Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Αγιογραφικό ανάγνωσμα



ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ε´ 1 - 10
1 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς. 2 καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν, τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες, 3 εἴ γε καὶ ἐνδυσάμενοι οὐ γυμνοὶ εὑρεθησόμεθα. 4 καὶ γὰρ οἱ ὄντες ἐν τῷ σκήνει στενάζομεν, βαρούμενοι ἐφ’ ᾧ οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ’ ἐπενδύσασθαι, ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς. 5 ὁ δὲ κατεργασάμενος ἡμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο Θεός, ὁ καὶ δοὺς ἡμῖν τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος. 6 Θαρροῦντες οὖν πάντοτε καὶ εἰδότες ὅτι ἐνδημοῦντες ἐν τῷ σώματι ἐκδημοῦμεν ἀπὸ τοῦ Κυρίου· 7 διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους· 8 θαρροῦμεν δὲ καὶ εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον. 9 διὸ καὶ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι αὐτῷ εἶναι. 10 τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακὸν.

Νεοελληνική απόδοση:
Δι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀποκάμνομεν. Διότι γνωρίζομεν καλά, ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος κατοικία τῆς ψυχῆς μας, ποὺ εἶναι κατοικία πρόσκαιρος καὶ διαλύεται εὔκολα σὰν σκηνή, ἤτοι τὸ σῶμα μας, γίνῃ ἐρείπιον ἀπὸ τὰ δεινὰ καὶ διαλυθῇ ἀπὸ τὸν θάνατον, ἔχομεν ὡς ἄλλην οἰκοδομήν, ποὺ μᾶς ἑτοιμάζεται ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸ νέον ἀθάνατον σῶμα. Αὐτὸ πλέον θὰ εἶναι σπίτι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔκτισαν χεῖρες ἀνθρώπινοι, καὶ θὰ εἶναι αἰώνιον εἰς τοὺς οὐρανούς. 2 Καὶ ἀληθῶς, ὅσον καιρὸν εὑρισκόμεθα εἰς τὸ φθαρτὸν αὐτὸ σῶμα, στενάζομεν, διότι μὲ πολὺν πόθον ἐπιθυμοῦμεν νὰ φορέσωμεν ἐπάνω μας σὰν ἄλλο ἔνδυμα τὴν μόνιμον κατοικίαν μας, ἡ ὁποία θὰ μᾶς δοθῇ ἀπὸ τὸν οὐρανόν. 3 Καὶ ἐὰν ἀκόμη ὡς ἔνδυμα ἐκλάβωμεν τὸ νέον σῶμα, μιὰ φορὰ ποὺ θὰ φορέσωμεν τὸ ἔνδυμα αὐτό, δὲν θὰ εὑρεθῶμεν γυμνοί, χωρὶς κάποιο σῶμα. 4 Ἡμεῖς δηλαδή, ὅσοι εἴμεθα εἰς τὸ σῶμα αὐτό, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς σκηνήν, στενάζομεν σὰν νὰ πιεζώμεθα ἀπὸ κάποιο βαρὺ φόρτωμα. Καὶ στενάζομεν, ὄχι διότι θέλομεν νὰ ἐκδυθῶμεν τὸ σῶμα, ἀλλὰ διότι θέλομεν νὰ ἐνδυθῶμεν ἐπάνω μας τὸ οὐράνιον σῶμα, διὰ νὰ καταποθῇ ἡ θνητότης τοῦ σημερινοῦ μας σώματος ἀπὸ τὴν ἄφθαρτον ζωὴν τοῦ ἄλλου. 5 Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην βέβαια δύναμιν εἶναι ἀδύνατον αὐτὸ ποὺ σᾶς λέγω. Ἂλλ’ ἐκεῖνος, ποὺ μᾶς ἔπλασε διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν, ἤτοι διὰ νὰ ἐπενδυθῶμεν τὴν ἀφθαρσίαν, δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος μάλιστα ὡς ἀρραβῶνα καὶ ἐπίσημον ὑπόσχεσιν περὶ τοῦ ὅτι θὰ ἀφθαρτισθῶμεν, μᾶς ἔδωκε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 6 Ἔχομεν λοιπὸν θάρρος πάντοτε καὶ γνωρίζομεν, ὅτι ὅσον καιρὸν μένομεν εἰς τὸ σῶμα, εἴμεθα ξενητευμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον. 7 ἑγὼ ξενητευμένοι, ὄχι διότι εἴμεθα χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον, ἀλλὰ διότι δὲν τὸν βλέπομεν μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος. Διότι τὴν παροῦσαν ζωὴν τὴν περνῶμεν μὲ πίστιν, χωρὶς νὰ βλέπιομεν κατὰ πρόσωπον τὸν Κύριον. 8 Εἴμεθα δὲ γεμᾶτοι θάρρος καὶ ἐπιθυμοῦμεν πολὺ νὰ ἀναχωρήσωμεν ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ να μεταβῶμεν διὰ νὰ μείνωμεν μονίμως πλησίον τοῦ Κυρίου. 9 Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ προσπαθοῦμεν μὲ κάθε φιλοτιμίαν, εἴτε εὑρισκόμεθα μέσα εἰς τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ φθαρτὸν καὶ ἐνδημοῦμεν εἰς αὐτό, εἴτε ἀποθνήσκομεν καὶ ἀναχωροῦμεν ἀπὸ τὸ σῶμα, νὰ εἴμεθα εὐάρεστοι εἰς αὐτόν. 10 Διότι ὅλοι ἡμεῖς πρέπει νὰ παρουσιασθῶμεν φανεροὶ καὶ ξεσκεπασμένοι ἐμπρὸς εἰς τὸ δικαστικὸν βῆμα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ ὁ καθένάς μας ἐκεῖνα, ποὺ ἔκαμε μὲ τὸ σῶμα, ἀναλόγως τῶν ὅσων ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἶναι τὸ σύνολον τῶν πράξεών του εἴτε κακόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου