Κυριακή 31 Μαΐου 2020

«Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΧΑΡΙΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ»


- Γέροντα, πως μπορείς να αντιμετωπίσεις τον άλλον, όταν είναι νευριασμένος;

- Με την υπομονή!

- Και αν δεν έχεις;

- Να πας να αγοράσεις! Πουλάνε στα σούπερ-μάρκετ!… Κοίταξε, όταν ο άλλος είναι μπουρινιασμένος, ό,τι και να του πεις, δεν γίνεται τίποτε. Καλύτερα εκείνη την στιγμή να σιωπήσεις και να λες την ευχή. Με την ευχή θα καλμάρει ο άλλος, θα ηρεμήσει και θα μπορέσεις μετά να συνεννοηθείς μαζί του. Βλέπεις, και οι ψαράδες δεν πάνε να ψαρέψουν, αν δεν έχει μπουνάτσα· κάνουν υπομονή, ώσπου να καλωσυνέψει ο καιρός.

- Που οφείλεται, Γέροντα, η ανυπομονησία των ανθρώπων;

- Στην πολλή… εσωτερική τους ειρήνη! Ο Θεός την σωτηρία των ανθρώπων την κρέμασε στην υπομονή. «Ο υπομείνας εις τέλος, σωθήσεται», λέει το Ευαγγέλιο. ΓΙ’ αυτό δίνει δυσκολίες, διάφορες δοκιμασίες, για να ασκηθούν στην υπομονή οι άνθρωποι.

Η υπομονή ξεκινά από την αγάπη. Για να υπομείνεις τον άλλον, πρέπει να τον πονέσεις. Και βλέπω πως με την υπομονή σώζεται η οικογένεια. Είδα θηρία να γίνονται αρνιά. Με την εμπιστοσύνη στον Θεό τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά και πνευματικά. Μια φορά, όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, είχα δει στην Κόνιτσα μια γυναίκα που έλαμπε το πρόσωπό της. Ήταν μητέρα πέντε παιδιών. Μετά θυμήθηκα ποια ήταν. Ο άνδρας της ήταν μαραγκός και έπαιρνε πολλές φορές δουλειές μαζί με τον μάστορά μου.

Μια κουβέντα του έλεγαν οι νοικοκυραίοι, λ.χ. «μαστρο-Γιάννη, μήπως αυτό να το κάνουμε έτσι;», γινόταν θηρίο. «Εμένα θα μου κάνεις τον δάσκαλο;», τους έλεγε. Έσπαζε τα εργαλεία του, τα πετούσε και έφευγε. Αφού παρατούσε την δουλειά του και τα έσπαζε όλα σε ξένα σπίτια, καταλαβαίνεις στο σπίτι του τι έκανε! Αυτή λοιπόν ήταν του μαστρο-Γιάννη γυναίκα. Με αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούσες μια μέρα να καθίσεις, και αυτή χρόνια ζούσε μαζί του. Κάθε μέρα περνούσε μαρτύριο, και όμως όλα τα αντιμετώπιζε με πολλή καλοσύνη και έκανε υπομονή. Επειδή ήξερα την κατάσταση στο σπίτι, όταν την συναντούσα, την ρωτούσα: «Τι κάνει ο κυρ-Γιάννης; Δουλεύει;».

«Ε, πότε δουλεύει, πότε κάθεται λιγάκι!». «Πως τα περνάτε;». «Πολύ καλά, Πάτερ!», μου έλεγε. Και το έλεγε με την καρδιά της. Δεν υπολόγιζε που έσπαζε τα εργαλεία του -και αξίας εργαλεία- ούτε που αναγκαζόταν η καημένη να ξενοδουλεύει, για να τα βγάλουν πέρα. Βλέπετε με πόση υπομονή, με πόση καλοσύνη και με πόση αρχοντιά τα αντιμετώπιζε όλα! Ούτε τον κατηγορούσε καθόλου! Γι’ αυτό ο Θεός την χαρίτωσε και έλαμπε το πρόσωπό της. Μεγάλωσε και τα πέντε παιδιά της και έγιναν πολύ καλά παιδιά. Μπόρεσε και κράτησε και τα παιδιά της.

- Γέροντα, πως μπορούσε να δικαιολογεί τον άνδρα της;

- Με έναν καλό λογισμό: «Άνδρας μου είναι, έλεγε, θα πει και καμιά κουβέντα. Και εγώ, αν ήμουν στην θέση του, μπορεί να έκανα τα ίδια». Εφήρμοζε το Ευαγγέλιο, γι’ αυτό ο Θεός έστελνε την θεία Χάρη Του. Και αν κοσμικοί άνθρωποι κάνουν υπομονή και χαριτώνονται, πόσο μάλλον πρέπει να κάνουμε υπομονή εμείς οι μοναχοί, που έχουμε όλες τις προϋποθέσεις, όλες τις δυνατότητες για πνευματική ζωή.

Όπως έχω καταλάβει, τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, όχι μόνο στις οικογένειες αλλά και στα κράτη, γίνονται από τιποτένια πράγματα. Στην οικογένεια πρέπει ο ένας να ταπεινώνεται στον άλλον, να μιμείται τις αρετές του, αλλά και να ανέχεται τις ιδιοτροπίες του. Για μια τέτοια αντιμετώπιση πολύ βοηθάει να σκέφτεται κανείς ότι ο Χριστός θυσιάσθηκε για τις αμαρτίες μας και μας ανέχεται όλους, δισεκατομμύρια ανθρώπους, αν και είναι αναμάρτητος -ενώ εμείς, όταν ταλαιπωρούμαστε από τις ιδιοτροπίες των άλλων, εξοφλούμε αμαρτίες.

Τα οικονομάει έτσι ο Καλός Θεός, ώστε ο ένας, με το χάρισμα που έχει, να βοηθάει τον άλλον, και, με το κουσούρι που έχει, να ταπεινώνεται στον άλλον. Γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει τα χαρίσματά του, αλλά έχει και μερικά κουσούρια και πρέπει να αγωνίζεται να τα κόψει.

Έδωσα ένα ξεσκόνισμα σε κάποιον! Να δείτε υπακοή που του κάνει η γυναίκα του, αν και έχει πολλές ικανότητες! μπροστά της εκείνος είναι ένα παιδί. Αυτή, με την υπακοή που κάνει, συνέχεια δέχεται, αποθηκεύει, θεία Χάρη, ενώ εκείνος με τον εγωισμό του συνέχεια διώχνει την θεία Χάρη και αδειάζει. Τελικά ποιος είναι κερδισμένος; Βλέπεις, το μυστικό είναι η ταπείνωση. Όλη η βάση εκεί είναι. Υπακοή, ταπείνωση. Αν εκείνος αναγνώριζε την αδυναμία του και ζητούσε βοήθεια από τον Θεό, θα ερχόταν και σ’ αυτόν η θεία Χάρις.

Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης

Το Αποστολικό και Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής


† Κυριακῇ 31 Μαΐου 2020 (τῶν Ἁγίων 318 Πατέρων τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου)
Τὸ Εὐαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην 
Κεφ. ιζ' : 1-13

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς, τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν Υἱόν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς· τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ Πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξη ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. ᾿Εφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου· σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. Νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ᾿Εγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περί τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι. Καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι, καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. Καὶ οὐκ έτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. Ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ, ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.

Ὁ Ἀπόστολος
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. κ' : 16-18, 28-36

᾿Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινε ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο. 

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


Να με συγχωρήτε τέκνα μου, αγράμματος άνθρωπος είμαι, δεν ξέρω τίποτα να σας πω, μόνον που έχω πίστη στον Θεόν και ταπείνωση…

...Βλέπετε, παιδιά μου, «όπου ο θησαυρός ημών εκεί και η καρδία ημών», λέει ο Χριστός. Και πρέπει ο καθ΄ ένας μας να προσηλώνεται στα Θεία, να προσεύχεται .
Ευχόμεθα και δεόμεθα, πάντοτε να βάζη ο Θεός το χέρι Του και στην Εκκλησία μας και στο κράτος και στον κόσμο, διότι οι μέρες είναι πολύ πονηρές και πολύ δύσκολα χρόνια. Ας φωτίζη ο Θεός όλον τον κόσμο.
Ευτυχώς υπάρχουν και καλοί Χριστιανοί. Αν (παλαιά) υπήρχαν οι δέκα, δεν θα καταστρέφονταν τα Σόδομα και τα Γόμορρα, οι πόλεις, αλλά δυστυχώς ούτε 10 δεν υπήρχαν. Ε! τώρα υπάρχουν εδώ πολλοί Χριστιανοί πιστοί, ευλαβείς, κοντά στον Θεό …
Βλέπω καθημερινώς πλήθη λαού περνάνε από το Μοναστήρι.
Την περασμένη βδομάδα είχαν περάσει επτά πούλμαν. Πολύς κόσμος, ο κάθε άνθρωπος είχε τον σταυρό του, άλλος είχε καρδιά, άλλος είχε τον καρκίνο, άλλος είχε το χέρι του, άλλος είχε το πόδι του, άλλος είχε, με συγχωρείτε, το κεφάλι του, πολλές αρρώστιες στον κόσμο, πάρα πολλές αρρώστιες αλλά με την βοήθεια του Θεού, με την προσευχή μας θα τις περάσουμε με πολλή υπομονή…
Και όταν βλέπουμε τόσα και τόσα θαύματα που κάνει ο Θεός, πρέπει να πλησιάζουμε περισσότερο κοντά στον Θεό. Εγώ που ζω μέχρι σήμερα, είμαι ζωντανός από τους Αγίους, διότι οι Άγιοι έχουν παρρησία στον Θεό, πρεσβεύουν όπως ο άγιος Δαυΐδ, ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος, όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Τους τιμούμε, τους ευλαβούμεθα, γι’ αυτό ήρθατε σ’ αυτόν τον άγιο προορισμό και με την θεία Λειτουργία που κάνουμε, τιμούμε τον Θεό και τους Αγίους.

Μου έλεγε ένας ιερομόναχος, ένας ευλαβέστατος Γέροντας: «Πάτερ, λέει, όταν τελείται θεία Λειτουργία σ’ έναν τόπο, όλος ο κόσμος εδώ αγιάζεται, όλη η περιφέρεια αγιάζεται από την θεία Λειτουργία».
Προχθές πέρασε πολύς κόσμος. Ρωτάω κάποιους:
–Πηγαίνετε στην Εκκλησία;
–Δεν πάμε…, είπαν.
–Γιατί, παιδιά μου, δεν πάτε στην Εκκλησία; Απ’ την μέρα που γεννιόμαστε μέχρι την μέρα που θα φύγουμε, η ζωή μας περνά από την Εκκλησία.
–Ε! πάμε, παπά, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, τι θες άλλο να σου πούμε;
–Με συγχωρείτε, δεν είναι μόνο το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Όταν ο Χριστιανός δεν πηγαίνει τρεις Κυριακές στην Εκκλησία χωρίζεται! Εκτός αν υπάρχη τόσο μεγάλη ανάγκη, με συγχωρείτε, μπορεί να είναι άρρωστος, μπορεί να καίγεται το σπίτι και να σηκωθή να το σβήση, τότε συγχωρεί ο Θεός…
–Ε! τα Χριστούγεννα και το Πάσχα πάμε στην Εκκλησία και τίποτα άλλο… Χαίρετε, χαίρετε…
Και τίποτα άλλο δεν είπανε, για Εκκλησία να μην ακούσουν.
Στην Εκκλησία όμως βρίσκουμε την παρηγορία, βρίσκουμε την υγεία μας, βρίσκουμε την σωτηρία της ψυχής μας.

Υπάρχουν πολλά άσχημα στον κόσμο, αρρώστιες, δοκιμασίες, θλίψεις, στεναχώριες και όλα αυτά πάντοτε (να τα αντιμετωπίζουμε) με την προσευχή.
Ο Χριστός που ήταν Θεός και άνθρωπος και πάλι εκείνος προσευχότανε και νήστευσε και τώρα λέμε δεν υπάρχει νηστεία. Μα πώς δεν υπάρχει νηστεία; Νηστεία υπάρχει!
Είναι εντολή του Θεού, η πρώτη εντολή που έδωσε ο Θεός ήταν η νηστεία… στον Αδάμ και στην Εύα. Και Εκείνος ο Ίδιος ενήστευσε.

Έρχεται μια γυναίκα και μου λέει ότι ο γαμπρός της της έλεγε ότι οι καλόγηροι νηστεύουνε, για τους καλογήρους είναι αυτά, δεν υπάρχει αμαρτία αν δεν νηστεύης, και έρχεται η γυναίκα και μου το είπε.
Να πης, λέω, στον γαμπρό σου ότι υπάρχει νηστεία. Πώς δεν υπάρχει; Στο Ευαγγέλιο ο Χριστός μας λέει, «ει μη εν προσευχή και νηστεία…».
Πρώτα–πρώτα ο Χριστός μας ενήστευσε και δεν ενήστευσε όπως νηστεύουμε εμείς σήμερα.
Εκείνος που ήταν Θεός και άνθρωπος νήστευσε σαράντα μέρες και εμείς σήμερα να μην νηστεύσουμε, που (εμείς) νηστεύομε για τις αμαρτίες μας.

Προ ημερών με πήρε μια γυναίκα από την Αθήνα τηλέφωνο και μου λέει: «Πάτερ μου, μου πονεί η μέση μου, δεν ξέρω αν είναι από τον πονηρό ή από τον Θεό».
Της λέω:
«Τέκνο μου, τώρα, είτε του πονηρού είναι, είτε ο Θεός επιτρέπει, να κάνης υπομονή όπως ο Ιώβ. Είδες ο Ιώβ τι υπόμεινε;
Ε! παιδί μου, κοίταξε.
Όσο άρρωστος και να είναι κανείς, με συγχωρείτε, και να νευριάσης και να πης ωχ! τι έπαθα, μα γιατί παίρνω τα φάρμακα και θα πάω να σκοτωθώ, τίποτα δεν κάνεις, χειρότερα γίνεσαι…
Με την ηρεμία, με την πραότητα, με την προσευχή ιδιαιτέρως, θα σε βοηθήση η χάρις του Θεού…

Πηγή: “Ο Γέρων Ιάκωβος. Διηγήσεις-Νουθεσίες-Μαρτυρίες.”

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Κυριακή του Τυφλού στη Μονή Επανωσήφη (Φώτο)

















Προσευχή με υπομονή


Γέροντα, μένει ψυχρή η καρδιά μου στην προσευχή.

Είναι γιατί ο νους δεν δίνει τηλεγράφημα στην καρδιά. Ύστερα στην προσευχή χρειάζεται να εργασθεί κανείς· δεν μπορεί από την μια στιγμή στην άλλη να φθάσει σε κατάσταση, ώστε να μη φεύγει καθόλου ο νους του. Θέλει υπομονή. Βλέπεις, άλλος χτυπάει την πόρτα, ξαναχτυπάει, περιμένει, και μετά ανοίγει η πόρτα. Εσύ θες να χτυπήσεις μια και να μπεις μέσα. Δεν γίνεται έτσι.

Στην προσευχή χρειάζεται επιμονή. «Και παρεβιάσαντο αυτον» (Λουκ. 24, 25), λέει το Ευαγγέλιο για τους δύο Μαθητές που συνάντησαν τον Χριστό στον δρόμο προς Εμμαούς. Έμεινε ο Χριστός μαζί τους, γιατί είχαν μια συγγένεια με τον Χριστό και το δικαιούνταν. Είχαν ταπείνωση, απλότητα, καλοσύνη, θάρρος με την καλή έννοια, όλες τις προϋποθέσεις, γι’ αυτό και ο Χριστός έμεινε μαζί τους.

Πρέπει να προσευχόμαστε με πίστη για κάθε ζήτημα και να κάνουμε υπομονή, και ο Θεός θα μιλήσει. Γιατί, όταν ο άνθρωπος προσεύχεται με πίστη, υποχρεώνει τον Θεό κατά κάποιο τρόπο για την πίστη του αυτή να του εκπληρώσει το αίτημά του. Γι’ αυτό, όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό, να μη «διακρινώμεθα» και θα εισακουσθούμε. «Να έχετε πίστη χωρίς να διακριθείτε» (Ματθ. 21, 21), είπε ο Κύριος. Ο Θεός ξέρει να μας δώσει αυτό που ζητούμε, ώστε να μη βλαφτούμε πνευματικά.

Μερικές φορές ζητούμε κάτι από τον Θεό, αλλά δεν κάνουμε υπομονή και ανησυχούμε. Αν δεν είχαμε δυνατό Θεό, τότε να ανησυχούσαμε. Αλλά αφού έχουμε Θεό Παντοδύναμο και έχει πάρα πολλή αγάπη, τόση που μας τρέφει και με το Αίμα Του, δεν δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε.

Μερικές φορές δεν αφήνουμε ένα δύσκολο θέμα μας στα χέρια του Θεού, αλλά ενεργούμε ανθρώπινα. Όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό και κλονίζεται η πίστη μας και θέλουμε να ενεργήσουμε ανθρωπίνως στα δυσκολοκατόρθωτα, χωρίς να περιμένουμε την απάντηση στο αίτημά μας από τον Θεό, είναι σαν να κάνουμε αίτηση στον βασιλέα Θεό και την παίρνουμε πίσω, την ώρα που Εκείνος απλώνει το χέρι Του, για να ενεργήσει.

Τον παρακαλούμε πάλι, αλλά και πάλι κλονίζεται η πίστη μας και ανησυχούμε και επαναλαμβάνουμε το ίδιο. Έτσι διαιωνίζεται η ταλαιπωρία μας. Κάνουμε δηλαδή σαν εκείνον που κάνει μια αίτηση στο Υπουργείο και ύστερα από λίγο μετανιώνει και την αποσύρει. Ξαναμετανιώνει, την υποβάλλει· μετά από λίγο πάλι την αποσύρει. Η αίτηση όμως πρέπει να μείνει, για να παίρνει την σειρά της.

«Λόγοι Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Β΄», εκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα 19:1-8
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο ἐν τῷ τὸν ᾿Απολλὼ εἶναι ἐν Κορίνθῳ Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη ἐλθεῖν εἰς ῎Εφεσον· καὶ εὑρὼν μαθητάς τινας εἶπε πρὸς αὐτούς· εἰ Πνεῦμα ῞Αγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα ῞Αγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν. Εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· εἰς τί οὖν ἐβαπτίσθητε; οἱ δὲ εἶπον· εἰς τὸ ᾿Ιωάννου βάπτισμα. Εἶπε δὲ Παῦλος· ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον. Ἦσαν δὲ οἱ πάντες ἄνδρες ὡσεὶ δεκαδύο. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγὴν ἐπαρρησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς διαλεγόμενος, καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Νεοελληνική απόδοση:
Ἐνῷ ὁ Ἀπολλὼς ἦτο εἰς τὴν Κόρινθον, ὁ Παῦλος ἐπέρασε τὰ μεσόγεια μέρη καὶ ἦλθε εἰς τὴν Ἔφεσον. Ἐκεῖ εὑρῆκε μερικοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς ἐρώτησε, «Ἐλάβατε Πνεῦμα Ἅγιον, ὅταν ἐπιστέψατε;». Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Οὔτε κἂν ἔχομεν ἀκούσει ἂν ὑπάρχῃ Πνεῦμα Ἅγιον». Τότε τοὺς εἶπε, «Εἰς τί λοιπὸν ἐβαπτισθήκατε;» . Καὶ ἐκεῖνοι εἶπαν, «Εἰς τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου». Ὁ Παῦλος τότε εἶπε, «Ὁ Ἰωάννης ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας καὶ ἔλεγε εἰς τὸν λαὸν νὰ πιστέψουν εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ αὐτόν, δηλαδὴ εἰς τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν». Ὅταν ἄκουσαν αὐτό, ἐβαπτίσθηκαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ· καὶ ὅταν ὁ Παῦλος ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω τους, ἦλθε εἰς αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ μιλοῦσαν γλώσσας καὶ ἐπροφήτευαν. Ἦσαν δὲ ὅλοι περὶ τοὺς δώδεκα. Κατόπιν ὁ Παῦλος ἐπῆγε εἰς τὴν συναγωγήν, καὶ ἐπὶ τρεῖς μῆνες ἐμιλοῦσε μὲ θάρρος. Συζητοῦσε καὶ ἔπειθε τοὺς Ἰουδαίους περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


..Πρέπει οἱ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ
Κάθε ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς μέσα εἰς τὸν κόσμον ποὺ ἐξομολογεῖται εἰς τὸν πνευματικόν του πατέρα καὶ κοινωνεῖ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν νοερὰν προσευχήν, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με».
Ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ θεία κοινωνία δημιουργοῦν τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις διὰ νὰ ἐνεργήση ἡ χάρις τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἡ κάθαρσις τῆς ψυχῆς, ποὺ ἐπιτελεῖται διὰ τῆς Ἱερᾶς ἔξομολογησεως, θὰ καταστήσῃ τὴν ψυχὴν δεκτικὴν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀνάλογα πρὸς τὴν κάθαρσιν τῆς ψυχῆς ἔρχεται καὶ ὁ φωτισμὸς τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ἡ ψυχὴ εἰρηνεύει, χαίρεται, ἀγωνίζεται μὲ περισσότερη βία, μὲ μεγαλύτερη διάκρισι.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ ψυχή σας εὑρίσκεται εἰς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, ρίψετε αὐτὸν τὸν εὐλογημένον σπόρον εἰς τὸν καλλιεργημένον τόπον τῆς ψυχῆς σας. Ἀνοίξετε τὴν ψυχήν σας καὶ δεχθεῖτε την. Θὰ βλάστηση, θὰ ἀνθοφορήση καὶ θὰ καρποφορήση θαλεροὺς καρπούς, ποὺ δὲν σήπονται, ἀλλὰ εὐωδιάζουν καὶ ἀποθηκεύονται εἰς τὴν ἀποθήκην τοῦ Οὐρανίου Πατρός.
Ὅταν προφορικὰ λέγετε τὰ εὐλογημένα αὐτὰ λόγια τῆς εὐχῆς τὸ στόμα σας θὰ γλυκαίνεται, ἡ ψυχή σας θὰ χαίρεται καὶ θὰ εἶναι ὡς δένδρον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων καὶ δὲν θὰ λείψουν ποτὲ ἀπὸ αὐτὴν οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ὁ καρπὸς τὸν Ἁγίου Πνεύματος ἔστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. ε´, 22).
Πρέπει, λοιπὸν οἱ ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζόμενοι Χριστιανοὶ νὰ λέγουν τὴν εὐχὴν αὐτήν, ἢ αὐτὴ ἡ εὐχὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς;
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ καθηγητὴς τῆς νοερᾶς προσευχῆς, εἶχε ἕναν ὑποτακτικόν, Ἰὼβ τὸ ὄνομα, γηραλέον εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ ἁπλοῦν εἰς τοὺς τρόπους. Ἄκουσε μία ἡμέρα τὸν Ἅγιον Γρηγόριον ποὺ ἐδίδασκε καὶ ἔλεγε εἰς τοὺς προσκυνητάς, ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πάσης ἡλικίας καὶ πνευματικῆς καταστάσεως. Διότι, ἐὰν ἦταν ἀδύνατον νὰ γίνῃ αὐτό, δὲν θὰ προέτρεπε ὁ Θεός, διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νὰ εὔχωνται οἱ Χριστιανοὶ ἀδιαλείπτως.
Αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν ἔκαμε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Εἶχε φύγει τότε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εὑρίσκετο εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Ὁ Ἰὼβ ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν σκανδαλίσθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Γέροντά του: «Ἐμεῖς εἴμεθα μοναχοὶ καὶ ἔχομε χρόνον νὰ λέγωμεν αὐτὴν τὴν εὐχήν. Οἱ λαϊκοὶ ὅμως ποὺ ἔχουν τόσες μέριμνες καὶ ἀσχολίες μὲ τὴν οἰκογένειαν καὶ τὶς ἐργασίες τους, πῶς μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχουν αὐτό; Νομίζω πὼς ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς». Ὄχι, τοῦ λέγει, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ἐὰν ἦταν ἀκατόρθωτον, ὁ Θεὸς δὲν θὰ προέτρεπε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τό· «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α´ Θεσ. ε´, 17). Ἡ ρίζα καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Τὸν καιρὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δὲν ὑπῆρχον μοναχοί. Ἑπομένως, διὰ τοὺς εἰς τὸν κόσμον ἀγωνιζόμενους Χριστιανούς, ἀπευθύνει τὴν προτροπὴν αὐτὴν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περὶ τῆς προσευχῆς.
Ὁ Ἰὼβ ὅμως δὲν ἐπείθετο καὶ συνέχιζε νὰ ἐπιμένη εἰς τὴν γνώμην του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τὴν συζήτησιν καὶ ἐπῆγε νὰ ἡσυχάση εἰς τὸ κελλίον του. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ μοναχὸς Ἰὼβ.
Ὅταν ὅμως ὁ Ἰὼβ ἔφθασε εἰς τὸ κελλίον του, ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει: «Διατί ἀντιλέγεις καὶ δὲν πείθεσαι εἰς ὅσα λέγει ὁ Γρηγόριος; Εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ διδάσκει, διὰ τοῦτο νὰ ὑπάκουης εἰς αὐτὸν καὶ νὰ μὴν ἀντιλέγης».
Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν αὐτὴν τοῦ Ἀγγέλου ὁ Ἰὼβ συγκλονίσθηκε καὶ ἔτρεξε ἀμέσως πρὸς τὸν Ἅγιον Γρηγόριον καὶ τοῦ εἶπε τί ἀκριβῶς συνέβη. Ἔβαλε τότε μετάνοια, ἐζήτησε συγχώρησι καὶ εἶπε πὼς ἄλλη φορὰ δὲν θὰ ἀντιλέγη.
Ὁ Γέροντάς μας Ἐφραὶμ, μᾶς ἐδίδασκε νὰ λέμε εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν εὐχὴν προφορικά. Πρέπει νὰ λέμε συνέχεια μὲ τὸ στόμα: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἡ φωνὴ ἡ ὁποία βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα συγκεντρώνει τὸν νοῦν, ὁ ὁποῖος μετεωρίζεται καὶ ἀρχίζει τότε ὁ νοῦς νὰ προσέχη τὰ λόγια τῆς εὐχῆς.
Ὅταν ἔχετε χρόνο εἰς τὸ σπίτι σας καὶ τὴν ἀπαιτουμένη ἡσυχία ἀρχίσετε νὰ λέγετε μὲ κατάνυξι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Καθὼς περνάει ὁ χρόνος ἡ προφορικὴ αὐτὴ εὐχή, ἑλκύει τὸν νοῦν πρὸς τὰ ἔσω καὶ συγχρόνως δημιουργεῖται εἰς τὴν ψυχὴν ἕνα ἄλλο κλίμα. Αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ χαρά, εἰρήνη, γλυκύτητα εἰς τὸ στόμα. Δὲν θέλει καθόλου νὰ διακόπτῃ τὴν εὐχήν. Καὶ ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάζεται νὰ διακόψῃ τὴν εὐχήν, τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ ἡ ψυχὴ μέσα της ὡσὰν μιὰ ἔλλειψι.
Ὅταν ἀρχίσῃ νὰ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς, τότε μποροῦμε νὰ λέγωμεν τὴν εὐχὴν νοερά, δηλαδὴ μὲ τὸν νοῦν. Ἐὰν συνεχίσωμεν αὐτὸ τὸ ἱερὸν ἔργον μὲ συνέπεια καὶ τάξι καὶ λέγωμεν τὴν εὐχὴν ἄλλοτε μὲ τὸ στόμα ἐκφώνως καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν νοῦν, νὰ εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι θὰ αἰσθανθοῦμε μιὰ ἄλλη πνευματικὴν κατάστασιν μέσα μας.
Ὅταν ἡ οἰκοκυρὰ ἐργάζεται μέσα εἰς τὸ σπίτι της καὶ μαγειρεύει ἢ πλένει ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο κάνει, ἂς λέγη ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχὴν ἐκφώνως. Θὰ φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοὶ καὶ τὸ σπίτι της θὰ γίνῃ ἕνας αἰσθητὸς παράδεισος. Ὅλα τότε θὰ εἶναι ὄμορφα καὶ γαλήνια εἰς τὸ σπίτι της καὶ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, ὡσὰν ἕνα ἱερὸ ἄσμα, θὰ διαποτίζουν τὴν ψυχήν της καὶ ὅταν θὰ ἔλθουν τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ σχολεῖον καὶ ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, θὰ τοὺς ὑποδεχθῆ μὲ τὴν θερμότητα τῆς εὐχόμενης καρδίας της καὶ θὰ τοὺς ἀφαίρεση τὸν κόπον καὶ τὸ ἄγχος. Μόνον ἡ εὐχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ διώξη ἀπὸ τὸ σπίτι τὴν τηλεόραση ἢ νὰ τὴν ρυθμίση.
Ὁ Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Σπηλακύτης μᾶς συμβουλεύει μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια διὰ τὴν χρῆσιν τῆς εὐχῆς: «Ἡ εὐχὴ ἔτσι πρέπει νὰ λέγεται μὲ τὸν ἐνδιάθετον λόγον. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν δὲν τὴν ἔχει συνηθίσει ὁ νοῦς τὴν ξεχνᾶ. Γι᾿ αὐτὸ τὴν λέγεις, πότε μὲ τὸ στόμα καὶ πότε μὲ τὸν νοῦν. Καὶ αὐτὸ γίνεται μέχρις ὅτου τὴν χορτάσῃ ὁ νοῦς καὶ γίνῃ ἐνέργεια.
Ἐνέργεια λέγεται ἐκεῖνο ὅπου, ὅταν λέγης τὴν εὐχήν, αἰσθάνεσαι μέσα σου -χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι- καὶ θέλεις διαρκῶς νὰ τὴν λέγης. Λοιπόν, ὅταν παραλάβη τὴν εὐχὴν ὁ νοῦς καὶ γίνῃ αὐτὴ ὅπου σοῦ γράφω ἡ χαρά, τότε θὰ λέγεται μέσα σου ἀδιαλείπτως, χωρὶς τὴν ἰδικήν σου βίαν. Αὐτὸ λέγεται αἴσθησις - ἐνέργεια, ἐπειδὴ ἡ χάρις ἐνεργεῖ χωρὶς τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου. Τρώγει, περιπατεῖ, κοιμᾶται, ἔξυπνα καὶ μέσα φωνάζει τὴν εὐχήν. Καὶ ἔχει εἴρηνην καὶ χαράν» (7).
Εἰς τρεῖς τάξεις διαιρεῖται ἡ πνευματικὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ καθαρτική, ἡ δευτέρα ἡ φωτιστικὴ καὶ ἡ τρίτη ἡ τελειωτική. Ἡ καθαρτικὴ κατάστασις βοηθεῖ πολὺ τὸν ἄνθρωπον νὰ καθαρίσῃ τὴν καρδίαν του. Αὐτὴ ἡ καθαρτικὴ χάρις αὐξάνει πολὺ τὴν νοερὰν προσευχήν. Χαρίζει μετάνοια, ζῆλον πνευματικὸν καὶ ἀγωνίζεται μὲ πολλὴν ὄρεξιν ὁ ἄνθρωπος.
Ἐπειδὴ δὲν προσέξαμε εἰς τὴν ζωήν μας καὶ ὁ νοῦς δὲν ἀγρυπνοῦσε, διὰ νὰ μὴ περάσουν μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας ἐμπαθεῖς λογισμοί, ὁ χῶρος αὐτὸς τῆς καρδίας ἔχει γίνει ἀκάθαρτος ἀπὸ τοὺς λογισμούς.
Αὐτοὶ οἱ πονηροὶ καὶ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ ἀποτελοῦν, κατὰ τοὺς Πατέρας, τὸ σκότος τῆς ψυχῆς. Τὸ πνευματικὸν αὐτὸ σκότος μπορεῖ νὰ τὸ διάλυση μόνον ἡ νοερὰ Προσευχή, τὸ γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ γλυκύτατον καὶ πανίσχυρον Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας κάνει βαθειὲς τομὲς μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας καὶ ἐξέρχεται ὁ Ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Τὰ θανάσιμα πάθη καὶ τὰ πνευματικὰ ἕλκη δημιουργοῦν μιὰ δυσωδία εἰς τὸν χῶρον τῆς ψυχῆς. Βάθος μέγα ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ αὐτὸ τὸ σαρκικὸν ὄργανον, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν καρδίαν, διότι ἐκεῖ εὑρίσκονται ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς.

Ἐκ τῆς ἐκδόσεως: Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, ἔργον Ἱ. Μ. Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Πνευματική ζωή και θυσία


Δεν γίνεται πνευματική ζωή χωρίς θυσία, από την οποία βγαίνει η ανωτέρα χαρά και με την οποία συγγενεύουμε με το Χριστό. Όταν κάποιος αποφασίζει να κάνει πνευματική ζωή, το πρώτο που πρέπει να κάνει, είναι να πάρει διαζύγιο από τη λογική, εάν θέλει να προκόψει. Όλη η βάση στην πνευματική ζωή αυτή είναι: να ξεχνάω τον εαυτόν μου,να μην τον υπολογίζω, με την καλή έννοια και να σκέφτομαι τον άλλον, να συμμετέχω στον πόνο, στην δυσκολία του άλλου. Να μην κοιτάζω πως να ξεφύγω την δυσκολία, αλλά πως να βοηθήσω τον άλλον, πως να τον αναπαύσω. 

(Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης)

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα 18:22-28
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, κατελθὼν ὁ Παῦλος εἰς Καισάρειαν, ἀναβάς, καὶ ἀσπασάμενος τὴν Ἐκκλησίαν, κατέβη εἰς Ἀντιόχειαν· καὶ ποιήσας χρόνον τινά, ἐξῆλθε διερχόμενος καθεξῆς τὴν Γαλατικὴν χώραν καὶ Φρυγίαν, ἐπιστηρίζων πάντας τοὺς μαθητάς ᾿Ιουδαῖος δέ τις ᾿Απολλὼς ὀνόματι, ᾿Αλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς ῎Εφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς. Οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου· οὗτός τε ἤρξατο παρρησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ. Ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ ᾿Ακύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ. Βουλομένου δὲ αὐτοῦ διελθεῖν εἰς τὴν ᾿Αχαΐαν προτρεψάμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἔγραψαν τοῖς μαθηταῖς ἀποδέξασθαι αὐτόν· ὃς παραγενόμενος συνεβάλετο πολὺ τοῖς πεπιστευκόσι διὰ τῆς χάριτος· εὐτόνως γὰρ τοῖς ᾿Ιουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσίᾳ ἐπιδεικνὺς διὰ τῶν γραφῶν εἶναι τὸν Χριστὸν ᾿Ιησοῦν.

Νεοελληνική απόδοση:
 Ὅταν ἀποβιβάσθηκε εἰς τὴν Καισάρειαν, ἀνέβηκε καὶ ἐχαιρέτησε τὴν ἐκκλησίαν, καὶ ὕστερα κατέβηκε εἰς τὴν Ἀντιόχειαν. Ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ ὀλίγον καιρόν, ἔφυγε καὶ διήρχετο κατὰ σειρὰν τὴν χώραν τῆς Γαλατίας καὶ τὴν Φρυγίαν στηρίζων ὅλους τοὺς μαθητάς. Κάποιος Ἰουδαῖος ποὺ ὠνομάζετο Ἀπολλώς, Ἀλεξανδρινὸς τὴν καταγωγήν, εἶχε ἔλθει εἰς τὴν Ἔφεσον. Ἦτο ἀνὴρ εὔγλωττος καὶ δυνατὸς εἰς τὰς γραφάς. Αὐτὸς εἶχε κατηχηθῆ εἰς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου καὶ μὲ πνεῦμα θερμὸν ἐμιλοῦσε καὶ ἐδίδασκε μὲ ἀκρίβειαν τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Κύριον, ἂν καὶ ἐγνώριζε μόνον τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Ἐμιλοῦσε μὲ θάρρος εἰς τὴν συναγωγήν, ὅταν δὲ τὸν ἄκουσαν ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλα, τὸν ἐπῆραν κοντά τους καὶ τοῦ ἀνέπτυξαν ἀκριβέστερα τὴν διδασκαλίαν τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Ἀχαΐαν, οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἐνεθάρρυναν καὶ ἔγραψαν εἰς τοὺς ἐκεὶ μαθητὰς νὰ τὸν πιστέψει διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, διότι μὲ δύναμιν ἀνεσκεύαζε τοὺς Ἰουδαίους δημοσίᾳ καὶ ἐπεδείκνυε διὰ τῶν γραφῶν ὅτι ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


– Γέροντα, πῶς πρέπει νὰ χρησιμοποιῆ ὁ μοναχός τὰ σύγχρονα μέσα;
– Νὰ κοιτάξη νὰ ἔχη πάντα λίγο κατώτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ κόσμος. Ἐμένα μὲ ἀναπαύει νὰ χρησιμοποιῶ τὰ ξύλα γιὰ ζέστη, γιὰ μαγείρευμα καὶ γιὰ ἐργόχειρο. Ὅταν ὅμως ἔτσι ποὺ πᾶνε μὲ τὸ ἐμπόριο τῶν δασῶν μᾶς ἐξαφανίσουν τὰ ξύλα καὶ θὰ εἶναι δυσεύρετα, τότε θὰ χρησιμοποιήσω τὸ κατώτερο ποὺ θὰ χρησιμοποιῆ ὁ κόσμος, σόμπα πετρελαίου ἤ δὲν ξέρω τί ἄλλο θὰ εἶναι φθηνό καὶ ταπεινό γιὰ θέρμανση, γκαζιέρα γιὰ τὸ ἐργόχειρο κ.λπ.
– Πῶς μπορεῖ νὰ διακρίνει κανεὶς μέχρι ποιό σημεῖο εἶναι κάτι ἀπαραίτητο σ'ἕνα Κοινόβιο;
– Ἄν σκέφτεται κανεὶς μοναχικά, μπορεῖ νὰ τὸ βρῆ. Ἄν δὲν σκέφτεται μοναχικά, ὅλα ἀπαραίτητα εἶναι καὶ μετά γίνεται κοσμικός καὶ χειρότερος ἀπὸ κοσμικός. Σάν μοναχοί θὰ πρέπη νὰ ζήσουμε τουλάχιστον λίγο κατώτερα ἀπ' ὅ,τι στὸν κόσμο ἤ τουλάχιστον ὅπως ζούσαμε στὸν κόσμο.
Ὄχι νὰ ἔχω καλύτερα πράγματα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχα στὸ σπίτι μου. Τὸ Μοναστήρι κανονικά πρέπει νὰ εἶναι πιὸ φτωχό ἀπὸ τὸ σπίτι μου. Αὐτὸ βοηθάει ἐσωτερικά τὸν μοναχό καὶ βοηθάει καὶ τὸν κόσμο. Τὰ ἔχει κανονίσει ἔτσι ὁ Θεός, νὰ μή βρίσκουν ἀνάπαυση σ' αὐτὰ τὰ πράγματα οἱ ἄνθρωποι.
Ἄν τούς λαϊκούς τους βασανίζη αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἡ κοσμική, πόσο μᾶλλον τὸν μοναχό!
Ἄν βρισκόμουν σ' ἕνα πλούσιο σπίτι καὶ μοῦ ἔλεγε ὁ νοικοκύρης, «ποῦ θέλεις νὰ σὲ φιλοξενήσω, γιὰ νὰ εὐχαριστηθῆς, στὸ σαλόνι μὲ τὰ ἐπίσημα ἔπιπλα ἤ σ' ἕναν σταῦλο ποῦ ἔχω μὲ κάνα-δυὸ κατσίκες;», εἰλικρινά σᾶς λέω, ἐκεῖ στὸν σταῦλο μὲ τὰ κατσίκια θὰ ἐνίωθα μεγαλύτερη ἀνάπαυση.
Γιατί, ὅταν ξεκίνησα γιὰ καλόγερος, δὲν ἔφυγα ἀπὸ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ βρῶ καλύτερο σπίτι, νὰ βρῶ παλάτι. Ξεκίνησα γιὰ κάτι χειρότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶχα. Ἀλλιῶς δὲν κάνω τίποτε γιὰ τὸν Χριστό. Ἀλλά ἡ σημερινή λογική εἶναι αὐτή: «Καλά, θὰ μοῦ ποῦν, ἄν μείνης σὲ ἕνα παλάτι, σὲ τί θὰ βλάψη τὴν ψυχή σου; Ἐκεῖ στὸν στὰυλο θὰ μυρίζη ἄσχημα, ἐνῶ στὸ παλάτι θὰ ἔχη καὶ μία εὐωδία, θὰ μπορῆς νὰ κάνης καὶ καμμιά μετανοια». Πρέπει νὰ ὑπάρχη αἰσθητήριο πνευματικό. Βλέπεις, στὴν πυξίδα ἔχει καὶ τὸ ἕνα βέλος μαγνήτη καὶ τὸ ἄλλο μαγνήτη καὶ γυρίζει. Ὁ Χριστός ἔχει μαγνήτη, ἀλλὰ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ πάρουμε λίγο μαγνήτη, γιὰ νὰ γυρίζουμε πρὸς τὸν Χριστό.
Παλιά τί δυσκολίες ὑπῆρχαν στὰ Κοινόβια! Θυμᾶμαι, στὴν κουζίνα εἶχαν ἕνα καζάνι μεγάλο καὶ εἶχαν τὴν μανέλλα, γιὰ νὰ τὸ σηκώνουν. Μὲ τὰ ξύλα ἀναβαν φωτιά, γιὰ νὰ μαγειρέψουν. Πότε δυνατή φωτιά, πότε σιγανή, κολλοῦσαν τὰ φαγητά.
Ὅταν κολλοῦσαν τὰ ψάρια, εἶχαν μία ἀτσαλόσκουπα, γιὰ νὰ τὰ ξεκολλοῦν. Ἄντε νὰ μαζεύουμε μετά τὴν στὰχτη ἀπὸ τὴν φωτιά, νὰ τὴν βάζουμε σ' ἕνα πιθάρι ποὺ εἶχε μία τρύπα ἀπὸ κάτω, νὰ ρίχνουμε νερό νὰ κατασταλάξη ἡ ἀλισίβα, γιὰ νὰ πλύνουμε τὰ πιάτα. Τὰ χέρια γίνονταν χάλια. Καὶ τὸ νερό τὸ ἀνεβάζαμε μὲ τὸ μαγγάνι στὸ ἀρχονταρίκι.
Μερικά πράγματα ποὺ γίνονται σήμερα στὰ Μοναστήρια, δὲν δικαιολογοῦνται.

Εἶδα σ' ἕνα Μοναστήρι νὰ κόβουν τὸ ψωμί μὲ μηχανή. Δὲν ταιριάζει!

Νὰ εἶναι ἕνας ἄρρωστος ἤ φιλάσθενος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὸ ψωμί μὲ τὸ μαχαίρι, καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ κόψη, γιατί δὲν ὑπάρχει ἄλλος, τότε ἐκεῖνος, τέλος πάντων, δικαιολογεῖται. Ἀλλά νὰ βλέπης τώρα ἕναν γεροδεμένο νὰ κόβη τὸ ψωμί μὲ τὴν ρόδα! Αὐτός μπορεῖ νὰ δουλέψη κομπρεσέρ καὶ παίρνει τὴν ρόδα, γιὰ νὰ κόψη τὸ ψωμί, καὶ τὸ θεωρεῖ κατόρθωμα!
Κοιτάξτε στὰ πνευματικά νὰ προπορεύεσθε. Μή χαίρεσθε μ' αὐτὰ τὰ πράγματα, μηχανές, εὐκολίες κ.λπ.
Ἄν φύγη ἀπὸ τὸν Μοναχισμό τὸ πνεῦμα τῆς ἀσκήσεως, δὲν ἔχει νόημα μετά ἡ μοναχική ζωή. Ἄν βάζουμε τὴν εὐκολία πάνω ἀπὸ τὴν καλογερική, δὲν θὰ κάνουμε προκοπή. Ὁ μοναχός ἀποφεύγει τὶς εὐκολίες, γιατί δὲν τὸν βοηθᾶνε πνευματικά. Στὴν κοσμική ζωή δυσκολεύονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς εὐκολίες τὶς πολλές. Στὸν μοναχό, ἀκόμη καὶ ἄν ἔβρισκε σ' αὐτὰ ἀνάπαυση, δὲν ταιριάζει ἡ εὐκολία. Νὰ μή ζητοῦμε ἀνέσεις. Τὴν ἐποχή ποὺ ἔζησε ὁ Μέγας Ἀρσένιος δὲν ὑπῆρχαν οὔτε λούξ οὔτε τίποτε ἄλλο, ὑπῆρχαν ἐπίσημοι φανοί στὰ ἀνάκτορα μὲ λάδι πολύ λεπτό.
Δὲν μποροῦσε νὰ φέρη ἕναν τέτοιο φανό στὴν ἔρημο; Ἀλλά δὲν τὸ ἔκανε. Εἶχε ἕνα φιτίλι ἤ βαμβάκι καὶ λάδι ἀπ' αὐτὰ τὰ σπορέλαια, ὅ,τι εἶχαν τότε, καὶ αὐτὸ χρησιμοποιοῦσε.
Στὸ διακόνημα πολλές φορές δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας νὰ ἔχουμε μηχανές ἤ διάφορες ἄλλες εὐκολίες, γιὰ νὰ γίνη γρήγορα ἡ δουλειά καὶ νὰ ἀξιοποιηθῆ δῆθεν ὁ χρόνος μας στὰ πνευματικά, καὶ τελικά ζοῦμε πολυμέριμνη ζωή, μὲ ἄγχος, σάν κοσμικοί καὶ ὄχι σάν καλόγεροι. Ὅταν πῆγαν σ' ἕνα Μοναστήρι μερικοί νέοι μοναχοί, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκαναν, ἦταν νὰ πάρουν ταχυβραστῆρες, γιὰ νὰ ἔχουν χρόνο νὰ κάνουν πνευματικά, καὶ μετά κάθονταν μὲ τὶς ὧρες καὶ κουβεντίαζαν. Δὲν εἶναι
δηλαδή ὅτι τὶς εὐκολίες θὰ τὶς χρησιμοποιήσουν, γιὰ νὰ κερδίσουν χρόνο καὶ νὰ τὸν ἀξιοποιήσουν στὰ πνευματικά. Σήμερα μὲ τὶς εὐκολίες κερδίζουν χρόνο, καὶ χρόνο γιὰ προσευχή δὲν ἔχουν.

– Γέροντα, ἄκουσα νὰ λένε ὅτι καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης ἦταν προοδευτικός!
– Ναί, ἦταν προοδευτικός! Τέτοιου εἴδους προοδευτικότητα εἶχε σάν τὴν σημερινή!... Ἄς διαβάσουν τὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Ἄχ, εἶχαν φθάσει τούς ὀκτακόσιους, τούς χίλιους οἱ μοναχοί, καὶ πόσος κόσμος πήγαινε γιὰ βοήθεια! Πόσοι φτωχοί, νηστικοί πήγαιναν νὰ φᾶνε ψωμί, νὰ φιλοξενηθοῦν στὴν Λαύρα! Γιὰ νὰ τὰ βγάλη πέρα ὁ Ἅγιος εἶχε πάρει δυὸ βόδια γιὰ τὸν μύλο ἄς πάρουν καὶ αὐτοί σήμερα
βόδια! Ἀναγκάσθηκε νὰ κάνη φοῦρνο, σύγχρονο γιὰ τὴν ἐποχή του, γιὰ νὰ δίνη ψωμί στούς ἀνθρώπους. Οἱ βυζαντινοί αὐτοκράτορες τὰ Μοναστήρια τὰ εἶχαν προικίσει μὲ περιουσίες, γιατί ἦταν σάν Φιλανθρωπικά Ἱδρύματα. Τὰ Μοναστήρια τὰ ἐφτίαχναν, γιὰ νὰ βοηθιέται πνευματικά καὶ ὑλικά ὁ κόσμος. Γι' αὐτὸ ἔδιναν δωρεές οἱ αὐτοκράτορες.
Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλα θὰ χαθοῦν καὶ θὰ παρουσιασθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεό χρεωμένοι, ἐμεῖς κανονικά οἱ μοναχοί ἔπρεπε νὰ ἔχουμε ὄχι αὐτὰ ποὺ πετᾶνε οἱ σημερινοί ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ ἄχρηστα ποὺ πετοῦσαν τὴν παλιά ἐποχή οἱ πλούσιοι στούς λάκκους. Δύο πράγματα νὰ θυμάστε, πρῶτα ὅτι θὰ πεθάνουμε, ὕστερα ὅτι ἴσως πεθάνουμε ὄχι μὲ φυσιολογικό θάνατο, καὶ πρέπει νὰ εἶστε ἕτοιμες νὰ πεθάνετε μὲ ἀφύσικο θάνατο. Ἄν θυμάστε αὐτὰ τὰ δύο, ὅλα θὰ πᾶνε καλά καὶ ἀπὸ πνευματική πλευρά καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλη πλευρά. Ὅλα μετά βρίσκουν τὸν δρόμο τους.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου:
ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»

Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Ο Ιησούς Χριστός, το φως του κόσμου


 Ο εκ γενετής Τυφλός όχι μόνον δεν γεννήθηκε τυφλός, αλλά και χωρίς οφθαλμούς.  Ο Κύριος δεν του χαρίζει μόνον το φως των οφθαλμών του, αλλά πλάθει νέους οφθαλμούς εκ πηλού.  Και εδώ είναι το μέγα θαύμα! 

Εδώ πιστοποιείται, ότι ο Ιησούς είναι ο Αυτός Θεός, που στην αρχή της δημιουργίας έλαβε το χώμα της γης και έπλασσε τον άνθρωπο.  Και αφού φύσηξε πνοή στο πρόσωπό του, τον κατέστησε “ψυχήν ζώσαν”.  Ο ίδιος Θεός και εδώ φτιάχνει από πηλό και δημιουργεί νέους οφθαλμούς, χαρίζοντας στον εκ γενετής Τυφλό, το φως το αισθητό, που τόσο πολύ στερήθηκε.

 Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, είναι το Φως του κόσμου.  Είναι Αυτός, που φωτίζει και αγιάζει τη ζωή μας, και μας καθοδηγεί στο να πράττουμε πάντοτε το σωστό.    Χωρίς το Χριστό ο άνθρωπος ζει μέσα στο σκοτάδι της αγνωσίας.  Χωρίς το Χριστό, όση μόρφωση κι αν αποκτήσει κανείς, όσα πλούτη και δόξα, παραμένει κάτω από την κυριαρχία της αμαρτίας, που σκοτίζει και μαυρίζει την όλη ύπαρξή του.

Η αμαρτία και τα αμαρτωλά πάθη τυφλώνουν τους πνευματικούς οφθαλμούς της ψυχής.  Ο άνθρωπος της αμαρτίας, αν και έχει  σωματικούς οφθαλμούς και βλέπει το φως το αισθητό, παραμένει τυφλωμένος και δεν θεωρεί το νοητό φως των θείων αποκαλύψεων.  Εκείνος, που αιχμαλωτίζεται από τα πάθη της αμαρτίας, γίνεται σκλάβος της αμαρτίας.  Στερεί από τον εαυτό του την πραγματική του ελευθερία, που χαρίζει μόνον ο Άγιος Θεός.

Για να απολαύσουμε τη θέα των θείων Δωρεών του Θεού, οφείλομε να απομακρυνθούμε από την αιτία της πνευματικής τύφλωσης, την αμαρτία.  Όσο εμμένομε στις αμαρτωλές μας επιθυμίες, τόσο περισσότερο καθυστερούμε το φως να εισέλθει μέσα στο ναό της ψυχής μας.

Μπορούμε να παρομοιάσουμε την αμαρτία σαν ένα σκοτεινό σύννεφο, που επισκιάζει το πρόσωπο της γης και δεν αφήνει τις ακτίνες του ήλιου να φωτίσουν και να ζωογονήσουν τη ζωή.  Έτσι και η αμαρτία γίνεται το εμπόδιο, ώστε οι ακτίνες της θείας Χάριτος να μη φθάνουν μέχρι την ψυχή, ώστε να χαρίσουν την αιώνιο ζωή στον άνθρωπο.

Ο σημερινός εκ γενετής Τυφλός βρήκε το φως του κοντά στο Χριστό.  Γνώρισε το Χριστό και τον ομολόγησε Θεό Αληθινό.  Εμείς ακολουθώντας το δικό του παράδειγμα, ας πλησιάσουμε τον Ιησούν και ας Του ζητήσουμε να μας θεραπεύσει από τη δική μας πνευματική τύφλωση.  Ας Τον παρακαλέσουμε, να μας χαρίσει το Φως το νοητό, ώστε να βλέπουμε το δρόμο των αρετών επάνω στο οποίο οφείλομε να βαδίζουμε.  Ας Τον παρακαλέσουμε, να αποτινάξει από επάνω μας το βαρύ σκοτάδι των παθών, που μας βυθίζουν στο ανεξιχνίαστο σκοτάδι.  Ο Κύριος είπε: «Εάν το φως το εν σοί σκότος εστί, το σκότος πόσον»;  Ας Τον παρακαλέσουμε να μας χαρίσει την θεία Του ευσπλαγχνία και έλεος, ώστε διά των πρεσβειών της υπερευλογημένης δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των Αγίων να αξιωθούμε της εν Χριστώ σωτηρίας μας.  Αμήν.

ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ    
Τεύχος  31
Υπό Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα 17:1-9
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διοδεύσαντες οἱ Ἀπόστολοι τὴν ᾿Αμφίπολιν καὶ ᾿Απολλωνίαν ἦλθον εἰς Θεσσαλονίκην, ὅπου ἦν ἡ συναγωγὴ τῶν ᾿Ιουδαίων. Κατὰ δὲ τὸ εἰωθὸς τῷ Παύλῳ εἰσῆλθε πρὸς αὐτούς, καὶ ἐπὶ σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν, καὶ ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, ᾿Ιησοῦς ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. Καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν καὶ προσεκληρώθησαν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, τῶν τε σεβομένων ῾Ελλήνων πολὺ πλῆθος γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι. Προσλαβόμενοι δὲ οἱ ἀπειθοῦντες ᾿Ιουδαῖοι τῶν ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν, ἐπιστάντες τε τῇ οἰκίᾳ ᾿Ιάσονος ἐζήτουν αὐτοὺς ἀγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον· μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον τὸν ᾿Ιάσονα καί τινας ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας, βοῶντες ὅτι οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισιν, οὓς ὑποδέδεκται ᾿Ιάσων· καὶ οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι, ᾿Ιησοῦν. Ἐτάραξαν δὲ τὸν ὄχλον καὶ τοὺς πολιτάρχας ἀκούοντας ταῦτα, καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ ᾿Ιάσονος καὶ τῶν λοιπῶν ἀπέλυσαν αὐτούς.

Νεοελληνική απόδοση:
Ἀφοῦ ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν Ἄμφίπολιν καὶ τὴν Ἀπολλωνίαν, ἦλθαν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, ὅπου ὑπῆρχε συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων. Κατὰ τὴν συνήθειάν του ὁ Παῦλος τοὺς ἐπισκέφθηκε καὶ ἐπὶ τρία Σάββατα συζητοῦσε μαζί τους ἀπὸ τὰς γραφὰς καὶ τὰς ἑρμήνευε ἐξηγῶν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀναστηθῇ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. «Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε, ποὺ ἐγὼ σᾶς κηρύττω, εἶναι ὁ Μεσσίας». Μερικοὶ ἀπ’ αὐτούς, ἐπείσθησαν καὶ προσεκολλήθησαν εἰς τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν καὶ ἐπίσης μεγάλος ἀριθμὸς ἀπὸ θεοσεβεῖς Ἕλληνας καὶ πολλὰς γυναῖκας καλῆς κοινωνικῆς τάξεως. Ἀλλ’ οἱ Ἰουδαῖοι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἐπείθοντο ἐζηλοτύπησαν· ἐπῆραν μερικοὺς χυδαίους ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀγοράν, καὶ ἀφοῦ ὠργάνωσαν ὀχλαγωγίαν, ἐθορυβοῦσαν εἰς τὴν πόλιν, ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἰάσωνος καὶ τοὺς ἐζητοῦσαν διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν εἰς τὴν συνέλευσιν τῆς πόλεως. Ἀλλ’ ἐπειδὴ δὲν τοὺς εὑρῆκαν, ἔσυραν τὸν Ἰάσωνα καὶ μερικοὺς ἀδελφοὺς εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς πόλεως καὶ ἐφώναζαν, «Αὐτοὶ ποὺ ἀναστάτωσαν τὴν οἰκουμένην, ἦλθαν καὶ ἐδῶ, καὶ ὁ Ἰάσων τοὺς ἔχει ὑποδεχθῆ. Ὅλοι αὐτοὶ ἐνεργοῦν ἐνάντια πρὸς τὰς διαταγὰς τοῦ Καίσαρος, λέγοντες ὅτι ὑπάρχει ἄλλος βασιλεύς, ὁ Ἰησοῦς». Ὁ λαὸς καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς πόλεως ἐταράχθησαν ὅταν ἄκουσαν αὐτά, καὶ ἀφοῦ ἔλαβαν τὴν ἀνάλογον ἐγγύησιν ἀπὸ τὸν Ἰάσωνα καὶ τοὺς λοιπούς, τοὺς ἀπέλυσαν.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


Ἀκούσαμε τὴν ἱστορία τοῦ ἐκ γενετοῦς τυφλοῦ. Δὲν ἔχουμε ἐμπειρία τὶ εἶναι ἡ ἐκ γενετῆς τύφλωση, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε πῶς ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνδρας ποὺ ἦταν κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, πῶς ὁ κόσμος γύρω του ἦταν γι’αὐτὸν ὅπως ἕνας ἦχος μακρυνὸς, κάτι ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ φανταστεῖ, νὰ ἔχει εἰκόνα. Ἦταν φυλακισμένος μέσα στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα. Μποροῦσε νὰ ζήσει μὲ φανταστικὲς εἰκόνες, νὰ ἐπινοήσει ἕναν κόσμο, μποροῦσε μὲ τὴν ἀφὴ καὶ τὴν ἀκοὴ νὰ προσεγγίσει ὅ,τι ὑπῆρχε πραγματικὰ γύρω του· ἀλλὰ ἡ συνολικὴ πραγματικότητα τοῦ ἦταν ἀπρόσιτη .

Δὲν εἴμαστε τυφλοὶ ἀπὸ τὴ γέννηση μας, ἀλλὰ πόσοι ἀπὸ ἐμᾶς εἴμαστε κλεισμένοι στὸν ἑαυτό μας! Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἶναι τόσο ἀνοιχτὸς ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δεῖ ὅλο τὸν κόσμο στὴν εὐρύτητα του; Συναντοῦμε ἀνθρώπους, καὶ τοὺς βλέπουμε μὲ τὰ μάτια μας, ἀλλὰ σπάνια συμβαίνει νὰ βλέπουμε πέρα ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ σχήματα, τὰ χαρακτηριστικὰ, τὰ ροῦχα– πόσο συχνὰ μᾶς συμβαίνει νὰ κοιτάζουμε στὰ μάτια ἕνα πρόσωπο καὶ νὰ τὸ καταλαβαίνουμε; Γύρω μας ὑπάρχουν ἄνθρωποι καὶ κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικὸ γιὰ τὸν Θεὸ, ἀλλὰ γιὰ ἐμᾶς εἶναι; Δὲν εἶναι οἱ ἄνθρωποι γύρω μας ἁπλὰ ἄνθρωποι μὲ ὀνόματα, ἐπίθετα, ποὺ ἀναγνωρίζουμε ἀπο τὴν ἐμφάνιση, ἀλλὰ ποὺ στὴν οὐσία δὲν τοὺς γνωρίζουμε;

Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάσταση μας: εἴμαστε τυφλοί, κουφοί, ἀναίσθητοι στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, κι ὅμως, ἔχουμε κληθεῖ νὰ ἐρμηνεύουμε . Ὅταν συναντᾶμε ἕνα πρόσωπο, θὰ πρέπει νὰ τὸ προσεγγίζουμε ὅπως ἕνα μυστήριο, ὅπως συμβαίνει μὲ κάτι ποὺ μποροῦμε ν’ἀνακαλύψουμε μόνο μὲσα ἀπὸ μιὰ βαθιὰ σχέση, ἴσως μὲ τό λόγο, ἴσως μὲ τὴ σιωπή· μιὰ σχέση τόσο οὐσιαστικὴ, ὥστε νὰ γνωρίσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὄχι ὅπως μᾶς γνωρίζει ὁ Θεὸς, ἀλλὰ μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ ποὺ καταυγάζει τὰ πάντα καὶ τὸν καθένα μας χωριστά.

Καὶ ἀκόμα, μποροῦμε, ὁ καθένας μὲ τὴ δύναμη, καὶ τὰ χαρίσματα του, νὰ κάνουμε ὅ,τι καὶ ὁ Χριστὸς ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Τὶ εἶδε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ εἶδε ἦταν τὸ πρόσωπο τοῦ Σαρκωμένου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶδε δηλαδὴ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὅταν τὰ μάτια του συνάντησαν τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ, συνάντησαν τὴν θεϊκὴ τρυφερότητα, τὴ συμπόνια, τὸ βαθὺ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν κατανόηση. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ μποροῦσαν τόσοι πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ βλέπουν, ἄν καθὼς μᾶς συναντοῦσαν, ἔβλεπαν στὰ μάτια, στὸ πρόσωπο μας τὴν λάμψη τῆς εἰλικρινοῦς, νηφάλιας ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ὄχι συναισθηματικῆς, ἀλλὰ ὁρατῆς, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ δοῦν καὶ νὰ νοιώσουν. Καὶ πόσο πολὺ θὰ εἴμασταν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας ἀποκάλυψη κάθε μηνύματος ποὺ αὐτὸς ὁ κόσμος ἐκφράζει μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη, τὴν ὀμορφιά, τὴν ἐπιστήμη, μέσα ἀπὸ ὅλα τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ὀμορφιὰ προσλαμβάνεται καὶ διακηρύσσεται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους.

Ἀλλὰ τὸ κάνουμε; Μεριμνᾶμε γιὰ νὰ εἴμαστε φορεῖς τοῦ βάθους τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τοῦ νοήματος τῶν πραγμάτων γιὰ κάθε πρόσωπο ποὺ συναντᾶμε; Δὲν μᾶς ἀπασχολεῖ περισσότερο νὰ παίρνουμε ἀπὸ τὸ νὰ δίνουμε; Κι ὅμως, ὁ Ἅγιος Παῦλος, ποὺ γνώριζε τὶ σημαίνει παίρνω καὶ δίνω, εἶπε: « Εἶναι πιὸ εὐλογημένο νὰ δίνεις παρὰ νὰ παίρνεις». Κι ὅμως πόσες πολλὲς δωρεὲς εἶχε δεχτεῖ; Εἶχε ἐμπειρία τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, εἶχε δεχτεῖ τὸ χάρισμα τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς γνώσης, καὶ τῆς ἐμπειρίας τῆς Π.Διαθήκης καὶ τότε ὁ Χριστὸς τοῦ ἀποκαλύφθηκε: καὶ τὶ δὲν δέχτηκε! Κι ὅμως, εὐφραινόταν περισσότερο νὰ δίνει ἀπὸ τὸ νὰ παίρνει, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ κατέχει ὅλο τὸν πλοῦτο ποὺ ἦρθε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς του· ἤθελε νὰ τὸν μοιραστεῖ, νὰ τὸν προσφέρει, νὰ φωτίσει καὶ νὰ πυρπολήσει ἄλλες ζωὲς πέρα ἀπὸ τὴ δική του.

Ἄς σκεφτοῦμε πόσο πλούσιοι, πόσο πλούσια εἴμαστε προικισμένοι, πόσα πολλὰ μᾶς δόθηκαν νὰ βλέπουμε καὶ ν’ ἀκοῦμε καὶ ἄς συνειδητοποιήσουμε ταυτόχρονα πόσο τραγικὰ εἴμαστε κλεισμένοι στὸν ἑαυτό μας, ἐκτὸς ἄν σπάσουμε αὐτὸν τὸν τοῖχο γιὰ νὰ προσφέρουμε, τὸ ἴδιο γενναιόδωρα, τὸ ἴδιο πλούσια, τὸ ἴδιο ἄφθονα τὶς δωρεὲς καθὼς μᾶς ἔχουν προσφερθεῖ. Καὶ τότε πραγματικὰ, ἡ χαρά μας θὰ ἔχει ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ κανένας καὶ τίποτα δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ μᾶς τὴν ἀφαιρέσει. Ἀμὴν.

Αντώνιος Μπλούμ (Anthony Bloom), Μητροπολίτης του Σουρόζ

Πηγή : agiazoni.gr

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Είναι αδύνατον να ευτυχήσεις πραγματικά μακρυά από τον Θεό;


Βλέπεις τον εαυτό σου ευτυχισμένο και ακόμα βεβαιώνεις πως την ευτυχία σου την έφτιαξες μόνος σου, χωρίς τον Θεό και τους ανθρώπους.

Γι’ αυτό απωθείς την άποψη που πρεσβεύουμε, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος χρωστά προσευχή στον Θεό και ελεημοσύνη στον πλησίον του. «Ούτε προσευχές στον Θεό ούτε ελεημοσύνη στον πλησίον», λες και μ’ αυτό τείνεις να θεωρείς τον εαυτό σου ευτυχισμένο.

Για μένα πράγματι είναι αδύνατον να σκεφθώ την ευτυχία έξω από τον Θεό και τους ανθρώπους. Νομίζω ότι ούτε καν άγγιξες την ευτυχία αλλά συγχέεις τα φαινόμενα και αποκαλείς ευτυχία την ανέμελη επιβίωση.

Μάζεψες πολλά από εκείνα που μπορεί να δώσει η γη, χόρτασες και ήπιες και νομίζεις ότι δεν σου χρειάζεται κανείς από τον περίγυρο.

Γνώριζε όμως πάνω απ’ όλα , ότι η γη δεν δίνει τίποτα σε κανέναν χωρίς την εντολή του θεού. Και όσα σου έδωσε στα έδωσε κατ’ εντολή του Θεού. Μια βαθύτερη αντίληψη μας διδάσκει ότι εμείς δεν έχουμε στην πραγματικότητα τίποτα δικό μας, που να διαρκεί σ’ αυτόν τον κόσμο.

Όλα είναι έωλα και δανεισμένα- γρήγορα φεύγουν και έρχονται σαν στρόβιλος. Η υγεία, η δύναμη, η ομορφιά, η ιδιοκτησία, η τιμή, η εξουσία, η μεγάλη γνώση, το καλλιτεχνικό ταλέντο, όλα τα χαρίσματα είναι δώρα. Και η δοκιμασία με την οποία ο Δημιουργός εξετάζει τους ανθρώπους έχει σχέση με την πίστη, το έλεος, τον σεβασμό και κάθε καλό χαρακτηριστικό.

Η δοκιμασία έγκειται στο να καταδείξει δύο πράγματα: Πρώτον ,αν ο άνθρωπος γνωρίζει από πού του δόθηκε το όποιο χάρισμα , και δεύτερον, αν αποδίδει δόξα και ευχαριστία στον Δωροδότη του.

Άκου αυτή τη φοβερή συμβουλή του μεγάλου προφήτη Ιερεμία που φωνάζει: «δότε τῷ Κυρίῳ Θεῷὑμῶν δόξαν πρὸ τοῦ συσκοτάσαι» ( Ιερ. 13, 16 ) . Άρχισε και συ γρήγορα να δοξάζεις τον θεό και να Τον ευχαριστείς πριν πέσει το σκοτάδι στη ζωή σου.

Γιατί όταν έρθει το σκοτάδι, τα βάσανα , η ταλαιπωρία και η αρρώστια, η πτώση και η τρέλα, τι θα κάνεις τότε; Ποιόν θα παρακαλέσεις; Και ποιος από τους ανθρώπους θα σε ελεήσει αφού εσύ ήσουν χωρίς ίχνος ελεημοσύνης;

Για να μην πέσει στη ζωή σου φοβερό και βαρύ σκοτάδι άσκουσε και θυμήσου αυτές τις άγιες λέξεις της Βίβλου: «Οὐ λιμοκτονήσει Κύριος ψυχὴν δικαίαν, ζωὴν δὲ ἀσεβῶν ἀνατρέψει.»

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, από το βιβλίο: «Δεν φτάνει μόνο η πίστη»

Το Αποστολικό και Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής


† Κυριακῇ 24 Μαΐου 2020 (τοῦ Τυφλοῦ)
Τὸ Εὐαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατά Ἰωάννην 
Κεφ. θ' : 1-38

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὕτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ· Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπί τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος, Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν.Ἐκεῖνος ἔλεγε ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος ᾿Ιησοῦς, πηλὸν ἐποίησε, καὶ ἐπέχρισέ μου τοῦς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· Ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· Ἀπελθὼν δὲ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὗν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκείνος; Λέγει· ούκ οἴδα. ῎Αγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δὲ σάββατον, ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησε ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι, πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ Σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν Ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν, καί ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν· ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς, ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς ᾿Ιουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον· Ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος, καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν, οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι, τυφλὸς ὢν, ἄρτι βλέπω, Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν, ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν, καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. ῎Ηκουσεν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καί εἶπε· Τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν, καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ, ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Ὁ Ἀπόστολος
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. ιστ' : 16-34

᾿Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν τῶν ἀποστόλων εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη. Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· Παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. Καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. ᾿Ιδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· Οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν ᾿Ιουδαῖοι ὑπάρχοντες, καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν ῾Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν, πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αυτούς· ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. Ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· Μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· Κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ; Οἱ δὲ εἶπον· Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήση σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιᾶτο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ. 

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


.. Οἱ ἀπομακρυσμένοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν Θεό πάντα ἀπαρηγόρητοι βρίσκονται καὶ διπλά βασανίζονται. Ὅποιος δὲν πιστεύει στὸν Θεό καὶ στὴν μέλλουσα ζωή, ἐκτός ποὺ μένει ἀπαρηγόρητος, καταδικάζει καὶ τὴν ψυχή τοῦ αἰώνια. Σὲ ὅποιο ἀφεντικό δουλεύεις, ἀπὸ ἀτό θὰ πληρωθῆς. Ἄν δουλεύης στὸ μαῦρο ἀφεντικό, σοῦ κάνει τὴν ζωή μαύρη ἀπὸ ἐδῶ. Ἄν δουλεύης στὴν ἁμαρτία, θὰ πληρωθῆς ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἄν ἐργάζεσαι τὴν ἀρετή, θὰ πληρωθεῖς ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ ὅσο ἐργάζεσαι στὸν Χριστό, τόσο θὰ λαμπικάρεσαι, θὰ ἀγάλλεσαι. Ἀλλά ἐμεῖς λέμε: «Χαμένο τὸ' χοῦμε νὰ ἐργασθοῦμε στὸν Χριστό;». Μά εἶναι φοβερό! Νὰ μήν ἀναγνωρίζουμε τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο! Σταυρώθηκε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἐξαγνισθῆ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Τί ἔκανε ὁ Χριστός γιὰ μας; τί κάνουμε ἐμεῖς γιὰ τὸν Χριστό; Ὁ κόσμος θέλει νὰ ἁμαρτάνη καὶ θέλει τὸν Θεό καλό. Αὐτός νὰ μᾶς συγχωράη καὶ ἐμεῖς νὰ ἁμαρτάνουμε. Ἐμεῖς δηλαδή νὰ κάνουμε ὅ,τι θέλουμε καὶ Ἐκεῖνος νὰ μᾶς συγχωράη. Νὰ μᾶς συγχωράη συνέχεια καὶ ἐμεῖς τὸ βιολί μας. Οἱ ἄνθρωποι δὲν πιστεύουν, γι' αὐτὸ ὁρμοῦν στὴν ἁμαρτία. Ὅλο τὸ κακό ἀπὸ 'κει ξεκινάει, ἀπὸ τὴν ἀπιστία. Δὲν πιστεύουν στὴν ἄλλη ζωή, ὅποτε δὲν ὑπολογίζουν τίποτε. Ἀδικοῦν, ἐγκαταλείπουν τὰ παιδιά τους... Γίνονται πράγματα..., σοβαρές ἁμαρτίες. Οὔτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔχουν προβλέψει τέτοιες ἁμαρτίες στούς Ἱερούς Κανόνες – ὅπως γιὰ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα εἶχε πεῖ ὁ Θεός: «Δὲν πιτεύω νὰ γίνωνται τέτοιες ἁμαρτίες, νὰ πάω νὰ δῶ!».
Ἄν δὲν μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι, ἄν δὲν ἐπιστρέψουν στὸν Θεό, χάνουν τὴν αἰώνια ζωή. Πρέπει νὰ βοηθηθῆ ὁ ἄνθρωπος νὰ νιώση τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, νὰ συνέλθη, γιὰ νὰ νιώση τὴν θεία παρηγοριά. Σκοπός εἶναι νὰ ἀνεβῆ πνευματικά ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ἁπλῶς νὰ μήν ἁμαρτάνη.

Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Μὲ Πόνο καὶ Ἀγάπη»

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Η κακία των ανθρώπων έχει ξεπεράσει τα όρια


Η κακία των ανθρώπων έχει ξεπεράσει τα όρια. Κοιτάζουν πώς να ξεγελάση ο ένας τον άλλον. Και το θεωρούν κατόρθωμα που τον ξεγελούν. Αλήθεια, πως ψεύτισε ο κόσμος!
Όλα ψεύτικα τα φτιάχνουν. Χρήματα εν τω μεταξύ παίρνουν περισσότερα απ όσα έπαιρναν οι παλιοί, οι καημένοι. Γενικά, όλα τα ψεύτισαν. Μια μέρα μου έφερε κάποιος ντοματιές. Κάθε φυτό ήταν σε ένα σακκουλάκι μικρούτσικο με χώμα χοντρό, μέλαγγα, αμμούδα χοντρή, για να κρατάη την υγρασία. Βαριούνται να ρίξουν λίγο νερό! Ούτε καν να βάλουν κοπριά. Μόνον επάνω –επάνω είχε λίγη σαν το μαυροπίπερο!

Οπότε, όταν τις έβγαλα από το σακκουλάκι, όλη η ρίζα ήταν σάπια. Έρριξα ένα στρώμα χώμα από πάνω, για να βγάλουν νέες ρίζες.

Και πως ξεγελούν τον κόσμο! Να δήτε, μου είχαν φέρει ένα κουτί μεγάλο με γλυκά. «Θα το ανοίξω, είπα, όταν θα ʽρθη καμμιά παρέα μεγάλη. Ας μην το ανοίξω τώρα και πάνε μερμήγκια». Μια μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι. Υπολόγισα ότι θα φθάσουν και θα περισσέψουν κιόλας. Μόλις το ανοίγω, βλέπω μέσα φελιζόλ , από ʽ δω , φελιζόλ από κει… Και ήταν τόοοσο μικρό αυτό που είχε τα γλυκά. Όλο το κουτί ήταν άδειο! Μια άλλη φορά μου έφεραν ένα επίσημο κουτί γλυκά δεμένο με κορδέλες. «Θα το φυλάξω ,είπα, για τα παιδιά της Αθωνιάδος». Και τελικά ήταν κάτι λουκούμια σκληρά, παλιά λουκούμια. Εγώ τέτοια λουκούμια δεν τα δίνω. Δίνω στον κόσμο κανένα μαλακό λουκούμι.

-Γέροντα, δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι αδικία;

-Το θεωρούν κατόρθωμα. Γιατί η αμαρτία έχει γίνει μόδα τώρα και η αδικία θεωρείται εξυπνάδα. Το κοσμικό πνεύμα δυστυχώς τροχάει το μυαλό στην πονηριά, και το θεωρεί κατόρθωμα κείνος που αδικεί τον συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα και τον τίτλο: « Αυτός είναι διάβολος. Τα καταφέρνει», ενώ εσωτερικά υποφέρει από τον έλεγχο της συνειδήσεως, την μικρή κόλαση.

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Πνευματική Αφύπνιση» σελ.49
Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης

Αγιογραφικό ανάγνωσμα


Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα 26:1, 26:12-20
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· Ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. Τότε ὁ Παῦλος ἀπελογεῖτο, ἐκτείνας τὴν χεῖρα. Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ' ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, Βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους. Πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν, ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ Ἑβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. Ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις. Ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι· ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ Σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ· ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.

Νεοελληνική απόδοση:
Τότε ὁ Ἀγρίππας εἶπε εἰς τὸν Παῦλον, «Ἔχεις τὴν ἄδειαν νὰ μιλήσῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου». Καὶ ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἅπλωσε τὸ χέρι του, ἄρχισε νὰ ἀπολογῆται. Μὲ τέτοιες προθέσεις ἐπήγαινα εἰς τὴν Δαμασκὸν μὲ ἐξουσίαν καὶ ἐντολὴν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς, καὶ ἐνῷ προχωροῦσα στὸν δρόμον μου, βασιλεῦ, τὸ μεσημέρι εἶδα φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν λαμπρότερον ἀπὸ τὸν ἥλιον, νὰ λάμπῃ γύρω μου καὶ γύρω ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐβάδιζαν μαζί μου. Ἐπέσαμεν ὅλοι κάτω εἰς τὴν γῆν καὶ τότε ἄκουσα φωνὴν νὰ μοῦ λέγῃ εἰς τὴν ἑβραϊκὴν γλῶσσαν, «Σαούλ, Σαούλ, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρὸν γιὰ σὲ νὰ κλωτσᾷς τὸ βούκεντρον». Ἐγὼ δὲ εἶπα, «Ποιός εἶσαι, Κύριε;», καὶ ὁ Κύριος εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον σὺ καταδιώκεις. Ἀλλὰ σήκω καὶ στάσου στὰ πόδια σου, διότι γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸν ἐμφανίσθηκα σ’ ἐσέ: διὰ νὰ σὲ καταστήσω ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα καὶ γιὰ ὅσα εἶδες τώρα καὶ γιὰ ὅσα θὰ ἰδῇς ἀπὸ ἐμέ. Θὰ σὲ ἐλευθερώνω ἀπὸ τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἐινικούς, εἰς τοὺς ὁποίους ἐγὼ σὲ στέλλω διὰ νὰ ἀνοίξῃς τὰ μάτια τους ὥστε νὰ ἐπιστραφοῦν ἀπὸ τὸ σκοτάδι εἰς τὸ φῶς καὶ ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ Σατανᾶ εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ λάβουν διὰ τῆς πίστεως σ’ ἐμὲ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ μερίδα μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ὁ Θεὸς ἔκανε δικούς του». Κατόπιν τούτου, βασιλεῦ Ἀγρίππα, δὲν ἔγινα ἀπειθὴς εἰς τὴν οὐράνιον ὀπτασίαν, ἀλλ’ ἐκήρυττα πρῶτα εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Δαμασκοῦ καὶ ὕστερα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς ὅλην τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ εἰς τοὺς ἐθνικοὺς νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν Θεόν, ἀποδεικνύοντες τὴν μετάνοιάν τους μὲ ἔργα.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ


.. Η απλότητα και το να μη θεωρεί κανείς τον εαυτό του σπουδαίο, αγιάζουν την καρδιά (και την καθιστούν α­πρόσβλητη) από τον πονηρό. Απεναντίας, όποιος βρίσκεται μαζί με τον αδελφό του έχοντας μέσα του πονηρία, δεν θ' α­παλλαγεί από την καρδιακή λύπη.
Μάταια είναι όλα τα έρ­γα εκείνου που, με πονηρή διάθεση, άλλα λέει και άλλα έ­χει μέσα στην καρδιά του.

Μη συνδεθείς με κανένα τέτοιον άνθρωπο, για να μη μολυνθείς από το δηλητήριό του. Κάνε συντροφιά με τους άκακους, για να πάρεις κάτι από τη δόξα τους και την αγνό­τητά τους. Μην αντιμετωπίσεις με πονηρία κανέναν άνθρω­πο, για να μην αχρηστέψεις τους (πνευματικούς) κόπους σου. Με όλους τους ανθρώπους να κρατάς την καρδιά σου καθαρή, και θα δεις την ειρήνη του Θεού (να βασιλεύει) μέ­σα σου. Γιατί όπως ακριβώς, όταν ο σκορπιός χτυπήσει κά­ποιον, το δηλητήριό του διατρέχει ολόκληρο το σώμα και προσβάλλει την καρδιά του ανθρώπου, έτσι προσβάλλει την καρδιά και η κακία εναντίον του πλησίον.
Γιατί το δηλητή­ριό της μολύνει την ψυχή, που κινδυνεύει έτσι (να χαθεί) α­πό την πονηρία. Όποιος λοιπόν λυπάται τους κόπους του και δεν θέλει να χαθούν, πετάει γρήγορα από πάνω του αυ­τόν το σκορπιό, δηλαδή την πονηρία και την κακία.

Αββάς Ησαΐας