Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

Ὁ δύσκολος ἀνήφορος


Τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου Χερουβεὶμ Καράμπελα

Ἡ μόνη εὐκαιρία γιὰ νὰ δοῦμε τοὺς συνασκητάς μας ἦταν ἡ συγκέντρωσις στὸν ἀρσανὰ τῆς σκήτης.

Μετὰ τὴν ἀναχώρησι τοῦ μικροῦ πλοιαρίου, ποὺ ἔκανε τὴν γραμμὴ ἀπὸ τὴν Δάφνη μέχρι τὴν Ἁγία Ἄννα ἢ καὶ μέχρι τὴν Λαύρα, ἂν τὸ ἐπέτρεπε ὁ καιρός, οἱ πατέρες ἐπέστρεφαν στὶς καλύβες τους, ἀκολουθώντας τὰ ἀνηφορικὰ μονοπάτια.

Ἦσαν ὅλοι φορτωμένοι μὲ τοὺς ντορβάδες τους, ἄλλος λιγώτερο, ἄλλος περισσότερο. Πάντως ὅλοι κάτι ἔπρεπε νὰ μεταφέρουν στὴν πλάτη.Ἑκατὸν πενήντα μέτρα ἀπὸ τὸ μουράγιο, συναντούσαμε ἕνα προσκυνητάρι καὶ δίπλα του ἕνα πεζούλι.


Ἐκεῖ κατεβάζαμε λίγο τὸ φορτίο μας γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦμε καὶ νὰ πάρουμε δύναμι γιὰ τὴν ἀνάβασι. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχιζε ὁ δύσκολος ἀνήφορος. Ὁ ἱδρώτας ἔτρεχε ποτάμι…

Στὸ σημεῖο αὐτό, στὸ ὁποῖο εἶναι κτισμένο τὸ προσκυνητάρι, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε νὰ γίνη κάτι θαυμαστό. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι γραμμένο κάτω ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο μὲ τὸ καντηλάκι.

Παραθέτουμε τὸ κείμενο:

«Γέροντός τινος ὑποτακτικὸς μεταφέρων ἐκ τῆς θαλάσσης φορτίον ἐπὶ τῶν ὤμων καὶ ἀνερχόμενος μετὰ πολλοῦ κόπου, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ ἀδημονίας καταληφθεὶς ὡς ματαίως δῆθεν κοπιάζων, ἐκάθησεν ἐνταῦθα μετὰ τοῦ φορτίου πρὸς ὀλίγην ἀνάπαυσιν τυραννούμενος ὑπὸ τῶν ἀνωτέρω λογισμῶν, ὅπου παραδόξως ἀκούει ἄνωθεν τὴν κατ’ ἐξαίρετον τρόπον ἔφορον καὶ ἀρωγὸν ἡμῶν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον λέγουσαν αὐτῷ:

«Τί ἀδημονεῖς καὶ θλίβεσαι; Γίνωσκε ὅτι οἱ  κόποι αὐτοί, τοὺς ὁποίους οἱ ἀδελφοὶ ὑπομένουσιν ἀχθοφοροῦντες, ὡς θυσία εὐάρεστος εἰς τὸν Θεὸν προσφέρονται καὶ οἱ ἱδρῶτες οὓς χύνουσιν ἀνερχόμενοι, ὡς αἷμα μαρτυρικὸν παρὰ τῷ Χριστῷ λογισθήσονται καὶ μέγαν μισθὸν λήψονται ἐν τῇ  ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οἱ ἀγογγύστως ὑπομένοντες τοὺς σκληροὺς κόπους τῆς ἐνταῦθα ἀσκήσεως καὶ ὑπακοῆς».

Ταῦτα ἀκούσας ὁ ἀδελφὸς καὶ πληροφορηθεὶς τὴν καρδίαν διηγήσατο τοῖς ἀδελφοῖς καὶ πατράσι· διανύσας δὲ ἐν πνευματικῇ χαρᾷ καὶ ὁσιότητι τὸ ὑπόλοιπον τῆς ἐν ἀσκήσει καὶ ὑπακοῇ ζωῆς αὐτοῦ, ἀπῆλθε πρὸς αἰωνίους μονάς, ἵνα λάβῃ τὸν μισθὸν τῶν κόπων αὐτοῦ  κατὰ τὴν θείαν ὑπόσχεσιν».

Καθὼς λέει μάλιστα ἡ παράδοσις, τὴν ἀποκάλυψι αὐτὴ πληροφορήθηκε καὶ ὁ πατριάρχης Κων/πόλεως Κύριλλος Ε΄ ὁ Καράκαλλος, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε τότε στὴν Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης.

Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἔπαυσε νὰ μεταφέρη μὲ ὑποζύγιο τὰ γεωργικά του ἐργαλεῖα στὸν ἐλαιώνα, ὁ ὁποῖος εὑρισκόταν κοντὰ στὸν τόπο ὅπου ἔγινε τὸ θαῦμα, καὶ τὰ μετέφερε στὸν ὦμο του, γιὰ νὰ λάβη καὶ αὐτὸς τὸν στέφανο τῶν μαρτυρικῶν ἱδρώτων τῶν ἀδελφῶν καὶ ὑποτακτικῶν τῆς σκήτης.

Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς πορείας ἐκρατούσαμε στὸ χέρι τὸ κομποσχοίνι καὶ προσευχόμεθα μὲ τὴν «εὐχὴ» καὶ τοὺς Χαιρετισμούς.

Καὶ ὅταν ἐφθάναμε στὴν καλύβη μας, ἐβάζαμε τὴν καθιερωμένη μετάνοια  στὶς εἰκόνες καὶ στὸν  Γέροντά μας, στὸν ὁποῖο δίναμε ἀναφορὰ γιὰ τὴν ἀποστολὴ καὶ ὑπακοή μας.

Ἐρχόμενος κάποτε ἀπὸ τὴν Νέα Σκήτη πρὸς τὴν Ἁγία Ἄννα, συνήντησα ἕνα μοναχὸ προχωρημένης ἡλικίας. Ἦταν κατάλευκος, χαρίεις καὶ ἑλκυστικὸς στὴν ὄψι.

Μόλις μὲ εἶδε, μὲ χαιρέτησε μὲ ἁπλότητα καὶ μοῦ εἶπε:

– Κάθου νὰ σὲ γνωρίσω, νέε στρατιῶτα τοῦ Χριστοῦ μας!

Ἐκάθησα σὲ μία πέτρα, χωρὶς νὰ φέρω καμμία ἀντίρρησι. Παρ’ ὅλο πού, ὅπως ἀνέφερα, δὲν εἴχαμε εὐλογία νὰ συνομιλοῦμε μὲ ξένους, δὲν κατώρθωσα ν’ ἀντισταθῶ. Μὲ εἶχε καθηλώσει ἡ εὐλογημένη ἐκείνη μορφή.

– Ἀπὸ ποῦ εἶσαι, καλογέρι μου; μὲ ρώτησε.

– Ἀπὸ τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου.

– Ὤ! ἔκανε θαυμάζοντας. Ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοὺς πατέρας; Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογῆ.

Ἄρχισε τότε νὰ μοῦ ὁμιλῆ γιὰ τὴν ἀξία τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ γιὰ τὸν ἀγώνα τοῦ μοναχοῦ:

– Ἂν θέλης, παιδί μου, νὰ ἐπιτύχης στὴν μοναχική σου κλῆσι, ἕνα πράγμα ἔχω νὰ σοῦ πῶ. Φρόντισε νὰ ἀγαπήσης πολὺ τὸν σωματικὸ κόπο.

Αὐτὰ τὰ βράχια, αὐτοὺς τοὺς ἀνηφόρους καὶ κατηφόρους, αὐτὰ τὰ ἀτελείωτα σκαλοπάτια, αὐτοὺς τοὺς ντορβάδες καὶ τὰ τσουβάλια, αὐτοὺς τοὺς ἱδρῶτας καὶ τοὺς μόχθους, ποὺ κάθε ἡμέρα θὰ ζῆς, φρόντισε, καθὼς σοῦ εἶπα, νὰ τοὺς ἀγκαλιάσης μὲ τὴν ψυχή σου.

Εἶναι ἴσως τὸ ἀντίδοτο τοῦ ἐγωισμοῦ σου. Ἔτσι θὰ σπάση ἡ ἀντιδραστική του παρουσία κι ἔτσι θὰ ἀπαλλαγῆς κι ἐσὺ ἀπ’ αὐτὴ τὴν Λερναία Ὕδρα τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς. Εἶμαι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐγνώρισα ἁγίους μοναχούς, σοφοὺς μοναχούς.

Ἐδιάβασα τόσα πατερικὰ βιβλία, καὶ ὅλα αὐτὰ σ’ ἕνα συμφωνοῦν καὶ συναντῶνται: ὅτι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός του χριστιανοῦ καὶ περισσότερο τοῦ μοναχοῦ εἶναι ὁ ἐγωισμός.

Γι’ αὐτὸ πιστεύω, πὼς καὶ ὁ Γέροντάς σου καὶ σὺ θὰ συνεργασθῆτε,ὥστε κάποτε νὰ σταθῆς μπροστὰ στὸν Θεόν, ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὸ θηρίο αὐτό, καὶ στολισμένος μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη νὰ εἰσέλθης στὸν Παράδεισο.



Οἱ σκέψεις του μεστές, ὥριμες, ἀρωματισμένες, βγαλμένες ἀπὸ ψυχὴ «κεκαθαρισμένην ἑπταπλασίως». Ἡ ἔκφρασίς του παιδική, γεμάτη ἁγία ἀθωότητα. «Θεέ μου, διερωτώμουν, ποιός νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ γέροντας»;

Κάποια στιγμὴ μοῦ λέει:

– Παιδί μου, μὴν περιμένης νὰ φθάσης σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ τότε νὰ ἐπιδοθῆς στὴν βαθειὰ καλλιέργειά σου.

Ἀγωνίζου κάθε ἡμέρα, νὰ πλησιάζης τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Ἑνώσου μὲ τὸν Ἰησοῦ. Τὸ θερμόμετρο τῆς ἀγάπης σου πρὸς τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ δείχνη κάθε ἡμέρα πὼς ἀνεβαίνει.

Αὐτὸ θὰ τὸ καταλαβαίνης, ὅταν νοιώθης πὼς τὰ πράγματα τῆς παρούσης ζωῆς χάνουν γιὰ σένα κάθε ἀξία καὶ ἡ περιφρόνησίς σου γι’ αὐτὰ γίνεται πιὸ αἰσθητή.

Ἕνα ἄλλο σημάδι ποὺ βοηθεῖ στὴν διαπίστωσι αὐτή, εἶναι τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης σου πρὸς τὸν Γέροντά σου, ὁ ὁποῖος σὲ συνδέει μὲ τὸν Χριστό. Ὁ Γέροντας γιὰ μᾶς τοὺς ὑποτακτικοὺς εἶναι ὁ Θεὸς μετὰ τὸν Θεόν μας.

Κι ἐγώ, ἂν καὶ προχωρημένος στὴν ἡλικία καθὼς βλέπεις, εἶμαι ἀκόμη ὑποτακτικός.

Αὐτὰ ἦσαν ἡ κεντρικὴ ἰδέα τῶν ὅσων συνεκράτησα ἀπὸ τὴν συνάντησί μου μὲ τὸν ὑπέροχο ἐκεῖνον  μοναχό.

– Γέροντα, συγχωρέστε με. Ποιός εἶσθε; Πῶς ὀνομάζεσθε;

– Εἶμαι ἀπὸ τὴν Βίγλα καὶ λέγομαι πατὴρ Βαρλαάμ.

– Ἐσεῖς εἶσθε ὁ παπα-Βαρλαάμ! ἐφώναξα καὶ τοῦ ἔβαλα ἀμέσως στρωτὴ μετάνοια.

Μὰ καθὼς ἐσηκωνόμουν, εἶδα τὸν γέροντα μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὴν γῆ νὰ βάζη μὲ τὴν σειρά του κι αὐτὸς μετάνοια!

Διαμαρτυρήθηκα γι’ αὐτό, ἀλλὰ ἐκεῖνος μοῦ ἀποκρίθηκε φυσικώτατα ὅτι ἔτσι συνηθίζει νὰ κάνη σὲ παρόμοιες περιπτώσεις… Πόσα καὶ πόσα δὲν εἶχα ἀκούσει γιὰ τὸ ὑψηλὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τοῦ παπα-Βαρλαὰμ ἀπὸ τὸν Γέροντά μου καὶ τὸν παπα-Ἰωακείμ! 

[…] Ὅταν ἐπέστρεψα στὴν καλύβη μας καὶ διηγήθηκα τὸ περιστατικὸ αὐτὸ στὸν Γέροντά μου, ἔτρεξαν ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ τῆς συνοδείας, ν’ ἀκούσουν γιὰ τὴν χαριτόβρυτη μορφὴ καὶ ὁμιλία τοῦ πνευματικοῦ ἐκείνου ἀετοῦ.

Μία ἀπὸ τὶς εὐλογημένες αὐτὲς συναντήσεις ἦταν καὶ ἡ συνάντησις μὲ τὸν γερο-Διονύσιο τὸν Κατουνακιώτη καὶ τὸν ἀξιοθαύμαστο ὑποτακτικό του π. Ἀρσένιο.

Ὁ γερο-Διονύσιος ἠσχολεῖτο καὶ μὲ τὰ γράμματα. Κάπου-κάπου ἔγραφε καὶ ἔλεγε μερικὰ ἐπιτυχημένα ποιήματα. Ζητοῦσε ἐπίμονα καὶ μὲ ἐπιμέλεια τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Δὲν ἦταν ἄνθρωπος τῶν συμβιβασμῶν.

Ὁ π. Ἀρσένιος ἦταν  δουλεμένος μοναχός. Ὁ Γέροντάς του τὸ ἤξερε καὶ ἤθελε νὰ τὸν στεφανώνη καθημερινῶς μὲ τὰ στεφάνια τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ὑπομονῆς.

Πόσες φορὲς δὲν τοῦ φερόταν σκληρὰ καὶ περιφρονητικὰ καὶ μάλιστα ἐνώπιον ἄλλων πατέρων!

Ἐκεῖνος ὅμως, κάνοντας ὑπομονή, ἔβαζε μετάνοια καὶ ζητοῦσε συγγνώμη. Κάποτε, στὴν θ. Λειτουργία, ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα τοῦ κοινωνικοῦ, πήγαμε ὅλοι νὰ λάβουμε συγχώρησι ἀπὸ τοὺς Γεροντάδες μας, προκειμένου νὰ προσέλθουμε στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς.

Ὅταν ὅμως ἐπλησίασε καὶ ὁ π. Ἀρσένιος τὸν Γέροντά του, ἐκεῖνος μὲ μία σκληρὴ καὶ ἀπότομη κίνησι τὸν ἔδιωξε λέγοντάς του:

– Βρὲ ἀπρόκοφτε, τολμᾶς νὰ ζήτησης εὐλογία γιὰ νὰ κοινωνήσης, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἀκαθαρσία καὶ ἐγωισμό;

Ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὴν σκηνὴ αὐτή, μᾶς ἐθύμισε μοναχισμὸ τοῦ Δ΄ καὶ Ε΄αἰῶνος. Ὁ π. Ἀρσένιος ἐζήτησε συγγνώμη γιὰ τὸ τόλμημά του αὐτὸ καὶ μαζεύθηκε σὲ μιὰ γωνιά.

Τότε ἀκριβῶς βλέπω τρεῖς-τέσσερις Γεροντάδες νὰ πλησιάζουν τὸν γερο-Διονύσιο καὶ νὰ τὸν παρακαλοῦν νὰ ἐπιτρέψη στὸν ὑποτακτικό του νὰ κοινωνήση.

Σὲ λίγο ἀκούω τὸν γερο-Διονύσιο νὰ λέη στὸν π. Ἀρσένιο:

– Ἄντε, ἔχεις χάρι ποὺ οἱ Γεροντάδες μοῦ ζήτησαν νὰ σοῦ ἐπιτρέψω τὴν θ. Κοινωνία. Θὰ κάνω ὑπακοὴ σ’ αὐτοὺς καὶ πιστεύω ὅτι ὁ Κύριος θὰ σὲ συγχωρήση καὶ θὰ σὲ δεχθῆ.

Ἐκεῖνος τότε «συντετριμμένος καὶ τεταπεινωμένος» προσῆλθε μὲ δάκρυα ποὺ ἦσαν αἰσθητὰ σὲ ὅλους καὶ πῆρε μέσα του Ἐκεῖνον ποὺ ὑπέμεινε τόσα ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.

Τὸ θαυμαστὸ ὅμως στὴν ὑπόθεσι αὐτὴ εἶναι ὅτι ὁ γέρων Διονύσιος, μετὰ ἀπὸ κάθε παρόμοια συμπεριφορὰ πρὸς τὸν ὑποτακτικό του, ἦταν γεμάτος χαρὰ καὶ θαυμασμὸ γι’ αὐτόν.

Καὶ ὅταν ὁ π. Ἀρσένιος ἀπομακρυνόταν, συχνὰ ἔκλαιγε ἀναλογιζόμενος τὴν ὠφέλεια ποὺ ἀπεκόμιζε ἀπὸ τὴν μεταχείρησι αὐτὴ ὁ ὑποτακτικός του καὶ θαύμαζε τὴν ὑπομονή του.

Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ἦταν γιὰ μᾶς τοὺς ὑποτακτικοὺς ἕνα ἀπὸ τὰ σπάνια μαθήματα. Εὐλογητὸς ὁ Θεός!

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου.
https://oikohouse.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου