Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



Τῼ ΣΑΒΒΑΤῼ ΤΗΣ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
ζ΄ 1 - 10
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναούμ. 2 Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων ἤμελλε τελευτᾶν, ὃς ἦν αὐτῷ ἔντιμος. 3 ἀκούσας δὲ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων, ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως ἐλθὼν διασώσῃ τὸν δοῦλον αὐτοῦ. 4 οἱ δὲ παραγενόμενοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν παρεκάλουν αὐτὸν σπουδαίως, λέγοντες ὅτι Ἄξιός ἐστιν ᾧ παρέξει τοῦτο, 5 ἀγαπᾷ γὰρ τὸ ἔθνος ἡμῶν, καὶ τὴν συναγωγὴν αὐτὸς ᾠκοδόμησεν ἡμῖν. 6 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπορεύετο σὺν αὐτοῖς. ἤδη δὲ αὐτοῦ οὐ μακρὰν ἀπέχοντος ἀπὸ τῆς οἰκίας ἔπεμψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἑκατόνταρχος φίλους λέγων αὐτῷ· Κύριε, μὴ σκύλλου· οὐ γὰρ εἰμι ἱκανός ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην μου εἰσέλθῃς· 7 διὸ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἠξίωσα πρὸς σὲ ἐλθεῖν· ἀλλ' εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 8 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν τασσόμενος, ἔχων ὑπ' ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 9 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασεν αὐτόν, καὶ στραφεὶς τῷ ἀκολουθοῦντι αὐτῷ ὄχλῳ εἶπε· Λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 10 Καὶ ὑποστρέψαντες οἱ πεμφθέντες εἰς τὸν οἶκον εὗρον τὸν ἀσθενοῦντα δοῦλον ὑγιαίνοντα.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (κ. Παναγιώτη Τρεμπέλα)
 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τελείωσε ὅλη αὐτή τή διδασκαλία του καί γέμισε μ’ αὐτήν τίς ἀκοές τοῦ λαοῦ, ἦλθε ἀπό τό πεδινό μέρος πού ἦταν, στήν Καπερναούμ.
2 Στό μεταξύ ὁ δοῦλος κάποιου ἑκατόνταρχου ἦταν πολύ ἄρρωστος καί κινδύνευε νά πεθάνει. Καί ὁ δοῦλος αὐτός ἦταν ἀγαπητός στόν ἑκατόνταρχο γιά τήν πίστη καί τήν ὑπακοή πού τοῦ ἔδειχνε.
3 Ὅταν λοιπόν ὁ ἑκατόνταρχος αὐτός ἄκουσε γιά τόν Ἰησοῦ ὅτι ἦλθε στήν Καπερναούμ, τοῦ ἔστειλε μερικούς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων καί τόν παρακαλοῦσε νά ἔλθει καί νά σώσει τό δοῦλο του ἀπό τόν ἔσχατο κίνδυνο.
4 Κι αὐτοί ἦλθαν στόν Ἰησοῦ καί τόν θερμοπαρακαλοῦσαν μέ ἐπιμονή λέγοντας ὅτι ἀξίζει νά τοῦ κάνει τή χάρη αὐτή πού ζητᾶ,
5 διότι, ἔλεγαν, ὁ ἑκατόνταρχος αὐτός ἀγαπᾶ τό ἔθνος μας, καί τή συναγωγή μᾶς τήν ἔκτισε ὁ ἴδιος μέ δικά του χρήματα.
6 Πράγματι λοιπόν ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε νά προχωρᾶ μαζί τους πρός τό σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου. Λίγο ὅμως πρίν φθάσουν στό σπίτι, ὅταν πλέον ἦταν πολύ κοντά, ἔστειλε ὁ ἑκατόνταρχος κάποιους φίλους του καί τοῦ εἶπε: Κύριε, μήν ταλαιπωρεῖσαι καί μήν μπαίνεις σέ μεγαλύτερο κόπο νά ἔλθεις στό σπίτι μου. Διότι δέν εἶμαι ἄξιος νά μπεῖς κάτω ἀπό τή στέγη μου.
7 Γι’ αὐτό ἐξάλλου καί δέν ἔκρινα τόν ἑαυτό μου ἄξιο νά ἔλθω αὐτοπροσώπως σέ σένα. Ἀλλά πές μ’ ἕναν ἁπλό λόγο νά γίνει αὐτό πού σοῦ ζητῶ, καί θά θεραπευθεῖ ὁπωσδήποτε ὁ ὑπηρέτης μου.
8 Διότι κι ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος πού βρίσκομαι κάτω ἀπό τίς διαταγές τῶν ἀνωτέρων μου καί ἐξαρτῶμαι ἀπό τήν ἐξουσία τους, ἔχω ὅμως κι ἐγώ κάτω ἀπό τή διοίκησή μου στρατιῶτες, καί λέω στόν ἕνα στρατιώτη, πήγαινε, καί πηγαίνει. Καί στόν ἄλλο λέω, ἔλα, κι ἔρχεται. Καί στόν ὑπηρέτη μου λέω, κάνε αὐτό, καί τό κάνει. Ἀφοῦ λοιπόν ὁ δικός μου λόγος ἐκτελεῖται ἀμέσως, ἐάν διατάξεις ἐσύ, πού δέν εἶσαι κάτω ἀπό τίς διαταγές κανενός ἀνθρώπου, ἀλλά ἔχεις ἐξουσία ἀκόμη καί πάνω στίς ἀόρατες δυνάμεις, δέν θά γίνει ἐκεῖνο πού θέλεις;
9 Ὅταν λοιπόν τά ἄκουσε αὐτά ὁ Ἰησοῦς, θαύμασε τόν ἑκατόνταρχο. Κι ἀφοῦ γύρισε πρός τό μέρος τοῦ πλήθους πού τόν ἀκολουθοῦσε, εἶπε: Σᾶς λέω ὅτι οὔτε στόν Ἰσραήλ, τόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, δέν βρῆκα τόσο μεγάλη πίστη.
10 Κι ὅταν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἑκατοντάρχου ἐπέστρεψαν στό σπίτι του, βρῆκαν τόν ἄρρωστο δοῦλο νά βρίσκεται σέ πλήρη ὑγεία.

 (Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΕΚΔΟΣΙΣ «ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ¨Ο ΣΩΤΗΡ¨»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου