(Κυριακή ΙΑ΄ Λουκᾶ)
Τήν παραβολή τοῦ μεγάλου δείπνου ἀκούσαμε σήμερα ἀπό τό θεανδρικό στόμα τοῦ Λυτρωτῆ. Μέ ἀγάπη μᾶς ὑπόσχεται τή χαρά καί τήν τιμή τῆς συμμετοχῆς μας στό κοινό τραπέζι μαζί Του. Μᾶς καλεῖ νά γίνουμε συνδαιτυμόνες μ’ Ἐκεῖνον πού προσφέρει τόν ἑαυτό Του, γιά νά τραφοῦμε καί νά γευθοῦμε τή σωτηρία.
Τήν πρόσκληση ὁ Κύριος δέν τήν ἀπευθύνει γιά κάποιο δεῖπνο πού πρόκειται νά ἑτοιμαστεῖ, ἀλλά γιά ἕνα τραπέζι πού εἶναι ἤδη ἕτοιμο καί περιμένει τούς προσκεκλημένους. Στήν πρόσκληση ἔχει μεγάλη σημασία ἡ λεπτομέρεια πού μπαίνει ὡς κατακλείδα:«ἕτοιμά ἐστι πάντα».
Ὁ ἴδιος ὁ Οἰκοδεσπότης μέ δική Του προσωπική φροντίδα, μέ κόπο καί μέ τήν ἐλεύθερη θυσία Του ἑτοίμασε τά πάντα, γιά νά περιποιηθεῖ τούς καλεσμένους, νά τούς κάνει νά χορτάσουν καί νά χαροῦν.
Τί περιλαμβάνει αὐτή ἡ ἑτοιμασία, γιά νά ἐξελιχθεῖ τό βασιλικό δεῖπνο ὡραῖα;
Ὁ Χριστός, πρίν προσκαλέσει τούς πιστούς στό τραπέζι καί στήν εὐωχία Του, ἑτοίμασε κατ’ ἀρχήν τό χῶρο. Ὁ χῶρος τοῦ δείπνου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία σχεδιάστηκε καί ἀρθρώθηκε πρίν ἀπό τή δημιουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου. Στολίστηκε καί φωταγωγήθηκε μέ τά χρώματα καί τά ὑπέρλαμπρα φῶτα τῆς ἀγάπης, τῆς ἀρετῆς καί τῆς θεογνωσίας. Διακοσμήθηκε μέ τήν ἄκτιστη χάρη τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στερεώθηκε στή δύναμη καί τόν ἁγιασμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Φύτρωσε καί ρίζωσε μέσα στήν παρθενική μήτρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιά τό χατίρι τῆς ὁποίας ἔγινε τό σύμπαν. Ἐκείνη τέθηκε ὡς ἡ μεγάλη οἰκοδέσποινα καί ὑποδοχέας τῶν προσκεκλημένων. Ἡ Ἐκκλησία προετοιμάστηκε κατά τρόπο πού νά μπορεῖ νά δέχεται συνέχεια τούς πεινασμένους. Νά τούς ἀναπαύει, νά τούς τρέφει καί νά τούς θεραπεύει. Ὁ πιστός πού δέχεται τό προσκλητήριο γιά τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ δέχεται ὡς νυμφαγωγό του τήν Κυρία Θεοτόκο, χωρίς τήν ὁποία εἶναι ἀδύνατο νά καθίσει κάποιος στό θεϊκό τραπέζι. Ἐκείνη ἀποτελεῖ τό ἀκριβότερο στολίδι τῆς Ἐκκλησίας καί χωρίς ἐκείνη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει.
Ἡ ἑτοιμασία πού κάνει ὁ Χριστός, πρίν ἐπιδώσει τήν πρόσκληση στούς καλεσμένους, περιλαμβάνει τό μαγείρεμα τῆς τροφῆς. Τό φαγητό στό οὐράνιο δεῖπνο τοῦ Θεοῦ ξεπερνάει ὅλα ὅσα ἔχει δοκιμάσει ἡ ἀνθρώπινη γεύση καί ὅλα ὅσα μπορεῖ νά ἐπινοήσει ἡ ἀνθρώπινη μαγειρική τέχνη. Ὁ Πατέρας σφάζει τό σιτεμένο Του μοσχάρι, γιά νά τρυφήσουν οἱ συνδαιτυμόνες, καί τρυγάει τόν γλυκύτερο καί πιό μεθυστικό οἶνο, γιά νά τούς βυθίσει στή νηφάλια μέθη τοῦ οὐρανοῦ. Τό φαγητό πού προσφέρεται στό ἀξεπέραστο αὐτό δεῖπνο εἶναι τό σῶμα τοῦ Υἱοῦ. Ἡ σάρκα τοῦ Θεανθρώπου μερίζεται καί κομματιάζεται χωρίς νά διαιρεῖται, μοιράζεται σέ ὅλους χωρίς νά ἐλαττώνεται καί χορταίνει τούς πάντες χωρίς νά μειώνει τήν ἐπιθυμία γιά περισσότερο κορεσμό. Ὁ οἶνος αὐτῆς τῆς τράπεζας εἶναι τό ζωηφόρο καί ζωήρρυτο αἷμα τοῦ Υἱοῦ, πού κερνιέται μέσ’ ἀπό τ’ ἁγιοπότηρο σ’ ὅσους διψᾶνε γιά ζωή καί περίσσευμα ζωῆς. Αὐτός ὁ οἶνος ρέει ἀκατάπαυστα ἀπό τήν τρυπημένη Θεανδρική πλευρά πάνω στό Γολγοθᾶ καί ποτίζει γιά πάντα τήν Ἐκκλησία καί τά μέλη της. Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἑτοίμασε τό φαγητό τοῦ δείπνου μέ τή δική Του θυσία καί καλεῖ τούς προσκεκλημένους νά Τόν γευθοῦν, νά Τόν προσλάβουν, νά ἑνωθοῦν μαζί Του σέ μία ἕνωση μυστηριακή καί σωστική.
Τό τρίτο πού ἑτοίμασε ὁ Κύριος, πρίν προσκαλέσει τούς πιστούς στό τραπέζι Του, εἶναι τό πρόγραμμα τοῦ δείπνου. Τί ἀξία ἔχει ὁ χῶρος καί τό φαγητό σ’ ἕνα δεῖπνο, ἄν δέν ὑπάρχει τό κατάλληλο πρόγραμμα γιά νά περάσουν εὐχάριστα οἱ καλεσμένοι; Τό πρόγραμμα τοῦ λαμπροῦ καί μυστικοῦ δείπνου, στό ὁποῖο καλοῦνται οἱ πιστοί, εἶναι ἡ δοξολογία, ἡ ὕμνηση καί ἡ λατρεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Τοῦτο τό πρόγραμμα ἀνέλαβαν νά τό ἐκτελέσουν τ’ ἀμέτρητα στίφη τῶν ἀγγέλων μέ μία ἁρμονία καί μέ ἕνα ρυθμό πού δέ γίνεται νά τά συλλάβει ἀνθρώπινο μυαλό καί νά ἐκφράσει σάρκινη γλώσσα. Ἡ μουσική τοῦ κτιστοῦ κόσμου καί ἡ ὀμορφιά τῆς ὁρατῆς φύσεως, μ’ ὅλο τό μεγαλεῖο, τήν ὡραιότητα καί τίς συγχορδίες πού μπορεῖ κάποιος νά φανταστεῖ, εἶναι μία ἀπειροελάχιστη πρόγευση καί ἕνα μηδαμινό προτύπωμα τῆς ἀτμόσφαιρας καί τῆς χαρᾶς πού ὑπάρχει στήν περίλαμπρη εὐωχία πού προσκαλοῦνται οἱ πιστοί.
Ὁ Κύριος καί Βασιλέας τοῦ παντός ἑτοιμάζει τό δεῖπνο Του μέ προσοχή καί ἀγάπη καί μᾶς προσκαλεῖ νά συμμετέχουμε σ’ αὐτό καί νά τό χαροῦμε. Κάθε Κυριακή καί σέ κάθε Θεία Λειτουργία μέ τό κτύπημα τῶν καμπάνων ἀπευθύνει τό προσκλητήριο σέ ὅλους, λέγοντάς μας ὅτι χάρη σ’ Ἐκεῖνον «ἕτοιμά ἐστι πάντα». Ὅταν λαμβάνουμε αὐτό τό προσκλητήριο, ἄς ντυνόμαστε μέ τ’ ἀκριβά καί ἐπίσημα ροῦχα τῆς ἀρετῆς καί τῆς μετάνοιας καί ἄς τρέχουμε στήν εὐλογημένη εὐωχία, γιά νά γευόμαστε καί νά αἰσθανόμαστε ὅλο καί περισσότερο, ἔντονα καί ἀκατάπαυστα ὅτι «χρηστός ἐστίν ὁ Κύριος». Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου