Το εισιτήριο το βγάλατε;
Η θέα από το δασάκι της Αρόης είναι χάρμα οφθαλμών. Μπροστά σου χαίρεσαι τη μεγαλούπολη της Πάτρας με τον υπέροχο Ναό του Αγίου Ανδρέα που την ευλογεί και την προστατεύει… Και στο βάθος απλώνεται το γαλάζιο Ιόνιο που βαστάζει στα νερά του τους Αγίους των Επτανήσων.
Ένα πρωινό κατά τις 10 που καθόταν στον εξώστη του σπιτιού του διαβάζοντας την εφημερίδα κι αγνάντευε προς τη θάλασσα ο κ. Αλέξανδρος, χτύπησαν το κουδούνι της εξώπορτας του τρεις μαυροφορεμένες κυρίες. Τους άνοιξε η σύζυγός του.
-Ορίστε, ποιον θέλετε;
-Λέγομαι Πανωραία Ν., είπε η μεγαλύτερη από αυτές, και θέλω να πω κάτι στον κ. Αλέξανδρο τον σύζυγό σας, που ήταν πολύ γνωστός με τον μακαρίτη τον Βασίλη τον άντρα μου.
-Περιμένετε μια στιγμή να το πω στο σύζυγό μου.
-Οδήγησέ τες στο σαλόνι, κάθισε μαζί τους και έρχομαι αμέσως κι εγώ, είπε εκείνος. Μόλις τον είδαν οι κυρίες, σηκώθηκαν σεβαστικά μπροστά του.
-Καθίστε, καθίστε, παρακαλώ. Συλλυπητήρια για τον σύζυγό σας! Ο Θεός να τον αναπαύει. Ήταν εξαίρετος άνθρωπος και φίλος ο Βασίλης.
-Σας είδα και στην κηδεία, κ. Αλέξανδρε, και επειδή πολλές φορές μου μίλησε για σας, πήρα το θάρρος και σας επισκέπτομαι σήμερα, είπε η μεγαλύτερη.
–Ο Βασίλης ήταν σπουδαίος άνθρωπος, είχε χάρισμα αγάπης, εφευρετικής, και φιλανθρωπίας. Μαζί ήμασταν σε μια ομάδα της «Χριστιανικής Εστίας», που σκοπό είχαμε να επισκεπτόμαστε τις Φυλακές. Πως τα κατάφερνε λοιπόν ο μακαρίτης και έπειθε τους εμπόρους και του δώριζαν πολλά είδη ρουχισμού – εσώρουχα, μπλούζες, πουκάμισα κ.λπ. – και γεμίζαμε το πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου του για να τα μοιράζουμε στους φυλακισμένους, που τα δεχόταν με δάκρυα στα μάτια. Αλλά σας διέκοψα, με συγχωρείτε. Τι θέλετε από μένα, και ήλθατε στο σπίτι μου;
-Ο μακαρίτης πολλές φορές μου είχε μιλήσει για το πως καταφέρνατε με τον ωραίο τρόπο σας, με λίγα αλλά πειστικά λόγια, και βοηθήσατε πολλούς φυλακισμένους να μετανοήσουν για τη ζωή τους, να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν, να γίνουν άνθρωποι του Θεού.
-Είναι δώρο του Θεού αυτό, κ. Πανωραία, δικό Του χάρισμα. Κι αν σώθηκε κανείς, θα σβησθούν μερικές αμαρτίες μου. Τώρα τι μπορώ να κάνω;
-Ήλθαμε σε σας, κ. Αλέξανδρε, για μια βοήθεια, όχι υλική. Δόξα τω Θεώ, δεν έχω οικονομικό πρόβλημα προς το παρόν. Άλλη βοήθεια ζητούμε από σας με τις δύο ανιψιές μου που βλέπετε δίπλα μου.
-Σας ακούω ευχαρίστως.
–Ο κουνιάδος μου, καλός, πονετικός και ευαίσθητος άνθρωπος, είναι ετοιμοθάνατος και δεν έχει εξομολογηθεί ούτε κοινώνησε ποτέ του. Είναι άρρωστος και οι γιατροί λένε ότι είναι ζήτημα αν θα βγάλει τον μήνα. Του είπαμε αρκετές φορές για Εξομολόγηση και θεία Κοινωνία, αλλά ούτε ήθελε να ακούσει. Άλλαζε πλευρό αγριεμένος.
-Ευχαρίστως να βοηθήσω, κ. Πανωραία.
Ας προσευχηθούμε όλοι μας, και ο Θεός βοηθός.
Πως τον λένε; -Θανάση.
-Θα προσευχηθούμε λοιπόν για τον Αθανάσιο και πιστεύω θ’ ανοίξει την καρδιά του ο Θεός.
Το άλλο απόγευμα ο Αλέξανδρος χτύπησε ευγενικά την πόρτα του αρρώστου Θανάση, ενώ η Πανωραία με τη σύζυγο του Θανάση πέρασαν στο διπλανό δωμάτιο και άρχισαν την προσευχή για τον άρρωστο.
Μόλις μπήκε στο δωμάτιο του αρρώστου ο Αλέξανδρος, ο Θανάσης τον κοίταξε καχύποπτα και με άγριο βλέμμα.
-Ποιος είστε, κύριε; φώναξε ξαφνικά. Δεν σας γνωρίζω. Ούτε φωνάξαμε σήμερα κανένα γιατρό! Φύγετε γρήγορα, γιατί θα τηλεφωνήσω στο 100. Φύγετε αμέσως! Μαρία! Μαρία! Γυναίκα!! Στις αγριοφωνάρες του ήλθαν από δίπλα οι δύο γυναίκες.
-Πως κάνεις έτσι, Χριστιανέ μου; είπε η γυναίκα του.
-Γιατί άφησες και μπήκε ξένος άνθρωπος στο σπίτι; Γρήγορα πάρε το 100. Πριν φύγει ο κλέφτης. Πρόλαβε! Γρήγορα, είπα!
-Ηρεμήστε, κύριε Θανάση. Είμαι φίλος σας, είπε ο Αλέξανδρος.
-Φίλος μου! Πρώτη φορά σε βλέπω. Άσε τις πονηριές. Χάσου από μπροστά μου!
-Είμαι φίλος του μακαρίτη του αδελφού σας του Βασίλη καρδιακός, κύριε Θανάση.
-Τι είπες; ρώτησε σε χαμηλότερο τώρα τόνο ο Θανάσης. Ήσουν φίλος του αδελφού μου του Βασίλη;
-Μάλιστα, κύριε Θανάση μου! Και αυτός πολλές φορές μου είχε μιλήσει με πολύ θαυμασμό για τον αδελφό του τον Θανάση.
-Λες αλήθεια; ή πας να με ξεγελάσεις;
-Όχι! Και μάλιστα ήλθα σήμερα για να σας ευχαριστήσω.
-Να μ’ ευχαριστήσεις! Για ποιον λόγο;
-Διότι, όταν μαζί με τον μακαρίτη τον αδελφό σας φορτώναμε αυτοκίνητα με ρούχα για τους φυλακισμένους που πηγαίναμε τακτικά, εσείς με τις γνωριμίες που είχατε στην αγορά με τους εμπόρους γεμίζατε αμέσως το αυτοκίνητο με ρούχα. Το θυμάστε, κ. Θανάση;
-Τώρα που το λέτε, κάτι θυμάμαι. Κάτι πρόσφερα κι εγώ. Τώρα όμως φεύγω. Αναχωρώ από τη ζωή. Είμαι ετοιμοθάνατος.
-Με όσα κάνατε κ. Θανάση μου, για τους φυλακισμένους, έχετε πολλές αποσκευές και μάλιστα γεμάτες με τα έργα της αγάπης. Όμως, συγγνώμη για την αδιάκριτη ερώτηση:
Το εισιτήριο το βγάλατε;
-Το εισιτήριο; Ποιο εισιτήριο;
-Όπως για κάθε ταξίδι, έτσι και για το αιώνιο ταξίδι μας χρειάζεται να φροντίσουμε και για το εισιτήριό μας.
-Πως βγαίνει αυτό το εισιτήριο;
-Με την ιερή Εξομολόγηση και τη θεία Κοινωνία, αγαπητέ μου Θανάση. Πολύ εύκολα!
-Θα φροντίσω. Ευχαριστώ πολύ πάντως, τώρα όμως αφήστε με γιατί πονώ. Ευχαριστώ για την επίσκεψη σας και συγγνώμη που σας κακοπήρα στην αρχή.
-Δεν είναι τίποτα. Να είστε καλά.
Την άλλη βδομάδα ο Θανάσης εισήχθη στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου. Η κατάστασή του είχε επιδεινωθεί. Ο Αλέξανδρος τον επισκεπτόταν πρωί και απόγευμα.
-Κύριε Αλέξανδρε, φροντίστε, παρακαλώ, για το εισιτήριό μου. Δεν αισθάνομαι καλά. Μην το ξεχάσετε, του είπε ένα πρωί ο άρρωστος.
-Όλα θα γίνουν, Θανάση μου. Το έχω υπ’ όψη μου.
Και πράγματι, με τις φροντίδες του Αλέξανδρου εξομολογήθηκε με δάκρυα στα μάτια στο δραστήριο ιερέα του Νοσοκομείου. Και αφού αξιώθηκε και κοινώνησε δύο φορές, πέταξε η εξαγνισμένη ψυχή του στα ουράνια κοντά στον αδελφό του, τον Βασίλη.
Περιοδικό «Ο Σωτήρ»,
15 Απριλίου 2017 – Τεύχος 2153
https://proseuxi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου