Πρωτοπρ. Σταύρου Παπαδόπουλου
Ο Δημητρός είχε να διηγηθεί μια προσωπική ευχάριστη ιστορία, σχετικά με τη γυναίκα του Σοφία, τη δυτικομακεδόνισσα. Όλοι έχουν στραμμένο το βλέμμα και την προσοχή πάνω του.
Ήταν τότε -λέει- νεαρό παλικάρι που στάλθηκε στο ηπειρώτικο μέτωπο να πολεμήσει τον ιταλό εισβολέα. Τον κατατρόπωσαν και τον κυνήγησαν πέρα από τα βορειοηπειρωτικά βουνά, αλλ’ έμειναν εκατοντάδες δικά μας νεκρά παλικάρια στις πλαγιές και στα λαγκάδια της περιοχής εκείνης άταφα.
Όταν οι γερμανοί σύμμαχοι τους πάτησαν το πόδι τους στην πατρίδα μας και οι βούλγαροι στην ανατολική Μακεδονία, εξουδετερώθηκε η αντίσταση των ελλήνων στρατιωτών και κατέρρευσε το μέτωπο, η δε Ελλάδα παραδόθηκε στους κατακτητές της. Ο Δημήτρης, μαζί με συστρατιώτες του, με κάθε μέσο και ποδαρόδρομο, κατευθύνθηκε ανατολικά για να φθάσει κάποτε στο χωριό του στο Τείχος.
Σ’ ένα χωριό της περιοχής των Γρεβενών, σταμάτησαν τα στρατιωτάκια μας για να ξεκουραστούν και μετά να συνεχίσουν την πορεία τους. Εκεί δέχθηκαν ευχαρίστως από νεαρά κορίτσια του χωριού ό,τι τους πρόσφεραν από πίτες, μέχρι γλυκά και κεράσματα, φτιαγμένα απ’ τα χεράκια τους.
Εδώ ο Δημητρός ξεχώρισε μια όμορφη μελαχροινή κοπέλα και δεν έπαιρνε το βλέμμα του από πάνω της.
– Πώς σε λένε κοπελιά;
– Με λένε Σοφία, απάντησε ντροπαλά και με σκυμμένο το κεφάλι εκείνη.
– Τί ντρέπεσαι και δε με κοιτάς. Μ’ αρέσεις! Κάποια μέρα θα γυρίσω στο χωριό σου μόνο για σένα. Αν κι εγώ σ’ αρέσω, να με περιμένεις. Κρατώ τον λόγο μου…
Του χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι, δείχνοντας ότι συμφωνεί μαζί του, προσπαθώντας συγχρόνως να κρύψει τον ενθουσιασμό της.
Όταν ύστερα από μήνες μπόρεσε -και μάλιστα μέσα στην κατοχή- να έλθει στο χωριό της, την αναζήτησε, την εντόπισε και τη ζήτησε από τους γονείς της. Εκείνοι δεν του την αρνήθηκαν, αφού η κόρη τους συμφωνούσε και τον περίμενε, μήνες τώρα, να φανεί.
Εκτιμήθηκε η εντιμότητά του, η τήρηση του λόγου και της υπόσχεσής του κι ας είχε τρύπια παπούτσια και μπαλωμένο παντελόνι. Τους έφθανε η τιμιότητά του.
Λογοδόθηκαν κι όρισαν τους γάμους τους ύστερα από μήνες, αν και όταν επιτρέψουν οι συνθήκες της κατοχής.
Πήρε το δρόμο της επιστροφής, περνώντας μέσα από την πόλη. Εκεί βλέπει κόσμο να κατευθύνεται προς μία κατεύθυνση και μάλιστα προς μία εκκλησία, κρατώντας ο καθένας στα χέρια του κάτι σαν καραβάνα ή κατσαρολάκι.
Πλησίασε από περιέργεια, ακούμπησε στα κάγκελα του προαυλίου της, προσπαθώντας να καταλάβει, τί συμβαίνει και γιατί μαζεύεται εκεί τόσος κόσμος.
Ξαφνικά αισθάνεται ένα χέρι να τον πιάνει από το μπράτσο. Γυρίζει και βλέπει έναν μέτριου αναστήματος διοπτροφόρο ιερωμένο με φθαρμένα ράσα και θορυβείται.
-Έι παλικάρι, μην τρομάζεις! Δεν σ’ έχω ξαναδεί. Είσαι ξένος; Πεινάς; Θέλεις κι εσύ λίγο φαγητό;
– Δεν θα έλεγα όχι, πάτερ…
– Τι περιμένεις τότε. Πέρασε κι εσύ και περίμενε στη σειρά, όπως οι άλλοι.
Τον κοίταξε από πάνω ως κάτω.
– Και πού ’σαι. Πρώτα πήγαινε σε κείνη τη γωνία και περίμενέ με.
Υπάκουσε. Πήγε στη βορεινή γωνιά της αυλής και τον περίμενε για ελάχιστα λεπτά, χωρίς να γνωρίζει τί τον ήθελε ο παράξενος αυτός παππούλης.
– Βγάλε αμέσως το παντελόνι σου! του λέει ο παπάς.
– Τι είναι αυτά που λες, πάτερ;
– Κάνε αυτό που σου λέω.
Ο Δημητρός υπακούει και βγάζει το μπαλωμένο παντελόνι του. Ο παππούλης απλώνει το χέρι του κι ενώ παίρνει το παντελόνι του Δημήτρη του δίνει το δικό του! Έγινε αλλαγή κι αντίρρηση δεν σήκωνε!
– Βγάλε και τα παπούτσια σου!
Επαναλήφθηκε πάλι το ίδιο, αυτή τη φορά με την ανταλλαγή των υποδημάτων. Φόρεσε ο παπάς το παντελόνι του Δημητρού και τα παπούτσια του και ’κείνος τα δικά του. Μετά απ’ αυτό μπήκε στο ναό κι εξαφανίστηκε, ενώ ο κόσμος ερχόταν όλο και περισσότερος για φαγητό. Κάποιος του δάνεισε δοχείο για φαγητό πήρε και τη μερίδα του ψωμιού.
– Ποιος τα προσφέρει όλα αυτά; Ποιος φροντίζει γι’ αυτά;
– Η εκκλησία. Άρχισε στην αρχή με 5-10 μερίδες και τώρα τρέφονται εκατοντάδες φτωχοί και νηστικοί από την πόλη κι από τα γύρω μέρη, όπως και περαστικοί.
– Και ποιος είναι ο υπεύθυνος;
– Ο αρχιμανδρίτης και ιεροκήρυκας Αυγουστίνος Καντιώτης (ο μετέπειτα Μητροπολίτης Φλωρίνης).
Τον αναζήτησε για να τον ευχαριστήσει για το παντελόνι και τα παπούτσια, αλλά και το ζεστό φαγητό, όμως ο παππούλης δεν επανεμφανίστηκε. Η απίστευτη αυτή χειρονομία τον κατασυγκίνησε. Ούτε ρώτησε ποιος ήταν, αν ήταν άνθρωπος της πίστης και της εκκλησίας. Του ήταν αρκετό, που τον είδε με τρύπια παπούτσια και μπαλωμένο παντελόνι, ολόκληρο νέο παλικάρι. Εκείνος τα φόρεσε και τα ’κρύψε κάτω από τα ράσα του!
Πληροφορήθηκε ο Δημητρός, ότι ο ιερέας αυτός με καθημερινό κίνδυνο της ζωής του, μέχρι και από Θεσσαλονίκη εξασφάλιζε τροφή, για να θρέψει πεινασμένους, απλά εφαρμόζοντας στην πράξη τις εντολές του Κυρίου, από τις περιοχές Γρεβενών και Κοζάνης.
Ποτέ δεν θα ξεχάσει την ταπεινότητα και την αγάπη αυτού του αγίου ανθρώπου. Όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, πήγε, παντρεύτηκε τη Σοφία και την έφερε νύφη στο Τείχος.
Πηγή: Σταύρου Ν. Παπαδόπουλου, Θυμάται… (Μνήμες βαθιά ριζωμένες στο χρόνο), σελ. 147-151, 1η έκδοση· Σεπτέμβριος 2017, Εκδόσεις Ινφογνώμων www.infognomon.com
http://www.isagiastriados.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου