Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Γιὰ τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς


Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003))
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἕνας νέος χρόνος πλησιάζει.
Ὅταν εἴμαστε νέοι ὑποδεχόμαστε τὸν καινούριο χρόνο μὲ ἀνοιχτὲς καρδιές, νομίζοντας πὼς ὅλα θὰ μᾶς εἶναι δυνατὰ κατὰ τὴ διάρκειά του. Τὸν βλέπουμε ν' ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν μία ἀτέλειωτη πεδιάδα καλυμμένη μὲ παρθένο χιόνι, ποὺ οὔτε μιὰ πατημασιὰ δὲν ἔχει ἀκόμη σημαδέψει τὴ λευκότητά της, τὰ πάντα εἶναι δυνατά, τὰ πάντα εἶναι ἁγνὰ καὶ φωτεινά. Στὴν προχωρημένη ἡλικία περιμένουμε τὸ νέο χρόνο μὲ ἕνα εἶδος ἐσωτερικῆς ὑπομονῆς, μὲ τὴν αἴσθηση πὼς θὰ εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τοῦ παρελθόντος ἴσως νὰ μᾶς συμβοῦν ἄφθονα καινούρια περιστατικά, θὰ εἶναι ὅμως γνωστά, γήινα περιστατικὰ μὲ τὰ ὁποῖα γνωρίζουμε πῶς νὰ ζήσουμε. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις εἴμαστε λανθασμένοι.

Ἡ νέα χρονιὰ πράγματι ἁπλώνεται μπροστὰ μας σὰν ἕνα ἀπάτητο ἀκόμη μονοπάτι, μιὰ πλατειὰ παρθένα πεδιάδα ποὺ θὰ πρέπει ν' ἀνθίσει μ' ἕνα πλοῦτο καλῶν ἀνθρώπινων πράξεων. Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἡλικία μας ἕνα μονοπάτι ἁπλώνεται μπροστά μας καὶ ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θὰ τὸ κάνουμε «ὁδὸν Κυρίου» ἢ ὄχι. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται τὸ ἂν γιὰ τοὺς γύρω μας καὶ γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιὲς θὰ φτιάξουμε δρόμο γιὰ τὸν Οὐρανὸ ἢ τὴν Κόλαση - τὴν αἰώνια Κόλαση, ἢ ἁπλῶς τὴ σκληρὴ ἀνθρώπινη κόλαση τῆς γῆς. Ταυτόχρονα, αὐτὸ ποὺ ἁπλώνεται μπροστὰ μας εἶναι, ὅπως τὸ βλέπει ἡ γεροντικὴ ἡλικία, τὸ συνηθισμένο καὶ τὸ οἰκεῖο, μόνο ποὺ δὲν ἔχει συμβεῖ ποτὲ πρὶν σ' ἐμᾶς. Ἡ ζωὴ ἴσως νὰ μὴ φέρνει τὸ διαφορετικό, μπορεῖ ὅμως ἐμεῖς νὰ εἴμαστε διαφορετικοί, τὰ ἴδια περιστατικὰ μπορεῖ νὰ ξανασυμβοῦν καὶ νὰ εἶναι τελείως καινούρια, διότι ἐμεῖς θὰ ἔχουμε ἀλλάξει.

Μποροῦμε νὰ μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ δημιουργικά, μόνο ὅμως μὲ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ μποῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος βρίσκεται στὴ χρονιὰ αὐτή, ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ σωστὸ μέρος, μὲ τὴν πίστη ὅτι τίποτα δὲ θὰ συμβεῖ χωρὶς τὴ θέληση ἤ τὴ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ. Ἂν ἡ στάση μας εἶναι τέτοια θὰ δοῦμε πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο (αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὴν τύχη δὲν πιστεύει στὸ Θεό), πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄσκοπες συναντήσεις καὶ πὼς τὸ κάθε πρόσωπο μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἂν μποῦμε στὴ χρονιὰ αὐτὴ γνωρίζοντας ὅτι τὸ κάθε τι -φωτεινὸ καὶ σκοτεινό, καλὸ καὶ τρομακτικὸ - εἶναι ἕνα δῶρο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔρχεται ὥστε μέσα ἀπὸ μᾶς ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ ἔλθουν στὸν κόσμο, ἂν ἔχουμε σταθερὴ πίστη πὼς τὸ κάθε πρόσωπο ποὺ ἔρχεται στὸ δρόμο μας μᾶς ἔχει σταλεῖ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουμε τὸ λόγο ἢ τὴν πράξη τοῦ Κυρίου ἢ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε ἀπὸ ἐκεῖνο, τότε ἡ ζωὴ θὰ εἶναι πλούσια καὶ θὰ ἔχει νόημα -διαφορετικὰ θὰ παραμείνει ἕνα παιγνίδι τῆς τύχης, μιὰ ἀτέλειωτη ἁλυσίδα τυχαίων περιστατικῶν.

Ἂς μποῦμε στὸν καινούριο χρόνο μ' αὐτὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ μὲ τέτοια πνευματικὴ φλόγα, ἂς δεχτοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ὁποιονδήποτε ὁ Θεὸς μᾶς στείλει, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Κύριος δέχεται ἐμᾶς στὴν πορεία μας κι ἂς δεχτοῦμε ὅ,τι καὶ ἂν μᾶς συμβεῖ σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ σ' ὅλες τὶς περιστάσεις ἂς συμπεριφερόμαστε σὰν Χριστιανοί· τότε ὅλα θὰ πᾶνε καλά.

Ὁ παλιὸς χρόνος ἔχει φύγει καὶ πολλοὶ περιμένουν τώρα τὸν ἐρχομὸ τοῦ νέου χρόνου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιὰ κείνους ἔχει τελειώσει ὁ ἀγώνας, ἐνῶ ἐμεῖς ζοῦμε ἀκόμα πάνω στὴ γῆ. Ἂς θυμηθοῦμε ὅσους ἔζησαν ἀνάμεσά μας, ἐκείνους ποὺ γνωρίζαμε κι ἀγαπούσαμε κι ἐκείνους ποὺ ἀπὸ ἀπροσεξία οὔτε κἄν παρατηρήσαμε. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς ἀμέτρητους ἀνθρώπους ποὺ πέθαναν φέτος δυστυχισμένοι ἀπὸ ἀρρώστιες, σὲ δυστυχήματα, σὲ πολέμους. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς πάντες χωρὶς ν' ἀφήσουμε κανέναν ἔξω κι ἂς μποῦμε στὴν καινούρια χρονιὰ μὲ καρδιὰ ἀνοιχτὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἂς ψάλουμε «αἰωνία ἡ μνήμη» γιὰ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους πρὶν χωριστοῦμε καὶ ἂς διατηρήσουμε αὐτὴ τὴν αἰωνία μνήμη στὶς καρδιές μας μὲ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε νὰ συναντήσουμε ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους μπορέσαμε ν' ἀγαπήσουμε καὶ νὰ σεβαστοῦμε, ἀνθρώπους τῶν ὀποίων τὸ παράδειγμα μπόρεσε νὰ μᾶς ἐμπνεύσει.

Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει τὸ Νέο Ἔτος. Σᾶς εὔχομαι ἕναν εὐτυχισμένο καινούριο χρόνο, νὰ ζήσετε, ν' ἀγαπᾶτε τὸ Θεό, ν' ἀγαπᾶτε καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖτε τοὺς ἀνθρώπους.

https://salpismata.blogspot.hu/2017/12/blog-post_49.html

Τα πάντα γνωρίζουν τον Κύριο


Κυριακή πρωί. Πριν μπει στην εκκλησία, σηκώθηκε το βλέμμα του πάνω στη σκεπή.

Περίεργο το θέαμα. Έμεινε εκεί.

Έμοιαζε με συλλαλητήριο πουλιών πάνω στη στέγη της εκκλησίας. Στον τρούλο. Στις γωνίες. Στα μέσα κεραμίδια και στους γύψους.

Κανένα πουλάκι κάτω στη γη, όπως συνήθως, ψάχνοντας για σησάμι. Όλα επάνω στη σκεπή, κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ωσάν να γνώριζαν όλα τους πως κάτι συμβαίνει – τώρα εκεί, μέσα εκεί.

Γιατί να το κρύψουμε, εξάλλου; ΓΝΩΡΙΖΑΝ.

Πέταξαν όλα. Τοποθετήθηκαν πάνω στη σκεπή, υπηρετώντας το «πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τον Κύριον». Πάσα πνοή, ερμηνεύεται εδώ, και του ανθρώπου η φωνή, και του πτηνού η κραυγή, αλλά και του πόρου του δένδρου η ανάσα, μα και του κύματος το πάφλασμα.

Η δροσιά πάνω στο πέταλο του μπουμπουκιού. Πάσα πνοή.

Τα πάντα γνωρίζουν τον Κύριο τους. Εκτός από εμάς, ορισμένες φορές…

Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.

ΚΓΠ – 2017 

Γράφει ο Κώστας Παναγόπουλος, costasp247@gmail.com

Είναι πολύ αργά;


Ο απόστολος Παύλος σε μία από τις επιστολές του λέει ότι πρέπει να βιαστούμε να ζήσουμε, επειδή ο χρόνος είναι απατηλός.

Ζούμε όλες τις μέρες της ζωής μας σαν να γράφουμε βιαστικά, απρόσεχτα, ένα πρόχειρο γραφτό που μια μέρα θα καθαρογραφεί.

Είναι σαν να ετοιμαζόμαστε να κτίσουμε και μαζεύουμε όλα τα χρειώδη που αργότερα θα οργανωθούν σε ομορφιά, αρμονία και νόημα.

Ζούμε μ’ αυτό τον τρόπο, χρόνο με το χρόνο, δίχως να ολοκληρώνουμε ή να τελειοποιούμε αυτά που μπορούμε να κάνουμε, επειδή έχουμε καιρό μπροστά μας.

Λέμε στον εαυτό μας: αργότερα θα κάνω κάτι, αυτό μπορεί να γίνει αργότερα, κάποια μέρα θα κάνω το καθαρογράψιμο. Αλλά τα χρόνια περνούν και δεν κάνουμε τίποτε.

Αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή πλησιάζει ο θάνατος, αλλά επειδή σε κάθε περίοδο της ζωής μας δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε όσα η προηγούμενη περίοδος μας έχει επιτρέψει να κάνουμε.

Δεν μπορούμε να επιτύχουμε μια όμορφη και γεμάτη νεότητα κατά την περίοδο της ωριμότητας, όπως δεν μπορούμε, σε μεγάλη ηλικία, να αποκαλύψουμε στον Θεό και στον κόσμο αυτό που πιθανώς θα ήμασταν στα χρόνια της ωριμότητας.

Υπάρχει ο κατάλληλος καιρός για όλα τα πράγματα, αλλά, μόλις περάσει, δεν είναι πλέον δυνατόν να γίνουν αυτά.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ έλεγε ότι υπάρχει φωτιά στα μάτια των νέων, αλλά θα έπρεπε να υπάρχει και φως στα μάτια των γερόντων.

Ο χρόνος είναι απατηλός.

Όταν μας λένε ότι πρέπει να θυμόμαστε το θάνατο, δεν είναι για να μας δώσουν φόβο για τή ζωή, αλλά για να μας κάνουν να ζήσουμε με όλη την ένταση που θα είχαμε αν συνειδητοποιούσαμε ότι κάθε στιγμή είναι μόνο η στιγμή πού κατέχουμε, και ότι η κάθε στιγμή της ζωής πρέπει να είναι τέλεια: μας υποδεικνύεται όχι το βάθος αλλά η κορυφή του κύματος, όχι μια ήττα αλλά ένας θρίαμβος.

Έτσι, η μνήμη θανάτου φαίνεται ότι είναι η μόνη δύναμη που κάνει τελικά τη ζωή έντονη.

Εκείνοι που είχαν την ευκαιρία να ζήσουν για κάποια περίοδο μ’ έναν ετοιμοθάνατο, μ’ ένα πρόσωπο που γνωρίζει  τον ερχομό του θανάτου, και έχουν συνειδητοποιήσει κι αυτοί αυτό το γεγονός, θα  πρέπει  να κατανοήσουν το τι μπορεί να σημαίνει για μια σχέση η παρουσία του θανάτου.

Σημαίνει πως κάθε λέξη οφείλει να περιλαμβάνει όλο το σεβασμό, όλη την ομορφιά, όλη την αρμονία και την αγάπη που πιθανώς να βρισκόταν σε κατάσταση νάρκης σ’ αυτήν τη σχέση.

Σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε το ασήμαντο, επειδή όσο ασήμαντο κι αν είναι κάτι, μπορεί να γίνει είτε έκφραση αγάπης ή ακόμη και άρνησή της.

π. Αντώνιος Μπλουμ, “Θάνατος και Απώλεια»

Ο ΤΗΡΩΝ
Μηνιαία Έκδοση Ι.Ν. Αγ. Θεοδώρου του Τήρωνος, Μοναγρούλλι, Λεμεσός
Έτος 6ο – Αρ. Τεύχος 4ο – Δεκέμβριος 2012 
https://oikohouse.wordpress.com/2017/12/20/είναι-πολύ-αργά/

Τά Χριστούγεννα τοῦ κύρ Μανώλη


Τά Χριστούγεννα στήν Πόλη γιορτάζονται ταπεινά. Καί ὅταν λέμε ταπεινά, ἐννοοῦμε τήν ἀφαίρεση τῆς ἐξωτερικῆς λαμπρότητας καί τήν καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ κάλλους. Κάτι, τό μή χριστιανικό περιβάλλον, κάτι, ἡ βαριά κληρονομιά τῆς λειτουργικῆς παραδόσεως, ὁδηγοῦν σ᾽ αὐτό τό κατανυκτικό ἦθος.

Ἔτσι θά περνοῦσαν καί τά Χριστούγεννα ἐκεῖνα γιά τόν κύρ Μανώλη τό λουστραδόρο. Μάστορας στή δουλειά του. Δούλευε μέ μεράκι τά ἔπιπλα, σάν καλλιτέχνης πραγματικός, χωρίς νά βιάζεται καί χωρίς νά λογαριάζει τό κέρδος ἤ τη ζημιά. Ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι του ἔπρεπε νά λάμπει «ἡλίου φαεινότερον», ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Καί προσέθετε:

– Προπάντων, ὅμως, προσοχή στό βάθος τῆς λάμψης, μιᾶς καί εἶναι εὔκολο νά λάμπει ἡ ἐπιφάνεια, ἀλλά ἡ ἐπιτυχία βρίσκεται στό πῶς θά ᾽ρχεται τό φῶς.

Τό «βάθος τῆς λάμψης». Αὐτή ἦταν ἡ ἰδεολογία τοῦ κύρ Μανώλη. Μπορεῖ καί νά μήν ἦταν ἡ ἰδεολογία μόνο δική του. Μπορεῖ καί νά μετέφερε πάνω του μία χιλιόχρονη παράδοση πού ἔπλασε τό φῶς στό βάθος κι ἄφησε τήν ἐπιφάνεια στό περιθώριο. Ἡ γυναίκα του, βέβαια, ἡ Πολυξένη, διαφωνοῦσε μ᾽ ὅλα αὐτά.

– Τό μεροκάματο δέν βγαίνει μέ φιλοσοφίες, τοῦ ᾽λεγε. Αὐτό πού κάνεις οὔτε ὁ Θεός δέν τό θέλει. Ὁ Πανάγαθος ὅρισε νά κερδίζουμε τό ψωμί μας με τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου μας κι ὄχι με τόν ἱδρῶτα τριῶν προσώπων. Ἐκεῖνος θά τό ᾽θελε ἀλλιῶς γιατί ξέρει πιό καλά ἀπό σένα.

Ὁ κύρ Μανώλης ὅμως δέν καταλάβαινε ἀπό τέτοια. Πάνω ἀπό ὅλα ἦταν ἡ λάμψη. Ἀλλά τό παράπονο τῆς Πολυξένης τῆς «πολύπαθης», ὅπως ἔλεγε μόνη της γιά τόν ἑαυτό της, ἦταν κι ἄλλο. Ὁ ἄντρας της, ὁ προκομμένος, εἶχε τό ἐργαστήρι κάτω στό Γαλατά, κοντά στόν Ἅγιο Νικόλαο.

Τό σπίτι του βρισκόταν στούς πρόποδες τοῦ λόφου τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, στό Σταυροδρόμι. Ἦταν μία ἀπόσταση πού δέν ἐπέτρεπε στην πληθωρική Πολυξένη νά ἐλέγχει τά συμβαίνοντα στό ἐργαστήρι.

Καθώς ἦταν ἀνοικτή καρδιά ὁ κύρ Μανώλης, εἶχε πολλές κοινωνικές σχέσεις μέ ἄλλους μαστόρους τῆς περιοχῆς τοῦ Γαλατᾶ. Τά κουτσόλεγαν στό ἐργαστήρι του, πού εἶχε γίνει χῶρος συζητήσεων, φιλοσοφικῶν καί κοινωνικῶν. Ἦταν σάν ἕνα μικρό καφενεῖο, ὅπου οἱ συζητήσεις γιά τά τρέχοντα θέματα ἦταν στήν ἡμερησία διάταξη.

Ποιός ψάλτης εἶπε πιό κατανυκτικά τό δοξαστικό τῆς Κυριακῆς; Ποιός δεσπότης τηροῦσε τό περίφημο πολίτικο τυπικό; Ποιά παράδοση ἔφερε νά ψάλλονται δύο καταβασίες τά Χριστούγεννα;

Κι ἄλλα πολλά πού ἔβγαζαν πάντοτε τόν κύρ Μανώλη ἔξω ἀπό τόν ρυθμό τῆς δουλειᾶς του. Ἀναγκαζόνταν, τότε, νά δουλέψει ὡς τά μεσάνυχτα γιά νά προλάβει τό χαμένο χρόνο καί μερικές φορές κοιμόταν καί μέσα στο ἐργαστήρι, ἐπειδή ἦταν δύσκολο νά πάει στό σπίτι του, λόγω τοῦ προχωρημένου τῆς ὥρας.

Τότε ἦταν πού ἡ Πολυξένη ἔχανε τ᾽ αὐγά καί τά καλάθια ἀπό τά νεῦρα της. Καί μεροκάμματο δέν ἔβγαινε καί ἄντρα δέν εἶχε. Ἔστηνε στήν πόρτα τόν ἄντρα της λέγοντας:

– Θά σέ ξετινάξουν ὅλοι αὐτοί, στήν ψάθα θά πεθάνεις. Καί ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:

– Μά εἶναι καλά παιδιά καί γιά τό Χριστό μιλᾶμε. Καί μήν ξεχνᾶς πῶς οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μέσα τους φῶς, πολύ φῶς. Λίγο νά σταθεῖς μπροστά τους, λίγο νά τούς καλομιλήσεις καί θά βρεθεῖς κατάματα με τό Χριστό. Ἔχουν κι οἱ ἄνθρωποι λάμψη, Πολυξένη μου.

Ἡ Πολυξένη, ὅμως, δέν καταλάβαινε ἀπό τέτοια. Ἔβλεπε τά παιδιά της, καί τήν ἴδια, νά ζοῦνε φτωχικά. Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἦταν δεύτερα.

Ἦταν παραμονή τῶν Χριστουγέννων. Ἡ Πολυξένη εἶχε ἀπό τό πρωί δώσει τίς ὁδηγίες καί τά διαγγέλματά της στον ἄνδρα της.

– Τό ἀργότερο στίς ὀκτώ τό βράδυ θά εἶσαι στο σπίτι, οὔτε λεπτό καθυστέρηση. Ὅπως γυρνᾶς ἀπό τό Πέρα, ψώνισέ μου κουκουνάρια γιά τή γαλοπούλα, παστουρμά, σουτζούκι, τυρί, κασέρι, καί δύο κιασέδες γιαούρτι γιά νά νιώσουμε κι ἐμεῖς οἱ φτωχοί τή χρονιάρα μέρα.

Ὁ κύρ Μανώλης ἄκουγε τά διαγγέλματα. Δέν μποροῦσε νά κάνει καί κάτι ἄλλο.

– Κρίμα πού ἡ Πολυξένη δέν εἶχε γίνει συνταγματάρχης, σκεπτόταν, θά εἶχε τήν πιό δυναμική στρατιωτική μονάδα, κρίμα στή γυναίκα, πηγαίνει χαμένη μέ μένα τόν κακομοίρη.

Ἀπαντοῦσε ὅμως σταράτα:

– Ναί Πολυξένη μου, ὅλα θά γίνουν ὅπως θέλεις.

Καί πράγματι, ὅλα ἔγιναν ὅπως ἤθελε ἡ Πολυξένη. Στίς 8 ἡ ὥρα ὁ κύρ Μανώλης κατηφόριζε τή μεγάλη κατηφόρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου. Στό βάθος, στό τέλος τοῦ μεγάλου δρόμου, φαινόταν ἤδη τό σπίτι του. Τότε συνέβη τό ἔκτακτο.

Ἐκεῖ, σε κάποιο ἀριστερό στενάκι ὑπῆρχε τό μικρό ταβερνάκι τοῦ Φώτη τοῦ Κάβουρα. Κάβουρα τόν ἔλεγαν λόγῳ τῶν ἀργῶν κινήσεων μέ τίς ὁποῖες περπατοῦσε. Καλή καί ἄδολη καρδιά ὁ Φώτης, διατηροῦσε αὐτό τό μικρό κατάστημα, ὅπου μαζεύονταν οἱ ἄντρες τῆς γειτονιᾶς καί τά κουτσόπιναν τά βραδάκια.

Ἐκεῖνο τό βράδυ, λόγῳ τῆς παραμονῆς, πελατεία δέν ὑπῆρχε, μόνο ἕνας, κι ὁ Φώτης πού περιδιάβαινε μέ τή ματιά του τούς διαβάτες τῆς κατηφόρας. Τότε εἶδε τόν κύρ Μανώλη.

– Γειά σου, Μανώλη, σπάνια σέ βλέπουμε πιά.

– Ναί, ἀπάντησε ὁ κύρ Μανώλης, οἱ δουλειές βλέπεις.

– Ἔλα νά τά ποῦμε γιά λίγο μέσα.

Ὁ κύρ Μανώλης κοντοστάθηκε. Ἡ Πολυξένη περίμενε στο σπίτι, ἀλλά κι ἡ πρόσκληση ἦταν πρόκληση. Τό σκέφτηκε. Θά καθόταν δέκα λεπτά καί μετά θά συνέχιζε. Δέκα λεπτά δέν ἦταν τίποτε.

Μπῆκαν μέσα καί κάθισαν σέ μία γωνιά, μιλώντας γιά τά Χριστούγεννα. Γιά τήν πρωινή λειτουργία. Γιά τά τροπάρια πού θά εἶχε τό τυπικό καί ἄλλα παρόμοια. Εἶχαν σχεδόν ξεχάσει πώς στό κατάστημα ὑπῆρχε κι ἕνας, ὁ μοναδικός, πελάτης. Τόν θυμήθηκαν ὅταν ξερόβηξε, λίγο, λέγοντας σέ σπασμένα Ἑλληνικά:

Θέλω ἕνα ποτήρι ἀπ᾽ τό γλυκό κρασί. Καί σάν νά ἤθελε νά ἁρπάξει τήν εὐκαιρία εἶπε:

– Αὔριο ἐσεῖς οἱ ρωμηοί, ἔχετε μεγάλη γιορτή.

Οἱ δύο μας φίλοι στάθηκαν ἀμήχανοι, μ᾽ ἕναν τοῦρκο πάντα πρέπει νά εἶσαι κουμπωμένος. Ἐκεῖνος, σαν νά κατάλαβε, εἶπε:

Μέ λένε Τζεμίλ, μεγάλωσα σέ ρωμαίικο μαχαλά καί ξέρω κάτι λίγα ἑλληνικά. Εἶμαι μόνος, χωρίς οἰκογένεια, ξωμάχος τῆς ζωῆς. Σᾶς ρώτησα γιά τή γιορτή σας. Τί γιορτάζετε αὔριο;

Φαινόταν τίμιος καί εἶχε καθαρή ματιά. Ἔνιωθες ἐμπιστοσύνη. Ὁ κύρ Μανώλης πῆρε θάρρος.

– Νά, πῶς νά στο πῶ, αὔριο γεννήθηκε ἡ ἀγάπη. Ὁ Τζεμίλ σοβάρεψε πολύ.

– Πῶς γεννιέται ἡ ἀγάπη; Ἔχει πρόσωπο;

– Γι᾽ αὐτό γεννήθηκε ἀκριβῶς, ἐπειδή ἔχει πρόσωπο καί θέλει νά μᾶς δεῖ κατά πρόσωπο, ἀπάντησε ὁ κύρ Μανώλης. Καί συνέχισε:

– Ξέρεις; Ἡ ἀγάπη πού γεννήθηκε εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Τζεμίλ ἀντέδρασε.

– Ὁ Θεός οὔτε γεννιέται, οὔτε ἔχει πρόσωπο.

– Φίλε μου Τζεμίλ, εἶπε ὁ κύρ Μανώλης, γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἀγάπη, ἐπειδή καταδέχτηκε νά γεννηθεῖ καί νά μᾶς δεῖ στο πρόσωπό μας, μέσα μας, βαθιά μας. Θέλει νά βρεῖ τη λάμψη πού ἔχουμε μέσα μας καί νά τήν κάνει φωτιά.

Ὁ Τζεμίλ σώπασε. Ἄκουγε μέ προσοχή τόν κύρ Μανώλη. Ὁ Μανώλης, ὁ λουστραδόρος, εἶχε γίνει ὁλόκληρος μια φωτιά πού ἔλαμπε. Σώπασαν καί οἱ δύο. Μετά ἀπό ὥρα ψιθύρισε ὁ Τζεμίλ:

Κι ἀφοῦ ὁ Θεός σας εἶναι ἀγάπη ἐσύ πῶς θά μοῦ τό ἀποδείξεις;

Ὁ Μανώλης μάζεψε τά φρύδια καί εἶπε, ψιθυρίζοντας:

– Νά τ᾽ ἀποδείξω δέν μπορῶ μέ λόγια, ἀλλά μόνο ἄν χρειαστεῖ νά κάνω μιά θυσία γιά σένα, τότε θά τό καταλάβεις.

Ὁ Τζεμίλ εἶπε φωναχτά:

– Κάνε μια θυσία γιά μένα. Θέλω νά καταλάβω τήν ἀγάπη πού γίνεται ἄνθρωπος ἤ μάλλον νά καταλάβω πῶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἔχει τήν ἀγάπη;

Ὁ κύρ Μανώλης δέν σκέφτηκε καί πολύ. Οἱ θυσίες δέν προγραμματίζονται, ἔρχονται ξαφνικά, ἀρκεῖ νά τίς ἀξιοποιήσεις. Κάθισε, ἐκεῖ, στό ταβερνάκι, ὅλη τή νύχτα μέ τόν Τζεμίλ. Δέν ἦταν δά καί τόσο δύσκολο. Κάθε μέρα ξενυχτοῦσε γιά νά φτάσει στη «λάμψη τήν ἐσωτέρα», γιά νά βρεῖ τήν κοινωνία μέ τόν ἄλλο.

Ἔτσι πέρασε ὅλη τή νύχτα καί τό πρωί τράβηξε γιά τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο γιά ν᾽ ἀκούσει: «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἕνα ἦταν σίγουρο. Ἐκεῖνο τό βράδυ μέσα στό καπηλειό τοῦ Φώτη ἐγεννήθη ὁ Χριστός.

Πάντοτε ἔτσι γεννιέται, στά ταπεινά καί στά μοναχικά. Γεννιέται ἐκεῖ πού ἡ λάμψη δέν εἶναι ἐξωτερική. Ἔτσι γιόρτασαν τά Χριστούγεννα ἐκεῖνα στην Πόλη. Ἔτσι πάντα τά γιορτάζουν. Μέ τή φωταυγή ἀχτίδα τοῦ ἐσωτέρου φωτός.

Καί μετά ἔρχονται πάντα οἱ Ἡρῶδες. Καί στή διήγησή μας αὐτή, τό μαρτύριο γιά τόν κύρ Μανώλη ἦρθε ἀπό τήν Πολυξένη, τήν πολύπαθη καί κουρασμένη, πού ξεχνοῦσε ὅμως νά καταλάβει τή λάμψη πού εἶχε κοντά της, τόν κύρ Μανώλη, ἕνα ἀκόμη σημεῖο τῆς φανέρωσης τοῦ Κυρίου πάνω στή γῆ.

† π.Κ.Σ.

Πηγή: Αὐτοτελές ἀπόσπασμα μέσα ἀπό το βιβλίο «Τό σταυροδρόμι τῆς καρδιᾶς μου», Σελίδα 85, ἐκδόσεις «Φιλοκαλία», Μάϊος 2002.
https://oikohouse.wordpress.com/2017/12/25/τά-χριστούγεννα-τοῦ-κύρ-μανώλη/

Συγγνώμη! Ἔκανα λάθος!


Ποιός πορεύεται σ’ αὐτήν τήν ζωή καί δέν ἔχει γευθῆ τήν στιφάδα τῆς πτώσεως; τοῦ λάθους;

Ποιός; Ἄλλοτε μέ πρόθεσι καί ἐσκεμμένα, ἄλλοτε ἀπό ἀδυναμία, ἄλλοτε ἀπό ἄγνοια ἤ ἐπιπολαιότητα, ἄλλοτε ἀπό ἐμπάθεια ἤ ἐκ συναρπαγῆς, πέφτουμε, πικραίνουμε τούς συνανθρώπους μας, τούς πληγώνουμε, τούς ἀπογοητεύουμε. Τό λανθάνειν ἀνθρώπινο.

Τί γενναιότητα, ὅμως, χρειάζεται γιά νά ὁμολογήσουμε, ἀκόμα καί στόν ἑαυτό μας, ὅτι κάναμε λάθος!

Γιατί δέν βοηθᾶ σέ τίποτε καί σέ κανέναν νά ἐπιστρατεύσουμε πληθώρα δικαιολογιῶν. Δέν ὠφελοῦν οἱ παρορμητικές ἀντιδράσεις μας, ἡ ἀπώλεια ψυχραιμίας. Ναί μέν, ἀλλά…

Ἂλήθεια, τί ὠφελεῖ ἡ μετά μανίας ὑπεράσπισις τῶν λαθῶν μας! Εἰλικρινά δέν προάγει τίποτε.

Ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ ὑψωμένες μας φωνές, οἱ ἀσυνάρτητες προτάσεις μας, οἱ λέξεις πού μᾶς γελοιοποιοῦν; Ἡ ἐπίκλησις δικαιολογιῶν μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἀδιέξοδη τακτική. 

Εἶναι γενναῖο νά παραδεχθοῦμε εὐθέως, παλληκαρίσια, ναί ἔκανα λάθος, ξενίκησα λανθασμένα, ἔκρινα ἄκριτα, παρεξέκλινα. …

Εὐεργετική εἶναι ἡ ὁμολογία τοῦ λάθους μας, γιατί μαλακώνει καί τήν καρδιά τοῦ ἄλλου. Ἐπιδρᾶ ἀφοπλιστικά.

Σέ πόσους ὄμορφους δρόμους μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ὁμολογία τοῦ λάθους μας! Σέ πόσους ὄμορφους κόσμους δέν μᾶς πάει τό εἰλικρινές, ἁπλό, σεμνό, ἀποφασιστικό μας: Συγγνώμη! Ἔκανα λάθος!

https://oikohouse.wordpress.com/2017/12/30/συγγνώμη-ἔκανα-λάθος/

''Αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού'' (Ερμηνεία Δοξαστικού)


  Το βιβλίο ή η προφητεία του Ιωήλ αποτελείται από 4 κεφάλαια και είναι από τα πιο λογοτεχνικά και ποιητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.

 Η προφητεία ομιλεί για μια μελλοντική μεγάλη καταστροφή της χώρας από την επιδρομή ενός ολοκλήρου σύννεφου από ακρίδες, για τη μεγάλη επίσης ανομβρία, που θα ολοκλήρωση την καταστροφή και τέλος για την ημέρα του Κυρίου, που θα έλθει και που θα είναι ήμερα κρίσεως για τα έθνη και ευημερίας για το λαό του Θεού. Όλα αυτά είναι γεγονότα, που θα συμβούν στην ιστορία, τα όποια έχουν προέκταση και βρίσκουν εκπλήρωση στο μυστήριο της θείας οικονομίας, για τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Γιατί αυτό είναι η προφητεία, εκείνα δηλαδή που βλέπουν και προλέγουν άνθρωποι του Θεού, οδηγημένοι από το Άγιο Πνεύμα, για τη μέλλουσα σωτηρία.

 Από το βιβλίο ή την προφητεία του Ιωήλ, που δεν μπορούμε να το αναλύσουμε ολόκληρο, θα ξεχωρίσουμε κάποια λόγια, που τα ακούμε στην Εκκλησία και πρέπει να μας είναι γνωστά.
 Πρώτα είναι η πρόρρηση για τον ερχομό στους Αποστόλους του Αγίου Πνεύματος την ήμερα της Πεντηκοστής. Στο προφητικό ανάγνωσμα του Εσπερινού της εορτής της Πεντηκοστής ακούμε τον προφήτη Ιωήλ. Και στο αποστολικό ανάγνωσμα της θείας Λειτουργίας την Τρίτη της Διακαινησίμου ακούμε τον απόστολο Πέτρο, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Νεύματος, να ομιλεί στο λαό και να επαναλαμβάνει τα λόγια του προφήτη Ιωήλ. Ό,τι έβλεπε κι έλεγε ο Προφήτης πριν 800 χρόνια εκπληρώνεται τώρα, με την έλευση του Αγίου Πνεύματος «εν είδει πυρίνων γλωσσών».
Να τα λόγια της προφητείας, που τα παίρνει ο απόστολος Πέτρος για να εξηγήσει το θαύμα της Πεντηκοστής. «Θα δώσω πλουσιοπάροχα από το πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο, και τα παιδιά σας και οι θυγατέρες σας θα κηρύξουν την αλήθεια, και οι νέοι σας θα δουν οράματα και οι γέροντές σας θα ονειρευτούν θεϊκά όνειρα». Είναι οι ενέργειες και τα θαύματα του Αγίου Πνεύματος, καθώς τα βλέπουμε στους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής και στους βίους των Αγίων.
Αποτέλεσμα εικόνας για ιωηλ προφητειες
Τα άλλα λόγια, που ξεχωρίζουμε από την προφητεία του Ιωήλ, είναι εκείνα που ακούμε στην Εκκλησία κάθε χρόνο την Κυριακή μετά την εορτή των Χριστουγέννων. 
Ο ιερός υμνογράφος εμπνέεται το Δοξαστικό των Αίνων από τα λόγια της προφητείας του Ιωήλ, που είναι η συνέχεια στα παραπάνω λόγια που εξηγήσαμε. «Τότε θα δείξω», λέγει ο Θεός, «θαυμαστά σημάδια επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη, αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού». 
Με τις ίδιες λέξεις ο υμνογράφος αρχίζει το Δοξαστικό, τις οποίες στη συνέχεια εξηγεί θεολογικά. «Αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού, τέρατα γης, α προείδεν Ιωήλ· αίμα την σάρκωσιν, πυρ την θεότητα, ατμίδα δε καπνού το Πνεύμα το Άγιον, το επελθόν, τη Παρθένω και κόσμον ευωδιάσαν…» 
Αίμα είναι ο άνθρωπος Ιησούς, φωτιά ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος, και σύννεφο καπνού το Άγιο Πνεύμα.

Σ’ αυτό το Δοξαστικό βλέπομε πως η Εκκλησία εξηγεί τον προφητικό λόγο· ό,τι είπαν οι Προφήτες βρίσκει την εξήγηση και την εκπλήρωσή του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και στην Εκκλησία. Ο καινούργιος κόσμος, που προβλέπουν και κηρύττουν όλοι οι Προφήτες, είναι ο κόσμος που θα έλθει με τη γέννηση του Ιησού Χριστού· η βασιλεία των ουρανών, ο κόσμος και ο λαός του Θεού, δηλαδή η Εκκλησία.

Επισκόπου Διονυσίου Ψαριανού, Μητροπ. Σερβίων Και Κοζάνης, ''Εικόνες Έμψυχοι''
https://proskynitis.blogspot.

Τι ευχή να δώσω;


Του Ευάγ. Αθανασιάδη( Συνταγματάρχης ε.α.)

Είναι γιορτές, παντού ευχές. Πολλές ευχές. Άραγε, ξέρουμε τι ευχόμαστε; Και κάποιες φορές, βαθυστόχαστα, επιβλητικά, με αποφθεγματικό και επίμονο τρόπο.
Που συχνά, ακολουθείται με το βαθυστόχαστο στόμφο: «μόνο αυτό αξίζει».
Ποιά πράγματι είναι η πληρέστερη ευχή; Η μικρότερη και πιο περιεκτική, που χρησιμοποιούμε για τον Νέο Χρόνο; 
Θέλουμε, μια μικρή και πλήρη ευχή. Την ικανή και αναγκαία συνθήκη.
Ας πάμε πρώτα στην πιο συνηθισμένη ευχή, που μας έρχεται από την προηγούμενη γενιά:
«Ευτυχές το Νέο Έτος».
«Ευλογημένος ο καινούργιος Χρόνος».
«Ευλογημένο και χαρούμενο το νέο Έτος».
Παλιά ευχή, πολυχρησιμοποιημένη, μήπως και ξεθωριασμένη, άχρωμη, χωρίς νέες και φανταχτερές λέξεις και μεγαλεπήβολες έννοιες.

Τελευταία επικράτησε, σχεδόν αποκλειστικά, η ευχή: «Υγεία να υπάρχει».
Οπωσδήποτε η Υγεία, είναι ένα μεγάλο αγαθό. Πολύ σημαντικό, που χρωματίζει τις περισσότερες εκδηλώσεις της ζωής μας.
Πόσοι όμως άνθρωποι με πλήρη υγεία, ταλαιπωρούνται από τόσα και τόσα.
Και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, πολλές δυσκολίες της καθημερινότητας.
Αλλά σε αυτό που θέλουμε να μείνουμε, στο να ζουν σε ένα περιβάλλον εχθρότητος, διενέξεων και αλληλοκατηγοριών. Αλλά και περιβάλλον οικονομικής δυσκολίας, κινδύνου ή απειλής. 
Μάλλον λοιπόν, μόνη η ευχή της υγείας, δεν είναι αρκετή.

Θέλουμε και μια ποιοτική ζήση. Για να βρούμε την καταλληλότερη λέξη:
«Χαρούμενη», που εκφράζει την τωρινή εξωτερίκευση της εσωτερικότητας.
«Ευτυχισμένη», που δηλώνει εσωτερική διαχρονική επάρκεια, για τα συμβαίνοντα στην ζωή αυτή.
«Ευλογημένη», που περιλαμβάνει και προέκταση και πέραν των γήινων συμβάντων.
Μάλλον, φτάνουμε από εκεί που ξεκινήσαμε, …σε αυτό που απορρίψαμε.
Γιατί τελικά τα παλιά είναι τόσο απλά και φιλοσοφημένα;
«Ευλογημένο το Νέο έτος».
Και για αυτούς που τους αρέσουν τα πολλά λόγια..
«Ευλογημένο και χαρούμενο το Νέο έτος».

ΥΓ. Και για άλλες, πιο ειδικές περιπτώσεις, σαν ωραίες και περιεκτικές ευχές, έχω σημειώσει τις εξής:
-Σε κάποιον που ξεκινάει κάτι. Ένα ταξίδι, μία εργασία ή έργο ή απασχόληση:
«Καλοστρατιά να έχεις», συνηθίζεται στην Κρήτη και από τους Ποντιακής καταγωγής.
Ή για άλλους: «Ο Θεός στο καλό».
-Καθημερινή ευχή σε συνάντηση ή αποχαιρετισμό: «Γεια και χαρά».
-Ευχή για τα παιδιά μας, που μοιάζουν με ριψοκίνδυνους καπετάνιους, σε δυνατά και γερά σκαριά: «Ο Θεός να τα φυλάει και να τα καλοφωτίζει».
-Ευχή προς χειρουργό : «ο Θεός να κατευθύνει τον νου και τα χέρια σου».

https://proskynitis.blogspot.

Ο αγώνας κατά της λαιμαργίας;


Ὁ Άγιος Πορφύριος συνέδεε τὸ θέμα τῶν πνευματικῶν ἀγώνων μὲ τὴ γαστριμαργία καὶ τὴ λαιμαργία.

Ἔλεγε δὲ πώς, ἂν ὁ ἄνθρωπος καταφέρει νὰ τρώει μὲ πρόγραμμα καὶ μὲ λογική, τότε ὁ Θεὸς ἀναλαμβάνει νὰ τοῦ συμπληρώσει ὅλες τὶς ἄλλες ἀτέλειες. Ἐξαιτίας τῆς λαιμαργίας τοῦ ἀνθρώπου, ἔλεγε, ὁ διάβολος τοῦ πῆρε τὴν ἐξουσία καὶ τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὸν παράδεισο. Κι ὁ Θεὸς καλεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνει ἀγώνα, γιὰ νὰ πάρει πίσω αὐτὴ τὴ χαμένη ἐξουσία. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου καί, μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου ἔγινε ὁ διάβολος. 
«Κάνε του, λοιπόν, ἄνθρωπε, πόλεμο νὰ πάρεις πίσω τὴν ἐξουσία, πού σοῦ πῆρε», μᾶς ἔλεγε.
Τὸν ρώτησα τότε:
— Τόσο σπουδαῖος, λοιπόν, εἶναι ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς λαιμαργίας;
Καὶ μοῦ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς:
— Εἶναι τόσο σημαντικὸς ὁ ἀγώνας αὐτὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνήθιζαν, τὴν ὥρα ποὺ ἔφτιαχναν τὸ φαγητό τους, νὰ ρίχνουν μέσα κι ἕνα ποτήρι πικράδι, ὥστε νὰ μὴ νιώθουν τὴν παραμικρὴ ἡδονὴ τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν.
— Καὶ τί βγαίνει μ’ αὐτό, Γέροντα;
— Τί βγαίνει; Ἄκουσε νὰ σοῦ ἐξηγήσω. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει τέτοιο ἀγώνα, δὲν προλαμβάνει νὰ σηκώσει τὰ χέρια του στὴν προσευχὴ κι ἀμέσως κατεβαίνει ἡ χάρις καὶ κάθεται ἐπάνω του.

https://proskynitis.blogspot.

Το Ευαγγελικό και Αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής


† Κυριακῇ 31 Δεκεμβρίου 2017 (πρό τῶν Φώτων)

Τὸ Εὐαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον
Κεφ. α' : 1-8

Ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· ὡς γέγραπται ἐν τοῖς Προφήταις· ᾿Ιδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν Ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου. Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ. Ἐγένετο ᾿Ιωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία χώρα καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται· καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ἦν δὲ ὁ ᾿Ιωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου, καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. Καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. Ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι· αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ. 

Ὁ Ἀπόστολος

Πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολῆς Παύλου τό Ἀνάγνωσμα
Κεφ. δ' : 5-8

Τέκνον Τιμόθεε, νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον. Ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε. Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ.

Η εορτή της ημέρας


Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ Ρωμαία

Ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ βασιλιὰς ἦταν ὁ Ὀνώριος, δεύτερος γιὸς τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Οἱ γονεῖς της, εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, τὴν πάντρεψαν σὲ μικρὴ ἡλικία καὶ ἀπέκτησε δύο παιδιά. Ὅμως μεγάλες δοκιμασίες τὴν περίμεναν. Τὴν μητρική της καρδιὰ σπάραξε ὁ θάνατος τῶν δυὸ παιδιῶν της. Μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ ἐντελῶς ξαφνικά, πέθανε καὶ ὁ σύζυγός της. Καὶ γιὰ νὰ γεμίσει τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς λύπης, χάνει καὶ τοὺς γονεῖς της. Οἱ στιγμὲς δύσκολες. Ποιὸς θὰ τὴν παρηγορήσει; Μὰ ποιὸς ἄλλος; Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Δηλαδή, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στὰ μέλλοντα ἀγαθά, νὰ σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύει γιὰ νὰ δείχνετε ὑπομονὴ στὴν θλίψη. Καὶ νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχή, συνεχίζει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς σας.
Ἔτσι καὶ ἡ Μελάνη, ἀδιάφορη γιὰ τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις, ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἐξοχικό της κτῆμα, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴν μελέτη καὶ τὴν προσευχή. Ἐκεῖ ἐπίσης καλλιγραφοῦσε ἱερὰ βιβλία καὶ τὰ ἔδινε νὰ τὰ διαβάζουν οἱ πιστοί. Διέθεσε ὅλη της τὴν περιουσία γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ ἀσθενῶν.
Καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πολλοὺς τόπους βοηθώντας τοὺς πάσχοντες, κατέληξε στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα.
Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν Ἁγία αὐτή: «...Αὐτὴ ἣν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀνωρίου (395 – 423), Ρωμαία πλούσια καὶ ἐκ γένους περιφανοῦς καὶ ἐνδόξου. Συζευχθεῖσα παρὰ τὴν θέλησιν αὐτῆς, ἀπεσύρθη μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν δύο αὐτῆς τέκνων εἰς ἐν προάστειον τῆς Ρώμης, ἐπιμελουμένη τῶν πτωχῶν, ὑποδεχόμενη τοὺς ξένους, ἐπισκεπτόμενη τοὺς ἐξόριστους καὶ ἐν φυλακαὶς καὶ θεραπεύουσα τοὺς νοσοῦντας. Μετὰ τὴν ἐκποίησιν τῶν κτημάτων αὐτῆς καὶ διανομὴν τῶν προσόντων εἰς μονὰς καὶ ἐκκλησίας, διὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἀλεξανδρείας κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐνεκλείσθη εἰς πενιχρὸν κελλίον ἐκεῖ ἔκτισε καὶ μονὴν εἰς ἣν συνήγαγεν ἐνενήκοντα παρθένους, ἐξ ἰδίων διὰ τὴν διατροφὴν αὐτῶν δαπανώσα, μικρὸν ἀσθενήσασα ἐκ πλευρίτιδας, μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Ἐπισκόπου Ἐλευθερουπόλεως καὶ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ".

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ πλούτου σκορπίσασα, τὰς μυριάδας σεμνή, τὸν πλοῦτον τῆς χάριτος, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, Ὁσία ἐπλούτησας· σὺ γὰρ δι’ ἐγκρατείας, καὶ ζωῆς ἰσαγγέλου, σκεῦος τοῦ Παρακλήτου, ἐπαξίως ἐδείχθης· διὸ σὲ μακαρίζομεν, Μελάνη θεόληπτε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ἰσαγγέλῳ πολιτείᾳ σου δοξάσασα
Μῆτερ Μελάνη τὸν λαμπρῶς σε θαυμαστώσαντα
Οὐρανίου κατηξίωσαι εὐκληρίας.
Ἀλλ’ ὡς θείας ἀπολαύουσα λαμπρότητος
Σκοτασμοῦ ἁμαρτιῶν ἡμᾶς ἀπάλλαξον
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον.
Ἔρωι τῷ θείῳ τὴν σὴν ψυχήν, πτερώσασα Μῆτερ, ἠγωνίσω ἀσκητικῶς, καὶ ἀντί τοῦ πλούτου, τοῦ ἐπιγείου εὗρες, Μελάνη μακαρία, ὄλβον οὐράνιον.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


Η γέννηση του Χριστού είναι για όλους τους ανθρώπους, ακόμα και για εκείνους που δεν γνωρίζουν επαρκώς το νόημα και την μεγάλη της σπουδαιότητα, μια γιορτή χαράς και ελπίδας. Η Γέννηση του Χριστού αποτελεί όντως μυστήριο μέγα, παράδοξο και σωτήριο, όπως είδαμε, και για τον λόγο αυτό είναι ημέρα χαράς και ελπίδας για όλον τον κόσμο. Η απαρχή επίσης του Νέου Έτους, αύριο, συνοδεύεται κι αυτή από την ενδόμυχη ευχή η νέα χρονιά να είναι καλύτερη και ευτυχέστερη από την προηγούμενη. Καμμία όμως αλλαγή δεν πρόκειται να επιτευχθεί, εάν παραμείνουμε θεατές της ζωής και των γεγονότων, εάν δεν πάρουμε μιαν απόφαση, παρακινούμενοι από τον αστέρα, από τους Μάγους, από τους ποιμένες, από τον ίδιο το Χριστό που σήμερα γεννάται, ώστε κι εμείς να αναγεννηθούμε πνευματικά και να γίνουμε ενεργοί μαθητές Του.

Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Κάνε μια προσευχή και ζήτησε θεία φώτιση


Από τον π. Ανδρέα Κονάνο

Είναι μεγάλη υπόθεση να πάρεις την ευθύνη επάνω σου και να πατάς στα πόδια σου γερά. Λύγισε τα πόδια σου. Ακούμπα τα γόνατά σου στο πάτωμα. Εκεί που είσαι, στο σπίτι σου. Και κάνε προσευχή! Και ζήτα απ’ τον Θεό φώτιση. Είναι απλά τα πράγματα. Η πηγή υπάρχει, η δεξαμενή των πολλών δωρεών, χαρίτων, ευεργεσιών και της φώτισης υπάρχει. Είναι ο Θεός. Είναι οι Αγιοι που προσεύχονται για εμάς. Είναι η Παναγία, η Μητέρα του Κυρίου. Είναι οι Αγγελοι. Ζήτα τη βοήθεια όλων αυτών και θα ‘ρθει η φώτιση και στη δική σου ζωή. Μόνο που πρέπει να περιμένεις. Θα ζητάς απ’ τον Θεό. Και με απλότητα θα περιμένεις να σε φωτίζει, να καθαρίζει το μυαλό σου, να το εξαγνίζει και να το ηρεμεί.

Να το χαλάει και να το ξαναχτίζει. Δηλαδή να σου χαλάει κάτι που δεν είναι καλά χτισμένο και να το ξαναχτίζει απ’ την αρχή μ’ έναν νέο τρόπο. Και να σου δίνει πίσω μυαλό και νου ανακαινισμένα. Τα μάτια της ψυχής είναι ο νους. Οταν ο νους δουλεύει καλά, όλη η ψυχή πορεύεται σωστά. Οταν το μάτι στο σώμα βλέπει καλά, τότε και τα πόδια πάνε καλά και περπατάνε. Το μάτι βλέπει. Το σώμα ακολουθεί. Οταν το μάτι όμως θολώσει ή σκοτεινιάσει ή ταραχτεί, τότε και το σώμα δεν μπορεί να πορευτεί σωστά.

Ετσι συμβαίνει και με την ψυχή. Η ψυχή μας έχει ένα εργαλείο με το οποίο καταλαβαίνει τον κόσμο. Αυτό το εργαλείο είναι ο νους μας. Ο νους είναι μια δύναμη της ψυχής, που, όταν γεννιόμαστε, εκπαιδεύεται. Ανάλογα με τον τρόπο που μας μεγαλώνουν οι δικοί μας.

Από τα παιδικά μας χρόνια ακούμε απ’ τους γονείς πολλά πραγματάκια, που απ’ τις πολλές επαναλήψεις (τα ακούμε και τα ξανακούμε) στο τέλος τα πιστεύουμε, τα χωνεύουμε, τα εμπεδώνουμε και τα αφομοιώνουμε. Μερικά απ’ αυτά είναι αληθινά.
Μερικά όμως είναι λάθος και ψέματα. Πρόκειται για ψευδαισθήσεις. Λανθασμένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις που πέρασαν στον νου μας. Και τα πίστεψε ο νους μας όλα αυτά.

Τέτοιες λανθασμένες αντιλήψεις μάς έχουν περάσει ήδη απ’ τα παιδικά μας χρόνια για πολλά θέματα. Το έχω δει σε πολλούς ανθρώπους αυτό. Για παράδειγμα, έχουμε πιστέψει ότι είναι δύσκολα τα πράγματα της ζωής κι ότι δεν πρόκειται να τα καταφέρουμε. «Δεν θα τα καταφέρω». Το λένε πολλοί άνθρωποι και το πιστεύουν κιόλας. «Εγώ δεν τα καταφέρνω. Εγώ δεν μπορώ. Εγώ πιστεύω ότι θα αποτύχω. Πιστεύω ότι διαρκώς κινδυνεύω». Αν όμως δεις τα πράγματα νηφάλια και ψύχραιμα, θα διαπιστώσεις ότι αυτό που πιστεύουν δεν είναι η πραγματικότητα της ζωής, μα ο τρόπος που αυτοί βλέπουν την πραγματικότητα της ζωής. Ο νους. Η διάνοιά τους. Αυτά έχουν το πρόβλημα. Και τους κάνει να βλέπουν τα πράγματα πάντα απαισιόδοξα. Γιατί; Γιατί έτσι έμαθαν και έτσι συνήθισαν. Και αυτό που συνηθίζεις δύσκολα το αλλάζεις, δύσκολα το αφήνεις. Ετσι έχεις μάθει από παιδί. Πώς να ξεσυνηθίσεις τώρα;

«Πάτερ, αποκλείεται εγώ να βρω δουλειά. Δεν μπορώ να τα καταφέρω. Είναι δύσκολη η ζωή. Θα αποτύχω. Είμαι ένας αποτυχημένος». Του βρίσκεις δουλειά και ύστερα από λίγο αρχίζει πάλι. Πάλι στενάχωρες σκέψεις και πάλι δυσαρέσκεια. Το μυαλό του πάλι ταράζεται με κάτι καινούργιο. Και του λες: «Καλά, δεν σου βρήκα δουλειά;» «Ναι, δουλειά βρήκαμε, αλλά τώρα στη δουλειά ένας συνεργάτης μου με δυσκολεύει…» Και τα παράπονα συνεχίζονται. Βρίσκεται λύση και γι’ αυτό. «Ωραία, ας σε πάνε σε άλλο γραφείο». Πάει σε άλλο γραφείο. Και εκεί όμως ο προβληματικός νους βρίσκει νέο πρόβλημα. «Τώρα μου φταίει ο μισθός!» Μετά φταίει πάλι κάτι άλλο. Και λες: «Τελικά, τι γίνεται;» Μήπως το πρόβλημα δεν είναι έξω, αλλά είναι κάπου μέσα; Κάπου μέσα σου.

Από το βιβλίο του π. Ανδρ. Κονάνου «Στο βάθος κήπος
https://simeiakairwn.wordpress.com/2017/12/25/κάνε-μια-προσευχή-και-ζήτησε-θεία-φώτι/

Όταν αντιμετωπίζουμε θλίψεις και πειρασμούς τι πρέπει να κάνουμε;


Μας λέγει ο Όσιος Μάρκος ότι κανένας από τους πειρασμούς που συμβαίνουν σε μας δεν είναι άδικος, αλλά όλοι συμβαίνουν σύμφωνα με την δίκαιη κρίση του Θεού. Και άλλοτε πάσχουμε εξ αιτίας των δικών μας αμαρτιών, άλλοτε πάλι εξ αιτίας των κακών, που προξενήσαμε στον πλησίον μας.

Λέγει η Αγία Γραφή «εις κόλπους επέρχεται πάντα τοις αδίκοις, παρά δε Κυρίου πάντα τα δίκαια» (Παροιμ. ΙΣΤ , 33). Σε άλλο σημείο λέγει: «πάντα τα έργα του Κυρίου μετά δικαιοσύνης» (Παροιμ. IΣΤ , 4). «ο γαρ εάν σπείρη άνθρωπος, τούτο και θερίσει» (Γαλ. στ , 7).

Όταν αντιμετωπίζουμε θλίψεις και πειρασμούς τι πρέπει να κάνουμε; Μας απαντά ο Άγιος Μάξιμος. Πρέπει να δοκιμάζουμε δύο αντίθετα πράγματα. Την χαρά και τον φόβο. Χαρά διότι αξιωθήκαμε να βαδίζουμε την οδό που ακολούθησε ο Κύριος, οδό πειρασμών και θλίψεων. Φόβο δε μήπως οι πειρασμοί, τους οποίους δοκιμάζουμε, οφείλονται στην υπερηφάνειά μας και δεν αποβλέπουν στην κατά Θεό δοκιμή και προκοπή μας.

Ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης απαντά σε κάποιον αδελφό:

Μόνο ένα να προσέξης, με συμβούλεψε ο Παππούλης. Να ξεκαθαρίζης τις σκέψεις σου, που από την πολλή σου ευαισθησία πιέζεσαι και θλίβεσαι. Να τις διώχνης, να μη παραμένουν. Να αγαπάς τους πειρασμούς που έρχονται και δε θα ταράζεσαι, ούτε θα θλίβεσαι. Να αγαπάς πολύ όλους τους αδελφούς το ίδιο. Να αγαπάς πολύ τον Γέροντα. Ένας Γέροντας, ένας Χριστός.

–Πως θα αγαπήσω τους πειρασμούς και τις δυσκολίες;

–Είναι μεγάλη ιστορία αυτή. Έχει τους τρόπους της.

Άμα μπει ο Χριστός στην καρδιά, τη γεμίζει με την αγάπη Του. Τότε δεν υπάρχει μη τούτο, μη εκείνο, μη, μη… Μόνο αγάπη… Πάνω απ’ όλα η Αγάπη.

Τα μη ήσαν προ Χριστού. Τα κατήργησε ο Χριστός. Έφερε την αγάπη. Παράδεισος είναι η ζωή του Χριστού, η υπακοή, η ταπείνωση.

*   *   *

«εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος σατάν, ίνα με κολαφίζη ίνα μη υπεραίρωμαι» (Β  Κορ. ιβ  7). Δηλαδή, μου δόθηκε ξύλο ακανθωτό στο σώμα, αρρώστια αθεράπευτη, άγγελος του σατανά, για να με κτυπά κατά πρόσωπο και να με ταλαιπωρή, για να μη υπερηφανεύωμαι.

Διαβάζουμε στο Γεροντικό ότι ο Μ. Αντώνιος είπε: «Κανείς δεν μπορεί να εισέλθη στη βασιλεία των ουρανών, χωρίς να δοκιμάση πειρασμούς. Βγάλε από την μέση τους πειρασμούς και τότε κανείς δεν θα υπάρχη οπού να σώζεται».

Ο Αγ. Νικόδημος παρατηρεί: «Έτσι, ο φιλόστοργος ημών Πατήρ Θεός, με το να έχη αγαπητικήν πρόνοιαν εις τον κάθ’ ένα, και μάλιστα, εις εκείνους, όπου αληθώς εδόθηκαν εις την δούλευσίν του, φροντίζει πάντοτε με τους πειρασμούς, όπου παραχωρεί να μας έρχωνται, για να μας βάλη εις τοιαύτην στάσιν, όπου να μη ημπορούμε να βγούμε από τόσον φοβερόν κίνδυνον της τοιαύτης υπολήψεως και σχεδόν με το ζόρι, να ερχώμαστε στην αληθινήν και ταπεινήν γνώσιν του εαυτού μας».

Λέγει ο Αγ. Κοσμάς ο Αιτωλός: «Ήτο μία κόρη ονομαζομένη Μαρία. Ο πατήρ της ήτο χριστιανός και εζήτει να την υπανδρεύση· εκείνη δεν ήθελε, θέλουσα να φυλάξη παρθενίαν. Την έβαλεν εις ένα μοναστήριον γυναικείον και την παρέδωκε της ηγουμένης να την έχη ως παιδί της. Και αφού απέθανεν ο πατήρ της, έγινεν άλλος αφέντης εις την χώραν εκείνην, όστις εβγήκε μίαν ημέραν και υπήγεν εις το μοναστήριον οπού ήτο η Μαρίας. Και ευθύς οπού την είδεν ο αφέντης, ετρώθη η καρδιά του έρωτα σατανικόν· και γυρίζοντας εις το σπίτι του έστειλε γράμματα εις την ηγουμένην και της έλεγεν: Αμέσως να μου στείλης την Μαρίαν, διότι την είδον και με είδε, με ηγάπησε και την ηγάπησα. Διαβάζει το γράμμα η ηγουμένη, κράζει την Μαρίαν και της λέγει: Παιδί μου, τι καλόν είδες εις τον πασάν και τον εκοίταξες με αγάπην; Κοίταξε τι μου γράφει εδώ! Λέγει η Μαρία: Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε· τον εκοίταξα με άλλον σκοπόν και είπα: Άρα, Θεέ μου, ταύτην την δόξαν οπού έχει εδώ τούτος ο πασάς, θα την έχη και στον άλλον κόσμον; Και αυτός μ’ εκοίταξε με διαβολικόν σκοπόν. Εγώ αν ήθελα υπανδρείαν, με υπάνδρευε και ο πατέρας μου και έπαιρνα χριστιανόν. Τότε γράφει η ηγουμένη εις τον πασάν: Καλύτερα σου στέλνω το κεφάλι μου, παρά την Μαρίαν. Στέλλει πάλιν ο πασάς και λέγει της ηγουμένης: Η να μου στείλης την Μαρίαν η έρχομαι και την παίρνω μόνος μου και καίω το μοναστήρι. Το ήκουσεν η Μαρία και λέγει της ηγουμένης: Όταν έλθουν οι απεσταλμένοι, στείλέ τους εις το κελλί μου και εγώ τους αποκρίνομαι. Ήλθον οι απεσταλμένοι εις το κελλίον της Μαρίας, και τους ηρώτησε τι θέλουν. Της είπον εκείνοι: Μας έστειλεν ο πασάς να σε πάρωμεν, διότι είδε τα μάτια σου και τα ωρέχθηκε. Τους είπε να περιμείνουν να υπάγη εις την εκκλησίαν. Τότε παίρνει ένα μαχαίρι και ένα πιάτο, και πηγαίνει εις τον Ιησούν Χριστόν εμπρός και λέγει: Κύριέ μου, μου έδωκες τα μάτια τα αισθητά, δια να πηγαίνω εις τον καλόν δρόμον, και εγώ να πηγαίνω με το θέλημά μου εις τον κακόν δεν είναι πρέπον. Και επειδή αυτά τα αισθητά θα μου βγάλουν τα νοητά, ιδού οπού τα βγάνω δια την αγάπην σου, δια να φύγω από τον βόρβορον της αμαρτίας. Και ευθύς βάζει το μαχαίρι μέσα εις το μάτι της και το βγάνει εις το πιάτο. Επήγεν εμπρός και εις την Παναγίαν και βγάζει και το άλλο της μάτι και τα βάνει μαζί. Τότε τα στέλλει του πασά· και αφού τα είδεν ο πασάς, εγύρισεν ευθύς ο σατανικός έρως εις κατάνυξιν· και σηκώνεται ευθύς και πηγαίνει εις το μοναστήριον, και παρακαλεί τας καλογραίας να υπάγουν να κάμουν δέησιν εις τον Θεόν, να ιατρευθή η Μαρία.

Πηγαίνουν πάραυτα όλαι μαζί με τον πασάν και πίπτουσαι κατά γης παρεκάλουν τον Κύριον και την Θεοτόκον να δώση το φως της Μαρίας. Εφάνη η Θεοτόκος τότε ως αστραπή εις την Μαρίαν και της λέγει: Χαίρε Μαρία! Επειδή επροτίμησες να βγάλης τα μάτια σου δια την αγάπην του Υιού και την ιδικήν μου, ιδού πάλιν έχε τα μάτια σου και πλέον πειρασμός να μη σου συμβή. Βλέποντας δε το θαύμα οι παρόντες εχάρησαν πολύ και εδόξασαν τον Θεόν και την Παναγίαν. Έπειτα ο πασάς αφιέρωσε πολύ χρυσίον εις το μοναστήρι και επήρε συγχώρησιν από τας καλογραίας και ανεχώρησε και έκαμε καλά και εσώθη.

Ακούετε, αδελφοί μου, τι έκαμεν η Μαρία με την δύναμιν της Παναγίας; Δια τούτο πρέπει και ημείς να τιμώμεν την Παναγίαν Θεοτόκον με έργα καλά».

https://simeiakairwn.wordpress.com/2017/12/26/όταν-αντιμετωπίζουμε-θλίψεις-και-πει/

Τρεις Άγγελοι απάνω στη στέγη


Κείμενο Παύλου Νιρβάνα (1866 – 1937).

Την ώρα που το Άστρο των Μάγων, χαράζοντας μια χρυσή καμπύλη στο στερέωμα, ήρθε και καρφώθηκε στη στέγη του στάβλου της Βηθλεέμ, τρεις άγγελοι, σαν τρία μεγάλα λευκά περιστέρια, ζύγιασαν τις μεγάλες τους φτερούγες απάνω απ’ το ταπεινό καλύβι.

Έπειτα ήρθαν και κάθισαν απάνω στ’ άχερα της στέγης, γύρω από το χρυσό άστρο, σκεπάζοντας προσεχτικά το φως του με τα φτερά τους, μην τύχει και ξεγλιστρήσει καμιά του αχτίδα και ξυπνήσει το κοιμώμενο Βρέφος. Το Βρέφος που είχε γεννηθεί στη φάτνη των αλόγων.

Οι τρεις άγγελοι παράστεκαν τον ύπνο του μικρού. Η Μητέρα και το Παιδί της είχαν ανάγκη να κοιμηθούν. Όλα είχαν σωπάσει τρι­γύρω. Όλη η πλάση λες και κρατούσε ευλαβικά την ανάσα της.

Και τ’ άλογα του στάβλου ακόμα είχαν πέσει σε βαθύν ύπνο και δε χτυ­πούσαν το χώμα με τις οπλές τους. Ένα μαντρόσκυλο, που γαύγιζε σε κάποια μακρινή στάνη, είχε σωπάσει κι’ αυτό. Μια κουκουβάγια, που ακουγόταν από μια γειτονική στέγη, είχε βουβαθεί.

Οι Τρεις Μάγοι, που είχαν αποθέσει τα δώρα τους απάνω στη φάτνη του μωρού, είχαν μακρύνει, κι αυτοί, και οι τελευταίοι ήχοι από τα κουδούνια, τα κρεμασμένα στις χρυσοστόλιστες καμήλες τους, είχαν σβήσει στην απόσταση.

Η χειμωνιάτικη νύχτα σκέπαζε μ’ ένα βουβό σκοτάδι τα σπιτάκια και τα περιβόλια της Βηθλεέμ.

Οι τρεις άγγελοι που παράστεκαν τον ύπνο του Παιδιού και της Μη­τέρας, καθισμένοι απάνω στ’ άχερα της στέγης, μιλούσαν τώρα μεταξύ τους, για να περνάει η ώρα τους, ως την αυγή. Μιλούσαν σιγά, πιο σιγά κι από τη σιωπή.

Ο πρώτος άγγελος έλεγε: Εγώ είμαι, που έφερα το κρίνο του Παραδείσου στην παρθένα Μαριάμ. Από τα χέρια μου το πήρε και το μυρίστηκε, στην αυλή του ναού που έγινε το θαύμα του μυστικού της γάμου. Και τώρα την παραστέκω μητέρα.

Ο δεύτερος άγγελος έλεγε: Εγώ άνοιξα την πόρτα του στάβλου, για να περάσουν οι τρεις Μάγοι με τα δώρα. Εγώ τους έδειξα τη φάτνη των αλόγων, όπου σάλευε τα χεράκια του το Βρέφος, απλώνοντας τα να πιάσει βασιλικά χαρίσματα. Εγώ πρωτοείδα το χαμόγελο του, πιο φωτεινό από τα χαμόγελα των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, μπροστά στο θρόνο του Θεού των Ουρανών.

Ο τρίτος άγγελος δε μιλούσε. Εσύ ποιό θαύμα είδες; τον ρώτησαν οι δυο άλλοι.

Τότε ο τρίτος άγγελος, με τα μάτια στυλωμένα στο σκοτάδι, προς το μακρινό θαμπόφεγγο του ουρανού, που άπλωναν στην απόσταση τα φώτα της Ιερουσαλήμ, τους είπε, σα να ονειρευόταν:

Εγώ βλέπω έναν τάφο, λαξεμένο στην καρδιά ενός βράχου. Μια βαριά πέτρα τον σκεπάζει. Κι εγώ σκύβω και σηκώνω, με τα χέρια μου τη βαριά πέτρα, σαν πούπουλο.

Και τότε ένας ωραίος νεκρός, ντυμένος με φως, υψώνεται πιο ζωντανός από τους ζωντανούς, μπροστά στα μάτια μου, και ανεβαίνει τη χρυσή σκάλα των ουρανών. Εγώ βλέπω το μέγα θαύμα.

Τη στιγμήν εκείνη, από τη φάτνη των αλόγων ακούστηκαν τα πρώτα κλάματα του Βρέφους που ξυπνούσε. Η αυγή ρόδιζε απάνω απ’ τα ταπεινά σπιτάκια και τα περιβόλια της Βηθλεέμ.

Και οι τρεις άγγελοι σαν τρία λευκά περιστέρια, τίναξαν τις φτερούγες τους και χάθηκαν στα πρωινά ρόδα του ουρανού.

https://oikohouse.wordpress.com/2017/12/27/τρεις-άγγελοι-απάνω-στη-στέγη/#more-37413

Η κόλαση της σκοτεινής σπηλιάς και ο Παράδεισος


Βλέποντας ο γέροντας την υπερβολική προθυμία του δόκιμου Χαράλαμπου, μια μέρα τον προσκαλεί ιδιαιτέρως και του λέει:

–Εκεί πάνω σε κείνα τα βράχια που βλέπεις, έχει μια μικρή σπηλιά. Σε διαβεβαιώ ότι είναι παράδεισος. Λοιπόν, θα σκαρφαλώσεις να πας εκεί και θα μείνεις μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;

–Να’ναι ευλογημένο γέροντα.

«Βάζω, λέει ο Χαράλαμπος, μετάνοια και αμέσως σκαρφαλώνω στα βράχια.

Πλησιάζω στη σπηλιά. Αλλά τι να δεις! Ένας άγριος τόπος που μόνο φίδια μπορούσαν εκεί να κατοικήσουν και η σπηλιά τόσο στενή που μόνο σκυφτά μπορούσες να μπεις μέσα.

Στην αρχή σαν άνθρωπος δείλιασα,φοβήθηκα και συγχρόνως μονολογούσα: «Ε,γέροντα πού μ’έστειλες εδώ; Αυτός είναι ο παράδεισος; Βρε εδώ κόλαση είναι.Όχι παράδεισος. Για να δούμε πώς θα τη βγάλουμε ώσπου να τελειώσει ο κανόνας,να με φωνάξει ο γέροντας να κατέβω. Όμως, αφού το’πε ο γέροντας, κάτω δεν το βάζω. Έστω και να πεθάνω,αν δεν με φωνάξει ο γέροντας πίσω δεν γυρνάω.Ας πεθάνω στην υπακοή παρά να λιποτακτήσω».

Αρχίζω,λοιπόν,τον κανόνα μου.Δώστου-δώστου μετάνοιες,προσευχή.Δεν άργησε να υποχωρήσει ο φόβος και η δειλία και άρχισα να αισθάνομαι άνετα. «Αφού,λέω,για προσευχή σ’έστειλε ο γέροντας,βάλε Χαράλαμπε όλη σου την βία». Βία-βία, δεν άργησε να θερμανθεί η καρδιά μου και να εκπηγάζει κρουνούς τα δάκρυα δοξολογίας και ευχαριστίας. Εκεί αξιώθηκα την πρώτη θεωρία, όπου σταματά,κατά τους Πατέρες, ο νους. Δεν ενεργεί αυτός,αλλά ενεργείται απ’το Άγιο Πνεύμα, που τον οδηγεί όπου θέλει, μέχρι και αυτούς ακόμα τους ουρανούς. Επανερχόμουν στην φυσική μου κατάσταση και πάλι άλλη αρπαγή σε άλλα ουράνια σκηνώματα. Τούτο επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές. Τότε έπαθα κάτι παρόμοιο με τους μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ κι έλεγα: «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι. Όντως εδώ που μ’έστειλε ο γέροντάς μου είναι παράδεισος. Μακάρι να μη με φωνάξει ποτέ να κατέβω ξανά απ’αυτό τον παραδεισένιο τόπο».

Κι,όμως,μετά από δυο-τρεις μέρες ακούω μια γνωστή φωνή,κάτω,από τα καλυβάκια: «Χαράλαμπε,είπε ο γέροντας να κατέβεις».

Ε, δεν θα με πιστέψετε πόση δυσφορία μου ήλθε όταν άκουσα την εντολή να γυρίσω. Κι όμως δεν μπορούσα αλλιώς.Βρισκόμουν στην υπακοή. Μόλις γυρνάω και η αλλοίωση στο σκυφτό πρόσωπό μου ήταν ολοφάνερη, με περιλαμβάνει ο γέροντας και μου λέει: «Θέλω,Χαράλαμπε,να μου πεις την αλήθεια. Είναι παράδεισος εκεί που σ’έστειλα ή όχι;». Εγώ συγκινημένος με σκυφτό πρόσωπο του απαντώ με βουρκωμένα μάτια: «Ναι γέροντα,πράγματι είναι παράδεισος». Ε, δεν άντεξε ο γέροντάς μου, μ’έβαλε στην αγκαλιά του και με φιλούσε.

Κατά κανόνα, ο γέροντάς μας, συμπεριφερόταν αυστηρά. Όμως,μερικές φορές, όταν διαπίστωνε πνευματική πρόοδο στα καλογέρια του, δεν άντεχε από την χαρά του. Μας φανέρωνε τον πραγματικό εαυτό του. Μας αγκάλιαζε και, συγκινημένος, δεν μπορούσε να βαστάξει τα δάκρυα».

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/12/blog-post_538.html

Τα χελιδόνια του χειμώνα (Διδακτική ιστορία)


~ Ένας λαικός μύθος διηγείται πως τα χελιδόνια παλαιότερα δεν ήξεραν να αποδημούν στα πιο ζεστά μέρη πριν το χειμώνα.Και όταν έπεφτε το χιόνι και έσφυζε η παγωνιά αυτά υπέφεραν σκληρά και πέθαιναν.

Βλέποντας αυτό ένας ελεήμων άνθρωπος τα λυπήθηκε κι άρχισε να κατευθύνει τα χελιδόνια στο νότο,σε πιο ζεστά μέρη.

Έδινε σημάδια,τα δελέαζε με την τροφή προς το νότο αλλά δεν τον καταλάβαιναν.

Τα φόβιζε,τα έδιωχνε,αλλά τίποτα.Τότε αυτός προσευχήθηκε στον Θεό. Να τον μεταμορφώσει σε χελιδόνι.

Και ο Θεός τον άκουσε.Τον έκανε χελιδόνι το οποίο μπορούσε να σκέφτεται και να αισθάνεται όπως ο άνθρωπος.

Τότε ο άνθρωπος-χελιδόνι εύκολα συνεννοήθηκε με τα υπόλοιπα χελιδόνια και τα οδήγησε σε ποιο ζεστά μέρη.

Ο Θεός μας μιλούσε μα δεν τον καταλαβαίναμε.Μας άγγιζε και τον διώχναμε.

«Φύγε εσύ είσαι κακός,δεν ξέρουμε τι λες»Ο Θεός τόσο πολύ μας αγαπούσε
που ντύθηκε την ανθρώπινη σάρκα,Ο Λόγος σαρκώθηκε.Έγινε άνθρωπος!
Και από τότε μας λέει τα ίδια.

«Έλα να μην κρυώνεις.

Σ΄αγαπώ.Σ΄αγαπώ.Σε συγχωρώ.Έλα να σε πάρω σε ζεστά μέρη να μην ξεπαγιάζεις στην αμαρτία,στη μοναξιά»

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγ.Νικολάου Βελιμίροβιτς: «Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται».

https://simeiakairwn.wordpress.com/2017/12/29/τα-χελιδόνια-του-χειμώνα-διδακτική-ισ/

Μυστική ἕνωσις μέ τόν Κύριο


«Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σε, ὁ Θεός». Ψαλμ. 41, 1-2

Χαρά καί εὐφροσύνη ἀπέραντη, γιορτή καί πανηγύρι αἰώνιο τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ μυστικήἕνωσίς της μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Ἀδελφέ μου, «ἔρχου καί ἴδε!» (Ιω. 1,47).
Ἔλα καί δές τόν Ἰησοῦ!
Ἔλα καί δόξασέ Τον!
Ἔλα καί ὕμνησε τόν Κύριο σου!
Ἔλα καί γονάτισε καί κλάψε μπροστά στόν πλάστη σου!
Ἔλα, προσκύνησέ Τον, ἀναγνώρισέ Τον, ὁμολόγησε Τον! «Πρόσελθε πρός αὐτόν καίφωτίσθητι, καί τό πρόσωπόν σου οὐ μή καταισχυνθῇ» (Ψαλμ. 33, 6).

Ἔλα πεινασμένε, νά εὐφρανθῆς ἀπό τή θεία τροφή!
Ἔλα τυφλέ, ν᾿ ἀπολαύσης τό αἰώνιο φῶς!
Ἔλα αἰχμάλωτε, νά χαρῆς τήν ἐλευθερία!
Ἔλα θνητέ, ἑνώσου μέ τόν Ἀθάνατο, γιά ν᾿ ἀξιωθῆς τῆς αἰωνίας ζωῆς!

Ἔλα πονεμένε καί θλιμμένε, νά βρῆς τήν παντοτεινή χαρά!
Ἔλα ἀπελπισμένε, νά βρῆς τήν ἐλπίδα!
Ἔλα ψυχρέ, νά φλογισθῆς σάν τή φωτιά!
Ἔλα φτωχέ, νά πλουτίσης μέ τόν ἀδαπάνητο θησαυρό!
Ἔλα γυμνέ, νά ἐνδυθῆς ἀθάνατη δόξα καί ἀφθαρσία!
Ἰδού, ὁ Κύριος «ἔρχεται μετά τῶν νεφελῶν, καί ὄψεται αὐτόν πᾶς ὀφθαλμός καί οἵτινες αὐτόνἐξεκέντησαν, καί κόψονται ἐπ᾿ αὐτόν πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς» (Αποκ. 1, 7). Ναί, ἔρχεται καίδέν θ᾿ ἀργήση ὁ Κύριος.

Μακάριος ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές Του. Μακάριος ὅποιος φυλάττει τόν νόμο Του.

Μακάριος ὅποιος εἶναι νοερά καί μυστικά ἑνωμένος μαζί Του.
Σήκωσε, ἀδελφέ μου, σήκωσε τούς νοητούς ὀφθαλμούς τῆς καρδιᾶς σου πρός τόν Θεό καίἱκέτευε Τον νά τήν φλογίση μέ τή θεία ἀγάπη Του. Ταύτισε τό θέλημά σου μέ τό θέλημα τοῦΚυρίου. Σάν ἄλλος Βαρτίμαιος φώναξε κι ἐσύ πάλι: «Υἱέ Δαβίδ Ἰησού, ἐλέησον με!» (Μαρκ. 10,47). Καί ὅσο οἱ δαίμονες, μέ τά τεχνάσματα καί τίς παγίδες τους, προσπαθοῦν νά ἐμποδίσουντήν ἀναφορά σου πρός τόν Κύριο, ἐσύ «πολλῷ μάλλον κράζε· υἱέ Δαβίδ, ἐλέησον με!» (Μαρκ.10, 48), διδαξέ με νά κάνω πάντοτε τό θέλημά Σου καί ν᾿ ἀνήκω μόνο σέ Σένα!

«Εἰ δώσω (=δέν θά δώσω) ὕπνον τοίς ὀφθαλμοῖς μου καί τοῖς βλεφάροις μου νυσταγμόν καίἀνάπαυσιν τοῖς κροτάφοις μου, ἕως οὗ εὕρω τόπον τῷ Κυρίῳ, σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ» (Ψαλμ.131, 4-5). Βίαζε τόν ἑαυτό σου νύχτα καί μέρα, μήν τοῦ δίνης ἀνάπαυσι καί ἡσυχία, μέχρι ν᾿ ἀνοίξης τήν καρδιά σου στόν Κύριο, ν᾿ ἀνοίξης μέσα σου τόπο γιά Κεῖνον καί νά γίνηςὁλόκληρος κατοικητήριο τῆς χάριτός Του. Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε πλάσθηκες καί αὐτός εἶναι ὁμοναδικός σκοπός τῆς ζωῆς σου: ἡ ἕνωσίς σου μέ τόν Θεό.

Τήν ὁλοκληρωτική ἕνωσί σου μέ τόν Κύριο θά ἐπιτύχης καλλιεργώντας τήν ἀδιάκοπηἐπικοινωνία μαζί Του διά τῆς προσευχῆς. Ξέχασε ὅλα τά γήϊνα καί μάταια καί στρέψε ὅλεςτίς ἐπιθυμίες καί τίς διαθέσεις σου πρός Αὐτόν, ζήτα τό ἔλεός Του ἀδιάλειπτα, κράτα τήμνήμη Του συνεχῶς στόν νοῦ σου καί βυθίσου ὅλος μέσα στό πέλαγος τῆς ἀγάπης Του.
Αὐτός εἶναι ὁ Θεός σου,
Αὐτός ὁ δημιουργός σου,
Αὐτός ἡ δόξα σου,
Αὐτός ἡ σωτηρία καί ἡ αἰώνια ζωή σου.
Ἀπόκτησε λοιπόν κι ἐσύ, «ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰώνος» τόν ἀσίγαστο πόθο τοῦ προφήτου:

«Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σε,ὁ Θεός» (Ψαλμ. 41, 1-2).

Ἀπό τό βιβλίο: «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ»
Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ
Ἐκδόσεις: ''Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὡρωποῦ Ἀττικῆς"
http://inpantanassis.blogspot./2017/12/blog-post_86.html

Θεμέλιο...


«Θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ εἶναι οἱ πέτρες. Θεμέλιο καί ὀροφή τῆς ἀρετῆς τῆς νήψεως εἶναι τό προσκυνητό καί ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ»

163. Στούς ἁπλοϊκούς καί δῆθεν ἀπαθεῖς λογισμούς, ἀκολουθοῦν οἱ ἐμπαθεῖς, καθώς ἔχομε μάθει μέ τήν μακροχρόνια πείρα καί παρατήρηση. Οἱ πρῶτοι λογισμοί ἀνοίγουν τήν εἴσοδο στούς δεύτερους, οἱ ἀπαθεῖς στούς ἐμπαθεῖς.

164. Πράγματι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά χωρίζεται μέ τήν προαίρεσή του σέ δύο κομμάτια, καί νά σχίζεται μέ σοφότατη ἐπινόηση, ὅπως εἶπα· καί πρέπει νά εἶναι ἐχθρός ἀφιλίωτος καί ἄσπονδος τοῦ ἑαυτοῦ του.

Ὅποια διάθεση ἀκριβῶς ἔχει ἕνας γιά κάποιον πού ἐξαιρετικά καί πολλές φορές τόν ἔχει λυπήσει καί ἀδικήσει, ἔτσι νά ἐχθρευόμαστε τόν ἑαυτό μας ἤ καί πολύ περισσότερο, ἄν βέβαια θέλομε νά κατορθώσομε τήν μεγάλη καί πρώτη ἐντολή, δηλαδή τήν διαγωγή τοῦ Χριστοῦ, τή μακάρια ταπείνωση, τόν ἔνσαρκο τρόπο ζωῆς τοῦ Θεοῦ. 

Γι᾿ αὐτό ὁ Ἀπόστολος λέει: «Ποιός θά μέ ἐλευθερώσει ἀπό τό σῶμα αὐτό, τό κυριευμένο ἀπό τόν θάνατο1; Γιατί δέν ὑποτάσσεται στό νόμο τοῦ Θεοῦ»2. Θέλοντας ὁ Ἀπόστολος νά φανερώσει ὅτι τό νά ὑποτάξομε τό σῶμα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, λέει: «Ἄν κρίναμε τόν ἑαυτό μας, δέ θά καταδικαζόμαστε· κι ὅταν καταδικαζόμαστε, παιδαγωγούμαστε ἀπό τόν Κύριο»3.

169. Θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ εἶναι οἱ πέτρες. Θεμέλιο καί ὀροφή τῆς ἀρετῆς τῆς νήψεως εἶναι τό προσκυνητό καί ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. 

Ἕνας ἀνόητος κυβερνήτης πλοίου, ἄν στήν τρικυμία διώξει τούς ναῦτες καί ρίξει στή θάλασσα τά κουπιά καί τά πανιά καί κοιμηθεῖ, εὔκολα θά ναυαγήσει. Καί ἡ ψυχή εὐκολότερα θά καταποντιστεῖ ἀπό τούς δαίμονες, ἄν ἀμελήσει τήν νήψη καί δέν ἐπικαλεῖται, μόλις φανεῖ ἡ δαιμονική προσβολή, τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

****************

1Ρωμ. Ζ΄ : 24.
2Ρωμ. Η΄ :7.
3Α΄ Κορ. ια : 31-32.

Ἅγιος Ἡσύχιος
«Συμβουλές γιά τό ἦθος τῶν ἀνθρώπων καί τήν ἐνάρετη ζωή...»
"ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ" Τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Τόμος α΄ (σελ. 208-209) 
Ἐκδόσεις: ''Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας"
http://inpantanassis.blogspot./2017/12/blog-post_37.html

«Η ευχή θα είναι ο μεγαλύτερος βοηθός κι έπειτα ο άγγελος»


*Συγκλονιστική διήγηση από τον π. Μάρκελλο Καρακαλληνό!

ΜAΝΩΛΗΣ ΜΕΛΙΝΟΣ: Σάς είπαν δηλαδή κάποιοι Αγιορείται πατέρες, ότι έχουν βιωματική εμπειρία αγγέλων και δαιμόνων;

Γ.ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ: Βεβαίως και πάλεψαν προς τούς δαίμονας! Μα και ό Γέρων Παΐσιος τα λέει αυτά.

Ένας άλλος Γέροντας μου διηγήθηκε ότι βρέθηκε σε έκσταση. Καθώς διάβαζε ένα πατερικό βιβλίο κουράστηκε, μούδιασε το σώμα του κι έγειρε λίγο να ξεκουραστεί, βάζοντας το βιβλίο πού διάβαζε σαν μαξιλάρι. Ο νους του τότε αρπάγη και βρέθηκε στον ουρανό! Εκεί τον πλησίασαν δύο άγγελοι, όπως τους εικονίζει η Εκκλησία μας, με πρόσωπο όμορφο και χαρωπό. Ο Γέροντας έμεινε κατάπληκτος από το κάλλος των Αγγέλων και τούς λέει με θαυμασμό:

-Άγγελοι μου, τι ωραία είναι αυτή ή φορεσιά που φοράτε!

Οι άγγελοι -το διηγείτο αυτό πολύ συγκινημένος- πρόσχαρα του απήντησαν:

-Έτσι θα γίνει και η δική σας φορεσιά στον άλλον αιώνα!

Τα έχασε εκείνος και σαν να έκανε, λέει, μία κίνηση να πάρει φωτογραφική μηχανή -ενώ δεν είχε ποτέ του μηχανή- να τούς φωτογραφίσει.

-Στάσου, του είπαν οι άγγελοι, αυτές οι μηχανές δεν μας παίρνουν εμάς!

Έμεινε αποσβολωμένος. Πέρασαν από μπροστά του οι άγγελοι, του χαμογέλασαν και φεύγοντας του είπαν:

-Κατέβα τώρα να πάς να προσκυνήσεις την Παναγία.

Τα έχασε ό Γέροντας. Μόλις συνήλθε λίγο, αναρωτήθηκε ποιά Παναγία εννοούσαν;



Κατάλαβε όμως αμέσως! και πήγε στο μοναστήρι Της κι έβαλε μετάνοια, όπως του είπαν οι άγγελοι. Αυτός λοιπόν ο Γέροντας έζησε τον άγγελο από κοντά.

Το ίδιο ακριβώς, υπάρχουν και εμπειρίες δαιμόνων. Όχι μόνο μοναχοί, αλλά και πολλοί προσκυνηταί χριστιανοί μου έχουν διηγηθεί τέτοιες εμπειρίες τους. Γιατί πολλές φορές όταν ο χριστιανός αγωνίζεται σωστά, του κάνει επίθεση ό δαίμονας.

Η πρώτη επίθεση που θα σου κάνει, είναι το λεγόμενο «κοκκάλωμα». Σε αρπάζει σε σφίγγει και κοκαλώνει όλο το σώμα σου! Όπως ένα μυρμήγκι που το πιάνουμε στα δάκτυλα.

Τίποτε δεν μπορεί να κάνει ο άνθρωπος όταν τον αρπάξει το δαιμόνιο. Έχει τεραστία δύναμη, όπως βλέπουμε και στους δαιμονιζόμενους πού διαβάζουμε στα Ευαγγέλια. Τί γίνεται όμως; Επειδή μέσα στον μοναχό ή στον λαϊκό πιστό λειτουργεί συνέχεια η ευχή, λειτουργεί και την ώρα πού τον σφίγγει ο δαίμονας.

Δουλεύει η ευχή και λέει το Όνομα αυτό, πού στο άκουσμα του ο δαίμονας δεν μπορεί ν’ αντέξει! Το σώμα είναι «νεκρό», δεν έχει δύναμη, όμως ή ψυχή παλεύει. Ή ψυχή είναι πνεύμα και παλεύει με τον δαίμονα, πού και αυτός είναι πνεύμα. Τρία είναι τα πνεύματα:

Η ψυχή, ο άγγελος και ο δαίμονας. Αυτά παλεύουν. Η ψυχή προφέροντας το όνομα του Ιησού Χριστού, κάνει τον διάβολο να μην αντέχει και να φεύγει. 

Αυτή η ευχή -θέλω να τονίσω- θα είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά κατά την ώρα της εξόδου της ψυχής, όταν θα ανεβαίνει προς τα ουράνια. Αυτή η ευχή θα βοηθήσει την ψυχή να απομακρύνει τα δαιμόνια και θα δώσει την δύναμη στον άγγελο να την πάρει. Να φύγει δηλαδή όσο το δυνατόν ακίνδυνα και απολέμητα η ψυχή προς τα ουράνια. Η ευχή θα είναι ο μεγαλύτερος βοηθός κι έπειτα ο άγγελος.

π. Μάρκελλος Καρακαλληνός
ΟΡΟΣ ΑΘΩΝΑΣ – ΤΕΥΧΟΣ 10 – ΠΕΙΡΑ ΠΑΤΕΡΩΝ
http://inpantanassis.blogspot./2017/12/blog-post_73.html