Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ: ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ


Του Αρχιμανδρίτου Παϊσίου Λαρεντζάκη
Ιεροκήρυκος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης

Ο Κύριος με την παρουσία του και μόνο επιβλήθηκε σε όσους πλησίασε. Η γαλήνια μορφή Του, τους ειρήνευσε. Τα λόγια του μάγευαν τα πλήθη. Η προσωπικότητα του τους έθελξε. Η χάρη του δημιούργησε κάτι νέο και συνταρακτικό στην ψυχή τους. Επιθυμούσαν να τον πλησιάσουν, να είναι πάντα κοντά του. 
Οι δύο μαθητές του Τιμίου Προδρόμου, ο Ανδρέας και ο Ιωάννης, κινούμενοι από μια ακαταμάχητη εσωτερική δύναμη, αφήνουν το διδάσκαλό τους και τρέχουν να ακολουθήσουν τον Μεσσία. Και ο Καρδιογνώστης – αφού αυτοί δεν του είπαν για ποιο λόγο τον ακολουθούν και τι θέλουν – τους ρωτά: «Τί ζητεῖτε;»
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις και στιγμές κατά τις οποίες ο άνθρωπος δεν μπορεί να απαντήσει κατ’ ευθείαν και ή σιωπά ή δίνει άλλη διαφορετική απάντηση από την αληθινή. Το δεύτερο συνέβη  με τους δύο αυτούς Μαθητές. Ο Κύριος τους ρωτά «τί ζητεῖτε», αυτοί ξαφνιάζονται από την ερώτηση και δεν απαντούν αμέσως, αλλά τον ρωτούν που μένει. Κι τους απαντά να έρθουν κοντά του και να δουν που μένει, να Τον ακολουθήσουν. Ήταν κι αυτό μια έκφραση του πόθου τους να επικοινωνήσουν με τον Σωτήρα. Τον προσδοκούσαν. Τον περίμεναν. Και τώρα που ο Πρόδρομος Ιωάννης τους έδειξε τον Μεσσία, τρέχουν κοντά του. Πρώτος ο Απόστολος Ανδρέας. Οι μιμητές του. οι Απόστολοι. Πάτησαν πάνω στα ίχνη των βημάτων τους. Πέρασα απ’ όπου πέρασε κι Εκείνος. Στην αρετή και την αγνότητα. Στην θυσία και στην αγάπη. 
Αλλά ο Πρωτόκλητος Μαθητής δεν μένει μέχρι εδώ. Δεν του είναι αρκετό ότι βρήκε αυτός τον Μεσσία. Θέλει να κάνει μετόχους της χαράς του και άλλους. Βρίσκει τον αδελφό του, τον Σίμωνα και του λέει: «Εὑρύκαμεν τόν Μεσσίαν˙ ὃ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός».
Ο άνθρωπος δια μέσου των αιώνων, έκανε και κάνει συνεχώς καταπληκτικές και εκθαμβωτικές ανακαλύψεις και ποιος μπορεί να φαντασθεί πόσες θα κάμει ακόμα. Αλλά αυτό που βρήκε ο Ανδρέας είναι και θα παραμείνει στους αιώνες ασύγκριτη ανακάλυψη. Τι βρήκε; Βρήκε τον Μεσσία. Ότι μεγάλο και πολύτιμο ήταν δυνατόν να ποθήσει και να βρει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος όμως της εποχής μας άλλα διψά και άλλα ζητάει. Λίγο ή καθόλου δεν αναζητά τον Κύριο και Θεό του. Αν όμως με όση δίψα επιδιώκει τόσες άλλες ανακαλύψεις, ζητούσε να βρει και τον Μεσσία, πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος μας, η κοινωνία μας. Γιατί η γνωριμία με τον Χριστό και ο σύνδεσμος του ανθρώπου μαζί του τον μεταμορφώνει, τον αλλάζει. Τον κάνει άνθρωπο αγάπης, δικαιοσύνης, τιμιότητας και ειλικρίνειας. Τον κάνει ομολογητή, άνθρωπο γεμάτο αυταπάρνηση και αυτοθυσία, όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του Πρωτόκλητου Μαθητή.
Ο Πρωτόκλητος Ανδρέας όταν έγινε μαθητής του Κυρίου και δέχθηκε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος κατά την ημερά της Πεντηκοστής, αναδείχθηκε διδάσκαλος της Οικουμένης. Με ζήλο και εν μέσω πολλών διωγμών διέδωσε το μήνυμα του Ευαγγελίου στην Ασία, το Βυζάντιο, την ηπειρωτική Ελλάδα και την Πάτρα. Εκεί προσέφερε την ίδια του τη ζωή στο βωμό της πίστεως.
Ο Ανθύπατος Αιγεάτης προσπάθησε με κάθε τρόπο να κάνει τον Απόστολο να αρνηθεί την χριστιανική του πίστη. Ο Πρωτόκλητος όμως έμεινε ακλόνητος. Τότε ο σκληρός και απάνθρωπος τύραννος διέταξε να τεντωθεί το σώμα του Αποστόλου και να δεθούν τα πόδια του επί του Σταυρού. Σε σχήμα χιαστή πάνω σε ελιά σταυρώθηκε ο Απόστολος Ανδρέας, γράφει ο Ιππόλυτος Ρώμης. Σκληρός ο θάνατος αυτός του Αποστόλου. Όμως τον υπέμεινε με αξιοθαύμαστη καρτερία, ατενίζοντας ένα άλλο σταυρό, που λίγα χρόνια πριν είχε στηθεί στον Γολγοθά.
Η αγιασμένη ζωή του, οι θυσίες του και το ένδοξο μαρτύριο του θα παραμείνουν ως το πιο εύγλωττο κήρυγμά του. ένα κήρυγμα που διασαλπίζει σε όλους μας, ότι δεν αρκεί μόνο να γνωρίσουμε τον Μεσσία, αλλά οφείλουμε πάνω απ’ όλα να Τον ακολουθούμε και στο δρόμο της αυταπάρνησης και της θυσίας. Ίσως από μας δεν ζητηθεί να χύσουμε το αίμα μας, ούτε να ανέβουμε στο σταυρό, θα μάς ζητηθούν όμως μικρές καθημερινές προσφορές και θυσίες στο όνομα του Χριστού. Θα μας ζητηθεί να συγχωρέσουμε τον εχθρό μας, να ανεχθούμε τις ιδιοτροπίες των συγγενών μας, να ζήσουμε με δικαιοσύνη και τόσα άλλα.
Θα μάς ζητηθεί να παραμελήσουμε το εγώ μας και να προσφέρουμε κάτι στον αδελφό μας. Να βοηθήσουμε κάποιον που έχει ανάγκη, να συμπαρασταθούμε στον άρρωστο, στον φτωχό. Κι αυτά ίσως μάς ζητήσουν κάποια προσφορά, κάποια θυσία χρημάτων, ανέσεως, ξεκούρασης. Όταν όμως δε θέλουμε να δώσουμε κάτι από αυτά τα μικρά, που μάς ζητούνται, πως μπορεί κατόπιν να θυσιάσουμε και την ζωή μας;
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, από τις μικρές και ανώδυνες θυσίες. Ακόμη κι αυτές είναι ευπρόσδεκτη προσφορά στο βωμό του Θεού. Είναι η καλή απαρχή για να προχωρήσουμε και στις μεγάλες θυσίες, από τις οποίες ο στέφανος που θα λάβουμε είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερος στη βασιλεία του Θεού. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου