Στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης βρῆκα δύο ὑπόδικους τοῦ Θεοῦ: τὸν Γέροντα Παῦλο καὶ τὸν ὑποτακτικό του. Καὶ οἱ δύο πάντα μὲ περίμεναν γιὰ ἐξομολόγηση. Εἶδα αὐτομεμψία φοβερή. Οὔτε ληστὲς δὲν θὰ πετοῦσα τόσο τὸν ἑαυτό τους. Καμία ὑπόληψη δὲν εἶχαν γιὰ τὸ πρόσωπό τους. Γονυπετὴς ὁ Γέροντας ἄρχιζε πρῶτος νὰ ὀνειδίζει τὸν ἑαυτό του:
-Δὲν ἐκτιμῶ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸν ὑποτακτικό μου. Ἴσως-ἴσως καὶ ἡ φωνὴ καὶ ἡ παρατήρηση νὰ εἶναι περισσότερο ἔκφραση πάθους καὶ νεύρων παρά ἀγάπης γιὰ τὴν διόρθωση τοῦ ἀδελφοῦ μου. Καὶ στοὺς λογισμοὺς δὲν ὑπάρχει πάντοτε ἡ νήψη, ἡ ἐγρήγορση, γιὰ νὰ τοὺς φρενάρω. Καὶ ἡ κατάκριση μὲ ἀγγίζει, ἀλλὰ βλέποντας τὰ δικά μου πάθη, δόξα τῷ Θεῷ, δὲν μὲ κυριεύει. Πάντα ἀποφεύγω τὰ νέα τῆς Σκήτης, γιατὶ τὰ θεωρῶ σὰν τὸ μελάνι τῆς σουπιᾶς, ποὺ θολώνει τὰ νερὰ τῆς καρδιᾶς μου.
Εἶπε καὶ ἄλλα... καὶ ἄλλα... ποὺ ἡ θεωρία τοῦ θεάματος δὲν ἄφησε τὸν νοῦ μου νὰ τὰ συγκρατήσει. Δὲν ἤτανε μικρὸ τὸ θέαμα, νὰ βλέπεις τὸν λευκοπώγωνα ὑψίκορμο Γέροντα καὶ τὸν μικροσκοπικὸ ὑποτακτικὸ νὰ βάζουν περάντζαδα, ὅπως τὰ καΐκια στὸ χωριό μου, ποιός θὰ ξεπεράσει τὸν ἄλλον στὴν ἀπόῤῥιψη τοῦ ἐγώ τους!
Ὁ μικρὸς τὸ δέμας ὑποτακτικός:
-Ὁ Γέροντάς μου εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐγὼ τὸν παροργίζω μὲ τὴν ῥαθυμία μου καὶ τὴν περιέργειά μου. Φεύγω ἀπὸ τὸ Κελλὶ καὶ ἀργῶ νὰ γυρίσω. Ὁ Γέροντας, σὰν φιλόστοργος πατέρας, βγαίνει στὴν ἄκρη τοῦ κτήματος καὶ μὲ περιμένει. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα καὶ μόνη μὲ φέρνει σὲ συναίσθηση. Δὲν θέλω νὰ λυπῶ τὸν Γέροντα, ἀλλὰ χάνομαι στὴν δίνη τῆς Σκήτης, ἂν καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μοῦ συνέστησε: «Μακριὰ ἀπὸ λόγια». Ἀκόμη δὲν τὰ κατάφερα.
Οἱ κατάδικοι, ῥίχνοντας τὸ πρόσωπο στὴν γῆ, μὲ πολλὰ δάκρυα ἀκροάζοντο τὴν συγχωρητικὴ εὐχή.
Διατηρῶ καὶ ἄλλη ἀνάμνηση ποὺ πρέπει νὰ τὴν καταθέσω. Ἐγνώριζε ὁ Γέρων καὶ τὴν μουσικὴ τέχνη. Δὲν ἦταν ἡ φωνή του ἰδιαίτερα γλυκειά, ἀλλ’ ἦταν ἡ καρδιά του. Ὅταν στὸ ἀργὸ «Θεοτόκε Παρθένε» ἔψαλλε τὸν στίχο «Μαρία», ἐπλάτυνε τὸ στόμα του, ἔπαιζε τὴν γλῶσσά του σὰν πλῆκτρο καὶ τὶς φωνητικὲς χορδὲς σὰν γλυκόφθογγο ὄργανο. Ἔκτοτε, παρατήρησα καὶ ἄλλους ψαλτάδες, ἀλλὰ τὸ «Μαρία» τοῦ παπα-Παύλου κανεὶς δὲν τὸ ῥεύγεται. Εἶπα καθ’ ἑαυτόν: «Γιὰ τὸν πατέρα Παῦλο ἡ Μαρία εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς σωτηρίας του. Ὄνομα ποὺ δὲν χορταίνεται ποτέ, ὅσο καὶ νὰ ἀνοίξεις τὸ στόμα σου. ``Χαῖρε, ἡ κεχαριτωμένη Μαρία``». Σὰν νὰ μὴν χόρταινε ποτὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα καὶ τὸ γύριζε στὴν γλῶσσά του σὰν τὸ γλυκὸ τῆς μάννας, ποὺ τὸ προσέφερε στὸ σμυρνιώτικο κρυστάλλινο βάζο. Τί τέρψη, τί ἀπόλαυση ἦταν αὐτή! Ὁ Παῦλος νὰ φωνάζει, νὰ γεμίζει τὸ στόμα του μὲ τὸ ὄνομα «Μαρία» καὶ νὰ βγάζει λάβα θεϊκὴ πρὸς τὰ ἔξω: «Πάρε, προτεστάντη, φωτιά, ποὺ δὲν τιμᾶς τὴν Μαρία ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο».
ΠΗΓΗ: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
του Γέροντα Γρηγορίου
Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου
(Έκδοση Ι.Μ.Δοχειαρίου.Άγιο Όρος 2010.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου