς πιάτα, πετσέτες και μαχαιροπήρουνα.
Σας διαβεβαιώνω ήταν ένα από τα νοστιμότερα ψητά κρεατικά που έχω φάει ποτέ. Τύφλα νάχουν οι επισημότητες και τα γκουρμέ.
Τρώγοντας και πίνοντας απ’ το χωνευτικό νεράκι της διπλανής πηγής, που σε κάνει να χωνεύεις ακόμα και τις πέτρες που λέει ο λόγος, δεν έμειναν στο τέλος παρά μόνον τα κόκκαλα απ’ την ψημένη προβατίνα.
Όταν τελειώσαμε το φαγητό, βάλαμε και από μια στρογγυλεμένη πέτρα για μαξιλάρι στη σκιά μιας βελανιδιάς και πήραμε και ένα ωραιότατο υπνάκο.
Όταν ξυπνήσαμε λοιπόν φρέσκοι φρέσκοι, πήραμε το δρόμο του γυρισμού, ευχαριστημένοι όλοι. Αυτός που είχε κάνει το τάμα γιατί εκπλήρωσε την υπόσχεσή του κι εμείς γιατί περάσαμε καλά.
Εγώ δε για ένα ακόμα λόγο. Γιατί κατάφερα μια φορά στη ζωή μου να γίνω επισήμως ψάλτης, έστω και εξ ανάγκης των περιστάσεων.
Ε.Α. Απρίλιος 2011
Πηγή: Μακρινή Δωρίδος
https://oikohouse.wordpress.com/page/2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου