Χριστέ μου, μελετώντας τα στάδια της πορείας Σου, για να μας ελευθερώσεις από την καταδυναστεία του διαβόλου, μας άφησες παράδειγμα πνευματικού αγώνα την προσευχή και τη νηστεία Σου. Και επειδή άνθρωπο νίκησε ο σατανάς μέσα στην Εδέμ, έπρεπε κι Εσύ ως άνθρωπος να τον νικήσεις. Η θεότητά Σου λοιπόν άφησε την ανθρώπινη φύση Σου να αγωνιστεί και να νικήσει τον εχθρό.
Γι’ αυτό, μετά τη θεία Βάπτισή Σου, πήγες στην έρημο να πολεμήσεις τον αντίπαλο. Με ποια όπλα; Με τη νηστεία και την προσευχή. Και αργότερα θα διδάξεις ότι «τούτο το γένος δεν εξέρχεται παρά με προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17, 21). Δηλαδή οι δαιμονικές ενέργειες δεν υποχωρούν, παρά μόνο με τη χάρη Σου που επικαλούμαστε και με τη νέκρωση του σώματος, που παράγουν την ταπείνωση, χωρίς την οποία, δεν μας βοηθάς, Ιησού μου.
Και θαυμάζω την ανέκφραστη αγάπη Σου, Θεέ μου, να υποφέρεις την ασκητική κάκωση για τα πλάσματά Σου, αφού είχες όλα τα αδιάβλητα ανθρώπινα πάθη: πεινούσες, διψούσες, νύσταζες, κόπιαζες, πονούσες σωματικά. Και θαυμάζω και δοξάζω, Λόγε του Θεού, την άπειρη φιλανθρωπία Σου, να αναλίσκεσαι ως άνθρωπος στις προσευχές και στην σαρανταήμερη αποχή από τροφή και νερό, αγρυπνώντας για χάρη μας.
Έχοντας τις δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, ενωμένες ασύγχυτα σε μία υπόσταση, επομένως δύο θελήματα και δύο ενέργειες, με την αντίδοση των ιδιωμάτων, όταν ήθελες, ακατανόητε και ανερμήνευτε Ιησού μου, ενεργούσες πότε με την ανθρώπινη και πότε με τη θεία φύση. Πάντως είσαι, Ιησού μου, «κρύφιος ακόμη και μετά τη φανέρωση» (Άγιος Διονύσιος Αεροπαγίτης), δηλαδή ένα μυστήριο.
Το ιερό κείμενο, ευλογημένε Κύριε, γράφει ότι μετά τις σαράντα μέρες πείνασες. Ήθελες, βέβαια, να πεινάσεις, αφήνοντας το αδιάβλητο πάθος να ενεργήσει σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση. Αν δεν ήθελες, με την αντίδοση της θεότητάς Σου στην ανθρώπινη φύση, δεν θα πεινούσες ποτέ. Αλλά πάλευες σαν άνθρωπος και ήθελες σαν άνθρωπος να νικήσεις τα αδιάβλητα πάθη, καθώς και τον σατανά. Άλλωστε, ποιο νόημα θα είχε ο λόγος Σου, «Εγώ τον έχω νικήσει τον κόσμο» (Ιωάν. 16, 33), αν τον νικούσες σαν Θεός; Δόξα στην πανσοφία Σου, που ενεργούσε σαν πυρακτωμένη μάχαιρα από την ένωση των δύο φύσεων.
Γλυκύτατε Κύριε, Σε βλέπω νοητά στην έρημο σαν πρότυπο των ερημιτών και των ησυχαστών. Είσαι ο αυθεντικότερος διδάσκαλός μας. Ω, Χριστέ μου, πώς να μη κλαίω σκεπτόμενος ότι Εσύ μας άνοιξες τον δρόμο της υψηλής πνευματικής ζωής, τον ησυχασμό; Και ότι μας υπέδειξες άριστη οδό ύψωσης, την ταπείνωση, που την γεννούν η προσευχή, η νηστεία και ο φωτισμός Σου; Κι ακόμα μας δίδαξες τον αντιρρητικό πόλεμο κατά του πειράζοντος διαβόλου. Αφού όλα τα πάθη αποτελούν άλογες ενέργειες, επόμενο είναι να ανατρέπονται οι προκλήσεις τους με το θείο λόγο.
Και φαίνεται, Χριστέ μου, πως, προκειμένου ν’ αρχίσεις ως Θεάνθρωπος το ασύλληπτης μεγαλειότητας έργο της θείας Οικονομίας, θέλησες να μας διδάξεις ότι πρέπει κι εμείς ν’ αρχίζουμε τον αγώνα της σωτηρίας μας από τον πόλεμο κατά των παθών μας. Έτσι, από το είδος των πειρασμών, καταφαίνεται και σε ποια πάθη νικάει τους ανθρώπους ο πειραστής: στα περιεκτικά πάθη της φιληδονίας, της φιλοδοξίας και της φιλοκτησίας.
Χριστέ μου, συγχώρεσέ με που πολυπραγμονώ γύρω από τους πειρασμούς Σου και γιατί –όπως διαβάζεις τις σκέψεις μου– μου περνάει από το νου ότι ο τρόπος των πειρασμών Σου δεν είναι όμοιος με τους δικούς μας. Ο εχθρός εκπειράζει κυρίως μέσω της φαντασίας. Αλλά Εσύ, Κύριε, δεν είχες φαντασία. Επομένως, σε ποιο χώρο Σε πείραζε ο εχθρός; Αυτό είναι για εμάς ακατάληπτο, αλλά και χωρίς πολλή σημασία. Σημασία έχει, ότι Σε πείραξε και αποκρούσθηκε σε χρόνο μηδέν. Αν και ο πεσών Εωσφόρος δεν γνώριζε Ποιος είσαι, όμως από διάφορα εκδηλώματα υποπτευόταν ότι είσαι κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους ανθρώπους, αφού ο ίδιος Σε ονόμαζε «γιο Θεού» (Μάρκ. 5, 7).
Και ενώ, Χριστέ μου, αγνοούμε –τουλάχιστον εγώ ο ταπεινός δούλος Σου– τον τρόπο των προσβολών των τριών πειρασμών Σου (του πειρασμού της φιληδονίας, της φιλοδοξίας και της φιλοκτημοσύνης), όμως μας άφησες αιώνιο υπόδειγμα πνευματικού αγώνα. Και όταν ανάγεται ο νους μου στη θεωρία της αΐδιας δόξας Σου, ότι, Θεός ων, άναρχος και ατελεύτητος, που «κατοικεί σε απρόσιτο φως» (πρβλ. Α΄ Τιμ. 6, 16), παρόλα αυτά ταπεινώθηκες και υπέφερες τόσα από αγάπη για τα πλάσματά Σου, η καρδιά μου φλογίζεται, ο νους μου φωτίζεται και από τα μάτια μου αναβλύζουν δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης…
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΩ
[Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου:
«Νικοδήμου Ερημίτου·
Χριστοκεντρικές εμπειρίες ενός ερημίτου»,
α΄ τόμ., κεφ. 22 και 23, σελ. 45–48,
εκδοτικός οίκος «Αστήρ»,
Αθήναι 1991.]
http://agiosioannisprodromos.blogspot.com.eg/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου