Ὁ Γέροντας Εὐδόκιμος ὑπῆρξε ὡραία μορφή, ποὺ δὲν πρέπει νὰ ξεχαστῆ στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου. «Τὸν λαλοῦντά σοι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, μνημόνευε μέρα καὶ νύχτα», λέγουν οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγές. Ἦταν ἄνδρας ὑψίκορμος καὸ μεστωμένος ἀπὸ τὶς στερήσεις καὶ τὴν δουλειά. Τὸ πρόσωπό του ἡλιοκαμένο καὶ τὰ χέρια του ῥοζιασμένα πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸ ῥαβδὶ ποὺ κρατοῦσε. Φάνταζε περισσότερο ἐργάτης τοῦ βουνοῦ καὶ τῆς θάλασσας παρὰ Ἡγούμενος βασιλικῆς Μονῆς. Τοῦ πόνου καὶ τῆς δοκιμασίας ἀνέκφραστα σήκωνε τὸν σταυρό. Μόνον ἀπὸ τὰ θολωμένα του μάτια καταλάβαινες τῆς ψυχῆς του τὸν σπαραγμό. Ταπεινώθηκε ἀδιαμαρτύρητα τόσο πολύ, πού, ὅταν τὸ ἀναλογίζομαι, ῥαγίζει ἡ καρδιά μου.
Ἡ πρώτη ἀγρυπνία ποὺ παρακολουθήσαμε στὴν Μονὴ Δοχειαρίου ἦταν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ὅταν πῆγε ὡς ἐκκλησιαστικὸς τὴν διατεταγμένη ὥρα νὰ ἀνάψει τὸν πολυέλεο, ὁ τυπικάρης τοῦ ἅρπαξε τὸν καντηλοπάρτη καὶ σχεδὸν τὸν ἔσυρε ἔξω τοῦ Καθολικοῦ, γιατὶ ἂν καιγόταν τὰ κεριά, δὲν θὰ εἶχαν ἄλλα γιὰ τὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Παναγίας.
Ὁ μακαριστὸς πατέρας μου στὰ ὑστερνά του τὸν εἶχε Πνευματικό. Ὁσάκις ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση, ἔλεγε μὲ σφιγμένη τὴν καρδιά: «Κρίμα ποὺ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ζῆ κάτω ἀπὸ τὸ πίνακι (μόδιο)». Ὁ Ἡγούμενος Διονυσίου Γαβριήλ, ἐκτιμοῦσε τὸν ἄνδρα. Ἔλεγε σὲ γνωστό του:
-Μπορεῖ νὰ μὴν γνωρίζει πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ εἶναι σπουδαῖος γιὰ τἢν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρά του καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸ Μοναστήρι. Σὲ χρόνια δύσκολα, ποὺ ἡ δραχμὴ ἦταν περιζήτητη, ἀνόρθωσε τὰ οἰκονομικὰ τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ ποτὲ διπλοκάρδιος.
***
Ἂς εἰσέλθουμε, ὅμως, στὴν βιοτὴ τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἀνδρός. Γεννήθηκε τὸ 1906 στὴν Ἀμφίκλεια Λοκρίδος. Κατὰ κόσμον λεγόταν Εὐστάθιος Σκουφᾶς. Οἱ γονεῖς του ἦταν πτωχοὶ ἀγρότες, ὅπως ὅλοι οἱ χωρικοὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Πολὺ νωρὶς ἔχασε τὴν μητέρα του. Μὲ πολὺ πόνο ἔλεγε πολλὲς φορές:
-Καλὴ ἦταν ἡ μητρυιά, ἀλλὰ ὄχι μάννα. Ἡ μάννα καὶ τὸ γάλα της μὲ τίποτε δὲν ἀντικαθίστανται.
Εἶχε φοιτήσει στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο, ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ τὸ τελείωσε. Τὰ νεανικά του χρόνια, ὅπως ἄφηνε νὰ νοηθῆ, τὰ πέρασε μὲ πολλὲς στερήσεις καὶ ὄχι μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα. Τὸν εἶχαν στὸ σπίτι οἱ γονεῖς του σὰν παραπαίδι. Πάντα ἀγαποῦσε τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τίποτε τὸ οὐσιαστικὸ δὲν γνώριζε γιὰ αὐτήν. Ἡ ἐργασία του ἦταν ἡ καλλιέργεια τῶν χωραφιῶν.
Ὅταν πλησίαζε νὰ ἀπολυθῆ ἀπὸ τὸν στρατό, ἀξιωματικοὶ ἔκαναν διαφώτιση ἐπαγγελματικοῦ προσανατολισμοῦ. Μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἕνας πέταξε μία κουβέντα γιὰ τὸν μοναχισμό, ἀλλὰ τόσο δειλά, ποὺ δύσκολα τὸ ἔπιανες, ἂν δὲν πρόσεχες. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἄκουσε γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωή. Μίλησε ἰδιαιτέρως μὲ τὸν ἀξιωματικὸ καὶ ἔνιωσε πὼς βρῆκε τὸν δρομο του.
Μετὰ τὸν στρατὸ ἐργάσθηκε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα στὴν Λαμία, ἀλλὰ ἠ ψυχή του -ὅπως γράφει ὁ ἴδιος- ἔκλινε στὴν μετάνοια. Ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιον Πνευματικὸ τὸν λογισμό του πὼς ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει μοναχός. Ὁ ἐξομολόγος τοῦ εἶπε:
-Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἀπηρχαιωμένος θεσμός. Ἤτανε στὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, γιὰ νὰ γράφουνε οἱ σκλάβοι τὰ ὑποστατικά τους στὰ Μοναστήρια, μιὰ καὶ ὁ κατακτητὴς σεβότανε τὰ ἀφιερωμένα στὸν Θεό.
Στὴν ἐμμονή του νὰ γίνει μοναχός, τοῦ σύστησε τὴν Ὀλυμπιώτισσα στὴν Ἐλασσόνα. Ἐκεῖ δὲν ἀναπαύθηκε καθόλου. Δὲν βρῆκε αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ὁ Ἡγούμενος, ἀκούγοντας τοὺς λογισμούς του, τὸν ἔστειλε στὴν Μονὴ Σπαρμοῦ. Ἔμεινε ἕνα μῆνα. Ὅπως γράφει ὁ ἴδιος: «Εὐτυχῶς πολὺ γρήγορα κατάλαβα πώς, ἂν παρέμενα, θὰ γινόμουνα χειρότερος ἀπὸ ὅ,τι ἤμουνα, γι’ αὐτὸ γύρισα στὴν Ὀλυμπιώτισσα. Ἐκεῖ ὁ Θεὸς μοῦ ἐπεφύλαξε μία καλὴ εὐκαιρία. Ἕνας ὑπηρέτης τῆς Μονῆς, ἄνθρωπος ἀγαθῆς προαιρέσεως, ἀπὸ χρόνια ἦταν προσκυνητὴς καὶ θαυμαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Κάθε ἑσπέρα μετὰ τὸ φαγητό, σὰν νὰ ἦταν ἀπὸ τὸν Θὲο σταλμένος, διηγεῖτο μὲ περίσσια χάρη τὰ τοῦ Ὄρους».
Οἱ ὡραῖες αὐτὲς διηγήσεις γιὰ τὸ ἅγιο βουνὸ τοῦ ἄναψαν ἔτι περισσότερο τὸν πόθο. Κρυφὰ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι κατέβηκε στὴν Λάρισα σὲ Πνευματικὸ φημισμένο. Τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ὑπάγει στὸ Ὄρος. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπήντησε πὼς στὸ Ὄρος πηγαίνουν οἱ ἐγκληματίες· αὐτὸς ἔπρεπε νὰ παραμείνει στὸν κόσμο νὰ ἐργασθῆ ἱεραποστολικά. Θλιμμένος ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ δὲν κρατήθηκε γιὰ πολύ. Μετέβη στὴν Ἐλασσόνα, στὸν Μητροπολίτη, καὶ ἐξομολογήθηκε τῆς καρδιᾶς του τὴν φωτιὰ καὶ τοῦ ζήτησε 500 δραχμὲς δανεκὲς γιὰ τὰ ὁδοιπορικά του. Ὁ δεσπότης, ὡς συνήθως, ἀφοῦ τοῦ ἔφερε δυσκολίες, τοῦ ἔδωσε εὐλογία καὶι ἔφυγε γιὰ τὸν ξακουστὸ Ἄθωνα.
Ἔφθασε στὴν Θεσσαλονίκη ἡμέρα Κυριακὴ μὲ τὸ χάραμα. Στὸν δρόμο συνάντησε μία γυναίκα.
-Κυρά μου, κυρά μου, ποῦ εἶναι τὸ λιμάνι ἀπὸ ὅπου φεύγει τὸ καράβι γιὰ τὸ Ὄρος;
-Αὐτὸ ποὺ μπουρίζει αὐτὴ τὴν ὥρα εἶναι. Ἀκολούθησε τὰ σφυρίγματα τοῦ καραβιοῦ καὶ θὰ τὸ βρῆς.
***
26 Δεκεμβρίου τοῦ 1929, μετὰ ἀπὸ δύσκολο ταξίδι, ἀμάθητος ὅπως ἦταν, ὑπέφερε πολύ. Ἡ πρώτη Μονὴ ποὺ ἐπεσκέφθηκε ἦταν ἡ Ξηροποτάμου. Παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες καὶ τοῦ ἔδειξαν τὸν δρόμο γιὰ τὴν Σιμωνόπετρα. Ἐκεῖ δὲν ἔγινε δεκτὸς καὶ ἔφυγε γιὰ τὸ Ῥωσικό, γιατί, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, ἐκεῖνα τὰ χρόνια δὲν διάλεγε ὁ μοναχὸς τὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ τὸ Μοναστήρι τὸν μοναχό. Οἱ Ῥῶσοι μήτε ποὺ γύρισαν νὰ τὸν κοιτάξουν, γιατὶ Ἕλληνες δὲν κρατοῦσαν. Περπατώντας μέσα σὲ ἕνα γόνατο χιόνι, ἔφθασε στὴν Ξενοφῶντος, πεινασμένος καὶ κουρασμένος ὅσο ποτὲ ἄλλοτε στὴν ζωή του. Ἡ ὥρα ἦταν λίγο πρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ. Ὁ Ἡγούμενος δὲν τὸν δέχθηκε.
-Εἴμαστε πολλοὶ καὶ τὸ Μοναστήρι δὲν μπορεῖ νὰ τὰ βγάλει πέρα οἰκονομικά.
Φεύγοντας, στὴν πύλη συνάντησε ἡλικιωμένο Γέροντα, ὁ ὁποῖος τὸν ῥώτησε τὰ ἐνδιαφέροντά του. Ἀπελπισμένος τοῦ ἀπήντησε:
-Μοναχὸς θέλω νὰ γίνω. Μία βδομάδα περπατῶ καὶ κανεὶς δὲν μὲ δέχεται. Καὶ ὁ Ἡγούμενός σας μοῦ εἶπε εἶμαι ὑπεράριθμος.
Ὁ Γέροντας τὸν πῆγε στὸν Ἡγούμενο. Τοῦ μίλησε σκληρά:
-Ἔχεις πολλὰ παλληκάρια σὰν καὶ τοῦτο ποὺ περιμένουν στὴν πύλη τοῦ Μοναστηριοῦ νὰ εἰσέλθουν; Κράτησέ τον καὶ μὴν δυσκολεύεις τὰ πράγματα. Δὲν ἦρθε γιὰ ψωμί, ἀλλὰ γιὰ ζωὴ καλογερική.
Ἔγινε δεκτὸς καὶ στὸ τέλος τοῦ Ἀποδείπνου τὸν ῥασοφόρεσαν. Καί, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιοε χαριτολογῶντας, τιμῆς ἕνεκεν τὸν ἔστειλαν τὸ ἴδιο βράδυ παραμάγειρα, ποὺ θεωρεῖτο τὸ δυσκολώτερο διακόνημα. Ἔμεινε ἕνα χρόνο βοηθὸς καὶ πέντε μάγειρος καὶ παρεκκλησιαστικός. Μέχρι νὰ κυλίσει τὸ νερὸ στὸ καζάνι, ἄναβε τὶς κανδῆλες τοῦ Καθολικοῦ καί, μέχρι νὰ πάρει νὰ βράζει τὸ φαγητό, τὰ καντήλια τοῦ μικροῦ Καθολικοῦ, γιὰ νὰ τὰ βρῆ ἀναμμένα ὁ ἐκκλησιαστικὸς στὴν Λειτουργία. Ἔμαθε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ ἐξοικονομῆ χρόνο καὶ νὰ χαρίζει ἀγάπη ἐναργῆ στοὺς ἀδελφούς του. Ὅποιος γνωρίζει ἀπὸ ἁγιορείτικη ζωὴ μπορεῖ νὰ ἐκτιμήσει δέοντως τὴν θυσία τοῦ νεαροῦ Εὐδόκιμου.
Διακόνησε ἀγόγγυστα καὶ ἀδιαλόγιστα σὲ ὅλα τὰ ταπεινὰ διακονήματα τῆς Μονῆς. Πέντε χρόνια διετέλεσε ἐκκλησιαστικός, δυόμιση ταυριάρης καὶ πάρα πολλὰ δασάρχης. Φύλαξε μουλάρια, ἔθρεψε γουρούνια, μὲ σκοπὸ νὰ βελτιώσει τὰ οἰκονομικὰ τῆς Μονῆς. Ἔκανε αἱματηρὲς οἰκονομίες, γιὰ νὰ φτιάξει προῖκα στὸ Μοναστήρι. Δὲν ἤθελε νὰ δυσκολεύονται οἱ πατέρες οἰκονομικά. Οἱ καραβοκυραῖοι τῆς Οὐρανούπολης μαρτυροῦν καὶ λέγουν:
-Γιὰ νὰ μὴν δώσει 100 δραχμὲς στὸν καϊκτσὴ νὰ τὸν μεταφέρει ἀπὸ Οὐρανούπολη στὸ Μοναστήρι, περπάτησε ὅλη νύχτα, ἂν καὶ στὸν ντορβά του εἶχε πολλὰ χρήματα ἀπὸ τὴν πώληση μοσχαριῶν, τὰ ὁποῖα συνόδεψε μὲ φορτηγὸ πλοῖο μέχρι τὸν Πειραιά.
Ἀγάπησε τὸ Μοναστήρι περισσότερο ἀπὸ τὸν οἶκο τοῦ πατέρα του. Ἔδωσε ὅλο του τὸ εἶναι. Ἔλεγε ὁ ἴδιος:
-Πέρασα ἀπὸ ὅλα τὰ διακονήματα, πλὴν κηπουροῦ καὶ ἀντιπροσώπου.
Πάνω στὴν δίνη τῆς προσέγγισης τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ, τῆς σκληρότητας καὶ τῆς ἀπονιᾶς, καὶ τὴν φόρτιση τῶν πρωτόγνωρων διακονημάτων, ὁ νεαρὸς Εὐδόκιμος βρῆκε ἀποκούμπι στὸν παπουτσὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Ὁ Γέρων Πολύκαρπος δεχότανε τοὺς λογισμοὺς τοῦ νέου μοναχοῦ μὲ πολλὴ ἱλαρότητα, ὅποιοι καὶ ἂν ἦταν αὐτοί (παράπονα; ἐπαναστάσεις σαρκικές; γογγυσμοί; περιφρονήσεις; λογισμοὶ βλασφημίας;), χωρὶς νὰ τρομάζει γιὰ τὸ μέλλον τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅλα ὁ καλὸς Γέρων τὰ ἐκτιμοῦσε τόσο ἀληθινὰ καὶ τόσο φυσικά, ποὺ μόνον ποὺ τὰ ἔλεγες ξεκουραζόσουνα. Ἔλεγε ὁ Γέρων Εὐδόκιμος:
-Ὁ Πατὴρ Πολύκαρπος ἦταν γιὰ μένα μεγάλη διέξοδος. Ἂν δὲν ὑπῆρχε, δὲν θὰ μποοροῦσα νὰ συνεχίσω τὸν μοναχικὸ δίαυλο. Ἀλλοίμονο στὸν μοναχὸ ποὺ δὲν ἐξαγορεύεται τοὺς λογισμούς του σὲ Γέροντα.
-Ἔφυγες ποτὲ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι σου;
-Μερικὲς φορές, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐξῆλθα τῶν ὀρίων τῆς Μονῆς. Οὔτε πόρτα χτύπησα οὔτε ἄλλον Γέροντα συμβουλεύθηκα.
Ἐξελέγη Ἡγούμενος σὲ δύσκολη στιγμὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ κάθε ἑβδομάδα ἄλλαζαν Ἡγούμενο. Ἕνας ἐπίτροπος δαιμονίσθηκε. Συνεχῶς ἔφερνε προσκόμματα καὶ σκάνδαλα στοὺς Ἡγουμένους. Ἀπὸ τὸ δάσος τὸν κάλεσαν νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία. Ὁ καμωματᾶς ἐπίτροπος τὸν προϋπάντησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:
-Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν;
Κατόρθωσε, παρὰ τὴν ἁπλότητά του, νὰ τὸν ἀπομονώσει ἀπὸ τὴν διοίκηση τῆς Μονῆς καὶ ἡγουμένευσε 22 χρόνια.
Τὰ χρόνια τῆς ἡγουμενίας του τίποτε δὲν ἄλλαξε γιὰ τὸν Γέροντα Εὐδόκιμο· οὔτεἡ ἐνδυμασία οὔτε ἡ ὑπόδηση, ὅπως θὰ ταίριαζε σὲ Ἡγούμενο. Τὰ ῥάσα του ἁπλούστατα καὶ ξεθωριασμένα· οἱ συρτὲς παντόφλες μόνιμα φθαρμένες καὶ ἄβαφες· καὶ οἱ κάλτσες ξέφτερνες. Οἱ καλοπερασάκηδες περιπαικτικὰ τὸν ἀποκαλοῦσαν «σβαρνιάρη». Ἡ ταπεινοφόρια τοῦ Γέροντα Εὐδόκιμου ὑπῆρξε παροιμιώδης στὸ Ὄρος. Καὶ ὁ μοναχὸς Χαράλαμπος τῆς Δοχειαρίου περιπαικτικὰ «τσαρούχα» τὸν ἀποκαλοῦσε.
Ὅσον ἀφορᾶ τὰ λειτουργικὰ μεγαλεῖα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μεσουρανοῦν στὰ βασιλικὰ Καθολικὰ τοῦ Ὄρους, οὔτε ποὺ τὸν ἄγγιξαν. Οὔτε σταυρὸ οὔτε μανδύοα ἐνεδιδύσκετο. Ὑπάρχει ἀνέκδοτο: τοῦ πρότειναν τὸ Πάσχα νὰ φορέσεη μανδύα καὶ ἀπήντησε: «Δὲν κρυώνω». Ῥώτησα τὸν μακαριστὸ Γέροντα Γρηγόριο τῆς Σκήτης τοῦ Ξενοφῶντος (ὁ ὁποῖος ἦρθε στὸ Ὄρος 18 ἐτῶν τὸ 1909 καὶ ἀπέθανε ἑκατονταετὴς καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν αὐστηρὴ καλογερική του καὶ τὴν σωστή του κρίση) ἂν αὐτὸ τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀρετὴ ἢ περιφρόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως. Ἀνενδοίαστα μοῦ ἀπήντησε:
-Ἀπὸ ταπεινοφροσύνη. Εἶχε ὁ ἄνδρας ἀρετή. Προτιμοῦσε τὴν ἁπλὴ ζωή, ποὺ ταίριαζε στὴν καλογερική. Ὁ ἁπλὸς μοναχικός του σκοῦφος θύμιζε μοναχοὺς τοῦ παλιοῦ καιροῦ. Οἱ Χιῶτες τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου εἶχαν νὰ λένε γιὰ τὸν ἀπέριττο σκοῦφο τοῦ ἐπισκόπου Κορίνθου.
Τοῦ πρότεινα νὰ τοῦ φτιάξω ῥάσο γιὰ τὰ λαμπρόσκολα. Ἀποκρίθηκε:
-Ἐμένα δὲν θὰ μοῦ χρειαστῆ. Φτιάξε στοὺς νέους μοναχούς.
Ἔτσι ἔγινε. Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευταῖο Πάσχα τῆς ζωῆς του. Ἄλλοτε τοῦ προσέφερα καλογερικὸ κουκούλι.
-Τὸ δικό μου εἶναι καλύτερο.
-Μὰ ἔχει γίνει κουρέλι.
-Καθόλου· εἶναι καλογερικό.
Στὴν Ἐκκλησία ἦταν πάντα πρῶτος. Πρωτύτερα ἀπὸ τὸν ἐφημέριο βρισκόταν στὸ στασίδι του. Σ’ ὅλες τὶς ἀκολουθίες ἔδινε τὴν μαρτυρία τοῦ προσευχομένου ἀνθρώπου. Στὴν λατρεία ἠρέσκετο στὴν ὀρθία στάση, καθὼς ὁ Μέγας Βασίλειος διακελεύεται. Γιὰ αὐτὸ καὶ τὸν ὕπνο εἶχε φυγαδεύσει ἀπὸ τοὺς ἀφθαλμούς του. Δὲν τοὺς εἴδαμε ποτὲ βεβαρημένους. Ἦταν φιλακόλουθος. Ὅταν κάποτε ὅλη τὴν νύχτα περπατοῦσε ἀπὸ τὴν Οὐρανούπολη μέχρι τὸ Μοναστήρι, περίπου 10 ὧρες, μόλις ἔφθασε πῆρε ἀμέσως ἐφημερία, λειτούργησε καὶ μετὰ πῆγε νὰ ξεκουραστῆ!
Κάποια μέρα τὸν βρῆκα συλλογισμένο.
-Γέροντα, ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου;
-Πολὺ βασανίστηκα στὸ Μοναστήρι μου. Ἐσεῖς ὅμως τυραννιέστε πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ μένα.
Καὶ ἀναστέναξε βαθιὰ ὁ Γέρων.
-Μέχρι τώρα καυχώμουνα γιὰ κόπους. Ἀπὸ σήμερα ντρέπομαι. Γι’ αὐτὸ παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μὲ πάρει ὄρθιο, μὴ σᾶς κουράσω. Οὔτε ἕνα ποτήρι νερὸ νὰ μὴν χρειασθῆ νὰ μοῦ προσφέρετε.
Ἔτσι καὶ ἔγινε, ὡς τὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν Θεό.
Φαίνεται ὅλα τὰ χρόνια τῆς καλογερικῆς του οὐδεμία σχέση εἶχε μὲ συγγενικά του πρόσωπα. Τὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του μία φορὰ τὴν ἐπισκέφθηκε ἔπειτα ἀπὸ 30 χρόνια. Οὔτε καὶ ἰδιαίτερες φιλίες διατηροῦσε μὲ κανέναν. Ὅλους τοὺς θεωροῦσε καὶ τοὺς ἀποκαλοῦσε φίλους καὶ ἀπὸ ὅλους ἦταν ξένος.
Ὁ Γέροντας Εὐδόκιμος πέρασε στὴν ἐποχή μας ἕνα σπουδαῖο μήνυμα: τὰ Μοναστήρια μας πρέπει νὰ τὰ ἀνορθώσουμε ὑλικά, ὄχι ὅμως ξημεροβραδιάζοντας στὶς μεγάλες πόρτες τῶν ὑπουργείων καὶ τῶν μεγάλων τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί. Ποτὲ δὲν εἶχε στοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς μεγάλους τῆς γῆς ἐμπιστοσύνη. Ὅλη του τὴν ἐλπίδα τὴν ἄφηνε στὸν ἅγιο Θεό, ὅπως ὁ ἴδιος ἐπανελάμβανε στὶς συζητήσεις του.
Τὶς πολλὲς καθαριότητες δὲν τὶς ἤθελε. Θεωροῦσε ἀταίριαστο πρᾶγμα στὸν ἄνδρα νὰ κυνηγᾶ τὸ σκουπιδάκι. Ὅταν γινόταν καθαριότητες, ἔλεγε πειρακτικά:
-Δεσπότη περιμένετε;
Καὶ ἀκόμη, ὅταν ἔβλεπε ῥάσα περιποιημένα, μειδιώντας ἔλεγε:
-Μὴν πολυπλένετε τὰ φορέματά σας· θὰ χαλάσουν γρήγορα, λέγανε οἱ παλιοί.
«Τὸ 1976 ἄρχισαν γιὰ τὸν φτωχὸ Εὐδόκιμο», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «ὀδύνες καὶ κακὲς περιστάσεις». Ἐξορίζεται τῆς Μονῆς του μὲ τὴν σύσταση νὰ πορευθῆ ὅπου βούλεται καὶ ἐκεῖ θὰ τοῦ στείλουν τὰ πράγματά του. Σὲ ἡλικία 71 ἐτῶν ἀπομακρύνεται τῆς μετανοίας του ὁ προηγούμενος ἢ μᾶλλον ὁ πιστὸς καὶ δόκιμος ἐργάτης τοῦ Μοναστηριοῦ! Τοῦ παραδόθηκαν μπροστὰ στὴν Ἐπιστασία ἕνα τσουβάλι ἄπλυτα ῥοῦχα. Κράτησε μόνο τὸ ῥολόϊ· τὰ ῥοῦχα τὰ ἐπέστρεψε.
Στὸ τέλος τοῦ 1960 ἄρχισαν τὰ ζηλωτικὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος, εὐκαιρίας δοθείσης ἀπὸ τὰ ἀνοίγματα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μὲ τὴν Ῥώμη. Τοῦ κινήματος ἡγήθηκαν Ἁγιορεῖτες οἱ τὰ πρῶτα φέροντες στὴν γραφὴ καὶ τὴν ἀνάγνωση. Ξεσηκώθηκαν, ὅπως ἦταν φυσικό, οἱ εὐλαβέστεροι καὶ ἁπλούστεροι, Ἀλλὰ ὅταν ἦρθε ἡ ἐξουσία, οἱ πρωτεργάτες ἀθέτησαν τοὺς λόγους τους, ἐνῶ οἱ παρασυρθέντες κράτησαν τὴν «εὐαγγελικὴν τόλμαν» τῆς ὁμολογίας. Τοὺς λόγους τῆς ἐξορίας του ἐπακριβῶς ποτὲ δὲν θέλησα νὰ μάθω. Οἱ Ἁγιορεῖτες τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ξέρουν καλύτερα. Ἐκεῖνο ποὺ μπορῶ μὲ βεβαιότητα νὰ καταθέσω εἶναι ὅτι ἡ εὐθύτητα καὶ τὸ ἄκαμπτο τοῦ χαρακτῆρά του συνήργησαν στὴν τιμωρία του καὶ ὅτι οὐδέποτε προσχώρησε στοὺς «ζηλωτές»· πάντα εἶχε κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Κάποτε τὸν πείραξα:
-Πῆγες στὸν Κυπριανό, στὴν Φυλή.
Καὶ μοῦ ἀπήντησε:
-Ἄλλο ἡ φιλία καὶ ἄλλο ἡ Ἐκκλησία. Διαμαρτύρομαι γιὰ τὶς ὑπερβάσεις, ἀλλὰ δὲν φεύγω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Μακάρι ὅλοι οἱ «ζηλωτὲς» νὰ ἦταν σὰν τὸν Γέροντα Εὐδόκιμο. Μακάρι νὰ ἔχουμε τέτοιους ζηλωτὲς μοναχούς, ποὺ παραμένουν στὴν Ἐκκλησία καὶ σὰν φρόνιμα παιδιὰ λένε στὴν Μάννα –τὴν Ἐκκλησία- τὸν λογισμό τους, χωρὶς νὰ τῆς γυρίζουν περιφρονητικὰ τὰ νῶτα. Ἄλλωστε, ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἐποχὴ διαλόγου καὶ διαπροσωπικῶν σχέσεων. Ἀλλοίμονο ἂν ἐξορίζουμε τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἔχουν ζῆλο γιὰ τὰ πράγματα τῆς πίστεως ἀπὸ τὰ Μοναστήρια τους. Τότε αὐτὰ θὰ καταντήσουν κατασκηνωτικοὶ καταυλισμοί.
Πάντως, τέτοια πράγματα ἂς μὴν συμβαίνουν στὸν χῶρο τῶν μοναχῶν, γιατί, ἂν εἶναι νέος, μπορεῖ νὰ λοξοδρομήσει, καί, ἂν εἶναι γέρος, μπορεῖ νὰ παραφρονήσει, νὰ πέσει σὲ γεροντικὸ μαρασμὸ μέχρι αὐτοκτονίας.
Ὁ ἴδιος ἔλεγε:
-Μοῦ κράτησε τὸν νοῦ μου ὁ Θεὸς καὶ δὲν ἔπαθα κακό.
Ἦρθε στὴν πλησιέστερη Μονὴ τοῦ Δοχειαρίου. Μὲ βουρκωμένα τὰ μάτια διηγεῖτο τὴν πρώτη του δοκιμασία:
-Δὲν μὲ ἐδέχετο κανένας. Μόνον ὁ ἀδικημένος ἀπὸ τὴν φύση Χαράλαμπος μοῦ ἐπέστρεψε νὰ στρώσω κουβέρτα στὴν γωνιὰ τοῦ κελλιοῦ του, γιὰ νὰ πλαγιάσω.
Μαγείρευε ὁ Γέροντας καὶ τρώγανε μαζί. Ὁ Χαράλαμπος εἶχε μασίνα καὶ σύνεργα μαγειρικῆς, ἀφοῦ τὸ Μοναστήρι ἦταν ἰδιόῤῥυθμο. Κάποια Κυριακὴ εἶχε ἑτπιμάσει βακαλάος στὸν φοῦρνο μὲ πατάτες. Τὸ μεσημέρι περίμενε ὁ Γέροντας, ἀλλὰ ποῦ νὰ παρουσιαστῆ ὁ Χαράλαμπος ποὺ εἶχε ἀτελείωτες συζητήσεις μὲ τοὺς ξένους στὸ κιόσκι.
-Ἔβαλα στὸ πιάτο μου ἕνα κομματάκι βακαλάο καὶ δύο πατάτες. Βγαίνοντας ἔξω τοῦ λέω: «Χαράλαμπε, ἐγὼ ἔφαγα. Τὸ φαγητὸ εἶναι στὸν φοῦρνο». Σὲ πέντε λεπτὰ γύρισε καὶ μὲ ἐξύβρισε μὲ τὰ χειρότερα λόγια μπροστὰ στὸν κόσμο, πὼς ἔφαγα ὅλο τὸ φαγητὸ καὶ δὲν ἄφησα τίποτα γι’ αὐτόν. δὲν μίλησα. Πῆγα πίσω ἀπὸ τὸν ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου, κάθισα πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ παλιοῦ κτιρίου καὶ ἔκλαψα πικρά.
Ἔκανε θελήματα στὸν προηγούμενο Προκόπιο, γιὰ νὰ τὸν κεράσει ἕνα καφὲ καὶ ἕνα τσίπουρο. Ὁ Προκόπιος δὲν ζύγιζε οὔτε ἀπὸ τὶς βαρειὲς οὔτε ἀπὸ τὶς ἐλαφιές. Τὸ συνηθισμένο φαγητὸ τοῦ Γέροντα ἦταν παξιμάδι μὲ θασίτικες ἐλιὲς καὶ λίγο κρασί.
-Ἔφαγες ποτὲ κρέας;
-Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔγινα μοναχὸς ποτέ. Ἂν καὶ βρέθηκα πολλὲς φορὲς ἔξω μὲ ἁγιορείτικες ἐπιτροπές, οἱ ἄλλοι ἔφαγαν, ἐγὼ οὐδέποτε.
***
Ὅσα διαβάσετε μέχρις ἐδῶ εἶναι ἀπὸ ὅσα ὁ ἴδιος μᾶς διηγήθηκε ἢ διαβάσαμε σὲ προσωπικό του σημειωματάριο. Εἶναι καὶ ἄλλα πολλά, ποὺ σκόπιμα ἀποσιωπῶ γιὰ τὴν εἰρήνη... Τώρα θὰ σᾶς διηγηθῶ αὐτὰ ποὺ ζήσαμε ἐμεῖς κοντά του τὰ 11 χρόνια τῆς ἐδῶ παραμονῆς μας. Στὰ πρῶτα χρόνια δυσκολευόμαστε στὸ διακόνημα τοῦ δάσους. Ἤμαστε τελείως ἀνίδεοι καί, ἐπειδὴ αἰσθανόμουνα ντροπὴ νὰ γυρίζει ὁ προηγούμενος στὴν ἐκκλησία νὰ ἅπτη κανδῆλες μὲ τὸν καντηλοπάρτη, καὶ μάλιστα μὲ τὸ λιγοστό του φῶς, τοῦ ζήτησα νὰ βοηθήσει στὸ δάσος, μιὰ καὶ διέθετε ἀρκετὴ ἐμπειρία. Σὲ ὀλίγες ἡμέρες ἀγόρασε τσεκούρια καὶ κλαδευτήρια.
-Τί τὰ θέλεις αὐτά;
-Νὰ ὑπάγω στὸ δάσος.
-Ὄχι, Γέροντά μου, δὲν θέλω τίποτα.
Οἱ κακὲς γλῶσσες, ποὺ δὲν λείπουν καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο, σχολίασαν: «Σὲ στέλνει στὸ δάσος, γιὰ νὰ σὲ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ Μοναστήρι». Ἔτρεμε ὁ δύστηνος Εὐδόκιμος μὴν παρεξηγηθῆ. Ὅλα τὰ εἶχε πάρει ἀπὸ φόβο. Καὶ ἦταν φοβερὸ νὰ βλέπεις τὸν ὑψιπέτη ἀετὸ τοῦ Ἄθωνα νὰ τρέμει τὰ σπουργίτια καὶ τοὺς κότσυφες.
Ἔπαιρνε τὰ γράμματα ἀπὸ τὴν Δάφνη. Κάποτε τοῦ ἔπεσαν χρήματα ἀπὸ τὴν τσέπη. Ἀμέσως ἄναψε κερὶ στὸν Ἅγιο Μηνᾶ καὶ ἔτρεξε νὰ τὰ ἀναζητήσει. Πόνεσε ἡ ψυχή μου τὴν τρομάρα τοῦ Γέροντα. Τὸ «δὲν πειράζει» δὲν τὸν ἀνέπαυσε, ἕως ὅτου τὰ βρῆκε καὶ τὰ παρέδωσε. Ἄλλοτε, προσκυνητὴς ἄφησε ἀρκετὰ χρήματα στὸ Μοναστήρι καὶ τὰ καρπώθηκε ὁ προσμονάριος. Τὰ πάντα μεταχειρίσθηκε νὰ τὸν πείσει νὰ τὰ δώσει στὸ ταμεῖο. Μὲ πολὺ πόνο ἔβλεπε πόσο δύσκολη ἦταν ἡ διαβίωσή μας, γι’ αὐτὸ ποτὲ δὲν ζήτησε τίποτε ἀπὸ τὸ ἄδειο δοχειὸ τῆς Δοχειαρίου. Ὅταν ἄκουσε ὅτι τὸ Μοναστήρι ἀγόρασε 100 κιλὰ καλαμάρια γιὰ τὴν ἐνθρόνιση τοῦ Ἡγουμένου, εἶπε τὴν παροιμιώδη φράση: «Ἄλλοι δὲν ἔχουν νὰ φᾶνε καὶ ἄλλοι δὲν ξέρουν τί νὰ φᾶνε!»
Ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς συνάφειας μαζί του μὲ φειδὼ χρησιμοποιοῦσε τὸν λόγο καὶ μὲ ἁπλοχεριὰ τὸ παράδειγμα. Τὸ πρῶτο κιόλας καλοκαίρι μὲ ἕνα τσεκούρι καθάριζε ἐξωτερικὰ τὸ τεῖχος τοῦ Μοναστηριοῦ ἀπὸ τὴν πυκνὴ βλάστηση.
-Τί κάνεις, Γέροντα, ἐκεῖ;
-Καθαρίζω. Ἐὰν πιάσει τὸ δάσος φωτιά, νὰ μὴν καεὶ τὸ Μοναστήρι. Καὶ ἂν πιάσει τὸ Μοναστήρι, νὰ μὴν καῆ τὸ δάσος.
Φοβερὸ μάθημα γιὰ μᾶς τοὺς ἀρχαρίους, ποὺ δὲν γνωρίζαμε τὶς περιπέτειες τῆς φωτιᾶς.
Τὸν βρήκαμε στὴν ὀδύνη τῆς ἐξορίας. Ἀκούσαμε νὰ ψιθυρίζει πολλὲς φορές: «Ἐκάθισεν Ἀδὰμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου». Ἀγάπησε τὸ Μοναστήρι του ὅσο κανένα ἄλλο πρᾶγμα στὴν γῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ πόνος του ἦταν μεγάλος, χωρὶς κανεὶς νὰ μπορῆ νὰ τὸν καταλάβει.
-Εἶναι φοβερὸ νὰ βλέπεις κλειστὸ μπροστά σου τὸν πυλῶνα ποὺ 50 χρόνια ἀκώλυτα διερχόσουνα. Ὅλοι νὰ τὸν διέρχονται -ἐργάτες, προσκυνητές, μοναχοί- καὶ ἐγὼ νὰ στεροῦμαι τὴν εἴσοδό του. Τὸν σταυρό μου ἔκανα μπαίνοντας καὶ βγαίνοντας τῆς πύλης τοῦ Μοναστηριοῦ. Γιατί ἄραγε ὁ Σταυρὸς δὲν μὲ φύλαξε;
Τὸ ταξίδι μέχρι τὴν Δαφνη ἦταν παρηγοριά, γιατὶ ἔστω καὶ ἀπ’ ἔξω ἔβλεπε τὴν Μονὴ τῆς μετανοίας του. Ἔνιωθε ἐσωτερικὴ ἀνάπαυση στὴν θέα τοῦ Μοναστηριοῦ του. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ λαός: «Θώρει νὰ δῆς». Ἐμεῖθς βέβαια οἱ ἠθικίζοντες, ἀψυχολόγητα καὶ ἀπάνθρωπα κρίνοντες, λέγαμε ὅτι πηγαίνει γιὰ ποτὸ στὴν Δάφνη. Προτοῦ ἀναλάβω τὸ Μοναστήρι ἄκουσα τόσες κατηγορίες, πού, ἄθελά μου, ἔνιωθα δύσκολα ἀπέναντί του. Ἄκουσα ὅτι ὁ Πατὴρ Εὐδόκιμος ἔχει μετοχὲς σὲ καράβια, ἔχει διαμερίσαμτα. Δὲν εἶναι καλὸς ἄνθρωπος, μὲ τὴν ἔννοια τὴν γνωστή. Εἶναι κακότροπος καὶ ἄξεστος. Εἶναι «ζηλωτὴς» καὶ καταφρονητὴς τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τἰ δὲν εἶναι... Μοῦ συνέστησαν πολιοὶ Πνευματικοί, ποὺπεριέφεραν τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν ἀρχοντιὰ στὸ Ὄρος, νὰ τὸν κρατήσω ἕναν χρόνο καὶ μετὰ νὰ τὸν διώξω, γιατὶ εἶναι ἐπικίνδυνος γιὰ τοὺς μοναχούς. Νὰ τοῦ κόψω τὴν Δάφνη καὶ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ του θὰ φύγει. Εὐτυχῶς ὁ Θεὸς μὲ φώτισε, ἂν καὶ ἀρχάριος σὲ τέτοια πράγματα, καὶ ἀπήντησα στοὺς σκληροὺς λόγους:
-Πατέρες, αἰσθάνομαι ὑποχρεωμένος νὰ τοῦ δίνω χρήματα νὰ βγαίνει περισσότερες φορὲς ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, γιὰ νὰ διασκεδάζει τὴν θλίψη του, καὶ ἐσεῖς μὲ συμβουλεύετε νὰ τὸν διώξω; Ποῦ νὰ πάει ὁ γέροντας τῶν 75 χρόνων νὰ ζήσει; Στὴν Ὁμόνοια τῶν Ἀθηνῶν; Οἱ λαϊκοὶ βοηθοῦν τοὺς γονεῖς τους, ἂν δὲν μποροῦν νὰ συγκάνουν, νὰ ὑπάγουν συὸ γηροκομεῖο. Ὁ φτωχὸς καλόγερος ποὺ νὰ πάει;
Τέλος πάντων, καὶ οἱ δύο, Ἡγούμενος καὶ προηγούμενος, ἤμασταν ἀρκετὸ καιρὸ ἐπιφυλακτικοὶ μεταξύ μας. Καὶ καθόλου δὲν τὸν ἀδικῶ. Μὲ τέτοια ποὺ ἔπαθε ἀπὸ μᾶς τοὺς νέους, ιὰ ἦταν ἀνόητος νὰ μὴν προσέξει. Ἐμεῖς στὸν Γέροντα αὐτόν, τὸν συκοφαντημένο, κανένα ψεγάδι ποὺ τοῦ προσάπτανε δὲν βρήκαμε, παρὰ μόνο νεκρικὴ ἀκαμψία σ’ αὐτὸ ποὺ πίστευε καὶ εὐθύτητα σ’ αὐτὸ ποὺ ὑποστήριζε.
Ἦταν πτωχός, πάμπτωχος. Ὅλα τὰ χρόνια ζοῦσε μὲ ξερὸ ψωμί. Καὶ ὁσάκις ἐπεσκέπτετο τὴν Θεσσαλονίκη, μὲς στὴν βαλιτσούλα του μόνον ψωμὶ εἶχε καὶ λίγες ἐλιές. Καὶ στὸ ξενοδοχεῖο ποὺ κατέλυε οὔτε σεντόνια δὲν ὑπῆρχαν παρὰ μόνο πεπαλαιωμένες κουβέρτες. Τὴν ἀγροτικὴ σύνταξη ποὺ ἔπαιρνε τὴν διέθετε γιὰ κεράσματα ἀγάπης στοὺς ἀδελφούς. Ἀπὸ ἐνδύματα τοῦτο μόνον ἔχω νὰ πῶ: δὲν βρέθηκε ῥουχισμὸς στὸ κελλί του νὰ τὸν σαβανώσουμε. Ποῦ οἱ καταθέσεις, ποῦ τὰ ὑποστατικά, ποῦ τὸν κατηγοροῦσαν ἀνερυθριάστως Γέροντες καὶ Ἡγούμενοι;
Ἔλεγε πολλὲς φορές:
-Ὅταν ἀποθάνω, ὅ,τι ὑπάρχει θὰ τὸ βρῆτε στὴν τσέπη μου. Ἀλλοῦ μὴν ψάχνετε. Δὲν ἔχω τίποτα.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ζητοῦσε ἀπὸ τὴν μετάνοιά του κάποτε-κάποτε οἰκονομικὴ βοήθεια. Τοῦ ἔλεγα:
-Γέροντα, ἔχεις ἀνάγκη καὶ ζητᾶς;
-Ὄχι, ἅγιε καθηγούμενε, ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς κινήσω ἀπέναντί μου σπλάγχνα οἰκτιρμῶν, γιὰ νὰ ‘βροῦν καὶ αὐτοὶ ἔλεος στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Κατηγορεῖτο ὁ Γέροντας ἄξεστος καὶ τραχύς. Ἐμεῖς βρήκαμε κοντά του ἀληθινὴ εὐγένεια καὶ στοργή, ταιριαστὴ στὸν ἀνδρισμὸ καὶ στὴν καλογερική. Ἀλήθεια, δὲν ἤξερε νὰ σκορπᾶ χαμόγελα, ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς κρύβουν δηλητήριο. Εἶχε μία σταθερὴ εὐγένεια καὶ ἀγάπη γιὰ ὅλους. Σὲ μικρότητες καὶ μνησικακίες δὲν περιέπιπτε ποτέ. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς γενιᾶς του. Τὴν χάρη ποὺ βρῆκα στὸν ποατέρα μου βρῆκα καὶ στὸν Γέροντα Εὐδόκιμο. Αἰσθανόσουν κοντά του στοργὴ καὶ ἀσφάλεια, χωρὶς ἐκδηλώσεις τρυφερότητας. Στὸ κελλί του εἶχε πάντοτε κάτι νὰ προσφέρει σ’ αὐτὸν ποὺ τοῦ προσέφερε καὶ τὴν παραμικρὴ διακονία. Χωρὶς καὶ τὴν δική του ἀντιπροσφορά, ποτὲ δὲν δεχότανε τὴν προσφορὰ τοῦ ἄλλου. Ὅταν ἐρχόταν ἀπὸ τὴν Δάφνη, κάτι ἔφερνε στοὺς μοναχούς, σὰν τὸν καλὸ παπποῦ στὰ ἐγγόνια του.
Κάποτε ἔφερε πορτοκαλάδες. Φώναξε ἕναν μοναχὸ νὰ τὶς δώσει, ἀλλὰ δὲν περίμενε νὰ πάει ὁ νέος, ὅπως κάνουν οἱ μεγάλοι· συγχρόνως περπατοῦσε καὶ ὁ ἴδιος, ὥσπου νὰ συναντηθοῦν. Αὐτὸ μετρὰ πολὺ στὸν Ἡγούμενο καὶ στὴν διακονία τῆς Μονῆς. Ὅλα ἐκεῖνα τὰ βήματα τοῦ Γέροντα, γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν νέο μοναχό, ἦταν βήματα περίσσιας ἀρχοντιᾶς. Ἡ συμπεριφορά του ἦταν ἄψογη καὶ πάντοτε ὄμορφη.
Ὅσοο γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἦταν καλὸς ἄνθρωπος, τὰ 11 χρόνια ποὺ ζήσαμε μαζὶ ἡ ζωή του θύμιζε ἀρχαίους πατέρες. Ποτὲ δὲν ἀκούστηκε ἀπρεπὴς λόγος ἀπὸ τὸ στόμα του. Τὸ κελλί του ἦταν πάντοτε ἀνοιχτό. Πλάγιαζε μὲ τὸ ζωστικό. Ὅποιος τὸν φώναζε ἦταν ἕτοιμος. Παρὰ τὴν ἡλικία του, ὑπέμενε ἀγόγγυστα τὸ ψῦχος τοῦ χειμῶνα. Ἀλλὰ καὶ ἐργαζομένους τοῦ Ὄρους ποὺ ῥώτησα, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς ξέρουν περισσότερα ἀπὸ μᾶς, καλὰ λόγια μοῦ εἶπαν. Καὶ μάλιστα μοῦ τὸ βεβαίωσαν ἄνθρωποι ποὺ ἀπὸ 14 ἐτῶν παρέμεναν στὸ Μοναστήρι ὀρφανοί, κυνηγημένοι ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες, οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν κοντά του γιὰ προστασία.
Στὴν ἀρχή, προσπαθώντας νὰ ὑπερασπίσει τὸνἑαυτό του, ἔγραψε κάτι ἀπολογίες, ποὺ καὶ αὐτὸ ἦταν κάτι φυσικὸ καὶ ἀνθρώπινο. Μακάρι νὰ μπορῆ κανεὶς αὐτὲς τὶς ὧρες νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ σηκώσει τὸν σταυρό του μὲ σιωπή, ἀλλὰ πράγματα ποὺ ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ τηρήσουμε νὰ μὴν τὰ ζητᾶμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Πάντα εἶχε ἀνάγνωση στὸ κελλί του. Κάτι διάβασε στὴν Φιλοκαλία. Τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. Μέρες τὸ βασάνιζε στὸ μυαλό του.
Μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς εὑρισκόμενος -ὅπως ἀπεκάλυψε σὲ ἀδελφὸ ποὺ ἐκτιμοῦσε, δάσκαλό του τὸν ὠνόμαζε- ἕνα βράδυ, μόλις κάθισε στὸ κρεβάτι του, στηρίζοντας τὴν πλάτη του στὸ μεταλικὸ κεφαλάρι τοῦ κρεβατιοῦ, εἶδε στὸν ἀπέναντι τοῖχο νὰ γράφονται σὰν ἀπὸ ἀόρατο χέρι μία-μία οἱ ἁμαρτίες του ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ δίπλα μία μαυροφόρα γυναίκα κοίταζε μιὰ τὴν γραφὴ τοῦ τοίχου καὶ μία ἐκεῖνον, καὶ ἔκλαιγε καὶ θρηνοῦσε γορερῶς. Δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει σὲ συναίσθηση. Φώναξε:
-Ἄχου, Παναγία μου, πόσο σ’ ἔχω λυπήσει καὶ δὲν τὸ ἔχω κατάλαβει.
Τὴν ἄλλη μέρα ἔκαψε ὅλες τὶς ἀπολογίες καὶ ἄρχισε κομποσχοίνι μὲ ἀλάλητους στεναγμούς. Μετὰ τὸν θάνατό του καμμία ἀπολογία δὲν βρέθηκε στὸ κελλί του.
Κάποτε τὸν βρῆκα νὰ κάθεται στὴν πύλη τῆς Μονῆς.
-Πῶς εἶσαι Γέροντα;
-Ἄκουσε, ἅγιε καθηγούμενε. Ὅταν κανεὶς βρίσκεται πρὸ τοῦ τάφου καὶ ἔχει κάνει καλά, εἶναι ἀμβροσία. Ἂν ὅμως ἔχει περιπέσει σὲ κακά, εἶναι τυραννία μεγάλη. Τί νὰ γυρίσω ἐγὼ τώρα πίσω νὰ πρωτοδιορθώσω;
Ἀδελφὸς τὸν ῥώτησε ἂν προσεύχεται καὶ ἀπήντησε:
-Ἕξι χρόνια, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ εἶδα τὸ ὅραμα, ἀκατάπαυστα λέω τὴν εὐχὴ καὶ ἔχω πολλὴ εἰρήνη μέσα μου.
Ἄλλοτε ἔλεγε:
-Τὸ Μοναστήρι μου δὲν μπόρεσα νὰ τὸ βοηθήσω πνευματικά, γιατὶ δὲν ἤξερα πολλὰ γράμματα, ἀλλὰ ὑλικὰ ὑπὲρ δύναμιν.
Ἤξερε ἀπὸ κόπους καὶ ἀναγνώριζε καὶ καταλάβαινε τοὺς κοπιῶντας. Γι’ αὐτὸ πάντα μνημόνευε «ὑπὲρ τῶν διακονούντων καὶ διακονησάντων ἐν τῇ ἁγίᾳ Μονῇ ταύτῃ» μὲ ὅλη του τὴν καρδιά.
Στὶς προτάσεις τῆς μετανοίας του νὰ ἐπιστρέψει τὰ τελευταῖα χρόνια, μᾶς ἔλεγε:
-Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ γίνει μετὰ ἀπὸ ἕνα-δύο χρόνια. Ἄνθρωποι εἴμαστε καὶ λάθη κάνουμε. Ἔπειτα ἀπὸ 14 χρόνια ἐξορίας γιὰ μένα εἶναι ἀργά. Ἔζησα μαζί τους ἕνα χρόνο, μαζί σας 11. Ἀντιευαγγελικὸ χρόνο δὲν ἀνταλλάξαμε. Στὰ χέρια σας θέλω νὰ πεθάνω. Ἂν σᾶς κουράζω καὶ δὲν μὲ θέλετε, νὰ φύγω καὶ ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ἂς μὲ ὁδηγήσει.
Ζήτησα δύο φορὲς ἀπὸ πατριαρχικὲς Ἐξαρχίες νὰ τοῦ ἀρθῆ ἡ τιμωρία τοῦ ἐξορίστου, ἀλλὰ μὲ πολὺ παράπονο λέω ὅτι ὁ λόγος μου δὲν εἰσακούστηκε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ᾖρε τὸ «ἐξόριστος» πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τὴν Κυριακὴ ἀπέθανε καὶ τὴν Δευτέρα ἦρθε ἡ ἄρση τῆς ἐξορίας!
Πολλὲς φορὲς διακριτικὰ μὲ συμβούλευε:
-Αὐτό, ἅγιε ἡγούμενε, ἔτσι τὸ κάνουν στὸ Ὄρος. Δὲν εἶναι δόγμα, ἀλλὰ καλὰ εἶναι νὰ μὴν σὲ πάρει ἡ καλογερικὴ ἐφημερίδα.
–Τὸν γείτονά σου νὰ τὸν προσέχεις, γιατὶ πρῶτα βλέπεις τὸν γείτονα καὶ ἔπειτα τὸν ἥλιο.
-Νὰ μὴν εἶσαι τόσο σκληρός. Ἀφοῦ βάζεις τὰ καλογέρια σὲ βαρειὲς δουλειές, νὰ τοὺς δίνεις λάδι καὶ κρασί. Ἔτσι ἔκαναν οἱ παλιοί.
-Τὴν Λειτουργία νὰ τὴν τελῆτε πιὸ ἁπλὰ τὶς καθημερινές. Κάθε μέρα δὲν εἶναι πανηγύρι. Ἠ μοναχικὴ ζωὴ θέλει ἀκρίβεια σ’ ὅλα τὰ πράγματα, ἀλλ’ ὄχι καὶ ἐπιτηδευμένη προβολή.
Ὁ ἴδιος κτυποῦσε τὸ τάλαντο γύρω ἀπὸ τὸ Καθολικὸ σὲ τρεῖς στάσεις. Καὶ ὅταν ἔβρεχε καὶ χιόνιζε κρατοῦσε παρασόλι, γιὰ νὰ κρατήσει τὴν τάξη τοῦ κτυπήματος τοῦ ξύλου γύρω ἀπὸ τὸ Καθολικό.
Μοῦ συνιστοῦσε νὰ ὑπομένω μὲ καρτερία τὶς νεανικὲς τρέλες τῶν μοναχῶν. Νὰ μὴν μετρῶ μὲ ἀκρίβεια ἀλλὰ μὲ ἀγάπη.
Ὅταν ἀῤῥώστησε, τοῦ εἶπα πολλὲς φορὲς νὰ πᾶμε στὴν Θεσσαλονίκη καὶ μοῦ ἀπήντησε:
-Θέλω νὰ πεθάνω στὸ κελλί μου.
Ἦταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν καλύψει ἡ ἀθωνικὴ γῆ.
Τὸν κατηγόρησαν τὸν γερο-Εὐδόκιμο ὅτι ἔπινε. Ἔπινε τόσο ὅσο ἔπιναν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς του. Ἄλλωστε, καὶ πολλοὶ ἄλλοι Γέροντες, ποὺ τοὺς ἐγκωμιάζουμε καὶ γράφουμε συναξάρια, φαίνεται ὅτι ἀγαποῦσαν τὸ κρασάκι. Ἀλλὰ τὸ ἀποκρύβουμε ἐντελῶς, γιὰ νὰ εἶναι τὸ συναξάρι πιὸ ἐξιδανικευμένο. Ἔλεγε:
-Σὰν γυρίσω πίσω τὸ κρασί, νὰ ξέρετε ὅτι ἐγγίζει τὸ τέλος μου.
Πράγματι, τὴν Τετάρτη γύρισε πίσω τὸ κρασὶ καὶ τὴν Κυριακὴ τελείωσε. Ἔκοψε πρῶτα τὸ φαγητό. Ἔτρωγε γιὰ ἕνα μῆνα μόνον σοῦπες, μία ἑβδομάδα μόνον γιαούρτι καὶ τρεῖς μέρες μόνο μερό. Τὸ Σάββατο εἶπε στὸν πατέρα μου:
-Κύριε Χρῆστο, φεύγω πλέον γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ τὴν αἰώνια.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ ἤρθαμε στὸ Μοναστήρι κοινωνοῦσε κάθε Κυριακή. Τοῦ λέω:
-Γέροντα, οἱ Ἁγιορεῖτες κοινωνοῦν κάθε Σάββατο.
-Ἔ, Γέροντα, αὐτὰ δὲν εἶναι ἄρθρα τῆς πίστεως.
Τὴν Κυριακὴ τὸ πρωΐ βάρυνε, ἀλλὰ εἶχε πλήρη διαύγεια. Τοῦ λέει ὁ πατὴρ Γαβριήλ:
-Μὲ γνωρίζεις;
-Εἶσαι ὁ παπᾶς.
Καὶ σήκωσε τὸ χέρι καὶ τὸν εὐλόγησε. Τὸν ῥώτησε ὁ Ξενοφωντινὸς γιατρὸς ἂν πονάει. Εἶπε: «Καθόλου». Ἀρχίσαμε τὸ Εὐχέλαιο. Μόλις τὸν ἄλειψα, γύρισε, μὲ κοίταξε στοργικὰ καὶ τελείωσε, ἀφοῦ ἄφησε πολλὴ εἰρήνη στὶς ψυχές μας. Σὰν νὰ στεκότανε στὴν ὡραία πύλη καὶ ἔλεγε σὲ ὅλους μας «Εἰρήνη πᾶσι». Δὲν πόνεσε. Χριστιανικὰτελείωσε. Τὸν ἀλλάξαμε μόνον γιὰ τὰ εἰθισμένα. Ἔτσι ἔδωσε ὁ Θεὸς τὰ τέλη του, ὅπως τὰ ζητοῦσε μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας: χριστιανά, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά. Δὲν κούρασε κανέναν. Ἔφυγε ξένος καὶ πάμπτωχος, ὅπως ταιριάζει στοὺς μοναχούς. Ἂς εἶναι αἰώνια στὴν θύμηση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν δική μας.
Μόλις τελείωσε, εἶπε ὁ Ἠγούμενος.
-Κτυπήσατε τὴν μεγάλη καμπάνα τοῦ Μοναστηριοῦ, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ φαράγγια καὶ οἱ βουνοπλαγιὲς ποὺ χιλιοπερπάτησε ὅτι σήμερα ἀποχαιρέτησε τὴν αἰσθητὴ κτίση ὁ ἱερομόναχος Εὐδόκιμος.
Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὸ καλό του παράδειγμα καὶ παρακαλοῦμε τὸν Ἀρχιστράτηγο Μιχαὴλ νὰ μᾶς στείλει ἕναν ἄλλον Εὐδόκιμο στὴν μικρή μας ποίμνη, γιὰ νὰ θυμώμαστε αὐτοὺς ποὺ δίνονται μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ στὴν Ἐκκλησία.
«Γερο-Ἄθωνα, δέχθηκες στὰ σπλάγχνα σου τὸν Εὐδόκιμο. Βλάστησε πολλοὺς Εὐδόκιμους, γιὰ νὰ εὐδοκιμῆς πάντοτε. Ἀμήν».
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
(Ἡγουμένου Δοχειαρίου π. Γρηγορίου, 2010)
http://periagiouorous.blogspot.com.eg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου