Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

"Ὁ Πατριάρχης Δημήτριος ὅπως τόν ἔζησα"


ὑπό Σεβ. Μητροπολίτου Σεβαστείας κ. Δημητρίου

              Δέκα χρόνια (έχει γραφεί τον Οκτώβριο του 2001) πέρασαν ἀπό τήν κοίμησί του καί τό θεωροῦσα παράλειψι νά μή ἔχω καταθέσει κάπου καί τῆς δικῆς μου ψυχῆς τό περιεχόμενο γιά τόν Γέροντά μου, τόν μακαριστό Πατριάρχη Δημήτριο, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστα λόγια ἄρθρου μου κατά τίς ἡμέρες τῆς ἀπωλείας Του σέ Κωνσταντινουπολίτικη ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν. 

Βεβαίως μέ τίς σκέψεις-καταθέσεις πού θά ἀκολουθήσουν, ἀσφαλῶς δέν πιστεύω ὅτι πρόκειται νά προσθέσω κάτι περισσότερο περί αὐτοῦ στίς συνειδήσεις ἀμετρήτων ψυχῶν πού τόν ἐγνώρισαν καί κάπως τόν ἔζησαν καί πού ὅλες ἀνεξαιρέτως ἔννοιωσαν τήν σπάνια ὀμορφιά τῆς ψυχῆς του, μιά ὀμορφιά μοναδική πολλές φορές. Ἄλλωστε, ἡ γνήσια ταπείνωσις καί ἡ καλωσύνη, ἡ τακτοποιημένη ψυχή πού λέμε-αὐτή πού ἀναπαύει-    δέν εἶναι καταστάσεις πού περιγράφονται· ἀποτελοῦν χάρη πού βιώνεται.

Γι᾿ αὐτό καί μέ εὐκαιρία τό δεκαετές μνημόσυνό του (2 Ὀκτωβρίου 2001) καί μόνον ἐξ εὐγνωμοσύνης καί ψυχικῆς ἀνάγκης ἐπιχειρῶ κάτι νά γράψω γιά τόν πολυφίλητο Πατριάρχη Δημήτριο, στόν ὁποῖο ὀφείλονται ἐξ ὁλοκλήρου ὅλες οἱ καθοριστικές ἀποφάσεις καί στιγμές τῆς ζωῆς μου: νά εἰσαχθῶ στήν Χάλκη· νά σπουδάσω Θεολογία· νά καλλιεργήσω τήν ἱερατική μου κλῆσι καί νά χειροτονηθῶ πολύ νέος· νά σταδιοδρομήσω κοντά του στό Φανάρι· καί νά δεχθῶ μετά δεκαεξαετία καί τήν Ἀρχιερωσύνη ἀπό τά χέρια του.

Ὅπως κάθε πορεία ἀνθρώπινη καί ἡ πορεία μου αὐτή, πού χωρεῖ σέ λίγες γραμμές καί πού καλύπτει ἕνα τέταρτο αἰῶνος καί πλέον, παρ᾿ ὅτι ἀνοδική κατά τήν περιγραφή καί χαροποιός ἴσως στήν ἀνθρώπινη φαντασία, δέν παρῆλθε ἄνευ πειρασμῶν καί θλίψεων. 

Ἐν τούτοις, ὀφείλω νά καταθέσω μέ μιά ἐντελῶς ξεχωριστή συγκίνησι, ὅτι ἀπό τούς ὅποιους πειρασμούς αὐτῶν τῶν δεκαετιῶν οὐδείς ὀφείλεται σ᾿ αὐτόν. Σ᾿ ἐκεῖνον ὀφείλονται μόνον οἱ συμβουλές, οἱ ἀνοχές, οἱ χαρές. Γι᾿ αὐτό καί σέ ἀνθρώπινες στιγμές του ἔλεγε: «ὅταν λείψω θά μέ γυρεύετε». Τό ἔλεγε μέ πικρό μειδίαμα πάντοτε στά χείλη· χαρακτηριστικό συναισθήσεως ἴσως ἀπό μέρους του τῆς διαφορᾶς τῆς ψυχικῆς του ποιότητος, γιά τήν ὁποία ὅμως δέν μίλησε ποτέ στήν ζωή του. Μιλοῦσε μέ τήν σιωπή του τίς περισσότερες φορές, τήν τόσο εὔγλωττη καί ἀποστομωτική.

Ὁ Πατριάρχης Δημήτριος δέν ὑπῆρξε ποτέ ὑποτακτικός διακριτικοῦ Γέροντος, οὔτε εἶχε τήν εὐκαιρία καί τήν τιμή τῆς ἐπί μακρόν μοναστηριακῆς ἀσκήσεως καί ὀλίγης ἔστω ἡσυχαστικῆς ἐργασίας. Στόν κόσμο τόν ἔταξε ὁ Θεός νά διακονήσῃ τήν Ἐκκλησία, πάντα στόν κόσμο, τόν πολύ, τόν θορυβώδη καί τόν φλύαρο. Καί ὅμως διέθετε χαρίσματα πού γιά ἕνα μέγα ἀριθμό ἀνθρώπων πίστεως, ὑπῆρξαν καρπός πολυχρόνιας ἀσκήσεως καί ἀγώνων πνευματικῶν. Ὁμιλοῦμε, λοιπόν, γιά ἄφθονο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ποτέ δέν τόν ἐγκατέλειψε, πάντοτε τόν κατεδίωξε, γι᾿ αὐτό ὑπῆρξε μέχρι τέλους χαριτωμένος. 

Πῶς ὅμως τό ἀπέκτησε καί τό διετήρησε τό ἔλεος αὐτό; Ἐφ᾿ ὅσον ὑποτακτικός δέν ὑπῆρξε, μοναστηριακός δέν ὑπῆρξε, ἀσκητικός δέν ὑπῆρξε. Τότε τί ὑπῆρξε; Ὑπῆρξε ταπεινός. Ποτέ ταπεινοφανής καί σεμνότυφος. Ταπεινός γιά πάντα. 

Θά ἤθελα νά ὁμολογήσω, ὅτι αὐτή του τήν ψυχή τήν ἀνεξίκακη καί ὡραία καί κυρίως τήν ἐν γένει ταπεινή του προαίρεσι καί τήν ἀπερήφανη στάσι τῆς ζωῆς του, δέν ἦτο ἀσφαλῶς δυνατόν νά τήν νοιώσω ἔντονα καί εἰς βάθος στά δώδεκά μου χρόνια, ὅταν τόν ἐγνώρισα καί τόν πλησίασα. Περιοριζόμουν στό καλός, πού ἴσως τά λέγει ὅλα. Στά δεκαέξι μου ὅμως, τέλος τοῦ 1968, μετά παρέλευσι δηλαδή τετραετίας ἀπό τῆς γνωριμίας μου μαζί του καί ὡς μαθητής τῆς Χάλκης πλέον, κάτι ἰδιαίτερο καί βαθύτερο ἔννοιωσα μέσα μου γι᾿ αὐτόν, ὅταν κατά τήν διάρκεια ἐπισκέψεώς του στήν Σχολή τόν βρῆκα ἀργά τό ἀπόγευμα νά κάθεται μόνος του στό ὑπνοδωμάτιό του, στό ὁποῖο τοῦ ὑπεδείχθη νά περιμένῃ τήν ὥρα τοῦ δείπνου, μή προσκληθείς-ὡς μή λόγιος ἴσως- στήν αἴθουσα ἀδολεσχίας τῶν καθηγητῶν. Σέ σχετική μου ἐρώτησι -ἀδιάκριτη ἴσως γιά τήν ἡλικία μου- μοῦ ἀπήντησε: «ἐγώ δέν εἶμαι καθηγητής, παιδί μου· τί ἔχω νά πῶ· ἐδῶ εἶναι ἡ θέσις μου». Τό εἶπε μέ κάποια πικρία, ὄχι ὅμως μέ ἀγανάκτησι· ἁπλῶς, Ἐπίσκοπος ὤν, ἐδέχθη σιωπηλά τήν περιφρόνησι. 

Ἔκτοτε, ἄρχισε νά μέ προβληματίζῃ ἐντονώτερα αὐτή του ἡ ψυχική ἰδιαιτερότης, τήν ὁποία ὅταν πρόσεχε κανείς λίγο τήν διέκρινε σέ πολλές ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. Μία ἰδιαιτεραιότης, τήν ὁποία, δυστυχῶς, μόνον τήν ἀκοῦμε στήν ζωή μας πληθωρικά κηρυττομένη καί συνιστωμένη, ἀλλά σπανιώτατα μέχρι καθόλου βιουμένη ἀπό τούς ἀνθρώπους· καί ἴσως πιό πολύ ἀπό τούς πάσης φύσεως ὀφφικιούχους, οἱ ὁποῖοι μάλιστα καταβάλλουν προσπάθεια, ὥστε τήν ὑπερηφάνειά τους νά τήν περιβάλλουν μέ κάλυμμα ταπεινώσεως «πού ἔχει πέρασι»! Ἡ προσπάθειά τους ὅμως αὐτή, ἡ δόλον ὑποκρύπτουσα, πάντα ἐκθέτει καί ἀπογοητεύει. Διότι ἡ ταπείνωσις εἶναι ψυχική δύναμις καί χάρις, δέν εἶναι ρόλος!

Μέ τήν προσθήκη χρόνου, λοιπόν, στήν πνευματική σχέσι μου μέ τόν Πατριάρχη Δημήτριο καί σέ συνδυασμό μέ τά ὅσα διάβαζα σέ ἱερές σελίδες, ἄρχισα ἐπισταμένα νά τόν παρακολουθῶ καί νά τόν θαυμάζω. Πῶς εἶναι δυνατόν, ἄλλωστε, νά μή θαυμάσῃ κανείς κάτι ὡραῖο καί σπάνιο, πού συνάμα συγκινεῖ βαθειά καί τήν ψυχή. 

Ὁ θαυμασμός μου αὐτός ἄρχισε νά ἐκδηλώνεται ἤδη    κατά τά πρῶτα τέσσαρα χρόνια τῆς Ἀρχιερατικῆς του ζωῆς (1964-1968), πού συνέπεσαν μέ τά πρῶτα τέσσαρα τῆς δικῆς μου ἐπικοινωνίας μαζί του καί προήρχετο ἀπό τήν ἐν γένει στάσι του ὡς Ἀρχιερατικῶς Προϊσταμένου τῆς Κοινότητος Ἁγίου Δημητρίου Ταταούλων, τῆς καί γενετείρας μου. Σ᾿ αὐτά τά τέσσαρα χρόνια παρηκολούθησα καί    ὅσο ἦτο δυνατόν σ᾿ ἕνα ἔφηβο ἔζησα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι ἕνα διαφορετικό Δεσπότη· τόσο διαφορετικό στήν ἀνεπιτήδευτη συμπεριφορά καί τήν ἀπόλυτη ἀκακία, πού ἀναγκάζομαι νά ὁμολογήσω, ὅτι μέχρι στιγμῆς, μετά παρέλευσι δηλαδή τριάντα    πέντε ἐτῶν, δέν συνήντησα δεύτερο.

Ἡ ἀπέραντη καλωσύνη του, σέ συνδυασμό μέ τό πάντοτε σιωπηλό, ἀλλ᾿ ἀποδοτικό ἐφημεριακό καί διδασκαλικό ἔργο του στήν πολυάνθρωπη τότε Κοινότητα τῶν Ἁγίων Δώδεκα Ἀποστόλων Φερίκιοϊ -στήν ὁποία ἐπί χρόνια ἱεράτευσε πρό τῆς ἀνυψώσεώς του εἰς Ἐπίσκοπον- πολλές φορές ὡδήγησαν ἐν σώματι τούς λαϊκούς συνεργάτας του στό Φανάρι, γιά νά ζητήσουν μέ ἀποκλειστικά δική τους πρωτοβουλία ἀπό τόν μακαριστό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, μέ ὅλη τήν εὐλάβεια βέβαια τήν προαγωγή του σέ Ἀρχιερέα. Ὁ μεγάλος ἐκεῖνος Πατριάρχης, δέν ἱκανοποιοῦσε γιά χρόνια τό αἴτημα. Κατά τήν ἔκφρασί του ὁ Δημήτριος ἦταν «λίγος»...

Πολλές φορές, λοιπόν, προβληματίσθηκα καί θά προβληματίζωμαι πάντοτε πάνω στήν ἀπέραντη διαφορά τῶν κριτηρίων τῶν ἀνθρώπων -τῶν ἔστω μεγάλων- καί ἐκείνων τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία ἦταν λίγος, γιά τόν Θεό ὅμως διέθετε πνευματικά ἀποθέματα, τά ὁποῖα στήν συνέχεια τῆς ζωῆς του ἐπηρέασαν καί γοήτευσαν τήν οἰκουμένη! Τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ὑπῆρξα αὐτόπτης μάρτυς ὡς Διάκονος καί Ἀρχιδιάκονός του ἐπί δεκαπενταετία. 

Εἷδα καί ἔζησα δηλαδή ἀμέτρητες φορές πόσο οἱ ἅνθρωποι λαχταροῦν τό γνήσιο, τό σεμνό, τό μειλίχιο, πού τόσο ἄφθονα διέθετε ὁ Πατριάρχης Δημήτριος, καί πόσο ἐνθουσιάζονται, χαίρουν, συγκινοῦνται καί οἰκοδομοῦνται ὁσάκις ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τά χαρίσματα αὐτά, ἐν ἀντιθέσει πρός τό στημένο ὕφος πού ποτέ δέν ὁμιλεῖ καί δέν ἀναπαύει τήν ψυχή, ὅση ἐπιτηδειότητα καί ἄν διαθέτῃ, ὅσο πλῆρες καί ἄν εἶναι τό μυαλό πού τό διαμορφώνει καί τό ἐλέγχει. Ὑπῆρξα αὐτήκοος μάρτυς εὐρωπαϊκοῦ ἰδιωτικοῦ τηλεοπτικοῦ προγράμματος, κατά τό ὁποῖο ὁ ἐκφωνητής συγκρίνοντας τόν Πατριάρχη Δημήτριο μέ πνευματικό ἡγέτη τῆς Δύσεως, τόν ἐχαρακτήρισε «ὡς προσωποποίησι τῆς ἁπλότητος» καί τόν ἄλλον ὡς «προσποίησι τῆς ἁπλότητος»!

Ὅσο ζοῦμε ἐμεῖς πού εἴχαμε τήν τιμή νά τόν διακονήσουμε ἐπί χρόνια ὡς μέλη τῆς Πατριαρχικῆς του Αὐλῆς, θά διατηροῦμε πάντοτε στήν ψυχή μας μέ ἐξαιρετική συγκίνησι τήν ἀνάμνησι τῆς μοναδικότητος αὐτῆς του τῆς ἁπλότητος καί τῆς καλωσύνης τοῦ χαρακτῆρος του.

Δέν θά τό διετύπωνα αὐτό ἔτσι, ἐάν ὁ Πατριάρχης Δημήτριος δέν κατεῖχε τό ὕπατο τῆς Ἐκκλησίας ἀξίωμα. Διότι ὅσο δυσχερές καί ἄν εἶναι    δέν εἶναι ἀνέφικτο νά συναντήσῃ κανείς μεταξύ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων λαμπρούς χαρακτῆρας-αὐτούς, ἄλλωστε, μακαρίζει καί ὁ Θεός-. Εἶναι ὅμως σχεδόν ἀνέφικτο νά διακρίνῃ κανείς τήν λάμψι αὐτή στόν ἔσω ἄνθρωπο αὐτῶν πού κατέχουν ὑψηλά ἀξιώματα, τά ὁποῖα δυστυχῶς συμβάλλουν πολλές φορές, ὥστε νά ἔλθῃ γρήγορα στήν ἐπιφάνεια ὁ ρύπος τῆς ψυχῆς. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος, διετήρησε μέχρι τέλους τόν ἴδιο ἀνθρώπινο χαρακτῆρα, αὐτόν πού διέθετε σέ ὅλη τήν προτέρα ζωή του.

Τήν ζωή του τήν κοσμοῦσαν κυρίως, ἡ βαθειά πίστις καί εὐθύς μετά ἡ ἀνεξικακία καί ἡ σεμνότης, ἡ διάκρισις καί ἡ σύνεσις, ἡ γνήσια εὐγένεια καί ἡ προσήκουσα σοβαρότης, ἡ εὐσπλαγχνία καί ἡ συγχωρητικότης του. Ὅλες δέ αὐτές οἱ ψυχικές ἀρετές μέ τά παρακλάδιά τους, συνέθεταν τήν ταπείνωσί του καί τήν ἀνεξάντλητη ἀγάπη του.

Στήν συνέχεια θά προσπαθήσω νά ἀναφερθῶ διά πολύ ὀλίγων σ᾿ αὐτά του μόνον τά ἱερά χαρίσματα καί θά κατακλείσω. Δέν θά ἐπαναλάβω τά βιογραφικά του καί τά πολλά ἐπιτεύγματα τῆς Πατριαρχίας του. Πρῶτον, διότι αὐτά ἔχουν πολλές φορές γραφῆ, καί δεύτερον, διότι γιά τήν πραγμάτωσι τῶν ἐπιτευγμάτων    αὐτῶν συνειργάσθησαν μαζί του καθοριστικά οἱ συνυπεύθυνοι Ἱεράρχαι τοῦ Θρόνου καί μάλιστα, ὁ ἐκ τῶν κορυφαίων Ἀρχιερέων τῆς ἐποχῆς μας ἀείμνηστος Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων Χατζῆς, εἰς τήν ἀπό Θεοῦ κρίσιν τοῦ ὁποίου, ἄλλωστε, ὀφείλεται ἡ προβολή καί ἡ ἐν συνεχείᾳ ἐκλογή του εἰς τόν Οἰκουμενικό Θρόνο (16 Ἰουλίου 1972), ἀπό Ἴμβρου καί Τενέδου. Τό ψυχικό του κάλλος ὅμως πού κυρίως ἐχαρακτήρισε αὐτόν καί τήν Πατριαρχία του ἐνέχει μοναδικότητα. Αὐτῆς, λοιπόν, κάποια ἐλάχιστα στίγματα ἐπιθυμῶ νά προβάλλω εἰς μνημόσυνον αἰώνιον.

Ἦταν ῎άνθρωπος πίστεως ὁ Πατριάρχης Δημήτριος. Τό ἔδειχνε, ἄλλωστε, ἡ ὅλη στάσις τῆς ζωῆς του καί ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς του, τήν ὁποία κυρίως ζούσαμε κατά τήν Θεία Λειτουργία, ὅσο πολύωρος καί ἄν ἦτο. Προσωπικά, ἔννοιωθα τήν πίστι του αὐτή στίς ἀμέτρητες χοροστασίες του, κατά τίς ὁποῖες ἱστάμενος πάντοτε πλησίον του, παρακολουθοῦσα τήν ταπεινή προσευχή του. Ζητοῦσε καί ἀπό μᾶς σεμνή στάσι ἐντός τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ χωρίς κινήσεις καί ὁμιλίες. Τόν ἐνοχλοῦσε ἡ συνήθεια τοῦ λαοῦ μας νά ἔρχεται στό Δεσποτικό γιά χειροφίλημα κατά τόν Ὄρθρο καί δέν τό ἐπέτρεπε. Τό ἐπέτρεπε μόνον κατά τήν διανομή τοῦ ἀντιδώρου, πού εἶναι ἡ ὥρα του, ἔλεγε. 

Πέραν τούτων ὅμως, ὁ Πατριάρχης Δημήτριος ἐδέχθη στήν ζωή του, κατά τά ἀνθρώπινα, πολλές ἀπογοητεύσεις, περιφρονήσεις «φίλων» καί «ἀδελφῶν» καί βαθειές πικρίες, ἀπό τίς ὁποῖες κατά τά τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του δέν ἔλλειψε ἀκόμη καί ἡ ἐξ οἰκείων τοῦ Θρόνου εἰσήγησις παραιτήσεως. Πολλές ἐξ αὐτῶν τίς γνωρίζαμε ἤ τίς νοιώθαμε, γι᾿ αὐτό καί μετά δέους παρακολουθούσαμε, ὅτι κατά τήν ἀπό τόν ἴδιο ἀντιμετώπισι τῶν πειρασμῶν αὐτῶν, τό μόνο πού ἐπισταμένα προσπαθοῦσε ἦταν νά μή πικράνῃ καί νά μή ἐπιτρέψῃ καί ἄλλους νά πικράνουν αὐτούς πού τόν ἐπίκραναν. Ἡ πικρία τοῦ συνανθρώπου του-τοῦ ἐνόχου ἔστω- τόν ἐνοχλοῦσε ἔκδηλα, γι᾿ αὐτό καί ποτέ στήν    ζωή του δέν συνέβαλε σ᾿ αὐτήν. Αὐτό, λοιπόν, δέν εἶναι πίστις; Ὅλοι λέμε, εἶναι, καί μάλιστα ἐνθυμούμενοι καί τήν Πατερική μας διδασκαλία, ὅτι, ἡ μεγάλη πίστις ἐκδηλώνεται ὄχι τόσο στήν ἱκανότητα νά κάνῃς κάτι, ὅσο στήν ἱκανότητα νά ὑποφέρῃς κάτι!

Ἦταν ἄνθρωπος ἀνεξίκακος καί σεμνός ὁ Πατριάρχης Δημήτριος. Γι᾿ αὐτές του τίς χάρες θά μποροῦσε νά γραφῇ μιά πραγματεία καί ὄχι μόνον λίγες γραμμές. Παρά ταῦτα, ἐπιχειρῶ τίς λίγες γραμμές, διότι τήν πραγματεία τήν ἔγραψε στίς ψυχές ὅλων ὁ ἴδιος μέ τήν ζωή του. 

Ὅσο περνᾶνε τά χρόνιά μας καί ἐρχόμεθα σέ συχνή ἐπαφή μέ τήν ποικιλία τῆς ἀνθρωπίνης μικροψυχίας καί τῶν ἐξ αὐτῆς παθῶν, τόσο περισσότερο μᾶς συγκινεῖ τό διά βίου ἀνεξίκακον τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου. Κατά τήν ζωή του, ἀποστώμοσε τούς πάντας μέ τήν δυνατή προαίρεσι τῆς ψυχῆς του νά βοηθήσῃ καί νά τιμήσῃ ὅσο περισσότερο μποροῦσε πρόσωπα πού τόν ἔθιξαν καί τόν ἔβλαψαν.

Ἕνα μόνο τεκμήριο αὐτῆς του τῆς ἀνεξικακίας θά ἀναφέρω, τούς ἱερούς καρπούς τοῦ ὁποίου βιώσαμε ὅλοι ἐμεῖς πού τόν διακονήσαμε ὡς μέλη τῆς Αὐλῆς του. Ὁ Πατριάρχης Δημήτριος κατά σύστημα καί πεποίθησιν ζωῆς δέν ἐδέχετο κατηγορίες, ὅσο τεκμηριωμένες καί ἄν ἦσαν, ὅσο ἄμεσα καί ἄν συνεδέοντο τυχόν μέ τό πρόσωπό του. Οὐδείς μποροῦσε νά τόν ἐπηρεάσῃ καί νά τόν προδιαθέσῃ ἀρνητικῶς γιά κάποιον ἤ κάποιους, ἀκόμη καί ὁ πλέον οἰκεῖος του, καί ὁ στενώτερος συνεργάτης του. Μέ τήν στάσι του, ἐνίοτε τήν διακριτική παρατήρησί του καί ποιό πολύ μέ τήν «πεισματικά» ἀνεπηρέαστη βούλησί του, συνέβαλε, ὥστε νά μή ἐπαναληφθῇ ἡ ὅποια, ἐν εἴδει πληροφορίας συνήθως, κατηγορία. Καί ἔτσι ἐδίδασκε καί «τιμωροῦσε». Θά ἔλεγα δέ, ὅτι, ὡς ἐκ τούτου κυρίως, τά χρόνιά μας πλησίον του πέρασαν εἰρηνικά καί οἰκοδομητικά. 
Περί τῆς σεμνότητός του καί οἱ «λίθοι κεκράξονται»! Τόν συνηθίσαμε νά τόν βλέπουμε ἐπί χρόνια χωρίς διακριτικά· πάντοτε μέ ράσο καί καλυμμαύχι μόνον.

Πολλές ἦταν οἱ φορές πού κατά τήν ἔξοδό του ἀπό τά Πατριαρχεῖα συναντοῦσε καί χαιρετοῦσε εἰσερχομένους προσκυνητάς, οἱ ὁποῖοι μετά τήν ἀναχώρησί του ἔκθαμβοι ἐπληροφοροῦντο ὅτι ὁ ἀναχωρήσας ἦταν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης! 

Στίς μέρες μας, ἡ περί τά ἱ. ἄμφια συστηματική ἐνασχόλησις τῶν κληρικῶν παντός βαθμοῦ καί ὁ πλατύς σχολιασμός τῆς ἀμφιέσεως τῶν ἄλλων εἶναι κάτι δυστυχῶς συνηθέστατο. 

Οἱ διατελέσαντες Ἀρχιδιάκονοι καί Διάκονοι τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου γνωρίζουν καλῶς, ὅτι οὐδεμία ματαιόδοξη ἐντύπωσι τόν προξενοῦσαν τά βαρύτιμα Πατριαρχικά ἄμφια κατά τήν ἀπό τόν ἴδιο ἀμφίεσί τους καί οὐδεμία ἐπίσης ἔδειχνε προσοχή πρός ὅ,τι ἱστορικῆς ἀξίας ἐνδεχομένως ἔφεραν οἱ συλλειτουργοί του. Ὄχι βέβαια ἀπό ἀδιαφορία, ἀλλά ἀπό σεμνότητα καί διάκρισι. Τόν ἐνδιέφερε μόνον ἡ κατανυκτική τέλεσις τῆς Θείας Λειτουργίας· δέν πρόσεχε τίποτα ἄλλο. Αὐτή του, λοιπόν, ἡ ἱερά συνήθεια, δημιουργοῦσε τέτοια ἀτμόσφαιρα, στήν ὁποία δέν εἶχαν ποτέ θέσι οἱ «ἀπό καθέδρας» μειωτικές παρατηρήσεις. Συγχωροῦσε δέ αὐτοστιγμεί ἀκόμη καί τήν πλέον σημαντική παράλειψι ἱερέως ἤ διακόνου του. 

Ἡ πανθομολογουμένη σεμνότης καί ἀνεξικακία του αὐτή, ἐνισχύετο κατά πολύ, ἀπό τήν πρᾳότητα καί τήν ὑπομονή του, μέ τήν ὁποία ἀφώπλιζε τούς πάντας. 

Μέ τήν ἴδια ἀπέραντη ὑπομονή καί πρᾳότητα ἀντιμετώπισε στήν ζωή του τήν ἀδοξία καί τήν δόξα, τήν ὑποτίμησι καί τήν τιμή, τήν χλεύη καί τόν κατά συνθήκην ἔπαινο. Εἶναι δέ ἀξιοθαύμαστο, ὅτι οἱ ἐναλλαγές καί ἀντιθέσεις αὐτές, τίς ὁποῖες εἰς τό ἔπακρον ἔζησε, δέν δημιούργησαν ποτέ πλέγματα στήν ψυχή του, πού καθιστοῦν συνήθως τόν σημερινό ταραγμένο ἄνθρωπο εὐμετάβλητο καί σχιζοφρενικό. 

Ἐπιστάμενα τόν παρατηροῦσα. Ἦταν ἀπολύτως ὁ ἴδιος σέ σεμνή ἔκφρασι καί αὐθεντικότητα, ἀκόμη καί στίς ἄκρως ἀντίθετες μεταξύ των ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. 

Καί ὅταν π.χ. προσευχόταν μέ μόνον τά μέλη τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς καθημερινῶς στό Ἰδιαίτερο Πατριαρχικό Παρεκκλήσιο, ἀλλά καί ὅταν παρακολουθοῦσε καί εὐλογοῦσε ἀπό τό Προεδρικό θεωρεῖο τοῦ Kennedy Center τῆς    Waschington D.C. τήν ἐξ ἑκατοντάδων μελῶν Φιλαρμονική Ὀρχήστρα τῆς Ἀμερικανικῆς Πρωτευούσης, πού ἔψαλλε στά ἑλληνικά τόν εἰδικά ἐνορχηστρωμένο Πολυχρονισμό του, ἐνῷ οἱ χιλιάδες παριστάμενοι τόν χειροκροτοῦσαν ὄρθιοι.
Ἦταν ὁ ἴδιος ὅταν τόν ζούσαμε κατά τήν καθημερινότητά του στό Φανάρι, ὁ ἴδιος καί ὅταν τόν παρακολουθοῦσα στό Blair House, τόν οἶκο φιλοξενίας Ἀρχηγῶν Κρατῶν τῶν ΗΠΑ, πού τοῦ παραχωρήθηκε ἀπό τόν Πρόεδρο Μπούς, ἤ τήν σου´ϊτα τοῦ Στρατηγοῦ Γιαρουζέλσκυ στά Ἀνάκτορα τοῦ Otwock τῆς Βαρσοβίας.

Ἦταν ἀπολύτως ὁ ἴδιος κατά τήν ἐπίσκεψι τῆς μικρᾶς π.χ. Κοινότητος Ἁγίου Νικολάου Ὑψωμαθείων μέ τούς ἐλαχίστους πιστούς, ἀλλά καί κατά τόν ἑσπερινό εἰς τόν περικαλλῆ Ναό τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἀχαρνῶν, μέ χιλιάδες ἀνθρώπους νά τόν χειροκροτοῦν αὐθόρμητα καί κυριολεκτικῶς ἀσταμάτητα κατά τήν ἱστορική καί ἀνεπανάληπτη ἐκείνη Πατριαρχική ἐπίσκεψι στήν Ἀθήνα τόν Νοέμβριο τοῦ 1987. 

Προσπαθοῦσα μέσα ἀπ᾿ αὐτές τίς ἐναλλαγές νά διακρίνω κάποια δόσι ἔστω μεμψιμοιρίας ἀπό τήν μιά καί σαρκασμοῦ καί ματαιοδοξίας ἀπό τήν ἄλλη. Στάθηκε ἀδύνατο. Συγκίνησι μόνον διέβλεπα καί δοξολογία πρός τόν Θεό, ἀλλά καί εὐχαριστία πρός τούς ἀνθρώπους πού πιστά τόν διακονοῦσαν. Ψυχικές μεταπτώσεις, πού ὁδηγοῦν σέ αὐτόματη ἀλλαγή συμπεριφορᾶς, δέν παρατηρήθηκαν ποτέ κατά τήν Πατριαρχία του. 

Γι᾽ αὐτό καί μπόρεσε νά διατηρήσῃ καί τό χάρισμα τῆς συνέσεως, πού ἐπίσης διέθετε καί πού τό ὁποῖο οἱ ψυχικές ἀστάθειες τό περιθωριοποιοῦν εἰς βάρος τῆς εὐθύνης καί τῆς ἀνθρωπίνης συμπεριφορᾶς καί προσφορᾶς.

Ὁ Πατριάρχης Δημήτριος, δέν κατεῖχε ἐπαρκῶς τήν κατ᾿ ἄνθρωπον σοφία. Τήν ψυχή του τήν ἐπηρέασε μόνον ἡ κατά Θεόν σοφία, γι᾿ αὐτό καί πρωτίστως διέθετε αὐτογνωσία, δηλαδή κατεῖχε τόν ἑαυτό του. 

Ἐγνώριζε ὡς ἄριστα τί εἶναι καί τί δέν εἶναι ὁ ἴδιος καί ἐτίμα πολύ αὐτούς πού ἐκάλυπταν τίς τυχόν ἐλλείψεις του καί τόν ἐστήριζαν, χωρίς ποτέ ὅμως νά μεμφθῇ καί αὐτούς πού παρέβλεπαν τήν ἐπάρκεια τῆς ψυχῆς του. 

Ἐγνώριζε ἐπίσης καλῶς τί εἶναι καί τί δέν εἶναι καί οἱ περί αὐτόν καί τιμοῦσε πολύ τήν καλλιέργειά τους καί σιωποῦσε γιά τά κενά τους. 

Αὐτή εἶναι μέ ἐλάχιστες ἁπλές λέξεις ἡ περιγραφή τῆς διακρίσεως καί συνέσεώς του, ἡ ὁποία χαρακτήρισε τήν ἐποχή του, τήν κράτησε ὑψηλά στήν συνείδησι ὅλων καί συνέβαλλε ὥστε τό Φανάρι, κατά τήν ἐποχή αὐτή νά κρατηθῇ κατά τό δυνατόν μακρυά ἀπό βλαπτικούς θορύβους, ψιθύρους καί σχόλια. Καί ἄς ὑπῆρξε βέβαια ἡ ἐποχή τῆς Πατριαρχίας του ὁμολογουμένως διαφορετική    ἀπό τήν σημερινή καί ὡς πρός τίς ἐκκλησιαστικές συγκυρίες.

Διέθετε ἀκόμη μιά γνήσια εὐγένεια καί στοργή γιά τούς πάντας, μικρούς καί μεγάλους, ἐπωνύμους καί ἀνωνύμους. Ὅπως ἀντίκρυζε τόν πρῶτο κάποιας χώρας, κατά τόν αὐτό λεπτό τρόπο ἀντήλλασσε δυό λόγια καί μέ τόν ὅποιο ἄνθρωπο τῆς βιοπάλης. 

Ἡ εὐγένειά του ὅμως αὐτή καί ἡ καταδεκτικότης του-γιά νά ἐπανέλθω στήν διάκρισι- δέν ξεπερνοῦσαν ποτέ κάποια ἄγραφα ὅρια καί δέν μετεβάλλοντο κατά περίπτωσι, οὔτε σέ ἀμετροεπῆ ὑπεροικειότητα καί κενή φιλοφρονητικότητα, ἀλλ᾿ οὔτε καί σέ ψυχρή τυπικότητα. 

Παρέμεναν εὐπρεπής εὐγένεια καί καταδεκτικότης καί διατηροῦσαν συνάμα καί μιά μόνιμη «συμπαθῆ» ἀπόστασι, τήν ὁποία κανείς δέν μπόρεσε ποτέ νά ὑπερβῇ.

Μετά ταῦτα θά διερωτηθῇ ἴσως ὁ ἀναγνώστης ἐάν μόνον μέ καθαρῶς πνευματικά ἐφόδια δύναται κάποιος νά ἀσκήσῃ διοίκησι καί νά διαχειρισθῇ ἐξουσία. Διότι συνήθως ἀκοῦμε, ὅτι εἶναι ἄλλο ἡ πνευματικότης καί ἄλλο ἡ διοίκησις.

Ἴσως νά εἶναι ἔτσι γιά τήν διοίκησι κοσμικῶν ὀργανισμῶν πού διαχειρίζονται πολιτικά καί ὑλικά συμφέροντα μέ τήν γνωστή συνέπεια ἐπί τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητος παγκοσμίως.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός καί διοικεῖται κυρίως μέ πνεῦμα διακονίας. Ὅταν ὁ πνευματικός ἡγέτης τό διαθέτει, ὁ Κύριος, ὁ καί Δομήτηρ αὐτῆς, ἐπεμβαίνει στά τῆς ζωῆς της καί διά τῶν συνθηκῶν πού διαμορφώνει διά τῆς χάριτός Του «θεραπεύει τά ἀσθενῆ καί ἀναπληροῖ τά ἐλλείποντα». Αὐτό συνέβη καί γιά τόν Πατριάρχη Δημήτριο. Τό ζήσαμε στήν πρᾶξι κατά τήν διακονία τῆς Πατριαρχίας του, καί ἄς λέγεται, ἀκριβείας ἕνεκεν, ὅτι τό ἀναπόφευκτο «κόστος» ἐκ τῆς φθορᾶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ἄφησε ἀνέπαφο τόν ἴδιο, διότι τό ἐπωμίσθησαν ἄλλοι...

Ἦταν, τέλος, ἄνθρωπος ἐλέους καί ἀγάπης παντοτεινῆς ὁ Πατριάρχης Δημήτριος. Εὔσπλαγχνος καί συγχωρητικός. Ἀμέτρητες φορές ζήσαμε καί νοιώσαμε τήν εὐσπλαγχνία του καί τήν ἀγάπη του, ἀλλά καί τήν βαθειά πικρία του ὁσάκις ἀντιμετώπιζε ἤ διαισθανόταν στούς ἄλλους ἔλλειψι ἀγάπης καί ἀνοχῆς. Χαρακτηριστική καί ἀξέχαστη παραμένει ἡ ἔκφρασις τοῦ προσώπου του καί ἡ ἁπλῆ κίνησις τῆς κεφαλῆς του, πού ἦταν καί ἡ μοναδική ἀντίδρασίς του ἔναντι τῆς ὅποιας ἀσπλαγχνίας. Λιτή καί περιεκτική...

Ἀλησμόνητη ἐπίσης παραμένει ἡ εὐσπλαγχνική του διάθεσις γιά ὅλους. Θά ἀναφερθῶ ἐδῶ σάν κατακλεῖδα στήν μικρή πτωχή Τατιάνα. Τό μικρό κοριτσάκι ἀπ᾿ τήν Ρωσσία, πού ἀπό τήν ἀγκαλιά τῆς μάννας του εἶχε τήν εὐκαιρία νά συνομιλήσῃ μαζί του στήν Μόσχα καί νά τοῦ ζητήσῃ νά προσεύχεται γι᾿ αὐτήν, προσφέροντάς του καί τό πολύ μικρό πάμφθηνο πλαστικό κουκλάκι της γιά νά τήν θυμᾶται. Τό κουκλάκι αὐτό ἦταν ὅ,τι πιό πολύτιμο μποροῦσε νά τοῦ προσφέρει.

Τό μικρό κουκλάκι τῆς Τατιάνας παρέμεινε δίπλα στήν κλίνη του μέχρι τέλους. Τό τιμοῦσε. Διότι πάντοτε στήν ζωή του τίμησε μέ τήν προσευχή, τήν προσοχή καί τήν ἀγάπη του τήν ἁγνή διάθεσι καί τόν ἀνθρώπινο πόνο. Διότι κι᾿ ἐκεῖνος ἁγνός ἦταν. Ἄνθρωπος ἦταν. Ὅσο γιά τόν πόνο, τόν ἔζησε ποικίλως στήν ζωή του. Οἱ Σταυροί του ὑπῆρξαν πολλοί, καί ὁ μεγαλύτερος ὅλων ἡ Πατριαρχία πού τοῦ ἐπεβλήθη. Γι᾿ αὐτό καί δέν τήν χάρηκε, τήν ὑπέστη θυσιαστικά μέ πόνο βουβό!

Τώρα πονοῦμε ἐμεῖς πού δέν τόν ζοῦμε πλέον καί δέν τόν χαιρόμαστε. Μᾶς παρηγορεῖ μόνον ἡ βαθειά πίστις, ὅτι εὑρίσκεται κοντά στόν Χριστό καί πρεσβεύει γιά τήν πονεμένη Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί γιά μᾶς τά παιδιά του.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, Πάτερ καί Δέσποτα! Ἀμήν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου