Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα 4:1-5
Ἀδελφοί, οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ. Ὃ δὲ λοιπὸν ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκονόμοις ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ. Ἐμοὶ δὲ εἰς ἐλάχιστόν ἐστιν ἵνα ὑφ᾽ ὑμῶν ἀνακριθῶ ἢ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας· ἀλλ᾽ οὐδὲ ἐμαυτὸν ἀνακρίνω· Οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ σύνοιδα, ἀλλ᾽ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι· ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστιν. Ὥστε μὴ πρὸ καιροῦ τι κρίνετε, ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὃς καὶ φωτίσει τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους καὶ φανερώσει τὰς βουλὰς τῶν καρδιῶν· καὶ τότε ὁ ἔπαινος γενήσεται ἑκάστῳ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ.
Νεοελληνική απόδοση:
Ἔτσι πρέπει νὰ μᾶς θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι, σὰν ὑπηρέτας τοῦ Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπὸ τοὺς οἰκονόμους εἶναι νὰ βρεθοῦν πιστοί. Ὡς πρὸς ἐμέ, μοῦ εἶναι ὅλως ἀδιάφορον νὰ κριθῶ ἀπὸ σᾶς ἢ ἀπὸ ἀνθρώπινον δικαστήριον, ἀλλ’ οὔτε ἐγὼ θὰ κρίνω τὸν ἑαυτόν μου· διότι δὲν αἰσθάνομαι τίποτε κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ δὲν εἶμαι δικαιωμένος· ἐκεῖνος ποὺ μὲ κρίνει εἶναι ὁ Κύριος. Ὥστε μὴ κρίνετε τίποτε πρὶν ἀπὸ τὸν ὡρισμένον καιρόν, ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ στὸ φῶς τὰ πράγματα ποὺ κρύβονται στὸ σκοτάδι καὶ θὰ φανερώσῃ τὰς σκέψεις τῶν καρδιῶν· τότε ὁ καθένας θὰ πάρῃ τὸν ἔπαινόν του ἀπὸ τὸν Θεόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου