Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Λάζαρος είναι ο κάθε ένας από μας που έχει άμεση, καθημερινή ανάγκη από τον Νικητή του θανάτου…



«Μάρθαν και την Μαρία πιστοί, εκμιμησάμενοι προς Κύριον πέμψωμεν, ενθέους ως πρέσβεις πράξεις, όπως ελθών τον ημών, νουν εξαναστήση, νεκρόν κείμενον, δεινώς εν τω μνήματι, αμελείας αναίσθητον, φόβου του θείου, μηδαμώς αισθανόμενον, και ενέργειαν, ζωτικήν νυν μη έχοντα, κράζοντες· Ίδε Κύριε, και ώσπερ τον φίλον σου, Λάζαρον πάλαι Οικτίρμον, επιστασία εξήγειρας, φρικτή, ούτω πάντας, ζωοποίησον παρέχων το μέγα έλεος».
Ας μιμηθούμε τη Μάρθα και τη Μαρία που έστειλαν και κάλεσαν τον Ιησού για να σώσει τον ετοιμοθάνατο αδελφό τους Λάζαρο.
Έχουμε και εμείς κάποιον που κείται φοβερά νεκρός. Τον νου μας. Από την αμέλεια είναι αναίσθητος, καθόλου δεν αισθάνεται τον φόβο του Θεού, δεν έχει ενέργεια ζωτική, δηλαδή τη θεία Χάρη.
Ας στείλουμε σαν πρεσβευτές, για να καλέσουν τον Ιησού, τις ένθεες πράξεις μας φωνάζοντας: «Δες, Κύριε, και όπως παλιά, Οικτίρμον, τον φίλο σου Λάζαρο με φρικτή φροντίδα ανέστησες, έτσι και όλους ζωοποίησέ μας παρέχοντας το μέγα σου έλεος».
Σ’ όλη την Στ’ Εβδομάδα των Νηστειών συμπορευόμαστε με τον Ιησού προς τον άρρωστο και μετά νεκρό Λάζαρο.
Λάζαρος όμως είναι ο κάθε ένας από μας που έχει άμεση, καθημερινή ανάγκη από τον Νικητή του θανάτου…
Ο νους μας χωρισμένος από τον Θεό προσκολλάται εμπαθώς στα φθαρτά πράγματα. Έτσι σκορπίζεται και νεκρώνεται. Δεν μπορεί πια να ηγεμονεύει στην όλη μας ύπαρξη. Και χωρίς τον ηγεμόνα και φωτισμένο νου ο άνθρωπος γίνεται υπόδουλος στα πάθη και στους δαίμονες. «Νους αποστάς του Θεού», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, «ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης».
Μπορούμε μόνοι μας να αναστήσουμε τον νεκρό νου μας και έτσι να ελευθερωθούμε από την φιλαυτία και τον εγωισμό; Ο Ιησούς, ο Θεάνθρωπος, ο μόνος Νικητής του θανάτου μάς ανιστά τώρα από την εμπαθή, εγωκεντρική, θανατηφόρο ζωή και θα αναστήσει και τα σώματά μας, όπως του Λαζάρου, κατά την δευτέρα Του Παρουσία και την εξανάσταση.
Γι’ αυτό το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων ψάλλουμε παγχαρμόσυνα: «Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός· όθεν και ημείς, ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, σοι τω νικητή του θανάτου βοώμεν· Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου».
Σήμερα δυστυχώς ακόμη και οι εκκλησιαζόμενοι Χριστιανοί, περιορίζονται στην παρακολούθηση της θείας Λειτουργίας της Κυριακής και των μεγάλων εορτών, αδιαφορώντας για συμμετοχή στους Εσπερινούς και τους Όρθρους.
Αυτό γίνεται όχι μόνο από έλλειψη χρόνου, αλλά και από άγνοια του τι σημασία μπορεί να έχει η τακτική συμμετοχή στη λατρεία της Εκκλησίας.
Έτσι δεν αφηνόμαστε στην Εκκλησία να μας νυμφαγωγεί στον Νυμφίο της Χριστό, να μας αλλοιώνει με την καλή και θεοπρεπή αλλοίωση, να μας μορφώνει εν Χριστώ, δηλαδή να μας δίνει τη μορφή του Χριστού ώστε να γίνουμε σύμμορφοι με την εικόνα του Υιού του Θεού (Ρωμ. 8:29).
Μένοντας έξω από τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας αδικούμε πολύ τον εαυτό μας.
Εμποδίζουμε την Εκκλησία να μας βοηθήσει να συσταυρωθούμε και να συναναστηθούμε με τον Χριστό. Ουσιαστικά μένουμε χωρίς Χριστό και γι’ αυτό χωρίς ανάσταση, χωρίς χαρά, χωρίς ειρήνη και χωρίς αγάπη.
Ο κόσμος που ζούμε κάθε μέρα μας δηλητηριάζει με το πνεύμα της φιλαυτίας, της απιστίας, του εγωισμού και μας χωρίζει από τον Θεό και τους αδελφούς μας. Εισερχόμενοι στην Εκκλησία και μετέχοντας στη ζωή της αναπνέουμε έναν άλλο αέρα, ζούμε σ’ έναν άλλο κόσμο, τον κόσμο της αγάπης, της φιλοθεΐας και φιλανθρωπίας.
Καταλαβαίνουμε την αρρώστια μας, ελευθερωνόμαστε από τη νεκρή ζωή του κόσμου και γεμίζουμε από την αληθινή ζωή του Χριστού…
Μεγάλη λοιπόν βοήθεια είναι για όλους μας η συχνή και συνειδητή συμμετοχή μας στη λατρεία της Εκκλησίας μας. Όταν στερούμαστε τη δυνατότητα του εκκλησιασμού μπορούμε να διαβάζουμε τις Ακολουθίες στα σπίτια μας, όπως τον Όρθρο, τον Εσπερινό και το Απόδειπνο. Έτσι ζούμε και λατρεύουμε τον Θεό όχι ατομικά, αλλά εκκλησιαστικά «συν πάσι τοις αγίοις».
Ο φιλάνθρωπος Κύριός μας Ιησούς Χριστός πορεύεται προς τον εκούσιο θάνατο. «Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς,» (γινόμενοι συνειδητά μέλη του Σώματος του Χριστού) «κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καί συσταυρωθῶμεν, καί νεκρωθῶμεν δι’ αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς· ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ…».
Τι καλύτερη ευχή έχουμε να απευθύνουμε προς τους αδελφούς μας και προς τον εαυτό μας! Να συσταυρωθούμε και συναναστηθούμε με τον γλυκύτατο Κύριο Ιησού…

(π.Γεώργιος Καψάνης)
Από το περιοδικό «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ»,
Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 10 (1985),
άρθρο: «Η Εκκλησία νυμφαγωγός των πιστών στον σταυρωθέντα και αναστάντα Κύριο», σελ. 42
https://www.askitikon.eu/

Τό δικό μας «Μή κλαῖε» πρέπει νά εἶναι τά δικά μας εἰλικρινά δάκρυα…



Ὁ Χριστός μπόρεσε νά πεῖ στή χήρα «Μή κλαῖε» καί νά κλάψει γιά τόν θάνατο τοῦ φίλου του, ἀλλ’ ἀνέστησε μπροστά στά μάτια της τό παιδί της, ὅπως ἀνέστησε καί τόν Λάζαρο – κάτι πού ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά κάνουμε.
Τό δικό μας «Μή κλαῖε» πρέπει νά εἶναι τά δικά μας εἰλικρινά δάκρυα· ὄχι τόσο γιά ’κείνους πού ἔφυγαν ὅσο γι’ αὐτούς πού ὑπολήφθηκαν καί πονᾶνε –γιά τή νεαρή χήρα, γιά τά ὀρφανά, γιά τή μητέρα, γιά τόν νέο πατέρα, γιά τόν ἀδελφό ἤ τήν ἀδελφή– γιά ὅσα δάκρυα δέν μποροῦν πιά ἄλλο αὐτοί νά χύσουν.
Τόν πόνο τοῦ ἄλλου δέν μπορεῖ κανείς νά τόν προσπεράσει, νά τόν ἀρνηθεῖ, νά τόν ὑπεραπλουστεύει, ἀλλ’ οὔτε τάχα καί νά τόν ἰδιοποιηθεῖ· τόν ἀναγνωρίζει μᾶλλον, καί τόν μετουσιώνει. Τότε μόνον τόν σέβεται καί τόν συμμερίζεται.

Απόσπασμα από το βιβλίο “Πού σου θάνατε το κέντρον;”
του Δανιήλ Σαχά
Εκδόσεις Επιστροφή
https://www.askitikon.eu/

Ο Κύριος, ανασταίνοντας τον Λάζαρο, καταδεικνύει ότι οι άνθρωποι είναι συνεργοί Του



Με αφορμή την σημερινή εορτή της ανάστασης του Λαζάρου, θα ήθελα να σας επιστήσω την προσοχή σε κάτι που λέει ο Απόστολος Παύλος, ότι εμείς οι χριστιανοί είμαστε συνεργοί του Θεού.
Ο Θεός μας προίκισε με ορισμένες ικανότητες και αναμένει από εμάς να τις αξιοποιήσουμε επ’ αγαθώ. Στις περιπτώσεις όπου οι δυνάμεις μας υπολείπονται, εκείνος, ως Παντοδύναμος Θεός θα καλύψει την υστέρησή μας.
Ένας Ινδός, πρώην ειδωλολάτρης, που είχε τη συνήθεια να σκίζει την Αγία Γραφή καθώς τη διάβαζε κι έγινε κατόπιν χριστιανός, σχολιάζοντας την σημερινή περικοπή επιμένει πολύ στον τρόπο που ο Κύριος, ανασταίνοντας τον Λάζαρο, καταδεικνύει ότι οι άνθρωποι είναι συνεργοί Του:
Όταν, δηλαδή, ήρθε στον τάφο είπε:
«Βγάλτε την πέτρα»! Να, αυτό μπορούμε να το κάνουμε. Όταν οι παριστάμενοι μετακίνησαν την πέτρα, τότε έρχεται Εκείνος, ο Παντοδύναμος Θεός, και λέει: «Λάζαρε, έλα έξω»!
Κι ο νεκρός βγήκε, «με δεμένα τα πόδια και τα χέρια στα νεκρικά σάβανα».
Τόσες φορές έχω διαβάσει αυτή την περικοπή (ασφαλώς και εσείς), αλλά ποτέ δεν μου πέρασε αυτό από τον νου, ότι μας παρουσιάζει ως συνεργούς του Θεού.
Ο Απόστολος Παύλος, στον οποίο ανήκει η παρακάτω σκέψη, φιλοτεχνεί την εξής εικόνα για τον άνθρωπο: «Εγώ φύτεψα, ο Απολλώς πότισε, αυτός όμως που φέρνει την αύξηση είναι ο Θεός. Ώστε ούτε αυτός που φυτεύει είναι κάτι, ούτε αυτός που ποτίζει, αλλά εκείνος που φέρνει την αύξηση ο Θεός.
Στο ίδιο επίπεδο είναι και αυτός που φυτεύει και αυτός που ποτίζει. Αλλά ο καθένας θα πάρει το δικό του μισθό ανάλογα με τον κόπο του» (Α’ Κορ. 3:6-8)….
Χρόνια πολλά σε όλους. Η Ανάσταση του Λαζάρου είναι υπόσχεση και της δικής μας Ανάστασης. Ο Θεός να σας ευλογεί.

Μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίας Παύλος – Έτσι να λάμψει το φως
https://www.askitikon.eu/

Εδώ όμως, στον Λάζαρο φώναξε με δυνατή φωνή. Γιατί;



(Αρχιεπίσκοπος Ταυρομενίου Θεοφάνης ο Κεραμεύς)

[...]Κι όταν τα είπε αυτά, κραύγασε με δυνατή φωνή: Λάζαρε βγες έξω!» (Ιωάν. ια΄ 43).
 Και τη θυγατέρα του Ιαείρου όταν ανέστησε και όταν έδωσε πάλι ζωή στον γιο της χήρας δεν φαίνεται να έκραξε με δυνατή φωνή, αλλά κρατώντας το χέρι και με ήρεμη φωνή, στη μεν θυγατέρα είπε: «Κοριτσάκι σήκω» (Ματθ. θ΄ 25), στον δε γιο «Σου λέω σήκω επάνω» (Λουκ. ζ΄ 14).
 Εδώ όμως, στον Λάζαρο φώναξε με δυνατή φωνή. Γιατί; Διότι εκείνοι είχαν πρόσφατα πεθάνει και η ψυχή τους βρισκόταν πλησίον του σώματος (διότι φωνή των πατέρων μας πείθει πως μέχρι την τρίτη ημέρα η ψυχή επισκέπτεται το σώμα της), την ψυχή όμως του Λαζάρου καλώντας την από μακρυά, έκραξε με δυνατή φωνή. Και επειδή είχε πει πριν στους Ιουδαίους «πως πλησιάζει ο καιρός, έφτασε κιόλας, που οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού, και όσοι την ακούσουν θα ζήσουν» (Ιωάν. ε΄ 25), εκπληρώνει την υπόσχεση. Και με την ισχυρή φωνή χαρίζει ζωή στον νεκρό, για να γίνει γνωστό ότι, όπως ακριβώς ο Πατέρας, έτσι και ο Υιός, σ’ όποιον θέλει δίνει ζωή. Αυτή η φωνή θα ακουστεί σαν σάλπιγγα κατά την τελευταία ημέρα και θα αναστηθούν οι νεκροί. 
 Ίσως πάλι ο Χριστός να κραύγασε με δυνατή φωνή, θέλοντας να επισημάνει πως ο λόγος Του είναι δραστήριος και μέγας και ισχυρός. Διότι ήταν τόσο μεγάλη η δύναμη της φωνής ώστε αφανίστηκε η δύναμη του άδη, και γρήγορα η ψυχή εμφανίστηκε μέσα από τους νεκρούς, το δε σώμα που ήδη είχε διαλυθεί, με δύναμη οικοδομήθηκε, και με όλα αυτά πραγματοποιούνταν αυτό το μεγάλο θαύμα, το υπερφυσικό και ανέλπιστο. Διότι δεν αναστήθηκε από αρρώστια κάποιος που βρισκόταν στις τελευταίες του αναπνοές, όπως ο δούλος του εκατόνταρχου, ούτε ζωογονείται παιδάκι που μόλις πέθανε, όπως το κοριτσάκι του αρχισυναγώγου, ούτε νεαρός που πρόκειται σε λίγο να οδηγηθεί στον τάφο και επιστρέφει ζωντανός από τη σορό, όπως έγινε στην πόλη Ναΐν, αλλά ένας άνδρας ήδη ηλικιωμένος, νεκρός από πολύ πριν και προχωρημένος στη σήψη της γης και πεσμένος από την ανάγκη του σώματος, με μια πρόσκληση επανέρχεται προς τη ζωή και βγαίνει και έρχεται, ενώ είναι δεμένος με υφασμάτινες ταινίες. 
 Διότι, το να είναι δεμένος στα χέρια και τα πόδια και σκεπασμένος στο πρόσωπο με κάλυμμα, και όντας έτσι να βαδίζει τρέχοντας, ήταν θαύμα όχι μικρότερο της αναστάσεως. 
 Προστίθεται στο γεγονός και άλλο παραδοξότερο. 
 Επειδή υπήρχε συνήθεια στους Ιουδαίους με σμύρνη και αλόη να ενταφιάζουν, για να διατηρούνται τα σώματα των νεκρών, και αυτά είναι κολλητικά και δυσκολοαπόσπαστα, πρέπει κανείς να σκεφτεί πόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του λόγου η οποία αυτά τα ξεχώρισε εύκολα από το σώμα. Και γι’ αυτό βέβαια είπε σ’ εκείνους ο Χριστός να λύσουν τον αναστημένο με τα λόγια:
 «Λύστε τον και αφήστε τον να περπατήσει» (Ιωάν. ια΄ 44), ώστε αν κάποιοι απιστούσαν να βεβαιωθούν με όλες τους τις αισθήσεις. Με τη φωνή τους και δείχνοντας τον τάφο έλεγαν «έλα να δεις», και με τα μάτια, αναγνωρίζοντας τον νεκρό και βλέποντας την ανάσταση, με την ακοή ακούγοντας τη μεγάλη και δυνατή φωνή του Χριστού: «Λάζαρε βγες έξω», και αισθανόμενοι με την όσφρηση τη δυσοσμία, όταν σηκώθηκε ο λίθος, και με την αφή λύνοντας του δεμένου τα χέρια και τα πόδια και το κάλυμμα που σκέπαζε το πρόσωπο. 
Η δυνατή, λοιπόν, εκείνη φωνή του Χριστού σήμαινε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, με το οποίο η ανθρώπινη φύση, που ήταν δεμένη χειροπόδαρα με τα σχοινιά της αμαρτίας, και ήταν νεκρή στην σορό της απιστίας, ήλθε προς της αληθινή ζωή, καθώς της αφαιρέθηκε το κάλυμμα από τα μάτια, δηλαδή από το πυκνό νέφος που σκοτείνιαζε το φως της ψυχής, και αφού από αυτά λύθηκε από τους αποστόλους και διδασκάλους αφέθηκε να πορεύεται προς τη μακάρια ζωή. Και είναι βέβαια καλό, και να οδηγηθεί η ιστορία και προς πιο ηθική έννοια, έστω κι αν ο λόγος γίνεται μακρύτερος.
 Ο Λάζαρος, λοιπόν, είναι ο νους μας, που είναι φίλος του Χριστού, γιατί βέβαια δημιουργήθηκε σύμφωνα με την εικόνα Εκείνου. Η Μάρθα πάλι, που το όνομά της μεταφράζεται «κοπιώσα» σημαίνει τη σάρκα. Η Μαρία, που σημαίνει «κυρία», είναι σύμβολο της ψυχής. Διότι αυτή είναι η κυρία του σώματος. Αυτές πρέπει να θρηνούν, όταν ο νους γλιστρήσει στον θάνατο της αμαρτίας παίρνοντας μαζί του ως Ιουδαίους, για να θρηνούν, την εξομολόγηση των αμαρτημάτων. Διότι αυτό σημαίνει το όνομα του Ιουδαίου. Κλαίγοντας, λοιπόν, οπωσδήποτε θα εμφανιστεί ο Κύριος και με το Ευαγγέλιο θα φωνάξει και θα σηκώσει την πώρωση και θα καλέσει έξω από την πτώση τον νεκρό που δεν ενεργεί και εφαρμόζει τις τέσσερις αρετές που φωτίζουν, ώστε αφού πετάξει μακριά την αμαρτία που βράζει, κι αφού λυθεί από τους Αγγέλους και τους Ιερείς, να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Σωτήρα, και να μυηθεί στη γνώση της Αγίας Τριάδας, να τρέχει συνεχώς με πόθο προς Εκείνην, διότι σ’ Αυτήν την Τριάδα πρέπει να εκδηλώνεται τιμή και δοξολογία στους ατέλειωτους αιώνες Αμήν.

https://proskynitis.blogspot.com/

Η προσευχή δεν είναι για το Θεό,είναι για μας...



«Η προσευχή δεν είναι για το Θεό,είναι για μας.
Δεν προσφέρουμε τίποτα στο Θεό με την προσευχή μας, προσφέρουμε όμως πολλά στον εαυτό μας.Τον εαυτό μας ευεργετούμε κατά την επικοινωνία με τον ουράνιο Πατέρα μας».

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
https://proskynitis.blogspot.com/

Όσο απόλυτος είναι ο θάνατος, άλλη τόση η δική μας πίστη στα λόγια που συγκλόνισαν κάποτε τον κόσμο:«Λάζαρε, έλα έξω!»



Έφτασε η μέρα...
Υπέροχα λόγια απόψε το βράδυ. Τρυφερά και συγκινητικά λόγια στον αγαπημένο Κύριο, τραγούδι και ύμνος από το βάθος της ύπαρξης:
«Με έντυσες με το πήλινο σώμα, φύσηξες μέσα μου πνοή ζωής και είδα το Φως Σου. Και με σήκωσες όρθιο με το πρόσταγμά Σου...
Ψύχωσες το νεκρό μου σώμα. Το έδεσες με νεύρα και οστά και με σήκωσες ως νεκρό με το πρόσταγμά Σου!
Άνοιξες την κοιλιά του Άδη και με άρπαξες με τη δική Σου εξουσία και με σήκωσες ως νεκρό με το πρόσταγμά Σου».
Αυτό το πρόσταγμα δίνει νόημα στη ζωή. Αυτό χρωματίζει τα πάντα. Αυτό χτίζει μέσα μας την αγάπη για τα πάντα, τον αιώνιο έρωτα...
Δεν έχουνε νόημα οι ηθικές της κοινωνίας, τα "πρέπει" και τα "δεν πρέπει", τα σωστά και τα λάθος, οι συζητήσεις, τα λόγια, οι αγώνες.
Ο έρωτας κι ο θάνατος έχουν αξία. Ο έρωτας που πεθαίνει για να χαρίσει ζωή. Όλα τα άλλα είναι ανούσια λόγια ενός καθωσπρεπισμού.
Ο άνθρωπος μιλάει με το Θεό του, που ήρθε για να τον σώσει. Αυτό έχει αξία. Αυτή η σχέση μας ταιριάζει. Αυτή μας σώζει από το παράλογο.
Είναι εδώ ο Θεός. Είναι στο παρόν του κόσμου. Παρακολουθεί το δράμα και τον πόνο μας και κάνει το θαύμα πάνω στο ήδη νεκρό μας σώμα.
Όσο απόλυτος είναι ο θάνατος, άλλο τόσο και ο δικός μας πόθος, η δική μας πίστη στα λόγια που συγκλόνισαν κάποτε τον κόσμο:«Λάζαρε, έλα έξω!»

Βασίλης Φράγκος
https://proskynitis.blogspot.com/

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ



«Ο Λάζαρος ήταν Εβραίος κατά το γένος, Φαρισαίος κατά την αίρεση, και υιός, όπως έχει βρεθεί, του Φαρισαίου Σίμωνα, καταγώμενος από την κώμη της Βηθανίας. Ενώθηκε με δεσμά φιλίας με τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για τη σωτηρία μας. Επειδή λοιπόν ο Χριστός συνεχώς διαλεγόταν με τον Σίμωνα, διότι και αυτός πίστευε πολύ στην ανάσταση από τους νεκρούς, και πήγαινε στο σπίτι του, κατά φυσικό τρόπο ο Λάζαρος, όπως και οι δύο του αδελφές, η Μάρθα και η Μαρία, αγάπησαν γνήσια τον Κύριο. Καθώς πλησίαζε το σωτήριο Πάθος, επειδή έπρεπε να θεωρηθεί αξιόπιστο το μυστήριο της Αναστάσεως του Κυρίου, ο μεν Ιησούς έμενε πέραν του Ιορδάνου, αφού προηγουμένως είχε αναστήσει από τους νεκρούς την κόρη του Ιαείρου και τον υιό της Χήρας. Ο δε φίλος του Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ δεν ήταν στη Βηθανία, λέγει στους μαθητές: Ο Λάζαρος κοιμήθηκε, και μετά από λίγο πάλι: Ο Λάζαρος, λέγει, πέθανε. Έρχεται λοιπόν στη Βηθανία, αφήνοντας τον Ιορδάνη, καθώς Του έστειλαν μήνυμα οι αδελφές του Λαζάρου. Απέχει δε η Βηθανία περίπου δεκαπέντε στάδια από τα Ιεροσόλυμα. Τον προϋπάντησαν οι αδελφές του Λαζάρου που του είπαν: Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας. Αλλά και τώρα, αν θελήσεις, θα τον αναστήσεις, γιατί μπορείς. Ερωτά τον όχλο ο Ιησούς. Πού τον βάλατε; Και αμέσως όλοι πήγαν προς το μνήμα. Κι αφού σήκωσαν τον λίθο, η Μάρθα λέγει: Κύριε, μυρίζει πια, γιατί είναι τέσσερις ημέρες μέσα. Ο Ιησούς προσευχήθηκε και έκλαψε για τον Λάζαρο, οπότε με μεγάλη φωνή κραύγασε: Λάζαρε, έλα έξω. Κι αμέσως ο πεθαμένος βγήκε, κι αφού λύθηκε αναχώρησε για το σπίτι του. Αυτό το τεράστιο παράδοξο ξεσήκωσε τον φθόνο του Εβραϊκού λαού, που εξοργίστηκε κατά του Χριστού. Ο δε Ιησούς πάλι έφυγε γρήγορα. Οι δε αρχιερείς σκέφτηκαν και τον Λάζαρο να σκοτώσουν, διότι πολλοί βλέποντάς τον πίστευαν στον Χριστό. Ο Λάζαρος τότε που κατάλαβε τις σκέψεις τους διαφεύγει προς τη νήσο Κύπρο, όπου και έμενε, μέχρις ότου αργότερα αναδείχτηκε αρχιερέας της πόλης του Κυτίου από τους Αποστόλους. Κι αφού έζησε καλώς και θεοφιλώς, τριάντα χρόνια μετά από την ανάστασή του πέθανε και πάλι. Ετάφη εκεί και έκανε πολλά θαύματα.
      Λέγεται δε ότι μετά την ανάστασή του δεν έφαγε τίποτε χωρίς να βάλει και κάτι πικρό στο φαγητό και ότι το ωμοφόριό του το έφτιαξε η πάναγνη του Θεού Μητέρα με τα χέρια της και του το χάρισε. Το τίμιο και άγιο λείψανό του ο σοφότατος βασιλιάς Λέων, από κάποια θεία όραση κινούμενος έστειλε και το πήρε από εκεί και το κατέθεσε με σεμνότητα και με πολυτέλεια στον Ναό που έκτισε στην Κωνταντινούπολη προς τιμή του. Και τώρα ακόμη παραμένει το τίμιο λείψανό του, που βγάζει κάποια άρρητη ευωδία. Τάχθηκε δε να εορτάζεται η έγερσή του κατά τη σημερινή ημέρα, διότι οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες μας, μάλλον δε οι άγιοι Απόστολοι, μετά την κάθαρση της σαρανταήμερης νηστείας, ενόψει των αγίων Παθών του Κυρίου μας, επειδή βρήκαν αυτό το θαύμα ότι ήταν η αρχή και μάλιστα η αιτία της μανίας των Ιουδαίων κατά του Χριστού, γι' αυτό λοιπόν έθεσαν εδώ το υπερφυσικό αυτό τεράστιο θαύμα. Αυτό λοιπόν το θαύμα μόνος ο ευαγγελιστής Ιωάννης το έγραψε, διότι οι άλλοι ευαγγελιστές το παρέλειψαν. Ίσως γιατί ήταν ζωντανός ο Λάζαρος και τον έβλεπαν. Λέγεται μάλιστα ότι και γι' αυτό ακριβώς συνέγραψε και το υπόλοιπο Ευαγγέλιο και ότι οι άλλοι δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην άναρχη Γέννηση του Χριστού. Διότι αυτό ήταν το ζητούμενο να πιστευθεί, δηλαδή ότι ο Χριστός ήταν ο Υιός του Θεού και Θεός. Και ότι αναστήθηκε και θα γίνει ανάσταση των νεκρών, πράγμα το οποίο με την ανάσταση του Λαζάρου γίνεται περισσότερο πιστευτό. Ο Λάζαρος δε δεν είπε τίποτε για τα εν Άδη ή διότι δεν του επέτρεψε ο Θεός να δει τελείως τα εκεί ή διότι τα είδε μεν, αλλά πήρε εντολή να κρατήσει σιωπή γι' αυτά. Από τότε και μετά, κάθε άνθρωπος που μόλις έχει πεθάνει λέγεται Λάζαρος, ενώ το εντάφιο ένδυμα ονομάζεται Λαζάρωμα, καθώς τον παρακινεί ο λόγος να θυμηθεί τον πρώτο Λάζαρο. Διότι αν εκείνος με τον λόγο του Χριστού αναστήθηκε και ξανάζησε πάλι, έτσι κι αυτός: μολονότι πέθανε, όμως θα αναστηθεί με την τελευταία σάλπιγγα και θα ζήσει αιώνια».
      Η ανάσταση του Λαζάρου από τον Κύριο θεωρείται από τον άγιο υμνογράφο Θεοφάνη πρώτα από όλα γεγονός που φανερώνει τη διπλή φύση Του, την ανθρώπινη και τη θεϊκή. Η μεν ανθρώπινη φύση Του φανερώνεται όταν  ο Κύριος ερωτά, σαν να αγνοεί, τον τόπο της ταφής του φίλου Του, αλλά και όταν κλαίει για τον θάνατό του. Η δε θεϊκή φύση Του αποκαλύπτεται, όπως είναι φυσικό, από την ανάσταση του Λαζάρου, καθώς η ισχύς του θεϊκού λόγου Του βγάζει από το χώρο των κεκοιμημένων τον Λάζαρο, αλλά και προηγουμένως, από τη πρόγνωση του θανάτου του. Οι στίχοι του συναξαρίου είναι εντελώς δειγματοληπτικοί αλλά και αποκαλυπτικοί: «Θρηνείς, Ιησού – δείγμα τούτο ότι είσαι πραγματικά άνθρωπος. Δίνεις ζωή στον φίλο σου – δείγμα τούτο της θεϊκής δύναμής Σου».
      Η ανάσταση του Λαζάρου όμως συνιστά κατά τον υμνογράφο σημαντικό γεγονός, γιατί δείχνει και την αξιοπιστία της ανάστασης του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος δηλαδή που είχε προείπει την ανάστασή Του είναι επόμενο να καθιστά εντελώς αξιόπιστη την προφητεία Του, με την ανάσταση εκ νεκρών που δίνει στον Λάζαρο. Αφού με άλλα λόγια ανέστησε έναν άνθρωπο εκ νεκρών, γιατί να μην μπορεί να αναστήσει και τον εαυτό Του; Και βεβαίως η ανάσταση του Λαζάρου που παραπέμπει στην Ανάσταση του Κυρίου, προχωρά κατ' επέκταση και στην ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων. Η Ανάσταση του Κυρίου άλλωστε γι' αυτό έγινε. Όχι γιατί είχε ανάγκη της ανάστασης αυτής ο Κύριος, ο Ίδιος ο παντοδύναμος Θεός που σαρκώθηκε, αλλά για να δώσει στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη δωρεά: να υπερβούν τον θάνατο - το τίμημα της αμαρτίας τους - συνεπώς να ζήσουν αυτό που απαρχής είχε δοθεί ως προοπτική στους ανθρώπους: να ζουν αιωνίως εν Θεώ, ψυχή τε και σώματι. "Τον Λάζαρο που πέθανε, τον ανέστησες από τον Άδη που βρισκόταν τέσσερις ημέρες, Χριστέ, τραντάζοντας έτσι πριν από τον θάνατό Σου τη δύναμη του θανάτου και προμηνύοντας μέσω ενός προσφιλούς σου προσώπου την ελευθερία όλων των ανθρώπων από τη φθορά" (στιχηρό αίνων). 
      Ο άγιος Θεοφάνης όμως σημειώνοντας την ανάσταση εκ νεκρών όλων των ανθρώπων τονίζει και την προϋπόθεση, προκειμένου η ανάσταση αυτή να λειτουργεί θετικά για τον άνθρωπο. Διότι την ανάσταση θα τη ζήσουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, όχι όμως κατά τρόπο χαροποιό και φωτεινό. Η ανάσταση των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία για άλλους θα είναι, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσεως. Κι εκείνο που θα καταστήσει χαροποιό και φωτεινό γεγονός την ανάσταση, κυριολεκτικά παραδείσια κατάσταση, είναι αν ο άνθρωπος, μέσα στο πλαίσιο αυτού του κόσμου που ο Θεός επέτρεψε να βρεθεί, ζήσει με πίστη και με αγάπη, δηλαδή με μετάνοια από τον κακό και αμαρτωλό και εγωιστικό τρόπο ζωής του. Αν με άλλα λόγια από τώρα ζήσει την ανάσταση του Κυρίου. "Τον νεκρό που μύριζε άσχημα και που ήταν δεμένος με σάβανα, Δέσποτα, τον ανέστησες. Κι εμένα που ειμαι δεμένος με τις σειρές των αμαρτημάτων μου, ανάστησέ με" (ωδή ζ΄).

https://pgdorbas.blogspot.com/

Ο Άγιος Λάζαρος και η σημασία της θαυμαστής ανάστασής του



Του ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ, Θεολόγου – Καθηγητού 
Το Σάββατο της ΣΤ΄ εβδομάδος των Νηστειών η αγία μας Εκκλησία όρισε να εορτάζουμε την θαυμαστή ανάσταση του Λαζάρου. Καθόλου τυχαία. Το θαυμαστό αυτό γεγονός συμπίπτει χρονικά με την είσοδο του Κυρίου μας στην Ιερουσαλήμ και επίσης το γεγονός της εκ νεκρών αναστάσεως του Λαζάρου είναι το προμήνυμα και της δικής Του πανένδοξης ανάστασης! 
Ο Λάζαρος με τις αδελφές του Μάρθα και Μαρία, κατοικούσαν στην κώμη Βηθανία, και είχαν εγκάρδιες φιλικές σχέσεις με τον Κύριο. Φαίνεται ότι πολλές φορές είχαν την ύψιστη τιμή και χαρά να δεχτούν και να φιλοξενήσουν το Χριστό στον ευλογημένο οίκο τους  (Λουκ. 10,38-42).
Ξαφνικά ο Λάζαρος ασθένησε βαριά. Οι δυο αδερφές έστειλαν μήνυμα στον Ιησού ότι ο αγαπημένος Του φίλος  ο Λάζαρος αρρώστησε. Ο Χριστός διαβεβαίωσε τους απεσταλμένους πως «αύτη η ασθένεια ούκ  έστι προς θάνατον, αλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο υιός του Θεού δι' αυτής» (Ιωάν. 11,4). Όμως ο Λάζαρος πέθανε και ετάφη σε σπηλώδες μνημείο, σύμφωνα με τις ιουδαϊκές συνήθειες. Ο Χριστός αφού έμεινε δύο ημέρες στον τόπο που βρισκόταν πήρε τους μαθητές του και γύρισε στην Ιουδαία κατευθύνθηκε στη Βηθανία. Καθ’ οδόν  τους διαβεβαίωνε πως  «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται΄ αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν» (Ιωάν. 11,12-15). 
Η ενθουσιώδης Μάρθα, όταν έμαθε ότι ο Χριστός έρχεται στη Βηθανία, έτρεξε να Τον προϋπαντήσει και με απόλυτη εμπιστοσύνη σε Αυτόν του είπε: «Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει. Αλλά και νυν οίδα ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός». Ο Ιησούς της λέει ξεκάθαρα: «αναστήσεται ο αδελφός σου» (Ιωάν. 11,24) και διαβεβαιώνει πανηγυρικά: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται΄ και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν. 11,26). Μετά ζήτησε να τον οδηγήσουν στο μνημείο και να άρουν τον λίθο από την θύρα του σπηλαίου. Η Μαρία, όμως, Τον προειδοποίησε: «Κύριε, ήδη όζει΄ τεταρταίος γαρ εστι». Ο Χριστός της είπε πως «ουκ είπον σοι ότι εάν πιστεύσης όψει την δόξαν του Θεού;» (Ιωάν. 11,40). Αφού κύλησαν το λίθο ο Κύριος στάθηκε μπροστά στο μνημείο και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε: «Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις΄ αλλά δια τον όχλον τον παρεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας» (Ιωάν. 11,41). Κατόπιν φώναξε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε δεύρο έξω». Το θαύμα έγινε, ο Λάζαρος έζησε και εξήλθε του μνημείου δεμένος με τα νεκρικά ενδύματα. Ο Χριστός έδωσε εντολή να τον λύσουν και να περπατήσει. 
Το μεγάλο αυτό γεγονός έκανε πολλούς να πιστέψουν στο Χριστό. Κάποιοι έτρεξαν στους Φαρισαίους και ανήγγειλαν το θαύμα. Οι σκληρόκαρδοι και υποκριτές εκείνοι άνθρωποι, μαζί με το ιουδαϊκό ιερατείο, όχι μόνο δεν συγκινήθηκαν και δεν πίστεψαν στα θαύμα και τη δύναμη του Ιησού, αλλά σκληρύνθηκαν έτι περισσότερο οι καρδιές τους και αποφάσισαν να σκοτώσουν το Λάζαρο!
Για να γλυτώσει από τους φανατικούς Ιουδαίους έφυγε για την Κύπρο και εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Κιτίου περί το 33 μ.Χ. Εκεί τον συνάντησαν ο απόστολος Παύλος και ο Βαρνάβας, κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία τους, το οποίο χειροτόνησαν επίσκοπο Κιτίου. Η παράδοση αναφέρει πως ποίμανε θεοφιλώς την Εκκλησία για δεκαοχτώ χρόνια. Κοιμήθηκε γύρω στο 60 μ.Χ. 
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι το μεγαλύτερο θαύμα του Κυρίου. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν έσπευσε αμέσως με την είδηση του θανάτου του φίλου Του, αλλά πήγε στη Βηθανία ύστερα από τέσσερις ημέρες για να φανεί το μέγεθος του μεγάλου θαύματος και της υπέρτατης δυνάμεως του Θεού. Ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει πως «Έμεινεν, ίνα αποπνεύση (ο Λάζαρος) και ταφή, ίνα μηδείς έχη λέγειν ούπω τελευτήσαντα αυτόν ανέστησεν΄ ότι κάρος ην, ότι έκλυσις ήν, ότι καταγωγή ήν και ου θάνατος» (παρά Π. Τρεμπέλα Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Αθήναι 1969,σελ.401). Αν και ο νεκρός άρχισε να αποσυντίθενται ο Χριστός τον ανάστησε, φανερώνοντας το μεγαλείο της θείας δυνάμεώς Του. Είναι ο κύριος της ζωής, διότι είναι ο ίδιος η ζωή. Κανένας ποτέ δεν τόλμησε να ισχυριστεί αυτό που φανέρωσε στη Μάρθα «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται» (Ιωάν.11,25).
Αυτή η διαβεβαίωση ότι ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι η πηγή της ζωής και η μακάρια ανάστασή μας είναι η μεγάλη μας παρηγοριά και η άρρητη δύναμη που μας κάνει να υπερνικάμε όλες τις αντιξοότητες της επίγειας ζωής μας. Χάρη σ’ Αυτόν δεν θα πεθάνουμε ποτέ, έστω και αν το φθαρτό σώμα μας αποτεθεί στη γη και αποσυντεθεί. Αυτό είναι ένα απλό βιολογικό γεγονός, το οποίο δεν έχει ουδεμία οντολογική επίπτωση για μας τους πιστούς του Χριστού. Η ψυχή μας θα εξακολουθεί να ζει και χωρίς το σώμα μας, μια ζωή ασύγκριτα ανώτερη από την επίγεια. Αλλά όχι για πάντα μόνη της, διότι «έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). Τα σώματά μας θα ζήσουν και θα ενωθούν και πάλι με τα πνεύματά μας για να μην ξαναχωρίσουν ποτέ πια, αλλά να ζουν αιώνια την όντως ζωή και να συνδοξάζονται με το Χριστό. 
Το μέγα θαύμα της Αναστάσεως του Λαζάρου δείχνει ξεκάθαρα ότι όπως ο Χριστός ανάστησε με γοερή φωνή Του εκείνον, κατά τον ίδιο τρόπο θα αναστήσει και μας. Με τη δική Του ανάσταση νίκησε κατά κράτος το θάνατο. Δια της Αναστάσεως του Χριστού «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄ Κορ. 15,26), διακηρύττει πανηγυρικά ο απόστολος Παύλος.
Η μεγάλη αυτή εορτή λειτουργεί ως πνευματική ανάταση στις ψυχές ημών των πιστών, οι οποίοι συν-οδοιπορούμε με τον Κύριο προς το εκούσιο πάθος και το σταυρικό Του θάνατο. Αυτό το αποδίδει θαυμάσια το ιερό τροπάριο της εορτής: «Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον Χριστέ ο Θεός΄ όθεν και ημείς ως οι παίδες, τα νίκης σύμβολα φέροντες σοι το νικητή του θανάτου βοώμεν΄ Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου».

http://www.nyxthimeron.com/

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



Τῼ ΣΑΒΒΑΤῼ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
ια΄ 1 - 45
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. 2 ἦν δὲ Μαριὰμ ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. 3 ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ. 4 ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς. 5 ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. 6 ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας· 7 ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· Ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν. 8 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· Ραββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; 9 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· 10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. 11 ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν· 12 εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. 13 εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. 14 τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, 15 καὶ χαίρω δι' ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ' ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. 16 εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ' αὐτοῦ. 17 Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. 18 ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε. 19 καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. 20 ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. 21 εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει. 22 ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεὸν, δώσει σοι ὁ Θεός. 23 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. 24 λέγει αὐτῷ Μάρθα· Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 25 εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. 26 ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; 27 λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. 28 καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε. 29 ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. 30 οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ' ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. 31 οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ' αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. 32 ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἄν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. 33 Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, 34 καὶ εἶπε· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; 35 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς. 36 ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν· 37 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· Οὐκ ἐδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; 38 Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ' αὐτῷ. 39 λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. 40 λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; 41 ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου. 42 ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 43 καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. 44 καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν. 45 Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (κ. Παναγιώτη Τρεμπέλα)
Ἦταν τότε κάποιος πού λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρρωστήσει. Αὐτός καταγόταν ἀπό τή Βηθανία, τό χωριό τῆς Μαρίας καί τῆς Μάρθας τῆς ἀδελφῆς της.
2 Ἡ Μαρία πάλι ἦταν ἐκείνη πού ἀργότερα, λίγο πρίν ἀπό τό θάνατο τοῦ Κυρίου, τόν ἄλειψε μέ μύρο καί σκούπισε τά πόδια του μέ τά μαλλιά της. Καί ὁ Λάζαρος πού ἀρρώστησε ἦταν ἀδελφός της.
3 Ἔστειλαν λοιπόν οἱ δύο ἀδελφές του ἀνθρώπους νά εἰδοποιήσουν τόν Ἰησοῦ, καί τοῦ εἶπαν: Κύριε, νά, ὁ φίλος σου πού τόσο πολύ ἀγαπᾶς εἶναι ἄρρωστος.
4 Ὅταν ὅμως τό ἄκουσε αὐτό ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Αὐτή ἡ ἀσθένεια δέν θά καταλήξει σέ ἀνεπανόρθωτο θάνατο, ἀλλά ἐμφανίστηκε γιά νά ἐκλάμψει ἡ δόξα καί ἡ δύ­ναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐμφανίστηκε δηλαδή γιά νά δοξασθεῖ μέ τήν ἀσθένεια αὐτή ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, διότι θά τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά δείξει τήν ὑπερφυσική του δύναμη καί νά ἐπιβεβαιώσει περίτρανα τή θεϊκή του φύση καί ἀποστολή.
5 Ὁ Ἰησοῦς μάλιστα ἀγαποῦσε τή Μάρθα καί τήν ἀδελφή της, καθώς καί τόν Λάζαρο. Καί δέν ἔφυγε βέβαια ἀμέσως γιά νά ἐπισκεφθεῖ καί νά θεραπεύσει τόν Λάζαρο· αὐτό ὅμως δέν τό ἔκανε ἀπό ἀδιαφορία, ἀλλά διότι ἀπέβλεπε στή φανέρωση τῆς δόξας καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
6 Ὅταν λοιπόν ἄκουσε ὅτι ὁ Λάζαρος εἶναι ἄρρωστος, τότε παρέμεινε δύο ἀκόμη ἡμέρες στόν τόπο πού βρισκόταν, ἐνῶ ὅλοι ὅσοι ἤξεραν τήν ἀγάπη του γι’ αὐτόν θά περίμεναν νά ἀναχωρήσει ἀμέσως.
7 Κι ἔπειτα, ἀφοῦ πέρασαν οἱ δύο ἡμέρες, εἶπε στούς μαθητές του: Ἄς πᾶμε πάλι στήν Ἰουδαία.
8 Οἱ μαθητές του ὅμως, πού εἶχαν φοβηθεῖ ἀπό τήν ἀντίδραση πού συνάντησε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα, τοῦ εἶπαν: Διδάσκαλε, μόλις πρίν λίγο ζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι νά σέ λιθοβολήσουν, κι ἐσύ θέλεις νά πᾶς πάλι ἐκεῖ;
9 Κι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀποκρίθηκε: Δώδεκα ὧρες δέν ἔχει ἡ ἡμέρα; Ἐάν κανείς περπατάει τήν ἡμέρα, δέν σκοντάφτει, ἀλλά βαδίζει μέ ἀσφάλεια, διότι βλέπει τόν ἥλιο, πού φωτίζει τόν ὑλικό αὐτόν κόσμο. Ἔτσι κι ἐγώ ἔχω τόν χρόνο τῆς ἐπίγειας ἀποστολῆς μου ἐπακριβῶς καθορισμένο ἀπό τόν Πατέρα μου. Καί οἱ Ἰουδαῖοι δέν μποροῦν νά μοῦ ἀφαιρέσουν οὔτε δευτερόλεπτο ἀπό τό χρόνο αὐτό. Δέν διατρέχω λοιπόν κανένα κίνδυνο ἀπό τούς Ἰουδαίους, ἀφοῦ ἀκολουθῶ τό δρόμο πού φωτίζεται ἀπ’ τό θέλημα τοῦ Πατρός μου. Ἀλλά καί σεῖς, ἐφόσον μ’ ἀκολουθεῖτε, δέν διατρέχετε μαζί μου κανένα κίνδυνο. Διότι ἐγώ, πού εἶμαι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, θά φωτίζω τό δρόμο σας καί θά ἀσφαλίζω τήν πορεία σας.
10 Ἐάν ὅμως κανείς περπατάει τή νύχτα, σκοντάφτει, διότι δέν ὑπάρχει σ’ αὐτόν τό φῶς γιά νά τόν φωτίζει. Ἔτσι κι ἐκεῖνοι πού δέν θά μείνουν στό φῶς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θά σκοντάψουν καί θά πέσουν.
11 Αὐτά εἶπε ὁ Ἰησοῦς, καί ὕστερα ἀπό λίγο τούς λέει: Ὁ φίλος μας Λάζαρος ἔχει κοιμηθεῖ. Ἀλλά πηγαίνω νά τόν ξυπνήσω.
12 Ὅταν λοιπόν ἄκουσαν οἱ μαθητές του ὅτι ὁ Λάζαρος κοιμήθηκε, νομίζοντας ὅτι πρόκειται γιά φυσικό ὕπνο, τοῦ εἶπαν: Κύριε, ἐάν ἔχει κοιμηθεῖ, ὁ ὀργανισμός του μέ τήν ἀνάπαυση τοῦ ὕπνου θά ἀνακτήσει τίς σωματικές του δυνάμεις καί συνεπῶς θά γίνει καλά. Γιατί λοιπόν νά τόν ξυπνήσουμε;
13 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τό εἶχε πεῖ αὐτό ἐννοώντας τό θάνατο τοῦ Λαζάρου· ἐνῶ ἐκεῖνοι νόμισαν ὅτι μιλάει γιά τό συνηθισμένο ὕπνο.
14 Τότε λοιπόν ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε καθαρά: Ὁ Λάζαρος πέθανε,
15 καί χαίρομαι γιά σᾶς, γιά νά στηριχθεῖτε περισσότερο στήν πίστη. Χαίρομαι, διότι δέν ἤμουν ἐκεῖ πρίν πεθάνει. Διότι τότε θά τόν θεράπευα προτοῦ πεθάνει καί δέν θά γινόταν τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεώς του, πού θά σᾶς στηρίξει στήν πίστη. Ἀλλά ἄς πᾶμε κοντά του.
16 Μετά λοιπόν ἀπό τήν προτροπή αὐτή τοῦ Κυρίου νά ἀναχωρήσουν γιά τή Βηθανία, εἶπε στούς ἄλλους μαθητές ὁ Θωμᾶς, τόν ὁποῖο ὀνόμαζαν Δίδυμο ἐκεῖνοι πού μιλοῦσαν ἑλληνικά καί μετέφραζαν τό ὄνομά του στή γλώσσα τους: Ἀφοῦ θέλει νά ἐπιστρέψει στό μέρος πού οἱ ἐχθροί του ζητοῦν νά τόν σκοτώσουν, ἄς πᾶμε κι ἐμεῖς ἐκεῖ γιά νά πεθάνουμε μαζί του.
17 Ὅταν λοιπόν ἦλθε στή Βηθανία ὁ Ἰησοῦς, βρῆκε πεθαμένο τόν Λάζαρο νά ἔχει ἤδη τέσσερις μέρες μέσα στόν τάφο.
18 Ἡ Βηθανία μάλιστα ἦταν κοντά στά Ἱεροσόλυμα, σέ ἀπόσταση περίπου δεκαπέντε παλαιῶν σταδίων, δηλαδή τεσσάρων χιλιομέτρων.
19 Καί πολλοί Ἰουδαῖοι ἀπ' αὐτούς πού ἐχθρεύονταν τόν Ἰησοῦ εἶχαν ἔλθει στή Μάρθα καί τή Μαρία, γιά νά τίς παρηγορήσουν γιά τόν ἀδελφό τους. Ἐκεῖ βέβαια ὑπῆρχαν κι ἄλλοι ἄνθρωποι πού συντρόφευαν τίς δύο ἀδελφές.
20 Ἡ Μάρθα λοιπόν ἀμέσως μόλις ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ἔτρεξε καί τόν προϋπάντησε ἔξω ἀπό τό χωριό· ἐνῶ ἡ Μαρία καθόταν στό σπίτι.
21 Ὅταν λοιπόν ἡ Μάρθα συνάντησε τόν Ἰησοῦ, τοῦ εἶπε: Κύριε, ἄν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά εἶχε πεθάνει ὁ ἀδελφός μου.
22 Ξέρω ὅμως ὅτι καί τώρα πού ὁ ἀδελφός μου εἶναι πεθαμένος, ὅ,τι κι ἄν ζητήσεις ἀπό τόν Θεό, θά σοῦ τό δώσει ὁ Θεός.
23 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Θά ἀναστηθεῖ ὁ ἀδελφός σου.
24 Τοῦ λέει ἡ Μάρθα: Γνωρίζω ὅτι ὁ ἀδελφός μου θά ἀναστηθεῖ ὅταν γίνει ἡ ἀνάσταση, τήν τελευταία ἡμέρα τοῦ πρόσκαιρου αὐτοῦ αἰώνα. Ὕστερα ἀπ' αὐτήν θά ἀκολουθήσει ὁ μελλοντικός ἔνδοξος καί ἀτελείωτος αἰώνας.
25 Τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καί ἡ ζωή. Ἐγώ ἔχω τή δύναμη νά ἀνασταίνω, διότι εἶμαι ἡ πηγή τῆς ζωῆς.
26 Ἐκεῖνος πού πιστεύει σέ μένα, ἀκόμη κι ἄν πεθάνει σωματικῶς, ὅπως πέθανε ὁ ἀδελφός σου, θά ζήσει. Διότι ἐκτός ἀπό τήν οὐράνια καί πνευματική ζωή, τήν ὁποία ἀπό τώρα θά μεταδώσω στήν ψυχή του, ἀργότερα θά τόν ἀναστήσω καί σωματικῶς. Καί κάθε ἄνθρωπος πού δέν ἔχει ἀκόμη πεθάνει, ἀλλά ζεῖ ἐδῶ στή γῆ, ἐφόσον πιστεύει σέ μένα, θά ἀντιμετωπίσει γεμάτος ἀφοβία τόν πρόσκαιρο θάνατο, τόν ὁποῖο τρέμουν καί φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονται μακριά ἀπό μένα. Κι ἐπειδή θά μένει πάντοτε ἑνωμένος μέ μένα, δέν θά ὑποστεῖ ποτέ τόν πνευματικό θάνατο, πού εἶναι καί ὁ πραγματικός καί ἀνεπανόρθωτος θάνατος. Τό πιστεύεις αὐτό;
27 Τοῦ λέει ἡ Μάρθα: Ναί, Κύριε. Ἐγώ πρίν ἀπό πολύ καιρό ἔχω πιστέψει ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού περιμέναμε νά ἔλθει στόν κόσμο σύμφωνα μέ τίς θεϊκές ὑποσχέσεις καί προφητεῖες. Κι ἐφόσον ἔχω τή βεβαιότητα ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, πιστεύω καί σ’ ὅσα τή στιγμή αὐτή λές καί διακηρύττεις γιά τόν ἑαυτό σου.
28 Ἀφοῦ εἶπε αὐτά τά λόγια, ἔφυγε καί εἰδοποίησε κρυφά τήν ἀδελφή της Μαρία νά ἔλθει, λέγοντας: Ὁ Διδάσκαλος εἶναι ἐδῶ καί σέ φωνάζει.
29 Ἐκείνη, ἀμέσως μόλις τό ἄκουσε αὐτό, σηκώθηκε καί ξεκίνησε νά τόν συναντήσει.
30 Στό μεταξύ ὅμως ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε ἔλθει ἀκόμη μέσα στό χωριό, ἀλλά ἦταν στό μέρος πού τόν εἶχε ὑποδεχθεῖ ἡ Μάρθα· διότι ἤθελε νά ἐπισκεφθεῖ τόν τάφο τοῦ Λαζάρου μόνος του, μαζί μέ τούς μαθητές του καί τίς δύο ἀδελφές τοῦ Λαζάρου.
31 Οἱ Ἰουδαῖοι λοιπόν πού ἦταν μαζί μέ τή Μαρία στό σπίτι καί τήν παρηγοροῦσαν, ὅταν τήν εἶδαν νά σηκώνεται βιαστική, νά φεύγει ἀπό τό σπίτι καί νά κατευθύνεται ἔξω ἀπό τό χωριό, τήν ἀκολούθησαν λέγοντας ὅτι πηγαίνει στό μνημεῖο γιά νά κλάψει ἐκεῖ.
32 Ὅταν λοιπόν ἡ Μαρία ἦλθε ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Ἰησοῦς, καθώς τόν ἀντίκρισε, ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐάν ἤσουν ἐδῶ, δέν θά μοῦ πέθαινε ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφός, ἀλλά θά τόν θεράπευες.
33 Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ὅταν τήν εἶδε νά κλαίει, καί μαζί της νά κλαῖνε καί οἱ Ἰουδαῖοι πού εἶχαν ἔλθει πίσω της, συγκράτησε μέ δριμύτητα τό συναίσθημα τῆς βαθιᾶς λύπης μέσα στήν ψυχή του καί ἀντέδρασε ἔντονα γιά νά ἐπιβληθεῖ σ’ αὐτό.
34 Καί μέ φωνή ἤρεμη, πού δέν διακοπτόταν ἀπό λυγμούς, εἶπε: Ποῦ τόν ἔχετε βάλει;
35 Ὅσοι ἦταν ἐκεῖ τοῦ εἶπαν: Κύριε, ἔλα νά δεῖς. Καί καθώς πήγαινε στόν τάφο, δάκρυσε ὁ Ἰησοῦς ἀπό συμπόνια γιά τή θλίψη τῶν δύο ἀδελφῶν.
36 Ὅταν λοιπόν οἱ Ἰουδαῖοι τόν εἶδαν νά δακρύζει, ἔλεγαν: Δές πόσο τόν ἀγαποῦσε!
37 Μερικοί ὅμως ἀπ’ αὐτούς πῆραν ἀφορμή νά ἐκδηλώσουν τήν ἀρνητική τους διάθεση καί εἶπαν: Δέν εἶχε τή δύναμη αὐτός πού ἄνοιξε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ νά κάνει ἐγκαίρως ὅ,τι χρειαζόταν γιά νά μήν πεθάνει κι αὐτός;
38 Ὁ Ἰησοῦς λοιπόν, ἐνῶ πάλι προσπαθοῦσε νά συγκρατήσει μέσα του τή συγκίνηση, ἦλθε στό μνημεῖο. Τό μνημεῖο αὐτό ἦταν μιά σπηλιά ἀνοιγμένη σέ βράχο, πού τήν εἴσοδό της τήν ἔφραζε μιά μεγάλη πέτρα.
39 Λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: Πάρτε τήν πέτρα. Τοῦ λέει ἡ Μάρθα, ἡ ἀδελφή τοῦ νεκροῦ: Κύριε, τώρα πιά μυρίζει ἄσχημα· διότι εἶναι τέσσερις μέρες νεκρός.
40 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Δέν σοῦ εἶπα ὅτι ἐάν πιστέψεις, θά δεῖς τόν ἔνδοξο θρίαμβο τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου μέ τήν ἀνάσταση τοῦ ἀδελφοῦ σου; Αὐτή θά εἶναι τό σύμβολο καί τό προμήνυμα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
41 Μετά λοιπόν ἀπό τήν παρατήρηση αὐτή τοῦ Κυρίου ἔβγαλαν τήν πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, ὅπου βρισκόταν ὁ νεκρός. Ὁ Ἰησοῦς τότε ὕψωσε τά μάτια του στόν οὐρανό καί εἶπε: Πάτερ, εἶμαι βέβαιος ὅτι θά συντελεσθεῖ ἀμέσως τό θαῦμα καί σέ εὐχαριστῶ πού μέ ἄκουσες.
42 Ἐγώ τό ἤξερα ὅτι πάντοτε μ’ ἀκοῦς. Ἀλλά εἶπα μεγαλόφωνα τό ≪εὐχαριστῶ≫, γιά νά τό ἀκούσει ὁ λαός πού στέκεται γύρω μου. Κι ἔτσι ἀφοῦ ὅλοι αὐτοί δοῦν πόση βεβαιότητα ἔχω ὅτι θά εἰσακουσθῶ, νά πιστέψουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες, ὅταν ἀκολουθήσει τό θαῦμα.
43 Κι ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά, δείχνοντας τήν κυριαρχική ἐξουσία του καί πάνω στόν ἴδιο τό θάνατο, κραύγασε: Λάζαρε, βγές ἔξω.
44 Κι ὁ νεκρός βγῆκε ἀπό τό μνημεῖο μέ τά πόδια καί τά χέρια του δεμένα μέ ἐπιδέσμους, καί τό πρόσωπό του περιτυλιγμένο καί σκεπασμένο μ’ ἕνα πλατύ ὕφασμα. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς σ’ ἐκείνους πού παρευρίσκονταν ἐκεῖ: Λύστε τον καί ἀφῆστε τον μόνο καί χωρίς βοηθό νά πάει στό σπίτι του.
45 Μετά λοιπόν ἀπό τό θαῦμα αὐτό, πολλοί ἀπό τούς Ἰουδαίους, αὐτοί πού εἶχαν ἔλθει νά ἐπισκεφθοῦν τή Μαρία καί εἶχαν δεῖ μέ τά μάτια τους ὅσα ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, πίστεψαν σ’ αὐτόν.

(Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΕΚΔΟΣΙΣ «ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ¨Ο ΣΩΤΗΡ¨»)

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ



Αν κάποιος μπορούσε να μαντέψει όλες τις σκέψεις των ανθρώπων και να προφητεύσει το πεπρωμένο της ανθρω­πότητας και να αποκαλύψει κάθε μυστικό, που κρύβει στα σπλάχνα της η γη, εντούτοις όμως αυτός δεν είχε φόβο Θεού, η γνώση του θα ήταν σαν το γάλα, που χύνεται σ' ένα ακάθαρτο σκεύος, από το οποίο μπορεί να χαλάσει όλο το περιεχόμενο. Ιδίως κατά την ώρα του θανάτου ενός τέτοιου ανθρώπου, η «σοφία» του δεν θα είχε ούτε τη λάμψη ενός πυρακτωμένου κάρβουνου, αλλά θα έκανε ακόμη πιο ζοφερή την νύχτα του θανάτου του. 

(Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Τον μισούσαν και Τον σκότωσαν ακριβώς γιατί τους τάραξε, τους χάλασε την «κανονική» ζωή τους



“Συχνά η Μεγάλη Εβδομάδα χαρακτηρίζεται ως περίοδος γεμάτη με «ωραιότατες παραδόσεις» και «έθιμα», ως ξεχωριστό τμήμα του εορτολογίου μας.
Τα ζούμε όλα αυτά από την παιδική μας ηλικία ως ένα ελπιδοφόρο γεγονός που γιορτάζουμε κάθε χρόνο, θαυμάζουμε την ομορφιά των ακολουθιών, τις επιβλητικές πομπές και ροσβλέπουμε με κάποια ανυπομονησία στο πασχαλινό τραπέζι… Και ύστερα,όταν όλα αυτά τελειώσουν, ξαναρχίζουμε την κανονική μας ζωή.
Αλλά άραγε καταλαβαίνουμε πως όταν ο κόσμος αρνήθηκε τον Σωτήρα του, όταν ο Ιησούς «ἤρξατο ἀδημονεῖν» και έλεγε «περίλυπος ἐστίν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου», και όταν πέθανε στον Σταυρό, τότε η «κανονική ζωή» σταμάτησε;
Δεν είναι πια δυνατόν να υπάρξει «κανονική ζωή» γιατί ακριβώς αυτοί που φώναζαν «Σταύρωσον Αυτόν!», αυτοί που Τον έφτυναν και Τον κάρφωναν στον Σταυρό ήταν… «κανονικοί άνθρωποι».
Τον μισούσαν και Τον σκότωσαν ακριβώς γιατί τους τάραξε, τους χάλασε την «κανονική» ζωή τους. Και ήταν πραγματικά ένας τέλεια «κανονικός» κόσμος αυτός που προτίμησε το σκοτάδι και τον θάνατο από το φως και τη ζωή…”

”Μικρό οδοιπορικό της Μεγάλης εβδομάδας”,
π Αλεξάνδρου Σμέμαν
https://www.askitikon.eu/

Μία βαθύτερη κατάσταση



Όταν ομιλεί ο Χριστός, οι Απόστολοι, οι Πατέρες για ειρήνη δεν εννοούν την αποχή από τον σωματικό ή πνευματικό πόλεμο, αλλά μία βαθύτερη πνευματική κατάσταση.
Αρχίζει με την ειρήνευση της συνειδήσεως του ανθρώπου αλλά μετέχει της άκτιστης ενέργειας του Θεού.
Ο άνθρωπος πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί θετικά ενώπιον του Θεού, πρέπει να ειρηνεύσει με τον εαυτό του, με τον πλησίον του και με τον Θεό.

Γέροντας Εφραίμ Βατοπαιδινός
https://www.askitikon.eu/

Η δόκιμη μοναχή



Σε ένα γυναικείο μοναστήρι, πήγε ως δόκιμος Μοναχή μία νέα. Έδειξε τόσο καλή διαγωγή, που γρήγορα την έκαναν μοναχή. 
Από όλες τις άλλες καλόγριες ξεχώριζε. Διακρινόταν για την αδιάκριτον υπακοή της, τη νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή, την εξυπηρέτιση και ιδιαιτέρως στα δάκρυα – σπανίως εβλέπετο να μη κλαίη. 
Είχε κατακτήσει την αγάπη ιδίως της ηγουμένης, αλλά και όλων των μοναζουσών. Η ηγουμένη την είχε πάντοτε ως παράδειγμα και έλεγε στις νεώτερες: ” Βλέπετε την χαριτωμένη αδελφή σας και ό,τι κάμνει, να κάμνετε και σεις”.
Δεν πέρασαν όμως πολλά χρόνια και από την πολύ άσκηση απέθανε. Έφυγε από τούτον τον κόσμο η μοναχή αυτή. Εις τα μοναστήρια υπάρχει η ευλογημένη συνήθεια, όταν αποθάνη μέλος της αδελφότητας να του κάνουν σαρανταλείτουργο, δια την ανάπαυση της ψυχής, που έφυγε από τον κόσμο αυτό. Έτσι λοιπόν και στο μοναστήρι αυτό έγινε σαρανταλείτουργο.
Και όταν ετελείωνε, την τελευταία βραδυά, η ηγουμένη βλέπει σε όραμα τη μοναχή, η οποία της είπε:
- Μητέρα μου, όσα μνημόσυνα και αν μου κάμετε, εγώ κολάστηκα, έχασα τη ψυχή μου.
- Παιδί μου, λέει η ηγουμένη, …. εάν εσύ κολάστηκες, ποιός θα σωθή; Αλοίμονο στον ταλαίπωρο άνθρωπον!!!
Απαντά η μοναχή:
- Εγώ προτού έλθω εις την ευλογημένη συνοδεία σας, εξαπατήθηκα από ένα νέο, ο οποίος μου υποσχέθηκε, οτι θα με έπερνε, αλλά το φοβερό ήταν ότι με κατέστησε έγκυο.
Μετά δε απ’ αυτό το φρικτό, φέρθηκε άνανδρα και με εγκατέλειψε την δυστυχισμένη. Τότε εγώ πάνω στην απελπισία μου έκανα έκτρωση, φόνο, σκότωσα και έρριξα το παιδί, που είχα μέσα μου. Γι’ αυτά τα δύο ανόσια αμαρτήματα μου έκλαψα πικρά, μετανόησα, συχάθηκα τότε τον κόσμο και τα του κόσμου, γι’ αυτό και αποφάσισα να γίνω μοναχή, να δώσω την καρδιά μου στον Χριστό και εκεί να θρηνώ τις αμαρτίες μου. 
Γι’ αυτές τις αμαρτίες έκλαψα, γι’ αυτές έκανα ό,τι έκανα, για τα οποία όλες σας με μακαρίζατε. Πλήν όμως δεν εξομολογήθηκα τα φρικτά αυτά αμαρτήματα σε ιερέα, από ντροπή και γι’ αυτό κολάσθηκα!
Ω! Θεέ μου! Τι φοβερόν! Βλέπεις αναγνώστα μου; Βλέπεις παιδί μου, ούτε τα δάκρυα, ούτε οι μετάνοιες, ούτε οι αγρυπνίες, μηδέ η βασίλισσα των αρετών της Μοναχικής πολιτείας, η υπακοή λέγω, ούτε τίποτε άλλο από όσα καλά έκαμε, δεν την έσωσε – εφ όσον έλλειψε η καθαρά εξομολόγησις. Δεν αρκεί να μετανοήση κανείς για τις πράξεις του και να σωθή, αλλά απαραιτήτως θα πρέπει και να εξομολογηθή τα αμαρτήματα για τα οποία μετανόησε.
Χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι με φοβερά ακατονόμαστα και πάμπολλα αμαρτήματα, δια της μετάνοιας και καθαρής εξομολογήσεως σώθησαν και μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς, που απέδωσαν καρπούς μετανοίας άξιους, αγίασαν και τους αντιδόξασεν ο Θεός. 
Όπως τον άγιο Κυπριανό τον άλλοτε μάγο, τον Μωυσή τον Αιθίοπα τον άλλοτε αρχιληστή, την οσία Μαρία την Αιγυπτία, Πελαγία, Ευδοκία, Μαρίαν του Αβραμίου, που ήσαν πρώτα γυναίκες “κοινές” του υποκόσμου και τόσοι άλλοι που διαβάζουμε στο Συναξαριστή. Ενώ τόσοι, με πάμπολλα αμαρτήματα, ηγίασαν και εθαυματούργησαν διότι καθαρά εξομολογήθηκαν, η δυστυχισμένη εκείνη μοναχή, που αναφέρουμε προηγουμένως, για δύο αμαρτήματα εκολάσθη.
Γι’ αυτό μη ξεθαρρεύης λοιπόν αδελφέ μου και στηρίζης την ελπίδα σου στις ελεημοσύνες ή σε ό,τι άλλο καλό και αν είναι αυτό και μη ελπίζης να σωθής, εάν δεν καθαρίσης την ψυχή σου πρωτίστως, στο Μέγα Μυστήριο της εξομολογήσεως, σε ιερέα Ορθοδόξου Εκκλησίας και να τα πεις όλα, χωρίς ν’ αφίσης τον παραμικρό λεκέ, που θα σκιάζη την αθάνατη ψυχή σου. Τότε μόνο θα αισθανθής ανακούφιση και τότε μόνο θα δικαιωθής από τον Θεό, όταν τα εξομολογηθής όλα.
Μη διστάζης, εάν είναι πολλά και φοβερά – όσα περισσότερα και μεγαλύτερα είναι τόσο μεγαλύτερη χαρά θα δώσης στον Θεό και στους Αγγέλους.
Η Γραφή μας λέγει, ότι οι Άγγελοι πανυγηρίζουν στον ουρανό ” για ένα αμαρτωλόν μετανοημένο”.

https://inpantanassis.blogspot.com/

Διηγήματα του πνευματοφόρου Γέροντος Δανιήλ



Έλεγεν ο Γερό – Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ο Γέροντας της Καλύβας “Εισόδεια της Θεοτόκου” Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, Θεοφύλακτο ονομαζόμενον. 
Ο Μοναχός Θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανείων, που γίνεται ο μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τις ευχές που ψάλλει η Εκκλησίας μας και τα οποία λένε: “Σήμερον αγιάζεται η φύσις των υδάτων….”, του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε η τελετή, ρώτησε το Γέροντά του Παπα-Γρηγόρη:
 “Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς “Σήμερον αγιάζεται η φύσις των υδάτων…”, πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;”
Ο Γέροντας του Παπα-Γρηγόρης σ’αυτά απάντησε: 
“Αδερφέ Θεοφύλακτε, ο Πανάγαθος Θεός, με τις προσευχές των ανθρώπων, που γίνονται με ταπείνωσι, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστι, με την επιφοίτησι της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ’ αυτά τους πιστούς δούλους του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπαρτορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την Αγία Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, που προσφέρει θυσία των χριστιανών ο ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει απο ψωμί–Σώμα και από κρασί–Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγησι τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και η φύσι των υδάτων ”.
Ο Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και του είπε:
- Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
- Ναι αδερφέ, άκουσε και γι’αυτό: Όταν ο πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνειά του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γης, εκεί που είναι τα τάρταρα του Άδη, τότε πέφτωντας αυτός, παρέσυρε με την πτώσι του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, που κι αυτοί έγιναν όπως κι ο αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτωντας αυτοί, οι πρώην Άγγελοι, από τους ουρανούς πρός τη γη και επειδή εξακολοθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ο μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: “Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού” και με τη φωνή αυτή συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.
Εκείνοι όμως που είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί που βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών της γης και της θαλάσσης, όπου πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχομένους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου “Απ’αρχής ο διάβολος ανθρωποκτόνος έστι” (Ιωάν. Η΄ 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινεν άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου Αυτού οικονομίας, με τη κάθοδο Του από τους ουρανούς αγιάσε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα “τα εν αυτοίς”, και με τον αγιασμόν και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμι και την εξουσία του Σατανά που είχε, πριν να σαρκωθεί ο Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ο αέρας, η γη και το νερό αγιάσθηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Η ημέρα αυτή των Θεοφανείων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται η ανάμνησις της του Χριστού παρουσίας και της θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, που σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ο ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ο οποίος με την επιφοίτησι του Αγίου Πνεύματος, που το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ’αυτό δείχνοντάς μας, το Χριστό, είπε: “Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός ενώ ηυδόκησα….” δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ο μονογενής, με τον οποίον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ’ αυτόν και το Άγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ο κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.
Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών που σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πως το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ο απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ’ όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, η οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωσι και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πως το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαρίστησι. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντά του, τον οποίον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιεί κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν “τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού” (Ψαλμ. ΞΖ΄ 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ο Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ημερών, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ο υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων, νερό από τη θάλασσσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντά του, ο πάτερ Θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανείων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το “Κυριακό” βλέπουν τον αδερφό Θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα που έμενε. 
Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: 
-Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πάς να ξεκουραστείς σπίτι σου;
Ο πάτερ Θεοφύλακτος για απάντησι, τους φανέρωσε το μέχρι άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πως δηλαδή την ημέρα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι πατέρες, επειδή γνώριζαν πως ο αδερφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν τα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. 
– Άϊντε καημένε να ξεκουραστείς και πάς μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε… θάλασσα! Ο πάτερ Θεοφύλακτος όμως δεν έδωκε καμία σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό που ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιούν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιούν, αλλά το μέχρι τότε κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρώτερο και πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ο αδερφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πως επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντά του το γλυκύτατο και νοστιμώτατο, για την ημέρα εκείνη νερό της θαλάσσας. Και έτσι από την ημέρα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!

https://inpantanassis.blogspot.com/

Θέλεις να αφήσεις άνθρωπέ μου, πλούτο στο παιδί σου;



Θέλεις να αφήσεις άνθρωπέ μου, πλούτο στο παιδί σου; Δίδαξέ το να είναι τίμιο.
Γιατί έτσι θα μπορέσει να διαφυλάξει τον πλούτο του. Έτσι, ακόμα κι αν δεν αποκτήσει άλλα κτήματα, τουλάχιστον δεν θα σκορπίσει όσα έχει.
Αν όμως το παιδί σου είναι πονηρό, τότε δεν θα το αφήσεις φύλακα του πλούτου σου, αλλά θα το κάνεις χειρότερο κι από τον τελευταίο φτωχό της γης.
Για όσους δεν έχουν αναθρέψει σωστά τα παιδιά τους, είναι γι' αυτό προτιμότερη, από τον πλούτο, η τέλεια φτώχεια.
Γιατί η φτώχεια θα τα διατηρήσει στην αρετή, ακόμα και παρά τη θέλησή τους, ενώ ο πλούτος δεν θα τα αφήσει στον ίσιο δρόμο, ακόμα κι αν τα ίδια το θέλουν.
Η πλούσια ζωή θα τα παρασύρει στο κακό, θα τα καταστρέψει και θα τα οδηγήσει σε αμέτρητα δεινά.

Ιωάν. Χρυσόστομος: P.G. 61, 546 κ. εξ.
https://inpantanassis.blogspot.com/

Τριών ειδών προβλήματα – Μία λύση!



Αββά Ησύχιου

Μερικοί βασανίζονται από τριών ειδών προβλήματα.
Από εκείνα που είχαν κάποτε. Από εκείνα που έχουν τώρα και από εκείνα που περιμένουν ότι θα έχουν.
Οι λύπες, βέβαια, θα έρθουν, αλλά τι θα κερδίσουμε, αν βιαστούμε και τρέξουμε να τις προϋπαντήσουμε;
Θα έχουμε αρκετό καιρό να λυπηθούμε, όταν έρθουν.
Στο μεταξύ ας ελπίζουμε για καλύτερα πράγματα και ας μένουμε σταθεροί ως το τέλος. 
Άφησε το παρελθόν στο έλεος του Θεού, το παρόν στην αγάπη Του και το μέλλον στην Πρόνοιά Του.

https://inpantanassis.blogspot.com/

Τό Βυζάντιο εἶναι πολύ λεπτό πρᾶγμα γιά νά μπορέσουνε νά τό πιάσουνε τά χοντροκανωμένα ἐργαλεῖα τους.



 «Ὅσοι θελήσανε καὶ θέλουνε νὰ κρίνουνε τὸ Βυζάντιο μὲ τὸν συνηθισμένον χονδροειδῆ ἀντιπνευματικὸν τρόπο καὶ μὲ τὶς γνωστὲς ἀνόητες εὐφυολογίες, καὶ νὰ τὸ γελοιοποιηθοῦνε σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ ὀνομάζουνε “βυζαντινισμὸ” κάθε ἀφηρημένη συζήτηση καὶ οὐτοπία, αὐτοὶ φανερώνουνε μ᾿ αὐτὸ πόσο ἀνίδεοι εἶναι ἀπὸ ἀληθινὴ πνευματικότητα, μὲ ὅλους τοὺς ψεύτικους τίτλους τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης ποὺ εἶναι στολισμένοι.
 Τὸ Βυζάντιο εἶναι πολὺ λεπτὸ πρᾶγμα γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸ πιάσουνε τὰ χοντροκανωμένα ἐργαλεῖα τους. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ θρησκεία, ἀνάμεσα στὰ ψεύτικα καὶ ἐλεεινὰ παραμορφωμένα ὁμοιώματά της, ποὺ τὰ φτιάξανε λαοὶ βάρβαροι καὶ ὑλιστές, ἀνίκανοι νὰ τὴν καταλάβουνε καὶ νὰ τὴν αἰσθανθοῦνε. Γιὰ τοῦτο, τὸ Βυζάντιο κρίνεται ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σοφοὺς τοῦ κόσμου ὅπως κρίνεται τὸ Εὐαγγέλιο, δηλ. σὰν μωρία, μπροστὰ στὴ δική τους γνώση, κι ἡ γνώμη τους ἴσια-ἴσια, πὼς τὸ Βυζάντιο εἶναι «μωρία», πιστοποιεῖ πὼς ἀληθινὰ στάθηκε ἡ Νέα Σιών, ἡ ἔμψυχος κιβωτός, ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὴ φυλάχθηκε ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους πὼς θὰ γίνουνε τέκνα του, καὶ “ἡ μακαρία ἐλπὶς τῆς αἰωνίου ζωῆς”».

(Φώτης Κόντογλου, “Τὸ ἀληθινὸ Βυζάντιο. Ἡ ἀρχοντικὴ καὶ βασιλικὴ πολιτεία”)
https://proskynitis.blogspot.com/

Μήν κατακρίνεις τόν ἄνθρωπο.Νά ξεχωρίσεις τόν ἄνθρωπο ἀπό τά γεγονότα.



Πρέπει νὰ κάνεις τὴν κρίση, τὴ λογικὴ κρίση βάσει τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλὰ νὰ μὴν κατακρίνεις τὸν ἄνθρωπο.Νὰ ξεχωρίσεις τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ γεγονότα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδελφός σου,ὀφείλεις νὰ προσευχηθεῖς γιὰ αὐτόν,ὀφείλεις νὰ κλάψεις,ὀφείλεις νὰ θυσιαστεῖς ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ σου.
Ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶσαι ἀπόλυτος, ὅτι ναὶ αὐτὸν τὸν ἀδελφό μου ἐγὼ τὸν ἀγαπῶ,
τὸν λυποῦμαι, ξέρω ἐγώ, πάσχω,ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ λέει δὲν τὸ παραδέχομαι μὲ τίποτα.
Δὲν τὸ δέχομαι, δὲν τὸ κάνω,δὲν θὰ τὸ ἀκολουθήσω ποτέ.Ἄλλο τὸ ἕνα, ἄλλο τὸ ἄλλο.

Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου
Περὶ καταλαλιᾶς (ἀπόσπασμα)
Ἀφιέρωμα "Περὶ κατάκρισης",Πειραΐκή Εκκλησία''τεῦχος 367, Ἀπρίλιος 2024
https://proskynitis.blogspot.com/

Άγιος Βασιλέας Ιερομάρτυρας Επίσκοπος Αμασείας



Ο Άγιος Ιερομάρτυς Βασιλεύς έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου (307-323 μ.Χ.) και ήταν Επίσκοπος της Αμασείας του Πόντου. Ο Επίσκοπος Βασιλεύς διακρινόταν για τον ζήλο του υπέρ της πίστεως και την ακοίμητη δραστηριότητα στην επιτέλεση των καθηκόντων του. Επειδή παντού υπήρχαν και πλάνες και κίνδυνοι, έσπευδε παντού και ο ίδιος κηρύττοντας, συμβουλεύοντας, παρηγορώντας, ενισχύοντας, στηρίζοντας, ελκύοντας, πυκνώνοντας και εγκαρδιώνοντας τις Χριστιανικές τάξεις και αναδεικνύοντας αυτές όσο το δυνατόν ισχυρότερες πνευματικά έναντι του ειδωλολατρικού κόσμου.
Γι' αυτόν τον λόγο οι ιερείς και οι άρχοντες των ειδωλολατρών, έτρεφαν εναντίον του σφοδρή έχθρα. Και όταν ο Λικίνιος, το έτος 322 μ.Χ., προέβη στα δυσμενή και διωκτικά μέτρα εναντίον των Χριστιανών, κατήγγειλαν προς αυτόν τον Επίσκοπο Αμασείας, Βασιλέα.
Ένα ιδιαίτερο περιστατικό κορύφωσε την οργή του Λικινίου εναντίον του Επισκόπου Βασιλέως. Κοντά στην αυτοκράτειρα Κωνσταντία διέμενε άλλοτε ως ακόλουθος μια νεαρή και ωραιότατη κόρη, που ονομαζόταν Γλαφύρα. Εξαιτίας της ομορφιάς της ο Λικίνιος ανεφλέγη από αμαρτωλό πάθος, ως δούλος σαρκικών παθών, καθώς ήταν. Η κόρη αντιλήφθηκε τον κίνδυνο που απειλούσε την τιμή της. Ως γνήσια Χριστιανή όμως δεν δελεάσθηκε καθόλου από το βασιλικό έρωτα, αλλά έφριξε και ζήτησε την σωτηρία της στην φυγή. Ενδύθηκε λοιπόν με ανδρικά ρούχα και κάποια νύχτα, βοηθούμενη από την βασίλισσα που έμαθε όσα συμβαίνουν, άφησε την Κωνσταντινούπολη και έφθασε στην Αμάσεια, όπου παρουσιάσθηκε στον Επίσκοπο Βασιλέα και ζήτησε την ηθική του προστασία.
Ο Επίσκοπος επαίνεσε την γνήσια ευσέβεια και την αδούλωτη σύνεση της νέας, την τοποθέτησε δε κοντά σε ηλικιωμένη Χριστιανή γυναίκα που ήταν εντελώς αφοσιωμένη στην υπηρεσία του Χριστού και βοηθούσε σημαντικότατα τον Επίσκοπο στο έργο των γυναικών της Εκκλησίας. Η Γλαφύρα εξέφρασε την βαθιά ευγνωμοσύνη της και χάρηκε ιδιαίτερα που της δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί και αυτή με θεάρεστες ασχολίες. Βοηθούσε λοιπόν στην κατήχηση γυναικών και νεαρών κοριτσιών, που ήθελαν να ασπασθούν την χριστιανική πίστη και να γίνουν μέλη της Εκκλησίας, ευεργετούσε φτωχά και ορφανά παιδιά και επιπλέον κατέβαλε όλη τη δαπάνη που προϋπολογίσθηκε για την οικοδομή Χριστιανικού ναού στην Αμάσεια.
Μάταια ο Λικίνιος την είχε αναζητήσει σε όλη την πρωτεύουσα και στα περίχωρα. Όμως οι εχθροί του Επισκόπου Βασιλέως, πληροφόρησαν τον Λικίνιο ότι η κόρη εκείνη είχε καταφύγει κοντά στον Ιεράρχη της Αμάσειας και ότι την προστάτευσε και κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τα πλούτη της υπέρ των σκοπών της Εκκλησίας. Η είδηση άναψε πυρκαγιά στη σαρκοβόρα και μοχθηρή ψυχή του Λικινίου. Υπέθετε ότι η Γλαφύρα ζούσε ακόμη και ότι θα την έφερνε κάτω από την εξουσία του. Αλλά η σεμνή κόρη, είχε ήδη πεθάνει και ο τάφος ματαίωσε για πάντα τους χυδαίους πόθους του. Τότε η μανία του έγινε σφοδρότερη κατά του Επισκόπου Βασιλέως. Διέταξε, λοιπόν, να τον φέρουν σιδηροδέσμιο στη Νικομήδεια. Η διαταγή εκτελέσθηκε και ο Άγιος κλείσθηκε στη φυλακή.
Τον Άγιο ακολούθησαν δύο από τους διακόνους της Εκκλησίας της Αμάσειας, ο Θεότιμος και ο Παρθένιος, τους οποίους φιλοξένησε ένας ευσεβής και φιλάνθρωπος Χριστιανός, ονόματι Ελπιδοφόρος. Οι παρεχόμενες αγαθοεργίες του Ελπιδοφόρου προς όλους είχαν καταστήσει φίλους του ακόμα και τους φρουρούς των φυλακών. Μπορούσαν λοιπόν οι δύο διάκονοι να εισέρχονται ορισμένη ώρα στη φυλακή, όπου απολάμβαναν την ευχαρίστηση να συνδιαλέγονται με τον Επίσκοπό τους, να ακούνε από το στόμα του τον λόγο της αλήθειας και να δέχονται ηθική ενίσχυση και παρηγοριά.
Λίγες ημέρες μετά, ο Λικίνιος διέταξε να φέρουν τον φυλακισμένο Επίσκοπο ενώπιον του. Τον έλεγξε με δριμύτητα ως ένοχο για την απόκρυψη της Γλαφύρας και για τον ζήλο με τον οποίο υπεράσπιζε την χριστιανική του πίστη περιφρονώντας τα βασιλικά διατάγματα. Ο Επίσκοπος για την Γλαφύρα, απάντησε ότι δεν μπορούσε να μην παράσχει άσυλο και προστασία στη χριστιανική κόρη, η οποία ήταν εξόριστη και ήθελε η ίδια να περισώσει και να διαφυλάξει την τιμή της, και ότι αυτή η ίδια από ευσεβή διάθεση χρησιμοποίησε την περιουσία της υπέρ των φτωχών και για την ανέγερση ναού, πράγματα για τα οποία ένας Επίσκοπος οφείλει να προτρέπει τους πιστούς και όχι αν τους εμποδίζει. Και για την περιφρόνηση των βασιλικών διαταγών, οι οποίες απέβλεπαν στην εξόντωση της χριστιανικής πίστεως, ο Άγιος αποκρίθηκε ότι ο ίδιος ο βασιλέας Λικίνιος άλλοτε είχε αναγνωρίσει μαζί με τον Κωνσταντίνο το καθήκον του να επιτρέψουν στους Χριστιανούς την πλήρη ελευθερία της λατρείας τους και του δόγματός τους και ότι αυτός (ο Επίσκοπος) εξακολουθεί να θεωρεί ορθό και έγκυρο το παλαιότερο εκείνο βασιλικό διάταγμα, διότι ήταν αξιότερο σε όλα. Εν τέλει δε, παρακάλεσε τον Λικίνιο, στο όνομα της ίδιας της δικής του σωτηρίας και του μέλλοντος του κράτους του, να ανακαλέσει τα νέα μέτρα και να αναγνωρίσει στους Χριστιανούς την ελευθερία της θρησκευτικής τους συνειδήσεως.
Ο βασιλέας Λικίνιος απέπεμψε τον Επίσκοπο, κρατώντας επιφυλακτική στάση και ανέθεσε σε έναν από τους άρχοντές του να τον δει κατ' ιδίαν και να προσπαθήσει να τον αποσπάσει από την πίστη του. Η συγκεκριμένη αποστολή απέτυχε και διατάχθηκε έτσι η καταδίκη του Επισκόπου. Αυτός άκουσε ατάραχος την απόφαση και προσευχήθηκε προς τον Θεό να δεχθεί με έλεος την ψυχή του. Προσευχήθηκε, επίσης, υπέρ της ασφάλειας του ποιμνίου του και για τη νίκη της Εκκλησίας. Ύστερα ασπάσθηκε και ευλόγησε τους δύο διακόνους και τον Ελπιδοφόρο, τους παρηγόρησε στην θλίψη τους και τους επιτίμησε γιατί έκλαιγαν, λέγοντας τον έξοχο εκείνο λόγο ότι σε τέτοιου είδους κινδύνους οι Χριστιανοί οφείλουν να φυλάνε τα δάκρυά τους και να χύσουν με προθυμία το αίμα τους. Έπειτα με προθυμία έκλινε την τίμια κεφαλή του στον δήμιο, ο οποίος την απέκοψε. Έτσι ο Άγιος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.
Μετά από αυτό η τίμια κεφαλή και το λείψανο του Αγίου Βασιλέως ρίχθηκαν στη θάλασσα με βασιλική διαταγή. Αλλά ένα αλιευτικό πλοίο, που έριχνε τα δίχτυα του στον κόλπο της Σινώπης, ανέσυρε από εκεί το λείψανο του Αγίου. Ο δε Ελπιδοφόρος, καθώς πληροφορήθηκε το γεγονός σε όνειρο, ήλθε με τους διακόνους Θεότιμο και Παρθένιο και αφού παρέλαβαν το Άγιο λείψανο, το έφεραν στην Αμάσεια, στην ιερή αυτή ακρόπολη των Αγίων του κόπων και αγώνων και το ενταφίασαν στο προσφιλές του έδαφος.
Η Σύναξη του Αγίου Βασιλέως ετελείτο στην Μεγάλη Εκκλησία, στην οποία ίσως φυλασσόταν μέρος του ιερού σκηνώματός του.

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΚΘ´ 0 - 31
1 ΚΡΕΙΣΣΩΝ ἀνὴρ ἐλέγχων ἀνδρὸς σκληροτραχήλου, ἐξαπίνης γὰρ φλεγομένου αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἴασις. 2 ἐγκωμιαζομένων δικαίων εὐφρανθήσονται λαοί, ἀρχόντων δὲ ἀσεβῶν στένουσιν ἄνδρες. 3 ἀνδρὸς φιλοῦντος σοφίαν εὐφραίνεται πατὴρ αὐτοῦ, ὃς δὲ ποιμαίνει πόρνας, ἀπολεῖ πλοῦτον. 4 βασιλεὺς δίκαιος ἀνίστησι χώραν, ἀνὴρ δὲ παράνομος κατασκάπτει. 5 ὃς παρασκευάζεται ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἑαυτοῦ φίλους δίκτυον, περιβάλλει αὐτὸ τοῖς ἑαυτοῦ ποσίν. 6 ἁμαρτάνοντι ἀνδρὶ μεγάλη παγίς, δίκαιος δὲ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἔσται. 7 ἐπίσταται δίκαιος κρίνειν πενιχροῖς, ὁ δὲ ἀσεβὴς οὐ νοεῖ γνῶσιν, καὶ πτωχῷ οὐχ ὑπάρχει νοῦς ἐπιγνώμων. 8 ἄνδρες ἄνομοι ἐξέκαυσαν πόλιν, σοφοὶ δὲ ἐπέστρεψαν ὀργήν. 9 ἀνὴρ σοφὸς κρινεῖ ἔθνη, ἀνὴρ δὲ φαῦλος ὀργιζόμενος καταγελᾶται καὶ οὐ καταπτήσσει. 10 ἄνδρες αἱμάτων μέτοχοι μισοῦσιν ὅσιον, οἱ δὲ εὐθεῖς ἐκζητήσουσι ψυχὴν αὐτοῦ. 11 ὅλον τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐκφέρει ἄφρων, σοφὸς δὲ ταμιεύεται κατὰ μέρος. 12 βασιλέως ὑπακούοντος λόγον ἄδικον, πάντες οἱ ὑπ᾿ αὐτὸν παράνομοι. 13 δανειστοῦ καὶ χρεωφειλέτου ἀλλήλοις συνελθόντων, ἐπισκοπὴν ἀμφοτέρων ποιεῖται ὁ Κύριος. 14 βασιλέως ἐν ἀληθείᾳ κρίνοντος πτωχούς, ὁ θρόνος αὐτοῦ εἰς μαρτύριον κατασταθήσεται. 15 πληγαὶ καὶ ἔλεγχοι διδόασι σοφίαν, παῖς δὲ πλανώμενος αἰσχύνει γονεῖς αὐτοῦ. 16 πολλῶν ὄντων ἀσεβῶν πολλαὶ γίνονται ἁμαρτίαι, οἱ δὲ δίκαιοι ἐκείνων πιπτόντων κατάφοβοι γίνονται. 17 παίδευε υἱόν σου, καὶ ἀναπαύσει σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ ψυχῇ σου. 18 οὐ μὴ ὑπάρξῃ ἐξηγητὴς ἔθνει παρανόμῳ, ὁ δὲ φυλάσσων τὸν νόμον μακαριστός. 19 λόγοις οὐ παιδευθήσεται οἰκέτης σκληρός· ἐὰν γὰρ καὶ νοήσῃ, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπακούσεται. 20 ἐὰν ἴδῃς ἄνδρα ταχὺν ἐν λόγοις, γίνωσκε ὅτι ἐλπίδα ἔχει μᾶλλον ὁ ἄφρων αὐτοῦ. 21 ὃς κατασπαταλᾷ ἐκ παιδός, οἰκέτης ἔσται, ἔσχατον δὲ ὀδυνηθήσεται ἐφ᾿ ἑαυτῷ. 22 ἀνὴρ θυμώδης ὀρύσσει νεῖκος, ἀνὴρ δὲ ὀργίλος ἐξώρυξεν ἁμαρτίαν. 23 ὕβρις ἄνδρα ταπεινοῖ, τοὺς δὲ ταπεινόφρονας ἐρείδει δόξῃ Κύριος. 24 ὃς μερίζεται κλέπτῃ, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν· ἐὰν δὲ ὅρκου προτεθέντος ἀκούσαντες μὴ ἀναγγείλωσι, 25 φοβηθέντες καὶ αἰσχυνθέντες ἀνθρώπους ὑπεσκελίσθησαν· ὁ δὲ πεποιθὼς ἐπὶ Κυρίῳ εὐφρανθήσεται. ἀσέβεια ἀνδρὶ δίδωσι σφάλμα, ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ τῷ δεσπότῃ, σωθήσεται. 26 πολλοὶ θεραπεύουσι πρόσωπα ἡγουμένων, παρὰ δὲ Κυρίου γίνεται τὸ δίκαιον ἀνδρί. 27 βδέλυγμα δικαίοις ἀνὴρ ἄδικος, βδέλυγμα δὲ ἀνόμῳ κατευθύνουσα ὁδός. 0 (Μασσ. ΛΑ´, 10). Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη. 11 θάρσει ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει· 12 ἐνεργεῖ γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ πάντα τὸν βίον. 13 μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσὶν αὐτῆς. 14 ἐγένετο ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δὲ αὐτῆς τὸν πλοῦτον.* (*Άλλη γραφή: συνάγει δὲ αὐτὴ τὸν βίον) 15 καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις. 16 θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα. 17 ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισε τοὺς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον. 18 ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τὸ ἐργάζεσθαι, καὶ οὐκ ἀποσβέννυται ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τὴν νύκτα. 19 τοὺς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπὶ τὰ συμφέροντα, τὰς δὲ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον. 20 χεῖρας δὲ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπὸν δὲ ἐξέτεινε πτωχῷ. 21 οὐ φροντίζει τῶν ἐν οἴκῳ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ὅταν που χρονίζῃ· πάντες γὰρ οἱ παρ᾿ αὐτῆς ἐνδεδυμένοι εἰσί. 22 δισσὰς χλαίνας ἐποίησε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα. 23 περίβλεπτος δὲ γίνεται ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ἐν πύλαις, ἡνίκα ἂν καθίση ἐν συνεδρίῳ μετὰ τῶν γερόντων κατοίκων τῆς γῆς. 24 σινδόνας ἐποίησε καὶ ἀπέδοτο τοῖς Φοίνιξι, περιζώματα δὲ τοῖς Χαναναίοις. 25 ἰσχὺν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καὶ εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις. 26 στόμα αὐτῆς διήνοιξε προσεχόντως καὶ ἐννόμως, καὶ τάξιν ἐστείλατο τῇ γλώσσῃ αὐτῆς. 27 στεγναὶ διατριβαὶ οἴκων αὐτῆς, σῖτα δὲ ὀκνηρὰ οὐκ ἔφαγε. 28 τὸ στόμα δὲ ἀνοίγει σοφῶς καὶ νομοθέσμως, ἡ δὲ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ ἐπλούτησαν, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ᾔνεσεν αὐτήν. 29 Πολλαὶ θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον, πολλαὶ ἐποίησαν δύναμιν, σὺ δὲ ὑπέρκεισαι καὶ ὑπερῇρας πάσας. 30 ψευδεῖς ἀρέσκειαι καὶ μάταιον κάλλος γυναικός· γυνὴ γὰρ συνετὴ εὐλογεῖται, φόβον δὲ Κυρίου αὕτη αἰνείτω. 31 δότε αὐτῇ ἀπὸ καρπῶν χειλέων αὐτῆς, καὶ αἰνείσθω ἐν πύλαις ὁ ἀνὴρ αὐτῆς.

Νεοελληνική απόδοση:
Ο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐλέγχει, εἶναι προτιμότερος ἀπὸ τὸν σκληροτράχηλον καὶ ἀμετανόητον, διότι, ὅταν θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του, τότε δὲν θὰ ὑπάρχῃ καμμία θεραπεία τοῦ κακοῦ. 2 Ὅταν ἐπαινοῦνται οἰ δίκαιοι ἄρχοντες ἐνὸς ἔθνους, χαίρεται καὶ εὐτυχεῖ ὅλος ὁ λαός, ἐνῷ ὅταν ἄρχουν καὶ κυβερνοῦν ἀσεβεῖς, οἱ λαοὶ στενάζουν καὶ ὑποφέρουν. 3 Ὁ πατέρας τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν σοφίαν καὶ προφυλάσσεται ἀπὸ τὴν ἀνηθικότητα, χαίρει, διότι ἔχει τέτοιο παιδί· ὁ πορνοβοσκὸς ὅμως, ὁ διεφθαρμένος καὶ ἀκόλαστος, θὰ χάσῃ τὸν πλοῦτον, ποὺ τοῦ ἀφῆκεν ὁ πατέρας του, καταισχύνων αὐτόν. 4 Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος βασιλεὺς ἀνορθώνει μὲ τὴν δικαιοσύνην του τὴν δυστυχισμένην χώραν του, ἐνῷ ὁ παράνομος θὰ τὴν κατασκάψῃ καὶ θὰ τὴν ἐρημώσῃ. 5 Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος στήνει παγίδα εἰς τὸν φίλον του, θὰ πιασθοῦν τὰ ἰδικά του πόδια εἰς αὐτήν. 6 Εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος συνεχῶς ἁμαρτάνει καὶ δὲν ἔχει πλέον δύναμιν νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, αὐτὴ εἶναι δι’ αὐτὸν μεγάλη παγίς, ἐνῷ ὁ ἐνάρετος θὰ ζῇ εἰς ἀτμόσφαιραν χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. 7 Ὁ δίκαιος δικαστὴς ἔχει τὸ ἐνδιαφέρον καὶ γνωρίζει νὰ κρίνῃ μὲ δικαιοσύνην καὶ συμπάθειαν τοὺς ἀνυπεράσπιστους πτωχούς, ἐνῷ ὁ ἀσεβὴς κριτὴς δὲν θέλει νὰ γνωρίζῃ τίποτε περὶ αὐτῶν, καὶ διὰ τὸν πτωχὸν δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν νοῦς, ὥστε νὰ τὸν προσέχῃ καὶ νὰ ἔρχεται εἰς τὴν θέσιν του. 8 Ἄνθρωποι παράνομοι καὶ ἀνυπότακτοι διὰ τῶν ἐγκλημάτων καὶ ἐπαναστάσεών των ἔγιναν ὑπαίτιοι νὰ καῇ καὶ νὰ καταστραφῇ ἡ πόλις των, ἐνῷ οἱ συνετοὶ ἐπρόλαβαν τὴν ὀργὴν καὶ τὴν ἀπεμάκρυναν. 9 Ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ κρίνῃ μόνον ἄτομα, ἀλλὰ θὰ διευθετήσῃ καὶ διαφορὰς ἐθνῶν ὁ φαῦλος ὅμως, ἐπειδὴ ὀργίζεται καὶ δὲν σκέπτεται, οὔτε φέρεται μὲ ψυχραιμίαν, περιγελᾶται καὶ περιπαίζεται, καὶ δὲν πτοεῖται ἀπὸ τὴν κοινὴν γνώμην περὶ αὐτοῦ, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἀποθρασύνεται καὶ καθίσταται ἀνίκανος νὰ κυβερνήσῃ καὶ αὐτὸν τὸν ἑαυτόν του. 10 Οἱ αἱμοχαρεῖς ἄνθρωποι καὶ οἱ ἔνοχοι φόνου μισοῦν καὶ ἀποστρέφονται τὸν ἐνάρετον, οἱ καλοὶ ὅμως θὰ ἐνδιαφερθοῦν διὰ τὴν ζωήν του καὶ φροντίζουν ὥστε νὰ μὴ πάθῃ κανένα κακόν. 11 Ὁ ἄφρων ἀφήνει ὅλον τὸν θυμόν του νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ νὰ ἐκσπάσῃ ἀσυγκράτητος, ἐνῷ ὁ σοφὸς τὸν συμπνίγει εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, ὅπου τὸν κρύπτει, διὰ νὰ μὴ μετανοῇ κατόπιν. 12 Ὅταν ἕνας βασιλεὺς ἀκούῃ καὶ προσέχῃ ἀδίκους καὶ ἀβασίμους κατηγορίας καὶ εἰσηγήσεις, τὸ παράδειγμά του μιμοῦνται καὶ οἱ ὑπήκοοί του καὶ ἰδιαιτέρως οἱ αὐλικοί του, τοιουτοτρόπως δὲ ὅλοι οἱ ὑπ’ αὐτὸν γίνονται παράνομοι. 13 Τὸν δανειστὴν καὶ τὸν χρεωφειλέτην, ὅταν συναντῶνται διὰ νὰ κανονίσουν τοὺς λογαριασμούς των, ἐπιβλέπει καὶ τοὺς δύο ὁ Κύριος, ἀποδοκιμάζων καὶ τιμωρῶν πᾶσαν ἀδικίαν καὶ τοκογλυφίαν. 14 Τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος κρίνει τοὺς πτωχοὺς τοῦ ἔθνους του μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀλήθειαν καὶ ὄχι μὲ προσωποληψίαν καὶ μὲ ψευδεῖς εἰσηγήσεις κολάκων, ἡ βασιλεία του θὰ παραμείνῃ ἀλησμόνητος, μαρτυρουμένη εὐφήμως ὑφ' ὅλων. 15 Αἱ τιμωρίαι καὶ αἱ ἐπιπλήξεις χαρίζουν εἰς τὸ παιδὶ σοφίαν καὶ φρονιμάδα, ἐνῷ τὸ παιδὶ ποὺ ἀλητεύει καὶ πλανᾶται εἰς τοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας, κατεντροπιάζει τοὺς γονεῖς του. 16 Ὅταν εἰς ἕνα τόπον πληθύνωνται οἱ ἀσεβεῖς, ἐκεῖ διαπράττονται πολλαὶ παρανομίαι. Ὅταν ὅμως οἱ ἀσεβεῖς πέσουν καὶ τιμωρηθοῦν, τότε οἱ δίκαιοι καταλαμβάνονται ὑπὸ περισσοτέρου φόβου, σταθεροποιοῦνται εἰς τὴν τήρησιν τοῦ θείου νόμου, καὶ ἡ κοινωνία ἐκείνη ἠθικοποιεῖται. 17 Ἀνάτρεφε καὶ παιδαγώγει καλῶς τὸν υἱόν σου, καὶ θὰ σὲ ἀναπαύσῃ διὰ τοῦ σεβασμοῦ, τὸν ὁποῖον θὰ δεικνύῃ πρὸς σέ. Μὲ τὴν σώφρονα δὲ διαγωγὴν του θὰ σὲ χαροποιήσῃ καὶ θά εἶναι στόλισμα καὶ καύχημα τῆς ψυχῆς σου. 18 Τιμωρία δι’ ἕνα ἔθνος εἶναι νὰ μὴ ὑπάρχῃ εἰς αὐτὸ προφήτης, ὁ ὁποῖος νὰ ἐξηγῇ εἰς τὸν λαὸν τὰς θείας βουλάς. Ἐκεῖνος δὲ, ποὺ φυλάσσει τὸν θεῖον νόμον, εἶναι ἄξιος νὰ μακαρίζεται καὶ νὰ ἐγκωμιάζεται. 19 Μὲ λόγια μόνον δὲν θὰ συμμορφωθῇ ὁ ἀτίθασος δοῦλος, διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἐννοήσῃ τί θέλει ὁ κύριός του, δὲν θὰ ὑπακούσῃ εἰς τὰς διαταγάς του. 20 Ἐὰν ἴδῃς ἄνθρωπον, ποὺ τρέχει εἰς τὰ λόγια του καὶ ὁμιλεῖ ἀπερισκέπτως, νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ τρελλὸς ἔχει περισσοτέρας ἐλπίδας νὰ γίνῃ ὑγιής, παρὰ νὰ διορθωθῇ ἐκεῖνος. 21 Ὅποιος ἀπὸ παιδὶ σπαταλᾷ τὰ χρήματά του διὰ νὰ ζῇ μὲ τρυφηλότητα καὶ ἰκανοποίησιν τῶν ὀρέξεών του, αὐτὸς θὰ καταντήσῃ νὰ γίνῃ δοῦλος, καὶ εἰς τὰ τελευταῖα του θὰ αἰσθάνεται μεγάλην θλῖψιν καὶ ὀδύνην ἐξ αἰτίας τῆς κακοκεφαλιᾶς του. 22 Ὅπως ἀπὸ τὸ ἀνασκαπτόμενον μεταλλεῖον ἐξάγονται διαρκῶς μεταλλεύματα, ἔτσι καὶ ὁ θυμώδης ἄνθρωπος βγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς εὐερεθίστου ψυχῆς του φιλονικίας. Ὁ δὲ ὀργίλος πάλιν βγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ του ἔχθρας, ὕβρεις, ψυχρότητας καὶ γενικῶς διαφόρους ἁμαρτίας. 23 Ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει καὶ ἐξευτελίζει τὸν ὑπερήφανον, ἐνῶ τοὺς ταπεινόφρονας δοξάζει καὶ ὑψώνει ὁ Κύριος. 24 Ὅποιος μοιράζεται μὲ τὸν κλέπτην τὰ κλοπιμαῖα πράγματα, μισεῖ τὴν ψυχήν του. Ἐὰν δέ οἱ κλεπταποδόχοι κρύπτουν καὶ δὲν φανερώσουν τοὺς ἐνόχους οὔτε καὶ ὅταν ὁρκισθοῦν, 25 ἐπειδὴ φοβοῦνται καὶ ἐντρέπονται τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ νικῶνται καὶ ὑποσκελίζονται, ὑποπίπτοντες ἔτσι εἰς διπλῆν ἁμαρτίαν, διότι ἀφ’ ἐνὸς μὲν κλέπτουν, ἀφ' ἑτέρου δὲ μὲ τὴν ψευδορκίαν των βεβηλώνουν καὶ ὑβρίζουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει πεποίθησιν εἰς τὸν Θεόν, θὰ χαρῇ, διότι οὔτε κλέπτῃς οὔτε ψεύδορκος θὰ γίνῃ ποτέ. Ἡ ἀσέβεια εἶναι αἰτία πτώσεων καὶ θλίψεως εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐνῷ ἐκεῖνος, ποὺ πιστεύει καὶ ἐλπίζει εἰς τὸν πανάγαθον Θέον, θὰ σωθῇ. 26 Πολλοὶ κολακεύουν καὶ ἐκλιπαροῦν ἄρχοντας, διὰ νὰ ἐπιτύχουν καὶ τελειώσουν κάποιαν ὑπόθεσίν των. Τὸ δίκαιον ὅμως ἀποδίδεται εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐπακριβῶς καὶ ἀσφαλῶς ἀπὸ μόνον τὸν Θεόν. 27 Εἰς τοὺς δικαίους προκαλεῖ ἀηδίαν καὶ ἀποστροφὴν ὁ ἄδικος ἄνθρωπος· ἀντιθέτως δὲ εἰς τὸν παραβάτην τοῦ θείου νόμου εἶναι βδέλυγμα καὶ πρᾶγμα μισητὸν ἡ εὐθεῖα ὁδὸς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἀρετῆς. 0 (Μασορ. ΛΑ' 10). Γυναῖκα δραστηρίαν καὶ ἐνάρετον ποῖος θὰ ἀξιωθῇ νὰ εὕρῃ; Αὐτὴ ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ πολύτιμα πετράδια. 11 Ὁ σύζυγός της λαμβάνει θάρρος καὶ δὲν δειλιᾷ εἰς τὰς δυσμενεῖς περιστάσεις τῆς ζωῆς του. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ δὲν πρόκειται νὰ στερηθῇ ποτὲ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, 12 διότι εἰς ὅλην τὴν ζωήν της ἐργάζεται διὰ τὴν εὐτυχίαν τοῦ συζύγου της. 13 Ὑφαίνουσα μαλλιὰ καὶ λινάρι, κατασκευάζει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια χρήσιμα πράγματα διὰ τὸ σπίτι της: Ἐνδύματα, σκεπάσματα καὶ ἄλλα εἴδη ὑφαντικῆς καὶ πλεκτικῆς. 14 Πηγαίνει μακρὰν καὶ ἀναζητεῖ καλὰς ἀγοράς, διὰ νὰ κάμῃ τὰς καταλλήλους καὶ ἀναγκαίας προμηθείας τοῦ οἵκου της. Ὁμοιάζει ἔτσι μὲ πλοῖον, τὸ ὁποῖον μεταφέρει ἐμπορεύματα ἀπὸ τόπους μακρινούς. Αὐτὴ πάλιν μὲ τὸν κόπον, τὴν ἐργατικοτητα, τὰς οἰκονομίας καὶ τὴν σύνεσίν της συναθροίζει τὰ πλούτη της. 15 Καὶ σηκώνεται πρωΐ, προτοῦ ξημερώσῃ, ἑτοιμάζει καὶ δίδει τροφὴν εἰς τοὺς οἰκείους της καὶ ἐργασίαν εἰς τὰς ὑπηρετρίας της. 16 Ἡ δραστηριότης της ἐκτείνεται εὐρύτερον. Ἀφοῦ παρετήρησε προσεκτικὰ μὲ μάτι ἐμπείρου ἀγοραστοῦ καὶ ἐξετίμησε τὴν ἀξίαν ἐνὸς χωραφιοῦ, τὸ ἠγόρασεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας της, μὲ τὰ χρήματα δὲ ποὺ κερδίζει ἀπὸ τὰ ἐργόχειρά της, ἐκαλλιέργησε καὶ ἐφύτευσε τὸ χωράφι ποὺ ἠγόρασε καὶ τὸ μετέβαλεν ἔτσι εἰς κτῆμα μὲ ἀξίαν μεγάλην. 17 Ἀφοῦ δὲ ζώνει καλὰ τὴν μέσην της, ἀνασκουμπώνεται καὶ βάζει τὰ χέρια της στὴ δουλεία. 18 Ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως ἐδοκίμασε καὶ ἐπείσθη, ὅτι εἶναι καλὸν τὸ νὰ ἐργάζεται ὁ καθένας· καὶ τὸ λυχνάρι της, ποὺ φωτίζει διὰ νὰ δουλεύῃ, δὲν σβήνει ὅλην τὴν νύκτα. 19 Ἀπλώνει τοὺς βραχίονάς της εἰς ὅσας ἐργασίας συμφέρουν εἰς τὸ σπίτι της, καὶ μὲ τὰ χέρια της κρατεῖ καὶ στριφογυρίζει τὸ ἀδράχτι. 20 Ἤνοιξε δὲ τὰ χέρια της γενναιόδωρα, διὰ νὰ ἐλεήσῃ τὸν δυστυχῆ, καὶ ἥπλωσε τὸ χέρι, διὰ νὰ δώσῃ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά της εἰς τὸν πτωχόν. 21 Δὲν καταλαμβάνεται ἀπὸ φροντίδας, οὔτε ἀνησυχεῖ διὰ τὸ σπίτι ὁ σύζυγός της, ἐὰν συνέβη ποτὲ νὰ ἀπουσιάζῃ ἀπὸ αὐτὸ λόγῳ τῶν ἀσχολιῶν του· καὶ τοῦτο διότι ὅλοι, ὅσοι εἶναι μαζί της καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτήν, εἶναι καλὰ ντυμένοι. 22 Διπλᾶς χλαίνας (ἐπανωφόρια) ἔκαμε διὰ τὸν σύζυγόν της, ἀπὸ ὑφάσματα δὲ λινὰ λευκὰ κατεσκεύασε διὰ τὸν ἑαυτόν της φορέματα βαμμένα μὲ κόκκινον πανάκριβον χρῶμα. 23 Ὅλοι δὲ κυττάζουν μὲ θαυμασμὸν τὸν ἄνδρα της, ὅταν αὐτὸς εὑρίσκεται εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως, ὅπου γίνονται αἱ δημόσιαι συνεδριάσεις, ὅταν συμπαρακάθηται καὶ συμμετέχῃ εἰς συνέδρων μὲ τοὺς γέροντας κατοίκους τοῦ τόπου. 24 Κατεσκεύασε σινδόνια καὶ τὰ ἐπώλησεν εἰς ἐμπόρους Φοίνικας, ζώνας δὲ καὶ ἐμπροσθέλλας εἰς τοὺς μεταπράτας ἐμπόρους Χαναναίους. 25 Ἐνεδύθη δύναμιν καὶ πλοῦτον καὶ ἀξιοπρέπειαν καὶ κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς της ἐδοκίμασεν εὐφροσύνην καὶ εὐτυχίαν. 26 Προκειμένου νὰ ὁμιλήσῃ, ἀνοίγει τὸ στόμα της μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ περισκέψιν, ὥστε οἱ λόγοι τῆς προσλαμβάνουν κῦρος καὶ χρωματισμὸν νόμου, καὶ στολίζει τὴν γλῶσσαν της μὲ τάξιν καὶ σύνεσιν. 27 Τὸ σπίτι της, ὅπου μένει, εἶναι στεγνόν, ἀναπαυτικὸν καὶ δὲν στάζει, ὅταν βρέχῃ. Ψωμὶ δὲ ὀκνηρίας καὶ κακοζυμωμένον δὲν ἔφαγε. 28 Τὸ στόμα της δὲ τὸ ἀνοίγει μὲ σοφίαν καὶ σύνεσιν καὶ ὅσα λέγει, εἶναι ὡσὰν νόμοι, ἡ δὲ καλωσύνη της πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἔγινε αἰτία εὐλογίας πολλῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μεγαλώσῃ καὶ ἀποκαταστήσῃ πλούσια τὰ παιδιά της· καὶ ὁ σύζυγός της τῆς ἀπηύθυνε τὰ κάτωθι ἐγκώμια. 29 Ὦ καλὴ καὶ πολύτιμε σύντροφε τῆς ζωῆς μου· πολλαῖ γυναῖκες ἀπέκτησαν πλούτη μὲ τὴν ἱκανότητά των· πολλαὶ ἀπέκτησαν δύναμιν καὶ ὑπόληψιν μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν, σὺ ὅμως τὰς ὑπερέβαλες ὅλας. 30 Ψεύτικον πρᾶγμα εἶναι ἡ φιλαρέσκεια καὶ ματαιότης τὸ σωματικὸν κάλλος τῆς γυναικός, διότι μόνον ἡ φρόνιμη γυναῖκα ἐπαινεῖται, τὸν δὲ φόβον τοῦ Θεοῦ ἂς ὑμνῇ καὶ ἂς δοξάζῃ αὐτή, διότι πᾶν ὅ,τι ἔχει, τὸ ἔχει ἀπὸ τὸν Θεόν. 31 Εἴπατε καὶ σεῖς διὰ τὴν γυναῖκα αὐτὴν καλὰ καὶ ἐπαινετικὰ λόγια, ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὴ εἶπε διὰ σᾶς. Ἐγκωμιάσατέ την καὶ ἐπαινέσατέ την, καὶ ὁ ἄνδρας της χάριν αὐτῆς ἂς ὑμνῆται καὶ ἂς ἐγκωμιάζεται εἰς τοὺς τόπους τῶν δημοσίων συγκεντρώσεων.