Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Ατενίζοντας τον Χριστό


Τα λόγια του Κυρίου πως μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται (Ματθ. 5,8) φανερώνουν τον κεντρικό ρόλο της καρδιάς στο πλαίσιο της εν Χριστώ πνευματικότητας, καθώς ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι (Ματθ. 15,19). Έτσι, η δυνατότητα ατενίσεως της θεότητας περνάει μέσα από την κάθαρση αυτού του κέντρου που η πατερική σοφία αναγνωρίζει όχι μόνον ως φυσικό, αλλά και ως παραφυσικό (Ματθ. 15,19) και ακόμη και υπερφυσικό (καθώς εντός της καρδιάς φυλάσσεται η θεία Χάρις που λαμβάνει ο βαπτισμένος στο όνομα του Ιησού).

Η λέξη ατένιση, τώρα, μπορεί να οριστεί ως: 1. Κοιτάζω με προσηλωμένο βλέμμα ευθεία μπροστά και μακριά και 2. Κατευθύνω την προσοχή μου, προσηλώνομαι σε κάτι[1]. Για την καθαρή εμπειρία, όμως, ενός Αγίου, η έννοια της αληθινής και γνήσιας ατενίσεως του θείου προσώπου, πηγαίνει πολύ βαθύτερα από την απλή εστίαση του νου, καθώς συνδέεται με την ίδια την έννοια της θεωρίας, η οποία «στὴν Πατερικὴ παράδοση […] σημαίνει ὅρασις». Διότι, όπως θα πει ο Ιωάννης Ρωμανίδης, «θεωρία […] ἔχει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βλέπει. Καὶ θεολογικὰ βλέπει κανεὶς μὲ δύο τρόπους: Πρῶτον βλέπει μέσῳ τῆς ἐνδιαθέτου πίστεως, μέσῳ δηλαδὴ τῆς νοερᾶς προσευχῆς[2], διότι ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι ἕνα εἶδος θεοπτίας, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν Θεὸν μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὶσθάνεται τὸν Θεὸν νὰ προσεύχεται μέσα του. Αὐτὴ ἡ αἴσθησις λέγεται νοερὰ αἴσθησις καὶ εἶναι μία καθαρὴ εμπειρία. Αὐτὴ ἡ νοερὰ αἴσθησις εἶναι ἡ πρώτη βαθμὶς τῆς θεωρίας. Ἡ δεύτερη βαθμὶς αὐτῆς τῆς θεωρίας εἶναι ἡ θέωσις, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεοπτία, δηλαδὴ ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, κατὰ τὴν ὁποία καταργεῖται ἡ εὐχή»[3].

Εύλογα, λοιπόν, γεννάται το ερώτημα: Ποια είναι η σχέση μεταξύ εξαγιασμού της καρδιάς και νοεράς προσευχής; Με άλλα λόγια, πώς συνδέεται η πρακτική της επικλήσεως του ονόματος του Ιησού με τον εξαγνισμό της καρδιάς του ανθρώπου; Διότι και τα δυο αποτελούν τον δρόμο προς την ατένιση του θείου προσώπου. Ας ακούσουμε, λοιπόν, τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου, που λέει πως: η ἀρχὴ της καθάρσεως είναι ἡ ἡσυχία (P.G. 32,228), δηλαδή η ειρήνη που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά και στους λογισμούς του πιστού. Και συνεχίζει ο όσιος Φιλήμων λέγοντας πως ὀφείλει ὁ χριστιανός διά μέσου τῆς ἡσυχίας νά καθαρίσῃ τελείως τόν νοῦ, δίδοντάς του μέρα καί νύκτα τήν πνευματική ἐργασία τῆς Νοερᾶς προσευχῆς, τῆς νήψεως καί τῆς προσοχῆς[4]. Και το οφείλει αυτό διότι ὁ νοῦς, κατά τον Μέγα Βασίλειο, πού δέν σκορπίζεται στά ἐξωτερικά πράγματα καί δέν διαχέεται καί δέν περιπλανιέται ἀπό τίς αἰσθήσεις στόν ἔξω κόσμο ἐπανέρχεται στόν ἑαυτό του καί, μέ τήν παντοδύναμη βοήθεια τῆς θείας Χάριτος, ἀνέρχεται πρός τόν οὐράνιο θρόνο τοῦ Ἁγίου Θεοῦ γιά νά ἑνωθῆ μαζί Του![5]. Επομένως, η συχνή επανάληψη του ονόματος του Ιησού καθαρίζει το ἐσωτερικὸν τοῦ ποτηρίου (Ματθ. 23,26), δηλαδή την εμπαθή καρδιά, και, έτσι, οδηγεί τον άνθρωπο σε πρώτη φάση στο να  βλέπει τὸν Θεὸν μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὶσθάνεται τὸν Θεὸν νὰ προσεύχεται μέσα του και, εν συνεχεία, στην ίδια την θεοπτία, δηλαδή στην θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, κατὰ τὴν ὁποία καταργεῖται ἡ εὐχή. Έτσι, ο σκοπός της πρακτικής της μονολόγιστης ευχής είναι η επιστροφή του νου μέσα στην καρδιά, καθώς με αυτόν τον τρόπο ο νους καθαρίζεται, φωτίζεται και τελειοποιείται[6].

Είναι περίεργο πως, για την πατερική παράδοση, η έννοια της ατένισης του θείου προσώπου περνά μέσα από την αποφυγή της ατένισής του. Και εξηγούμαι φέρνοντας το παράδειγμα του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη, που είπε τα εξής: Να προσεύχεσθε χωρίς να σχηματίζετε στο νου σας εικόνες. Να μη φαντάζεσθε τον Χριστό. Οι Πατέρες ετόνιζαν το ανεικόνιστον στην προσευχή. Με την εικόνα υπάρχει το ευόλισθον, διότι ενδέχεται στην εικόνα να παρεμβληθεί άλλη εικόνα. Ενδέχεται και ο πονηρός να κάνει παρεμβολές και να χάσομε την χάρι[7].

Όλα αυτά σχετίζονται, βέβαια, και με την πραγματική φύση του Θεού, την οποία βιώνουν οι άγιοι στην εμπειρία της θέωσης, όταν διακρίνουν πως ο Θεός οὔτε Μονάς εἶναι οὔτε Τριάς εῖναι οὔτε Ἑνάς εἶναι οὔτε Θεός εἶναι οὔτε Ἀγάπη εἶναι κλπ.! Διότι δὲν ὑπάρχουν ὀνόματα ἢ νοήματα, ποὺ νὰ μποροῦν νὰ ἀποδώσουν τὸ τί εἶναι ὁ Θεός. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ συλλάβη τὸν Θεό. Αὐτὸ ἀποκλείεται. Τὰ νοήματα καὶ οἱ λέξεις χρησιμοποιοῦνται μόνον ὡς ὁδηγοὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἀποδώσουν ἢ νὰ ἐξηγήσουν κάτι ἀπὸ τὸν Θεό[8]. Έτσι, η πραγματική ατένιση του Χριστού δεν είναι απλά και μόνο η προσήλωση του νου προς Αυτόν, διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν Θεό, ἢ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σκεφθῆ[9]. Γι’ αυτό και όταν ο άνθρωπος φθάσει στην ἐμπειρία τῆς θεώσεως, διαπιστώνει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀνώνυμος[10]!

Γεώργιος Ν. Μαραγκουδάκης
Δ΄ θέση Α΄ Πανελλήνιου Διαγωνισμού Γραπτού Λόγου ΧΦΔ

[1]https://www.lexigram.gr/lex/enni/%CE%B1%CF%84%CE%B5%CE%BD%CE%AF%CF%83%CE%B7#Hist4
[2] Η νοερά προσευχή αποτελεί το τρίτο από τα τέσσερα στάδια της ευχής Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με και γίνεται όταν ο νους, έπειτα από την συνεχή προφορική (πρώτο στάδιο) και την εσωτερική (= από μέσα μας, δεύτερο στάδιο) επανάληψη της ευχής, την «εγκλωβίσει» και αρχίσει να την λέει από μόνος του, δίνοντας στον ευχόμενο την εντύπωση ότι η ευχή «λέγεται» κάπου μέσα στο κεφάλι (τρίτο στάδιο). Στέφανος Κ. Αναγνωστόπουλος (πρωτοπρ.), Η «ευχή» μέσα στον κόσμο, Ε΄ έκδοση, Πειραιάς: Επτάλοφος, 2016, σελ. 159.
[3] Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης (πρωτοπρ.), Πατερική Θεολογία, Θεσσαλονίκη: Παρακαταθήκη, 2004, σελ. 124.
[4] Στέφανος Κ. Αναγνωστόπουλος (πρωτοπρ.), ό.π., σελ. 240.
[5] Στέφανος Κ. Αναγνωστόπουλος (πρωτοπρ.), ό.π., σελ. 241.
[6] Στέφανος Κ. Αναγνωστόπουλος (πρωτοπρ.), ό.π., σελ. 98.
[7]http://www.diakonima.gr/2015/09/05/%ce%b1%ce%b3%ce%af%ce%bf%cf%85-%cf%80%ce%bf%cf%81%cf%86%cf%85%cf%81%ce%af%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%b1%cf%85%cf%83%ce%bf%ce%ba%ce%b1%ce%bb%cf%85%ce%b2%ce%af%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bc%ce%b5-%ce%b1%cf%80-2/
[8] Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης (πρωτοπρ), ό.π., σελ. 283-284.
[9] Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης (πρωτοπρ), ό.π., σελ. 142-143.
[10] Αλλά και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης θα πει τα εξής: Λέμε λοιπὸν ὅτι ἡ τῶν πάντων αἰτία […] οὔτε εἶναι ἕνα ἢ ἑνότητα ἣ θεότητα ἣ ἀγαθότητα οὔτε εἷναι πνεῦμα ὅπως ἐμεῖς ξέρουμε. Οὔτε υἱότητα οὔτε πατρότητα οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ ὅσα ἀφοροῦν ἐμᾶς ἢ κάποιο ἄλλο ἀπὸ τὰ γνωστὰ ὄντα. Οὔτε ἀνήκει στὰ μὴ ὄντα, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὰ ὄντα καὶ οὔτε τὰ ὄντα γνωρίζουν τί εἶναι. Οὔτε αὐτὴ γνωρίζει μὲ τὴν γνώση τί εἶναι τὰ ὄντα. Οὔτε ὑπάρχει λόγος γι’ αὐτὴν οὔτε ὄνομα οὔτε γνώση. Οὔτε εἶναι σκοτάδι, οὔτε φῶς. Οὔτε πλάνη οὔτε ἀλήθεια. Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης (πρωτοπρ), ό.π., σελ. 142-143.
https://xfd.gr/keimena/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου