Τετάρτη 10 Απριλίου 2024

Ο Γέρος και ο Φίλος



Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ
Όσο πλησίαζε το μεγάλο εμπορικό καράβι στο Λιμάνι της Μελβούρνης, τόσο γινόταν πιο έντονη η υπερένταση και η αγωνία του Λευτέρη για την απόφασή του.
Άραγε, θα τα καταφέρει, θα βρει άσυλο, θα ξεφύγει ή θα τον συλλάβουν και θα περάσει Ναυτοδικείο ως λιποτάκτης;
Αμούστακο παιδί, «πήγε στα καράβια», εντολή του πατέρα, ώστε να μαζέψει προίκα για την αδελφή του. Πολύ συνηθισμένο φαινόμενο αρχές δεκαετίας του '50. Ο αδελφός να επωμίζεται την ευθύνη να προικίσει την/τις αδελφές, και όχι οι γονείς που την έφεραν στον κόσμο! Και όταν δεν υπήρχε περιουσία στην οικογένεια, εύκολη λύση, «τα καράβια».
Για χρόνια βολόδερνε και θαλασσοπνιγόταν στους ωκεανούς στο φορτηγό ο Λευτέρης. Βαριά και δύσκολη δουλειά και η αμοιβή μικρή. Πού και πώς να μαζέψει χρήματα; Ότι λίγα μάζευε κάθε μήνα, τα έστελνε στον πατέρα, αλλά μαζεύεται προίκα έτσι;
Το καράβι θα πιάσει σε λίγες ώρες Μελβούρνη. Θα μείνει να ξεφορτώσει τα εμπορεύματα και κατόπιν θα σαλπάρει για άλλα λιμάνια της Ωκεανίας.
Θα το ΄σκαγε, θα έβγαινε έξω όπως όλοι, αλλά δε θα επέστρεφε. Πριν βγει από το καράβι, προσκύνησε την εικονίτσα της Παναγίας, πάνω από το κρεβάτι του, ήταν από την Νόνα του την ξεκρέμασε και την πήρε μαζί του, έβγαλε και φίλησε το φυλαχτό που του έδωσε, τότε, η μάνα για να τον προσέχει. Έκρυψε λίγα ρούχα κάτω από το βαρύ παλτό, μια κι ήταν χειμώνας στη Μελβούρνη, έκανε το σταυρό του και βγήκε. Ξέκοψε από τους άλλους και μπήκε στο πρώτο μαγαζί. Για καλή του τύχη, το είχε Έλληνας και ρώτησε πού υπάρχουν γραφεία της Ελληνικής Κοινότητας. Ο μαγαζάτορας κατάλαβε πως ήταν σκαστός, το ίδιο γινόταν κάθε που πλεύριζε καράβι και οι συμπατριώτες εδώ, τους βοηθούσαν και τους κάλυπταν. Του έδωσε τη διεύθυνση μιας ξαδέλφης που έμενε εκεί κοντά, να πάει σταλμένος από τον ίδιον, γιατί ενοικιάζει δωμάτια σε εργένηδες.
Την επόμενη, σαλπάρισε το καράβι, χωρίς το Λευτέρη. Έτρεμε συνέχεια και κοίταζε πίσω του για μέρες, μήπως τον παρακολουθούν. Μα, οι Νόμοι τότε πιο χαλαροί. Έτσι μπόρεσε να βρει δουλειά σε ένα εργοστάσιο. Όμως, για να μπορέσει να μείνει έπρεπε να πάρει βίζα. Η μόνη λύση, να παντρευτεί με κοπέλα εδώ πριν τον ανακαλύψουν, γιατί με το γάμο, αποκτούσε αυτόματα νομιμότητα και δεν κινδύνευε να τον απελάσουν!
Το σύστημα, το εκμεταλλεύτηκαν χιλιάδες, κάθε φυλής. Έκαναν εικονικό γάμο, δηλαδή, εμπορική συμφωνία με τη νύφη κι όταν εξασφάλιζαν βίζα, με έξοδα του γαμπρού, έβγαζαν διαζύγιο και καθένας τραβούσε το δρόμο του. Φυσικά, δεν άργησε η Κυβέρνηση να το πάρει χαμπάρι και άλλαξε το Νόμο. Μέχρι τότε, όμως, αναρίθμητοι οι «σκαστοί» από τα καράβια. Ο γαμπρός δεν έπαιρνε πλέον βίζα αυτόματα. Έπρεπε να γυρίσει πάραυτα στη Χώρα του και να του κάνει Πρόσκληση η σύζυγος. Να γίνουν όλες οι Νόμιμες διαδικασίες, να αποφασιστεί αν εγκριθεί η Πρόσκληση ή όχι και κατόπιν να περιμένει τη σειρά του για να φύγει και να γυρίσει στη «γυναίκα του». Έτσι, οι γάμοι-φιάσκο, εξέλειψαν.
Γεγονός, ελάχιστοι Έλληνες έκαναν κάτι τέτοιο, καμιά Ελληνίδα δε δεχόταν τέτοιο γάμο. Απλά, παντρεύονταν κανονικά και έκαναν οικογένεια. Πολλοί πετυχημένοι τέτοιοι γάμοι που ο γαμπρός σκαστός από τα καράβια. Έναν τέτοιο γάμο έκανε κι ο Λευτέρης. Η Εριέτα, δούλευε στο ίδιο εργοστάσιο με την σπιτονοικοκυρά του. Καλή κοπέλα, αλλά όχι μόνο δε θα την έλεγες όμορφη, αλλά ούτε καν συμπαθητική. Όμως, δεν βρέθηκε άλλη κι επειδή περνούσαν οι μέρες και κινδύνευε με σύλληψη και απέλαση, έκλεισε τα μάτια ο Λευτέρης και την πήρε!
Έτσι, εξασφάλισε την πολυπόθητη βίζα και όχι μόνο εργαζόταν νόμιμα πλέον, αλλά ηρέμησε χωρίς να κοιτάζει καχύποπτα γύρω. Σχετικά με την προίκα της αδελφής, τον ορμήνεψαν και άλλοι, που ήταν στην ίδια θέση, να της κάνει πρόσκληση και να έρθει εδώ όπου θα καλοπαντρευτεί χωρίς προικιά και προίκα. Άλλωστε και η Εριέτα δυσανασχέτησε πολύ όταν το άκουσε.
-Κοίτα να σου πω Λευτέρη, τώρα είσαι παντρεμένος, δεν μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο, όπως βλέπεις τα λεφτά δεν περισσεύουν.
Όταν άκουσαν τα καθέκαστα πίσω στην πατρίδα, τους ξίνισε λίγο στην αρχή, αλλά μετά συμφώνησαν πως καλύτερα έτσι, γιατί αν περίμεναν να μαζευτεί προίκα θα έμενε γεροντοκόρη η κοπέλα. Ήρθε και η Ελένη, καλοπαντρεύτηκε με ένα παιδί από την Ικαρία, έκαναν οικογένεια, έφεραν και τους γονείς εδώ ώστε να μη μείνουν μόνοι πίσω, αλλά και να βοηθήσουν στη φροντίδα των εγγονιών όταν έρθουν.
Ο Λευτέρης και η Εριέτα, δεν απέκτησαν παιδιά. Για χρόνια έτρεχαν σε γιατρούς, έκαναν εξετάσεις επί εξετάσεων, θεραπείες, προσευχές κι ολονυκτίες με τον παπά να διαβάζει ευχέλαια και άλλες ευχές, η Εριέτα πήρε όλα τα μαντζούνια που της σύστηνε η μια και η άλλη δυστυχώς κανένα αποτέλεσμα.
Κόντευε 40 χρονών η Εριέτα, μέχρι να το πάρουν απόφαση ότι θα μείνουν άκληροι. Κάπου εκεί, αποφάσισαν να υιοθετήσουν ένα παιδάκι, δυσκολεύτηκε να το δεχτεί ο Λευτέρης αλλά κάποια στιγμή υποχώρησε. Μα οι Νόμοι πολύ αυστηροί. Πρώτο εμπόδιο η ηλικία τους, πολύ μεγάλοι για να αναστήσουν παιδί. Δεύτερον, απλοί εργάτες χωρίς μεγάλη οικονομική ευχέρεια.
-Θα μπορούσε, τους είπε η διευθύντρια ενός Ορφανοτροφείου, κάτι να γίνει, μόνο αν δέχονταν να υιοθετήσουν παιδί Αβορίγινων, δηλαδή «μαύρο». Είχαν πολλά και δεν τα προτιμούσαν οι λευκοί.
Ούτε να το ακούσει ο Λευτέρης. Η Εριέτα, πιο διαλλακτική.
-Θα το πάρουμε μωρό, θα το μεγαλώσουμε θα μας γνωρίσει για γονείς, θα το αγαπήσουμε κι εμείς, θα δεις.
Ανένδοτος ο Λευτέρης. Κάπου εκεί άρχισαν και οι ομηρικοί καβγάδες ανάμεσα στο ζευγάρι, μέχρι που έφτασαν στο απροχώρητο. Γυρνώντας από τη δουλειά μια μέρα ο Λευτέρης, αντί για την Εριέτα, βρήκε ένα σημείωμα, ότι φεύγει. Φεύγει γιατί εκείνη λαχταράει να κρατήσει ένα μωρό στην αγκαλιά της, ότι χρώμα και να έχει, πλάσματα του Θεού και αυτά.
Στο Λευτέρη ούτε κρύο ούτε ζέστη η φυγή της Εριέτας. Δεν υπήρξε ποτέ έρωτας μα ούτε και αγάπη ανάμεσα τους. Ένας γάμος συμβιβασμού και για τους δυο.
Δεν έχασε χρόνο η Εριέτα. Πήγε στο Ορφανοτροφείο που είχαν αποταθεί για υιοθεσία και ρώτησε την Διευθύντρια, τι προσόντα χρειάζονται για να εργαστεί εκεί και να φροντίζει παιδάκια.
-Το κυριότερο προσόν, είπε η Διευθύντρια, όρεξη για δουλειά αλλά κυρίως, αγάπη για τα παιδιά.
Αφού έγιναν οι απαιτούμενοι έλεγχοι, μέσα σε λίγες μέρες, η Εριέτα έπιασε δουλειά. Ζήτησε, αν ήταν δυνατόν, να φροντίζει μωρά Αβορίγινων. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και η Εριέτα είχε αποκτήσει φήμη όχι μόνο στην περιοχή που εργαζόταν, αλλά και πιο πέρα, ως «η μητέρα των έγχρωμων παιδιών». Τα παιδιά τη λάτρευαν αλλά κι εκείνη τα αγκάλιαζε με στοργή κι αγάπη και τα φρόντιζε σα μάνα, όχι σαν υπάλληλος.
Ήταν πολύ ευτυχισμένη. Λίγα χρόνια μετά, παντρεύτηκε με έναν πρώην συνάδελφο, που είχε βγει στη σύνταξη. Όταν συνταξιοδοτήθηκε και η ίδια, έγιναν μέλη των Εθελοντών του Ορφανοτροφείου ως θετοί παππούς/γιαγιά για τα παιδάκια που τους λάτρευαν, όπως και όλους σε ίδιους ρόλους!
Ο Λευτέρης ξανάνιωσε. Όσα δε χάρηκε στη νιότη, τα έκανε τώρα που ήταν μεσόκοπος. Θα κόντευε τα 60, όταν άρχισε να νιώθει μοναξιά. Σκεφτόταν να παντρευτεί, μα πού να βρει νέα και όμορφη γυναίκα, όπως την ήθελε! Δεν άργησε να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων ηλικιωμένων Ελλήνων και όχι μόνο. Έφερε νύφη από Ασιατική Χώρα, όπως έκαναν πολλοί!
Ούτε 30 χρονών η νύφη. Την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά! Παντρεύτηκαν, της αγόρασε κοσμήματα, αυτοκίνητο, ρούχα, παπούτσια ακριβά.
Ακόμα και εξοχικό σε παραθαλάσσια περιοχή. «Ότι θέλει το κορίτσι μου» ο Λευτέρης, που έπλεε σε πελάγη ευτυχίας! Κυκλοφορούσαν παντού χέρι-χέρι κι ο Λευτέρης ζούσε τον έρωτα που δεν έζησε στα νιάτα του! Για να της δείξει την αγάπη του, μεταβιβάζει το σπίτι στο όνομά της, μην πάθει τίποτα αυτός και μείνει στο δρόμο η κοπέλα. Πάνε και στην Τράπεζα μια μέρα όπου ανοίγει λογαριασμό εκείνη κι ο ερωτευμένος σύζυγος, μεταφέρει σχεδόν όλες τις οικονομίες του, που δεν ήταν λίγες, στο λογαριασμό της, κρατώντας ένα μικρό ποσόν στο όνομά του.
Η αδελφή του με τον άνδρα της, (οι γονείς είχαν φύγει), άδικα προσπάθησαν να τον λογικέψουν, γιατί προέβλεπαν την κατάληξη. Αφού μάλωσαν άσχημα κάμποσες φορές, τελικά τους έδιωξε και τους απαγόρευσε να πατήσουν ξανά στο σπίτι του.
Όταν πέρασε ο απαιτούμενος χρόνος ώστε να δικαιούται να πολιτογραφεί Αυστραλή πολίτης, η νύφη, πάνε μαζί στην επίσημη τελετή, παίρνει και το Νόμιμο χαρτί ότι είναι πλέον «Αυστραλέζα» με όλα τα νόμιμα δικαιώματα!
Ένα μήνα μετά, μόνη στο σπίτι, πήρε τα πράγματά της που μάζευε κρυφά από καιρό, μπήκε στο αυτοκίνητό της και… τόσκασε. Λίγες μέρες αργότερα λαβαίνει γράμμα από το δικηγόρο της ο Λευτέρης, να εκκενώσει το σπίτι γιατί θέλει να το πουλήσει η ιδιοκτήτρια. Του έκανε τη χάρη, λέει, να του αφήσει το εξοχικό και να μη διεκδικήσει το μισό, όπως είχε δικαίωμα, όπως και το ποσόν που είχε στο λογαριασμό του!
Απαρηγόρητος ο Λευτέρης. Μόνος και έρημος, με την αδελφή του είχε κόψει κάθε δεσμό. Το αλκοόλ, έγινε η παρηγοριά του. Αναπόφευκτα, κλονίστηκε η υγεία του και κατέληξε σε Ψυχιατρείο με βαριά κατάθλιψη. Νοσηλεύτηκε για πολλούς μήνες.
Όταν κάποτε πήρε εξιτήριο, κάπως καλύτερα, πούλησε το εξοχικό και αγόρασε ένα μικρό σπίτι στη Μελβούρνη, όπου ζούσε μόνος.
Χίλιες σκέψεις, χίλια παράπονα.
-Πώς θα ήταν η ζωή μου, άραγε, αν δεν υπήρχε η αδελφή, αν είχε ο πατέρας να την προικίσει. Αν δεν το ‘σκαγα από το καράβι; Γιατί να ανεβώ τέτοιο Γολγοθά μια σταλιά παιδί, η ζωή μου πήγε στράφι.
Μα πού να βρει απάντηση κι από ποιον να ζητήσει ευθύνες; Τον έτρωγε η μοναξιά μέρα-νύχτα.
Σκεφτόταν να αγοράσει ένα σκυλάκι για συντροφιά.
Λίγες μέρες μετά, βρήκε ένα αδέσποτο στο πάρκο αλλά δεν είχε στοιχεία αναγνώρισης ώστε να μπορέσει να βρει το αφεντικό του, έτσι, αποφάσισε να το κρατήσει. Το φρόντισε με στοργή και αγάπη κι έγινε ο αγαπημένος του σύντροφος, ο φίλος του! Δεν ήξερε τι όνομα να του δώσει. Μια μέρα, έτσι όπως περπατούσαν οι δυο τους, θυμήθηκε ένα σκυλί που είχε ο Νόνος του με ένα παράξενο όνομα! Μπατέλη το έλεγε. Μεγαλόσωμο και όμορφο, όπως και ο φίλος του Λευτέρη. Όταν κάποτε ρώτησε το Νόνο για το παράξενο όνομα εκείνος του εξήγησε πως έτσι λέγανε κάποιον προπάππο του.
Έτσι κι ο Λευτέρης, τιμώντας το Νόνο του, το ονόμασε Μπατέλη! Αχώριστοι ο Λευτέρης και ο Μπατέλης, που συνήθισε εύκολα το καινούριο του όνομα. Ακόμα και στον ύπνο, αφού του είχε μεγάλο κρεβάτι, κάτω κοντά στο δικό του, εκείνος ένα σάλτο και κοιμόταν ήσυχος και ήρεμος στα πόδια του. Η μόνη υποχώρηση που έκανε ο Μπατέλης, ήταν όταν πήγαιναν στην Εκκλησία, τις Κυριακές και σε άλλες ακολουθίες. Εκεί, καθόταν ήσυχος έξω στα σκαλιά και τον περίμενε. Λες και ήξερε ότι πλάσματα όπως αυτός, δεν επιτρεπόταν να μπουν στον οίκο του Θεού! Πόση τρυφερότητα και αγάπη ανάμεσά τους!
Έζησαν έτσι μαζί φιλαράκια αγαπημένα οι δυο τους για πάρα πολλά χρόνια!
Κάποτε, συμφιλιώθηκε και με την αδελφή του και τον γαμπρό του. Γέροι πια κι εκείνοι,
Είχε περάσει τα 85 ο γέρο-Λευτέρης, αλλά και η αδελφή του με τον άνδρα της, σε προχωρημένη ηλικία. Περασμένα ξεχασμένα όλα πια.
Πλησίαζε Πάσχα. Όλες τις επίσημες μέρες τις περνούσαν μαζί
Έτσι κι εκείνη τη χρονιά, το Πάσχα θα το περνούσαν με τον Μπατέλη στην αδελφή του. Επέμενε, όμως, του Βαγιώνε, (Βαΐων), να γιορτάσουν σπίτι του. Στην εκκλησία της περιοχής του οι κυρίες της Φιλοπτώχου, έφτιαχναν σκορδαλιά και ψάρι για όλους και μόλις έπαιρναν από τον ιερέα το Βαγί, έπαιρναν και το φαγητό.
Μέχρι να φτάσουν η αδελφή με τον άνδρα της που έμεναν πολύ μακριά, θα τα είχε όλα έτοιμα. Σχολώντας η εκκλησία, θα περνούσε να πάρει και φρέσκο χωριάτικο ψωμί από ένα φούρνο εκεί κοντά και θα περνούσαν όμορφα.
Όμως, άλλαι αι βουλαί του ανθρώπου και άλλαι του Κυρίου.
Φόρεσε το καλό του κοστούμι, καθαρό πουκάμισο, γραβάτα καλογυαλισμένα παπούτσια, χτένισε και τον Μπατέλη, του είχε κάνει μπάνιο αποβραδίς και μπήκαν στο αυτοκίνητο για να πάνε στην εκκλησία.
Κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά τι έφταιξε για το μοιραίο δυστύχημα. Οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι το πιο πιθανόν να έπαθε «ιατρικό επεισόδιο». Γεγονός, ακυβέρνητο το αυτοκίνητο πέρασε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και σφηνώθηκε στον απέναντι τοίχο. Ακαριαίος θάνατος για το Λευτέρη. Ο Μπατέλης, βρέθηκε κοντά του, νεκρός και αυτός. Λες κι είχε γείρει στην αγκαλιά του για να τον προστατέψει.
Μια μικρή είδηση σαν τόσες στα ΜΜΕ την επόμενη ημέρα.
Υπερήλικας, άφησε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο μαζί με το αγαπημένο του σκυλί.
Γιατί, αμούστακο παιδί «πήγε στα καράβια, για την προίκα της αδελφής…

δ.μ.
http://www.nyxthimeron.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου