Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Β´ 28 - 29, Γ´ 1 - 18
28 οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ Ἰουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή, 29 ἀλλ’ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ Ἰουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐκ τοῦ Θεοῦ.1 Τί οὖν τὸ περισσὸν τοῦ Ἰουδαίου, ἢ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς περιτομῆς; 2 πολὺ κατὰ πάντα τρόπον. πρῶτον μὲν γὰρ ὅτι ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. 3 τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; 4 μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. 5 εἰ δὲ ἡ ἀδικία ἡμῶν Θεοῦ δικαιοσύνην συνίστησι, τί ἐροῦμεν; μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ ἐπιφέρων τὴν ὀργήν; κατὰ ἄνθρωπον λέγω. 6 μὴ γένοιτο· ἐπεὶ πῶς κρινεῖ ὁ Θεὸς τὸν κόσμον; 7 εἰ γὰρ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ, τί ἔτι κἀγὼ ὡς ἁμαρτωλὸς κρίνομαι; 8 καὶ μὴ καθὼς βλασφημούμεθα καὶ καθώς φασί τινες ἡμᾶς λέγειν ὅτι ποιήσωμεν τὰ κακὰ ἵνα ἔλθῃ τὰ ἀγαθά; ὧν τὸ κρῖμα ἔνδικόν ἐστι. 9 Τί οὖν; προεχόμεθα; οὐ πάντως· προῃτιασάμεθα γὰρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας πάντας ὑφ’ ἁμαρτίαν εἶναι, 10 καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι δίκαιος οὐδὲ εἷς, 11 οὐκ ἔστιν ὁ συνιῶν, οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν τὸν Θεόν· 12 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός. 13 τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν· 14 ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει· 15 ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα, 16 σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, 17 καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν. 18 οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.
Νεοελληνική απόδοση:
Διότι πραγματικὸς Ἰουδαῖος δὲν εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἀπ’ ἔξω φαίνεται Ἰουδαῖος, οὔτε ἡ περιτομή, ποὺ εἶναι φανερὰ μόνον εἰς τὴν σάρκα, εἶναι πραγματικὴ περιτομή. 29 Ἀλλὰ πραγματικὸς Ἰουδαῖος εἶναι ὁ ἀφωσιωμένος εἰς τὸν Θεὸν μὲ τὸ ἐσωτερικόν του, ποὺ εἶναι ἀπόκρυφον, καὶ εἰς μόνον τὸν Θεὸν φανερόν. Καὶ ἀληθινὴ περιτομὴ εἶναι ἡ περιτομὴ τῆς καρδίας, ποὺ γίνεται διὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὄχι διὰ τοῦ γράμματος τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ μεταβάλῃ τὴν καρδίαν. Τοῦ γνησίου δὲ αὐτοῦ Ἰουδαίου ὁ ἔπαινος δὲν προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ὑποκινεῖται εἰς πλάνην, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν.1 Αλλ’ ἐὰν τὰ προσόντα, ποὺ ζητεῖ ὁ Θεός, εἶναι ἐσωτερικά, καὶ ἡμπορῇ νὰ ἔχῃ ταῦτα καὶ ἕνας ἐθνικὸς εὐσυνείδητος, τότε λοιπὸν ποῖον εἶναι τὸ πλεονέκτημα, κατὰ τὸ ὁποῖον ὁ Ἰουδαῖος ὑπερτερεῖ τὸν ἐθνικόν, ἢ ποίαν ὠφέλειαν φέρει ἡ περιτομή; 2 Τὸ πλεονέκτημα εἶναι πολὺ ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν. Πρῶτον μὲν καὶ κυριώτερον πλεονέκτημα εἶναι ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἐκρίθησαν ἄξιοι νὰ τοὺς ἐμπιστευθῇ ὁ Θεὸς τὰς ὑποσχέσεις του. 3 Τὸ προνόμιον δὲ αὐτὸ τοῦ νὰ κατέχουν αὐτοὶ τὰς ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξεμηδενίσθη. Διότι τί σημαίνει, ἐὰν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔδειξαν ἀπιστίαν; Μήπως ἡ ἀπιστία των θὰ καταργήσῃ τὴν ἀξιοπιστίαν καὶ τὴν φιλαλήθειαν τοῦ Θεοῦ; 4 Μὴ γένοιτο νὰ εἴπῃ κανείς, ὅτι εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ φανῇ ὁ Θεὸς ἀναξιόπιστος καὶ ἀθετητὴς τῶν ὑποσχέσεών του. Ἂς ἀποδεικνύεται δὲ ἀπὸ τὰ πράγματα ὁ Θεὸς ἀξιόπιστος εἰς τοὺς λόγους του, κάθε ἄνθρωπος δὲ ἀσυνεπὴς καὶ ψεύστης σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς ψαλμούς: Διὰ νὰ ἀποδειχθῇς, ὦ Θεέ, δίκαιος εἰς τοὺς λόγους σου καὶ τὰς ὑποσχέσεις σου, καὶ νὰ νικήσῃς ὅταν οἱ ἄνθρωποι σὲ κρίνουν. 5 Ἐὰν ὅμως σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Δαβὶδ ἡ ἰδική μας ἀπιστία καὶ ἀδικία ἀναδεικνύῃ περιφανῶς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὸ φιλοδίκαιον τοῦ Θεοῦ, τί θὰ εἴπωμεν; Μήπως εἶναι ἄδικος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ὀργίζεται ἐναντίον μας διὰ τὴν ἀδικίαν μας ταύτην; Ὁμιλῶ ὅπως θὰ ἐσκέπτετο καὶ θὰ ὡμίλει ἄνθρωπος. 6 Μὴ γένοιτο ποτὲ νὰ εἴπωμεν ἄδικον τὸν Θεόν. Διότι, ἐὰν ὁ Θεὸς ἀδίκως ὀργίζεται ἐναντίον τῆς ἀπιστίας καὶ ἀδικίας μας, τότε πῶς θὰ κρίνῃ καὶ θὰ δικάσῃ τὴν ὅλην ἀνθρωπότητα; 7 Διότι τότε κάθε ἁμαρτωλὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ εἴπῃ: Ἐὰν ἡ φιλαλήθεια καὶ ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ ἀπεδείχθη πρὸς δόξαν του μεγάλη μὲ τὴν ἰδικήν μου ἁμαρτίαν καὶ ἀσυνέπειαν, διατὶ πλέον καὶ ἐγὼ δικάζομαι ὡς ἁμαρτωλός; 8 Καὶ μήπως (καθὼς μᾶς συκοφαντοῦν καὶ καθὼς ἰσχυρίζονται μερικοί, ὅτι δῆθεν λέγομεν ἡμεῖς, ὅτι) θὰ κάμωμεν τὰ κακὰ διὰ νὰ ἔλθουν τὰ ἀγαθά; Ἀλλα τῶν συκοφαντῶν αὐτῶν ἡ καταδίκη καὶ ἡ κόλασις εἶναι δικαία. 9 Ποῖον λοιπὸν εἶναι τὸ συμπέρασμα; Ὑπερτεροῦμεν ἀπὸ ἠθικὴν ἔποψιν ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς ἐθνικούς; Καθόλου. Διότι κατηγορήσαμεν προηγουμένως καὶ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας, ὅτι ὅλοι εἶναι ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας· 10, 11 καθὼς ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς ψαλμούς, ὅτι δὲν ὑπάρχει δίκαιος οὔτε ἕνας· δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ ἔχῃ διάνοιαν καθαρὰν ἀπὸ τὸν σκοτισμὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ ἱκανὴν νὰ ἐννοῇ τὴν ἠθικὴν καὶ θρησκευτικὴν ἀλήθειαν· δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ζητῇ μὲ πόθον νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν. 10 καθὼς ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς ψαλμούς, ὅτι δὲν ὑπάρχει δίκαιος οὔτε ἕνας· 11 δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ ἔχῃ διάνοιαν καθαρὰν ἀπὸ τὸν σκοτισμὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ ἱκανὴν νὰ ἐννοῇ τὴν ἠθικὴν καὶ θρησκευτικὴν ἀλήθειαν· δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ ζητῇ μὲ πόθον νὰ γνωρίσῃ τὸν Θεόν. 12 Ὅλοι παρεξετράπησαν ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἀρετῆς, συγχρόνως δὲ καὶ ἑξαχρειώθησαν. Δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ νὰ ἐνεργῇ τὸ ἀγαθόν. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας. 13 Τάφος ἀνοικτός, ἕτοιμος νὰ καταπίῃ ὡς ἄλλον νεκρὸν τὸν πλησίον, εἶναι ὁ λάρυγξ τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν· μὲ τὰς γλώσσας των ὡμίλουν δολίως καὶ ἔκρυπταν εἰς γλυκεῖς λόγους κακούργους σκοπούς· δηλητήριον τοῦ φιδιοῦ, ποὺ λέγεται ἀσπίς, εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ χείλη των. 14 Τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν τὸ στόμα εἶναι γεμᾶτον ἀπὸ λόγους κατάρας κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ δηλητήριον πικρίας κατὰ τῶν ἄλλων. 15 Καθὼς δὲ καὶ ὁ Ἡσαΐας λέγει· Τὰ πόδια των τρέχουν γρήγορα διὰ νὰ φονεύσουν καὶ νὰ χύσουν αἷμα· 16 εἰς τοὺς δρόμους των καὶ εἰς τὰς πράξεις των σπείρουν συντρίμματα καὶ δυστυχίαν διὰ τὸν πλησίον· 17 βίον δὲ εἰρηνικὸν καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν τους καὶ διὰ τοὺς ἄλλους δὲν ἐγνώρισαν. 18 Δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου