«Ένας άνθρωπος πέφτει στην κατάσταση της υποκρισίας όταν προσπαθεί να διατηρήσει μια εξωτερικά καλή εικόνα του εαυτού του προς τους άλλους, χωρίς ταυτόχρονα να φροντίζει ώστε και εσωτερικά να είναι αυτός ο καλός άνθρωπος που θέλει να φαίνεται ότι είναι».
‘Οταν το “φαίνεσθαι” γίνεται σημαντικότερο του “είναι”
του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου –συγγραφέα
ΟΡΙΣΜΟΣ: Υποκρισία είναι η απόκρυψη των αληθινών αισθημάτων και σκέψεων, δηλαδή η προσποίηση. Υποκρισία είναι όταν λέω ένα πράγμα αλλά κατά βάθος πιστεύω κάτι άλλο, όταν φανερώνω ένα πρόσωπο αλλά κατά βάθος είμαι κάποιος άλλος. Οι τόσο κοινοί στο νεοελληνικό μας λεξιλόγιο όροι υποκριτής και υπόκριση προέρχονται από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, όπου δηλώνουν τον ηθοποιό και την επί σκηνής τέχνη του, αντίστοιχα. Όταν χρησιμοποιώ την ηθοποιϊα στην καθημερινότητα και στις σχέσεις μου με τους συνανθρώπους, είμαι υποκριτής.
Η υποκρισία, με άλλα λόγια, είναι το αντίθετο της γνησιότητας και της ειλικρίνειας. Ένας άνθρωπος πέφτει στην κατάσταση της υποκρισίας όταν προσπαθεί να διατηρήσει μια εξωτερικά καλή εικόνα του εαυτού του προς τους άλλους, χωρίς ταυτόχρονα να φροντίζει ώστε και εσωτερικά να είναι αυτός ο καλός άνθρωπος που θέλει να φαίνεται ότι είναι.
Η ΚΑΤΑ ΚΟΣΜΟΝ ΣΟΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ: Οι αρχαίοι Έλληνες ουδέποτε εκτιμούσαν την υποκρισία. Έτσι ο σοφιστής Γοργίας έλεγε: “Ο άνθρωπος οφείλει να φροντίζει όχι απλώς να φαίνεται καλός, αλλά να είναι πράγματι.”, ενώ ο Δημόκριτος τόνιζε: “Πολλοί δρώντες τά αίσχιστα λόγους αρίστους ασκέουσιν (λένε)”.
Ο Πλάτων έγραψε: “Ο λύκος, που είναι το πιο άγριο ζώο, μοιάζει με το σκύλο, που είναι το πιο ήρεμο. Εκείνος που θέλει να είναι ασφαλής, πρέπει να φυλάγεται από αυτές τις ομοιότητες.”, θέλοντας να αναδείξει με την αντιπαραβολή αυτή τον υποκριτή άνθρωπο. Ο Πολύβιος έγραψε πολύ σκωπτικά για μια μορφή υποκρισίας: “Τα δάκρυα των κληρονόμων δεν είναι παρά γέλια κάτω από μάσκα”. Ο νεότερος φιλόσοφος Λα Μπριγιέρ έλεγε πως δεν μπορούμε να καταλάβουμε τους ανθρώπους από την πρώτη ματιά. Κι αυτό γιατί: “Τις αρετές συνήθως σκεπάζει το πέπλο της σεμνότητας, ενώ τα ελαττώματα φοράνε τη μάσκα της υποκρισίας”.
“Αποκτήσαμε τη συνήθεια να υποκρινόμαστε μπροστά στους άλλους σε τέτοιο βαθμό ώστε στο τέλος ν’ αρχίζουμε να υποκρινόμαστε μπροστά στον εαυτό μας”, συνήθιζε να λέει ο Λα Ροσκουφώ. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των υποκριτών είναι η επίδειξη. Ό,τι κι αν κάνουν πρέπει να γίνεται προς το “θεαθήναι”, γι’ αυτό και κάθε επίδειξη στον κοινωνικό βίο πηγάζει από την υποκρισία.
Ο Μαρτίνος Λούθηρος έγραψε πολύ εύστοχα: “Η υποκρισία είναι ο σεβασμός, τον οποίο προσφέρει η κακία στην αρετή.”, ενώ ο Μίλτον θύμιζε πως : “Η υποκρισία είναι το μόνο που μένει αφανές σε όλους εκτός του Θεού”. Είδος υποκρισίας είναι και η ψευτοειλικρίνια που περιγράφει ο Βίκτωρ Ουγκώ: “Ομολογούμε τα μικρά μας ελαττώματα, μόνο για να πείσουμε ότι δεν … έχουμε μεγάλα !”. Για πολλούς η υποκρισία κρύβει ανανδρία και πονηριά διότι ο υποκριτής περιφρονεί αυτούς που εξαπατά.
Για τη λαϊκή σοφία στις σκανδιναυικές χώρες ισχύει το: “Καλύτερα ο κόσμος να σε ξέρει ως αμαρτωλό, παρά ο Θεός να σε ξέρει ως υποκριτή.” Ο θεωρητικός του Σοσιαλισμού, Λένιν, είπε για την πολιτική υποκρισία: “Η εντιμότητα στην πολιτική είναι συνέπεια της δύναμης, η υποκρισία αποτέλεσμα της αδυναμίας”. Ο Όργουελ στηλιτεύοντας τον “ανθρωπισμό” έλεγε: “Ένας ανθρωπιστής είναι πάντα ένας υποκριτής.” Πάντως, συχνά παρατηρούμε πως ο ανθρώπινος χαρακτήρα, τον οποίον η κοινωνία ονομάζει ευχάριστο, συνίσταται από την ευγένεια και την υποκρισία.
Ο λαός συνηθίζει να λέει: “Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.” και το: “Στη γειτονιά τριαντάφυλλο και μες στο σπίτι αγκάθι.”, υπονοώντας τον υποκριτή της “διπλανής”, αν όχι της δικής μας, πόρτας. Η φύση μας παρδειγματίζει με την παντελή απουσία της υποκρισίας. Έτσι, ενώ τα ζώα αγνοώντας την υποκρισία, έχουν ένα ακίνδυνο, αναγκαίο, εξωτερικό καμουφλάζ, οι άνθρωποι έχουν ένα επικίνδυνο εσωτερικό καμουφλάζ που λέγεται υποκρισία.
ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΉ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ: Θεραπεία της υποκρισίας, για τους ψυχολόγους, δεν είναι τόσο το να “αφεθούμε” στις παρορμήσεις μας, όσο το να εσωτερικεύσουμε την προσπάθεια καλλιέργειας του έσω ανθρώπου. Να μάθουμε να φροντίζουμε ώστε η καλοσύνη, η ευγένεια, να γίνουν καταστάσεις εσωτερικές του ψυχικού μας κόσμου, και όχι ψεύτικα προσωπεία που φορούμε για να κάνουμε καλή εντύπωση στους άλλους.
Για να κατορθωθεί αυτό, πρέπει πρώτα να αντιληφθούμε ότι η αξία της ζωής μας κρίνεται, όχι από τις ποικίλες γνώμες άλλων ανθρώπων για το άτομό μας, αλλά από την εσωτερική μαρτυρία της συνείδησής μας. Πρέπει λοιπόν να στοχεύουμε στην εσωτερική μας καλλιέργεια, χωρίς να σκοτώνουμε τον πολύτιμο χρόνο μας στο χτίσιμο ανώφελων “προσωπίδων συμπεριφοράς”.
Βεβαίως, συχνά χρειάζεται να κάνουμε κάποια τυπικά εξωτερικά πράγματα, όπως το να καλημερίσουμε, να χαμογελάσουμε, ή να καλέσουμε κάποιον στο σπίτι μας, χωρίς κατά βάθος να το επιθυμούμε την ώρα που τα κάνουμε. Αυτά όμως, κατά τους κοινωνιολόγους-ψυχολόγους, δε συνιστούν υποκρισία, αν στόχος μας είναι να ξυπνήσουμε έτσι την εσωτερική μας διάθεση. Αν κάποτε καταφέρουμε πράγματι να είμαστε καλοί, ευγενείς και διαπνεόμενοι από αγάπη, αυτό θα είναι φανερό και στους άλλους, χωρίς να προσπαθήσουμε γι’ αυτό. Η εσωτερική μας ακτινοβολία θα ρίχνει φως στο πρόσωπό μας και στα πρόσωπα των άλλων, χωρίς εμείς καν να το γνωρίζουμε.
Η ΑΝΩΘΕΝ ΣΟΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ: Ο Κύριος πολύ συχνά χαρακτήριζε τους Φαρισαίους υποκριτές χρησιμοποιώντας τους στο κήρυγμά του ως προς αποφυγή παράδειγμα. Μάλιστα, επιτιμούσε τους Φαρισαίους αλλά και τους Γραμματείς, διότι αυτοδικαιώνονταν και υποκρίνονταν ασύστολα. Ο Ιησούς Χριστός ομιλούσε με τρόπο ήρεμο και επιεική για τους ανθρώπους, ακόμη και για τους αμαρτωλούς, καλώντας τους σε μετάνοια.
Σε μια μόνο περίπτωση μιλάει με τρόπο αυστηρό, καυστικό και ανελέητο: όταν συναντάει την υποκρισία, και μάλιστα όταν τη συναντάει στο πρόσωπο των Ιουδαίων θρησκευτικών ηγετών της εποχής του. Σ’ αυτούς απευθύνει τα ουαί, με τα οποία ξεσκεπάζει την υποκριτική συμπεριφορά τους, λέγοντας:
“Επὶ της Μωσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι. (…) κατὰ δε τα έργα αυτών μη ποιείτε· λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι. (…) πάντα δε τα έργα αυτών ποιούσι προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις, (…) φιλούσι δε την πρωτοκλισίαν εν τοις δείπνοις και τας πρωτοκαθεδρίας εν ταις συναγωγαίς και τους ασπασμοὺς εν ταις αγοραίς και καλείσθαι υπὸ των ανθρώπων, ραββὶ ραββί. (…) Ουαὶ δε υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κατεσθίετε τας οικίας των χηρών και προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διά τούτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα. Ουαὶ υμίν, γραμματείς καὶ Φαρισαίοι υποκριταί, ότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· υμείς γαρ ουκ εισέρχεσθε, ουδὲ τους εισερχομένους αφίετε εισελθείν.” (Μτθ. κγ΄2-14).
Η υποκρισία των Φαρισαίων συνίσταται στο ότι παρέβλεπαν τις σπουδαιότερες διατάξεις του νόμου που είναι η κρίση, το έλεος και η πίστη, ενώ δεν παραλείπουν να καταβάλουν στο Ναό τη «δεκάτη», το ένα δέκατο δηλαδή, όχι μόνο από το λάδι, το κρασί και το σιτάρι, καθώς και από κάθε σπέρμα και καρπό, όπως προβλέπει ο Νόμος, αλλά επεκτείνουν τη δεκάτη και στα ευτελέστερα ακόμη προϊόντα (δυόσμος, άνηθο, κύμινο), πράγμα που δεν κοστίζει πολύ.
Ο Ιησούς κατηγορεί τους Γραμματείς και Φαρισαίους, γιατί δίνουν προτεραιότητα ή και αποκλειστικότητα σε δευτερεύοντα καθήκοντα, ενώ παραμελούν τα «βαρύτερα του Νόμου», την κρίση, το έλεος, την πίστη. Η «κρίση», η απόδοση δηλαδή δικαιοσύνης, είναι συνέπεια του «ελέους», έτσι ουσιαστικά η φαρισαϊκή υποκρισία υπέκριπτε έλλειψη και της πίστης.
Ο Ιησούς δεν παραθεωρεί τις δευτερεύουσες διατάξεις του Νόμου, αλλά καταγγέλλει την θρησκευτική διαστροφή, κατά την οποία τα ασήμαντα παίρνουν πρωτεύουσα θέση και παραθεωρούνται οι βασικές διατάξεις της αγάπης, «τα βαρύτερα του Νόμου». Η αντιστροφή αυτή είναι υποκρισία, γιατί με την εύκολη τήρηση των δευτερευουσών διατάξεων δημιουργείται το προσωπείο της εξωτερικής ευσέβειας «προς το θεαθήναι» και έτσι “παρουσιάζεται δυσαρμονία μεταξύ της ψεύτικης εξωτερικής θρησκευτικής επιφάνειας και του πραγματικού εσωτερικού βάθους του ανθρώπου” (Ι. Καραβιδόπουλος).
Οι γραμματείς και Φαρισαίοι χαρακτηρίζονται από τον Ιησού «υποκριταί». Και είναι χαρακτηρισμός τόσο επιτυχής που συνδέθηκε ουσιαστικά με τον χαρακτηριζόμενο, ώστε στη διάρκεια των αιώνων να αποβεί συνώνυμο του «Φαρισαίος». Χαρακτηριστικότερο δειγμα του κηρύγματος του Κυρίου κατά της υποκρισίας αποτελεί η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου. Μάλιστα η σχετική ευαγγελική περικοπή σηματοδοτεί την έναρξη της πιο κατανυκτικής περιόδου μετανοίας, αυτής του Τριωδίου.
Έτσι οι Πατέρες της Εκκλησίας θέσπισαν την ανάγνωση αυτής της περικοπής δείχνοντάς μας από πού μπορούμε να ξεκινήσουμε τον ενδότερο αυτοέλεγχό μας. Πάντως ο Μέγας Βασίλειος τοποθετεί τις πηγές της υποκρισίας στο μίσος: “Η υπόκρισις είναι καρπός του φθόνου. Μίσος έχουμε στην καρδίαν.” Κατά την Κλίμακα του Ιωάννη Σιναίτη, η υποκρισία: “είναι μία κατάσταση όπου το σώμα, οι εξωτερικὲς δηλαδὴ εκδηλώσεις, βρίσκεται σε αντίθεση με την ψυχή” (24.20). Η υποκρισία σήμερα δυστυχώς καταλαμβάνει τα πάντα. Άλλα λέει κάποιος και άλλα πραγματοποιεί, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους πολιτικούς. Αυτό ενοχλεί ιδιαίτερα τους νέους, που πάντα αναζητούν το το γνήσιο και το αληθινό.
Ακόμη και στην Εκκλησία, το ύφος και ήθος είναι μερικές φορές απαράδεκτο και οι πιστοί σκανδαλίζονται. Η επικέντρωση, από τους εκκλησιαστικούς ταγούς σε θέματα τυπολατρείας και όχι ουσίας, “της ρηχότητος και όχι του βάθους, της επιφάνειας και όχι του πνεύματος δημιουργεί μία κατάσταση νοσηρή” (Μωυσής Αγιορ.). Το ήθος της Ορθοδοξίας πρέπει να κοσμείται με άσκηση, ταπείνωση, αγάπη και η Εκκλησία πρέπει να φυλάττει ακέραια την ορθή πίστη, που θα οδηγεί στη μετάνοια και την αγάπη στον Θεό και τον άνθρωπο.
Επειδή πολλοί άνθρωποι απομακρύνονται από τον ευαγγελικό λόγο, χρειαζόμαστε εναρέτους μυσταγωγούς για την εν Χριστώ ζωή και όχι υποκριτές δικαστές για την “ανοδική πορεία προς νήψη, φωτισμό και θεογνωσία” (Μωυσής Αγιορ.). Πολλοί άνθρωποι σήμερα υποκρίνονται θεοσέβεια. Όμως αυτή η υποκριτική στάση υποκρύπτει απιστία γιατί: “Η υποκρισία είναι μητέρα και αιτία του ψεύδους. Τίποτε άλλο, δεν είναι η υποκρισία, παρὰ μελέτη και δημιουργὸς του ψεύδους.” (Ιωάννης Σιναϊτης, 12.5)
Η προαίρεση του ανθρώπου είναι αυτή που οδηγεί στον Θεό ή στον δαίμονα. Ο Φαρισαίος προσευχόμενος επαίρεται. Ο Τελώνης στο ναό ταπεινώνεται ειλικρινά. Το Ευαγγέλιο συχνά μιλά για ανυποκρισία βίου, θυσιαστική αγάπη, συμφιλίωση και καταλλαγή.
Η θρησκευτικότητα των Γραμματέων και των Φαρισαίων ήταν σαφώς υποκριτική. Διέβαλλαν τον Χριστό, γιατί τους χάλαγε σχέδια και προγράμματα. Ο Χριστός δεν ήλθε στον κόσμο με δόξες, τιμές και μεγαλεία. Δεν υποστηρίχθηκε από οικονομικές ή πολιτικές δυνάμεις.
Ήλθε πράος, φτωχός, σεμνός και ταπεινός, γι’ αυτό οι Φαρισαίοι τον μισούσαν. Η Εκκλησία δεν είναι για λίγους, μόνο για τους εκλεκτούς, αλλά για όλους. Ο Χριστός ήλθε στη Γη για να διδάξει με το λόγο και τη ζωή του, να διακονήσει τους πονεμένους, να θεραπεύσει τους ασθενείς, να οδηγήσει σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, να σώσει όλους όσους θέλουν. Η Εκκλησία είναι, και πρέπει να είναι, ο χώρος της παρουσίας της θείας χάριτος, της αγιότητος και της σωτηρίας. Η υποκρισία μολύνει κάθε καλή πράξη. Η υποκρισία ευχαριστεί τη φιλαυτία, τη φιλοδοξία και τη φιλαρέσκεια και μόνο σε μια περίπτωση μπορεί να φανεί χρήσιμη:
“Αν δε μπορείς, μολονότι πάλεψες πολύ, να διαλύσεις τη μνησικακία, δείξε στον ἐχθρό σου, έστω με λόγια, ότι μετενόησες. Έτσι θα ντραπείς την παρατεινομένη υποκρισία σου, και θα τον αγαπήσεις ολοκληρωτικά, κεντώμενος και καιόμενος σαν με πυρ απὸ τις τύψεις της συνειδήσεως.” (Κλίμαξ, 3.10).
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Από τη σκηνή του θεάτρου στη σκηνή της καθημερινής ζωής η υποκρισία κυριαρχεί. Κυρίαρχη θέση-ρόλο στην κοινωνία-θέατρο κατέχουν άνθρωποι που ξεγελούν τους διπλανούς τους και πολύ συχνά και τον ίδιο τον εαυτό τους. Ακόμη μέσα στα εσώψυχα του ανθρώπου διαδραματίζεται συχνά ένας ανελέητος διαρκής αγώνας ανάμεσα στην ειλικρινή προσωπικότητα και στην ψεύτικη και υποκριτική στάση.
Ο άνθρωπος με τον υποκριτικό ρόλο που αναλαμβάνει στην κοινωνική ζωή, ενώ νομίζει ότι εξυπηρετεί καλύτερα τις κοινωνικές του σχέσεις, στην πραγματικότητα βρίσκεται απομονωμένος μέσα στα τείχη που ο ίδιος έκτισε. Η οχύρωση μέσα στα τείχη αυτής τηςυποκρισίας-ατομισμού, αποτελεί αντικοινωνική στάση. Είναι η επιτυχία των δαιμονικών δυνάμεων που κρύβονται μέσα στον άνθρωπο.
Όλα αυτά επειδή συχνά ο άνθρωπος δεν αρέσκεται με την προσωπικότητά του, και προσπαθεί να την ντύσει με ψεύτικα στολίδια, με ανύπαρκτες αρετές και με φανταστικές ικανότητες. Ο άνθρωπος σήμερα, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, “κινδυνεύει από τον ίδιο τον παραχαραγμένο εαυτό του, και τα έργα του, που, αντί να αποτελούν συνέχεια του δημιουργικού έργου του Θεού, συμβάλλουν στην αυτοκαταστροφή του” (Ι. Καραβιδόπουλος). Η Ορθοδοξία προσφέρει δυνατότητα ανάπλασης του ανθρώπου. Και η δυνατότητα αυτή προσφέρεται από τον Θεό, αλλά κατακτιέται από τον άνθρωπο.
Η πτώση των τειχών της υποκρισίας είναι μια προσφορά του Χριστιανισμού, που οδηγεί στην προσέγγιση των “εικόνων” του Θεού μεταξύ τους, και αποτελεί νίκη του Χριστιανισμού στον ειδωλολατρικό ανθρωποκεντρισμό και τον άθεο ουμανισμό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-http://www.makthes.gr/news/opinions/89031/
-Ιωάννης Σιναϊτης, Κλίμαξ
-Μωυσής ο Αγιορείτης, Υποκρισία
-Ιωάννης Καραβιδόπουλος, Υποκρισία, ένα παθολογικό και αντικοινωνικό φαινόμενο.
http://inpantanassis.blogspot.com/2019/03/blog-post_73.html