Νέος εὐλαβὴς μὲ πνευματικὲς ἀνησυχίες περιέρχεται τὸ Ὄρος μὲ πνευματικοὺς ἀδελφούς. Αἰσθάνεται τόση ἀγάπη στὴν ἁγιορείτικη φύση, ποὺ ἐκτείνει τὰ χέρια του νὰ ἀγκαλιάσει τὶς στιβάδες τῶν δένδρων καὶ τὰ φυτά. Τὸ κάθε Μοναστήρι τὸ βλέπει πόλη ἐπάνω ὄρους κειμένη. Καθόλου δὲν χάνει τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν θέρμη τῆς καρδιάς του γιὰ τυχὸν ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Σέβεται καὶ ἀγαπᾶ τοὺς μοναχοὺς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν κάποιοι προσκόπτουν καὶ δὲν νιώθουν καθόλου καλὰ ἀπὸ τὰ ἄτοπα ποὺ βλέπουν, ἐκεῖνος ταπεινὰ θυμᾶται τὴν γεροντικὴ διήγηση: «Ὁ ἑβδομηνταπεντάρης μοναχὸς πειράζεται τόσο πολύ, ποὺ ἀφήνει τὴν ἔρημο καὶ ξεκινᾶ τὸν δρόμο γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Θεὸς ὅμως λυπᾶται τοὺς κόπους του καὶ στέλνει Ἄγγελο νὰ τὸν γυρίσει πίσω». Οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε: «Κανένας κόπος γιὰ τὸν Θεὸ δὲν πηγαίνει χαμένος. Φιλότιμος εἶναι ὁ Δεσπότης· ὅλους τοὺς ἀγαπᾶ καὶ τοὺς ἀμείβει».
Ὡς πρῶτον μέλημα ἔθεσε ὁ νέος νὰ συναντήσει τοὺς γνωστούς, γιὰ νὰ τὸν καθοδηγήσουν γιὰ τὰ περαιτέρω τοῦ προσκυνήματος. Γέροντας πολιός, ῥάπτης τὸ ἐργόχειρο, δείχνει τὴν ὁδὸ τῆς Σκήτης. Στὴν πορεία, ἄμαθοι ἀπὸ δάση, πλανήθηκαν τὴν ὁδόν. Στὴν πρώτη Καλύβα βρῆκαν δύο μοναχοὺς νὰ διακονοῦν τὸ κατάκοιτο Γέροντά τους. Στὴν ἀγωνιώδη ἐρώτηση:
-Ποῦ πάει ὁ δρόμος γιὰ τὴν Σκήτη;
Ἀπάντησαν:
-Περάστε πρῶτα νὰ προσκυνήσετε τὸν Ἅγιο τοῦ Κελλιοῦ, νὰ σᾶς κεράσουμε, καὶ ἔπειτα θὰ σᾶς δείξουμε τὸν δρόμο.
-Νὰ προσκυνήσουμε ναί, ἀλλὰ κέρασμα δὲν θέλουμε.
-Καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ σᾶς δείξουμε τὸν δρόμο.
Ἐδῶ ἡ ἀγάπη ἐκβιάζει. Δὲν σηκώνει ἀρνήσεις. Ἀγαπῶ σημαίνει ἀγαθὴ ἐνέργεια.
Μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν βρέθηκαν στὸ Κυριακὸ τῆς σχεδὸν ἐρειπωμένης Σκήτης. Φάνηκε πρὸς στιγμὴν πὼς ἄνθρωποι δὲν κατοικοῦν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο. Σκέφθηκαν νὰ κρούσουν ἔστω καὶ ἀδέξια τὶς καμπάνες τοῦ Κυριακοῦ. Κατόπιν, στήριξαν τὴν κουρασμένη μέση τους στὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀνέμεναν παρουσία ἀνθρώπων. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀναμονὴ ἦρθε θεία παράκληση. Ὁ νέος ὀσφραίνεται μύρου εὐωδία πρωτόγνωρη. Λέγει καθ’ ἑαυτόν: «Ἀπὸ κάποιο λουλούδι ἔρχεται ἡ εὐάρεστη ὀσμή. Δὲν φαίνεται ὅμως τέτοιο πρᾶγμα στὸν χῶρο. Εἶναι ἤδη ἀρχὲς Ἰουλίου καὶ ὁ τόπος εἶναι κατάξερος. Μήπως πατιέται κάποιο βότανο, ποὺ ἔστω καὶ ξεραμένο μυρίζει;». Κοιτῶντας κάτω, βλέπει ἄνοιγμα σὰν καταπακτὴ στὸν τοῖχο τοῦ ναοῦ. Σκύβει καὶ δέχεται πιὸ ἔντομη μυρωδιά. Ἀπὸ ‘κεῖ εἶναι ἡ εὐωδία. Κοιτάζει μέσα στὸ μισοσκόταδο καὶ διακρίνει τὰ ὀστᾶ τῶν πατέρων. Ποιός γνωρίζει πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἔγιναν εὐάρεστοι στὸν Θεό, ἀλλὰ ἔμειναν ἀφανεῖς στοὺς ἀνθρώπους, γιατί αὐτὸ ζήτησαν;
Ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ χρόνια καναβρέθηκε σὲ κατακόμβη πατερικῶν λειψάνων, ὅπου ἡ εὐωδία περιεφέρετο σ’ ὅλον τὸν χῶρο, σὰν νὰ θυμίαζε Ἄγγελος ἀόρατος. Ἀπὸ τότε, ὀσάκις βρίσκεται σὲ κοιμητήριο πατέρων, ψάλλει: «Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ’ ἡμῶν κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκειαν, μὴ ἀποστήσης τὸ ἔλεος σου...», τιμῶντας τοὺς Ὁσίους ποὺ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μείνουν ἀδόξαστοι, ἄσημοι καὶ ἀφανεῖς.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Ἡγουμένου Δοχειαρίου π. Γρηγορίου, 2010)
http://periagiouorous.blogspot.com.eg/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου