Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

Συχνά λέμε στους άλλους να κάνουν υπομονή


γ. Μωυσής Αγιορείτης 

Πολύ απουσιάζει στους βιαστικούς καιρούς μας η αρετή της υπομονής. Οι υπομονετικοί συνήθως κερδίζουν. Η ανυπομονησία είναι πηγή αρκετών σοβαρών προβλημάτων.Η υπομονή στις δυσκολίες της ζωής δίνει πνευματική ωρίμανση. Η υπομονή φανερώνει ανδρεία, γενναία και σοφή ψυχή. Οι ανυπόμονοι φοβούνται, δειλιάζουν και χάνουν. Οι ασθενείς, οι τραυματίες, οι ανάπηροι, οι άνεργοι, οι φτωχοί, έχουν μεγάλη την ανάγκη της υπομονής. Δίχως αυτή εύκολα απελπίζονται.
Συχνά λέμε να κάνουν οι άλλοι υπομονή. Δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο. Στο Άγιον Όρος εύχονται «καλές υπομονές!». Συνηθισμένη έκφραση η υπομονή, αλλά δυσκολοκατόρθωτη. Θέλει κόπο, μόχθο, γνώση, ταπείνωση, ανεκτικότητα, επιμέλεια και καλλιέργεια. Η ανυπομονησία συνήθως προέρχεται από τον εγωισμό. Δεν μπορεί κάποιος να αγαπά αληθινά και να μην υπομένει πάντοτε. Όποιος υπομένει ελπίζει κι έτσι ελευθερώνεται από πικρές περιπέτειες. Οι ελπιδοφόροι είναι αισιόδοξοι, καρτερικοί και θαρραλέοι.
Θέτουμε ασφυκτικούς χρόνους στους συνανθρώπους μας, τους θέτουμε αυστηρούς όρους και στεναχωρούμεθα που δεν ανταποκρίνονται. Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας αν ήμασταν πιο καρτερικοί.
Ακόμη και στην πνευματική ζωή μερικές φορές υπάρχει μία προπέτεια. Ο Δίκαιος Ιώβ είναι κλασικό παράδειγμα μεγάλης υπομονής. Τους ανυπόμονους δεν τους εμπιστεύεται ο Θεός. Οι άνθρωποι θέλουν γρήγορες και άμοχθες κατακτήσεις. Τα αγαθά όμως αποκτιούνται με κόπο. Μέσα από τη σωματική ασθένεια μπορεί να έλθει η ψυχική υγεία. Είναι πολλές οι ευκαιρίες στη ζωή που από το πικρό μπορεί να προέλθει το καλό. Τα εμπόδια της ζωής θέλουν να μας αναστήσουν από την οκνηρία, την αμέλεια και τη χαύνωση. Οι ανυπόμονοι δεν έχουν χάρη πνευματική, αφού χαρακτηρίζονται από λύπη, θλίψη, στενοχώρια, κατάθλιψη, μελαγχολία και απογοήτευση.
Σε ένα λαβύρινθο αντιξοοτήτων, σκανδάλων, κοσμικοτήτων, ηδονών, πλεονεξιών και πλανών, ο άνθρωπος παρασύρεται. Όποιος έχει ταπείνωση και υπομονή αντιστέκεται και κερδίζει. Η υπομονή θα τον συνδράμει σε πολλά καλά. Δεν θα λυγίσει στις συμφορές, δεν θα οδηγηθεί στο διαζύγιο, θα περιορίσει το στόμα του, δεν θα τυραννιέται από τα διάφορα αντίξοα γεγονότα της ζωής. Είναι μεγάλη υπόθεση να υπομένει κανείς τα πικρά συμβάντα της ζωής ατάραχα και αδιαμαρτύρητα. Οι πολλές προκλήσεις, περιέργειες, παραξενιές και δυσκολίες δεν αφήνουν κανέναν να υπομείνει. Η σφοδρή επιθυμία όσων έχουν οι άλλοι και λείπουν στους ίδιους τους κάνει να ανυπομονούν.
Στις διαπροσωπικές σχέσεις χρειάζεται οπωσδήποτε μεγάλη υπομονή. Θα πρέπει να παίρνουμε και τη θέση του άλλου, να ακούμε τον πόνο του, να βλέπουμε τη δυσκολία του, να του μιλάμε με επιείκεια και καλοσύνη. Δεν μπορούμε να στεκόμαστε απέναντι του άλλου μόνο με παρατηρήσεις. Υπομονή θα πρέπει να κάνουμε και στον εαυτό μας, να τον γνωρίσουμε, να τον αποδεχθούμε, όποιος κι αν είναι. Η υπομονή δεν προέρχεται μόνο από την ελπίδα, αλλά και από την αγάπη. Αγάπη προς Θεό και άνθρωπο. Αγάπη θυσιαστική. Αυτός που υπομένει τον άλλο είναι ανεκτικός, πράος, καλοσυνάτος, αζηλόφθονος, χαμογελαστός και ειρηνικός.
Η υπομονή έχει πολλά καλά να προσφέρει στη δύσκολη σύγχρονη ζωή. Είμαστε υποχρεωμένοι να υπομένουμε την αταξία των καιρών, τα προβλήματα των άλλων, τις δυσκολίες του εαυτού μας. Μακάριοι οι υπομένοντες έως τέλους.
γ. Μωυσής Αγιορείτης
Πηγή: "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", 16/12/2012 alopsis.gr , tideon.org
Πηγή: https://synaxipalaiochoriou.blogspot.gr/

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΝΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ


«Ο άγιος Ανδρέας ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, υιός κάποιου Εβραίου Ιωνά και αδελφός του Πέτρου του αποστόλου και κορυφαίου των μαθητών του Χριστού. Αυτός προηγουμένως μαθήτευσε στον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, κι έπειτα, όταν άκουσε από τον διδάσκαλό του, που δακτυλοδεικτούσε τον Ιησού,  το, Ίδε ο αμνός του Θεού, τον άφησε και ακολούθησε τον Χριστό. Είπε και στον Πέτρο το, Ευρήκαμεν Ιησούν τον από Ναζαρέτ, και αποσπάστηκε στην αγάπη του Χριστού. Και πολλά άλλα είναι γραμμένα γι’  αυτόν στη θεόπνευστη Γραφή. Αυτός λοιπόν με τον τρόπο αυτό  ακολούθησε τον Χριστό. Μετά την Ανάληψη Εκείνου, για τον κάθε απόστολο κληρώθηκε και διαφορετική χώρα. Στον πρωτόκλητο έτυχε η χώρα των Βιθυνών και ο Εύξεινος Πόντος, τα μέρη της Προποντίδας, μαζί με τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο και τη Θράκη και τη Μακεδονία, που έφθαναν μέχρι τον Ίστρο ποταμό, η Θεσσαλία και η Ελλάδα και τα μέρη της Αχαΐας. Αλλά και η Αμινσός, η Τραπεζούντα, η Ηράκλεια και η Άμαστρις. Αυτές τις χώρες δεν τις πέρασε, σαν λόγια που χάνονται, αλλά σε κάθε πόλη υπέστη πολλές δυσκολίες, συνάντησε πολλές δυσχέρειες, μολονότι με τη βοήθεια του Χριστού τις ξεπερνούσε όλες. Θα θυμηθούμε το τι πέρασε σε μία πόλη, αφήνοντας τις άλλες στους γνώστες του έργου του.
Όταν ο Ανδρέας έφτασε στη Σινώπη και κήρυξε εκεί τον λόγο του ευαγγελίου, υπέστη πολλές θλίψεις. Δηλαδή τον έριξαν στη γη και τον τραβούσαν από τα χέρια και τα πόδια, τον κατασπάρασσαν με τα δόντια και τον κτυπούσαν με ξύλα, τον λιθοβολούσαν και τον τράβηξαν μακριά από την πόλη, αφού του έκοψαν το δάκτυλο με τα δόντια. Αλλά αυτός φάνηκε και πάλι άρτιος και υγιής από τις πληγές του, με επέμβαση του Σωτήρα και Διδασκάλου του. Από εκεί σηκώθηκε και επισκέφτηκε πολλές πόλεις και χώρες, όπως τη Νεοκαισάρεια, τα Σαμόσατα, τους Αλανούς, τους Αβασγούς, τους Ζήκχους, του Βοσποριανούς και τους Χερσωνίτας. Έπειτα διέπλευσε στο Βυζάντιο, χειροτόνησε τον Στάχυ επίσκοπο, πέρασε από τις υπόλοιπες χώρες, και έφτασε προς την ένδοξη Πελοπόννησο. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Σωσίο, τον οποίο, επειδή ήταν βαριά άρρωστος, τον θεράπευσε. Και αμέσως όλη η πόλη εκείνη των Πατρών προσήλθε στον Χριστό. Τότε ήταν που και η γυναίκα του ανθυπάτου Μαξιμίλλα λύθηκε από τα χαλεπά δεσμά της αρρώστιας της και έγινε γρήγορα καλά, οπότε πίστεψε και αυτή.  Και ο σοφότατος Στρατοκλής, ο αδελφός του ανθυπάτου Αιγέατου, και άλλοι πολλοί που ταλαιπωρούνταν από ποικίλα νοσήματα,  βρήκαν την υγεία τους με το ακούμπισμα των χεριών του αποστόλου.  Για όλα αυτά, περιέπεσε σε μανία ο Αιγεάτης και προσήλωσε σε σταυρό τον απόστολο, οπότε και ο απόστολος έφυγε από τη ζωή αυτή. Ο ίδιος δε, έπεσε στη γη από ψηλό γκρεμό και συνετρίβη. Το λείψανο του αποστόλου, μετά από πολύ χρόνο, μετατέθηκε στη Κωνσταντινούπολη, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, με δική του διαταγή, από τον άγιο Αρτέμιο τον μάρτυρα. Και κατατέθηκε μαζί με τον άγιο Λουκά και τον άγιο Τιμόθεο στο περίβλεπτο τέμενος των Αγίων Αποστόλων».

Ο άγιος Ανδρέας ο πρωτόκλητος, ο πρώτος δηλαδή που κλήθηκε από τον Χριστό να γίνει μαθητής Του, δεν κλήθηκε απροϋπόθετα και ως έτυχε. Υπήρξε από εκείνους που είχαν αναζητήσεις σχετικά με τον Μεσσία, που ο πόθος τους για τον Θεό ήταν έντονος. Κι αυτό φάνηκε κ α ι  από το γεγονός ότι ανήκε στην ομάδα των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος προετοίμαζε τους ανθρώπους ακριβώς προς υποδοχή του Μεσσία, κ α ι  από το γεγονός ότι μετά την κλήση του ένιωσε την ανάγκη να καλέσει τον αδελφό του Πέτρο, με τη διαπίστωση ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ο υμνογράφος του, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επισημαίνει και τα δύο αυτά γεγονότα. «Ο τω Προδρόμου φωτί μεμορφωμένος, ότε το απαύγασμα το ενυπόστατον της πατρικής δόξης έφανεν…τότε πρώτος ένδοξε, τούτω προσέδραμες». (Συ που μορφώθηκες από το φως του Προδρόμου, όταν ο Χριστός, το ενυπόστατο απαύγασμα της δόξας του Θεού Πατέρα φάνηκε…τότε πρώτος, ένδοξε, έτρεξες σ’  αυτόν). Και: «Τον ποθούμενον Θεόν εν σαρκί κατιδών επί γης βαδίζοντα, θεόπτα Πρωτόκλητε, τω μεν ομαίμονι εβόας αγαλλόμενος∙ Ευρήκαμεν ω Σίμων τον ποθούμενον». (Όταν είδες τον Θεό που ποθούσες να βαδίζει ως άνθρωπος στη γη, θεόπτη πρωτόκλητε, φώναζες με χαρά στον αδελφό σου: Βρήκαμε, Σίμων, τον ποθούμενο».

Ο συναξαριστής του αυτήν την αναζήτηση, η οποία αποτέλεσε προφανώς και την προϋπόθεση για να γίνει άμεσος συνεργάτης του απολυτρωτικού στον κόσμο έργου του Κυρίου, την καταγράφει ως εξής: «Ένας από τους μαθητές  του Ιωάννη Προδρόμου ήταν και ο Ανδρέας, άνδρας κατά τα άλλα σεμνός και αξιοσέβαστος, που έψαχνε την αλήθεια πίσω από το γράμμα του νόμου με βαθύ φρόνημα, και που αναζητούσε στον λόγο, σαν πίσω από παραπέτασμα, τις κρυμμένες προφητείες για τον Χριστό, ακολουθώντας μέσω αυτών αυτό που δηλωνόταν». Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η αφελής πεποίθηση πολλών ότι οι μαθητές του Κυρίου ήταν απλοϊκοί άνθρωποι, διότι ήταν ψαράδες, δεν ισχύει. Ψαράδες ήταν, απλοί άνθρωποι μπορεί, όχι όμως απλοϊκοί, με την έννοια του απροβλημάτιστου και επιφανειακού ανθρώπου. Καθώς τα πράγματα φανερώνουν, η ύπαρξή τους φλεγόταν από το ερώτημα περί της αληθείας, περί του Θεού και των ενεργειών Του, περί των δηλουμένων από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Κι είναι φυσικό: ο Κύριος δεν θα μπορούσε να έχει ως αμέσους συνεργάτες Του ανθρώπους χωρίς πάθος για την αλήθεια. Ο ίδιος άλλωστε το είχε επισημάνει: Θα με ακολουθήσουν και θα με ακούσουν όσοι αγαπούν την αλήθεια. «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής». Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος, σοβαρός και σεβαστός, με βαθειά αναζήτηση ήταν και ο απόστολος Ανδρέας. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας διαπιστώνουν και αυτοί την παραπάνω πραγματικότητα: «Εζήτησας Χριστόν την όντως ζωήν,  και ζητήσας πρώτος εύρες» (Ζήτησες τον Χριστό, που είναι η πραγματική ζωή, και επειδή την ζήτησες, πρώτος και την βρήκες).

Η βαθύτητα της αναζήτησης του Ανδρέα περί τα τίμια και αληθή της ζωής κάνει τον άγιο υμνογράφο να επικεντρώσει την προσοχή του και στο ιεραποστολικό πια έργο του αποστόλου. Όπως δηλαδή ο ίδιος στρεφόταν πάντα στο βάθος των πραγμάτων, εκεί που «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί», εκεί που αγαπά να κρύβεται η αλήθεια, κατά τον Έλληνα φιλόσοφο, έτσι και η δράση του ως αποστόλου λειτουργούσε στο βάθος της καρδιάς των ανθρώπων. Αυτό ήταν το ζητούμενο από τον άγιο Ανδρέα: πώς ο λόγος του θα κρούσει τις βαθειές χορδές της καρδιάς του ανθρώπου, πώς ο λόγος του σαν αγκίστρι θεϊκό θα σαγηνεύσει τον αληθινό άνθρωπο. «Ο τη τέχνη αλιεύς και τη πίστει μαθητής, ως βυθόν διερευνών τας καρδίας των πιστών, το άγκιστρον χαλά του λόγου, και σαγηνεύει ημάς». (Ο αλιέας κατά την τέχνη και μαθητής κατά την πίστη, διερευνώντας τις καρδιές των πιστών σαν να είναι βυθός, ρίχνει το αγκίστρι του λόγου και μας σαγηνεύει).

Κι αυτό βεβαίως επιτυγχανόταν με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος που είχε λάβει κατά την Πεντηκοστή ο άγιος Ανδρέας, με τη φλόγα που προσέλαβε και έγινε θεόληπτος. «Του Πνεύματος την φλόγα τη γλώσση προσλαβών, γέγονας, Απόστολε, θεόληπτος ανήρ, των ουρανίων τα κάλλη περιπολεύων». Ο σεμνός και αξιοσέβαστος από τη φύση του χαρακτήρας του αγίου, ενισχυόμενος από τη φλόγα της Πεντηκοστής τον έκανε, κατά τον υμνογράφο, σαν τεντωμένο βέλος, που τραυμάτιζε τους δαίμονες και θεράπευε τους τραυματισμένους από την απιστία ανθρώπους. «Εντείνας σε δυνατόν, ώσπερ βέλος, μακάριε, επαφήκεν εις τον σύμπαντα κόσμον ο Κύριος, τραυματίζων δαίμονας και δυσσεβεία τους ανθρώπους τραυματισθέντας ιώμενος».

Ο «αδίστακτος πόθος του να ακολουθεί θερμά τον Χριστό» έκανε τον άγιο Ανδρέα, σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος του, να προσθέτει πόθο πάνω στον πόθο αυτό, τόσο ώστε να  μιμηθεί τον Κύριό Του και στον τρόπο του διά Σταυρού θανάτου Του. Με σταυρικό θάνατο τελειώθηκε και ο απόστολος, διαβαίνοντας πια κοντά σ’  Εκείνον τον οποίο πράγματι επόθησε σαν αληθινός μαθητής και σοφός μιμητής Του. «Πόθω πόθον προσθείς, διά σταυρού διαβαίνεις προς ον επόθησας, ως αληθής μαθητής και σοφός μιμητής γενόμενος του διά Σταυρού αυτού πάθους». Μακάρι «η φωτιά της αγάπης του Χριστού που περιέφερε στην καρδιά του» ο άγιος Ανδρέας, να ανάψει λίγο και στη δική μας καρδιά. Θα είναι η απόδειξη ότι πράγματι ο ερχομός του Χριστού που ευαγγελίστηκαν οι απόστολοι, σαν τον άγιο Ανδρέα, βρήκε την εκπλήρωσή του και σε εμάς.

http://pgdorbas.blogspot.

Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ


Μέχρι ποιο σημείο επιτρέπει ο Θεός τη δοκιμασία των πειρασμών πάνω μας; Είναι ο διάβολος αναξέλεγκτος στις επιθέσεις εναντίον μας ή και στην υποκίνηση των παθών μας;
Βεβαίως όχι. Μας λέει η Καινή Διαθήκη ότι «ὁ Θεός οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δύνασθε, ἀλλά ποιήσει σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν» (Α΄ Κορ. 10, 13) (ο Θεός δεν θα επιτρέψει σε κανένα πειρασμό να ξεπεράσει τις δυνάμεις σας· αλλά, όταν έρθει ο πειρασμός, θα δώσει μαζί και τη διέξοδο, ώστε να μπορέσετε να τον αντέξετε). Ο πειρασμός δηλαδή έχει όρια. Και τα όρια αυτά καθορίζονται από τον Θεό ανάλογα με την πνευματική, αλλά και τη σωματική μας αντοχή. Κι αυτό σημαίνει ότι, αν υποκύπτουμε στον πειρασμό, τούτο οφείλεται όχι στην επίθεση του διαβόλου, αλλά στη δική μας αμέλεια και απιστία. Πολύ περισσότερο ισχύει τούτο, αν κανείς συνειδητοποιήσει τι συνέβη στο μυστήριο του αγίου βαπτίσματός του. Κατά το βάπτισμά μας πήραμε όλον τον Θεό μέσα μας, η χάρη Του εισήλθε στα τρίσβαθα της ύπαρξής μας κι έκτοτε ο διάβολος δεν έχει καμία εξουσία ουσιαστικής επίθεσης εναντίον μας. Μόνον δολώματα πειρασμικά μπορεί να μας προσφέρει. Όταν λοιπόν μπαίνω σε πειρασμό, θα πει ότι το επιτρέπει ο Θεός για το καλό μου, για να αποκτήσω ταπείνωση, να αναδειχθώ πιο δόκιμος στην πίστη, μα και συγχρόνως μου δίνει αντίστοιχη χάρη για να υπερβώ τη δοκιμασία. Σε μια τέτοια περίπτωση λοιπόν ο πιστός όχι μόνον δεν γογγύζει, μα και χαίρει, γιατί βλέπει τον σκοπό, το τέλος των πειρασμών. Και το τέλος, αν σωστά αποδέχεται τους πειρασμούς, είναι η τελειοποίησή του, η πληρέστερη σχέση του με τον Θεό, η απόκτηση μεγαλύτερης χάρης. «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου», λέγει ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, «ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι τό δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν. Ἡ δέ ὑπομονή ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καί ὁλόκληροι, ἐν μηδενί λειπόμενοι» (1, 2-4). Και «μακάριος ἀνήρ, ὅς ὑπομένει πειρασμόν, ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τόν στέφανον τῆς ζωῆς» (1, 12). Μ’ αυτήν την έννοια κατανοοῦμε και τα παράδοξα λόγια του αγίου Αντωνίου: «Ἔπαρον τούς πειρασμούς καί οὐδείς ὁ σωζόμενος». 

http://pgdorbas.blogspot.

Η αδύναμη δύναμη των δαιμόνων


Ἀπό τή δική μας ἐμπειρία, ἀλλά καί ἀπό τίς διηγήσεις τῶν Γερόντων, βλέπουμε ὅτι οἱ δαίμονες δέν ἔχουν σήμερα τήν ἴδια δύναμη πού εἶχαν ἄλλοτε, ὅταν ξεσποῦσαν μέ ἀγριότητα ἐναντίον τῶν παλαιῶν ἐρημιτῶν καί κοινοβιατῶν πατέρων.

Τώρα δέν μᾶς ἀντιμάχονται φανερά, παίρνοντας φρικιαστικές μορφές, ἀλλά μᾶς ἐπιτίθενται ἀόρατα καί μᾶς προξενοῦν μεγαλύτερη ζημιά. Πρέπει, ὡστόσο, νά γνωρίζουμε ὅτι δέν ἔχουν ὅλοι οἱ δαίμονες οὔτε τήν ἴδια δόναμη οὔτε τήν ἴδια ἀγριότητα οὔτε καί τήν ἴδια κακία.
Οἱ ἀρχάριοι καί ἀδύναμοι ἄνθρωποι πολεμοῦνται ἀπό τους πιό ἀδύναμους δαίμονες. Ὅταν, ὅμως, οἱ ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ θριαμβεύσουν ἐναντίον τῶν πρώτων αὐτῶν ἀντιπάλων τους, θά βρεθοῦν σταδιακά ἀντιμέτωποι μέ πιό σκληρές ἐχθρικές δυνάμεις.
Ὁ Χριστός, πάντως, ὡς ὁ πιό ἑπιεικής διαιτητής καί ἐπόπτης αὐτῶν τῶνἀγώνων, συγκρατεῖ τήν ἰσορροπία ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καί τους ἀντιπάλους μας,ἀναχαιτίζει τήν ὑπερβολική ὁρμή τῶν ἐχθρικῶν ἐφόδων τους καί, ἐπιπλέον, «μαζί μέ τόν πειρασμό» μᾶς χαρίζει «καί τή δύναμη, ὥστε νά μπορέσουμε νά τόνἀντιμετωπίσουμε νικηφόρα καί ὁριστικά» (πρβλ. Α’ Κορ. 10:13). Ἄν δέν εἴχαμε αὐτή τή θεϊκή βοήθεια, τότε ἀσφαλῶς οἱ δαίμονες θά μᾶς καταπόντιζαν.
Τά πονηρά πνεύματα, βέβαια, μᾶς ὑποκινοῦν στό κακό, ἀλλά δέν μᾶςἐξαναγκάζουν καί νά τό πράξουμε. Ἄν μποροῦσαν νά μᾶς ἐξαναγκάσουν, τότε δέν θά ὑπῆρχε ἄνθρωπος πού νά μήν ἁμάρτανε μέ κάθε εἴδους ἁμαρτία. Ἀλλά,ὅπως αὐτοί ἔχουν τή δυνατότητα νά μᾶς βάζουν σέ πειρασμούς, ἔτσι κι ἐμεῖςἔχουμε τή δύναμη καί τήν ἐλευθερία νά μήν τούς δεχόμαστε. Εἶναι, λοιπόν,ἀπόλυτα σίγουρο ὅτι οἱ δαίμονες δέν ἔχουν καμιά δύναμη πάνω μας, παρά μόνοὅταν τούς παραδώσουμε τό θέλημά μας.
Ἐπίσης, τά πονηρά πνεύματα δέν ἔχουν τήν ἐλευθερία νά κάνουν τό κακόἀπεριόριστα καί σέ ὁποιονδήποτε θελήσουν. Ἡ περίπτωση τοῦ Ἰώβ εἶναι μιάὁλοφάνερη ἀπόδειξη: Ὁ ἐχθρός δέν τόλμησε νά πειράξει τόν Ἰώβ περισσότεροἀπό ὅσο τοῦ ἐπέτρεψε ἡ θεία οἰκονομία. Τό ἴδιο ἐπιβεβαιώνεται καί μέ ὅσαἔλεγαν οἱ δαίμονες στόν Χριστό, ὅταν Ἐκεῖνος τούς ἔδιωχνε ἀπό τόν δαιμονισμένο τῶν Γεργεσηνῶν: «Ἄν εἶναι νά μᾶς διώξεις, ἄφησέ μας νά πᾶμε στό κοπάδι τῶν χοίρων» (Ματθ. 8:31). Ἀφοῦ λοιπόν τότε, χωρίς τή θεία παραχώρηση, δέν μποροῦσαν νά εἰσέλθουν οὔτε στούς βρωμερούς χοίρους, πῶς νά πιστέψουμε ὅτι μποροῦν νά μποῦν μέ τή θέλησή τους σ’ ἕναν ἀνθρωπο, πλασμένο «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ; Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος μᾶς προτρέπει: «Ἀντισταθεῖτε στόν διάβολο, κι αὐτός θά φύγει μακριά σας» (Ἰακ. 4:7).

http://theomitoros.blogspot.

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας


Τοῦ Ἁγίου καί Ἐνδόξου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου. 
Εἰς τὴν Λειτουργίαν 
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην 
α΄ 36 - 52 
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἱστήκει ὁ ᾽Ιωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο,καὶ ἐμβλέψας τῷ ᾽Ιησοῦ περιπατοῦντι λέγει, ῎Ιδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἤκουσαν οἱ δύο μαθηταὶ αὐτοῦ λαλοῦντος καὶ ἠκολούθησαν τῷ ᾽Ιησοῦ. Στραφεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς, Τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπαν αὐτῷ, ῾Ραββί (ὃ λέγεται μεθερμηνευόμενον Διδάσκαλε), ποῦ μένεις;λέγει αὐτοῖς, ῎Ερχεσθε καὶ ὄψεσθε. ἦλθαν οὖν καὶ εἶδαν ποῦ μένει, καὶ παρ᾽ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. Ἦν ᾽Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ ᾽Ιωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ·εὑρίσκει οὗτος πρῶτον τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ, Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν [ὅ ἐστιν μεθερμηνευόμενον Χριστός]·ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν ᾽Ιησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν, Σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς ᾽Ιωάννου· σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς [ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος]. Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον. καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Ακολούθει μοι. Ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾽Ανδρέου καὶ Πέτρου. Εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ, ὃν ἔγραψεν Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται εὑρήκαμεν, ᾽Ιησοῦν υἱὸν τοῦ ᾽Ιωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ, ᾽Εκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος, ῎Ερχου καὶ ἴδε. Εἶδεν ὁ ᾽Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ, ῎Ιδε ἀληθῶς ᾽Ισραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν. Λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ, Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. Ἀπεκρίθη αὐτῷ Ναθαναήλ, ῾Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ βασιλεὺς εἶ τοῦ ᾽Ισραήλ. Ἀπεκρίθη ᾽Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ, Ὅτι εἶπόν σοι ὅτι εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. Καὶ λέγει αὐτῷ, ᾽Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου. 

Νεοελληνική απόδοση:
Τὴν ἄλλην ἡμέραν πάλιν ἐστεκότανε ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης μὲ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του· ἐκύτταξε τὸν Ἰησοῦν καθὼς ἐπερνοῦσε καὶ εἶπε, «Νά ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ». Ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δύο μαθηταὶ καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν. Ὅταν ἐγύρισε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, τοὺς λέγει, «Τί ζητᾶτε;». Ἐκεῖνοι εἶπαν, «Ραββί, (τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει, Διδάσκαλε) ποῦ μένεις;». Αὐτὸς τοὺς ἀπαντᾶ, «Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε». Ἦλθαν λοιπὸν καὶ εἶδαν ποῦ μένει καὶ ἔμειναν μαζί του τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἦτο δὲ ἡ ὥρα δέκα περίπου. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ ἄκουσαν τί εἶπε ὁ Ἰωάννης καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν, ἦτο ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου. Αὐτὸς βρίσκει πρῶτα τὸν ἀδελφόν του Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει, «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» (τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει Χριστός). Τὸν ἔφερε εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκύτταξε καὶ εἶπε, «Σὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ· θὰ ὀνομασθῇς Κηφᾶς (τὸ ὁποῖον σημαίνει Πέτρος). Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἤθελε ὁ Ἰησοῦς νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ βρίσκει τὸν Φίλιππον καὶ τοῦ λέγει, «Ἀκολούθησέ με». Κατήγετο δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου. Ὁ Φίλιππος εὑρίσκει τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέγει,  «Εὑρήκαμε ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸν νόμον καὶ οἱ Προφῆται, τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ». Καὶ ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε, Εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ νὰ προέλθῃ κανένα καλό;». Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος, «Ἔλα νὰ ἰδῇς». Εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε, «Νὰ ἕνας ἀληθινὸς Ἰσραηλίτης, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει δόλος». Ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε, «Ἀπὸ ποῦ μὲ γνωρίζεις;». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Πρὶν σὲ φωνάξῃ ὁ Φίλιππος σὲ εἶδα νὰ εἶσαι κάτω ἀπὸ τὴ συκιά». Ὁ Ναθαναὴλ τοῦ λέγει, «Ραββί, σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἐπειδὴ σοῦ εἶπα ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά, πιστεύεις; Θὰ ἰδῇς μεγαλύτερα πράγματα ἀπὸ αὐτά». Καὶ προσέθεσε, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια, σᾶς λέγω, ἀπὸ τώρα θὰ βλέπετε τὸν οὐρανὸν ἀνοιγμένων καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν πρὸς τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου».

Η εορτή της ημέρας


Άγιος Ανδρέας ο Απόστολος, ο Πρωτόκλητος

Ἀντίστροφον σταύρωσιν Ἀνδρέας φέρει,
Φανεὶς ἀληθῶς οὐ σκιώδης ἀντίπους.
Σταυρὸν κακκεφαλῆς τριακοστῇ Ἀνδρέας ἔτλη.

Βιογραφία
Ο Ανδρέας, ψαράς στο επάγγελμα και αδελφός του Αποστόλου Πέτρου, ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον πατέρα του τον έλεγαν Ιωνά. Επειδή κλήθηκε από τον Κύριο πρώτος στην ομάδα των μαθητών, ονομάστηκε πρωτόκλητος.

Ο Ανδρέας (μαζί με τον Ιωάννη τον ευαγγελιστή) υπήρξαν στην αρχή μαθητές του Ιωάννου του Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, που βρισκόντουσαν στις όχθες του Ιορδάνη κι ο Πρόδρομος τους έδειξε τον Ιησού και τους είπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οι δύο απλοϊκοί εκείνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, που χωρίς κανένα δισταγμό κι επιφύλαξη αφήκαν αμέσως τον δάσκαλο τους κι ακολούθησαν τον Ιησού.

Η ιστορία της ζωής του Ανδρέα μέχρι την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψη, υπήρξε σχεδόν ίδια με εκείνη των άλλων μαθητών. Μετά το σχηματισμό της πρώτης Εκκλησίας, ο Ανδρέας κήρυξε στη Βιθυνία, Εύξεινο Πόντο (μάλιστα ο Απόστολος, είναι ο ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου αφού εκεί εγκατέστησε πρώτο επίσκοπο, τον απόστολο Στάχυ (βλέπε 31 Οκτωβρίου) κι αυτού διάδοχος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης), Θράκη, Μακεδονία και Ήπειρο. Τελικά, κατέληξε στην Αχαΐα. 

Στην Αχαΐα, η διδασκαλία του καρποφόρησε και με τις προσευχές του θεράπευσε θαυματουργικά πολλούς ασθενείς. Έτσι, η χριστιανική αλήθεια είχε μεγάλες κατακτήσεις στο λαό της Πάτρας. Ακόμα και η Μαξιμίλλα, σύζυγος του ανθύπατου Αχαΐας Αιγεάτου, αφού τη θεράπευσε ο Απόστολος από τη βαρειά αρρώστια που είχε, πίστεψε στο Χριστό. Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον ανθύπατο και με την παρότρυνση ειδωλολατρών ιερέων συνέλαβε τον Ανδρέα και τον σταύρωσε σε σχήμα Χ. Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας παρέστησε τον εαυτό του στο Θεό «δόκιμον ἐργάτην» (Β΄ προς Τιμόθεον, 2: 15). Δηλαδή δοκιμασμένο και τέλειο εργάτη του Ευαγγελίου.

Οι χριστιανοί της Αχαΐας θρήνησαν βαθιά τον θάνατο του. Ο πόνος τους έγινε ακόμη πιο μεγάλος, όταν ο ανθύπατος Αιγεάτης αρνήθηκε να τους παραδώσει το άγιο λείψανο του, για να το θάψουν. Ο Θεός όμως οικονόμησε τα πράγματα. Την ίδια μέρα, που πέθανε ο άγιος, ο Αιγεάτης τρελάθηκε κι αυτοκτόνησε. Οι χριστιανοί τότε με τον επίσκοπο τους τον Στρατοκλή, πρώτο επίσκοπο των Πατρών, παρέλαβαν το σεπτό λείψανο και το 'θαψαν με μεγάλες τιμές.

Αργότερα, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε ο Κωνστάντιος, που ήταν γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μέρος του ιερού λειψάνου μεταφέρθηκε από την πόλη των Πατρών στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων «ένδον της Αγίας Τραπέζης». Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου φαίνεται πως απέμεινε στην Πάτρα.

Όταν όμως οι Τούρκοι επρόκειτο να καταλάβουν την πόλη το 1460 μ.Χ., τότε ο Θωμάς Παλαιολόγος, αδελφός του τελευταίου αυτοκράτορας Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και τελευταίος Δεσπότης του Μοριά, πήρε το πολύτιμο κειμήλιο και το μετέφερε στην Ιταλία. Εκεί, αφού το παρέλαβε ο Πάπας Πίος ο Β, το πολύτιμο κειμήλιο εναποτέθηκε στον ναό του αγίου Πέτρου της Ρώμης.

Τον Νοέμβριο του 1847 μ.Χ. ένας Ρώσος Πρίγκηπας, ο Ανδρέας Μουράβιεφ δώρησε στην πόλη της Πάτρας ένα τεμάχιο δακτύλου του χεριού του Αγίου. Ο Μουράβιεφ είχε λάβει το παραπάνω ιερό Λείψανο από τον Καλλίνικο, πρώην Επίσκοπο Μοσχονησίων, ο οποίος μόναζε τότε στο Άγιο Όρος.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ. λείψανα του Σταυρού, του μαρτυρίου του. Η αγία Κάρα του Πρωτοκλήτου ύστερα από ενέργειες της Αρχιεπισκοπής Κύπρου μεταφέρθηκε και στην Κύπρο το 1967 μ.Χ. για μερικές μέρες κι εξετέθηκε σε ευλαβικό προσκύνημα.

Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.

Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Ὡς τῶν Ἀποστόλων Πρωτόκλητος, καὶ τοῦ Κορυφαίου αὐτάδελφος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων Ἀνδρέα ἱκέτευε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὴν ἐν πρεσβείαις.
Τὸν τῆς ἀνδρείας ἐπώνυμον θεηγόρον, καὶ μαθητῶν τὸν πρωτόκλητον τοῦ Σωτῆρος, Πέτρου τὸν σύγγονον εὐφημήσωμεν· ὅτι ὡς πάλαι τούτῳ, καὶ νῦν ἡμῖν ἐκέκραγεν· Εὑρήκαμεν δεῦτε τὸν ποθούμενον.

Μεγαλυνάριον
Πρώτος προσπελάσας τω Ιησού, Πρωτόκλητος ώφθης, και ακρότης των Μαθητών, Ανδρέα θεόπτα, εντεύθεν διανύεις, παθών τας αναβάσεις της αναστάσεως.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Λένε μερικοί ὅτι ἄν δέν νοιώθουμε διάθεση γιά προσευχή, καλύτερα νά μήν προσευχηθοῦμε. Εἶναι μία σοφιστεία τῆς σαρκός. Ἡ σάρκα δέν θέλει τήν προσευχή. Ἀλλά «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται». Δέν μποροῦμε νά ἐργασθοῦμε τή σωτηρία χωρίς νά ἐκβιάσουμε τόν ἑαυτό μας!" 

Αγ. Ιωάννης Κροστάνδης

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Στιγμές από την Μονή.... (Φώτο)








Ομολογία αμαρτιών


(Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου)

Ντρέπεσαι και κοκκινίζεις να ομολογήσεις τις αμαρτίες σου; Και αν ακόμα έπρεπε να τις ομολογείς μπροστά στους ανθρώπους και να εξευτελίζεσαι, ούτε τότε έπρεπε να ντρέπεσαι· διότι ντροπή και αισχύνη είναι το να αμαρτάνεις και όχι το να ομολογείς τις αμαρτίες σου.

Τώρα όμως δεν είναι ανάγκη να είναι παρόντες και μάρτυρες κατά την ώρα της εξομολογήσεως. Η εξέταση και εξομολόγηση των αμαρτιών ας γίνει μέσα στο νου- ας είναι το δικαστήριο χωρίς μάρτυρα- ας δει την εξομολόγηση σου μόνον ο Θεός, ο Θεός που δεν κατηγορεί για τις αμαρτίες, άλλα που τις συγχωρεί όταν τις εξομολογούμαστε. Άλλ’ ακόμα και έτσι διστάζεις και υποχωρείς; Γνωρίζω και εγώ ότι δεν ανέχεται η συνείδηση την ενθύμηση των αμαρτιών μας. Διότι αν θυμηθούμε μόνον τις αμαρτίες μας η ψυχή μας αναπηδά όπως ακριβώς αναπηδά κάποιο αδάμαστο και δύστροπο πουλάρι. Όμως συγκράτησε, χαλιναγώγησε, χάιδευσε τη ψυχή με το χέρι, κάνε τη ήμερη, πείσε την, ότι αν δεν εξομολογηθεί τώρα, θα εξομολογηθεί εκεί όπου είναι περισσότερη η τιμωρία, όπου είναι μεγαλύτερος ο παραδειγματισμός. Εδώ το δικαστήριο είναι χωρίς μάρτυρα και δικαστής του εαυτού σου είσαι συ ο οποίος αμάρτησες· εκεί όμως θα παρευρίσκεται όλο το πλήθος της οικουμένης αν δεν προλάβουμε να τα σβήσουμε εδώ. Ντρέπεσαι να ομολογήσεις το αμαρτήματα; Να ντρέπεσαι και να τα διαπράξεις. Εμείς όμως όταν διαπράττουμε αυτά τολμάμε να τα διαπράττουμε κατά τρόπον αναίσχυντο και προκλητικό· όταν όμως πρόκειται να τα ομολογήσουμε, τότε ντρεπόμαστε και αποφεύγουμε, ενώ έπρεπε να κάνομε τούτο με μεγάλη προθυμία. Διότι δεν είναι ντροπή το να κατηγορείς τα αμαρτήματα, αλλά δικαιοσύνη και αρετή· εάν δεν ήταν δικαιοσύνη και αρετή δεν θα έδινε γι’ αυτήν ο Θεός αμοιβή. Το ότι πράγματι έχει αμοιβές η εξομολόγηση, άκουσε τί λέγει· «Λέγε πρώτος εσύ τα αμαρτήματά σου για να δικαιωθείς». Ποιός ντρέπεται να πράξει κάτι από το οποίο θα γίνει δίκαιος; Ποιός ντρέπεται να ομολογήσει τα αμαρτήματα, για να απαλλάξει τον εαυτόν του από τα αμαρτήματα; Μήπως σε προτρέπει να τα ομολογήσεις για να σε τιμωρήσει; Όχι βέβαια για να τιμωρήσει, αλλά για να συγχωρήσει.

Στα κοσμικά δικαστήρια συμβαίνει να επέρχεται η τιμωρία μετά την ομολογία της ένοχης. Για τούτο και ο ψαλμός υποπτευόμενος ακριβώς αυτό, μη τυχόν δηλαδή φοβούμενος κανείς τιμωρία μετά την εξομολόγηση αρνηθεί να εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του, λέγει· «εξομολογηθείτε στον Κύριο τα αμαρτήματά σας, διότι είναι αγαθός, διότι το έλεος αυτού μένει εις τον αιώνα». Μήπως δεν γνωρίζει τα αμαρτήματα σου, εάν εσύ δεν τα ομολογήσεις; Λοιπόν τί περισσότερο γίνεται σε σένα όταν δεν τα ομολογείς; Μήπως μπορείς να διαφύγεις την προσοχή του; Και αν ακόμα δεν τα πεις εσύ, εκείνος τα είδε· αν δε τα πεις εσύ εκείνος τα λησμονεί. Διότι λέγει· «Ιδού εγώ είμαι ο Θεός εκείνος ο οποίος από αγάπη εξαλείφω τις αμαρτίες σου, και δεν τις ενθυμούμαι». Βλέπεις; «Εγώ δεν θα τις ενθυμηθώ» λέγει· διότι τούτο είναι ίδιον της φιλανθρωπίας· συ να τις θυμηθείς για να σου γίνει αφορμή σωφρονισμού.

Ακούγοντας λοιπόν ο Παύλος ότι αυτά τα αμαρτήματα δεν τα θυμάται ο Θεός ο ίδιος συνεχώς τα μνημόνευε, λέγοντας τα εξής· «Δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι απόστολος, διότι κατεδίωξα την εκκλησία του Θεού» και «Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο να σώσει τούς αμαρτωλούς, μεταξύ των οποίων πρώτος είμαι εγώ». Δεν είπε ήμουν, αλλά είμαι. Η συγχώρηση των αμαρτημάτων έγινε από το Θεό και η ενθύμηση των συγχωρηθέντων αμαρτημά­των δεν εξαφανιζόταν από τον Παύλο. Εκείνα που ο Δεσπότης εξάλειψε, αυτά αυτός εξέθετε σε κοινό όνειδος. Διότι ακούσατε τον προφήτη που λέει, «και δεν θα τα ενθυμηθώ», συ όμως να τα ενθυμείσαι. Ο Θεός τον ονομάζει σκεύος εκλογής, και αυτός ονομάζει τον εαυτόν του πρώτον εξ όλων των αμαρτωλών. Εάν δε δεν λησμονούσε τα συγχωρημένα αμαρτήματα, αναλογίσου πως ενθυμείτο τις ευεργεσίες του Θεού. Και γιατί λέω ότι δεν ντροπιάζει η ενθύμηση των αμαρτημάτων; Δεν μας κάμει τόσον λαμπρούς η μνημόνευση των κατορθωμάτων, όσον η μνημόνευση των αμαρτημάτων μάλλον δε η μεν μνημόνευση των κατορθωμάτων όχι μόνον δεν μας κάμει λαμπρούς αλλά μας γεμίζει και από ντροπή και περιφρόνηση, η δε μνημόνευση των αμαρτημάτων μας γεμίζει με παρρησία και με πολλή δικαιοσύνη.

Ποιός το λέει αυτό; Ο Φαρισαίος και ο Τελώνης. Διότι ο μεν τελώνης που είπε τα αμαρτήματά του κατέβηκε από το ναό δικαιωμένος, ο δε Φαρισαίος που είπε τα κατορθώματά του κατέβηκε αφού έγινε μικρότερος από τον τελώνη. Βλέπεις πόσο μεγάλη βλάβη προήλθε από την ενθύμηση των κατορθωμάτων και πόση μεγάλη ωφέλεια από το να μη λησμονήσει να αναφέρει τα αμαρτήματά του; Και πολύ ευλόγα. Διότι εκείνος που θυμάται τα κατορθώματά του οδηγείται στην υπερηφάνεια, περιφρονεί τους υπόλοιπους ανθρώπους, όπως ακριβώς έπαθε ο Φαρισαίος· διότι δεν θα έφθανε σε τόσο μεγάλη υπηρηφάνεια, δεν θα έλεγε, «δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι», εάν δεν θυμόταν τη νηστεία του και την ελεημοσύνη του. Η ενθύμηση όμως των αμαρτημάτων συγκρατεί το λογισμό, τον πείθει να είναι ταπεινόφρονας, και με την ταπεινοφροσύνη ελκύει την εύνοια του Θεού. Άκουσε λοιπόν πως και ο Χριστός μάς προτρέπει να λησμονούμε τα κατορθώματά μας· «όταν κάνετε όλα όσα σας διέταξε ο Θεός, να λέτε ότι είμαστε άχρηστοι δούλοι, διότι απλά κάναμε ό,τι είχαμε χρέος να κάνουμε». Συ λέγε ότι είσαι άχρηστος δούλος, εγώ όμως δεν θα σε κάνω άχρηστο· συ εάν ομολογήσεις τη δική σου μηδαμινότητα, εγώ θα σε κάνω λαμπρό και θα σε στεφανώσω.

Βλέπεις με πόσους τρόπους έχει αποδειχθεί ότι η μεν μνημόνευση των αμαρτημάτων μάς παρέχει μεγάλο κέρδος, ενώ η μνημόνευση των κατορθωμάτων μεγάλη ζημιά; Το αντίθετο πάλι, ότι μάς αναμένει τιμωρία από τη λήθη των αμαρτημάτων, ωφέλεια δε όταν λησμονούμε τα κατορθώματά μας; Θέλεις να μάθεις και από αλλού ότι το να μνημονεύουμε τα αμαρτήματά μας είναι πολύ μεγάλο κατόρθωμα; Άκουσε τον Ιώβ. Διότι όπως καυχιόταν για τα άλλα έτσι ακριβώς και για την εξομολόγηση των αμαρτημάτων του λέγοντας τα εξής· «και αν αμαρτάνω εκουσίως αποφεύγω το μεγάλο πλήθος, για να μη διακηρύξει τις αμαρτίες μου». Αυτό δε που λέει σημαίνει το εξής· ουδέποτε το πλήθος των ανθρώπων με έκανε να νοιώσω ντροπή. Διότι ποιά ωφέλεια προκύπτει από το να μη γνωρίζουν οι άνθρωποι τις αμαρτίες μου, αφού όλες τις γνωρίζει ο Θεός; Ποιά δε θα είναι η ζημιά μου από το να γνωρίζουν αυτοί τα αμαρτήματα, όταν ο Θεός θέλει να μη με καταδικάσει; Και αν όλοι με καταδικάζουν, δεν με ενδιαφέρει καθόλου η απόφαση τους εφ’ όσον ό δικαστής με αθωώνει· και αν πάλι όλοι με επαινούν και με θαυμάζουν, ενώ εκείνος με καταδικάζει, καμιά πάλι ωφέλεια δεν έχω από την κρίση τους. Διότι παντού σ’ εκείνον πρέπει να βλέπουμε και αυτό να κάνουμε για τα αμαρτήματά μας, αυτό δηλαδή που κάνουμε όταν ξοδεύουμε χρήματα. Μόλις σηκωθούμε από το κρεβάτι, πριν πάμε στην αγορά, ή πριν να διαχειρισθούμε κάτι από τα ιδιωτικά ή δημόσια πράγματα, αφού καλέσουμε τον υπηρέτη ζητούμε λογαριασμό για τα έξοδα, για να δούμε τί μεν κακώς τί δε καλώς έχει ξοδευτεί και πόσον υπόλοιπο έχει μείνει· και αν δούμε ότι είναι λίγο το υπόλοιπο, με κάθε τρόπο βρίσκουμε πηγές εσόδων, για να μη καταστραφούμε από την πείνα χωρίς να το αντιληφθούμε.

http://theomitoros.blogspot.

Τα δίχτυα του κοσμοκράτορα


(Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)

Κάνοντας τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, θὰ σᾶς ὁδηγήσω, ἀδελφοί, σ’ ἕνα πνευματικὸ θέαμα.
Κάποτε ὁ μεγάλος ὅσιος τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιος, ὁ ἐρημίτης τῆς Αἰγύπτου, μὲ θεία ἀποκάλυψη εἶδε τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες σὰν δίχτυα πάνω σ’ ὅλη τὴ γῆ, γιὰ τὴν παγίδευση καὶ τὴν ψυχικὴ καταστροφὴ τῶν ἀνθρώπων. Στέναξε τότε μὲ πόνο ὁ ὅσιος καὶ ρώτησε τὸν Κύριο: «Ποιὸς τάχα, Κύριε, θὰ μπορέσει νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;»(1).
Βυθίζομαι μὲ τὴ σκέψη στὴν παρατήρηση τῶν διχτυῶν τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁπλωμένα ὄχι μόνο ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μέσα του. Τὸ ἕνα δίχτυ εἶναι σφιχτοδεμένο μὲ τὸ ἄλλο. Κάποια δίχτυα εἶναι στημένα σὲ σειρές. Ἄλλα ἀφήνουν μεγάλα ἀνοίγματα, αὐτὰ ὅμως ὁδηγοῦν σὲ ἀναρίθμητες πτυχώσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγει κανείς. Θρηνῶ πικρά, βλέποντας τὰ πολύπλοκα σατανικὰ δίχτυα! Αὐθόρμητα ρωτάω κι ἐγώ, ὅπως ὁ ἐρημίτης ὅσιος: “Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ γλιτώσει ἀπ’ αὐτά;”.

Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ διάφορα βιβλία ποὺ μεταδίδουν δῆθεν τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βυθίζουν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ ἔχουν γραφεῖ μὲ τὴν ἀπροκάλυπτη ἤ συγκαλυμμένη ἐπήρεια τοῦ σκοτεινοῦ καὶ μοχθηροῦ κοσμοκράτορα. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ προέρχονται ἀπὸ λογικὴ ἀρρωστημένη καὶ φθαρμένη λόγω τῆς προπατορικῆς πτώσεως. Ἁπλωμένα δίχτυα εἶναι γιὰ τὸν νοῦ μου τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν «τὴν ἀνθρώπινη δολιότητα καὶ τὰ τεχνάσματα ποὺ μηχανεύεται ἡ ἀπάτη», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἀποστόλου(2), καθὼς προέρχονται ἀπὸ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι «χωρὶς λόγο ὑπερηφανεύονται μὲ τὸ ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία μυαλὸ τους»(3).
Ὁ πλησίον, στὴν ἀγάπη τοῦ ὁποίου ὀφείλω νὰ ἀναζητῶ τὴ σωτηρία, κι αὐτὸς γίνεται γιὰ μένα δίχτυ, ποὺ μὲ παγιδεύει καὶ μὲ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, ὅταν ὁ νοῦς του εἶναι πιασμένος στὰ δίχτυα ψεύτικων διδασκαλιῶν καὶ πλανερῶν σοφιστειῶν.
Ὁ δικός μου νοῦς εἶναι σημαδεμένος ἀπὸ τὴν πτώση, εἶναι καλυμμένος μὲ τὸ πέπλο τοῦ ζόφου, εἶναι δηλητηριασμένος ἀπὸ τὸ ψέμα. Ὁ ἴδιος ὁ νοῦς μου, λοιπόν, πλανεμένος καθὼς εἶναι ἀπὸ τὸν κοσμοκράτορα, ἁπλώνει ἀνεπίγνωστα τὰ δικά του δίχτυα, γιὰ νὰ αὐτοπαγιδευθεῖ. Ἀκόμα κι ὅταν ἦταν στὸν παράδεισο ὁ ἄνθρωπος, ἀδιάκριτα καὶ ἀπερίσκεπτα θέλησε ν’ ἀποκτήσει μία γνώση ὀλέθρια, θανάσιμη!(4). Καὶ μετὰ τὴν πτώση του, ἔγινε ἀκόμα πιὸ ἀδιάκριτος, ἀκόμα πιὸ ἀπερίσκεπτος. Μὲ θρασύτητα μεθᾶ ἀπὸ τὸ ποτήρι τῆς φαρμακερῆς γνώσεως, διώχνοντας ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ψυχὴ του τὴν ἐπιθυμία νὰ γευθεῖ τὸ θεϊκὸ ποτήρι τῆς σωτήριας γνώσεως.
Καὶ γιὰ τὴν καρδιά μου πόσα δίχτυα! Δίχτυα χοντρὰ καὶ δίχτυα λεπτά! Ποιὰ ἀπ’ αὐτὰ νὰ θεωρήσω πιὸ ἐπικίνδυνα, πιὸ φοβερά; Δὲν ξέρω. Ὁ κυνηγὸς εἶναι ἔμπειρος καὶ ἐπιδέξιος· αὐτὸν ποὺ θὰ ξεφύγει ἀπὸ τὰ χοντρὰ δίχτυα του, θὰ τὸν πιάσει στὰ λεπτά. Ὁ σκοπὸς τοῦ κυνηγιοῦ εἶναι ἕνας: ἡ ψυχικὴ καταστροφή.
Τὰ δίχτυα εἶναι στημένα καὶ καμουφλαρισμένα μὲ ποικίλους τρόπους καὶ μὲ ἐξαιρετικὴ τέχνη. Ἡ πτώση εἶναι μεταμφιεσμένη, εἶναι ντυμένη μὲ ροῦχα θριάμβου —μὲ τὴν ὑποκρισία, μὲ τὴν κενοδοξία, μὲ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια— καὶ κρύβει ἀπατηλὰ τὸ σκοτεινὸ πρόσωπό της πίσω ἀπὸ ἕνα πνευματικό, ἕνα οὐράνιο προσωπεῖο ἀρετῆς. Ἡ ἀκόλαστη ἀγάπη εἶναι συχνὰ κρυμμένη πίσω ἀπὸ μιά φαινομενικὰ ἁγία ἀγάπη. Ἡ σαρκικὴ γλυκύτητα παρουσιάζεται συχνὰ σὰν γλυκύτητα πνευματική. Ὁ κοσμοκράτορας μὲ ὅλα τὰ μέσα προσπαθεῖ νὰ κρατήσει τὸν ἄνθρωπο δεμένο μὲ τὴ φθαρμένη φύση του. Κι αὐτὸ φτάνει γιὰ τὴν ἀποξένωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ἔστω καὶ χωρὶς μεγάλες πτώσεις στὴν ἁμαρτία. Τὰ βαριὰ ἁμαρτήματα τὰ ὑποκαθιστᾶ ὁλοκληρωτικά, σύμφωνα μὲ τοὺς ἀκριβεῖς ὑπολογισμοὺς τοῦ νοητοῦ κυνηγοῦ, τὸ ὑπερήφανο φρόνημα ἑνὸς χριστιανοῦ ἱκανοποιημένου ἀπὸ τὶς ἀρετές του, τὶς ἀρετὲς τῆς φθαρμένης φύσεως, ἑνὸς χριστιανοῦ πεσμένου στὴν αὐταπάτη· αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Κύριο.
Καὶ γιὰ τὸ σῶμα μου πόσα δίχτυα! Τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τί δίχτυ ποὺ εἶναι! Καὶ πόσο ἐπωφελεῖται ἀπ’ αὐτὸ ὁ κοσμοκράτορας! Συγκαταβαίνοντας στὶς κατώτερες ροπὲς καὶ ἐπιθυμίες τοῦ σώματος, φτάνουμε νὰ μοιάζουμε στὰ ἄλογα ζῶα. Τί γκρεμός! Τί ξεπεσμὸς ἀπὸ τὴ θεία ὁμοίωση! Φεύγουμε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ πέφτουμε σ’ αὐτὸν τὸν βαθὺ καὶ φοβερὸ γκρεμό, ὅταν παραδινόμαστε στὶς βαριὲς σαρκικὲς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες, ἀκριβῶς γιὰ τὴ βαρύτητά τους, ὀνομάζονται πτώσεις(5). Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐλαφριὲς σαρκικὲς ἀπολαύσεις δὲν εἶναι λιγότερο ὀλέθριες. Γιὰ χάρη τους παραμελοῦμε τὴν ψυχή μας καὶ λησμονοῦμε τὸν Θεό, τὸν οὐρανό, τὴν αἰωνιότητα, τὸν προορισμό μας.
Ὁ κοσμοκράτορας μὲ τὶς σαρκικὲς ἀπολαύσεις κατορθώνει νὰ μᾶς κρατᾶ σὲ διαρκή περισπασμὸ καὶ νὰ μᾶς προξενεῖ νοητικὸ σκοτισμό. Οἱ θύρες, διαμέσου τῶν ὁποίων ἡ ψυχὴ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ὁρατὸ κόσμο, εἶναι οἱ σωματικὲς αἰσθήσεις. Μέσ’ ἀπ’ αὐτές, λοιπόν, τὶς θύρες ὁ κοσμοκράτορας εἰσάγει ἀκατάπαυστα στὴν ψυχὴ αἰσθητικὲς ἱκανοποιήσεις, ποὺ τὴν ὁδηγοῦν στὴν αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας. Ἐντυπωσιακὰ ἠχεῖ ἡ μουσικὴ στὶς περιβόητες ἐπίγειες συναυλίες, μία μουσικὴ ποὺ ἐκφράζει καὶ ξεσηκώνει διάφορα πάθη. Τέτοια πάθη προβάλλονται καὶ στὶς ἐπίγειες θεατρικὲς παραστάσεις, τέτοια πάθη ἀναμοχλεύονται μ’ ὅλες τὶς ἐπίγειες τέρψεις. Ὁ ἄνθρωπος μὲ κάθε δυνατὸ μέσο κυνηγᾶ τὴν ἀπόλαυση τοῦ κακοῦ ποὺ τὸν σκοτώνει. Μεθυσμένος ἀπ’ αὐτό, λησμονεῖ τὸ σωτήριο θεῖο ἀγαθὸ καὶ τὸ ἀπολυτρωτικὸ Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου.
Νὰ μιά ἁπλὴ ἀπεικόνιση τῶν διχτυῶν ποὺ ἔχει ἁπλώσει ὁ κοσμοκράτορας γιὰ τὴ σύλληψη τῶν χριστιανῶν. Ναί, μόνο ἕνα ἄτεχνο ζωγράφισμά τους ἐπιχείρησα, ἀδελφοί, ἀλλὰ αὐτὸ ἀσφαλῶς θὰ σᾶς προκάλεσε τρόμο, ἀσφαλῶς θὰ γέννησε μέσα σας τὸ ἐρώτημα: “Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα;”.
Ἀκόμα δὲν τελείωσε, ὅμως, ὁ φοβερὸς πίνακας! Ἀκόμα κινεῖται ὁ χρωστήρας μου ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ!
Τί λέει. λοιπόν, ὁ Θεός; Κάνει μία προφητεία, ποὺ ἤδη ἐπαληθεύεται. Στοὺς ἔσχατους καιρούς, προαναγγέλλει, «ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν θὰ ψυχρανθεῖ»(6). Ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ πιὸ στέρεος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι στοὺς ἔσχατους καιροὺς θὰ αὐξηθοῦν τόσο τὰ διαβολικὰ δίχτυα ὅσο καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ θὰ πιάνονται σ’ αὐτά.
Πράγματι! Κοιτάζω τὸν κόσμο. Καὶ τί βλέπω; Τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, ἂν τὰ συγκρίνουμε μ’ ἐκεῖνα τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐποχῆς, αὐξήθηκαν πολύ, πολλαπλασιάστηκαν ἀνυπολόγιστα. Πολλαπλασιάστηκαν τὰ βιβλία μὲ τὶς ψεύτικες διδασκαλίες. Πολλαπλασιάστηκαν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐνσαρκώνουν διάφορες πλάνες καὶ τὶς μεταδίδουν στοὺς ἄλλους. Πολλοὶ λίγοι, ἐλάχιστοι εἶναι πιὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν ἁγία ἀλήθεια. Ἐνισχύθηκε ὁ σεβασμὸς πρὸς τὶς φυσικὲς ἀρετὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ γνώση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν μειώθηκε καὶ ἡ ἔμπρακτη ἐργασία τους σχεδὸν ἐξαφανίστηκε. Ἡ ὑλιστικὴ ζωὴ κυριαρχεῖ καὶ ἡ πνευματικὴ ζωὴ τρεμοσβήνει. Οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις καὶ οἱ βιοτικὲς μέριμνες καταβροχθίζουν τὸν χρόνο μας. Δὲν ἔχουμε καιρὸ οὔτε νὰ σκεφτοῦμε τὸν Θεό. «Ἐπειδὴ θὰ πληθύνει ἡ κακία, θὰ ψυχρανθεῖ ἡ ἀγάπη τῶν πιὸ πολλῶν», κι ἐκείνων ἀκόμα ποὺ θὰ ἀγαποῦσαν θερμὰ τὸν Θεό, ἂν τὸ κακὸ δὲν ἦταν τόσο διάχυτο, ἂν τὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα διαβόλου δὲν εἶχαν τόσο πολλαπλασιαστεῖ.
Δικαιολογημένη ἦταν ἡ λύπη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Πιὸ δικαιολογημένη εἶναι ἡ λύπη τοῦ χριστιανοῦ τοῦ καιροῦ μας, ποὺ βλέπει τὰ σατανικὰ δίχτυα. Εὔλογο εἶναι τὸ θρηνητικὸ ἐρώτημά του: “Κύριε, ποιὸς μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα καὶ νὰ σωθεῖ;”.
Τὴν ἀπάντηση τὴν ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν μεγάλο ὅσιο τῆς ἐρήμου: «Ἡ ταπεινοφροσύνη ξεφεύγει ἀπ’ αὐτὰ τὰ δίχτυα, ποὺ δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν!»(7).
Θεϊκὴ ἀπάντηση! Ἀπάντηση ποὺ διώχνει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε ἀμφιβολία. Ἡ ἀπάντηση αὐτὴ μὲ δυὸ λόγια ἀποκαλύπτει τὸν σίγουρο τρόπο κατατροπώσεως τοῦ ἐχθροῦ μας, τὸν σίγουρο τρόπο διαλύσεως τῶν πολύπλοκων παγίδων του, ποὺ στήνει μὲ μαεστρία χάρη στὴν πολυχρόνια καὶ καταχθόνια ἐμπειρία του.
Ἂς περιτειχίσουμε μὲ τὴν ταπείνωση τὸν νοῦ, μὴν ἀφήνοντάς τον νὰ κυνηγᾶ τὶς γνώσεις ἀνεξέλεγκτα καὶ ἀπερίσκεπτα. Ἂς τὸν φυλάξουμε ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν, ποὺ κρύβονται συχνὰ πίσω ἀπὸ τὸ ὄνομα καὶ τὸ προσωπεῖο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἂς τὸν κάνουμε νὰ ὑπακούει ταπεινὰ στὴν Ἐκκλησία, «ἀνατρέποντας ψεύτικους ἰσχυρισμοὺς καὶ καθετὶ ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ»(8). Ὅλος θλίψη, ὅλος δυσκολία εἶναι στὴν ἀρχὴ γιὰ τὸν νοῦ ὁ στενὸς δρόμος(9) τῆς ὑπακοῆς στὴν Ἐκκλησία. Τελικά, ὅμως, αὐτὸς ὁ δρόμος τὸν φέρνει στὴν εὐρυχωρία καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς πνευματικῆς γνώσεως. Μπροστὰ στὴν πνευματικὴ γνώση ἐξαφανίζονται ὅλες οἱ ἐνστάσεις τῆς σαρκικῆς καὶ τῆς ψυχικῆς λογικῆς ἐναντίον τῆς ἀκριβοῦς ὑποταγῆς στὴν Ἐκκλησία.
Ἂς μὴν ἐπιτρέπουμε στὸν νοῦ μας τὴ μελέτη πνευματικῶν βιβλίων πέρα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν συντάξει οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ συγγραφεῖς γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχει σαφὴς ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία ὅτι ἀποτελοῦν ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅποιος μελετᾶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων αὐτῶν συγγραφέων, ὁπωσδήποτε κοινωνεῖ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ οἰκοῦσε μέσα τους καὶ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα τους. Ὅποιος, ἀντίθετα, μελετᾶ τὰ συγγράμματα τῶν αἱρετικῶν, ἔστω κι ἂν αὐτοὶ ἀποκαλοῦνταν ἅγιοι, κοινωνεῖ μὲ τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς πλάνης(10) καί, δείχνοντας τὸν κρυφὸ ἐγωισμό του μὲ τὴν ἀνυπακοὴ στὴν Ἐκκλησία πέφτει στὰ δίχτυα τοῦ κοσμοκράτορα.
Τί νὰ κάνουμε μὲ τὴν καρδιά μας; Αὐτὴ τὴν ἀγριελιὰ ἂς τὴν μπολιάσουμε μ’ ἕνα κλαδάκι ἀπὸ ἥμερη καὶ καρποφόρα ἐλιά, ἂς τὴν κεντρίσουμε μὲ τὰ χαρακτηριστικά τοῦ Χριστοῦ, ἂς τῆς μεταδώσουμε τὴν εὐαγγελικὴ ταπείνωση, ἂς τὴν ἀναγκάσουμε νὰ οἰκειωθεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ διαπιστώσουμε τότε τὴν ἐναντίωσή της στὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἀκατάπαυστη ἀντιλογία της στὶς θεῖες ἐντολές, τὴν πεισματικὴ ἀνυποταξία της στὸν Κύριο. Σ’ αὐτὴ τὴν ἀντίδραση τῆς καρδιᾶς μας θὰ δοῦμε σὰν σὲ καθρέφτη τὴν πτώση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴ δική μας πτώση. Βλέποντάς την, ἂς κλάψουμε μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ Πλάστη καὶ Σωτήρα μας, ἂς πονέσουμε λυτρωτικά. Καὶ ὅσο δὲν θεραπευόμαστε ἀπὸ τὰ πάθη, ἂς παραμένουμε σ’ αὐτὸν τὸν πόνο. Γιατί «καρδιὰ συντριμμένη καὶ ταπεινωμένη δὲν θὰ τὴν ἐγκαταλείψει ὁ Θεὸς»(11), δὲν θὰ τὴν ἀφήσει στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ Θεός, ὡς Πλάστης μας καὶ ἀπόλυτος Κύριός μας, μπορεῖ νὰ ἀναπλάσει τὴν καρδιά μας, ἂν αὐτὴ ἀδιάλειπτα Τὸν ἱκετεύει μὲ δάκρυα καὶ νὰ τὴ μεταβάλει ἀπὸ καρδιὰ φιλάμαρτη σὲ καρδιὰ φιλόθεη, ἁγία.
Ἂς φυλᾶμε συνεχῶς τὶς σωματικές μας αἰσθήσεις, μὴν ἀφήνοντας τὴν ἁμαρτία νὰ περνᾶ μέσ’ ἀπ’ αὐτὲς στὸ ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς. Ἂς χαλιναγωγήσουμε τὰ φιλοπερίεργα μάτια μας καὶ τὰ φιλοπερίεργα αὐτιά μας. Ἂς ἐπιβάλουμε σκληρὴ τιμωρία στὴ γλώσσα μας, τὸ μικρὸ αὐτὸ μέλος τοῦ σώματος ποὺ προκαλεῖ τόσο ἰσχυροὺς σεισμούς. Ἂς ταπεινώσουμε τὶς ἄλογες σαρκικὲς ὁρμὲς μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἀγρυπνία, τὸν σωματικὸ κόπο, τὴ συχνὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὴν ἀδιάλειπτη καὶ προσεκτικὴ προσευχή. Πόσο λίγο διαρκοῦν οἱ σωματικὲς ἀπολαύσεις! Καὶ μὲ πόση δυσοσμία τελειώνουν! Ἀπεναντίας, ὅταν τὸ σῶμα, περιτειχισμένο μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ φύλαξη τῶν αἰσθήσεων, λουσμένο στὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας καὶ ἁγιασμένο μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, γίνεται μυστικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅλες οἱ ἀπόπειρες τοῦ ἐχθροῦ γιὰ τὴν παγίδευση τοῦ ἀνθρώπου ἀποτυχαίνουν.
Ἡ ταπεινοφροσύνη καταστρέφει ὅλα τὰ δίχτυα τοῦ διαβόλου, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξουν! Ἀμήν.
__________________
Σημειώσεις:
1. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, ἀπόφθεγμα ζ΄. Ἀββᾶ Δωροθέου, ὅ.π., Β΄, 26. 2. Ἐφ. 4:14. 3. Κολ 2:18. 4. Βλ. Γεν. 2:16-17 3:1-6. 5. Βλ. Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου. ὅ.π., ΙΕ΄, 40. 6. Ματθ. 24:12. 7. Πρβλ. Τὸ Γεροντικόν, ὅ.π. 8. Β΄ Κορ. 10:4-5. 9. Πρβλ Ματθ. 7:14. 10. Πρβλ. Ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Βιβλίον Α΄. Περὶ διακρίσεως. 11. Πρβλ. Ψαλμ. 50:19.

(Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov “Ἀσκητικὲς Ἐμπειρίες”, τόμος Β΄, ἐκδ. Παρακλήτου)
http://theomitoros.blogspot.

Το νόημα της ζωής


Γράφει ο Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης

Μερικοί λένε πως η ζωή μας είναι αρκετά σύντομη. Νομίζουμε όμως πως από μόνοι μας συντομεύουμε το χρόνο της ζωής μας από την κατάχρηση, την παράχρηση και την ηθοφθορία.
Αν τη ζωή τη χρησιμοποιήσουμε με σεβασμό, περίσκεψη και φειδώ είναι σίγουρα αρκετά μεγάλη. Ο άνθρωπος γενικά δεν εκτιμά τον χρόνο, τον αφήνει να κυλά ανεκμετάλλευτα, τον σπαταλά εύκολα, δεν τον αξιοποιεί, δεν τον χρησιμοποιεί χρήσιμα. Οι άνθρωποι ζουν συχνά ως επιγείως αθάνατοι. Δεν εξαγοράζουν τον καιρό, παρά το ότι οι ημέρες είναι αρκετά πονηρές. Ο χρόνος μακραίνει όσο ο άνθρωπος αυξάνεται πνευματικά, όσο πλησιάζει το βάθος και την ιερότητα του νοήματος της ζωής.

Μερικοί γέρασαν χωρίς να ζήσουν όντας γέροι και νέοι γέρασαν προτού να μεγαλώσουν. Φοβούνται τον θάνατο, παρότι δε γνωρίζουν να ζήσουν. Χάνουν τη ζωή μέσα από τα χέρια τους δίχως να τη ζήσουν. Δεν ξέρουν ούτε τι είναι ζωή, ούτε τι είναι θάνατος, ούτε πιο είναι το ουσιαστικό νόημα της ζωής του ανθρώπου. Τον θάνατο πιο πολύ τον φοβούνται όσοι ελέγχονται από τη συνείδησή τους, όσοι δεν βελτίωσαν την πνευματική τους ταυτότητα, όσοι παρασύρθηκαν από τις ηδονές του βίου. Η πνευματικότητα του ανθρώπου αντιστέκεται ισχυρά στη φθορά και στη βλαπτικότητα που μπορεί να προκαλέσει ο χρόνος. Η γαλήνη στην ψυχή του ανθρώπου μπορεί να σκηνώσει μόνιμα μόνον κατόπιν σκληρού διωγμού της κακίας. Η εμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια θα συνδράμει σημαντικά σ’ αυτή την επίτευξη.
Ο φιλόσοφος Σενέκας λέγει πως «το θέμα όμως δεν είναι ότι έχουμε λίγο χρόνο ζωής, αλλά ότι σπαταλάμε μεγάλο μέρος του». Αν ο άνθρωπος παρασυρθεί στο κυνηγητό της ηδονής, της πολυτέλειας, της δόξας και της ευδαιμονίας δεν θα καταλάβει πώς πέρασε μια ολόκληρη ζωή. Η ακόρεστη φιλοχρηματία, η μέθη, η οκνηρία, η φιλοδοξία, η απληστία, η ραδιουργία ταλαιπωρούν πολύ τον εραστή τους. Τα πάθη δεν αφήνουν τον εργάτη τους να δει την αλήθεια. Οι απολαύσεις καθηλώνουν τον άνθρωπο χαμηλά και δεν τον αφήνουν να ανυψωθεί από τα γήινα. Πολλοί θαυμάζουν τους πλούσιους, δεν γνωρίζουν όμως τι φουρτουνιασμένες θάλασσες κουβαλούν μέσα τους. Πολλοί λίγοι θα μπορούσαν άνετα να πουν πως είναι ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους αρκετά. Δεν του έδωσαν τον χρόνο που δίκαια ήθελε, δεν τον άκουσαν προσεκτικά, δεν τον είδαν κατάματα, δεν τον ανέκριναν αυστηρά, δεν τον γνώρισαν ποτέ καλά. Για αυτό δεν ήσουν ήρεμος, ατάραχος, άφοβος και υπομονετικός. Λησμονήσαμε για τα καλά ότι είμαστε θνητοί και περαστικοί από εδώ.
Όσο και αν ξεγελά με διάφορους τρόπους ο άνθρωπος τον εαυτό του, πάντα κατά βάθος θα ζητά την πραγματική ανάπαυση. Ένας σοφός ρωμαίος αυτοκράτορας χαιρόταν και μόνο στη σκέψη του πότε θα απαλλαγεί του μεγαλείου του θρόνου του για να αναπαυθεί αληθινά. Όταν ο άνθρωπος ασχολείται με πολλά, μεριμνά και τυρβάζει, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί κάπου και να αποδώσει, δεν έχει καιρό να ζήσει ελεύθερα. Πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι από το παρελθόν και το παρόν. Προσπαθούν να ζήσουν ένα καλύτερο μέλλον, δίχως να κάνουν όμως τίποτε το σημαντικό γι’ αυτό. Η ζωή κυλά και ο άνθρωπος βυθισμένος στις πολλές ασχολίες του δεν τον παρατηρεί. Απορεί πώς πέρασαν τόσο γρήγορα τόσα χρόνια. Πιο σύντομη βρίσκουν τη ζωή σίγουρα οι πολυάσχολοι άνθρωποι.
Στη ζωή δίνουμε εξετάσεις. Αν νικήσαμε τα πάθη μας, αν αγαπήσαμε την αγάπη, αν μισήσαμε την κακία, αν γνωρίσαμε τον εαυτό μας, αν συναντήσαμε τον Θεό. Τότε έχουμε βρει τον σκοπό, τον στόχο, το νόημα της ζωής. Έχουμε κερδίσει τις εξετάσεις. Αισθανόμεθα μύρο αιωνιότητος. Δε φοβόμαστε τον θάνατο. Δε μας κουράζει η ζωή. Μετανοούμε Ελπίζουμε. Χαιρόμαστε.
Από «Μακεδονία», 28/08/2011
http://theomitoros.blogspot.

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας


Τῌ ΤΕΤΑΡΤῌ ΤΗΣ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν 
κ΄ 1 - 8 
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διδάσκοντος τοῦ Ἰησοῦ τὸν λαὸν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εὐαγγελιζομένου ἐπέστησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς σὺν τοῖς πρεσβυτέροις καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν λέγοντες· Εἰπέ ἡμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην; ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ εἴπατέ μοι· τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ συνελογίσαντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες ὅτι ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ, διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, πᾶς ὁ λαὸς καταλιθάσει ἡμᾶς· πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι. καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι πόθεν. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 

Νεοελληνική απόδοση:
Ὅταν μίαν ἡμέραν ἐδίδασκε τὸν λαὸν εἰς τὸν ναὸν καὶ ἐκήρυττε τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα, τὸν ἐπλησίασαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς μαζὶ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοῦ εἶπαν, «Πές μας μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνεις αὐτὰ καὶ ποιός σοὺ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν αὐτήν;». Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Θὰ σᾶς κάνω καὶ ἐγὼ μίαν ἐρώτησιν: πέστε μου, τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;». Αὐτοὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν ποῦμε, «Απὸ τὸν οὐρανόν», θὰ μᾶς πῇ, «Γιατὶ δὲν ἐπιστέψατε σ’ αὐτόν;». Ἐὰν ποῦμε «Απὸ τοὺς ἀνθρώπους», ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς λιθοβολήσῃ, διότι εἶχε πεισθῆ ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι προφήτης». Ἀπεκρίθησαν ὅτι δὲν γνωρίζουν ἀπὸ ποῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».

Η εορτή της ημέρας


Ὁ Ἅγιος Παράμονος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ 370 σὺν αὐτῷ Μάρτυρες

Μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους 370 χριστιανοὺς στὰ μέσα του 3ου μ.Χ. αἰώνα, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος, ποὺ εἶχε κάνει πολλοὺς φόνους χριστιανῶν.
Τότε λοιπόν, κοντὰ στὸν ποταμὸ Τίγρη ὑπῆρχαν ἰαματικὰ λουτρά. Στὰ λουτρὰ αὐτὰ εἶχε πάει καὶ ἕνας φανατικὸς λάτρης τῶν εἰδώλων, ὁ ἄρχων Ἀκυλίνος. Ὅταν ἔκανε θυσίες στὸ ναὸ τῆς Ἴσιδος, ἔδωσε διαταγὴ νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὲς ὁ Παράμονος καὶ ἄλλοι 370 χριστιανοί, ποὺ εἶχαν συλληφθεῖ καὶ τοὺς κρατοῦσαν φυλακισμένους. Ὅλοι ὅμως ἀρνήθηκαν. Καὶ ἐνῶ γίνονταν οἱ εἰδωλολατρικὲς θυσίες, οἱ πιστοί του Χριστοῦ ἔψαλλαν «ψαλμοὶς καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαὶ πνευματικαί», στὸν Σωτήρα τους.
Ὁ Ἀκυλίνος, ἐξαγριωμένος ἀπὸ τὴν στάση τους, διέταξε νὰ τοὺς σκοτώσουν. Ὅρμησαν ἐναντίον τους οἱ στρατιῶτες, καὶ κτυπώντας τους μὲ τὶς λόγχες, καταξέσχισαν τὰ σώματά τους. Ἔτσι, μαρτυρικὰ καὶ ἔνδοξα παρέδωσαν ὅλοι τὴν γενναία ψυχή τους στὸ στεφανοδότη Χριστό.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παράμονον μέλψωμεν, σὺν Φιλουμένῳ πιστοί, ὡς θείους θεράποντος, καὶ Ἀθλητὰς εὐκλεεῖς, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· τοῦτον γὰρ φερωνύμως, ὡς φιλήσαντες ἄγαν, ᾔσχυναν δι’ ἀγώνων, παρανόμων τὸ κράτος, αἰτοῦντες πταισμάτων λύσιν, πᾶσι καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Ὡς στρατευθέντες Χριστῷ διὰ πίστεως, τὰς τῶν ἐχθρῶν διεκόψατε φάλαγγας, καὶ νίκης τὸ στέφος δεξάμενοι, σὺν Παραμόνῳ θεόφρον Φιλούμενε, Ἀγγέλων ἰσότιμοι ὤφθητε.

Μεγαλυνάριον.
Νόμοις παραμένοντες ἱεροῖς, Παράμονε μάκαρ, καὶ Φιλούμενε Ἀθλητά, φίλοι τοῦ Σωτῆρος, ἐδείχθητε ἐν ἄθλοις, ἀχλὺν παρανομίας διασκεδάσαντες.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


"Ὅταν οἱ Θεῖοι νόμοι ὑβρίζονται καί ἐμεῖς διατελοῦμε ἐν σιγῇ καί ἀδιαφορία, τότε, ἡ κόλαση μᾶς περιμένει." 

Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Ερωτήματα για την αγάπη


(Γέροντας Ευστράτιος Γκολοβάνσκι)

Μου φαίνεται ότι κανένας δεν με αγαπάει, γι’ αυτό νιώθω ένα κενό στην ψυχή μου. Τι μου συμβαίνει;
Απάντηση: Οι σημερινοί άνθρωποι υποφέρουν πολύ και παθαίνουν πολλά, επειδή θέλουν να τους αγαπούν και όχι να αγαπούν. Αλλά ο Κύριος είπε, «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιω. 13:34), ακόμα και τους εχθρούς σας (Ματθ. 5:44), όχι να ζητάτε αγάπη από τους άλλους. Τέτοια απαίτηση είναι εγωιστική, φίλαυτη. Μη νοιάζεσαι, λοιπόν, αν σε αγαπούν. Αγαπάς εσύ τον Χριστό και τους ανθρώπους; Αν τους αγαπάς πραγματικά, δεν θα νιώθεις στην ψυχή σου κανένα κενό, αλλά, απεναντίας, πληρότητα ειρήνης και χαράς.
Υπάρχει καλή και κακή αγάπη προς τον εαυτό μας;

Απάντηση: Ναι. Η καλή αγάπη ταυτίζεται με την επιθυμία και τον αγώνα αποκτήσεως της αιώνιας ζωής, με την επιδίωξη δηλαδή της σωτηρίας της ψυχής, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυρίου μας και της Εκκλησίας Του. Η αγάπη αυτή είναι χρέος μας, αφού ο Θεός τόσο μας αγάπησε, «ώστε παρέδωσε στο θάνατο τον μονογενή Του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια» (Ιω. 3:16). Πολύ συχνά το Ευαγγέλιο μας παραγγέλλει να φροντίζουμε για την αιώνια σωτηρία μας (βλ. λ.χ. Ματθ. 16:26, Λουκ. 13:24). Δεν είναι, βέβαια, ενάντια στο θέλημα του Θεού και η φροντίδα για την ευημερία στην πρόσκαιρη τούτη ζωή, φτάνει να κινείται στα πλαίσια του ευαγγελικού νόμου.
Η κακή αγάπη προς τον εαυτό μας είναι η φιλαυτία, που επιδιώκει την εμπαθή ικανοποίηση των επιθυμιών μας, συχνά σε βάρος των συνανθρώπων μας και με παράβαση του θείου νόμου.
Ο χριστιανός πάνω από τον εαυτό του βάζει πάντα τον Θεό και δίπλα στον εαυτό του βάζει πάντα τον πλησίον, γιατί δεν ξεχνάει τα λόγια του Χριστού: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο, τον Θεό σου, μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και η πιο μεγάλη εντολή. Και δεύτερη εξίσου σπουδαία: Ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου. Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και οι προφήτες» (Ματθ. 22:37-40).

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της αληθινής αγάπης προς τον πλησίον;
Απάντηση: Η αληθινή αγάπη προς τον πλησίον είναι πρώτα-πρώτα καθαρή, ειλικρινής και ανυπόκριτη, όπως τονίζουν οι κορυφαίοι απόστολοι στις επιστολές τους. Έτσι, ο απόστολος Παύλος γράφει στους χριστιανούς της Ρώμης: «Η αγάπη σας να είναι ανυπόκριτη» (Ρωμ. 12:9). Ο απόστολος Πέτρος παραγγέλλει: «Τώρα που, υπακούοντας στον αληθινό Θεό, έχετε καθαρίσει τις καρδιές σας με το Άγιο Πνεύμα, να αγαπάτε ειλικρινά ο ένας τον άλλο· η αγάπη σας να είναι ολόψυχη και να βγαίνει από καθαρή καρδιά» (Α’ Πέτρ. 1:22).
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της αληθινής αγάπης το σημειώνει σε μιαν επιστολή του ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Παιδιά μου, ας μην αγαπάμε με λόγια και ωραίες φράσεις, αλλά έμπρακτα και αληθινά» (Α’ Ιω. 3:18). Με έργα, λοιπόν, αποδεικνύεται η γνησιότητα της αγάπης. Ο απόστολος Ιάκωβος γράφει σχετικά: «Ας πάρουμε την περίπτωση που κάποιος αδερφός ή κάποια αδερφή δεν έχουν ρούχα να ντυθούν και στερούνται το καθημερινό τους φαγητό. Αν κάποιος από σας τους πει, «Ο Θεός μαζί σας! Εύχομαι και ρούχα να βρείτε και φαγητό να χορτάσετε», ποιο το όφελος, αν δεν τους δώσει τα απαραίτητα που χρειάζεται το σώμα;» (Ιακ. 2:15-16).
Τρίτο χαρακτηριστικό της αληθινής αγάπης είναι η πνευματικότητα. Γιατί μπορεί μεν η αγάπη μας προς τον πλησίον να είναι ειλικρινής και ανυπόκριτη αλλά σαρκική, να πηγάζει δηλαδή από ακάθαρτα πάθη ή εγκόσμια συμφέροντα. Από μια τέτοιαν αγάπη προέρχονται αργά ή γρήγορα συμφορές και μεταμέλειες. Η γνήσια, η χριστιανική αγάπη έχει πηγές καθαρές, την αγάπη προς τον Θεό και την υπακοή στις εντολές Του. «Αν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου», είπε ο Κύριος (Ιω. 14:15). «Όπως σας αγάπησα εγώ, έτσι να αγαπάτε εσείς ο ένας τον άλλο» (Ιω. 13:34).
Η αληθινή αγάπη προς τον πλησίον δεν είναι ένα χλιαρό αίσθημα, αλλά φωτιά που κατακαίει τη φιλαυτία και εμπνέει την αυτοθυσία. Όποιος αγαπάει αληθινά, θυσιάζει για το καλό του πλησίον ακόμα και τη ζωή του, σύμφωνα με το παράδειγμα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. «Γιατί τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στο θάνατο τον μονογενή Του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια» (Ιω. 3:16). «Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη από κείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του» (Ιω. 15:13).

(Από το βιλίο: Γέροντος Ευστρατίου (Γκολοβάνσκι), “Απαντήσεις σε ερωτήματα χριστιανών”. Ιερά Μονή Παρακλήτου, 2012. Ερωτήσεις 113, 138, 149.)
http://theomitoros.blogspot.

Η επιλογή


BrunoFerrero               
Ένας άντρας ένιωθε να καταπιέζεται έντονα από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη ζωή του και παραπονέθηκε στον μέντορά του.
«Δεν μπορώ να το αντέξω! Αυτή η ζωή έχει γίνει αφόρητη!»
Ο μέντοράς του πήρε μια χούφτα στάχτη και την έριξε σ’ ένα ποτήρι γεμάτο με καθαρό νερό που είχε πάνω στο τραπέζι για να πιει, λέγοντας:
«Αυτά είναι τα βάσανά σου!»

Το νερό στο ποτήρι θόλωσε και αχρηστεύτηκε. Ο μέντορας το πέταξε. Στη συνέχεια  γέμισε ξανά τη χούφτα του με στάχτη, όπως την προηγούμενη φορά, άνοιξε το παράθυρο και την εκσφενδόνισε στη θάλασσα. Η στάχτη διασκορπίστηκε αυτοστιγμεί αλλά η θάλασσα παρέμεινε όπως ακριβώς ήταν και πριν.
«Βλέπεις, του είπε, κάθε μέρα πρέπει να αποφασίζεις αν θα είσαι ένα ποτήρι νερό ή  η θάλασσα. Υπάρχουν πάρα πολλές μικρές καρδιές γύρω μας, πάρα πολλές μικρές διστακτικές ψυχές, πάρα πολλά φτωχά μυαλά και παράλυτα χέρια. Μία από τις πλέον σοβαρές ελλείψεις της εποχής μας είναι το θάρρος. Όχι η ανόητη ψευτοπαλληκαριά και αναίσθητη απερισκεψία αλλά το πραγματικό θάρρος στην αντιμετώπιση κάθε προβλήματος, ώστε ήρεμα να λες: «Κάπου σίγουρα υπάρχει μια λύση και θα ψάξω να τη βρω!»

(Απόδοση από τα Ιταλικά: Αθ. Αστ. Γκάτζιος)
http://theomitoros.blogspot.

Οι εμμονές είναι ο χειρότερος εχθρός για την πνευματική ελευθερία


Οι εμμονές είναι ο χειρότερος εχθρός για την πνευματική ελευθερία. Μένω σε κάτι, το σκέφτομαι, με κατατρώγει και με εμποδίζει να δω το παρόν, να δω την προσωπική μου αλήθεια. Αν δεν μπορώ να την δω, πώς θα αντικρίσω τον Χριστό; 

Αν δεν την γνωρίζω, πώς θα ελευθερωθώ γνωρίζοντας την Αλήθεια του Χριστού; Έρχονται πολλοί άνθρωποι στην εξομολόγηση. Ομολογούν την αμαρτία τους κι ο Χριστός την συγχωρεί, όμως το γεγονός της πτώσης συνεχίζει να τους κατατρώγει.

Η αλήθεια είναι ότι πέσαμε και πέφτουμε -κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητο… Κι εμείς απέναντι σ’ αυτό τι κάνουμε; Φανερώνονται δύο δρόμοι: ο πρώτος είναι της εμμονής -που γεννά μέσα μας την ενοχή- και ο άλλος είναι της ενθύμησης.

Σίγουρα εξομολογηθήκαμε, όμως ουσιαστικά αυτό είναι το σημείο που φανερώνεται ο Σταυρός του Χριστού στη δική μου ζωή. Αυτός που δεν φταίει για τίποτε, σταυρώνεται για να εξαργυρώσει τα λάθη όλων μας, που φταίμε και γνωρίζουμε. 

Ο καθένας βέβαια περισσότερο ή λιγότερο, ξέρουμε καλά ότι παρ’ ότι μας αρέσει να αποποιούμαστε τις ευθύνες, όλο και κάπου φταίμε. Ο Χριστός σήκωσε στο Σταυρό ό, τι μας σκλαβώνει, ακόμα και τις χειρότερες εμμονές μας.

Το βλέπουμε στον Μεγάλο Κανόνα: πόσες πτώσεις, πόσες απομακρύνσεις απ’ το Θεό! Η απομάκρυνση είναι κατάσταση, δεν μετράται ποσοτικά. Ή απομακρύνομαι από τον Θεό, είτε όχι. Αυτό είναι η αμαρτία -μολονότι πέφτουμε συχνά στην πλάνη ενός είδους καταλογράφησής της. 

Αυτό είναι το δώρο του Μεγάλου Κανόνα: η σύνταξη παραδειγμάτων απομάκρυνσης από το Θεό. Πρόσωπα από την ανθρώπινη ιστορία που έπεσαν, με την πτώση αυτή να μη σημαίνει το τέλος, αλλά την όντως αρχή για μετάνοια. Αυτό είναι μετάνοια, η μεταμόρφωση του νου.

Στην αλλαγή της ζωής μας, ας μη κουβαλάμε τις ενοχές του παρελθόντος. Σταυρώθηκε ο Χριστός για ‘μας! Ο Άγ. Σιλουανός ο Αθωνίτης λέγει: “Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι”, που θα πει: έπεσες, μα προχώρα. Μην έχεις ενοχές, απλά να θυμάσαι τις πτώσεις και τα λάθη σου. 

Θυμήσου πως σε σήκωσε ο Θεός, πως γνώρισες την Αλήθεια! Αυτό θα πει ενθύμηση: Άδης είναι τα σκοτάδια μας, θυμήσου πως ήσουν, στην εξορία που διάλεξες, πόσο έρημος και μόνος! Ολόκληρος μια κυριαρχία εμμονών.

Ας αφήσουμε τις εμμονές και τις ενοχές ως προνόμιο μιας κοινωνία που ξεχνά τον Χριστό, γιατί πάνω σ’ αυτές ανδρώνεται. Οι χριστιανοί γνωρίζουμε την Αλήθεια ολάκερη.

Στην Εκκλησία, στην οποία ο Χριστός μας κάλεσε, ενοχή δεν υπάρχει: ας έχουμε το νου μας στον Άδη… και θα λουστούμε από Φως!

http://inpantanassis.blogspot.

Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας


Τῌ ΤΡΙΤῌ ΤΗΣ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν 
ιθ΄ 45 - 48 
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας ἐν αὐτῷ καὶ ἀγοράζοντας λέγων αὐτοῖς· Γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς ἐστιν· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. Καὶ ἦν διδάσκων τὸ καθ' ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ· οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι καὶ οἱ πρῶτοι τοῦ λαοῦ, καὶ οὐχ εὕρισκον τὸ τί ποιήσουσιν· ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων. 

Νεοελληνική απόδοση:
Καὶ ὅταν ἐμπῆκε εἰς τὸν ναόν, ἄρχισε νὰ βγάζῃ ἔξω ἐκείνους ποὺ ἐπωλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν καὶ τοὺς ἔλεγε, «Εἶναι γραμμένον ὅτι ὁ οἶκος μου εἶναι οἶκος προσευχής, ἀλλὰ σεῖς τὸν ἐκάνατε φωληὰ ληστῶν». Καὶ κἀθε ἡμέραν ἐδίδασκε εἰς τὸν ναόν, οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ προύχοντες τοῦ λαοῦ ἐζητοῦσαν νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν, ἀλλὰ δὲν ἤξεραν τί νὰ κάνουν, διότι ὅλος ὁ λαὸς τὸν ἄκουε μὲ μεγάλην προσοχήν.

Η εορτή της ημέρας


Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ὁμολογητής ὁ Νέος

Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, Ἰωάννης καὶ Ἄννα, τὸν ἀνέθρεψαν κατὰ τὸν καλύτερο χριστιανικὸ τρόπο. Ὅταν μεγάλωσε, μορφώθηκε ἀρκετὰ καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενος στὸ περίφημο ὄρος τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου.
Ὅταν ξέσπασε ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων, ὄχι μόνο δὲ συμμορφώθηκε μὲ τὶς αὐτοκρατορικὲς διαταγές, ἀλλὰ καὶ χαρακτήρισε αἱρετικοὺς τοὺς εἰκονομάχους βασιλεῖς.
Καταγγέλθηκε στὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο τὸν Κοπρώνυμο, ὁ ὁποῖος ἤλπιζε μὲ τὴν προσωπική του ἐπιβολή, ὅταν τὸν ἔφερνε μπροστά του, νὰ δαμάσει τὸ φρόνημα τοῦ Στεφάνου. Συνέβη ὅμως τὸ ἀντίθετο. Ὁ Στέφανος, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ «πολλὴν παρρησίαν ἐν πίστει τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», δηλαδὴ μὲ πολλὴ παρρησία καὶ θάρρος στὸ νὰ διακηρύττει τὴν πίστη ποὺ ὁμολογοῦν ὅσοι εἶναι σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἤλεγξε αὐστηρὰ κατὰ πρόσωπο τὸν Κοπρώνυμο. Αὐτὸς τότε τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ καὶ μετὰ ἀπὸ μέρες διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν.
Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακή, ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν καὶ νὰ τὸν κτυποῦν μὲ βαρεία ρόπαλα. Ἕνα ἰσχυρὸ κτύπημα στὸ κεφάλι ἔδωσε τέλος στὴ ζωὴ τοῦ Στεφάνου, τὸ 767 μ.Χ. Κατόπιν τὸ σῶμά του τὸ ἔριξαν στὴν θάλασσα, ἀλλὰ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ ποὺ τὸ βρῆκαν ὅταν τὰ κύματα τὸ ἔφεραν στὴν παραλία, τὸ ἔθαψαν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, ἐνδεδειγμένος, σκεῦος γέγονας, δικαιοσύνης, διαπρεπῶν ταῖς σεπταῖς ἀναβάσεσι· καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα σεβόμενος, μαρτυρικῆς ἠξιώθης φαιδρότητος. Θεῖε Στέφανε, ἐν ὅπλῳ ἡμᾶς στεφάνωσον, τῆς θείας εὐδοκίας τοὺς ὑμνοῦντάς σε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τὸν τῆς Τριάδος ἐραστὴν καὶ μύστην ἔνθεον
Ὡς ἐν ἀσκήσει καὶ ἀθλήσει διαλάμψαντα
Στεφανώσωμεν τῶν ὕμνων τῷ θείῳ στέφει·
Τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὸ ἐκτύπωμα σεβόμενος
Τῶν ἀνόμων καταβέβληκε τὸ φρύαγμα.
Ὅθεν εἴπωμεν, χαίροις ἔνδοξε Στέφανε.

Μεγαλυνάριον.
Αἷμα τῆς ἀθλήσεως τῆς σεπτῆς, ἱδρῶσι κεράσας, θεοφόρε ἀσκητικοῖς, ὡς εὔπνοον μύρον, τὴν παναγίαν κρᾶσιν, προσήγαγες τῷ Λόγῳ, Ὅσιε Στέφανε.