Ὡρισμένοι ἄνθρωποι εἶναι μόνον νὰ τοὺς βλέπουμε, ἀλλὰ να μὴν τοὺς ἀκοῦμε. Καὶ ἄλλοι μόνον νὰ τοὺς ἀκοῦμε, ἀλλὰ νὰ μὴν τοὺς βλέπουμε. Σπάνιοι αὐτοὶ ποὺ συνδυάζουν καὶ τὰ δυό: καὶ νὰ τοὺς βλέπουμε καὶ νὰ τοὺς ἀκοῦμε. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ μακαριστὸς Γέροντας Τύχων ὁ Ῥῶσος.
Ἦταν σχετικὰ ὑψίκορμος ἄνδρας, μὲ μακριὰ γενειάδα, ποὺ τὴν εἶχε πάντοτε δεμένη κόμπο, γιὰ νὰ εἶναι πιὸ ἄνετος στὴν διακονία, καὶ δασιὰ φρύδια, ποὺ τοῦ σκέπαζαν τὸ ἥμισυ τῶν μεγάλων του ὀφθαλμῶν.
Στὶς ἀρχὲς Ἰουλίου τοῦ 1967 ἔνας ταπεινὸς λευΐτης μᾶς ὡδήγησε στὴν Καλύβα τοῦ Γέροντος Τύχωνος. Ἦταν τὸ Κελλί του ἀληθινὸ ἀσκητήριο, κρυμμένο μέσα στὰ ἀδιαπέραστα δάση καὶ φυλλώματα τοῦ κατάσκιου Ἁγίου Ὄρους. Προσιτὸ μόνο σ’ αὐτοὺς ποὺ γνώριζαν. Ἤτανε στὴν κυριολεξία Καλύβα ἀπέριττη, ποὺ ἔδειχνε περισσότερο ἐρειπωμένη παρὰ κατοικημένη. Κρούσαμε τὴν θύρα βαστάζοντας τὴν ἀναπνοή μας. «Τί λογῆς ἀσκητὴς εἶναι αὐτός, ποὺ ἔπρεπε νὰ διανύσουμε τόσο δρόμο, γιὰ νὰ πάρουμε τὴν εὐχή του;» Ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ φάνηκε μία μεγαλοπρεπὴς μορφὴ τῶν παλαιῶν καιρῶν. Μᾶς ὑποδέχθηκε μέσα σὲ χίλια «δόξα τῷ Θεῷ», χωρὶς νὰ φανῆ ἐνοχλημένος, ποὺ τοῦ χαλάσαμε τὴν ἡσυχία ἢ τοῦ διακόψαμε τὴν προσευχή. Μᾶς ὡδήγησε στὴν μικρή του ἐκκλησία ψάλλοντας τὸ «Ἄξιόν Ἐστι». Φόρεσε τὸ τριμμένο του καὶ ὄχι ἰδιαίτερα καθαρὸ πετραχήλι. Ἔκανε δέηση ζητώντας τὰ ὀνόματά μας νὰ τὰ μνημονεύσει. Δεσποτικῆς ὑποδοχῆς ἀξιωθήκαμε! Ἀλλά, ὅλα αὐτὰ ἁπλᾶ καὶ ἀπροσποίητα, ὄπως ὑπαγορεύει ἡ ἀληθινὴ ἁγιότητα. Τέτοια πανέμορφη ὑποδοχὴ μὲ ἀπέραντη ἀγαπητικὴ διάθεση δὲν ξαναγνώρισα στὸ πέρασμα τῆς βιοτῆς μου. Τίποτα δὲν σκέπτεσαι αὐτὴν στιγμή. Μόνον μένεις μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα.
Μετά, μᾶς ὡδήγησε ἔξω ἀπὸ τὴν κέλλα του, στὸ ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μικρὴ πέτρινη σκάλα. Καθίσαμε. Πήραμε θέση ἀκροατοῦ καὶ ὁ Γέροντας ὄρθιος ἐφθέγγετο τῶν Πατέρων τοὺς λόγους. Δὲν προτιμοῦσε δικές του διηγήσεις, ἀποκαλύψεις καὶ ὁράματα. Ὁ λόγος του ἤτανε καθαρὰ πατερικός, εὐαγγελικός· θύμιζε παχωμιανὴ διδασκαλία. Προτιμοῦσε τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, τὸν ὁποῖο διάβαζε καὶ μελετοῦσε στὰ Καρούλια 17 χρόνια, ὅπως ἔλεγε. Μάλιστα ἐλυπεῖτο ποὺ δὲν εἶχε ἀνθρώπους νὰ τοὺς μεταδώσει αὐτὰ ποὺ πραγματικὰ ἐνστερνίσθηκε καὶ ἀφομοίωσε σὰν στερεὰ τροφή. Κάποιος ἀπὸ μᾶς τοῦ ζήτησε διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου. Ὁ προσγειωμένος στὴν πραγματικότητα Γέροντας ἀπήντησε εὐγενικά:
-Ἐσεῖς στὸν κόσμο τὴν χρυσοστομικὴ διδασκαλία νὰ χρησιμοποιῆτε. Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς μοναχούς.
Ὁ Γέροντας Τύχωνας εἶχε τὴν μεγίστη τῶν ἀρετῶν, τὴν διάκριση. Ἔλεγε:
-Δὲν θὰ βάλω τὸ ἴδιο φορτίο στὸν ἵππο καὶ στὸ γαϊδουράκι· θὰ τὸ ξεκάνω γρήγορα.
Οὔτε περὶ νοερᾶς ἀθλήσεως ἔκανε βιτρίνα. Ἡ δική του προθήκη εἶχε μόνον, γιὰ μᾶς τοῦ κόσμου, τὴν χρυσοστομικὴ διδαχὴ καὶ παράκληση. Ὁ Γερο-Τύχων ἤτανε Γέροντας ἀληθινός. Ἔφεγγε σὲ ἕναν καὶ φώτιζε πολλούς.
Ἀφοῦ εἴδαμε πὼς δὲν παρασύρεται ὁ γέρος στὶς δικές μας ἄκαρπες καὶ ἀτυχεῖς ἀπογειώσεις, ποὺ ἤτανε πλήρεις φιλοδοξίας καὶ ἐξωπραγματικότητας, τὸν ῥωτήσαμε γιὰ τὴν νέκρωση τῆς σάρκας, ποὺ ἤτανε τὸ πιὸ καυτὸ πρόβλημά μας. Ὁ Γέρων σὰν νὰ χάρηκε ποὺ τοῦ ζητήσαμε κάτι προσγειωμένο καὶ μίλησε μὲ πολὺ ὅμορφο τρόπο, σὰν νὰ ἦταν ὁ ἴδιος δεκαοκτάχρονο παλληκάρι καὶ πάλευε μὲ τὴν ἀδυσώπητοι σάρκα του:
-Ἡ σάρκα, ὅσο θάλλει, ἀπὸ τὶς παχυντικὲς τροφὲς καὶ τὴν ἀνάπαυση, ζητᾶ ὄχι ἁπλῶς τὴν μερίδα της, ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο νὰ καταβροχθίσει καὶ χορτασμὸ δὲν ἔχει. Ταπείνωσε τὴν σάρκα σου μὲ κόπους καὶ νηστεῖες, καὶ γυναίκα δὲν θὰ θέλει καὶ γλυκὸ παράδεισο θὰ κληρονομήσεις.
(Ἐμεῖς, στρουμπουλοὶ καὶ ἀφρᾶτοι ἀπὸ τῆς μεγαλούπολης τὴν τρυφή, νιώσαμε ντροπιασμένοι. Δὲν ξέραμε ποῦ νὰ κρύψουμε τὰ ἄσπρα πρόσωπα καὶ τὰ ῥοδοκόκκινα μάγουλά μας.)
Εἶπε ὁ Γέροντας πολλά. Δὲν τὰ βάσταξε ὁ νοῦς μου, ἀλλ’ ἡ καρδιά μου τὰ κράτησε φυλακτικὸ κατὰ τῶν δαιμόνων.
Κάποια στιγμὴ εἶπε στὸν παπᾶ νὰ φτιάξει καφέ, κάτι νὰ προσφέρει στοὺς ξένους. Ψωμὶ δὲν φαίνεται νὰ ὑπῆρχε. Κάποιες φέτες εἶχε ἁπλώσει στὸν ἥλιο νὰ γίνουν παξιμάδι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὸ περισσότερο τὸ ἔπαιρναν τὰ μυρμήγκια. Ὅταν τοῦ εἶπα:
-Τὰ μυρμήγκια θὰ πάρουν τὸ ψωμι.
Μοῦ ἀπήντησε:
-Θὰ μείνει καὶ γιὰ μένα. Ὅσο εἶναι τρυφερό, τὸ παίρνουν. Ὅταν ξηρανθῆ ἀπὸ τὸν ἥλιο, θὰ τὸ ἀφήσουν.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ παπᾶς πῆγε νὰ πλύνει τὰ «φλιτζάνια τῆς Βοημίας» -μερικὰ τενεκάκια ἀπὸ γάλα, γεμᾶτα κατακάθια ἀπὸ καφὲ ποὺ εἶχε προσφέρει κάποια ἄλλη φορά.
-Ἄφησέ τα, Πάτερ μου· αὐτὰ εἶναι κοσμικά. Βάλε τὸν καφὲ νὰ πιοῦνε οἱ ἄνθρωποι.
Θαύμασα πόσο βαθιὰ μπῆκε στὴν καρδιά μου τὸ ἐρευνητικό του βλέμμα. Ἐγώ, πράγματι, εἶχα δεῖ μὲ ἀπόλυτη ἀποστροφὴ τὰ κεσεδάκια τοῦ Γέροντα. Σκέφθηκα νὰ τὸν ξεγελάσω καὶ νὰ ῥίξω τὸν καφὲ στὸ πεζούλι, ἀλλὰ ποῦ νὰ γλιτώσω ἀπὸ τὴν ματιά μου. Τὸν ἤπια καὶ μαθήτευσα στὴν ἁπλότητα τοῦ ἀσκητοῦ μιὰ γιὰ πάντα. «Μὴν αὐτοεμπαίζεσαι», εἶπα στὸν ἑαυτό μου, «δὲν μπορεῖς νὰ γίνεις ἀσκητής. Στὸ Κοινόβιο καὶ πολὺ θὰ σοῦ εἶναι.»
Ἕνας ἄλλος ἀδελφός, μὲ δική μας παρότρυνση, διακριτικὰ προσπαθοῦσε νὰ τὸν φωτογραφίσει.
-Ἄστο παιδί μου, αὐτὸ τὸ κουτί, καὶ ἄκου τοῦ Χρυσοστόμου τὰ λόγια. Καθόλου δὲν εἶναι δικά μου.
Ὁ Γέροντας ζοῦσε πολὺ ὑστερημένα, ὅπως ἄκουσα ἀπὸ μαθητή μου. Ἔβραζε νερὸ καὶ βουτοῦσε τὸ ψαροκόκκαλο τῆς ῥέγγας δύο-τρεῖς φορὲς καὶ ἔφτιαχνε «ψαρόσουπα» τὶς μεγάλες μέρες τῶν ἑορτῶν. Τὸ ξύλινο κρεββάτι του ἤτανε γυρτό, σκέτη κατρακύλα. Μόλις τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος, κυλοῦσε καὶ ἔπεφτε. Λειτουργοῦσε κάθε μέρα καὶ μάλιστα σὲ περίοδο χειμῶνα τὸ ῥιψοκινδύνευε καὶ ἄρχιζε μόνος του, προτοῦ φθάσει κάποιος ψάλτης.
Κάποτε, ὁ ἐπίσκοπος Λένιγκραντ Νικόδημος τὸν ἐπεσκέφθηκε καὶ γονάτισε νὰ τὸν εὐλογήσει. Τοῦ εἶπε: «Σήκω ἐπάνω· εἶσαι δεσπότης».
Πάντα ζοῦσε ἔξω ἀπὸ κάθε ἄνεση καὶ γνωριμία τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ. Τὸ δειλινὸ ἔπαιρνε τὸ κομποσχοίνι καὶ ἔφερνε ἄπειρες βόλτες στὸν κήπό του, λέγοντας τὴν εὐχὴ στὰ ῥωσικά. Μόνον τὸ «ἐλέησόν με» ἀκουγόταν ὑπόκωφα.
Φεύγαμε καὶ ὅλοι ἐπαναλαμβάναμε τὸν φθόγγο του τὸν ἱερό: «Ταπείνωσε τὴν σάρκα, γιὰ νὰ ἔχεις γλυκὸ Παράδεισο».
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Ἡγουμένου Δοχειαρίου π. Γρηγορίου, 2010)
http://periagiouorous.blogspot.com.eg/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου