Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017
Οφείλω μια συγνώμη στο Θεό...
Οφείλω μια συγνώμη στο Θεό για όσα μου χάρισε και δεν τα χάρηκα. Για εκείνα που μου έδωσε και δεν τα πήρα. Μα κι γι αυτά που μου ζήτησε και δεν του έδωσα. Πάνω από όλα θέλω να κλάψω στην αγκαλιά Του, για όλες εκείνες τις μέρες που δεν έζησα και απλά επιβίωσα.
Να πω συγνώμη για όσα σε αγαπώ δεν είπα, σε αγκαλιές που δεν έδωσα, σε πόρτες που έκλεισα, σε τηλέφωνα που δεν σήκωσα, σε μάτια που δεν αντίκρισα και σε προσευχές που δεν ειπώθηκαν…
Τέλος, εάν βρήκες έναν άνθρωπο να σε νιώσει, να σε καταλάβει, να σε αγαπήσει, κράτα τον, κι ας είναι στην άλλη άκρη της γης. Φτάνει που τον βρήκες…. Δεν θα σου τύχει πολλές φορές την ζωή. Και να θυμάσαι, ότι στα δώρα λες ευχαριστώ κι ας μην τα ξετυλίξεις ποτέ...
Χαίρε των Αποστόλων το ασίγητον στόμα, χαίρε των αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος
πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Ο άνθρωπος ο οποίος αναζητά νόημα στη ζωή του το βρίσκει όταν αισθάνεται ότι έχει μία αποστολή. Και τα δύο λειτουργούν αλληλένδετα. Η αποστολή εμπεριέχει το νόημα και το νόημα την αποστολή. Χωρίς αποστολή η ζωή δεν έχει περιεχόμενο. Ο άνθρωπος άγεται και φέρεται από τον χρόνο, τις επιλογές τω άλλων, τις επιθυμίες του. Ζει εική και ως έτυχε. Άνευ νοήματος ζωής, οποιαδήποτε αποστολή είναι αυτόνομη και περιστασιακή. Μπορεί φαινομενικά να προσφέρει περιεχόμενο στον άνθρωπο. Στην πράξη όμως γίνεται μία κίνηση, μία πορεία χωρίς νόημα. Δεν υπάρχει τελικός στόχος. Δεν μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να αισθανθεί πληρότητα. Διότι η αποστολή είναι η υπέρβαση αυτού που ονομάζουμε «μερικότητα» στη ζωή και η θέση της μέσα από μία συνολική προοπτική.
Στο κείμενο των Χαιρετισμών της Παναγίας διαβάζουμε τον εξής λόγο: «χαίρε των Αποστόλων το ασίγητον στόμα, χαίρε των αθλοφόρων το ανίκητον θάρσος».
Η Παναγία γίνεται το ασίγητο στόμα των Αποστόλων του Χριστού και την ίδια στιγμή το ανίκητο θάρρος όλων εκείνων που ως αθλοφόροι δίδουν την μαρτυρία της όντως ζωής στον κόσμο. Απόστολοι και Μάρτυρες γνωρίζουν γιατί ζούνε και κυρίως για Ποιον ζούνε. Διακηρύττουν την Αλήθεια που είναι ο Εσταυρωμένος και Αναστάς Θεάνθρωπος σε όλο τον κόσμο. Οι μεν δια του λόγου, οι δε δια του θάρρους που οδηγεί στο μαρτύριο. Και είναι η Παναγία που τους ωθεί σ’ αυτή την πορεία. Η Παναγία καθιστά το στόμα των Αποστόλων ασίγητο και το θάρρος των Αθλοφόρων ανίκητο. Διότι πρώτη αυτή μίλησε για τον Χριστό και πρώτη αυτή πορεύτηκε με θάρρος στη ζωή της.
Είναι ασίγητον στόμα η Υπεραγία Θεοτόκος διότι βοά τα μεγαλεία του Θεού. Ότι ο Θεός αγαπά τόσο τον άνθρωπο, ώστε να γίνεται άνθρωπος και να δείχνει στον άνθρωπο την οδό για να γίνει Θεός. Βοά ακόμη ότι ο Θεός βλέπει τους ταπεινούς ανθρώπους, αυτούς που δε έχουν οίηση, υπερηφάνεια, αυτούς που εμπιστεύονται το θέλημά Του και τους καθιστά άξιους μακαρισμού, τους δίνει πνευματική δόξα και αναγνώριση εις τους αιώνας. Στο πρόσωπό της αποτυπώνεται το έλεος του Θεού, αλλά και η αγιότητα, η τελειότητά Του. Ότι ο Θεός αγαπά και ευσπλαχνίζεται, αλλά και είναι αψεγάδιαστος. καθώς φανερώνει στον κόσμο το σχέδιό Του για την σωτηρία του ανθρώπου.
Και την ίδια στιγμή καθαιρεί αυτούς που δυναστεύουν τους άλλους, αυτούς που εξουσιάζουν χωρίς να αγαπούνε, υψώνει τους ταπεινούς, αυτούς που πεινάνε και διψάνε για δικαιοσύνη, ανθρωπιά, αγάπη δεν τους αφήνει ούτε ως προς τα υλικά και αφήνει στον κόσμο αυτούς που έχουν πλουτίσει από υλικά αγαθά, αλλά δεν αγαπούνε Θεό και πλησίον, κενούς, άδειους, χωρίς σκοπό στη ζωή τους. Με το ασίγητον στόμα της η Παναγία ζητά από όλους μας να θυμόμαστε το έλεος του Θεού, το ότι είναι βοηθός μας, ότι μιλά στη ζωή μας εφόσον Τον εμπιστευτούμε.
Είναι ανίκητον θάρσος η Υπεραγία Θεοτόκος διότι δείχνει ότι όποιος πιστεύει στον Θεό και του εμπιστεύεται τον εαυτό του, αλλά και τα πάντα, μπορεί να πορεύεται συνήθως προς τον σταυρό του, αλλά δεν τον σηκώνει μόνος του. Είναι ο Ίδιος ο Χριστός που παρηγορεί και φροντίζει τον κουρασμένο και ταλαιπωρημένο άνθρωπο και τον αναπαύει. Και την ίδια στιγμή του δίνει δύναμη να υπερασπίζεται αυτό που είναι, δηλαδή χριστιανός, έναντι των ισχυρών του κόσμου, των αμφισβητούντων την αλήθεια, όλων εκείνων που καγχάζουν ότι κατέχουν την αλήθεια, την πρόοδο, ότι ξέρουν να ζούνε και να απολαμβάνουν, ενώ στην ουσία αποτυπώνουν το πνευματικό και υπαρξιακό τους κενό. Του δίνει δύναμη να αντέχει και εναντίον των αμφιβόλων λογισμών, που χαρακτηρίζουν κάθε άνθρωπο ο οποίος σκέπτεται και αγωνίζεται εναντίον του πονηρού, αλλά και εναντίον του κοσμικού πνεύματος.
Το ανίκητον θάρσος όμως διαφαίνεται όχι μόνο έναντι της ζωής, αλλά και έναντι του θανάτου, τόσο του προσωπικού όσο και των αγαπημένων προσώπων. Και η Υπεραγία Θεοτόκος, παρά τον πόνο της μάνας, συνόδευσε τον Υιό της μέχρι το τέλος του Σταυρού, αλλά και δεν απογοητεύτηκε, καθώς ως μυροφόρα προσδοκούσε την Ανάσταση. Και φωτίζει και ενισχύει όλους όσους θέλουν να είναι χριστιανοί να μη λυγίζουν μπροστά στους σταυρούς και τις απώλειες και να πορεύονται με θάρρος στον αγώνα να βρίσκουν νόημα σε κάθε πρόκληση της ζωής αντλημένο από τη χαρά της πίστης.
Όποιος πιστεύει και αγαπά τον Θεό, όποιος βλέπει στο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου την αποστολή που δε σταματά μέχρι το τέλος, όπως επίσης και τη δύναμη της ψυχής που γίνεται ακατανίκητη μπροστά σε κάθε πρόκληση και αμφισβήτηση είτε από τον πονηρό είτε από τους άλλους είτε από τους μάταιους κάποια στιγμή λογισμούς μας.
Και βάζει τη ζωή του σε μία συνολική προοπτική. Αυτή της αποστολής να είναι και να φαίνεται χριστιανός σε κάθε περίσταση, να ξέρει τον εαυτό του ότι υπάρχει εκ του Θεού και πορεύεται προς τον Θεό και δια του Θεού, αλλά και ότι δεν είναι μόνος του.
Θα αντέξει και σε κάθε περίσταση της ζωής θα βλέπει την αγάπη του Θεού, η οποία με πατρική τρυφερότητα θα τον βοηθά να διορθώνει τα μικρότερα ή μεγαλύτερα λάθη του, να ζητά την μεταμόρφωση των παθών του, να γίνεται φάρος που προσφέρει ελπίδα στους πάντες. Και έτσι ζωή και θάνατος θα έχουν άλλο νόημα. Αυτό της φωτισμένης από τον Θεό ύπαρξης που Τον αναζητεί στην αγάπη και χαίρεται διότι ο Θεός είναι παρών και αγιάζει τη ζωή!
https://proskynitis.blogspot.
Τα «Ακάθιστα Χαίρε» του Αγγέλου και της Εκκλησίας προς την Ανύμφευτη και Θεόνυμφη Θεομήτορα
...Το δε τροπάριο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ», το οποίον αντικατέστησε το προϋπάρχον κατά το πάλαι: «Το προσταχθέν μυστικώς», θα πρέπει να συνετέθη αναμφιβόλως κατά τις ημέρες ή ώρες εκείνες της ευγνώμονος εξάρσεως του λαού και της Εκκλησίας προς το πάντιμο και πάναγνο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Με το τροπάριο αυτό ολόκληρη η λυτρωθείσα εκ του κινδύνου της συμφοράς Πόλις «ανέγραψε τα νικητήρια», απέδωσε δηλαδή ευγνωμόνως τη νίκη στην προστάτιδα αυτής κυρία Θεοτόκο της οποίας η ιστορική, Ιερά και θαυματουργός εικών σώζεται, παρά την φθορά του πανδαμάτορος χρόνου, στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Ακάθιστος Ύμνος θεματολογικώς άρχεται με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ απευθύνθηκε προς την Μαριάμ με τον «χαίρε», το οποίο στο κείμενο του Ακαθίστου Ύμνου επαναλαμβάνεται 144 φορές.
Έπονται στη συνέχεια διάφορα γεγονότα της Ιεράς ιστορίας. Στο πρώτο ήμισυ του ύμνου ομιλεί ο υμνογράφος περί της επισκέψεως της Θεομήτορος προς την Ελισάβετ, περί των λογισμών και των υποψιών του προστάτου της Πανάγνου Θεοτόκου Ιωσήφ, περί της προσκυνήσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού υπό των ποιμένων και Μάγων, περί της φυγής του Χριστού μετά της Θεομήτορος στην Αίγυπτο και περί της Υπαπαντής του Κυρίου. Στο δεύτερο ήμισυ του ύμνου γίνεται λόγος περί της σαρκώσεως του Κυρίου, της θεώσεως των ανθρώπων και της θεομητορικής αξίας της Παναγίας.
Ο αοίδιμος Αρχιμ. π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος στο περισπούδαστο ερμηνευτικό του υπόμνημα στον Ακάθιστο Ύμνο, θεοπνεύστως επεξηγεί τις συμβολικές, θεολογικές και δογματικές φράσεις, εικόνες και παρομοιώσεις του υμνογραφήματος του Ακαθίστου Ύμνου.
Ορισμένες εκ των ερμηνευτικών αναλύσεων του αειμνήστου Γέροντος Επιφανίου, διανθισμένες και με την θεολογική διδασκαλία των Θεοφόρων Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, παραθέτουμε κάτωθι:
Η Παναγία ονομάζεται «Νύμφη Ανύμφευτος», διότι ενώ κατέστη «θεόνυμφος» Μήτηρ του Ιησού Χριστού, παρέμεινε πάντοτε παρθένος και δεν εγνώρισε άνδρα νυμφίον. Είναι λοιπόν και «νύμφη», εφόσον συνέλαβε και εγέννησε Υιό -πράγμα που προϋποθέτει «γάμον», και «ανύμφευτος», εφόσον η σύλληψις του Μονογενούς Υιού της συνετελέσθη όχι φυσικώς, αλλά υπερβατικώς, εκ Πνεύματος Αγίου. Η Αειπάρθενος υπήρξε «Νύμφη Κυρίου».
Η φράση «Βίβλος εσφραγισμένη» ενθυμίζει το Ε΄ κεφάλαιο της Ιεράς Αποκαλύψεως, όπου γίνεται λόγος περί «βιβλίου γεγραμμένου έσωθεν και όπισθεν, κατεσφραγισμένου σφραγίσιν επτά». Το μυστηριώδες εκείνο βιβλίο, ουδείς άλλος ηδυνήθη να ανοίξει πλην του «Αρνίου-Χριστού». Ο υμνωδός ονομάζει εδώ την Αειπάρθενον ως «Χριστού βίβλον έμψυχον εσφραγισμένην πνεύματι», διότι: Α) όπως το μυστηριώδες «βιβλίον» της Αποκαλύψεως περιέχει τα σωτηριώδη σχέδια της θείας προνοίας για το μέλλον, τοιουτοτρόπως και η Αειπάρθενος υπήρξε φορέας του μεγάλου σχεδίου της θείας προνοίας για την ενσάρκωση του Μονογενούς Υιού του Θεού και της σωτηρίας μας, Β) όπως το «βιβλίον» εκείνο ήταν «εσφραγισμένον» τοιουτοτρόπως και η Παναγία ήταν αμόλυντος και αμώμητος παρθένος, Γ) όπως το «βιβλίον» εκείνο μόνον ο Ιησούς Χριστός ηδυνήθη να ανοίξει, έτσι και η Παρθένος –μόνη αυτή- κατά τρόπο υπερφυσικό έγινε Μήτηρ του Ιησού Χριστού και ουδενός άλλου. Η έννοια της λέξεως «εσφραγισμένη» δεν πρέπει να περιορισθεί μόνον στο αειπάρθενον της θεοτόκου, αλλά να επεκταθεί και στα μέγιστα χαρίσματα με τα οποία εστόλισε αυτήν το Πανάγιον Πνεύμα. Γι’ αυτό ακριβώς ο ποιητής λέγει ότι η Αειπάρθενος είναι «εσφραγισμένη Πνεύματι».
Η φράση «οσφράδιον του Πάντων Βασιλέως» κατά την ερμηνεία της προβάλλει την Παναγία ενώπιον του Θεού ως την μοναδική ευωδία. Η λέξη «οσφράδιον» χρησιμοποιείται στην Ιατρική για να δηλωθεί η χρήση κατάλληλης ουσίας με την οποία συνέρχονται οι λιποθυμούντες. Επομένως εδώ το «οσφράδιον» σημαίνει το άρωμα, την ευωδία, την πνευματική υπερτάτη ευωδία του Θεού.
Με τη φράση «ως χώρα ανήροτος» ο ποιητής μας μεταφέρει στην αγεώργητη γη, στην αρχή της δημιουργίας, η οποία χωρίς αροτρίαση και χωρίς σπορά, με μόνον το πρόσταγμα του Θεού, βλαστάνει τα φυτά της. Έτσι και η αειπάρθενος, χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση, χωρίς ανθρώπινο σπέρμα, δια μόνης της επεζεύσεως και επισκιάσεως του Αγίου Πνεύματος, βλαστάνει το «θείον φυτόν» της, τον Κύριον Ιησού Χριστό.
Η φράση «Χαίρε, Πύλη μόνη…» έχει ληφθεί από τον Προφήτη Ιεζεκιήλ, ο οποίος είδε σε όραμα «την πύλην των αγίων (του Ναού) την εξωτέραν την βλέπουσαν κατά ανατολάς, και αύτη ην κεκλεισμένη». Ο προφήτης άκουσε της φωνής του Θεού, ότι «η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται και ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής, και έσται κεκλεισμένη». Πρόκειται για θαυμάσια και όντως θεόπνευστη προτύπωση της Θεοτόκου. Την «πύλη» αυτή, η οποία είναι η ανύμφευτος Παρθένος Μαριάμ, μόνος ο Κύριος «διώδευσε», δηλαδή εγεννήθη εξ αυτής, αλλά και άφησε αυτήν και πάλιν «κεκλεισμένην» αφού διεφύλαξε αλώβητη την παρθενίαν της Θεομήτορος, η οποία είναι η μόνη αειπάρθενος γυναίκα-μητέρα στο ανθρώπινο γένος. Ας παραληρούν οι πλανώμενοι αιρετικοί ότι δήθεν η Μήτηρ του Κυρίου εγέννησεν και άλλα τέκνα δια της φυσικής οδού. Η Θεοτόκος ήταν παρθένος «και προ τόκου και εν τόκω και μετά τόκον». Ουδείς άλλος πλην του Μονογενούς Υιού Λόγου «διώδευσε» την «Πύλην» του Θεού.
Η Θεοτόκος, η οποία προτυπώθηκε στην Παλαιά Διαθήκη ως «επτάφωτος Λυχνία», στον Ακάθιστο Ύμνο είναι η υμνούμενη αληθινή και ζώσα λυχνία, η οποία είχε ως «Λύχνον» πάμφωτο τον Χριστό, το «φως του κόσμου».
Από τις ομορφότερες συμβολικές παρομοιώσεις του Ακαθίστου Ύμνου είναι εκείνη που χαρακτηρίζει την Δέσποινα Θεοτόκο ως «στάμνα, μάννα φέρουσα». Όταν οι Ιουδαίοι εξήλθαν από την Αίγυπτο και περιεπλανώντο στην άνυδρη έρημο, γόγγυζαν κατά του Θεού λόγω της ελλείψεως τροφής. Ο Θεός τότε έστειλεν σ’ αυτούς μία ουράνια τροφή, που την ονόμασαν οι ίδιοι «μάννα». Ο Μωυσής δε είπε στον Ααρών να γεμίσει με «μάννα» ένα δοχείο, μία χρυσή στάμνα, και να εναποθέσει αυτή στην «Κιβωτό της Διαθήκης» μέσα στην «Σκηνήν του Μαρτυρίου», ώστε να ενθυμίζει διαρκώς στους Ισραηλίτες το θαύμα τούτο του Θεού. Η στάμνα αυτή ήταν προτύπωση της Θεοτόκου, η οποία έφερε εντός της τον «Άρτον της ζωής», τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι για τους πιστούς τροφή πραγματική στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, απείρως γλυκυτέρα του παλαιού «μάννα».
Η Θεοτόκος είναι η «ακόπως βαστάσασα» της «γης το θεμέλιον», που είναι ο Χριστός. Η φράση αυτή σημαίνει ότι η Θεοτόκος εν τη πανάγνω κοιλία της κυοφόρησε τον Υιό της χωρίς να αισθανθεί ουδόλως κόπον ή βάρος. Ο Κύριός μας συνελήφθη ασπόρως, εκυοφορήθη ακόπως, εγεννήθη ανωδίνως.
Η φράση «πλέξασα εχειρόπλοκον στέφανον» είναι δυνατόν να λάβει δύο ερμηνείες: Α) Η Θεοτόκος έδωσε σάρκα στον Κύριο, «έπλεξε στέφανον». Επειδή όμως ο Κύριος συνελήφθη ασπόρως, είναι στέφανος «αχειρόπλοκος». Β) Η Θεοτόκος έδωσε σάρκα, «έπλεξε στέφανον» στον άκτιστο και αδημιούργητο («αχειρόπλοκο») Θεό. Η πρώτη ερμηνεία αναφέρεται στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου, ενώ η δεύτερη στην θεία φύση.
Η Παναγία ονομάζεται «ξύλον της ζωής». Ο παλαιός Παράδεισος της Εδέμ είχε εντός του, ως κέντρο του, το «ξύλον της ζωής». Η Παναγία, ως έμψυχος και ζων παράδεισος, είχε εντός της Πανάγνου κοιλίας της την αρχή και το τέλος και το κέντρον των πάντων, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι όντως το «ξύλον της ζωής» και δίδει ζωή αιώνια, ανωτέρα εκείνης την οποία έδιδε το δένδρο του Παραδείσου της Εδέμ. Ο γλυκασμός των καρπών του δένδρου αυτού, δηλαδή το σώμα και το αίμα του Κυρίου, το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ανιστά και ζωοποιεί όλους εκείνους που εθανάτωσε η φθοροποιός αμαρτία.
Η Παναγία προτυπώνεται και ταυτίζεται με την Ιερουσαλήμ. Αν στην Ιερουσαλήμ υπήρχε ο Ναός του Σολωμόντος όπου ελατρεύετο ο Θεός, η Παναγία έγινε η ιδία έμψυχος Ναός, πραγματική κατοικία της Θεότητος.
Ο υμνωδός ονομάζει τη Θεοτόκο «περιήχημα» των Προφητών έχοντας υπόψιν του όχι μόνο την σαφή προφητεία του Ησαΐου: «ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησαΐου Ζ, 14), αλλά και πολλές άλλες προτυπώσεις της Θεοτόκου, οι οποίες απαντούν στους προφήτες, από του Μωυσέως μέχρι του Δανιήλ. Η ράβδος του Ααρών, η στάμνος του μάννα, η κιβωτός της Διαθήκης, η Τράπεζα της προθέσεως, η Χρυσή Λυχνία, κεκλεισμένη πύλη, το αλατόμητον όρος κ.ά. Ποιά άλλη ως προτύπωση και συμβολικώς «προκατήγγειλε» ο σύλλογος των Προφητών με τις φράσεις «στάμνος, μάννα, ράβδος, πλάκα και αλατόμητον όρος»; Γι’ αυτό η παρθένος είναι το «περιήχημα» των Προφητών, δηλαδή το «κήρυγμα των προφητών».
Ο υμνωδός ονομάζει την Παναγία ως «πόκον ένδροσον», διότι αυτή, όλως θαυματουργικώς και υπερφυσικώς, συνέλαβε και εγέννησε τον Κύριον, ο οποίος ως ουράνια δρόσος, κατήλθε σ’ αυτήν ησύχως και αθορύβως χωρίς να προξενήσει φθορά στην παρθενία της. Πόκος είναι το «ποκάρι μαλλιών» (πόκος ερίου) που ο Κριτής του Ισραήλ Γεδεών έθεσε σε περίοδο ξηρασίας έξω στην ύπαιθρο και τότε επέπεσε η δρόσος και ο Γεδεών πιέσας τον «πόκον» εγέμισε μιαν λεκάνη ύδατος. Το θαύμα που ζητούσε το Ισραήλ από τον Θεόν είχε συντελεσθεί.
Η Θεοτόκος ονομάζεται επίσης «άφλεκτος βάτος», «νεφέλη ολόφωτος», «πυρίμορφον όχημα», κ.α. Με τις ονομασίες αυτές υπογραμμίζεται το «αειπάρθενον» της Θεοτόκου και η συμβολή στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας περί της ενσαρκώσεως και ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.
14) Ο υμνογράφος ονομάζει την Παναγία «Τόμον», δηλαδή πίνακα, βιβλίον, στο οποίο έχει γραφτεί όχι δια χειρός ανθρώπου, αλλά δια του δακτύλου του Θεού Πατρός, ο Υιός και Λόγος του Θεού. Με αυτό υπογραμμίζεται ότι η γέννηση του Κυρίου έγινε υπερφυσικώς, δια μόνης της προσταγής του Θεού.
15) «Χαίρε σιγής δεομένων πίστης». Η φράση αυτή δύναται να λάβει πολλές ερμηνείες. Η Παναγία λοιπόν επίστευε απολύτως στα απερινόητα μυστήρια, τα οποία σ’ αυτήν και δι’ αυτής επετέλεσε ο Θεός. Τοιουτοτρόπως η Θεοτόκος απέβη η προσωποποίηση της τελείας πίστεως σε πράγματα τα οποία γίνονται δεκτά όχι με συζητήσεις και έρευνες της ταλαίπωρης ανθρωπίνης λογικής, αλλά με ταπείνωση και σιγή. Την ακράδαντη πίστη της Παναγίας σε όσα θαυμαστά και παράδοξα της απεκάλυψε ο Θεός δια του Αγγέλου εκάλυψε η σιγή της αποδοχής και υπακοής. Η άλλη ερμηνεία είναι η εξής: Η Παναγία είναι για εμάς η διαπίστωση, η βεβαίωση, η απόδειξη των πραγμάτων που γίνονται δεκτά με σιγή, με ταπείνωση, με υπακοή. Βλέποντας δηλαδή τα όσα θαυμαστά έγιναν σ’ αυτήν, αποκτούμε βεβαιότητα περί της αληθείας και των άλλων θαυμαστών και υπέρ νουν και έκφραση πραγμάτων της Αγίας μας πίστεως.
16) Η φράση «Λειμώνα της Τρυφής αθανάλλεις», ενθυμίζει τον «παράδεισον (κήπον) της τρυφής» (Γεν. 2, 15), μέσα στον οποίο ο Θεός ετοποθέτησε τους προωτοπλάστους. Επειδή εχάσαμε εκείνο τον «λειμώνα της τρυφής» λόγω της παρακοής μας, η Παναγία γίνεται «Θεού συνεργός» προκειμένου να βλαστήσει για χάρη μας νέος «λειμών τρυφής», απείρως τερπνότερος του παλαιού. Ποίος ο νέος «λειμών»; Ο Χριστός, η διδασκαλία του, τα μυστήριά του. Με μία λέξη η Αγία του Εκκλησία.
17) Γλαφυρότατη η φράση: «Αστέρος αδύτου Μήτηρ». Πολλοί άνθρωποι έλαμψαν κατά καιρούς ως αστέρες… και εκατομμύρια ανθρώπων επεθύμησαν να είχαν τη δόξα τους. Όλων όμως αυτών των εφήμερων «αστέρων» η λάμψη ήταν φευγαλέα και παροδική. Απήλθαν εκ του μάταιου τούτου κόσμου και το «μνημόσυνον αυτών απώλετο μετ’ ήχου». Ούτε τα ονόματά τους πολλές φορές δεν διέσωσε η ιστορία. Πόση διαφορά μεταξύ αυτών και του Υιού της Παρθένου! Αυτός σελαγίζει συνεχώς στους αιώνες και καταυγάζει με το θείο φως του όλους τους κόσμους, ορατούς και αοράτους. Ο χρόνος που παρέρχεται, δεν μειώνει την λάμψη του… Ο Υιός της Παρθένου όμως ως «άδυτος Αστήρ» θα εξακολουθήσει να ακτινοβολεί και το γλυκύ και ιλαρόν φως του θα φωτίζει την Πόλη του Θεού, την Άνω Ιερουσαλήμ στους αιώνες των αιώνων.
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Ιωάννης Ελ. Σιδηράς Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός
https://proskynitis.blogspot.
Με πρότυπο την Παναγία
Στην ζωή των μεγαλυτέρων η Παναγία είναι παρούσα. Στις δυσκολίες, στα αιτήματα, στις αγωνίες την επικαλούμαστε, συχνά αυθόρμητα.
Οι περισσότεροι νέοι όμως δεν έχουν αυτόν τον σύνδεσμο. Ίσως γιατί δεν μπορούν να κατανοήσουν πόσο σημαντικό είναι να έχουμε ως πρότυπο μία γυναίκα η οποία από την παιδική της ηλικία αγάπησε τον Θεό και προχώρησε στην πιο ηρωική πράξη που θα μπορούσε να κάνει ο άνθρωπος: να δεχτεί στην ύπαρξή του τον Θεό ακέραιο και να του δανείσει την σάρκα, ώστε να προσλάβει την ανθρώπινη φύση.
Η κίνηση αυτή της Παναγίας είναι καρπός απόλυτης αγάπης. Οι νέοι σήμερα δεν μπορούν να αγαπήσουν τον Θεό κατά προτεραιότητα. Ακόμα κι όσοι συμμετέχουν στην Εκκλησία αισθάνονται τον Θεό ως ένα τμήμα, όχι ως την ίδια τους την ζωή. Γι’ αυτό και δεν μπορούν να καταλάβουν την απόφαση της Θεοτόκου να εμπιστευθεί τον Θεό θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή, την αξιοπρέπεια, την σχέση της με τον κόσμο. Διότι ο ιουδαϊκός νόμος ήταν σαφής. Παραδειγματική τιμωρία την περίμενε αν ο Ιωσήφ, ο μνήστοράς της, δεν την κάλυπτε για την απρόσμενη εγκυμοσύνη. Η Παναγία δεν επιτρέπει ενδοιασμούς στον εαυτό της. Η αγάπη είναι παράδοση στο θέλημα του Θεού.
Οι νέοι σήμερα δυσκολεύονται να κατανοήσουν το πώς μία γυναίκα αποφασίζει να αφιερώσει την ζωή της στο μεγάλωμα ενός παιδιού, γνωρίζοντας ότι αυτό θα ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα. Δεν θα δει από αυτό την χαρά της οικογένειας, της επαγγελματικής επιτυχίας, της φροντίδας. Δεν θα μπορεί να έχει ούτε καν φιλοδοξίες γι’ αυτό, να προσδοκά. Γνώριζε εξ αρχής ότι θα ήταν "σημείον αντιλεγόμενον". Ότι θα βίωνε κοντά Του οξύ τον πόνο της δίστομης ρομφαίας στην καρδιά της. Σε μία εποχή ιδιοτέλειας και κτητικότητας, μία τέτοια πρόγνωση είναι απόλυτα αποτρεπτική.
Οι νέοι σήμερα δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι σημαίνει πνευματική χαρά, αυτήν δηλαδή που βίωνε η Παναγία όντας κοντά στον Υιό της. Ότι δεν είναι οι υλικές απολαύσεις, η σταθερότητα και η ασφάλεια το κλειδί για να είναι χαρούμενος ο άνθρωπος, αλλά το να έχει τον Θεό στην καρδιά του, να Τον κοινωνεί στα πρόσωπα όσων Τον αποδέχονται και να προσεύχεται για όλους όσους Τον απορρίπτουν. Ότι χαρά σημαίνει καθαρή καρδιά. Σημαίνει να νοιάζεται κάποιος για να μπορούν οι άνθρωποι να έχουν νόημα ζωής. Να επιλέγει την οδό της ταπείνωσης και όχι της έπαρσης. Να σηκώνει τον σταυρό που του αναλογεί όχι με μίσος και απέχθεια, αλλά με ελπίδα. Ότι χαρά είναι τελικά η αγάπη.
Ο πολιτισμός μας κάνει τους νέους να αναζητούν αλλού πρότυπα. Στον εκκοσμικευμένο τρόπο ζωής η εικόνα του εαυτού δεσπόζει, στα κινητά, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, στον καθρέφτη του σπιτιού.
Στις εικόνες της η Παναγία είναι πάντοτε μαζί με τον Υιό της. Εκείνον κοιτά. Εκείνον δείχνει. Αλλά και όταν είναι μόνη της έχει τα χέρια της στραμμένα προς τον ουρανό, προσευχόμενη για τον καθέναν μας. Άφησε τον εαυτό της κατά μέρος. Και δείχνει σε όλους, ιδιαίτερα στους νέους, ότι η αληθινή καταξίωση δεν είναι η έγνοια για το «εγώ», αλλά το μοίρασμα, η σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ο τρόπος τελικά της Εκκλησίας. Ας είναι λοιπόν η Παναγία το πρότυπο που θα υιοθετήσουμε!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"
στο φύλλο της Τετάρτης 29 Μαρτίου 2017
Διαχρονικές ἀλήθειες ἐν μέσῳ Παγκοσμιοποίησης
Ἀντιφωνώντας τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν κατά τήν ἐπίσημη ὑποδοχή πού τοῦ ἔγινε στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν τὸ ἔτος 2001 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας κ. Ἀναστάσιος ἀναφέρθηκε σέ τρεῖς διαχρονικές ἀλήθειες πού ἀκολουθοῦν τόν ἄνθρωπο ἀπό ὑπάρξεώς του καί οἱ ὁποῖες, ἔλαβαν ἄλλη διάσταση μέ τήν ἐμφάνιση καί καθιέρωση τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Γι’ αὐτό καί ὁ κ. Ἀναστάσιος τίς ἀνέλυσε μέ βάση τήν ὁριοθέτηση πού ἔκανε σέ αὐτές ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος. Ὁ προκαθήμενος τῆς Ἀλβανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶπε συγκεκριμένα:
Ὅταν λειτουργεῖ κανείς (κληρικός) στήν Ἀθήνα, αὐθόρμητα n σκέψη στρέφεται στόν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν ὁ ὁποῖος, μέ τόν πιό συνεκτικό τρόπο, μίλησε γιά τό μυστήριον τοῦ Χριστοῦ στόν Ἄρειο Πάγο. Ἐκεῖ, ὄχι ἁπλῶς ἔθιξε, ἀλλά καί καθόρισε αἰώνια κριτήρια γιά τή λύση θεμάτων πού ἐξακολουθοῦμε νά ἀντιμετωπίζουμε καί σήμερα. Ἐπισημαίνω τρία:
Πρῶτον, τό θέμα ἔθνος καί οἰκουμένη.
Δεύτερον, πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ἀνανέωση.
Τρίτον, παρόν καί ἔσχατα γιά κάθε ἄνθρωπο καί γιά ὅλο τόν κόσμο.
1. Ἡ οἰκουμενική διάσταση καί προοπτική δέν εἶναι κάτι πού σήμερα ἀνακαλύφθηκε μέ τίς πολλές συζητήσεις περί παγκοσμιoποιήσεως. Ἤδη, στό σύντομο κείμενο πού περιεκτικά μᾶς διέσωσε ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἀναφέρεται μέ σαφήνεια, καί ὡς ἔννοια καί ὡς λέξη, τό ἔθνος καί ἡ οἰκουμένη. Ὁ Θεός «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπί πᾶν τό πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιρούς καί τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. ιζ΄ 26).
Σέ μεταγενέστερες ἐποχές δέν ἔλειψαν διάφορες παρερμηνεῖες αὐτῆς τῆς πρωταρχικῆς ἀλήθειας. Ἡ παλαιά βιβλική ἀρχή, «μακάριον τό ἔθνος οὗ ἐστι Κύριος ὁ Θεός αὐτοῦ» (Ψαλμ. λβ΄:12), ἑρμηνεύθηκε μέ ἐθνικιστικά κριτήρια πού ἀναδύθηκαν στόν 19ο αἰώνα.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ καί ἱδρυτής τῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων στίς περιοχές τῆς Ἑλλάδος, ἐπανέλαβε ὅτι «ὁ Θεός, ὁ ποιήσας τόν κόσμον καί πάντα τά ἐν αὐτῷ» (στίχ. 24), αὐτός δίδει «πάσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα. Ἐποίησε ἐξ ἑνός αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων» (στίχ. 25 – 26). Ὅλα τά ἔθνη ἀνήκουν στήν ἴδια ἀνθρωπότητα, πού πλάστηκε ἀπό τόν ἴδιο Δημιουργό. Κανένα ἔθνος, ἀνεξάρτητα ἀπό τό πόσο θρησκεύεται, δέν ἔχει ἀποκλειστικότητα στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Μετά μάλιστα τή σταυρική θυσία καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, κάθε διαχωρισμός μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καταργεῖται καί ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας Του ἀποβλέπει στό νά «εἶναι τά ἔθνη συγκληρονόμα καί σύσσωμα καί συμμέτοχα τῆς ἐπαγyελίας αὐτοῦ ἐν Χριστῷ διά τοῦ εὐαγγελίου» (Ἐφεσ. γ΄ 6). Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, «ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ), τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. α΄ 23), ἔχει ἀνέκαθεν παγκόσμιο ὁρίζοντα καί αὐτό καλούμεθα ἰδιαίτερα, τόσο οἱ ποιμένες ὅσο καί οἱ θεολόγοι, νά τό ἐνισχύσουμε στή συνείδηση κάθε πιστοῦ καί κάθε λαοῦ. Ὅ,τι συμβάλλει στήν οὐσιαστική ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων πρέπει νά ἐνισχυθεῖ.
Ἡ παγκοσμιότητα δέν ἔρχεται στίς μέρες μας ἀπ' ἔξω. Βλάστησε μέσα στόν χῶρο τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ὡς οἰκουμενικότητα καί ἀναπτύχθηκε κάτω ἀπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία στό δρόμο της ὑπῆρξε οἰκουμενική. «Ὁ Θεός τά νῦν (καί αὐτό ἀρχίζει ἀπό τούς ἀποστολικούς χρόνους καί φθάνει μέχρι σήμερα γιά νά συνεχισθεῖ στόν αἰώνα) παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (στίχ. 30).
Ἡ προοπτική εἶναι παγκόσμια. Δέν ἀφορᾶ μόνο ἕναν λαό, μερικούς ἀνθρώπους ἐκλεκτούς. «ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾖ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (στίχ. 31). Δέν αἰφνιδιαζόμαστε λοιπόν σήμερα μέ τή διαδικασία αὐτή τῆς προσεγγίσεως τῶν λαῶν καί τῶν ἀνθρώπων. Ἀνησυχοῦμε βεβαίως γιά τίς κατευθύνσεις πού μπορεῖ νά λάβει καί τήν ἐκμετάλλευση ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος ἀπό ὁμάδες ἰδιοτελῶν ἀτόμων, αἰχμαλώτων στά ἐγωκεντρικά τους κίνητρα. Πρόκειται γιά μία πιθανή καταιγίδα. Ἀλλά δέν ἔχει νόημα νά πεῖ κανείς ὅτι εἶναι ἐναντίον τῆς θυέλλης. Τό ζητούμενο εἶναι, πῶς θά προετοιμασθεῖ γιά νά ἀντιμετωπίσει τή θύελλα πού ἔρχεται καί νά ὁδηγήσει σωστά τό πλοῖο μέσα στά ἐπικίνδυνα κύματα καί ρεύματα.
2. Καί τώρα, δύο λόγια γιά τό δεύτερο θέμα:
Πολιτιστική παράδοση καί συνεχής ἀνανέωση. Ὁ ρηξικέλευθος Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν στάθηκε μέ εὐλαβικό σεβασμό στά ἐπιτεύγματα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί δέν δίστασε νά τά τοποθετήσει μέσα στήν πρόνοια τοῦ θεοῦ, νά τά ἐντάξει μέσα στή βιβλική παράδοση. «Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ' ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γάρ καί γένος ἐσμέν» (στίχ. 28). Μία σαφής παραπομπή στόν Ἄρατο (Φαινόμενα, 5).
Τήν ὥρα πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τολμάει νά ἀρθρώσει τή χριστιανική πρόταση στήν πρωτεύουσα τοῦ ἀρχαίου πνευματικοῦ κόσμου, ὁ ἑλληνικός κόσμος - ὅπως ἔχουν ἐπισημάνει πολλοί στοχαστές - εἶχε διανύσει μία ἐκπληκτική πορεία πνευματικῆς ἀναπτύξεως, μέ θαυμαστή ἀξιοποίηση τοῦ λόγου ὡς καθολικῆς καί ἀνωτέρας ἀξίας. Φθάνoντας ὕστερα ἀπό μία φωτεινή τροχιά στό σύνορο της λογικῆς, εἶχε ἀρχίσει νά διαβλέπει ὅτι πέρα ἀπό αὐτήν ἐκτείνεται ὁ ἀνεξερεύνητος χῶρος τοῦ Ἀρρήτου. Καί νά συνειδητοποιεῖ ὅτι σέ αὐτόν τόν χῶρο ἦταν ἀδύνατο νά διεισδύσει μέ τίς δικές του δυνάμεις. Σέ αὐτήν τήν ἔντονη ἐσωτερική λαχτάρα γιά νέες ἐξερευνήσεις, γιά νέα δημιουργία ἔρχεται ἡ παρέμβαση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Μέχρι τότε, ὁ ἑλληνική διανόηση εἶχε στηριχθεῖ καί ἀναδιπλωθεῖ στή σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου ὡς σκεπτόμενου ὄντος, πού συνειδητοποιεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν γύρω του κόσμο μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς του. Γιά τόν Παῦλο, ἡ βασική στροφή, ἡ «μετάνοια» τῆς ἀνθρωπότητος, πρέπει νά γίνει πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀπροσπέλαστης γιά τόν νοῦ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ἀπoκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. «Τούς μέν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδών ὁ Θεός τά νῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» (στίχ. 30). Ἡ ἀνάγκη τῆς μετανοίας θά παραμείνει συνεχής, μόνιμη πηγή ἀνανεώσεως. Γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο τελικό κριτήριο παραμένει ἀκριβῶς ὁ σταυρωθεὶς καί ἀναστὰς Ἰησοῦς, βάσει τοῦ παραδείγματος καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁποίου ὁ Θεός «μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (στίχ. 31).
Ὁ Παῦλος δέν ἀνησύχησε ἄν χαμογέλασαν καί χλεύασαν τό ἐπαναστατικό μήνυμά του. Ὁ Ἀπόστολος φύτευσε στήν καρδιά τοῦ ἀρχαίου πολιτισμένου κόσμου μίαν ἀλήθεια. Ἤξερε ὅτι αὐτή ἔκρυβε μία ἐκπληκτική δυναμική ἀναπτύξεως καί πολιτισμοῦ. Οὔτε κἄν διανοήθηκε νά τήν ἐπιβάλει πολιτικά ἤ στρατιωτικά, ὅπως θά ἔκανε ἀργότερα, ὕστερα ἀπό 7 αἰῶνες κάποιος ἄλλος ἱδρυτής θρησκείας. Οἱ μεγάλες ἀλήθειες δέν χρειάζονται τεχνική στήριξη. Ριζώνουν ἀθόρυβα καί καρποφοροῦν μακροπρόθεσμα. Τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας θά εἶναι πάντοτε νά εἶναι φορέας ἀλήθειας καί ζωῆς ἐν Χριστῷ, χωρίς διάθεση ἐπιθετικότητας, ὅπως συμβαίνει σέ ἄλλα θρησκευτικά συστήματα.
3. Κάθε Θεία Λειτουργία μᾶς ἐπανατοποθετεῖ στήν προοπτική πού ὁ Παῦλος καθόρισε σχετικά μέ «τό παρόν» καί «τά ἔσχατα». Μέ τό «τά νῦν» καί τήν «ἡμέραν ἐν ᾖ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην». Τό προσωπικό παρόν, τό παρόν τοῦ λαοῦ μας, τῆς περιοχῆς, τοῦ κόσμου, μᾶς ἀφορᾶ ἄμεσα. Καί ἡ εὐχαριστιακή κοινότητα, ἡ συναγμένη στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, καλεῖται νά δώσει ὅ,τι πιό πολύτιμο ἔχει.
Ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά παραμείνει φορέας πνευματικῆς ἐλευθερίας, παρηγοριᾶς καί ἐλπίδος στόν σύγχρονο κόσμο. Φιλάνθρωπη, στήν ἀρχική ἔννοια τοῦ ὅρου. Γεμάτη συμπόνοια καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τόν εὑρισκόμενο σέ ἀνάγκες καί στενοχωρίες, ἀνεξαρτήτως καταγωγῆς, φυλῆς, χρώματος, φύλου, θρησκευτικῶν πεποιθήσεων.
Τόν ἀδικούμενο ἤ διωκόμενο λόγω κοινωνικῶν ἤ πολιτιστικῶν διαφορῶν. Ὑποστηρίζοντας ἀνεπιφύλακτα τήν ἰσότητα ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τό χρέος τῆς ἀδελφοσύνης. Καλεῖται νά ἔρχεται ἀρωγός πρός πάντα ἄνθρωπον, μάλιστα τόν ἁμαρτωλό καί τόν ἐλάχιστο ἀδελφόν, τόν ὁποῖο διάφοροι κατά τόπους καί θέσεις ἰσχυροί ὑποτιμοῦν καί περιφρονοῦν. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ταγμένη νά τονίζει τήν ἀξία καί τό κάλλος τοῦ ἁγίου βίου καί νά καλλιεργεῖ πρόσωπα ἐλεύθερα πού μέ τό ἦθος, τόν χαρακτήρα, τό δημιουργικό τους πνεῦμα ἀνυψώνουν τόν ἑαυτό τους καί τήν κοινωνία.
Στίς διάφορες ἀναστατώσεις, στίς παγκόσμιες κοινωνικές καί πολιτικές ἀνακατατάξεις πού μᾶς τρομάζουν, τό βλέμμα μας ἠρεμεῖ, καθώς εἶναι στραμμένο πρός τό τέλος, τή βεβαιότητα ὅτι ἡ ἱστορία δέν ἐξελίσσεται ἐρήμην Ἐκείνου στόν ὁποῖο ἔχει δοθεῖ «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη΄ 18), ὁ ὁποῖος καί θά ἔλθει «κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ». Οἱ χριστιανοί ἐπ' οὐδενί λόγῳ πρέπει νά παρασυρθοῦμε ἀπό τή μέθοδο τοῦ ἀντιπάλου, τήν ἐπιθετικότητα καί τήν ἐκδικητικότητα, ἀλλά ὀφείλουμε σταθερά νά εἴμαστε παράγοντες δικαιοσύνης.
Τό ἄλλο ὄνομα τῆς δικαιοσύνης λέγεται ἀνάπτυξη, ἀνάπτυξη γιά ὅλους, μέσα στόν τόπο μας, ἔξω ἀπό τόν τόπο μας. Ἡ Ἑλλάδα σήμερα ἔχει ἀποκτήσει προνομιακή θέση στά Βαλκάνια, καί ἐν πολλοῖς στόν κόσμο. Ἐπί 20 αἰῶνες δέχεται τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ὅσο ἐλάχιστες ἄλλες χῶρες. Ὅμως, ἡ ὁποιαδήποτε δωρεά τοῦ Θεοῦ παρέχεται γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ χρέους τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης στούς ἄλλους πού τίς στεροῦνται. «Παντί ᾦ ἐδόθη πολύ, πολύ καί ζητηθήσεται παρ' αὐτοῦ, καί ᾦ παρέθετο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν» (Λουκ. ιβ΄ 48).
Γιαννουλᾶτος Ἀναστάσιος ( Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων καὶ πάσης Ἀλβανίας)
http://inpantanassis.blogspot.
Ἡ Ἐκκλησία Σῶμα Χριστοῦ
Τι λέει για την Εκκλησία ο Απόστολος Παύλος; Τη χαρακτηρίζει με μια συμβολική έκφραση πολύ περιεκτική και παραστατική. Την ονομάζει Σώμα Χριστού. Χρησιμοποιεί μια θαυμάσια εικόνα, που ακόμα κι εγώ μπορώ να καταλάβω.Η Εκκλησία παρουσιάζεται ως Σώμα. Τι σημαίνει αυτό θα μου το αναλύσει ο ίδιος Απόστολος σιγά σιγά, ώστε να αντιληφθώ τι κρύβεται πίσω από αυτήν.
Την εικόνα του σώματος ως παράσταση της Εκκλησίας τη χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος γιατί έχει πολλή βαθιά σημασία και ταυτόχρονα μεγάλη σαφήνεια. Ο ίδιος γράφει στους Χριστιανούς των Κολασσών. «Και αυτός (ο Χριστός) εστι πρό πάντων και τα πάντα εν αυτώ συνέστηκε. Και αυτός εστιν η Κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας» (Κολασ. α' 7-8).
Πριν από όλα υπάρχει ο Χριστός. Όλα αυτός τα συγκρατεί και τα διατηρεί και τα κατευθύνει με την πάνσοφη και στοργική του πρόνοια. Και αυτός που όλα τα συγκρατεί και τα διευθύνει, αυτός είναι και η κεφαλή του σώματος που είναι η Εκκλησία. Πάλι για σώμα μιλάει ο απόστολος Παύλος.
Μιλάει για σώμα που δεν είναι τυχαία η κεφαλή του, αλλά αυτός ο Υιός και Λόγος του Θεού, που δημιούργησε τον κόσμο και σαρκώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Προς το παρόν μένω στην έννοια του σώματος. Η έννοια της Κεφαλής θα με απασχολήσει αργότερα.
Στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή λέει πάλι ο ίδιος Απόστολος «υμείς εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέλους» (Α' Κορ. ιβ' 27). Αποτελείτε, λέει, όλοι εσείς μαζί σώμα Χριστού. Και ο καθένας σας αποτελεί μέλος του Χριστού επί μέρους. Έτσι πιο συγκεκριμένα ο Απόστολος καθορίζει τι ακριβώς εννοεί με τον όρο σώμα Χριστού. Επομένως σύμφωνα με αυτά η Εκκλησία αποτελεί ένα πνευματικό οργανισμό που η αξία του έγκειται πρώτον στο ότι έχει ως κεφαλήν του τον Χριστό και δεύτερον στο ότι έχει ως μέλη του τον κάθε πιστό. Όλοι μαζί αποτελούν το σώμα του.
Μιλώντας ο απόστολος Παύλος για Κεφαλή και για Σώμα αναφερόμενος στην Εκκλησία, φανερώνει ένα διπλό μυστήριο. Το μυστήριο της Κεφαλής, που είναι ο Χριστός και το μυστήριο του Σώματος, που είναι οι πιστοί σ' αυτόν και που αποτελούν την Εκκλησία του. Τώρα βλέπω καθαρά, ότι η Εκκλησία αποτελεί άλλου είδος μέγεθος και όχι τέτοιο που μας συνήθισε η κοσμική αντίληψη γι' αυτήν.
Η Εκκλησία δεν είναι ούτε ίδρυμα ούτε σωματείο ούτε ένωση ούτε συνασπισμός ανθρώπων που έχουν κοινά υλικά συμφέροντα και κοσμικές επιδιώξεις. Η Εκκλησία δεν είναι πολιτικό ή πολιτιστικό ή κοινωνιστικό κίνημα ή ό,τι άλλο σχετικό που ανήκει σ' αυτές τις κατηγορίες μικρών ή μεγάλων ανθρωπίνων ομάδων με οποιαδήποτε γήινα κίνητρα ή σκοπούς ή επιδιώξεις. Η Εκκλησία είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ακατανόητο για το φτωχό μου μυαλό, υπαρκτό όμως και πραγματικό Σώμα, το Σώμα του Χριστού.
Την ιδιότυπη σχέση και θέση του κάθε πιστού μέσα στο σώμα αυτό την αποσαφηνίζει ο απόστολος Παύλος αναφερόμενος στην δική του θέση μέσα στο σώμα αυτό, πράγμα που ισχύει κατ' αναλογίαν και για κάθε πιστό. Να, τι λέει γράφοντας προς τους Κολασσαείς «νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου υπέρ υμών και ανταναπληρώ τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού ο εστιν η Εκκλησία» (Κολασ. α' 24).
Χαίρομαι, λέει, για ό,τι πάσχω για χάρη σας. Πάσχοντας ανακαλύπτω, αλλά και πραγματοποιώ κάτι βαθύτερο και μυστικότερο. Πάσχοντας δηλαδή εγώ για σας συντελώ στη συμπλήρωση των θλίψεων που πρέπει να γίνει από το σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία του. Με άλλα λόγια ό,τι δεν προσφέρετε εσείς από άποψη πόνου ως προσφορά στο Χριστό, το προσφέρω εγώ για σας, αντί για σας. Τα λόγια αυτά του Αποστόλου θα μπορούσα ίσως να τα εννοήσω και υπό μια άλλη άποψη. Πάσχω για σας και χαίρομαι για τα παθήματά μου αυτά. Με τον τρόπο αυτό αναπληρώνω ό,τι θα έπασχε ο Χριστός, αν εξακολουθούσε να βρίσκεται στον κόσμο αυτόν.
Ο ίδιος όμως εκπληρώνοντας πέρα για πέρα το έργο, που είχε να κάνει ως άνθρωπος επάνω σ' ετούτη τη γη, έφυγε από κοντά μας. Στη θέση του τώρα είμαστε εμείς. Και εμείς συνεχίζουμε να θλιβόμαστε και να πονούμε για το σώμα αυτό που λέγεται και είναι η Εκκλησία του. Όπως όμως κι αν πάρω το πράγμα, το ίδιο σημαίνει κατά βάθος. Τελικά δηλαδή υπάρχει μια μυστική σχέση του Χριστού με την Εκκλησία του. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού.
Αυτά που αναφέρονται πιο πάνω δεν μου τα λέει κάποιος ανεύθυνος κοσμικός άνθρωπος ούτε ένας σοφός ιστορικός ή βαθυνούστατος κοινωνιολόγος ή κάποιος αντίστοιχός τους, αλλά αυτός που υπήρξε «στόμα Χριστού», ο θεορρήμων και ουρανοβάμων και δοχείο της θείας σοφίας απόστολος Παύλος. Και ό,τι αυτός λέει για την Εκκλησία διαφέρει όσο η μέρα από τη νύχτα εν σχέσει με αυτά που λένε για την Εκκλησία οι κοσμικοί άνθρωποι. Αυτοί ποτέ δεν γνώρισαν την Εκκλησία.
Αυτοί ποτέ δεν είδαν με τα μάτια της ψυχής τους το μεγαλείο του Σώματος του Χριστού. Γι' αυτό κι εγώ υπήρξα πέρα για πέρα ανόητος και άμυαλος και ασύνετος και μωρός αφήνοντας τον εαυτό μου να επηρεάζεται από τις δικές τους κοσμικές και γι' αυτό ψεύτικες και ανάξιες λόγου αντιλήψεις για την Εκκλησία.
Η Εκκλησία μου λοιπόν είναι κάτι που απλώνεται σε χώρους μυστικούς, σε χώρους πνευματικούς και ουράνιους δια μέσου της Κεφαλής της, που είναι ο Χριστός. Οφείλω γι' αυτό να μελετήσω ως πιστός Χριστιανός με ταπείνωση και αγάπη, με ευλάβεια και σεβασμό, την αλήθεια αυτή. Οφείλω να ζητώ ταπεινά και με θέρμη το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος για να την εναποθέσω βαθιά μέσα στην καρδιά μου ως αγία πεποίθηση και βεβαιότητα, ώστε να αποκτήσω σιγά σιγά συνειδητή και σε βάθος γνώση αυτού που είναι η Εκκλησία του Χριστού, αφού σ' αυτήν βαφτίστηκα και από νήπιο ακόμη και σ' αυτήν βαφτίστηκα σώμα και ψυχή, με λόγια και έργα, ως την τελευταία μου πνοή.
Ο απόστολος Παύλος δεν χρησιμοποιεί τυχαία την εικόνα «σώμα» για να κάνει πιο αισθητή την έννοια «Εκκλησία». Έχει ζήσει ο ίδιος την πραγματικότητα της Εκκλησίας και γι' αυτό μπορεί να μιλάει όχι θεωρητικά, αλλά με βάση και την προσωπική του εμπειρία. Αν σ' αυτό προσθέσω πως είναι και φωτισμένος και εμπνευσμένος από το Άγιο Πνεύμα, τότε δεν έχω μπροστά μου μια εικόνα απλώς ανθρώπινη, αλλά θεϊκή. Αξίζει γι' αυτό να προσπαθήσω «εξ όλης της ισχύος μου» (Μαρκ. ιβ' 30) να απασχοληθώ με το νόημα αυτής της εικόνας εμβαθύνοντας σ' αυτήν όσο μπορώ πιο πολύ.
Σε προηγούμενες θεωρήσεις μου διαπίστωσα πως η Εκκλησία αποτελεί θεϊκό μυστήριο κρυμμένο στα βάθη της αγάπης του Θεού. Προχωρώντας λίγο πιο πέρα βλέπω από ό,τι μου λένε σχετικά οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Πατέρες έπειτα από αυτούς, ότι η πρώτη Εκκλησία στον κόσμο ήταν η Εκκλησία των Πρωτοπλάστων μέσα στον Παράδεισο. Εκεί οι πρώτοι άνθρωποι ζούσαν σε αδιάκοπη επικοινωνία με τον Δημιουργό τους και αποτελούσαν Θεός και άνθρωποι μια θαυμάσια κοινωνία αγάπης, αμοιβαιότητας, ευφροσύνης, χαράς και μακαριότητας «ανεκλαλήτου», απερινόητης, τέτοιας δηλαδή που δεν μπορεί να συλλάβει ο φτωχός μας νους.
Με τη θλιβερή πτώση των Πρωτοπλάστων καταλύθηκε η θαυμαστή εκείνη κοινωνία. Και χρειάστηκε ύστερα από μεγάλη διαδικασία στην ιστορία των ανθρώπων να γίνει η εκλογή του «περιούσιου λαού» του Θεού, του Ισραήλ. Η εκλογή αυτή σήμαινε την προπαρασκευή των ανθρώπων να ξαναμπούν στην Εκκλησία εκείνη, στην αρχαία εκείνη και μακάρια κοινωνία με τον Θεό και μεταξύ τους. Εκείνη όμως η μεταπτωτική «πρώτη σκηνή» (Εβρ. θ' 1), η Συναγωγή, δηλαδή η Εκκλησία του πρώτου Ισραήλ, αποτελούσε απλώς «σκιάν» (Εβρ. ι' 1) και «τύπον» (Α' Κορ. ι' 6), προεικόνιση με άλλα λόγια της πραγματικής «πανηγύρεως και εκκλησίας των πρωτοτόκων των εν ουρανοίς απογεγραμμένων» (Εβρ. ιγ' 23).
Η αληθινή δηλαδή Εκκλησία πραγματοποιήθηκε με την είσοδο του Χριστού στον κόσμο. Και για να γίνω σαφέστερος ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος παίρνοντας επάνω του την ανθρώπινη φύση και ενώθηκε άρρηκτα μαζί της και είχε επίσημη ημέρα καθιερώσεως της Εκκλησίας την ένδοξη και μοναδική εκείνη ημέρα της Πεντηκοστής. Η Πεντηκοστή σήμαινε πια ως καρπός της θυσίας και της αναστάσεως του Χριστού την εγκατάσταση της «καινής κτίσεως» (Γαλ. ς' 15) στον κόσμο, δηλαδή της Εκκλησίας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Εκκλησία μου κι εγώ»
Ιερομονάχου Ευσέβιου Βίττη
Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη
http://inpantanassis.blogspot.
Σε κάποια στιγμή η Ευχή με βγάζει απ’ αυτό το «διαστημικό ταξίδι» στο παρελθόν…
Εγερτήριο. Ξυπνώ με δυσκολία κι αρχίζω αμέσως την Ευχή. Προσπαθώ ν’ ανακαλύψω το μέτρο, αν αυτό υπάρχει. Πρέπει να ασκούμαι συνεχώς στην καρδιακή προσευχή.
Συγκρούομαι με τον τρόπο, με τον οποίο μέχρι τώρα πλησίαζα τα πράγματα, τη ζωή. Δηλαδή διανοητικά και γνωσιολογικά· ενώ η Ευχή ενεργείται σε ένα άλλο επίπεδο, το οποίο δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να περιγράψω, ούτε θέλω να τ’ ονομάσω «διαισθητικό». Πρόκειται για άλλες διαστάσεις, όπου ο νους μεταβάλλεται σε «αλυσίδα». Πρέπει να εγκαταλείψω το συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας του.
Διότι τον αντιλαμβάνομαι ως εφήμερο, παρόλο που, όντως, είναι μια πολύτιμη δωρεά. Εδώ όμως θα πρέπει να βρει τον εσώτερο σκοπό λειτουργίας του. Μου φαίνεται πως πάντοτε προχωρώ, δίνοντας προτεραιότητα σ’ αυτά που μου λέει το λογικό μου και όχι η καρδιά μου, που την τοποθετώ συνήθως σε δεύτερη θέση. Μα, αυτός είναι ο τρόπος που έμαθα, χάρη στον οποίο, μπόρεσα και επιβίωσα. Ή τουλάχιστον αυτό νομίζω. Ίσως δεν είχα άλλη δυνατότητα. Εδώ όμως, όχι ότι πρέπει ν’ απενεργοποιήσω αυτές τις ικανότητες, αλλά ν’ ανακαλύψω άλλες συμπληρωματικές και παράλληλα βασικές της ανθρώπινης υπόστασης. […]
Μετά από κάποια στιγμή αρχίζει να με κυριεύει ένα αίσθημα απελευθέρωσης. Η προσπάθειά μου να συνεχίσω την Ευχή έχει εξαφανιστεί και είναι σαν να προχωρεί μόνη της. Εγκαταλειπόμενος στην απελπισία της γνώσης της ανικανότητάς μου, βλέπω πως ο λογισμός υπακούει στη δύναμη της θέλησης. Βλέπω πως η Ευχή δεν ταυτίζεται με καμιά πρακτική, μέσω της οποίας κατορθώνεται ο σκοπός, αλλά ότι απλώς είναι και λειτουργεί. Εγκαθίσταται μια κατάσταση εσωτερικής ευφορίας. Και είναι μια αίσθηση πληρότητας, καθολικότητας, η οποία, εκτός από ψυχικά και εσωτερικά στοιχεία, έχει σαφώς και μια σωματική διάσταση.
Και πάλι η αναστροφή. Αρνούμενος το λογισμό μου, δημιουργήθηκε η εσωτερική εκείνη κατάσταση που άνοιξε την πύλη για το μεγαλύτερο και το υψηλότερο. Τελικά, η κάθε πράξη μας, δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτά που έχουμε φανταστεί και σ’ αυτά που σκοπεύουμε. Αυτό μου φαίνεται, βέβαια, πως ταιριάζει και σαν δικαιολογία για την ακηδία μου και για τον ύπνο μου που συνεχώς με κυριεύει.
Παρατήρησα πως τις τελευταίες μέρες, κάθε φορά ανοίγοντας τα βιβλία μου, διαβάζω αυτό που ταιριάζει με τη ψυχική μου κατάσταση. Είναι άραγε τυχαίο; Συγχρονισμός; Ή «διαβάζω» την σημασία των κειμένων με τον τρόπο που οι άνθρωποι ερμηνεύουν κάθε φορά το ωροσκόπιό τους; Αποφασίζω να παρατηρώ περισσότερο, για να διαπιστώσω τι ακριβώς συμβαίνει.
Όταν κοιτάζω πίσω μου τα χρόνια που πέρασαν, βλέπω πως οι δύσκολοι καιροί είναι αυτοί που τελικά παρείχαν μέσα τους τη δυνατότητα για μια περαιτέρω ανάπτυξη. Πιστεύω πως ό,τι χάνουμε, θα ξαναέρθει –ίσως με άλλη μορφή. Γι’ αυτό συχνά δεν λυπούμαι για κάτι που χάνω. Πώς εισήλθε στη ζωή μου ο π. Ε.; Πώς χάθηκε; Σε μια κατάσταση ευφορίας όπως η σημερινή, μου φαίνεται τόσο «λογικό» το παρελθόν. Ότι το κάθε πράγμα συνέβη με μια συγκεκριμένη σειρά που πάντοτε ταίριαζε και αναλογούσε στην περίπτωση. Πως, ευθύς εξ αρχής, όλα είχαν καθοριστεί να οδηγηθούν σ’ αυτό το σκοπό. Δεν ξέρω, ακόμη, το πώς βρέθηκα στο Άγιον Όρος μοναχός.
Στην οικογένειά μου δεν αναφερόμασταν σχεδόν ποτέ στην Εκκλησία και στην χριστιανική πίστη. Μόνο η γιαγιά μου ήταν φιλακόλουθη. Μερικές φορές, βέβαια, ερχόμουν σε κάποια επαφή με την Αγία Γραφή. «Εκεί», υπήρχε ένας Θεός που μιλούσε στους ανθρώπους. Όταν ήμουνα πολύ μικρός, ζήλευα γι’ αυτόν το «διάλογο». Όμως όλες οι παιδικές προσευχές μου παρέμεναν χωρίς απάντηση. Και άρχισα να απελπίζομαι και εγκατέλειψα την προσπάθεια.
Η εσωτερική αναζήτηση παρ’ όλα ταύτα συνεχιζόταν. Και ήλθε η στιγμή αυτή η αφελής παιδική πίστη να μεταβληθεί σε κραταιά απόφαση εγκατάλειψης των πάντων· ο σκοπός της ζωής μου! Μετά το Γυμνάσιο, πέρασα στις εξετάσεις της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Ήταν τόσο διαφορετικά από το σχολείο, το οποίο δεν μου άρεσε ποτέ. Έγινα ένας ενθουσιώδης, πρόθυμος σπουδαστής. Θα έπρεπε να ήταν αυτό που, χωρίς να το ξέρω, έψαχνα εδώ και πολύ καιρό: η πνευματική αφύπνιση, η απόκτηση της γνώσεως.
Τα μαθήματα (Ψυχολογία, Παιδαγωγική, Διδακτική κλπ), για τις ανάγκες των παιδιών της σχολικής ηλικίας, με απασχόλησαν ιδιαίτερα. Η ζωή μου φαινόταν προκαθορισμένη και ο μελλοντικός δρόμος χαραγμένος. Καθώς λοιπόν ένοιωθα ότι όλα ήταν «εντάξει», άρχισα να αναζητώ τον εαυτό μου. Ζούσα πλέον καταστάσεις που με απομόνωναν και δημιουργούσαν στους συσπουδαστές μου έναν «μύθο» γύρω από το πρόσωπό μου. Δεν υπήρχε τίποτε στην εικόνα του λογικού μου κόσμου, που να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία της συμπεριφοράς μου. Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκαν και οι καθηγητές, οι οποίοι, ή προσπαθούσαν να με αποτρέψουν ή να ερμηνεύσουν διαφοροτρόπως και «επιστημονικώς» τη συμπεριφορά μου. Κι ήταν όλοι τους, ένας κι ένας!
Εν ριπή οφθαλμού βλέπω όλ’ αυτά που συνέβησαν στη ζωή μου. Βλέπω το σχέδιο του Θεού. Τη συνέπεια στην ακολουθία των πράξεων και των γεγονότων. Ναι, έτσι, θα έπρεπε να έχουν συμβεί. Ακριβώς όπως συνέβησαν. Πόσο τυφλός ήμουν μέχρι τώρα! Τόσα χρόνια! Και πόσο παρηγορητικό είναι για το παρόν, αλλά και για το μέλλον, το να ξέρω τις σχέσεις των πραγμάτων της ζωής μου, οι οποίες δημιούργησαν μια πολύ χειροπιαστή πραγματικότητα· τη μοναχική μου πορεία. Πάντοτε, στην κατάλληλη στιγμή, εμφανιζόταν κάποιος στη ζωή μου, για να διατηρήσει την εξέλιξή μου σε πορεία, να συμπορευθεί μαζί μου για ένα διάστημα στα μονοπάτια της σκέψης και της ιδιορρυθμίας μου.
Σε κάποια στιγμή η Ευχή με βγάζει απ’ αυτό το «διαστημικό ταξίδι» στο παρελθόν. Αρχίζω να βρίσκω σε κάθε λέξη, σε κάθε γράμμα της Ευχής μιαν ανεκλάλητη χαρά. Όλα, μου φαίνονται γεμάτα από χάρη. Η κάθε λέξη της Ευχής είναι γεμάτη από ζωή. Καταλαβαίνω πως ολόκληρη η Καινή Διαθήκη, ολόκληρη η γνώση μας για τον Θεό, συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτές τις πέντε λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!». Λέξεις, που τις ψιθυρίζω με πολύ μεγάλο σεβασμό.
Όλο και βαθύτερη η κατάσταση της εσωτερικής ευφορίας. Και το «κλειδί» γι’ αυτή τη βαθιά εσωτερική ευφορία, που είναι τόσο πολύτιμη, βρίσκεται στην ετοιμότητα της αποδοχής. Γιατί συνήθως οι δυσκολίες με τον εαυτό μας, προέρχονται από την αυτοαπομόνωσή μας, από την απτή στάση μας απέναντι στα πράγματα· η οποία, είναι μια πολύ συγκεκριμένη στάση και δεν επιτρέπει την έξοδο από τον εαυτό μας, για την αναγνώριση του νοήματος που κρύβεται πίσω από αυτά.
Το να επιθυμείς κάτι, το βλέπω σωστό. Το να το έχεις ανάγκη όμως, όχι. Η ανάγκη σε φυλακίζει σε δεσμά άλυτα. Γιατί νά ’ναι τόσο δύσκολα, αφού στ’ αλήθεια είναι τόσο απλά; Η «γαλήνη της καρδιάς»· εδώ κι έναν χρόνο, δεν έχω κοιμηθεί τόσο ήρεμα!…
[Μοναχού Φιλόθεου: «Μοναχού Πορεία (Ημερολόγιο)», κεφ. Ε΄, σελ. 25–29,
Εκδόσεις «Άληστος», Θεσσαλονίκη 1997.]
http://inpantanassis.blogspot.
Η εορτή της ημέρας
Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὑπάτιος ἦταν Ἐπίσκοπος Γαγγρῶν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸ ἔτος 325 μ.Χ., στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Διακρίθηκε γιὰ τὴν πιστότητά του στὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ τὴν σφοδρὴ πολεμική του κατὰ τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καὶ μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Ἡ στάση του αὐτὴ ἐξήγειρε τοὺς πληγέντες Νοβατιανούς, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν μὲ κάθε τόπο τὴν ἐξόντωσή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό, τὸ ἔτος 326 μ.Χ. πλήρωσαν κάποιους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι σὲ κρημνώδη περιοχὴ ἐπιτέθηκαν κατὰ τοῦ Ἁγίου μὲ ξύλα καὶ πέτρες καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Πρὶν ξεψυχήσει, μία ἐκ τῶν φανατικῶν αἱρετικῶν γυναικῶν τὸν θανάτωσε διὰ λίθου.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος μαρτύρησε καὶ κληρονόμησε τὴν Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως ἱέρευσας, τῷ ἐπὶ πάντων Θεῷ, καὶ πρόεδρος ἔνθεος, τῆς Ἐκκλησίας Γαγγρῶν, ἐδείχθης Ὑπάτιε· ὅθεν θαυματουργίαις, διαλάμπων ποικίλαις, σύνθρονον τῷ Τεκόντι, τὸν Υἱὸν ὡμολόγεις, δι' ὃν καὶ χαίρων ἤθλησας, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ζωοποιόν, τελέσας ἱερουργίαν, καὶ τῶν δωρεῶν, τὸ τάλαντον ἐπαύξησας, ὡς θυσία προσήχθης, καὶ κάρπωμα ἔνθεον, δι’ ἀθλήσεως Ὑπάτιε, τῷ δοξάσαντι τὸν βίον σου, τοῖς ἀρρήτοις Πάτερ θαύμασιν. Αὐτὸν δυσώπει ἀεί, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Ὁμοουσιότητος τοῦ Πατρός, καὶ Υἱοῦ παμμάκαρ, χρηματίζων κῆρυξ λαμπρός, ἀθλήσει σφραγίζεις, τὸν θαυμαστόν σου βίον, Ὑπάτιε θεόφρον, Γαγγρῶν ὁ πρόεδρος.
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Τι είναι η Παναγία; Είναι ο πνευματικός παράδεισος, ο «μυστικός και ωραίος» κατά την έκφραση των Αγίων Πατέρων, μέσα στον οποίον «εβλάστησε το άνθος της αφθαρσίας», το ευώδες λουλούδι, που με την παρουσία Του στον πλανήτη αυτό της γης ευωδίασε όχι μόνο τα επίγεια αλλά και τα καταχθόνια. Γι΄ αυτό γεμάτος θαυμασμό ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα πει χαρακτηριστικά: «ο του Πατρός όρος και Λόγος, το γλυκύτατον και ουράνιον μάννα, το όνομα το ευώνυμον, το υπέρ παν όνομα, το φως το αΐδιον και απρόσιτον, ο άρτος της ζωής ο ουράνιος, ο αγεώργητος καρπός σωματικώς εκ σου ανεβλάστησε».
Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017
Η εορτή του Ευαγγελισμού της Θκ στη Μονή Επανωσήφη (Φώτο)
Φωτοστιγμές από την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη. Ο Όρθρος και η Θ. Λειτουργία τελέστηκε στον Κοιμητηριακό Ναό που τιμάται επ᾽ ονόματι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Κτίτορας του Ναού είναι ο μακαριστός Προηγούμενος Αρχιμ. Ευμένιος Γωνιανάκης. Λειτούργησε ο Καθηγούμενος Αρχιμ. Βαρθολομαίος με τον Ιερομόναχο Φώτιο και τον Διάκονο Κύριλλο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)